Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος

Χριστιανισμός και Ισλάμ στο δύον Βυζάντιο. Κριτική παρουσίαση της θέσης του M. Balivet

Περίληψη

Στην προτεινόμενη εισήγηση αποπειρόμαστε να ανιχνεύσουμε τους όρους οσμωτικής συνύπαρξης χριστιανικών και μουσουλμανικών κοινοτήτων μεταξύ των αι. 13ο και 15ο στην υστεροβυζαντινή Μ. Ασία, σε μια προσπάθεια να εκτιμηθεί η δυναμική των ταυτοτικών αντιπαραθέσεων αλλά και συγκλίσεων σε μια περίοδο έντονων συγκρητιστικών ζυμώσεων, που προκλήθηκαν από την εγκατάσταση στο μείζονα ελληνικό χώρο των νεήλυδων τουρκομανικών φυλών. Ως αφετηρία του σχετικού προβληματισμού χρησιμεύει η θέση που διατύπωσε, κατά τις δεκαετίες του 80’ και 90’, ο Γάλλος ερευνητής M. Balivet, ο οποίος επί τη βάσει της σύγκρισης δύο εμβληματικών, κατά την αντίληψή του, προσωπικοτήτων της εν λόγω περίοδου, του Σελτζούκου Bedreddin και του Έλληνα Γεώργιος Τραπεζούντιου, εντόπισε την ύπαρξη ενός underground ρεύματος συμβιωτικότητας δύο εκ πρώτης όψεως διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων, την οποία και ανήγαγε στις εκλεκτικές πνευματικές συγγένειες που ανιχνεύονται ανάμεσα στην ορθόδοξη ησυχαστική Παράδοση και την μυστικιστική πνευματικότητα των ετερόδοξων μουσουλμανικών ταγμάτων, τα οποία και χρωμάτισαν προεχόντως την θρησκευτική ταυτότητα των νέων κυριάρχων του μικρασιατικού και βαλκανικού χώρου. Στην προτεινόμενη εισήγηση: – Εκτίθεται με σύντομο και περιεκτικό τρόπο η θέση Balivet. – Ελέγχεται κριτικώς η σχετική τεκμηρίωσή της και ασκείται κυρίως κριτική στην μεθοδολογική επιλογή της σύγκρισης-αντιπαραβολής μεταξύ Bedreddin και Τραπεζούντιου επί τη βάσει της νεώτερης βιβλιογραφίας, αλλά και των πηγαίων κειμένων. – Αναγνωρίζεται η συγκρητιστικού χαρακτήρα σύντηξη οριζόντων που δύναται, κατά περίπτωση, να τεκμηριωθεί στον υπό εξέταση χρόνο και χώρο. – Απώτερος στόχος είναι η ανάδειξη του δυναμικού χαρακτήρα του λαϊκού θρησκευτικού βιώματος, το οποίο, διεπόμενο εν πολλοίς από μια προσίδια νομοτέλεια, τείνει πολλάκις προς την άμβλυνση των καθαρών ταυτοτικών περιγραμμάτων που ορίζουν και προβάλλουν τα εκάστοτε και επίσημα δίκτυα ιδεολογικής εξουσίας. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται το έναυσμα ενός κριτικού αναστοχασμού επί του φαινομένου των θρησκευτικών και πνευματικών ταυτοτήτων, καθώς η υπόρρητη δυναμική που εκλύουν τα συμβιωτικά θρησκευτικά φαινόμενα λειτουργούν, για την ιστορική μας συνείδηση, ως διορθωτικό αντίβαρο σε σχέση με τις εκάστοτε επίσημες ταυτότητες και την καθαρά ιδεολογική διαμεσολάβηση που διενεργούν. Το ερμηνευτικό κέρδος είναι, σε μια τέτοια περίπτωση, χειροπιαστό: ο ερμηνευτικός μας ορίζοντας πλαταίνει για να φιλοξενήσει και μια άλλη θεώρηση του ταυτοτικής ετερότητας: την κατανόηση των ταυτοτήτων όχι μόνο ως μέσο διαχωρισμού και υποδαύλισης ακραίων αντιπαλοτήτων, αλλά και ως πεδίο συναντήσεων και πολιτσμικών συγκλίσεων.

Η ανακοίνωση (PDF)