Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Ίκαρος Μαντούβαλος

Αστισμός και αστική τάξη στην Πέστη: συμβολικό και υλικό κεφάλαιο της οικογένειας Μάνου.
Η καθημερινή οικονομική σκέψη του Δημήτριου Μάνου (19ος αιώνας).

Ο Δημήτριος Μάνος δεν συνιστά, σε γενικές γραμμές, εξαίρεση στη μελέτη του χερσαίου εμπορίου που αναπτύσσεται μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Μοναρχίας των Αψβούργων. Ακολουθεί, δηλαδή, την ίδια σχεδόν πορεία που ακολούθησαν και πολλοί άλλοι συντοπίτες του από το χώρο των Βαλκανίων, που εγκατέλειψαν την πατρική τους εστία, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, με προορισμό τις αγορές της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, περνώντας από ενδιάμεσους σταθμούς και συμμετέχοντας στα διάφορα στάδια του εμπορικού γίγνεσθαι. Η Βιέννη, πόλος έλξης του ελληνικού εμπορικού στοιχείου, αποτελεί ένα από τα σημεία της γεωγραφικής κινητικότητας του Δημήτριου Μάνου, έως ότου εγκατασταθεί μόνιμα στις αρχές του 19ου αιώνα στην Πέστη, μία πόλη που μόλις είχε αρχίσει να αποκτά σύγχρονα αστικά γνωρίσματα. Τόπος καταγωγής και σημείο εκκίνησής του είναι το Μοναστήρι ή Βιτόλια, σημαντικός διαμετακομιστικός σταθμός και αστικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας. Η διαδρομή που ακολουθεί δεν φαίνεται να διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά μιας ευθύγραμμης πορείας, εξ αρχής απόλυτα και ακριβώς προδιαγεγραμμένης. Η πορεία από το Μοναστήρι στην Πέστη περιέχει δύο κοινωνικές και γεωγραφικές πραγματικότητες, αλλά ταυτόχρονα με αφαιρετικό και νοερό τρόπο συνιστά ένα νήμα σύνδεσης επιμέρους πιθανών και προσωρινών στάσεων. Διαφορές στο εσωτερικό του ευρύτερου οικογενειακού του περιβάλλοντος στο Μοναστήρι, όπως ζητήματα κληρονομιάς, ή οροθετικές γραμμές και ρήξεις στο εσωτερικό της τοπικής κοινωνίας βάραιναν στη συνείδηση του Δημήτριου Μάνου και επηρέασαν την απόφασή του να εγκαταλείψει μια για πάντα το γενέθλιο τόπο του.

Η Πέστη έγινε η νέα πατρίδα του, ο νέος τόπος διαμονής του. Φροντίζοντας να αγοράσει σπίτι στον οικιστικό πυρήνα της πόλης (Innenstadt), όπως συνήθιζαν οι εύποροι Έλληνες της εποχής, αποφασίζει το φθινόπωρο του 1803 να μετοικήσει από τη Βιέννη, μαζί με την οικογένειά του, και να εγκατασταθεί μόνιμα στην πόλη. Από εκεί αναλαμβάνει να οργανώσει την εμπορική του δραστηριότητα, διατηρώντας στενή επικοινωνία με συνεργάτες του στα διάφορα εμπορικά κέντρα, τα πανηγύρια και τις αγορές των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης. Καθημερινές πρακτικές και κοινωνικές σχέσεις δομούνται στη βάση ανάπτυξης ενός εμπορικού δικτύου, το οποίο διακλαδώνεται στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο. Η συχνότητα της αλληλογραφίας προδίδει εν μέρει το βαθμό εμπιστοσύνης και αλληλεξάρτησης των οικονομικών υποκειμένων μεταξύ τους.

Η καθημερινότητα του Δημήτριου δεν μπορεί να ιδωθεί ως μία διαδικασία διαρκούς επανάληψης καθημερινών ενεργειών, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη· αφορά σειρά συνηθειών και πειθαρχιών της συνείδησης, της πράξης και του σώματος. Η πρακτική της αντιγραφής των γραμμάτων ή της διατήρησης κατάστιχου εγγράφεται βαθιά μέσα στον ατομικό ψυχισμό του. Ένα σύνολο «κωδίκων» συνιστούν τις οργανωτικές και ρυθμιστικές αρχές, με βάση τις οποίες οργανώνονται οι οικονομικές πρακτικές και «τελετουργίες» της καθημερινότητας. Η οικονομική σκέψη του δεν αποτυπώνεται πουθενά αλλού εναργέστερα παρά στο πεδίο των εμπορικών πρακτικών. Σε μία εποχή κατά την οποία η αλληλογραφία αποτελούσε για τον επιχειρηματία το μόνο μέσο για τη συλλογή πληροφοριών με απώτερο στόχο τη μείωση της αβεβαιότητας σε ένα αποδεκτό επίπεδο, ο έμπορος – «τραπεζίτης» Δημήτριος Μάνος προσπαθούσε να αξιολογήσει και να ιεραρχήσει το πληροφοριακό υλικό του· να αντιμετωπίσει, δηλαδή, την ασύμμετρη πληροφόρηση που έπαιρνε, σταθμίζοντας το κόστος και το όφελος των ενεργειών του. Αυτός είναι και ο λόγος, άλλωστε, που δεν έχανε ευκαιρία να υπενθυμίζει στους συνεργάτες του ν’ αποφεύγουν να του γράφουν αραιά και να τον ενημερώνουν συχνά για την κίνηση των αγορών. Πολυγραφότατος ο ίδιος και με βαθιά γνώση των αναγκών της επαγγελματικής ομάδας στην οποία ανήκει, θεωρεί την τακτική ενημέρωση προϋπόθεση για την εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία της επιχείρησης.
Η επιχειρηματική δράση του Δημήτριου Μάνου ασκείται στο πλαίσιο ενός περιορισμένου ορθολογισμού, με την έννοια που τον περιέγραψε ο Herbert Simon. Η διοχέτευση ψευδών ειδήσεων στον κόσμο της αγοράς όχι μόνον περιόριζε τις δυνατότητες για αξιόπιστη και έγκυρη πληροφόρηση, αλλά διαμόρφωνε ένα κλίμα διάχυτης ανασφάλειας και δυσπιστίας που καθήλωνε πολλές φορές τον επιχειρηματικό κόσμο της εποχής. Στις 29 Οκτωβρίου του 1802, σε μία επιστολή του προς τον εμπορικό του αντιπρόσωπο στις Σέρρες, Δημήτριο Χατζή Αθανασίου, ο Δημήτριος Μάνος, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «και αν δεν φοβόμουν τα ψεύματα του Κόσμου οπού ήλεγαν, ότι έχη να ανακατοθή ο τόπος μας ήθελα εβρεθή με αρκετι σούμα αυτού τόρα προς 70 και 71 τα % κούρσον πλην φοβίθικα και δεν έμπασα περισά και αυτού ήτον ένα μεγάλο κέρδος ος τόσον γελάσθικα από του διαβόλου ψεύματος του κόσμου».

Τα οποιαδήποτε δομικής φύσεως προβλήματα που συνδέονταν με θέματα «αντιπροσώπευσης» στα κομβικά γεωγραφικά σημεία του εμπορικού δικτύου επιχειρεί να υπερκεράσει ο Δημήτριος Μάνος, μέσα από τη διαμόρφωση ενός «μη ανώνυμου πλαισίου οργάνωσης». Η αδυναμία, δηλαδή, να ασκεί άμεσο και αποτελεσματικό έλεγχο στα στάδια της εμπορικής διαδικασίας δεν μπορεί παρά να καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τα κριτήριά του για την επιλογή των πάσης φύσεως συνεργατών του. Από την αγορά των πρώτων υλών μέχρι τη συσκευασία και τη μεταφορά τους στους συνοριακούς σταθμούς και από τον έλεγχό τους στα λοιμοκαθαρτήρια μέχρι την οργάνωση της ασφαλούς διακίνησης, την αποθήκευση και τη διοχέτευσή τους στην αγορά ή την τελική παράδοσή τους στους πελάτες – παραγγελιοδότες, απαιτείται η σύμπηξη ενός «συνασπισμού εμπόρων». Όσο, όμως, και αν έπαιξαν ρόλο στις τελικές του επιλογές ο γεωγραφικός χώρος καταγωγής, η συγγένεια, η θρησκεία και η εθνοτοπική ταυτότητα – ο ίδιος ορθόδοξος Βλάχος της Μακεδονίας – ο Δημήτριος Μάνος δεν έπαυε να αναδεικνύει ως αξία του επιχειρείν και να θεωρεί ταυτόχρονα ισοβαρές κριτήριο σύναψης εμπορικών σχέσεων την επιχειρηματική ηθική, την ικανότητα και τη γνώση του εμπορεύεσθαι· μία γνώση που διδάσκεται και μεταδίδεται στο πλαίσιο των ιδιωτικών δικτύων της οικογενειακής επιχείρησης. Απογοητευμένος από την ανεπάρκεια που επεδείκνυε ο συνεργάτης και γαμπρός του Δημήτριος Χατζή Αθανασίου, δεν κρύβει τη δυσαρέσκειά του. Στις 12 Αυγούστου του 1802 αποφασίζει από τη Βιέννη όπου βρισκόταν, να γράψει στον εμπορικό του αντιπρόσωπο «Βρέτα Τσεχάνη και συντροφία» στις Σέρρες. Του ζητά να συντρέξει το Δημήτριο Χατζή Αθανασίου «συμβουλεύοντας τον ος απέδευτον τόσον του αυτού τόπου». Στο πλαίσιο της κοινωνικής δικτύωσης και των οικονομικών συνεργασιών, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια εκφράζονται και στο επίπεδο μιας άτυπης μορφής εμπειρικής εκπαίδευσης νέων στο επάγγελμα που, παρακολουθώντας πρακτικές και αντιλήψεις, συμπεριφορές και στρατηγικές παλαιοτέρων, μυούνται στην επιχειρηματική μέθοδο.

Τί γίνεται, όμως, αν η ολιγωρία και η ραθυμία εκτοπίζουν την επιμέλεια και το ζήλο και αναδεικνύονται επιχειρηματικές «αρετές»; Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η καλή φήμη του εμπόρου στην εμπορική «κοινότητα»; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ποιότητα της επιχειρηματικότητας εξαρτάται από τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του επιχειρηματικού πολιτισμού και η πιο σημαντική πτυχή της επιχειρηματικής κουλτούρας συνίσταται στο βαθμό στον οποίον προωθεί την εμπιστοσύνη. Η φερεγγυότητα εγγράφεται στο πλαίσιο κοινών αξιών και θέσεων που διέπουν την επιχειρηματική συμπεριφορά. Σε αντίθετη περίπτωση, υπονομεύονται τα θεμέλια της όποιας συνεργασίας και δημιουργούνται ρωγμές στο προφίλ του εμπόρου. Η αμέλεια και η έλλειψη επιχειρηματικού ήθους καθιστούν το Δημήτριο Χατζή Αθανασίου αναξιόπιστο όχι μόνον απέναντι στο συνεργάτη του Δημήτριο Μάνο, αλλά και σ’ ένα μέρος του επιχειρηματικού κόσμου.
Η μέριμνα για τη μείωση των εξόδων μεταφοράς καταλαμβάνει ένα σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας του Δημητρίου Μάνου. Οι αποφάσεις που κάθε φορά λαμβάνει, για τη μείωση του κόστους, συνεπάγονται συχνά και την αναδόμηση του δικτύου διακίνησης του εμπορευόμενου είδους. Τον Απρίλιο του 1803, η αποστολή φορτίων βαμβακιού από τη βαμβακοπαραγωγό περιοχή των Σερρών στην αυστριακή πρωτεύουσα αποφασίζεται να διενεργείται μέσω Όρσοβας (Ρωσσιάβας), και όχι μέσω Βελιγραδίου, όπως γινόταν μέχρι τότε. Η αιτία δεν ήταν άλλη από τη μεγάλη διαφορά που παρατηρείται στο κόστος μεταφοράς της πρώτης ύλης. Η διαφορά, δηλαδή, των 10 γροσιών στα μεταφορικά έξοδα συνετέλεσε στην αλλαγή της πορείας διακίνησης του βαμβακιού. Η τιμή του αγωγιού που για προορισμό Σέρρες – Όρσοβα ανέρχεται στα 13 γρόσια ανά φορτίο, ενώ για Σέρρες – Βελιγράδι κυμαίνεται από 23 έως 24 γρόσια, συνιστά παράγοντα επιλογής και λειτουργίας των χωρικών διασυνδέσεων.

Στο πεδίο των καθημερινών πρακτικών και στάσεων, η πρόνοια σε συνδυασμό με τη λήψη αναγκαίων μέτρων για την προστασία του προϊόντος, καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς του, στοιχειοθετεί την ατομική-επιχειρηματική εμπειρία και πράξη. Πέρα από τις όποιες προσπάθειές του να υπερβεί ή καλύτερα να ελαχιστοποιήσει αβεβαιότητες που γεννά ένα πολιτικά και οικονομικά ασταθές περιβάλλον, όπως αυτό των Βαλκανίων, ο Δημήτριος Μάνος επιχειρεί να ασκήσει έναν εξ αποστάσεως έλεγχο σε μία σειρά από λειτουργίες που επιτελούν τρίτα πρόσωπα· παρεμβαίνει, καθοδηγώντας συχνά αντιπροσώπους – αποστολείς του, που βρίσκονταν εγκατεστημένοι σε διαμετακομιστικούς σταθμούς και λαζαρέτα, πάνω σε εμπορικές αρτηρίες που συνέδεαν τη Μακεδονία με την Πέστη και τη Βιέννη. Ο φόβος μήπως τα εμπορεύματα υποστούν φθορές και δεν φθάσουν ακέραια στον τελικό προορισμό τους κατατρέχει συχνά τη σκέψη του. Η κακοκαιρία, ένας από τους παράγοντες που δημιουργούν προβλήματα στην ομαλή διακίνηση προσώπων και αγαθών, αντιμετωπίζεται κατά βάση με προληπτικά μέτρα. Δεν είναι λίγες οι φορές που υπενθυμίζει στους αποστολείς του τα τυπικά, αλλά τόσο ουσιαστικά καθήκοντά τους.

Η καθημερινή ανάλυση του οικονομικού περιβάλλοντος δεν συνιστά απλά καθήκον του οικονομικού υποκειμένου, αλλά συνθήκη για την «επιβίωση» ενός εμπορικού οίκου, τη δρομολόγηση λύσεων που δεν είναι ανεξάρτητες ούτε από τις οικονομικές και κοινωνικές δομές ούτε από τις ιστορικές συγκυρίες. Η εμπορική δραστηριότητα του Δημήτριου Μάνου, στο πλαίσιο του εμπορίου της Βιέννης με την Υψηλή Πύλη, επιβεβαιώνει αφενός τη σημασία του βαμβακιού και των δερμάτων ως εξαγώγιμων προϊόντων και αφετέρου την ανάδειξη των ελλήνων εμπόρων ως ισχυρών ανταγωνιστών στο εμπόριο αυτό. Πώς, όμως, αντιμετωπίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις μιας αυξανόμενης ζήτησής τους; Πώς αντιδρά το μεμονωμένο άτομο απέναντι σε ένα ενδεχόμενο ραγδαίας αύξησης της τιμής και ποιές εναλλακτικές λύσεις βρίσκει προκειμένου να αποφύγει τη ζημία; Η καθημερινότητα του κάθε εμπόρου, πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί ένα πρωταρχικό πεδίο κοινών νοημάτων και επικοινωνίας, είναι ταυτόχρονα και ένα πεδίο διαφορών μεταξύ των κοινωνικών ομάδων ή και μεταξύ των μελών της ίδιας κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, ένας χώρος αντιθέσεων και ανταγωνισμών. Στα τέλη Ιουλίου του 1802, ο Δημήτριος Μάνος αναγκάζεται να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική του απέναντι στο ενδεχόμενο να αυξηθεί η τιμή αγοράς του βαμβακιού στις Σέρρες και να στραφεί ως εναλλακτική λύση στο εμπόριο συναλλαγματικών. Σε επιστολή του προς τον εμπορικό του αντιπρόσωπο «Βρέτα Τσεχάνη και Συντροφία», του γνωστοποιεί την επιθυμία του να μην προχωρήσει στην αγορά βαμβακιού, αν είναι ακριβό, αλλά να του αποσταλεί έμβασμα, μια και ο «κούρσος» ήταν 52 παράδες το ένα φιορίνι. Εκμεταλλευόμενος τη διαφορά των συναλλαγματικών ισοτιμιών ανάμεσα στις δύο αγορές, την αγορά των Σερρών και εκείνη της Πέστης, αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση κέρδους, αντιμετωπίζοντας έτσι το ενδεχόμενο ζημίας που γεννούσε η αυξημένη ζήτηση από πλευράς των εμπόρων βαμβακιού.

Η επιστολογραφία και η καταστιχογραφία, παρ΄ όλο που αντανακλούν εκφάνσεις της οικονομικής σκέψης και εμπορική πρακτικής του υποκειμένου, δεν συνιστούν πηγές για τη σύλληψη του μεγέθους του παραγόμενου πλούτου της οικογένειας· ούτε μας βοηθούν να διερευνήσουμε το βαθμό αστικοποίησής της μέσα στο διαρκώς μεταβαλλόμενο, δημογραφικά και οικονομικά, αστικό περιβάλλον της Πέστης. Το υλικό της απογραφής της περιουσίας του Δημήτριου Μάνου, που κατέγραψαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι του πολιτικού δικαστηρίου της Πέστης (Magistrat), αποκαλύπτει όχι μόνον το κοινωνικό status της οικογένειας, αλλά και τους αισθητικούς κώδικες και τις επιρροές που της ασκήθηκαν. Λίγες μέρες μετά το θάνατο του Δημητρίου Μάνου, καταγράφεται και απογράφεται κάθε κινητό και ακίνητο περιουσιακό στοιχείο του, προϊόν της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, της ενασχόλησής του με το εμπόριο και κυρίως τον έντοκο δανεισμό.
Μέσω της αναδιανεμητικής λειτουργίας της διαθήκης, ο Δημήτριος Μάνος, λίγο πριν πεθάνει, φροντίζει αφενός να διασφαλίσει την κοινωνική αναπαραγωγή της οικογένειας και αφετέρου να ασκήσει ένα ρόλο πατερναλιστικό στη διαδικασία της μεταβίβασης και διανομής της περιουσίας του. Κληρονόμοι του σπιτιού στην Waitznergasse στην Βιέννη και όλου του οικιακού του εξοπλισμού αναδεικνύονται τα δύο άρρενα τέκνα του διαθέτη, ο Στέφανος και ο Ιωάννης, οι οποίοι, σύμφωνα με σχετική ρήτρα της διαθήκης, δεν μπορούν να το πωλήσουν, αλλά ούτε και να το υποθηκεύσουν. Η δέσμευση αυτή καταδεικνύει από τη μια μεριά τη συναισθηματική και συμβολική αξία της πρώτης οικίας που αποκτά η οικογένεια Μάνου στην Πέστη στις αρχές του αιώνα, και από την άλλη την πρόθεση του διαθέτη να αποδώσει προνομιακό ρόλο στους άρρενες απογόνους, αποκλείοντας τα θήλεα μέλη της οικογένειας από το κληρονομικό αυτό δικαίωμα. Στις θυγατέρες του, Άννα και Σοφία, μεταβιβάζει χρηματικά ποσά ως προίκα και ως κληρονομιά, ενώ η σύζυγός του, Πελαγία, του γένους Ζούρου, κληρονομεί το ποσό των 2.000 φιορινιών.
Μετά από σαράντα περίπου χρόνια, ο Στέφανος αποφασίζει να σχεδιάσει και εκείνος τη διανομή της περιουσίας του. Ο τρόπος και τα κριτήρια κληροδοσίας που εφαρμόσθηκαν, καθώς και το μέγεθος της περιουσίας που είχε στην κατοχή του, δεν θυμίζουν σε τίποτε τη διαθήκη του πατέρα του. Μία διαφορετική εικόνα αναδύεται μέσα από τη διαθήκη του Στέφανου. Αυτή τη φορά, ο διαθέτης επιφυλάσσει ενεργότερο ρόλο, απ’ ό,τι επιφύλασσε ο πατέρας του, στη σύζυγο και στις κόρες του, όχι μόνο όσον αφορά στη διαχείριση, αλλά και στην ιδιοκτησία της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Η Κατερίνα Κάπρα, σύζυγος του Στέφανου, ορίζεται ως ένας από τους καθολικούς κληρονόμους της ακίνητης περιουσίας του. Παράλληλα, κληρονομεί τον οικιακό εξοπλισμό, τα ασημένια τιμαλφή, τα αξιόγραφα και ό,τι διαθέσιμο σε ρευστό υπήρχε. Χωρίς περιορισμούς και προϋποθέσεις, εξουσιοδοτείται από το διαθέτη να αναλάβει αφενός την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, αφετέρου τη διαχείριση της περιουσίας του. Στον καθένα από τους κληρονόμους του, δηλαδή στη σύζυγο και τα παιδιά του, τη Σοφία, τον Κωνσταντίνο, τη Μαρία και την Πελαγία, μεταβιβάζει το 1/5 από τα ακίνητά του. Ο Στέφανος θέτει, όμως, ηλικιακά και χρονικά όρια σύμφωνα με τα οποία οι κληρονόμοι του θα ήταν ικανοί και ώριμοι να διαχειριστούν την κληρονομιά χωρίς κίνδυνο να την απολέσουν ή να την σπαταλήσουν.

Το οικονομικό στοιχείο ως θεμελιακός παράγοντας αποτύπωσης της κοινωνικής κινητικότητας του Δημήτριου και Στέφανου αναδεικνύεται κυρίως μέσα από το απογραφικό υλικό της περιουσίας τους. Ταυτόχρονα, καταγράφεται και το οικογενειακό πολιτισμικό κεφάλαιο στη διάρκεια του χρόνου. Τόσο η σύνθεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους όσο και η οικονομική τους αξία συνιστούν κριτήρια κατάταξης των κατόχων τους στην ιεραρχία της αστικής τάξης. Στην περίπτωση του Δημήτριου, ο κατάλογος της απογραφής δεν είναι ιδιαίτερα μακρύς. Γίνεται μνεία των πάγιων, κινητών και ακίνητων, περιουσιακών στοιχείων του, καθώς και των κυκλοφορούντων, αλλά δεν αποτιμώνται όλα όσα απογράφονται. Η ονομαστική αξία του ακινήτου, που ανέρχεται στα 50.000 φιορίνια, η θέση του μέσα στην πόλη – γωνιακό, στον κεντρικό πυρήνα της Πέστης – και η συνολική αξία των αγαθών που αναγράφεται στο απογραφικό δελτίο, 50.190 φιορίνια, συνηγορούν υπέρ της αστικής ταυτότητας της οικογένειας Μάνου, που φαίνεται να ανήκει στα ανώτερα στρώματα της ουγγρικής κοινωνίας. Τα κινητά περιουσιακά στοιχεία του Δημήτριου Μάνου συνίστανται κυρίως σε ομολογίες, ενοίκια, μετρητά, τιμαλφή και έπιπλα.

Αντιθέτως, η δεύτερη γενιά μεταναστών, με κύριο εκπρόσωπο το Στέφανο Μάνο, επιτυγχάνει να ανελιχθεί κοινωνικά και οικονομικά, και να ενσωματωθεί – σε βαθμό, μάλιστα, που θα μπορούσε να γίνει λόγος και για αφομοίωση – στην ουγγρική κοινωνική πραγματικότητα· να εκμεταλλευτεί την οικονομική συγκυρία και τα τοπικά χαρακτηριστικά της οικονομίας, συσσωρεύοντας κεφαλαιακό πλούτο που στις αρχές της δεκαετίας του 1890 εκτιμάται στα 903.074 φιορίνια και 53 Kr. Η περιουσία του Στέφανου αντανακλά μέρος της επενδυτικής του δράσης, που δεν εκφράζεται μόνον μέσα από τη συμμετοχή του σε ανώνυμες εταιρείες, την αγορά πολυτελών αγαθών, την εκμίσθωση κατοικιών και αστικών οικοπέδων, αλλά και μέσα από την επέκταση της έγγειας ιδιοκτησίας του, τόσο στη Βουδαπέστη όσο και σε άλλες πόλεις της Ουγγαρίας, όπως Nyeregyháza, Bábony, Dános και Jakabfalva.
Η εξατομικευμένη απόδοση του μεγέθους μιας αστικής οικογένειας της ελληνικής διασποράς, όπως αυτή των Μάνου, συντελεί αφενός στην αποκρυπτογράφηση της νοοτροπίας και των πολιτισμικών της κωδίκων, αφετέρου στην περιγραφή των ορίων της ατομικής συμπεριφοράς των πρωταγωνιστών της και στη σκιαγράφηση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, φωτίζοντας όψεις της καθημερινής ζωής τους. Ο ιδιωτικός χώρος, με τις κοινωνικές του συνδηλώσεις, αποκαλύπτεται ως ένα σύνολο «αντικειμενοποιημένων» εκφάνσεων ενός συστήματος προσωπικών διαθέσεων και έξεων, που μαρτυρούν την κοινωνική διαδρομή του Δημήτριου και Στέφανου Μάνου. Όλες οι ανιχνεύσεις μας οδηγούν σε αποκλίσεις από την παραδοσιακότητα και στην ευθυγράμμιση μ’ ένα δυτικότροπο στιλ ζωής και διαβίωσης. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των γενεών σε επίπεδο προσωπικών ενδιαφερόντων και αναζητήσεων αντικατοπτρίζουν εν μέρει την τομή στην ιεραρχία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης.

Η απουσία βιβλίων στην απογραφή της περιουσίας του Δημήτριου υποδηλώνει προφανώς την έλλειψη αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και στην περίπτωση του Στέφανου, στην κατοχή του οποίου εντοπίζονται δύο λουστραρισμένες βιβλιοθήκες και 900 τόμοι παλιών επιστημονικών και λογοτεχνικών έργων. Αν και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η αναγνωστική συμπεριφορά και οι συνήθειες ενός μέλους οργανικά ενταγμένου στον κόσμο των μορφωμένων μεγαλοαστών της Πέστης, χωρίς επιφύλαξη, όμως, θα λέγαμε ότι ανήκει σε έναν αναγνωστικό πυρήνα που τα ενδιαφέροντά του δεν περιορίζονται σ’ ένα πεδίο πνευματικής παραγωγής.

Για τις δύο γενεές μεταναστών, η ενδυμασία κατέχει διαφορετική θέση στο πεδίο των καταναλωτικών δαπανών. Η ευτελής αξία των ρούχων του Δημήτριου – πιθανόν δεν διέθετε υπολογίσιμα ποσά για την αγορά τους – επηρέασε μάλλον τους υπαλλήλους του Μαγιστράτου στην απόφασή τους να μην τα συμπεριλάβουν ως περιουσιακό στοιχείο στον κατάλογο της απογραφής. Το ίδιο, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει και στην περίπτωση του Στέφανου. Ο τελευταίος δίνει μεγάλη σημασία στην προσωπική του γκαρνταρόμπα, ακολουθώντας τις ενδυματολογικές τάσεις μιας εποχής και μίας τάξης. Μέσω του εύκοσμου παρουσιαστικού του, επιδιώκει σαφή διατύπωση ορίων απόστασης από το ευρύ κοινωνικό περιβάλλον και αναγνώριση στο εσωτερικό μιας συγκεκριμένης ομάδας, εκείνης των μεγαλοαστών της Ουγγαρίας. Γούνες, επανωφόρι και παλτό, παντελόνια από σιφόν, κοστούμια και γιλέκα συνθέτουν μέρος της αμφίεσής του. Το ενδυματολογικό του ύφος συμπληρώνεται με μαντίλια τσέπης και ένα χρυσό ρολόι remontoir.

Η διάθεση για πολυτέλεια εκδηλώνεται πιο έντονα στο εσωτερικό του σπιτιού. Τα ίδια τα αντικείμενα ως προϊόντα καλλιτεχνικών επεξεργασιών και ως μέσα συγχώνευσης του αισθητικού με το ηθικό στοιχείο εκφράζουν βαθύτερες ιδεολογικές διεργασίες και αισθητικές μετατοπίσεις. Μπλε χρωματιστές πολυθρόνες από τη Δαμασκό, καναπές από μαόνι, μπουφές, μαύρες πολυθρόνες, καναπές και γραφείο από ξύλο καρυδιάς, ξύλινο σεκρετέρ και παλιό σκρίνιο, ορειχάλκινες λάμπες και ρολόι τοίχου εγκολπώνονται στο πεδίο των καταναλωτικών επιλογών της οικογένειας του Δημήτριου Μάνου. Η συσχέτιση ανάμεσα στην καταναλωτική πρακτική και την κοινωνική καταγωγή είναι ιδιαίτερα πιο δηλωτική στη δεύτερη γενιά. Διάφορα είδη τραπεζιού, όπως λουστραρισμένο τραπεζάκι τεΐου ή τραπέζι παιγνίου με τσόχα, καθώς και ένα λουστραρισμένο αναλόγιο μουσικής υποδηλώνουν τις ενδο-οικογενειακές συνήθειες και ασχολίες, τα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις της οικογένειας. Λουστραρισμένες ημιτράπεζες με μαρμάρινα καπάκια, τραπέζι σερβιρίσματος, μαύρο τραπέζι με σεντεφένιες ενθέσεις, στρογγυλό τραπέζι με βελούδινο καπάκι είναι μερικά από τα έπιπλα της οικίας του Στέφανου που αποτελούν τεκμήρια πλούτου και επίδειξης, ατομικής προόδου και κοινωνικής περιωπής. Η υλική ευμάρεια αποτυπώνεται πάντα με σαφήνεια σε αντικείμενα που δεν εγγράφονται άμεσα στην αποτελεσματική τακτοποίηση των εσωτερικών αναγκών του σπιτιού. Ψηλοί καθρέπτες με επίχρυσο πλαίσιο, ρολόγια τοίχου με παντατίφ, επιτραπέζιο ρολόι, λουστραρισμένο trumeau μ’ ένα φύλλο ή με μάρμαρο και ένα σκαμπό, λουστραρισμένες σερβάντες και ανθοστήλες διακοσμούν τους εσωτερικούς χώρους της κατοικίας, όπως το σαλόνι, το διάδρομο και την αίθουσα υποδοχής.

Οι «καθαρές» αισθητικές προτιμήσεις των μελών των τμημάτων της κυρίαρχης τάξης βρίσκουν διέξοδο στην απόκτηση έργων τέχνης, που προδίδουν τις βαθύτερες και καλλιτεχνικές αναζητήσεις των κατόχων τους. Η ιδιοποίηση αυτή προϋποθέτει μία κουλτούρα, προνόμιο των ανθρώπων της ουγγρικής αστικής τάξης. Χάρτινοι πίνακες με ξύλινα ή επίχρυσα πλαίσια, καθώς και μία ελαιογραφία με επίχρυσο επίσης πλαίσιο διακοσμούν τους τοίχους του σπιτιού του Στέφανου. Η καλλιέργεια και η παιδεία που απέκτησε του επέτρεψαν να έχει πρόσβαση στο περιεχόμενό τους.

Η μικροϊστορική διερεύνηση του συμβολικού και οικονομικού κεφαλαίου της οικογένειας Μάνου μας παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την πορεία δύο γενιών μεταναστών και να διακρίνουμε τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται σε επίπεδο συσσώρευσης υλικού πλούτου και υιοθέτησης πολιτισμικών προτύπων και αισθητικών αξιών. Η ατομική διαδρομή του ιδρυτή της οικογένειας, Δημήτριου, και του γιου του Στέφανου, δεν συνιστά μόνον ένα «παράθυρο» θέασης των υλικών συνθηκών και του καθημερινού βίου τους· ούτε βέβαια, μία απλή αποτύπωση των συγγενικών σχέσεων και των έμφυλων ρόλων των μελών της οικογένειας στο πλαίσιο της κοινωνικής της αναπαραγωγής. Η μελέτη της συμπληρώνει με μοναδικό τρόπο την εικόνα των διαδοχικών μορφών του εν εξελίξει καπιταλιστικού συστήματος, της διαδικασίας της αστικοποίησης της Πέστης και των οικονομικών μεταβολών που υφίστανται το παραδοσιακό σύστημα οργάνωσης της παραγωγής και ο τρόπος λειτουργίας της ίδιας της αγοράς στην Ουγγαρία.