Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Νικόλαος Μαυρέλος

Νικόλαου Μαυροκορδάτου, Φιλοθέου Πάρεργα: Η μυθοπλαστική εγκυκλοπαίδεια ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση.

Α. To μυθοπλαστικό πλαίσιο ως αφορμή για εγκιβωτισμό «σοβαρών» ειδών.

Ο Κ. Θ. Δημαράς, με αφορμή το στήσιμο του συμποσιακού σκηνικού ή την αναφορά στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, σωστά παρατήρησε ότι το Φιλοθέου Πάρεργα έχει συμποσιακό–φιλοσοφικό χαρακτήρα.[1] Ωστόσο, το «περιπετειώδες» μυθοπλαστικό πλαίσιο –που εντοπίζει ευστοχότατα ο εκδότης του[2]– μετριάζει ή και ακυρώνει, θα λέγαμε, τη «σοβαρή» πλευρά του με τη χρήση του προσωπείου της ανωνυμίας και την επινοημένη περιπέτεια της σύλληψης και φυλάκισης του Κορνήλιου, στην οποία εγκιβωτίζει την «ύλην» της διηγήσεως, δομημένη κατάλληλα για να δώσει το μυθιστόρημα.

Η κομβική έννοια της «ύλης» αφορά σε δύο πλευρές∙ το γενικό μυθοπλαστικό θέμα, αλλά και στην αφορμή έναρξης της συζήτησης,[3] προσδιορίζοντας μία πλευρά της ειδολογικής ταυτότητας του κειμένου ως φιλοσοφικού διαλόγου. Ωστόσο, το μυθοπλαστικό πλαίσιο ενισχύεται από τεχνικές χαρακτηριστικές στο μυθιστόρημα, όπως η απόκρυψη στοιχείων από τον αναγνώστη, που διασπά τη γραμμική ροή ενός σοβαρού λόγου ή είδους,[4] αλλά και το ότι δεν φανερώνει ούτε στο τέλος του υποτιθέμενου πρώτου μέρους αυτό που υπόσχεται. Επίσης μυθιστορηματική-λογοτεχνική είναι και η χρήση της τεχνικής του «απροσδόκητου» (π.χ. η σύλληψη του Κορνήλιου), τεχνική την οποία αποδίδει και ο ίδιος ο αφηγητής στο μυθιστόρημα και όχι στην Ιστορία, η οποία πρέπει να απεικονίζει το πιθανό (Φ.Π. 104). Τέλος, τα αυτοαναφορικά σχόλιά του, λειτουργούν ως δίαυλος μυθιστορηματοποίησης των διαφόρων ενσωματωμένων ειδών λόγου, κάτι που δεν θα μπορούσε να γίνει σε ένα αμιγώς διαλογικό κείμενο. Οι περισσότεροι συγγραφείς του Διαφωτισμού γράφουν μυθιστορήματα χρησιμοποιώντας μόνο μια ειδολογική μορφή,[5] ενώ ο Μαυροκορδάτος ενσωματώνει πολύ περισσότερες.

Αυτό το πλαίσιο θα δώσει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να παρουσιάσει τη γραφή στο μεγαλείο της και να μην έχει πρόβλημα ούτε με τους αναγνώστες, ούτε με τους κριτικούς («φιλολόγους» Φ.Π. 63).[6] Η μη σοβαρή (μη επικοινωνιακή) παρουσίαση δειγμάτων των άλλων (σε σοβαρό ύφος και είδος) γραπτών του τού δίνει τη δυνατότητα να πειραματιστεί σε ένα κείμενο υβρίδιο από πολλές απόψεις (ειδολογικά, λογοτεχνικά, πολιτικά, πολιτισμικά, φιλοσοφικά κλπ.).[7] Παρότι ονομάζεται «πάρεργο» δεν σημαίνει ότι δεν είναι αξιόλογο. Είναι έργο εν προόδω, εντός του οποίου ο συγγραφέας-αφηγητής γίνεται συν-γραφέας με τους παλαιότερους συγγραφείς, αλλά και με τους ήρωες και τους αναγνώστες του, ενώ καλεί τους «φιλολόγους» να το κρίνουν, δεδομένου ότι γράφεται για να σταλεί προς κρίσιν και έκδοση στη Γαλλία. Ο κόσμος του μυθιστορήματος παρουσιάζεται ως αυτόνομος, αλλά και ως γενεσιουργός του νέου μυθιστορηματικού τρόπου γραφής (ή και αντι-γραφής), χωρίς να απορρίπτεται η μυθιστορική παράδοση, αλλά με τo να τίθεται στο ίδιο πεδίο με το ανώτερο ύφος (και τα ανώτερα είδη κατ’ επέκταση). Αυτό δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση ούτε με την κανονιστική Ποιητική του Κλασικισμού και του Νεοκλασικισμού, αλλά ούτε και με την κατοπινή θετικιστική άποψη περί ειδών τον 19ο αιώνα. Ίσως να συμβαίνει λόγω της ατελούς μορφής του και να μην πρόκειται για προρομαντικό ξέσπασμα, δεδομένου ότι τα είδη παρατίθενται με αρκετά εμφανή διάκριση μεταξύ τους, ενώ είμαστε σε πρώιμη φάση ακόμα και για τον Διαφωτισμό, και μάλιστα σε ανατολικό περιβάλλον.

Η διπλή ή πολλαπλή ειδολογική ταυτότητα του κειμένου μας είναι συνειδητά δοσμένη ως πείραμα, επιδιώκοντας την κρίση των ειδημόνων φιλολόγων, ενώ διαλέγεται με την παράδοση, αλλά και το μέλλον του πεζού λόγου. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι παραμένει περισσότερο στο πλατωνικό μοντέλο στο επίπεδο της δομής και της οργάνωσης του κειμένου (στο πρότυπο των διαλόγων), αλλά η παρουσία της αριστοτελικής παράδοσης (ειδικά της Ρητορικής[8]) είναι εμφανής όσον αφορά στο όλο επικοινωνιακό πλαίσιο, όπως περιγράφει ο Ζ.Μ.Σεφφέρ τη διαφορά μεταξύ πλατωνικού και αριστοτελικού μοντέλου.[9] Ο μυθοπλαστικός πεζός λόγος («πάρεργο») διακρίνεται από την Ιστορία, αλλά και τον επιστημονικό λόγο, ως αντικειμενικότερους, χωρίς όμως να υιοθετείται και το άλλο άκρο, η φαντασία. Άρα, ως προς το θέμα, τοποθετείται ειδολογικά πέραν του έπους και του παραμυθιού και προσεκτικά πλησίον της μυθιστορίας, ενώ συνάμα αρκετά μακριά της, λόγω του εγκιβωτισμού σοβαρών ειδών.[10] Η αμφιταλάντευση ανάμεσα στο σοβαρό και το παιγνιώδες καθιστά το κείμενο μεταιχμιακό ακόμα και σήμερα. Παράλληλα, το κείμενο φαίνεται να προβλέπει (μέσω του αφηγητή του) όλους τους παράγοντες που λαμβάνονται υπ’ όψιν για την παρουσίαση ενός κειμένου.[11]

Η συνειδητή προσπάθεια πειραματισμού στον πεζό λόγο είναι η πρώτη που γίνεται στον νέο ελληνισμό και, ασχέτως της αρχαϊκής γλωσσικής μορφής, απεικονίζει εν μέρει μία νεωτερική κοσμοαντίληψη, χωρίς να αρνείται συλλήβδην τον παλαιότερο κόσμο. Η έννοια της προσαρμογής ενός είδους κατά τον 18ο αιώνα (και όχι μόνο) συνδέεται και με την αλλοίωσή του όταν κάποιο έργο μεταφράζεται ή παραφράζεται, όπως συμβαίνει π.χ. με το πικαρικό μυθιστόρημα που γνωρίζει ευρεία διάδοση.[12] Είναι άραγε τυχαίο που αυτό ακριβώς θίγεται ως πρακτική στο Φ.Π. με τις πικαρικού (αλλά με προεκτάσεις φιλοσοφικού) τύπου ιστορίες των καταδίκων που αντιγράφει, μεταφράζει και αποδίδει ερμηνευτικά ο αφηγητής;[13] Εξάλλου, η συγγένεια αυτού του επεισοδίου στη φυλακή με το αντίστοιχο στον Δον Κιχώτη[14], εντάσσεται στο ίδιο αυτό δια/μετα-κειμενικό πλαίσιο. Παράλληλα, το καθεστώς του αναγνώστη διαπλέκεται με εκείνο του συγγραφέα[15] ή/και του αντιγραφέα ή του μεταφραστή εντός του μυθοπλαστικού παιχνιδιού της αφήγησης, αλλά και εκτός αυτού, δεδομένου ότι στο Φ.Π. υπάρχουν σπερματικά και όλα τα άλλα είδη στα οποία έγραψε έργα ο Μαυροκορδάτος.

Η περίπτωση των επιστολών κατά μίμησιν των του Φαλάριδος αναδεικνύει, ωστόσο, την συνειδητά αμφίβολη φύση των έργων του πεζού λόγου (λογοτεχνικών και μη), όπως και στο Βυζάντιο. Το κείμενο-είδος αφορά στην υιοθέτηση των κανόνων της ρητορικής[16], αλλά με την ταυτόχρονη ενσωμάτωση στοιχείων και ειδών «σοβαρών» σε περιβάλλον ή πλαίσιο «μη σοβαρό». Έτσι, αλλάζει την ελαφρά ως είδος μυθιστορία σε μυθιστόρημα της νεώτερης εποχής, ενσωματώνοντας πιο «σοβαρά» είδη. Το όνομα «πάρεργο» αποτελεί εξωκειμενική κατηγορία και μάλιστα με βάση μόνο το υποκείμενο εκφοράς του πρωτοπρόσωπου εδώ λόγου.[17]

Αν ιδρυτής του φιλοσοφικού μυθιστορήματος υπήρξε, κατά τον Lanson, o Montesquieu με τις Lettres Persanes και αντιπροσωπευτικά κείμενα ο Candide του Voltaire, ο Neveu du Rameau του Diderot και η Nouvelle Hélse του Rousseau[18], τότε ο Μαυροκορδάτος υπήρξε ο πρώτος πειραματιστής, το κείμενο του οποίου ενδεχομένως να είχε υπόψη ο Montesquieu[19]. Ωστόσο, η βασική διαφορά του εγχειρήματός του σε σχέση με όλα τα προαναφερθέντα είναι ο ηθελημένα ημιτελής και μεταιχμιακός χαρακτήρας του ανάμεσα στο λογοτεχνικό και μη, το σοβαρό και το παιγνιώδες, το φιλοσοφικό και το λαϊκότροπο, την Ανατολή και τη Δύση. Εξάλλου, τα έργα του γράφτηκαν πριν από εκείνα των προαναφερθέντων μεγάλων Διαφωτιστών, ενώ δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να ανιχνευτεί η επίδραση κυρίως της βυζαντινής παράδοσης,[20] αλλά και της αρχαίας ελληνικής στο εν λόγω έργο, που ίσως είναι αμεσότερη και βαθύτερη απ’ ό,τι σε έργα Δυτικών. Η πολιτική φιλοσοφία και η εγκυκλοπαιδική παράδοση του Βυζαντίου, μαζί με τη μυθιστορική παράδοση[21] και την ποικιλία των ειδών του πεζού λόγου, ανανεώνεται προς την κατεύθυνση του νεωτερικού τρόπου σκέψης του Διαφωτισμού.

Β. Τα ενσωματωμένα «σοβαρά» είδη και η διαδικασία μετατροπής τους σε λογοτεχνικά (παιγνιώδη). Σύντομη ανίχνευση με βάση τη βυζαντινή ρητορική.

Το κείμενό μας σηματοδοτεί ενός είδους πέρασμα από το Βυζάντιο στον Νέο Ελληνισμό (ειδολογικά και μορφικά) στον λόγιο μυθοπλαστικό πεζό λόγο. Ένα δυτικότροπο νεωτερικό στην νοοτροπία σύλληψης, αλλά ανατολικό και συνάμα ελληνικό στις καταβολές κείμενο. Τα είδη που χρησιμοποιεί, αλλά και οι θεωρητικές απόψεις που διατυπώνει για τις ειδολογικές κατηγορίες και τη γραφή, μας οδηγούν μεν στην αρχαία, αλλά δεν απομακρύνονται και από τη βυζαντινή ρητορική. Για παράδειγμα, οι κατηγορίες από τα Προγυμνάσματα του Αφθόνιου[22], απαντώνται σχεδόν όλες στο μυθιστόρημα, κάτι που ενισχύει την άποψη για τον διάλογό του με το Βυζάντιο. Το βήμα, όμως, προς τη νεωτερικότητα εντοπίζεται στην κοσμοαντίληψη που εκφράζεται και ή κυρίως με την επιλογή του μυθιστορηματικού είδους. Έτσι, ξεπερνάει ως προς τη Ρητορική και τους σύγχρονούς του Δυτικούς [23] (κυρίως κλασικιστές), οι οποίοι δεν επιχειρούν εύκολα τέτοιες ευρείας φύσης μείξεις ειδών, ενώ όσοι το κάνουν υιοθετούν τη σατιρική υφή και όχι τη σοβαρότερη που επιλέγει ο Μαυροκορδάτος. Παράλληλα, όλο το Φ.Π. διαλέγεται και με τα υπόλοιπα κείμενά του, δίνοντας στο μυθιστόρημα ένα είδος προγυμνασματικού χαρακτήρα, ως βιβλιοθήκη υποδειγμάτων για τα άλλα έργα (Ψόγος Νικοτιανής, Περί Καθηκόντων, παραινέσεις, επιστολές -κανονικές και «Κατά μίμησιν των του Φαλάριδος»- κλπ.).
Για να επιστρέψουμε όμως στα Φ.Π. και τα «σοβαρά» είδη που ενσωματώνει από τη βυζαντινή παράδοση, θα λέγαμε ότι τα πιο σημαντικά (ποιοτικά και ποσοτικά) είναι οι δημηγορίες και οι πραγματείες. Ένα από τα πιο απλά είδη που χρησιμοποιούνται είναι η περιγραφή («έκφρασις»). Αν και στα Φ.Π. έχει εντοπιστεί η ύπαρξη του είδους στην περιγραφή του κήπου, δεν έχει προσεχθεί ότι ακόμα και η εγκυκλοπαιδική σχεδόν περιγραφή εθνών, ηθών και εθίμων εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο ως απεικόνιση του «καιρού», κατά τον Ερμογένη.[24]

Η κατηγορία των Βίων (οι οποίοι εδώ εγκιβωτίζονται ως «αποσημειώσεις») είναι από τις πιο γνωστές και αγαπητές στο Βυζάντιο, ειδικά για τόσο σημαντικά πρόσωπα. Στην περίπτωση της αυτοβιογραφίας[25] το παιχνίδι είναι πιο ενδιαφέρον, αφού οι δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, του Κορνήλιου και του βαρκάρη, αντιπαρατίθενται. Η πρώτη σοβαρή και σύντομη από μορφωμένο άνθρωπο και ομοεθνή, ενώ η δεύτερη απλοϊκή και πολύλογη (σαν την ανατολικού τύπου αφήγηση των Παραμυθιών της Χαλιμάς), από έναν βαρκάρη, την οποία στο τέλος ο αφηγητής συντομεύει σε τρίτο πρόσωπο. Θα μπορούσαμε άραγε να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται για τους δύο πόλους που το μυθιστόρημα καλείται να πλησιάσει ή να μετριάσει; Στην περίπτωση που ισχύει αυτό, οι διαμεσολαβημένες[26] (από τον αφηγητή - μεταφραστή - ερμηνευτή) θερβαντικού τύπου αφηγήσεις των καταδίκων, μπορεί να αποτελούν μία από τις λύσεις του προβλήματος.

Σημαντικότατο είδος στο Βυζάντιο, αλλά και στην αφηγηματική λογοτεχνία της εποχής του Μαυροκορδάτου[27], είναι η επιστολή. Στα Φ.Π. η μόνη επιστολή που συναντάμε είναι η μικρή επιστολή του Κορνηλίου προς τον Ιάκωβο, με την οποία του ζητάει βοήθεια. Παρότι το μοναδικό δείγμα του είδους στο μυθιστόρημα, η σημασία της είναι δυσανάλογα μεγάλη, αφού η πλοκή δεν θα μπορούσε να προωθηθεί αλλιώς, ενώ η αγωνία του αναγνώστη επιτείνεται λόγω της περίεργης σύλληψης και του μικρού μεγέθους της αινιγματικής επιστολής.
Η περίπτωση επαίνου ή ψόγου ως ξεχωριστών ειδολογικών κατηγοριών της Ρητορικής[28] δεν απαντάται στα Φ.Π. αμιγής, αλλά είτε στις σύντομες αναφορές (εντός δημηγοριών) είτε στον σύντομο έπαινο (εν είδει κατόπτρου ηγεμόνος) του Σουλτάνου, τον οποίο δύσκολα θα θεωρούσαμε μόνο εγκωμιαστικό ή μόνο επικριτικό.[29] Ταυτόχρονα, αν κάποιος ήθελε να ελέγξει αναλυτικότερα την ύπαρξη και τον τρόπο ενσωμάτωσης αυτών των ειδών στο μυθιστόρημα, θα έπρεπε να λάβει υπόψη και το υπόλοιπο κείμενο ως εικόνα της ζωής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.[30]

Τέλος, τα γνωμικά («γνώμες»), με την επιγραμματική συντομία τους, αποτελούσαν εξίσου σημαντικό είδος λόγου στο Βυζάντιο,[31] αλλά στα Φ.Π. η συνομιλία με τους δυτικούς και σύγχρονους αντιπροσώπους του είδους είναι πολύ σημαντικότερη και οι αναφορές άμεσες.

Γ. Περί της τέχνης του πεζού λόγου[32]

Ο αφηγητής ξεκινάει τον αρκετά εκτενή λόγο του,[33] αναφερόμενος στις οφειλές της ιταλικής Aναγέννησης στο Βυζάντιο και τους λογίους του,[34] ενώ το μεγαλύτερο μέρος αφορά στις αναγνώσεις ενός λογίου. Υπάρχει επίσης αναφορά στη διαμάχη Αρχαίων – Νεωτέρων, που συντάραξε την Ευρώπη (τέλος του 17ου και αρχή 18ου αιώνα). Πέραν του γεγονότος ότι προβάλλει με χαρακτηριστικό τρόπο την οφειλή της Αναγέννησης και του Ουμανισμού στο Βυζάντιο, η λεπτομέρεια που μας ενδιαφέρει εδώ είναι επιπλέον η επισήμανση ότι οι Βυζαντινοί δίδαξαν και Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Με τον τρόπο αυτόν δίνεται η διπλή όψη της βυζαντινής φιλοσοφικής σκευής και όχι η μονομερής αριστοτελική που επικρατούσε στις μέρες του.[35] Ταυτόχρονα, επιμένει ότι οι εναπομείναντες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία διατήρησαν βιβλιοθήκες και χειρόγραφα των Αρχαίων και συνέχισαν την παράδοση. Η εικόνα αυτή διαφέρει αρκετά από εκείνη που προέβαλε ο ύστερος Διαφωτισμός στην Ελλάδα, αλλά και η λογιοσύνη ως το μέσο του 19ου αιώνα, οπότε το Βυζάντιο επανέρχεται στο προσκήνιο. Παρόλο που δεν αναφέρεται σε πλήρη παρακμή της λογιοσύνης στην Αυτοκρατορία (πώς θα μπορούσε άλλωστε να το κάνει με άμεσο τρόπο;), η αναφορά του στην δυσκολία προόδου της λογιοσύνης κατά το β΄ μισό του 15ου ως και τον 16ο είναι ξεκάθαρη, παρότι διακριτική.[36]

Η πλήρης ανάνηψη της λογιοσύνης (την οποία δεν προσδιορίζει χρονικά, αλλά μάλλον αναφέρεται στον 17ο αιώνα) εντοπίζεται στην εποχή κατά την οποία οι λόγιοι πηγαίνουν πια στη Δύση για να πάρουν τα φώτα και να αρχίσουν να δημιουργούν βιβλιοθήκες με έργα ελληνικά, δυτικά, αλλά και ανατολικά.[37] Ο κατάλογος έργων και συγγραφέων που ακολουθεί, και οι συγκρίσεις που επιχειρεί θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό έργα όπως η Μάχη των βιβλίων του Swift, αλλά χωρίς έντονο το σατιρικό στοιχείο, ενώ παράλληλα ξεκαθαρίζεται και το θέμα των οφειλών του Μαυροκορδάτου στον Κικέρωνα[38], και κατόπιν (Φ.Π. 54) διαφαίνεται και η γνώμη του για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Κατ’ αρχήν δεν απορρίπτει όλον τον Αριστοτέλη, εμμένοντας στη σημασία της ηθικής φιλοσοφίας, αλλά περισσότερο της Ρητορικής του, ενώ και στον Πλάτωνα εντοπίζει σκοτεινά σημεία. Όπως παρατηρεί καίρια ο Π. Νούτσος,[39] διευκρινίζοντας την ασάφεια που προέκυπτε από τη μελέτη του Αγγέλου, παραμερίζεται ο «εκπαιδευτικός αριστοτελισμός», όχι λόγω «αντεπίθεσης του πλατωνισμού», αλλά ως απόηχος των ευρωπαϊκών ιδεών. Γι’ αυτό εντοπίζει αρνητικά στοιχεία και στον Πλάτωνα σε σχέση με τις δεισιδαιμονίες. Γενικότερα, για τους Αρχαίους[40] ο Μαυροκορδάτος φαίνεται να ασπάζεται τη γνώμη που διατυπώνει ο Swift ότι είναι καλύτερο οι Σύγχρονοι να «υψώσουν την ιδικήν των πλευράν του όρους παρά να ονειρεύονται να χαμηλώσουν εκείνην των Αρχαίων»[41]. Ο σεβασμός προς τους Αρχαίους συμβαδίζει με την ψύχραιμη αντιμετώπιση των Νεωτέρων και την συχνή επισήμανση ότι χρειάζεται δουλειά και μελέτη για να παραχθούν μεγάλα έργα. Στο σημείο αυτό επικαλείται το παράδειγμα ενός νεώτερου σοφού, του Bacon, ο οποίος «ερανίζεται… ευφυώς τα άνθη» (Φ.Π. 61), αλλά προχωράει ένα βήμα παραπέρα.

Οι υπόλοιποι συγγραφείς παραθέτονται όχι ταξινομημένοι στις γνωστές μας από τη Δύση ειδολογικές κατηγορίες, λογοτεχνία – μη λογοτεχνία, ποίηση – πεζογραφία κλπ, αλλά με βάση τη διάκριση Αρχαίοι και Νεώτεροι,[42] χωρίς να παραλείπει και τα έργα Αράβων και Οθωμανών.

Η κατάληξη του είναι χαρακτηριστική και αφορά στην ευθύνη των Νεωτέρων έναντι των Αρχαίων. Η μελέτη των δεύτερων είναι η υποχρέωση των πρώτων για να μπορούν να τους ξεπεράσουν. Απαραίτητο προσόν θεωρεί την πολυμάθεια πρώτα (κάτι που ο ίδιος πάντα επιδίωκε), αφού έχει προηγηθεί η διάσωση των έργων των Αρχαίων, την οποία παρουσίασε στην αρχή. Η σοφία έρχεται κατόπιν και ως απόσταγμά της η συγγραφή «βίβλων», όπως συμβαίνει με την κατ’ εκείνον χαρακτηριστική περίπτωση του «σοφοτάτου Βακώνου» (Φ.Π. 61). Ο συγγραφέας είναι, συνεπώς, πρώτα αναγνώστης και μελετητής. Κατόπιν, αφού διαλεχθεί, σχολιάσει, μιμηθεί «ανεπίμωμα» και ερανισθεί «ευφυώς», τους Αρχαίους και τους συγχρόνους του, μπορεί να συνθέσει ένα έργο, είτε ως πάρεργο, είτε ως σοβαρή μελέτη. Αυτά όλα δεν κάνουν άλλωστε ο αφηγητής μας και ο Μαυροκορδάτος;

Ενδιαφέρουσα για την ποιητική και πεζογραφική θεωρία, και λιγότερο για την Ιστορία, είναι η εγκιβωτισμένη πραγματεία του Γραικού «Περί ηθών, παθών και χαρακτήρων»,[43] αφού αναφέρεται στην παρουσίαση («διαζωγραφείν») των χαρακτήρων όχι μόνο στην Ιστορία, αλλά γενικότερα στην αφήγηση.[44] Εδώ κάνει και διάκριση ποιητών – λογογράφων, αλλά στο θέμα των τεχνικών της γραφής αναφέρεται χωρίς μια τέτοια διάκριση ποίησης - πεζογραφίας. Ωστόσο, καθώς οι αναφορές του γίνονται κατά βάσιν σε αφηγηματικά (και λιγότερο σε δραματικά) κείμενα, θα λέγαμε ότι υιοθετεί κυρίως τη διμερή αριστοτελική διάκριση αφήγησης και μίμησης και όχι την τριμερή πλατωνική.[45] Παράλληλα, αποσιωπώντας τη λυρική ποίηση, τα κοινά σημεία Ποιητικής και Ρητορικής είναι περισσότερα. Η διάκριση ατομικού και συλλογικού στη θεωρία αυτή μας οδηγεί και στην Πολιτεία του Πλάτωνα, δεδομένου ότι από τον αφηγητή του μυθιστορήματός μας προκρίνεται ο ποιητής που είναι ενημερωμένος για τα κοινά και προτάσσει τον συλλογικό βίο[46] έναντι του ατομικού («μοναδικού») βίου (ατομικά «πάθη» ή επιμέρους χαρακτήρες), εντοπίζοντας (για την περίπτωση της Ιστορίας) το λάθος πολλών, που εμμένουν στην παρουσίαση χαρακτήρων και χάνουν τη δράση και τη ζωή, όπως οι λόγιοι που δεν έχουν βιώσει τίποτα και ξέρουν μόνο όσα άκουσαν ή τους υπαγορεύει ο άρχοντας στην αυλή του οποίου ζουν.

Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η διάκριση των λογοτεχνικών ειδών (κωμωδία, τραγωδία) από τα σοβαρά είδη (π.χ. ιστορία «κατηκριβωμένη»[47]) που πρέπει να ακολουθούν τη φύση. Η κατάληξη είναι το πιο σημαντικό: τι να κάνουμε όμως τους κανόνες, αφού τα πάντα έρχονται μετά το ον.[48] Στο σημείο αυτό πρωτοπορεί τονίζοντας την σχετικότητα των ειδολογικών ταξινομήσεων σε σχέση με το προς απεικόνιση αντικείμενο, ενώ με το γενικό χαρακτήρα των κατηγοριών, φαίνεται να μη δέχεται ούτε την αριστοτελικής προέλευσης κλασικιστική προοπτική των κλειστών ιστορικών ειδών, παρά την εμμονή στη διάκριση μειζόνων (σοβαρών) και ελασσόνων (παιγνιωδών) ειδών λόγου.
Τέλος, αντικείμενο εξέτασης γίνεται και ο σοβαρός λόγος της Ιστορίας, καθιστώντας την προσπάθεια πρωτοποριακή, αφού δεν είναι συχνά ανάλογα δείγματα της συνεξέτασης ποιητικού και πεζού λόγου, ή ιστορικής και λογοτεχνικής αφήγησης, μαζί με την δραματική ποίηση. Η Ιστορία ως αντικειμενικό είδος πρέπει να αντιπροσωπεύει το «πιθανόν» και το «ήδιστον», «απομιμούμενη» «ψυχής ήθος», αλλά ποτέ «δια θαύματος» (απίθανου, φανταστικού ή απροσδόκητου, θα έλεγε ο Αριστοτέλης), όπως στην περίπτωση του Ηρόδοτου. Η αυλική Ιστορία ή γενικότερα η Ιστορία που δίνει έμφαση σε κάποιον χαρακτήρα ή εξυπηρετεί κάποιο σκοπό πέραν του κοινού καλού, θεωρείται παρακμιακή. Το παρελθόν, που αποτελεί και αντικείμενό της, πρέπει να εξετάζεται εξονυχιστικά. Αντίθετα, η κωμωδία και η τραγωδία (δεν μιλάει για λυρική ποίηση, ενώ το μυθιστόρημα το εξέτασε μαζί με την Ιστορία στον πεζό λόγο) είναι «κάτοπτρα παντοδαπού βίου», και του παρελθόντος (με εξέταση των εξεχουσών πηγών) και του παρόντος («ενεστηκότος χρόνου»), αλλά οφείλουν να απεικονίζουν τους χαρακτήρες όπως πρέπει και να τους καλλωπίζουν με το «αριστοτελικόν χρώμα», με τη σκευή της Ρητορικής, θα προσθέταμε.

Δ. Το μυθιστόρημα και η εποχή του, ήτοι σχέδιο συγκριτικής προσέγγισης εν είδει επιλόγου

Πατώντας στην προηγηθείσα παράδοση του ‘ελαφρού’[49] (περιπετειώδους ή ερωτικού) μυθιστορήματος ο Μαυροκορδάτος προσπαθεί να το ανάγει σε σοβαρό είδος, με βάση την αληθοφανή απεικόνιση της κοινωνίας (παρελθόντος ή παρόντος) και των χαρακτήρων, χρησιμοποιώντας μεθοδολογία σοβαρή στη συλλογή του υλικού και με όργανο την αριστοτελική θεωρία (κυρίως ρητορική, αλλά και ποιητική με πλατωνικές αποχρώσεις).[50] Στο θέμα της θεωρίας και της πράξης του γραπτού λόγου, ενώ δεν πάει πολύ πιο πέρα από το Βυζάντιο ή τη Δύση, συνδυάζοντας τόσα πολλά, βρίσκεται ένα βήμα πριν τον ρεαλισμό του 19ου αιώνα, αλλά όχι τόσο κοντά στον (προ)ρομαντισμό του Rousseau (Julie ou la Nouvelle Héloïse) ή τον ανατολισμό του Montesquieu (Lettres Persanes) και την παντελή έλλειψη μυθοπλαστικού πλαισίου στις Lettres philosophiques του Voltaire. Ως προς τη μεταμυθοπλαστική του υφή βρίσκεται πολύ κοντά στις κωμικές ή ειρωνικές παρωδίες και τις σάτιρες ή αλληγορίες του Διαφωτισμού (Diable boiteux, Gil Blas, Tristram Shandy, Gulliver’s Travels, Alice in Wonderland), αλλά χωρίς τη φαιδρή παρωδιακή πλευρά ή την σατιρική οξύτητα. Η ‘παρωδία’ των ειδών ως μείξη επιτυγχάνεται με απόλυτα σοβαρό τρόπο. Περισσότερο, όμως, πλησιάζει στο φιλοσοφικό αφήγημα του Voltaire (Zantig κλπ.) λόγω του λεπτού χιούμορ, αλλά και με πολλές διαφορές που καθιστούν το μυθιστόρημά μας μοναδική περίπτωση στον 18ο αιώνα. Εν τέλει, θα λέγαμε ότι πάνω απ’ όλα η προσπάθεια του Μαυροκορδάτου πλησιάζει στην κατά πολύ υστερότερη θεωρητική άποψη του Voltaire για το μυθιστόρημα που, από «ακολουθία χιμαιρικών και επιπόλαιων συμβάντων»,[51] γίνεται ένα «πρωτότυπο σύμπλεγμα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας».[52] Είναι άραγε εύκολο (ειδικά σε σχέση με τις επιστολές σε μίμηση των του Φαλάριδος, αλλά και τα Φ.Π.) να καταλήξουμε αν ο πολιτικός και φιλόσοφος είναι πάνω από ή δίπλα στον λογοτέχνη;

 

 

[1] Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα, Ερμής 19895, 268. Στο εξής η συντομογραφία Δημαράς και ο αριθμός σελίδας σε παρένθεση.

[2] Ο Κωνσταντάς εντοπίζει τη διπλή φύση του κειμένου: παιγνιώδης μυθοπλαστική ιστορία και απόσταγμα σοβαρής για το έθνος μελέτης (βλ. «Τοις εντευξομένοις», στο Ν. Μαυροκορδάτου, Φιλοθέου Πάρεργα, Βιέννη 1800 [ανατ. Νικόλαος Μαυροκορδάτος, Φιλοθέου Πάρεργα, επιμ./μτφ./σχόλια Jacques Bouchard, πρόλ. Κ.Θ. Δημαράς, Αθήνα-Μόντρεαλ, Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού-Les Presses de’l Université de Montréal, 1989, σ. 68]. Στο εξής οι παραπομπές στο κείμενο με τη συντομογραφία Φ.Π. και τον αριθμό σελίδας της πρώτης έκδοσης, όπως δηλώνεται στην ανατύπωση. Για την αναφορά στο Συμπόσιον του Πλάτωνα βλ. Φ.Π. 114.

[3] Για την έννοια της λέξης βλ. Φ.Π. 80: «ες λόγους χωρούμεν, ύλην χορηγήσαντος του Κελτού» και 147, όπου υπόσχεται στη συνέχεια του έργου «μειζόνων λόγων ύλην».

[4] Ένα τέτοιου είδους τέχνασμα έχουμε π.χ. στη φράση «ήν ύστερον δηλώσωμεν» (Φ.Π. 45), όπου αφήνει τον αναγνώστη στην άγνοια και επιτείνει την αγωνία του. Για την έννοια σοβαρού – παιγνιώδους στο πλαίσιο της εκφοράς του λόγου βλ. Ζαν-Μαρί Σεφφέρ, Τι είναι λογοτεχνικό είδος, μτφ. Α.Ακριτόπουλος, Θεσσαλονίκη, Ηρόδοτος 2000, 86-87. Στο εξής η συντομογραφία Σεφφέρ και ο αριθμός σελίδας.

[5] Το Φ.Π. διαφέρει ριζικά από τους φιλοσοφικούς διαλόγους, αλλά και από τα φιλοσοφικά μυθιστορήματα, όπως οι Lettres Persanes του Montesquieu, που είναι σε επιστολική μορφή αποκλειστικά, ή η Nouvelle Héloïse του Rousseau, που είναι κυρίως μυθοπλαστικό και λιγότερο ‘σοβαρό’ κείμενο.

[6] Για τον Σεφφέρ (96) η λογοτεχνικότητα προϋποθέτει τη δημόσια κοινοποίηση ενός κειμένου, δηλαδή την ύπαρξη ενός ακροατηρίου (περιορισμένου ή μη), όπως φαίνεται συχνά και στα Φ.Π.. Παρόλο που ο πραγματικός αποδέκτης του μυθιστορήματός μας κρύβεται στην τάξη των φιλολόγων, υπάρχει και ο πλασματικός αποδέκτης που είναι ο εκάστοτε αναγνώστης. Το έργο γράφτηκε για να εκδοθεί, άσχετα αν μετά το μετάνιωσε ή δεν πρόλαβε (βλ. J.Bouchard, «Nicolas Mavrocordatos et l’époque des tulipes», Ερανιστής, 17 (έτος ΙΘ΄), Αθήνα 1981, 128-129). Επίσης, γράφτηκε τη προθέσει ημιτελές, με σκοπό να συνεχιστεί αν έχει επιτυχία, οπότε ως τέτοιο (έργο σε συνέχειες) πρέπει να διαβάζεται. Βλ. σχετικά τις παρατηρήσεις Δημαρά (271 και 275 – 6).

[7] Η περίπτωση του έργου που εντός μυθοπλαστικού λόγου οι ήρωες υιοθετούν σοβαρές επικοινωνιακές πράξεις ονομάζεται «τυπική μίμηση» Σεφφέρ (98). «Τυπική μίμηση» έχουμε καθαρά στην περίπτωση των επιστολών κατά μίμησιν του Φάλαρη (J.Bouchard, «Les letters fictives de Nicolas Mavrocordatos à la maniére de Phalaris: une apologie de l’absolutisme», Revue des Études Sud-Est Européennes, XIII, 2, 197-207), το οποίο αποτελεί εκτός από τα άλλα και ένα είδος μανιφέστου πολιτικής φιλοσοφίας ή ενός θεωρητικού κατόπτρου ιδανικού ηγεμόνος. Το Φ.Π. αποτελεί σοβαρή μορφή παρωδίας των παλιών ειδών και συνάμα πρόταση για το νέο πεζό είδος, το μυθιστόρημα. Θα λέγαμε ότι είναι κάτι ανάμεσα στο pasctiche (βλ. Μ.Rose, Parody: ancient, modern and post-modern, Cambridge, Cambridge University Press, 1993, 72-77) και τη μεταμυθοπλασία, σε σοβαρό ύφος και γλώσσα, αλλά με παιγνιώδη σκοπό. Ωστόσο, οι φιλοσοφικές προεκτάσεις του και η ενσωμάτωση των ειδών, στο πλαίσιο των οποίων έγραψε άλλα έργα ο Μαυροκορδάτος, καθιστούν την περίπτωση του κειμένου μας πολύ περιπλοκότερη από την περίπτωση παρωδιακής χρήσης του pasctiche στην πλατωνική του μορφή, όπως την αναφέρει ο Genette (G.Genette, Palimpsestes. La literature au second degree, Paris, Seuil 1982, 129), ενώ ταιριάζουν περισσότερο στη μεταμυθοπλασία. Μπορούμε, όμως, να θεωρήσουμε το έργο και ως autopastiche, όπως το ορίζει ο Genette (ό.π., 166-172), δεδομένου ότι ειδολογικά, επί του περιεχομένου, ιδεολογικά, πολιτισμικά κλπ., ενσωματώνει όλα τα υπόλοιπα κείμενα του συγγραφέα.

[8] Ο Γραικός αναφέρει στο κείμενο ότι ενώ νέος διάβαζε πολύ Αριστοτέλη, τώρα δεν διαβάζει και τόσο, αλλά η Ρητορική είναι πάντα ένα προσφιλές του κείμενο (Φ.Π. 55). Στην ουσία, λοιπόν, η άποψη του Αγγέλου (Α.Αγγέλου, Πλάτωνος τύχαι. Η λόγια παράδοση στην Τουρκοκρατία, Αθήνα, Ερμής 1985 [ανατ. έκδ. 1963], 66 – 70: στο εξής η συντομογραφία Αγγέλου και ο αριθμός σελίδας) και του Κιτρομηλίδη (Π.Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ 20003, 38 – 39), αλλά και άλλων, περί αποποίησης του Σταγειρίτη δεν φαίνεται να ισχύει απολύτως.

[9] Βλ. Σεφφέρ, 89-90: «Ο Πλάτωνας…επικοινωνίας».

[10] Ο αφηγητής κάνει συχνά σχόλια που δείχνουν τάση αποστασιοποίησης από τη φαντασία και το απίθανο, όπως όταν δεν παραθέτει την επιστολή αρχικά γιατί εξηγεί ότι δεν την είχε δει, ενώ μετά που τη βλέπει, την παραθέτει (Φ.Π. 88). Πέραν του ότι μεταφέρει τον αναγνώστη στο παρόν της γραφής, παίζοντας με τους χρόνους, εξασφαλίζει έτσι και την αληθοφάνεια, απαραίτητη σε ένα σοβαρό λόγο. Όλα όσα δίνει σε ευθύ λόγο τα έχει υποτίθεται ακούσει, ενώ στην περίπτωση της πραγματείας «Κατά αθέων και δεισιδαιμόνων» (Φ.Π. 114-119), λόγω του σοβαρού είδους και του μεγέθους, ζητάει συγνώμη που η μνήμη του δεν έχει κρατήσει όλες τις λεπτομέρειες. Έτσι, είναι σαν να μας λέει ότι τα υπόλοιπα (καταγεγραμμένα ή αντιγραμμένα) τα παραδίδει αυτούσια. Στην ουσία η μέθοδος είναι ιστορική (όπως την περιγράφει στα Φ.Π. 104-113), ακόμα και για το πάρεργο, όταν πρόκειται να παρατεθούν σοβαρά είδη, ενώ για την περιπέτεια του Κορνήλιου ή των φυλακισμένων (ιστορίες ατομικές και μυθοπλαστικές) δεν δίνει καμιά δικαιολογία, ούτε φυσικά και για τη δική του ύπαρξη. Η διάκριση του συλλογικού (ιστορία) από το ατομικό (πάρεργο), δηλαδή τα πάθη και τους χαρακτήρες, βρίσκεται πίσω από αυτή τη διάκριση σοβαρού – παιγνιώδους, όπως εξηγεί στο εγκιβωτισμένο «Περί ηθών, παθών και χαρακτήρων» (Φ.Π. 104 – 108). Σε δύο περιπτώσεις μάλιστα ο αφηγητής δείχνει να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην αφήγηση για ψυχαγωγία και τον σοβαρό λόγο. Στην αρχή του έργου, μετά από μία δημηγορία του αφηγητή για τον Σουλτάνο και την πολιτική, αναρωτιέται αν υπάρχει προθυμία να συνεχιστεί ο λόγος ή όχι (Φ.Π. 21), χωρίς να διαχωρίζει τους ήρωες της ιστορίας μας από τους αναγνώστες. Το υλικό του, ακόμα και όταν είναι κατ’ εξοχήν παιγνιώδες (πλήρες «ευθυμίας»), το μελετάει εις βάθος και το ερμηνεύει «ουκ αγαπήσας τη κατ’ επιπολήν αναγνώσει» (Φ.Π. 91). Το δεύτερο σημείο, στο τέλος του έργου, είναι, ωστόσο, πιο χαρακτηριστικό, αφού δηλώνει ότι θα συνεχίσει το έργο με «μειζόνων λόγων ύλη», αν δεν προξενήσουν αηδία (Φ.Π. 147). Η αινιγματική αυτή φράση (που προβλημάτισε τον Δημαρά 271) δείχνει να λαμβάνει υπόψη την αντίδραση όχι μόνο των «ελλογίμων ανδρών», αλλά και όλων των αναγνωστών, εφόσον η ισορροπία ανάμεσα στο σοβαρό και στο κατώτερου (ελάσσονος) ύφους παιγνιώδες κείμενο είναι εύθραυστη.

[11] Οι πέντε παράγοντες είναι το υποκείμενο εκφοράς, αποδέκτης, επίδραση επί του κοινού, χρονότοπος και γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας (Σεφφέρ 82).

[12] Βλ. Σεφφέρ, 136 και 141-2.

[13] Βλ. Φ.Π. 92 και 102-3.

[14] Στον Δον Κιχώτη κάποιοι καταδικασμένοι αφηγούνται τις ιστορίες τους (βιβλ. 3, κεφ. ΧΧΙΙ). Για τη συγκριτική εξέταση των επεισοδίων, αλλά και τη σχέση του Μαυροκορδάτου με τον Δ.Κ., η πρώτη μετάφραση του οποίου γίνεται στην αυλή του ηγεμόνα, θα χρειαζόταν μια ιδιαίτερη μελέτη. Για την επίδραση του έργου του Cervantes στην Ευρώπη βλ. I. Williams, TheIdeaoftheNovelinEurope 1600 – 1800, New York, New York University Press 1979, 84 - 102.

[15] Βλ. Σεφφέρ, 145-151.

[16] Η Αριστοτελική Ρητορική τον ελκύει, αλλά τη συνδυάζει με τις απόψεις του Πλάτωνα, και φυσικά έχοντας υπόψη και την ελληνιστική και λατινική παραγωγή (Λογγίνο, Κικέρωνα) για τον λόγο (λογοτεχνικό και μη). Παρόμοια αντιμετώπιση εντοπίζεται και στον Ροΐδη (βλ. σχετικά Ν. Μαυρέλος, «‘Ψηλαφητή εικών’ και μεταφορά. Η ρητορική του Ροΐδη και ο Αριστοτέλης», Ροδόπη. Επετηρίδα του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας, τ. Α΄: Φιλοσοφία-Λογοτεχνία και τα Σύγχρονα προβλήματα, Κομοτηνή 2005, 63-91 ).

[17] Για την περίπτωση του φιλοσοφικού διηγήματος βλ. Σεφφέρ, 169.

[18] G.Lanson - P.Tuffrau, Manuel Illustré d’Histoire de la Littérature Française, Hachette, Παρίσι 1931, 370.

[19] Για μια πρώτη σύγκριση των δύο συγγραφέων βλ. την εισαγωγή του J.Bouchard, ό.π. σημ. 2, 120-121 και J.Bouchard, «Nicolas Mavrocordatos et l’Aube des Lumiéres», Revue des Études Sud-Est Européennes, XX, 2, 240-241. Ο Bouchard εύστοχα θεωρεί τον Μαυροκορδάτο πρώιμο διαφωτιστή.

[20] Είναι χαρακτηριστική η αρνητική άποψη του Αγγέλου για τυχόν επιδράσεις από το Βυζάντιο (Αγγέλου, 80). Παρόλα, αυτά δεν εξηγεί πώς μπορεί να επέδρασε το γεγονός ότι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν σύμβουλός του (Αγγέλου, 64), ώστε να γνώρισε και να επηρεάστηκε από τη βυζαντινή παράδοση. Η ανίχνευση θα ήταν ενδιαφέρουσα όχι μόνο ως προς την κατεύθυνση της ρητορικής, αλλά και προς εκείνη της πολιτικής φιλοσοφίας.

[21] Βλ. H. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τόμ. Β΄, μτφ. Λ. Μπενάκη - Ι. Αναστασίου - Γ. Μακρή, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2001 (ανατ. εκδ. 1987), 525 -555 και 565-578 για σάτιρα. Στο εξής η συντομογραφία Hunger, αριθμός τόμου και αριθμός σελίδας.

[22] Οι ειδολογικές κατηγορίες του «δεσμευτικού», κατά τον Hunger, για τους Βυζαντινούς έργου του Αφθόνιου είναι οι εξής: μύθος, διήγημα, χρεία, γνώμη, ανασκευή – κατασκευή, κοινός τόπος, έπαινος – ψόγος, ηθοποιία, έκφρασις, θέσις, νόμου εισφορά (βλ. Hunger, Α΄, 139).

[23] Η ρητορική του πεζού λόγου στον Μαυροκορδάτο δεν πλησιάζει τη δυτική Ρητορική από την Αναγέννηση ως την εποχή του, η οποία αφορά σε θέματα ύφους (βλ. Σεφφέρ, 40) και υπόκειται στην Ποιητική, αλλά εντός λόγιων συμφραζομένων, πλαίσιο που ωστόσο έχει ήδη ξεπεράσει υιοθετώντας το «κατώτερο» είδος της μυθιστορικής αφήγησης για να εντάξει είδη του «σοβαρού» πεζού λόγου σαφώς «ανώτερα», σε αντίθεση με το παιγνιώδες της μυθιστορίας. Η Ρητορική που ακολουθεί ο Μαυροκορδάτος δεν επιβάλλει την αυστηρή διάκριση ειδών σε λογοτεχνικά και μη, ενώ πολλά σχήματα και τεχνικές της που αφορούν στον πεζό λόγο είναι τα ίδια και στην ποίηση (για την παρόμοια σύλληψη του Ροΐδη για τη Ρητορική, ό.π. σημ 16).

[24] Ακόμα και οι σκηνές από την Πόλη, το συμπόσιο, οι αναφορές στις γυναίκες κλπ., μπορούν να ενταχθούν εν μέρει στην κατηγορία αυτή, χωρίς όμως να είναι καθαρή η μορφή τους. Για την έκφραση βλ. σχετικά Hunger, A΄, 191-4 και 263-86. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του σκηνικού της Πόλης και της συνάντησης των ηρώων μας (Φ.Π. 15-16) στην αρχή του έργου, η οποία έχει και την απαραίτητη αποστασιοποίηση, αφού μας τους παρουσιάζει με εξωτερική εστίαση, αφήνοντας για τη συνέχεια την παρουσίαση του καθενός.

[25] Για την κατηγορία της αυτοβιογραφικής αφήγησης βλ. σχετικά Hunger, Α΄, 257 – 263.

[26] Για τις αποκλίσεις και τις μετατροπές βλ. Σεφφέρ, 174-178.

[27] Για την επιστολική μορφή κειμένων στη Δύση βλ. I. Williams, ό.π. σημ. 14, σ. 74 και A.Benoit-Dysausoy–G.Fontaine (επιμ.), Ευρωπαϊκά Γράμματα. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, μτφ. Α.Ζήρας-Β.Ιβάνοβιτς κ.ά., Αθήνα, Σοκόλης 1999, 305 - 8. Για τις επιστολές του Μαυροκορδάτου και την τεράστια σημασία τους για τον μελετητή της ζωής, αλλά και του έργου του, βλ. ενδεικτικά το άρθρο του Bouchard ό.π. σημ. 7 και του ίδιου το «Les relations épistolaires de Nicolas Mavrocordatos avec Jean Le Clerc et William Wake», Ερανιστής 11 (1974), 67-92.

[28] Βλ. Hunger, A΄, 176-180 και 196-213 (για έπαινο και ψόγο) και 245-256 (για κάτοπτρα ηγεμόνων).

[29] Βλ. Φ.Π. 17 -21. Ο Bouchard (ό.π. σημ. 3, 127 – 128) θεωρεί αρχικά έπαινο την αναφορά αυτή ενώ μετά αναφέρεται σε δυσκολία να διακρίνει καθαρά περί τίνος πρόκειται. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί αυτή η δυσκολία υποβλήθηκε εσκεμμένα από τον Μαυροκορδάτο.

[30] Παράλληλα, αυτό το σημείο, αλλά και πολλά άλλα στα Φ.Π. θα έπρεπε να εξεταστούν με τους όρους που υποβάλλει στον Μαυροκορδάτο η παιδεία του στην πολιτική και ηθική φιλοσοφία (Αρχαία, Βυζαντινή και σύγχρονή του Ανατολική και Δυτική), κάτι που στην παρούσα ανακοίνωση δεν θα γίνει.

[31] Βλ. σχετικά Hunger, Α΄, 170-171.

[32] Η σημασία της προσπάθειας του Μαυροκορδάτου για διατύπωση θεωρητικών παρατηρήσεων έγκειται στο ότι λαμβάνει υπόψη όλο το επικοινωνιακό πλαίσιο, ενώ οι περισσότερες θεωρίες ασχολούνται με το συντακτικό και σημασιολογικό επίπεδο στην ονοματολογία των ειδών (Σεφφέρ,105).

[33] Φ.Π. 51-62.

[34] Σημαντικότατη είναι η διαφορά αυτής της άποψης με εκείνη που διατυπώνεται λίγα χρόνια αργότερα από τον Μontesquieu στο έργο Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur décadence (1734), όπου ο Γάλλος απαξιοί πλήρως το Βυζάντιο. Στο σημείο αυτό, συνεπώς, η απόκλισή του Μαυροκορδάτου από τα πιστεύω όχι μόνο του εν λόγω συγγραφέα, αλλά και των περισσοτέρων Δυτικών, τον καθιστά αξιόλογη περίπτωση εντός του Διαφωτισμού.

[35] Βλ. ενδεικτικά Αγγέλου, 69-71. Ο Αγγέλου και ο Δημαράς αφήνουν να εννοηθεί ότι αποποιείται τον αριστοτελισμό (βλ. σημ. 8 και παρακάτω).

[36] Βλ. Φ.Π. 51: «ουδ’ η Ελλάς όμως παντάπασιν έρημος καταλέλειπται ανδρών τε σοφών και βίβλων».

[37]x Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η περίεργη διάκριση της γνώσης σε «θύραθεν» και «καθ’ ημάς». Ο Bouchard μεταφράζει τη «θύραθεν σοφία» (Φ.Π. 52) ως «science étrangère», κάτι που δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα. Κατ’ αρχήν η λέξη «σοφία» δεν αντιστοιχεί με τον όρο science, όπως φαίνεται και από τα παρακάτω δεδομένα, ενώ το «θύραθεν» είναι όρος φορτισμένος αντιστικτικά προς την εκκλησιαστική παράδοση. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να αναρωτηθούμε εύλογα αν με το θύραθεν εννοεί όχι μόνο τους σύγχρονούς του Δυτικούς αλλά και τους αρχαίους, η μελέτη και οι εκδόσεις των οποίων γινόταν στη Δύση σχεδόν αποκλειστικά μετά την πτώση του Βυζαντίου. Εξάλλου, στη συνέχεια θα αφήσει έξω τους «θείους λόγους», δηλαδή τα εκκλησιαστικά κείμενα του Βυζαντίου, και θα ασχοληθεί με τη θύραθεν λογιοσύνη, δηλαδή τους Αρχαίους και τους Δυτικούς, κάτι που προωθεί την κατεύθυνση του προβληματισμού μας.

[38] Όπως παρατηρεί ο Π. Νούτσος (Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Τα όρια της διακινδύνευσης, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα 2005, 328), στο Περί Καθηκόντων υπάρχουν ολόκληρα αποσπάσματα από το αντίστοιχο έργο του Λατίνου συγγραφέα. Στα Φ.Π. τον παρουσιάζει ως ανώτερο ρήτορα του Δημοσθένη. Η άποψη αυτή, εντούτοις, προέρχεται από τον Λογγίνο, το έργο του οποίου παραθέτει συνεχώς στο εγκιβωτισμένο αυτό δοκίμιο, ενώ παράλληλα τονίζει και τα αρνητικά του Κικέρωνα. Ο λόγος είναι ότι εδώ εντοπίζει ως αρνητικό στοιχείο του χαρακτήρα του τη χαιρεκακία και τη μεμψιμοιρία, κάτι που δεν θα ταίριαζε στον σωστό χαρακτήρα που θα ήθελε ο Μαυροκορδάτος να προβάλλει με το Περί Καθηκόντων. Μάλλον η αναφορά του Λογγίνου είναι αυτή την οποία πρέπει να προσέξουμε περισσότερο σε σχέση με την Traité du Sublime (1674) του Boileau, την οποία ενδεχομένως να είχε υπ’ όψη του ο Μαυροκορδάτος.

[39] Ό.π. 327.

[40] Στον κατάλογο συγγραφέων που μας δίνει είναι εύκολο να ανιχνεύσουμε τα αγαπημένα αναγνώσματά του εκτός από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, δηλαδή τον Λογγίνο, τον Κικέρωνα, τον Διογένη τον Λαέρτιο και τον Κορνήλιο Νέποτα, αλλά και τη γενικότερη τάση του περισσότερο προς τη φιλοσοφία (ηθική ή πολιτική), εξαιτίας της ιδιότητάς του ως πολιτικού προσώπου.

[41] Τζ. Σουίφτ, Η μάχη των βιβλίων, μτφ. Χρ. Μπάμπου-Παγκουρέλλη, Αθήνα, Καστανιώτης 1992, 26.

[42] Τα έργα των αρχαίων αναφέρει ως «έτι νεαζούσαις και ακηράτους ατμούς αποπνεούσαις γοναί» (Φ.Π., 58) και τα αξιόλογα των Νεωτέρων «πολυτελεστάτας νοός γονάς» (Φ.Π. 60).

[43] Φ.Π. 104 – 113. Είναι άραγε τυχαίο που ο τίτλος θυμίζει τον αντίστοιχο του La Bruyère Caractères (1688). Με μια πρόχειρη ματιά στα περιεχόμενα του βιβλίου του Γάλλου, διαπιστώνει κανείς τις αντιστοιχίες στη θεματική. Θα ήταν, συνεπώς, μια ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασία η σύγκρισή τους.

[44] Κατά τον I. Williams (ό.π. σημ. 18, 77-83), η Ιστορία και η μυθοπλασία δεν είναι σε καμία περίπτωση διαχωρισμένες κατά τον 17ο αιώνα στην Ευρώπη, οπότε θα αποτελούσε ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας να εξεταστεί η απόπειρα του Μαυροκορδάτου και υπό την οπτική θεωριών, όπως εκείνη του αββά de Saint-Real. Αυτό θα αναδείκνυε το περίπλοκο της φύσης του έργου ως συνδυασμού Αρχαίων και Νεωτέρων.

[45] Βλ. Σεφφέρ, 89-90.

[46] Η φράση είναι «κοινόν του βίου θέατρον». Πρβλ. το μεταφρασμένο υπό την επίβλεψή του, όπως παρατηρεί ο Κιτρομηλίδης (ό.π., σημ. 5, σ. 38), Θέατρον πολιτικόν του Α. Marliano.

[47] Χαρακτηριστικό είναι ότι παραλληλίζει τη μεθοδολογία της δουλειάς με εκείνη των γιατρών («λόγους φιλοπονουμένους κατά νόμους ιατρών», Φ.Π. 108), εννοώντας την αντικειμενικότητα στη συλλογή του υλικού (έρευνα «κατά βάθος») και την ταξινόμησή του, ενώ κατόπιν πιστεύει ότι πρέπει να ακολουθεί η εργασία που θα δώσει το «ηδύτατο των λόγων μέλι» (Φ.Π. 113).

[48] Βλ. Φ.Π. 113. Εδώ θα λέγαμε ότι προοιωνίζει το πέρασμα από την κλασικιστική-κανονιστική στην ρομαντική-ουσιαστική θεώρηση της περιγραφής των ειδών, όπως τις διακρίνει ο Σεφφέρ (41-43).

[49] Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι το μυθιστόρημα ως αφήγηση δεν είναι πια μόνο για ψυχαγωγία, με ευχάριστες υποθέσεις και καλό τέλος, αλλά και για αθυμία (βλ. π.χ. Φ.Π. 39), αφού αφηγείται μια υπόθεση που προξενεί στον αναγνώστη αγωνία και με τέλος που δεν προβλεπόταν τόσο καλό. Το ίδιο ισχύει και με την αφήγηση του Κορνήλιου, η οποία, παρότι θυμίζει περιπέτειες ελληνιστικού μυθιστορήματος, δεν έχει τόσο ευτυχές τέλος (ερωτεύεται μεν, αλλά αφού έχει χάσει τους γονείς του), ενώ ο ήρωας είναι κρυπτοχριστιανός και εν τέλει συλλαμβάνεται. Εξάλλου, η τεχνική να βάλει τον Κορνήλιο να αφηγηθεί το παρελθόν του, ενώ ο αφηγητής μας έχει δώσει το παρόν της ιστορίας του ήρωά του και τον παρακολουθεί, είναι ανάλογη με το είδος, όπως το περιέγραψε: περιπετειώδες σύμφωνα με την παράδοση για το παρελθόν και ρεαλιστικότερο με απεικόνιση της ψυχολογίας του ήρωα και αγωνία για το παρόν.

[50] Η τάση να αποφεύγεται η παλαιότερη μορφή συγγραφής μυθιστορήματος, «κατά τον τρόπο του Ηλιοδώρου», εντοπίζεται το 1679 από τον J.A. de Charnes με αφορμή την Princesse de Cléves της Mme de La Fayette, στη μελέτη Conversations sur la critique de la Princesse de Cléves (η άποψη παρατίθεται από τον I. Williams, ό.π. σημ. 14, 75-76).

[51] Την διατυπωμένη το 1768 άποψη του Voltaire παραθέτει η Μ. Μητσού στο «Επιλογικό σημείωμα» της έκδοσης Βολταίρου, Τα περί τον Σαδίκην ή την Ειμαρμένην. Μία μετάφραση του 1819 από τον Δ. Ισκεντέρη, επιμ./επίλογος Μ. Μητσού, Αθήνα, Καστανιώτης 1991, 198.

[52] Ό.π. 199.