Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Αναστασία Δανάη Λαζαρίδου

Μορφές του επτανησιακού Διαφωτισμού : ο Ερμάννος Λούντζης, η αυτοβιογραφία και η διερεύνηση των λογοτεχνικών ειδών

La nation grecque, depuis son asservissement, devait lire avec avidité l’histoire ancienne, qui lui traçait le tableau de sa première splendeur; elle devait au contraire repousser l’histoire moderne, qui n’avait à lui exposer que sa misère actuelle et l’égoïsme des puissances chrétiennes. Cette observation explique jusqu’à un certain point pourquoi les Grecs se sont peu occupés de l’histoire moderne, et surtout de celle de leur pays. Il y a eu cependant parmi eux quelques historiens; mais le nombre n’en est pas considérable.[1] Αυτά δίδασκε στη Γενεύη το 1826 και δημοσίευε τον επόμενο χρόνο στην ίδια πόλη ο Γιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, προδίδοντας μάλλον παρά καλύπτοντας την αμηχανία του για το φαινόμενο. Παρόμοια στάση συναντά ο αναγνώστης λίγο αργότερα, όταν αίφνης στο κεφάλαιο περί ταξιδιωτικών εντυπώσεων και μυθιστορημάτων, ο συγγραφέας σημειώνει :

Un fait qui pourra sembler étrange, c’est que, dans notre littérature moderne, il ne se trouve ni voyages, ni romans. Les Grecs instruits voyagent beaucoup cependant; et il n’est pas nécessaire d’ailleurs de faire le tour du monde pour recueillir des observations instructives sur le climat et sur les mœurs. Quel intérêt, quelles lumières une relation bien faite ne jette-t-elle pas sur un pays quelconque ? Nos voyageurs craignent-ils, en publiant leurs itinéraires, d’affliger leurs concitoyens par des tableaux qui auraient contrasté d’une manière pénible avec la situation de la Grèce ? Je ne le pense pas; et il est difficile d’attribuer cette délicatesse à la foule de ceux qui aspirent au titre d’auteurs. Cela vient plutôt de ce que les Grecs savans et distingués, ceux qui étaient capables d’écrire un voyage, négligeaient ce genre comme frivole, et préféraient utiliser leurs veilles par des travaux qui pussent directement instruire la nation. Ce raisonnement est-il juste ? On peut en douter; mais assurément rien n’était plus louable que le motif pour lequel, dédaignant une route dans laquelle tant d’Européens obtenaient sans peine des brillans succès, ils se consacraient tout entiers à des travaux plus difficiles et plus essentiels.

Ne peut-on pas dire la même chose des romans, qui occupent une si grande place dans les littératures modernes. Ce genre ne semblait point devoir être étranger aux Grecs; les anciens s’y étaient exercés avec quelque succès : le roman d’Héliodore, intitulé les Ethiopiques, a surtout mérité la réputation qu’il a obtenue. La disposition en est dramatique; les aventures y sont liées avec beaucoup d’art; le dénouement est admirable; le style calqué sur celui de la belle littérature grecque. Mais ce qui frappe davantage c’est le nom et la vocation de l’auteur : il était évêque.

A l’imitation de ce roman d’Héliodore et de ceux d’Achille Tatius, de Jamblique, de Xénophon d’Ephèse, furent composés, dans le moyen âge, une assez grande quantité de contes érotiques et chevaleresques, dont quelques-uns ont été imprimés, d’autres se trouvent encore manuscrits dans les bibliothèques publiques. La plupart sont écrits en vers, entre autres le fameux roman de galanterie chevaleresque intitulé Erotocritos, et qui remonte au seizième siècle. Quoique les Grecs modernes eussent ces modèles sous les yeux, ils ne les ont point imités. Ils auraient dû cependant aimer une occupation si agréable, si facile, si conforme à la variété de leurs goûts et à la vivacité de leur imagination. Les dames grecques seraient-elles les seules qui ne goûtassent pas ces fictions à demi vraisemblables, ces lectures fantastiques, si propres à répandre du charme sur une vie aussi retirée qu’est ordinairement la leur ? Non, sans doute. Mais dans un pays où l’urbanité n’a pas encore autorisé l’empire du beau sexe, où les sociétés ne sont ni assez fréquentes, ni assez variées pour fournir une ample matière à celui qui veut observer les mœurs et le jeu des passions; dans un tel pays, il ne faut pas s’étonner qu’il n’ait point paru d’auteurs de romans et de contes moraux. En revanche, un grand nombre de romans français, italiens et allemands, ont été traduits, et ont trouvé le plus favorable accueil dans toutes les contrées de la Grèce et dans toutes les classes de la société.[2]

Στις απορίες που επισημαίνει και στις ερμηνείες που προτείνει σχετικά με την περίεργη απουσία ορισμένων ειδών (ιστορία, περιηγήσεις, μυθιστόρημα, ηθοπλαστικές ιστορίες) από τη νεοελληνική διανόηση και λογοτεχνία, ο πρώτος γνωστός μας και πεφωτισμένος ιστορικός της,[3] απευθυνόμενος – σημειωτέον – σ’ ένα καλλιεργημένο δυτικοευρωπαϊκό κοινό λίγο μετά το πρώτο τέταρτο του 19ου αι. και ενόσω διαρκούσε ακόμη ο αγώνας της εθνικής ανεξαρτησίας, όχι δίχως ευφυία και χάρη, ανατρέχει σε έννοιες και αίτια ιστορικά, ψυχολογικά, ηθικά, κοινωνιολογικά. Λαμβάνοντας – εντυπωσιακώς πρώιμα –υπόψη το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και τον ορίζοντα των προσδοκιών του, κάνει ιδιαίτερη μνεία για τον παράγοντα των αναγνωστριών, και γενικότερα για την καταλυτική επίδραση του θηλυκού φύλου τόσο στη διαδικασία της παραγωγής όσο και της πρόσληψης των λογοτεχνικών ειδών.

Την ίδια εποχή, στα Ιόνια νησιά, υπό αγγλική προστασία ήδη και επισήμως από τη Συνθήκη των Παρισίων του 1815, περιθωριοποιημένα ως εκ τούτου – καθότι εκτός του εθνικού αγώνα – στην εξέταση και ανάλυση του Ρίζου, και μάλιστα ελαφρώς ενοχοποιημένα από τον ίδιο για το μέγεθος της επίδρασης της ιταλικής γλώσσας και παιδείας που είχαν υποστεί και που τα διέκρινε ακόμη, άλλοτε αθόρυβα, άλλοτε με σχετική δημοσιότητα, άνδρες, και σπανιότερα γυναίκες, συνέχιζαν να καλλιεργούν με πάθος και επιμονή την ιδιότυπη πολιτισμική τους παράδοση και το πολύχρωμο περιβόλι των γραμμάτων του Διαφωτισμού. Σε λιγότερο από έξι χρόνια αργότερα η Ζακυνθινή αρχοντοπούλα Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832) θα εγκαταλείψει οριστικά την εγκόσμια φυλακή της, αφήνοντας πίσω της θεατρικά έργα, τραγωδίες, κωμωδίες, δράματα, διαλόγους, μυθιστορίες, στίχους, μεταφράσεις, όλα ανέκδοτα – τότε – και σήμερα τα περισσότερα χαμένα, κυρίως όμως τη μοναδική Αυτοβιογραφία της, είδος που ο Νερουλός ούτε κάν μνημονεύει στο σύγγραμμά του.[4] Γραμμένη στη γλαφυρή ομιλουμένη του τόπου της και του καιρού της κατά πάσα πιθανότητα στη διάρκεια του 1831, όσο προχωρούσαν οι ετοιμασίες του αθέλητου και μοιραίου γάμου της, θα δεί για πρώτη φορά το φώς της δημοσιότητας, λογοκριμένη από το γιό της Ελισαβέτιο, το 1881 στην Αθήνα.[5]

Συμπατριώτης και κατά πέντε έτη νεότερός της, ο κόντες Ερμάννος Α. Λούντζης (1806-1868), τριτότοκος γιός του Ζακυνθίου ευπατρίδη Αναστασίου Λούντζη και της Μαρίας, θυγατέρας του Γερμανού προξένου της Δανίας στη Βενετία Wilhelm von Martens, βρίσκεται στο εξωτερικό από το 1823 έως το 1834 για σπουδές στην Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, όπως και για σύντομες παραμονές και περιηγήσεις στη Γενεύη και το Λονδίνο. Ο κατοπινός αξιοθαύμαστος ιστορικός της Επτανήσου θα καταπιαστεί με μια συγγραφή αυτοβιογραφίας που θα ολοκληρώσει στα ιταλικά προς το τέλος της ζωής του, το 1861, και την οποία θ’ αρχίσει να μεταγράφει στα ελληνικά, στο λόγιο μέν αλλά εύληπτο ιδίωμα της κοραϊκής μέσης οδού, τον επόμενο χρόνο.[6]

Στο μεταξύ, ακαταπόνητος εργάτης του πνεύματος, θα έχει συσσωρεύσει τους καρπούς των μόχθων του σ’ ένα εντυπωσιακό αριθμό δημοσιευμένων αλλά και αδημοσίευτων έργων ιστορικής, παιδαγωγικής, ηθικοφιλοσοφικής και κοινωνιολογικής φύσεως, σημειώσεων εν όψει προσεχών δημοσιευμάτων ή βελτιωμένων επανεκδόσεων, αλληλογραφίας οικογενειακής και μή, ημερολογιακών καταγραφών, ταξιδιωτικών εντυπώσεων, μυθιστορημάτων, μεταφράσεων, ηθοπλαστικών ιστοριών, συμμείκτων. Το προσωπικό του αρχείο, τη σύνθεση του οποίου μας κατέστησε πρόσφατα γνωστή η έκδοση το 2004 του Ζήσιμου Χ. Συνοδινού για τα αρχεία της οικογένειας Λούντζη, αφορά τα έτη 1823-1868 – και εν μέρει έως το 1993, καθώς περιλαμβάνει δημοσιεύματα για τον ίδιο και το έργο του – καταλαμβάνει 1,30 τρέχοντα μέτρα με γραπτά τεκμήρια, βιβλία, φυλλάδια και λοιπά έντυπα, ή 15 αρχειακά κουτιά (αριθ. 1-14, 25) με 85 φακέλους, και γλώσσες γραφής των τεκμηρίων την ιταλική, ελληνική, γαλλική, γερμανική, λατινική, αγγλική.[7]

Αναγεννησιακός uomo di virt ù, esprit universel, encyclop é diste, gentleman, Aufkl ä rer , ο οξυδερκής και νηφάλιος ιστορικός των Ιονίων νήσων, ο ώριμος άνδρας που ασχολήθηκε παράλληλα και με τις αρχές και με την πράξη της παιδαγωγικής, με τις ανάγκες της δημόσιας εκπαίδευσης, την ενεργό πολιτική, την εξέλιξη του χριστιανισμού των πρώτων αιώνων; Ή μήπως, σ’ έναν αιώνα βυρωνικό, επαναστατικό, με πνευματικούς ταγούς αδιαμφισβήτητης επίδρασης τον ήδη διάσημο συμπατριώτη Ugo Foscolo, το μελαγχολικό ποιητή των νέων γενεών Giacomo Leopardi, τη θύελλα που είχαν ξεσηκώσει στους νέους της Ευρώπης οι Γερμανοί ρομαντικοί ποιητές και οι φιλόσοφοι του ιδεαλισμού, ένα παράφορο παιδί του αιώνα του, ένας επίδοξος λογοτέχνης ο νεαρός και υπερευαίσθητος Ερμάννος;

Σε αναζήτηση μιας απάντησης στα ερωτήματα αυτά, θα επιχειρήσουμε να διαγράψουμε σε αδρές γραμμές τα περί του βίου και της πολιτείας του Ερμάννου Λούντζη, κάτω από το φώς με το οποίο τα νέα πολύτιμα στοιχεία που προκύπτουν από την ταξινόμηση του αρχείου του μας παρακινούν και μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε κάπως καλύτερα τη φυσιογνωμία του αγνοουμένου ακόμη και ανεπαρκώς αξιολογημένου αυτού σημαντικού εκπροσώπου της εξίσου ατελώς γνωστής μας επτανησιακής λογιοσύνης.

Από το μεγάλο του αδελφό, τον γνωστό για τις μεταφράσεις από τα γερμανικά φιλοσοφικά και ποιητικά συγγράμματα που εκπονούσε για χάρη του φίλου του Διονύσιου Σολωμού, σύζυγο από το 1843 της ανεψιάς του ποιητή Ευφροσύνης-Αννέτας, κόρης Δημητρίου Σολωμού, τον εν πολλοίς όμως δυστυχώς ακόμη άγνωστό μας Νικολό Κορράδο Ναθαναήλ (1798-1885)[8] τον χωρίζουν οκτώ έτη, από τον Ιωάννη-Γουλιέλμο (1801-1841) που πρόσφατα γνωρίσαμε κάπως καλύτερα,[9] πέντε χρόνια, ενώ στο μεταξύ είχε γεννηθεί το 1802 και ο Φραγκίσκος, που όμως απεβίωσε ήδη το 1804. Στην οικογένεια είχαν θρηνήσει και ένα πρόωρα χαμένο κορίτσι, το δεύτερο παιδί του ζεύγους, τη Ρόζα (1797-1798), ενώ η πρώτη κόρη – και πρώτο παιδί – η Ελισάβετ είχε γεννηθεί το 1796, και τέλος η Αικατερίνη το 1800. Ο πατέρας τους, Αναστάσιος Λούντζης, θα πεθάνει σε ηλικία 46 ετών το 1810 – ο Ερμάννος είναι επομένως το στερνοπαίδι του – και τα ανήλικα παιδιά του θα μεγαλώσουν με τη φροντίδα της Γερμανίδας και ευσεβούς λουθηρανής μητέρας τους που ως βαρώνη Marie-Catherine von Martens, είχε ανατραφεί στη Βενετία και είχε εγκατασταθεί στη Ζάκυνθο μετά το γάμο της, το 1795.

Η ίδια η αυτοβιογραφία του Ερμάννου ξεκινά από «νηπιακές αναμνήσεις», δηλαδή από τα πρώτα του σχολικά χρόνια, και σταματά, σε φοιτητική ακόμη γι’ αυτόν εποχή, στα θερμά γεγονότα του Ιουλίου 1830 στο Παρίσι, όταν ο νεαρός Ζακύνθιος ήταν μόλις 24 ετών. Από το αρχείο του και από την πλούσια και συνεπέστατη αλληλογραφία που διατηρούσε με τους δυό γιούς του Νικόλαο-Ιωάννη (1838-1901) και Αναστάσιο (1841-1913) όσο σπούδαζαν με τη σειρά τους στο εξωτερικό – στη Γερμανία, και για ένα διάστημα ο πρωτότοκος και στη Γαλλία – γνωρίζουμε πως ο Ερμάννος, μετά από μια παραμονή πέντε περίπου μηνών στο Λονδίνο και τα περίχωρα το 1832, θα ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Γερμανία, παρακολουθώντας μεταξύ του 1833 και 1834 μαθήματα φιλοσοφίας του Friedrich Schelling στο Μόναχο[10] και του Eduard Gans στο Βερολίνο.[11]
Η επιστροφή στο γενέθλιο τόπο θα συντελεστεί τον Ιούλιο του 1834, μετά από τρίμηνη περιοδεία στις κυριότερες πόλεις της κεντρικής Ευρώπης, Πότσδαμ, Βιττεμβέργη, Χάλλη, Λειψία, Πράγα, Βιέννη, Λάιμπαχ (Λουμπλιάνα) και Βενετία. Δυό μήνες αργότερα παντρεύεται την Ιωάννα-Διαμαντίνα Βολτέρα Μαρτινέγκου (1817-1881). Ο ίδιος είναι 28 χρονών, η νύφη 17, και από το Νοέμβριο θα διανύσουν 11 περίπου μήνες (αμιγούς μέλιτος άραγε;) στην Ιταλία, με επισκέψεις στην Αγκώνα, Σπολέτο, Ρώμη, Νάπολη, Λιβόρνο, Πίζα, Φλωρεντία, Μπολώνια, Φεράρα, Πάδοβα και Βενετία. Επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο θα εγκατασταθούν στο εξοχικό αρχοντικό της οικογένειας στη Σαρακίνα, μακριά από την κίνηση της πόλης, όπου ο Ερμάννος θα ασχοληθεί εκών άκων με τη διαχείριση της οικογενειακής του περιουσίας – κυρίως την παραγωγή και πώληση σταφίδας – και βέβαια με τις ευθύνες ενός νέου οικογενειάρχη. Σε διάστημα εννέα ετών θα γεννηθούν τα έξι παιδιά του ζεύγους : το 1836 η Μαρία (1836-1896), θα ακολουθήσουν ο Νικόλαος (1838-1901), η Ελούτα (Λιζίνα) που θα ζήσει μόνον πέντε χρόνια (1839-1844), ο Αναστάσιος (1841-1913), ο Ιωάννης-Γουλιέλμος που επίσης δεν θα ζήσει πολύ (1842-45;) και τέλος η Αβιγαήλ (1843-1927). Κατά τον τελευταίο αυτό τοκετό, η μόλις εικοσιεξάχρονη σύζυγός του αρρωσταίνει και παραφρονεί. Δεκαεφτά χρόνια αργότερα, καθώς η κατάστασή της είχε φαίνεται χειροτερέψει, η άτυχη Διαμαντίνα θα εισαχθεί σε ειδικό ίδρυμα στη Νεάπολη της Ιταλίας, όπου και θα πεθάνει είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα το Δεκέμβριο του 1881.[12]

Τα πένθη και οι συμφορές σύντομα συσσωρεύτηκαν πάνω στην οικογένεια του αποτραβηγμένου απo την κοινωνική ζωή Ερμάννου, του ερημίτη της Σαρακίνας όπως συνήθιζε να αυτοαποκαλείται. Ιδιαίτερα με την ασθένεια της γυναίκας του αναλαμβάνει μόνος του την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των ανήλικων παιδιών του, χωρίς ταυτόχρονα να εγκαταλείψει τις προσωπικές του μελέτες και τις συγγραφικές του φιλοδοξίες. Ήδη το 1836-37 καταπιάνεται με μια μελέτη στα ιταλικά για τη φιλοσοφία του Σπινόζα,[13] ταξιδεύει στο Παρίσι και το Λονδίνο το 1839-40, αναλαμβάνει το 1843 την προεδρία της Accademia Filodrammatica dei Parnassiani που είχε πρόσφατα ιδρύσει στη Ζάκυνθο ο φίλος του Λουδοβίκος Ιγν. Μαρτζώκης και εκδίδει τέλος ανώνυμα στη Μάλτα το ίδιο σημαδιακό έτος δύο έργα ταυτόχρονα : Τα σύμμεικτα Miscellanea και το μυθιστόρημα Una vita perduta.[14]

Τρία χρόνια αργότερα, το 1846, Ο Ερμάννος εκδίδει πάλι στη Μάλτα νέο, ιστορικό αυτή τη φορά μυθιστόρημα με τον τίτλο Giulia Santelmo, που φαίνεται πως είχε ολοκληρώσει από το Νοέμβριο του 1845 στη Σαρακίνα, μαζί με νέα, έτοιμα από τον Ιανουάριο, Miscellanea 16 σελίδων που περιείχαν Pensieriκαι Alcuni carmi, σε ανώνυμη έκδοση. Στα επόμενα χρόνια ο λογοτεχνικός οίστρος δείχνει να καταλαγιάζει. Οι Variet à letterarie, απάνθισμα άρθρων, μελετών και μεταφράσεων, που είχαν ήδη δημοσιευτεί στο κερκυραϊκό περιοδικό του S. Fogacci, Il florilegio Ionio, τυπώνονται το 1847 στην Κέρκυρα, με αφιέρωση στη μητέρα του Ερμάννου, και ολοκληρώνεται παράλληλα η μετάφραση στα ιταλικά του πρώτου μέρους του μυθιστορήματος Heinrich von Ofterdingen του Novalis. Εκτός από μερικά περιστασιακά δημοσιεύματα στα ιταλικά και στα ελληνικά (νεκρολογίες για Ζακυνθινούς φίλους, εγκώμιο για τον παλιό του καθηγητή P. Costa : Elogio del professore Paolo Costaτο οποίο και τυπώνει στη Μάλτα) μεταξύ του 1847 και του 1850, η στροφή προς την ιστορία και την πολιτική, με συμμετοχή μάλιστα στα κοινά δρώμενα, παίρνει το προβάδισμα. Έτσι τυπώνει στη Ζάκυνθο το 1851 Το μέλλον του ελληνικού έθνους εκ του παρελθόντος εξαγόμενον, κείμενο που προοριζόταν να εκφωνηθεί την 25η Μαρτίου στο Αναγνωστήριον «Η Πρόοδος», και συντάσσει στα ιταλικά, για προσωπική του χρήση, μια συνοπτική παγκόσμια ιστορία (Compendio di storia universale, αδημοσίευτο). Εξάλλου το 1852 εκλέγεται, με τον Κωνσταντίνο Λομβάρδο, βουλευτής Ζακύνθου του Ριζοσπαστικού κόμματος στην Ι΄ Ιόνιo Βουλή (1852-1856), κάτι που συνεπάγεται συχνά ταξίδια και μακρά παραμονή στην Κέρκυρα, πρωτεύουσα του Ιονίου κράτους. Στη Βουλή αυτή θα αναλάβει και την προεδρία της Επιτροπής για τα προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης, θέμα το οποίο θα τον απασχολήσει και μετά τη λήξη της κοινοβουλευτικής του θητείας.

Με την ευκαιρία ταξιδιού του στην Αθήνα το 1852, για πρώτη φορά στην ελεύθερη ελληνική επικράτεια, κρατά επιμελώς σημειώσεις,[15] σύμφωνα με την παλιά του συνήθεια όταν επισκεπτόταν τις ευρωπαϊκές πόλεις : πράγματι, δύο δεμένα τετράδια ημερολογίου του 1834, το χρόνο δηλαδή της επιστροφής του στην πατρίδα, επιγράφονται Viaggio da Berlino a Zante και Continuazione del viaggio da Berlino a Zante.
Είναι όμως μέσα στην επταετία 1856-1863 που θα συντελεστεί ουσιαστικά η μετεξέλιξη του Ερμάννου Λούντζη σε ιστορικό συγγραφέα και μάλιστα πρώτου μεγέθους. Οι μακροχρόνιες σπουδές του στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τις έρευνες που μπόρεσε να διεξαγάγει στα επίσημα Αρχεία και στις Βιβλιοθήκες της Κέρκυρας, κυρίως κατά τη θητεία του στην Ιόνιο Βουλή, θα του επιτρέψουν να συντάξει και να τυπώσει το 1856 στην Αθήνα το αξιοθαύμαστο Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί των Ενετών. Τον ίδιο χρόνο όμως εκδίδεται στο Μιλάνο και η μετάφραση (στα ιταλικά) που είχε ήδη έτοιμη από τις αρχές του 1854 του μυθιστορήματος του γνωστού στα γαλλικά γράμματα συγγραφέα της Γενεύης Rodolphe Töpffer, Rosa e Gertrude.[16]Στη Ζάκυνθο τυπώνει επίσης την ίδια εποχή τη δημόσια ομιλία του Λόγος περί προόδου, εκφωνηθείς εν τω Αναγνωστηρίω «Η Πρόοδος» κατά την 25ην Μαρτίου 1856.

Καθώς οι έρευνες του Λούντζη επεκτείνονται στο Κρατικό αρχείο και τις Βιβλιοθήκες της Βενετίας κατά τη διάρκεια του νέου μεγάλου του ταξιδιού στην Ευρώπη από το Φεβρουάριο του 1857 έως τον Ιούλιο του 1858, το Σεπτέμβριο (του 1858) εκδίδεται στην πόλη των δόγηδων η βελτιωμένη και επαυξημένη έκδοση του προηγούμενου έργου του, σε ιταλική μετάφραση του Μαρίνου Τυπάλδου Φορέστη και του Νικόλαου Βαρότση, με τον τίτλο Della condizione politica delle isole Jonie sotto il dominio Veneto , preceduta da un compendio della storia delle Isole stesse dalla divisione dell Impero bizantino.

Από τη Ζάκυνθο ο Ερμάννος έφυγε αυτή τη φορά μέσω Κέρκυρας μαζί με τα τρία του παιδιά, τη Μαρία, το Νικόλαο και τον Αναστάσιο. Θα επισκεφθούν την Τεργέστη, τη Βιέννη, την Πράγα, τη Δρέσδη και θα καταλήξουν στο Βερολίνο όπου τα αγόρια εγγράφονται για σπουδές στο Πανεπιστήμιο και το Κολλέγιο αντιστοίχως. Από το Σεπτέμβριο, μαζί με τη Μαρία, πηγαίνουν στο Παρίσι (26 Σεπτεμβρίου-16 Δεκεμβρίου), κατόπιν στη Ρώμη και τέλος στη Νάπολη, όπου η άρρωστη γυναίκα του είχε μεταφερθεί από το Νοέμβριο. Τόσο στο Βερολίνο όσο και στο Παρίσι, ο Ερμάννος παρακολουθεί και καταγράφει τις παρατηρήσεις του για το εκπαιδευτικό σύστημα που λειτουργεί στην κάθε χώρα. Πρόκειται για τα δύο τετράδια : Παιδαγωγική περιοδεία εν τισι των εν Βερολίνω σχολείοις, 25.5-1.89.1857, και : Νοέμβριος 1857. Περιοδεία εν τισι των εν Παρισίοις εκπαιδευτικοίς καταστήμασι.[17] Την ίδια περίπου εποχή τυπώνεται στην Αθήνα και η μελέτη του Περί της εν Επτανήσω διοργανώσεως της δημοσίας εκπαιδεύσεως, η οποία είχε εκπονηθεί στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του στην επί τούτου επιτροπή της Ιονίου Βουλής. Θα ακολουθήσει τον Οκτώβριο του 1860, λίγο μετά το νέο ταξίδι από τη Ζάκυνθο στη Βενετία (Ιούνιος-Αύγουστος 1860), με τη συντροφιά της Αβιγαήλ, και σε συνδυασμό με επίσκεψη στην κόρη του Μαρία, της οποίας οι γάμοι με τον κόμη Alvise Mocenigo-Salle είχαν τελεστεί εκεί τον Ιούνιο του 1858, η έκδοση της δεύτερης σημαντικής ιστορικής πραγματείας του, Storia delle Isole Jonie sotto il reggimento dei Repubblicani Francesi. Από το Νοέμβριο του 1862 ο Ερμάννος, μαζί με την υστερότοκή του Αβιγαήλ, βρίσκεται στη Μπολώνια όπου το Μάρτιο του 1863 εκδίδεται το τρίτο σπουδαίο του ιστορικό σύγγραμμα Della Repubblica Settinsulare , libri due. Μετά την έκδοση, πατέρας και κόρη θα περιηγηθούν τη Φλωρεντία, το Λιβόρνο, τη Γένοβα, το Μιλάνο, τη Βενετία, και θα επιστρέψουν τον Ιούλιο στη Ζάκυνθο. Η συμπλήρωση της ιστορίας της Επτανήσου όπως και τα παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά θέματα εξακολουθούν να απασχολούν το Λούντζη, αλλά στα χαρτιά του εμφανίζονται ταυτόχρονα σημειώσεις και σκέψεις για την ιστορία του χριστιανισμού και άλλα συναφή θρησκειολογικά θέματα.

Το 1865, ένα έτος μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, ο Ερμάννος με τον Αναστάσιο και την Αβιγαήλ ταξιδεύουν στο Παρίσι, τη Στουτγάρδη, την Καρλσρούη, το Μόναχο, τη Βιέννη και τη Βενετία. Δυό χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1857, οι ίδιοι φτάνουν μέσω Κατάνης και Μεσσήνης στη Νάπολη, για να επισκεφτούν την πάντα άρρωστη σύζυγο και μητέρα. Συνεχίζουν προς Ρώμη, Φλωρεντία, Μπολώνια, όπου δημοσιεύεται στη Rivista Bologneseη μελέτη του Ερμάννου «Il Cristianesimo in relazione colla Storia Universale» (τόμ. II, τχ. I) και λίγο αργότερα στο τχ. III κριτική του για το βιβλίο του Σ. Σωτηρόπουλου Τριάκοντα έξ ημερών αιχμαλωσία και συμβίωσις μετά ληστών (1866), με τον τίτλο « Trenta sei giorni di cattività e di cosorzio presso i briganti ». Τον Ιούλιο βρίσκονται πάλι πίσω στη Ζάκυνθο. Αυτό θα είναι και το τελευταίο ταξίδι του Ερμάννου, αφού στις 30 Απριλίου του 1868, στην αγαπημένη του Σαρακίνα, απασχολημένος με το γράψιμο, πεθαίνει από αποπληξία. Ένα μήνα αργότερα, δημοσιεύεται στο Μιλάνο εις μνήμην του, στο περιοδικό Il Politecnico (parte letteraria), η ημιτελής μελέτη του «Sullo svolgimento storico del primitivo Cristianesimo». Μεταθανάτια θα είναι και η έκδοση της ελληνικής αυτοβιογραφίας του, από τον Ντίνο Κονόμο, το 1962, μαζί με αποσπάσματα από την πυκνή αλληλογραφία (περίπου 280 επιστολές) που διατηρούσε με τους γιούς του όσο σπούδαζαν στη Γερμανία.

Ο Συνοδινός παρουσιάζει ως εξής το περιεχόμενο του αρχείου του Ερμάννου :

Ως προς την εν γένει πνευματική του δραστηριότητα διασώζονται : α) χειρόγραφα των
πανεπιστημιακών μαθημάτων που παρακολουθούσε, ταξιδιωτικών εντυπώσεων, τετράδια φιλοσοφικών-ιστορικών σημειώσεων με σκέψεις, παραπομπές, σχεδιάσματα έργων, επιστολών κλπ., β) χειρόγραφα αδημοσίευτων, ολοκληρωμένων ή ημιτελών λογοτεχνικών έργων του, ιστορικο-φιλοσοφικών μελετών και μεταφράσεων, γ) τα τελικά χειρόγραφα των δημοσιευμένων έργων του Miscellanea, Μάλτα 1843 και Della Repubblica Settinsulare , libri due, Μπολώνια 1863, δ) ογκώδες συγκεντρωμένο πρωτογενές υλικό – αντιγραμμένο από τα αρχεία της Βενετίας, τα αρχειοφυλακεία των Επτανήσων και άλλες πηγές – το οποίο χρησιμοποίησε στις ιστορικές του συνθέσεις Della Repubblica Settinsulare καιDella condizione politica delle Isole Jonie sotto il dominio Veneto, Βενετία 1858, ε) τα δημοσιευμένα έργα του. Τέλος, περιλαμβάνονται τα δημοσιεύματα που αναφέρονται στην προσωπικότητα και τη δράση του, 1852-1993, πρωτότυπα ή φωτοαντίγραφα, και μερικά ελληνικά και ξενόγλωσσα βιβλία-φυλλάδια της βιβλιοθήκης του, στην πλειονότητά τους επτανησιακά. Γλώσσα / Γραφή των τεκμηρίων : ιταλικά, ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά, λατινικά, αγγλικά.[18]

Πιο συγκεκριμένα, τα άγνωστα στοιχεία που ήρθαν στο φώς από την ευρετηρίαση του Συνοδινού και που αφορούν τις πνευματικές δραστηριότητες του Ερμάννου, είναι τα ακόλουθα :

  • ιταλικές μεταφράσεις έξι «ανακρεοντείων» (Odi di Anacreonte : Alla Lira, Sulle Donne, Intorno ad Amore, Intorno a sè stesso, Sulla Rosa, Sopra una Colomba), όπως και λίγα ποιητικά γυμνάσματα στα ελληνικά και στα ιταλικά.
  • χειρόγραφο στα ιταλικά με μικρό άτιτλο θεατρικό έργο σε δύο πράξεις, με 9 και 5 σκηνές αντίστοιχα, και με πρόσωπα του έργου : Procopio, Conte Gregorio, Fioretta, Dottor Ventosa.
  • τμήματα χειρογράφου με δραματικό μυθιστόρημα στα ελληνικά, χ.χ., όπου διακρίνονται τα κεφάλαια : Η Μάρθα, Η αποκάλυψις, Η διαφθορά-πτώσις, Η αναχώρησις, Αυτοκτονία, και με τα πρόσωπα : Μάρθα, Αγαθοκλής, Μηδεία, Σωφρόνιος (χφ με 12 + 78 φύλλα, με πολλές διαγραφές και διορθώσεις).
  • ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ιταλία, σε ενιαίο καθαρογραμμένο κείμενο, με πρόλογο και 15 αναπτυγμένα κεφάλαια από τα 17 που μνημονεύονται στον πίνακα περιεχομένων, και με τίτλο Fole d uno scioperato , Italia 1828 (1828-1845), στα 50 πρώτα φύλλα σημειωματαρίου, με ακόμη 5 κεφάλαια στο υπόλοιπο μισό από έργο του στα ιταλικά, με τον τίτλο Un propri é taire.[19]
  • τμήμα μελέτης για την ελληνική γλώσσα Intorno la lingua greca moderna χ.χ., (ίσως του 1855-56).
  • ταξιδιωτικές εντυπώσεις και σκέψεις από το μεγάλο ταξίδι των ετών 1855-1857 (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία).
  • σημειώσεις, μεταφράσεις από ξένα έργα και μελέτες για το χριστιανισμό (χριστιανισμός και αρχαία ελληνική φιλοσοφία, σχέσεις του Ιησού με τους Εσσαίους, κριτική στη Ζωή του Χριστού του Ερνέστου Ρενάν), χ.χ., πιθανόν από τα έτη 1863-64 και μετά.
  • τέλος, αλλά διόλου ασήμαντο, το ιταλικό χφ της αυτοβιογραφίας του Ερμάννου Λούντζη, χ.χ. [1861], που ο Ντ. Κονόμος θεωρούσε χαμένο οριστικά, 20 + 2 φύλλων, από το οποίο λείπουν η αρχή και το τέλος, με πολλές διορθώσεις και διαγραφές, γραμμένο στο μισό κάθετο αριστερό μέρος της κάθε σελίδας, και που καλύπτει τα έτη 1806-1833.[20] Αντίθετα, σήμερα πρέπει να θεωρηθεί χαμένο το ελληνικό χφ της αυτοβιογραφίας (φύλλα 67 + 65 γραμμένα από τον Αναστάσιο Λούντζη).[21]

Προς το παρόν, και έως ότου ερευνηθεί και δημοσιευθεί – όπως το ευχόμαστε – το ιταλικό χειρόγραφο της αυτοβιογραφίας, διαθέτουμε για την προσπέλασή της μόνον την ελληνική ημιτελή εκδοχή της από την έκδοση του Ντ. Κονόμου.[22] Θα επισημανθούν εδώ συνοπτικά μόνον οι θεματικοί πυρήνες του κειμένου που λειτουργούν, πιστεύω, αντιστικτικά με εκείνους της Αυτοβιογραφίας της Μαρτινέγκου, και που θα έπρεπε κάποτε να τύχουν διεξοδικής σύγκρισης και ανάλυσης. Ο ίδιος ο Ερμάννος είχε σημειώσει στο δεύτερο φύλλο του χειρογράφου του με κεφαλαία γράμματα τον τίτλο: «Τα κατα του βίου μου». Η αρχή του λόγου που θα σκηνοθετήσει την ιστορία της ζωής του γίνεται με αρχειακό σχεδόν τρόπο στην πρώτη παράγραφο :

Εγεννήθην εν Ζακύνθω την 16 Σεπτεμβρίου 1806.[23] Εν τρυφερωτάτη ηλικία εισέτι ών απώλεσα τον πατέρα μου, διό η ανατροφή μου ενεπιστεύθη αποκλειστικώς εις μόνην την μητέραν μου, διά τε την φρόνησιν και τας αρετάς, τοιαύτη, οία υπήρξε ποτέ γυνή. Κατήγετο εκ γερμανικής οικογενείας εγκατεστημένης εν Βενετία. Η μήτηρ μου με εδιηγήθη διά τίνος περιπτώσεως συνέβη ο γάμος αυτής.

Μία παραδρομή ως προς την ακρίβεια της ημερομηνίας της ίδιας του της γέννησης, το απόλυτο κενό της πατρικής παρουσίας, η στολισμένη με φρόνηση και αρετές μητέρα η οποία αμέσως ταυτίζεται ως υποκατάστατο του πατέρα στον κατ’ εξοχήν ανδρικό ρόλο της ανατροφής και της εκπαίδευσης, η προέλευσή της, διπλά ξένη η ίδια (Γερμανίδα, μεγαλωμένη στη Βενετία) σε σχέση με τον τόπο στον οποίο ρίζωσε και όπου έγινε μοναδικό στήριγμα μιας σημαντικής και πολυπληθούς οικογένειας, η αποκάλυψη του οικογενειακού μύθου με την σαν μυθιστόρημα ιστορία της σύναψης του γάμου που έδωσε τη ζωή στον αυτοβιογραφούμενο, συνιστούν τον πρώτο πυρήνα του κειμένου.

Η «περίπτωση», όπως αδέξια αναφέρει ο Ερμάννος, στην οποία οφείλεται ο γάμος των γονέων του, στάθηκε ένα κράμα ρομαντικού-ιδανικού έρωτα και αδελφικής-οικογενειακής αλληλεγγύης σε βαθμό πλήρους ταύτισης : η αφήγησή της αποτελεί μεταφορά στο κείμενο της πρωτότυπης μητρικής αφήγησης, όπου εκτίθενται οι περιστάσεις της συνάντησης, του γάμου και της κατά κάποιον τρόπον καταστατικής συνθήκης της συμβίωσης και του βίου του γονικού ζεύγους : από τα δύο αδέλφια Λούντζη της Ζακύνθου, ο Φραγκίσκος ερωτεύεται στη Βενετία τη Μαρία, αλλά λογοδοσμένος στο νησί του θυσιάζει τα αισθήματά του στο αίσθημα του χρέους και της τιμής. Χήρος, άτεκνος, και στην κλίνη του θανάτου ο ίδιος, ορκίζει τον αδελφό του Αναστάσιο να παντρευτεί «ίνα μη εξαλειφθή το γένος», και όχι άλλη από τη Μαρία της Βενετίας. Ο Αναστάσιος, από υπερβολική αγάπη στον αδελφό του ορκίζεται, και από την ίδια με του αδελφού του αίσθηση του χρέους, πηγαίνει και βρίσκει τη Μαρία στη Βενετία, αποκαλύπτοντας την τελευταία επιθυμία του Φραγκίσκου και τον όρκο του Αναστασίου : η ιστορία ακόυγεται σα λιμπρέτο όπερας, και η έκβασή της στέκεται στο ίδιο ύψος :

«Συγκεκινηθείσα η ευαίσθητος νέα δια την τρυφεράν αγάπην του Φραγκίσκου, ενίκησε μετά πάλην τινά την εναντιότητα ήν κατά πρώτον συνέλαβε προς τον Αναστάσιον, ανόμοιον τω αδελφώ κατά τε το κάλλος και την συμπεριφοράν, εδέχθη το προτεινόμενον συνοικέσιον, αγαπώσα εις τον Αναστάσιον τον Φραγκίσκον, εις τούτου δε την μνήμην αφιερώνουσα τα τρυφερώτερα της καρδίας αισθήματα, την δε συζυγικήν πίστιν τηρώσα εις τον Αναστάσιον».[24]

Από την αφήγηση αυτή η μετάβαση στη συνέχεια γίνεται απότομα, προσδιορίζοντας το δεύτερο κεντρικό πυρήνα του κειμένου : τη σχέση του αυτοβιογραφουμένου με τη μάθηση και τη γνώση, με άλλα λόγια την παιδεία της οποίας έτυχε, την πνευματική του διάπλαση, σε συνάφεια με τη δύσκολη, ακυβέρνητη εφηβεία, τα αβέβαια βήματα στην οδό της ενηλικίωσης : στη Ζάκυνθο πρώτα, στην Ιταλία αργότερα, στις Scuole pie της Σιένας, στη Σχολή κατόπιν του «περικλεούς» Paolo Costa στη Μπολώνια. Φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης, ο Ερμάννος παρακολουθεί μαθήματα φιλολογίας, φιλοσοφίας, φυσικής, ανατομίας, φυσιολογίας, ακόμη και – με απέλπιδες προσπάθειες – μαθηματικών. Στη Φλωρεντία συναναστρέφεται τον «ευφυή Πέτρον Γιορδάνην, τον τραγωδοποιόν Νικολίνη, τον βωμολόχον Πακιάνη», τους ακαδημαϊκούς της Accademia della Crusca, στην Πίζα γνωρίζεται με τον Leopardi, «τον εξοχότερο ποιητή, το δεινότερο φιλόλογο της Ιταλίας». Ο χωρισμός όμως από την πατρίδα, η πνευματική υπερκόπωση, οι αντιφάσκουσες φιλοσοφικές θεωρίες της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, η αβεβαιότητα του μέλλοντος, η αίσθηση μιας εσωτερικής ηθικής αναρχίας και ενός συναισθηματικού κενού, τον οδηγούν σύντομα σε κατάσταση «κόρου και βαρυθυμίας». Ωστόσο, δόκτωρ της νομικής από τις 22 Δεκεμβρίου 1827, επιστρέφει στις 3 Μαΐου 1828 στη Ζάκυνθο, για να ξαναφύγει απογοητευμένος από την εξιδανικευμένη πατρίδα της παιδικής του ηλικίας προς την Ιταλία πάλι, με προορισμό όμως τώρα το Παρίσι, «την κορυφαίαν πόλιν του πεπολιτισμένου κόσμου», όπου θα φτάσει στις 31 Σεπτεμβρίου 1828.

Στον τρίτο αυτό πυρήνα του κειμένου, ο Λούντζης – από την απόσταση των πενήντα έξι χρόνων του – ανακαλεί τις ελεύθερες σπουδές που ως νεαρός άνδρας είχε επιλέξει να συνεχίσει, παρακολουθώντας στη Σορβόνη τα μαθήματα της λαμπρής και δημοφιλούς τριάδας του Guizot, του Villemain, του Cousin, όπως και του λιγότερου επιφανούς Théodore Jouffroy. Η καταθλιπτική διάθεση όμως που είχε ήδη εμφανιστεί στα φοιτητικά του χρόνια στην Ιταλία, μετατρέπεται στη μοναξιά της μεγαλούπολης σε ψυχοσωματική κατάρρευση, με αυτοκτονικές μάλιστα τάσεις, από την οποία θα συνέλθει μόνον μετά από εξάμηνο διαμονή στη Γενεύη, από τον Αύγουστο του 1829. «Άλλος άνθρωπος, συναισθανόμενος την ακμήν της νεότητος», θα επιστρέψει στο Παρίσι για να συνεχίσει με κέφι τις σπουδές του και να παρακολουθήσει με πάθος τα πολιτικά γεγονότα της επαναστάσεως του Ιουλίου 1830 – την πτώση του Καρόλου Ι΄, την ανάρρηση του Λουδοβίκου Φιλίππου – στα οποία είναι αφιερωμένες λεπτομερείς και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες περιγραφές ιστορικού αλλά και δημοσιογραφικού χαρακτήρα, με εμφανή χαρακτηριστικά ταλαντούχου ρεαλιστή πεζογράφου και διεισδυτικού ψυχολόγου παρατηρητή, στις τελευταίες σελίδες της ελληνικής αυτοβιογραφίας του.
Με την κατασταλαγμένη πείρα ζωής που διέθετε και έχοντας ήδη διανύσει τα δημιουργικότερα χρόνια της πορείας του διανοουμένου ευπατρίδη γαιοκτήμονα που είχε ακολουθήσει στο βίο και την πολιτεία του ο Λούντζης, αποτιμώντας αναδρομικά κατά το 1862 το υπαρξιακό και διανοητικό αδιέξοδο που είχε ταλανίσει τα νιάτα του τριάντα περίπου χρόνια πρίν, προβαίνει στην ακόλουθη διάγνωση της ασθένειας :

Καθώς η πάχνη ήτις καίει τα μπουμπούκια των φυτών, ένθα εμπερικλείεται το άνθος και ο καρπός, ούτως και η ερημώνουσα φιλοσοφία του ιη΄ αιώνος επενήργησεν επ’ εμού και επί πολλών νέων καρδιών. Η φιλοσοφία αύτη εντολήν έσχε την καταστροφήν του παρελθόντος, την δέ ιστορικήν αποστολήν της είχε μέν εκπληρώσει εν Γαλλία, όχι όμως και εν Ιταλία, όπου το παρελθόν είχεν ανακύψει τυραννικόν. Τούτου δέ υπάρχοντος όφειλε να υπάρχει και να αντενεργεί η καταστρεπτική δύναμις, ήτις δι’ άλλας μέν χώρας ηδύνατο να θεωρηθή ως αναχρονισμός, δια δέ την Ιταλίαν ήτο ανάγκη. Δι’ εμέ δέ συμφορά.[25]

Εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιό άραγε να στάθηκε το αντίδοτο της άμετρης αυτής απελπισίας. Στις αυτοβιογραφικές του καταγραφές το μυστικό της θεραπείας φαίνεται να συνίσταται στην εξάμηνο παραμονή του στη Γενεύη. Εκτός από μερικά μαθήματα αγγλικής (με «αξιόλογο δάσκαλο»), η συνταγή της ανάρρωσης περιλάμβανε ιππασία, μακρινούς περιπάτους, διασκέδαση με εύθυμους φίλους.[26] Είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσει κανείς στο πρόγραμμα αυτό τις παιδαγωγικές αρχές και συνήθειες που είχαν κάνει διάσημο τον R. Töpffer, συγγραφέα του μυθιστορήματος Rosa et Gertrude που μετέφρασε ο Λούντζης κατά το 1854.[27] Ο ίδιος βέβαια θα ομολογήσει : «ούτ’ εγώ αυτός δεν ηξεύρω οποία ανακαίνισις συνέβη εν εμοί». Ωστόσο, στο ίδιο κείμενο, μετά την αναφορά των γεγονότων, με τον προσφιλή τρόπο της αυτοβιογραφικής αφήγησης του Ερμάννου, η λογοκρατούμενη αιτιολόγηση δεν αργεί να εμφανιστεί :

Το πρακτικόν συμπέρασμα της φιλοσοφίας μου ανεσκεύασε το σύνολον του συστήματος. Η αλήθεια δεν δύναται να αποβεί ολεθρία εις τον άνθρωπον. Το ίδιον συμφέρον, τουτέστι η γαλήνη της ψυχής, η παραμυθία εν ταις θλίψεσιν, η συνδιαλλαγή με την Ειμαρμένην, πρέπει να χρησιμεύει ως λυδία λίθος και αυτής της Αληθείας. [… ][28]
[… ]
Ο άνθρωπος, το μίγμα τούτο ύλης και πνεύματος, αυτό το ουράνιον και γήινον σύγκραμα, αυτή η σύνθεσις εκ θεότητος και εκ ζώου, δεν δύναται να χωρισθεί. Δεν κερματίζεται η ανθρώπινος φύσις. Έκαστον στοιχείον αυτής έχει τας ανάγκας του, αι οποίαι απαιτούν την εκπλήρωσίν των. Εις το να ηξεύρει τις να τας μετριάζει, να τας ρυθμίζει, να τας χαλιναγωγεί, να τας συναρμονιά ως τας χορδάς μουσικού τινος οργάνου, συνίσταται η χρήσις του ορθού λόγου, η βιοτική τέχνη, η απόλαυσις των αγαθών της ζωής, η αρετή. [ … ][29]

Η μετά του ορθού λόγου αναζήτηση της αλήθειας, η σύγκρουση πίστης και επιστήμης, το αγωνιώδες ερώτημα για την αξία της ζωής, η ολοκλήρωση του ατόμου και του πολίτη, το μέγεθος και το νόημα της πνευματικής εργασίας, η σύμπλευση και η απόκλιση από τις κοινωνικές επιταγές των εποχών, τα θεμελιώδη αυτά θέματα που κυριαρχούν σε υψηλή συμπύκνωση μέσα στο κείμενο της αυτοβιογραφίας του, επανέρχονται επίμονα σε όλα τα έργα του Λούντζη, στα δημοσιευμένα, και προφανώς και στα ανέκδοτα, υιοθετώντας διαφορετικούς τρόπους και προσωπεία, δοκιμάζοντας και δοκιμαζόμενα σε όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου. Αν στοχαστούμε τις παράλληλες πνευματικές επιδιώξεις και επιτεύξεις της πρόωρα χαμένης συμπατριώτισσάς του Μουτζάν-Μαρτινέγκου, και τα όσα σχεδόν προφητικά ή και προγραμματικά ανέφερε στα μαθήματά του ο Γιακωβάκης Ρίζος Νερουλός την εποχή της νεανικής τους ακμής – η Ελισάβετ ήταν είκοσι πέντε ετών και ο Ερμάννος μόλις είκοσι – θα μπορούσαμε να απορήσουμε για τις μυστικές συνομιλίες στις οποίες μερικά κείμενα φαίνεται να επιδίδονται τάχα παράταιρα, εις πείσμα των καιρών, των κατηγοριών και των κατατάξεων.

Οι ελλείψεις έργων, η απουσία ειδών, τα κενά του λόγου που ο Φαναριώτης διαπίστωνε και ευσυνείδητα προσπαθούσε να δικαιολογήσει ώστε να φανεί η ελληνική γραμματειακή παράδοση και αδιάσπαστη στους αιώνες και ισότιμη της Ευρώπης των Φώτων και πολλά υποσχόμενη εν όψει της εθνικής αποκατάστασης των Ελλήνων, μοιάζουν να βρίσκουν ανταπόκριση και ικανοποίηση, πέραν μάλιστα των προσδοκιών χάρη στην αυτοβιογραφική κατάθεση, με το έργο των δύο Επτανησίων, όσο κι αν αυτό στάθηκε για πολύ καιρό άγνωστο ή και ακόμη σήμερα παραγνωρισμένο. Για όσον αφορά ειδικότερα την πνευματική παραγωγή του Ερμάννου, οι παρατηρήσεις αυτές δεν αρκούν φυσικά για να καταχωρηθεί – αν εξάλλου ήταν και αυτό το ζητούμενο – ο σημαντικός Ζακύνθιος συγγραφέας στο πάνθεον του έστω όψιμου επτανησιακού Διαφωτισμού όπου ο σκόπιμα προκλητικός τίτλος της μελέτης αυτής εξαγγελτικά τον τοποθετούσε. Το ζητούμενο φαίνεται πως εξακολουθεί να παραμένει το ίδιο το θέμα των ιδεολογικών ρευμάτων του ελληνικού 19ουαι., του νεοελληνικού Διαφωτισμού και των επί μέρους εκφάνσεών του, όπως και της περιοδολόγησής του και των κριτηρίων που καθορίζουν τούτο το πεδίο έρευνας.[30]

Ιόνιος, Έλληνας, Ιταλός συγγραφέας ο Ερμάννος Λούντζης; Ίσως τελικά ο ίδιος να αισθανόταν πολύ πιο άνετα μέσα στην ευρυχωρία της ταυτότητας του Ευρωπαίου που μπορούσε να αποσύρεται με την ίδια άνεση στην εξοχική έπαυλη της Σαρακίνας και να καταγίνεται με τη συγγραφή των έργων του,[31] όπως και να ερευνά Αρχεία και Βιβλιοθήκες ή να περιηγείται τις μεγάλες πρωτεύουσες Παρίσι, Βερολίνο, Λονδίνο, προσθέτοντας στη χαρτογράφηση της ευρωπαϊκής ηπείρου των διανοουμένων το ιδιάζον ιστορικό μόρφωμα των Ιονίων νήσων. Αν ήδη η Αυτοβιογραφία της Μαρτινέγκου είναι πολύτιμη για την ιστορία της διαμόρφωσης της γυναικείας αλλά και ευρύτερα της ατομικής συνείδησης των αρχών του 19ου αιώνα στη Ζάκυνθο και στην Ευρώπη, το έργο και το πλούσιο ανεκμετάλλευτο ακόμη αρχείο του Ερμάννου Λούντζη πέρα από τη συμβολή του στην επιστημοσύνη της ιστορίας και τη λογοτεχνική του αποτίμηση, υπόσχεται ακόμη περισσότερα στον ίδιο ερευνητικό χώρο της ιστορίας του ατομικισμού, της ιδιωτικής ζωής, της συγκριτικής ιστορίας των διανοουμένων, της διαμόρφωσης των αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού και ουσιαστικά του νέου ουμανισμού που κατά τόπους αναπτύχθηκε και καλλιεργήθηκε κατά το πρώτο τουλάχιστον ήμισυ του 19ου αιώνα.


Αναστασία Δανάη Λαζαρίδου, Πανεπιστήμιο Γενεύης

 

 

[1] Cours de littérature grecque moderne, donné à Genève par Jacovaky Rizo Néroulos, ancien premier ministre des hospodars grecs de Valachie et de Moldavie; publié par Jean Humbert. Genève, Abraham Cherbuliez, libraire. Paris. Librairie Paschoud, rue de la Seine, 48.1827, σ. 131. Ο Νερουλός ανέφερε στη συνέχεια με σύντομα σχόλια το έργο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου Histoire des Juifs depuis Abraham jusqu’au milieu du dix-septième siècle (Ιστορία ιερά, ήτοι τα Ιουδαϊκά, Βουκουρέστι 1716), την Εκκλησιαστική ιστορία του Μελετίου, γραμμένη στα νέα ελληνικά (Εκκλησιατική ιστορία, εκ της ελληνικής εις απλοελληνικήν, Βιέννη 1783-1795), την ανέκδοτη Ιστορία του Βατάτζη Κωνσταντινουπόλεως (Basile Vatace), διερμηνέα του Nadir-Chah, γραμμένη κι αυτή στα νέα ελληνικά, την επίσης ανέκδοτη Histoire de la Grèce et de la Turquie, depuis la prise de Constantinople par les Turcs, jusqu’au milieu du dix-septième siècle του Αθανασάκη Υψηλάντη (Κομνηνού Υψηλάντου Αθανασίου, Εκκλησιαστικών και πολιτικών, … ήτοι τα μετά την άλωσιν 1453-1789), του ίδιου, και στα νέα ελληνικά, μια Histoire du Bas-Empire, την Histoire de la Roumounie ou des nations valaque, moldave et bessarabienne του Δανιήλ Φιλιππίδη (1816), και τέλος μάλλον απαριθμούσε απλώς τα έργα : Histoire de la Valachie του Διονυσάκη (Διονυσίου Φωτεινού, Ιστορία της πάλαι Δακίας, της νυν Τρανσυλβανίας, Βλαχίας και Μολδαβίας, Βιέννη 1818-1819), την Ιστορία Σουλίου και Πάργας του Περραιβού (Βενετία 1815), την Histoire de la guerre entre les Russes et les Turcs του Κερκυραίου Σπυρίδωνος Παπαδοπούλου (Ιστορία του παρόντος πολέμου αναμεταξύ Ρουσίας και της Οθωμανικής Πόρτας, Βενετία 1770), την Histoire de Cypre του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού (Ιστορία χρονολογική της νήσου Κύπρου: Αρχομένη από του κατακλυσμού μέχρι του παρόντος, εν ή προσετέθη και η περί αυτονομίας της ιεράς Εκκλησίας των Κυπρίων έκθεσις του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου κυρίου Φιλοθέου), την Histoire de l’ancienne Grèce του Γρηγορίου Παλιούρη (Γρηγορίου Παλιουρίτη, Επιτομή ιστορίας της Ελλάδος, Βενετία 1806).

[2] Ό. π., σ. 137-140.

[3] Στο Παράρτημα της Ιστορίας του, προβαίνοντας σε κριτική επιθεώρηση των κυριότερων έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο Νερουλός διέκρινε τις εξής ποικιλίες του πεζού λόγου : θεολογία, ιστορία, φιλοσοφία, φιλολογία, μεταφράσεις, ταξιδιωτικά και μυθιστορήματα. Στην ποίηση περιλάμβανε τις συνθέσεις που χρησιμοποίησαν την ομοιοκαταληξία (Ερωτόκριτος, Βοσκοπούλα, Θυσία του Αβραάμ, Ερωφίλη, μετάφραση του Ομήρου και λιγοστά άλλα συνθέματα, από το πρώτο ήμισυ του 15ου έως τα μέσα του 18ου αι.), θεωρώντας τα όλα αξιοκατάκριτα, χωρίς φυσιογνωμία, εθνικότητα ή τοπικό χρώμα, και τέλος την επώνυμη λυρική ποίηση. Τα δημοτικά τραγούδια και ιδιαίτερα τα κλέφτικα, δημιούργημα των αγέρωχων και ελεύθερων ορεσίβιων της Ελλάδας, χαρακτηρίζονταν «απλή και άτεχνη ποίηση, η οποία διακρίνεται για το ανδροπρεπές και αφελές κάλλος της» : ό. π., σ. 151-167.

[4] Βλ. για μια συνοπτική παρουσίαση : Αναστασία Δανάη Λαζαρίδου, «Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου (1801-1832) : η παλαιά βάρβαρος γνώμη και η διαμόρφωση της ατομικής συνείδησης στα Επτάνησα, στις αρχές του 19ου αιώνα», Η Ελλάδα των νησιών από τη Φραγκοκρατία ως σήμερα, Πρακτικά του Β΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, Ρέθυμνο, 10-12 Μαΐου 2002, επιμέλεια Αστέριος Αργυρίου, Αθήνα 2004, τ. Α΄, σ. 209-226, όπου και γενικότερη βιβλιογραφία.

[5] Για τις προθέσεις, τους στόχους και το χρόνο συγγραφής, βλ. ό. π., σ. 212, όπου και το παράθεμα : Σήμερον εις ταις 26 του Ιουνίου 1831, τελειώνω το ένα μέρος της ιστορίας μου, το δε άλλο μέρος θέλω το γράψει εις το γήρας (ανίσως και γηράσω), εις το οποίον θέλει κάμω γνωστόν, ανίσως και τούτος ο άνδρας οπού παίρνω είναι αληθώς τόσον ενάρετος, καθώς ο κόσμος μου τον λέγει.

[6] Για τον ιστορικό Ερμάννο Λούντζη, βλ. τώρα την εμπεριστατωμένη μελέτη, και τη βασική βιβλιογραφία, στην ανακοίνωση του Ν. Ε. Καραπιδάκη, «Η ανακάλυψη της πολιτικής ιστορίας και η εννοιολογική προετοιμασία του Ερμάννου Λούντζη», στο Νεοελληνική παιδεία και κοινωνία, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου αφιερωμένου στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, Όμιλος μελέτης του ελληνικού Διαφωτισμού, Αθήνα 1995, σ. 543-565.

[7] Ζήσιμος Χ. Συνοδινός, Αρχεία οικογένειας Λούντζη. Ευρετήριο. Πρόλογος Νίκια Λούντζη, Αθήνα, Εκδόσεις Περίπλους 2004, με περιγραφή του αρχείου του Ερμάννου κυρίως στις σελίδες 43-47. Η χρησιμότατη αυτή έκδοση, που τιμά τους απογόνους του Ζακυνθινού λογίου όπως και το συντάκτη της, περιλαμβάνει και σύντομο βιογραφικό Ερμάννου Αναστ. Λούντζη (σ. 43-44), συνοπτική περιγραφή του αρχείου Ερμάννου Λούντζη σε επίπεδο υπο-αρχείου (σ. 147-150), χρονολόγιο οικογένειας Λούντζη στο Παράρτημα 2 (σ. 159-179), γενεαλογικό δένδρο οικογένειας Λούντζη, φωτογραφίες, index ονομάτων, τόπων, εννοιών, και το διαφωτιστικό Επίμετρο του Ζ. Χ. Συνοδινού : «Επαναλήψεις και αντιγραφαί του παρελθόντος ευδοκιμήσασαι δεν απαντώνται εν τη ιστορία…», Προσεγγίζοντας την ιστορική σκέψη του Ερμάννου Λούντζη,σ. 183-220.

[8] Ανεξάρτητα από την πολιτική του δράση, και τα όσα η άφθονη σολωμική βιβλιογραφία μας παρέχει έμμεσα για τη συμβολή του στη γερμανικών πηγών ενημέρωση του ποιητή, το περιεχόμενο της αλληλογραφίας του, «τρείς χοντροί χειρόγραφοι τόμοι» κατά τα λεγόμενα του Διονύσιου Ρώμα, θα βοηθούσαν ασφαλώς τη γνώση μας της επτανησιακής κοινωνίας του 19ου αι. Βλ. την έκδοση Ερμάννου Λούντζη, Miscellanea. Προλεγόμενα Δ. Ρώμα. Σημείωμα-Μετάφραση Νίκου Λούντζη, Αθήνα 1978, σ. 22.

[9] Νίκιας Λούντζης, Μια ανθελληνική συνωμοσία στη Γενεύη το 1827. Observations de Jean-Guillaume de Lunzi, en réponse aux considérations sur l’état actuel de la Grèce, de M. L. de C., Αθήνα 2001. Η δημοσίευση αυτή έδωσε έναυσμα στις έρευνες και την ανακοίνωση της Michelle Bouvier-Bron, « Une polémique chez les philhellènes à Genève en 1827 : Jean-Guillaume de Lunzi et Frédéric Lullin de Châteauvieux », στο Συνέδριο του Τμήματος Νέων Ελληνικών του Πανεπιστημίου της Γενεύης, 21-22 Νοεμβρίου 2003 : « Ροδανού θείον κάρα… Genève et la Grèce moderne», τα πρακτικά του οποίου δεν δημοσιεύτηκαν ακόμη.

[10] Συνοδινός, 53-54 : περιγράφεται το περιεχόμενο του φακέλου 34, με πέντε μαθήματα φιλοσοφίας, χ.χ. Τα θέματα – που συνήθως σημειώνονται στο περιθώριο – είναι : idea dell’utile, idea del giusto, idea del bello. Μου φαίνεται αρκετά πιιθανόν να πρόκειται για τα μαθήματα του Schelling στο Μόναχο το 1833.

[11] Βλ. Συνοδινός, 54, όπου περιγράφεται το περιεχόμενο του φακέλου 34 Α : « Χειρόγραφα πανεπιστημιακών μαθημάτων-Lezioni sulla Filosofia dell’Istoria tenute dal Professore E. Gans nell’Università di Berlino nel 1833-34…(1833-34) » Εμφανίζονται τα θέματα Fanciullezza del genere umano, China, L’India, Grecia, delle figure della bella individualità nella religione e nell’arte, decadenza degli stati greci, storia romana, sviluppo e forza di Roma, impero romano, cristianesimo, medio evo e feodalità, il generale attizza il particolare, storia moderna-Riforma, assolutismo, Rivoluzione francese ultimo periodo dell’istoria moderna, και ακολουθεί η περίληψη : Sunto della filosofia dell’istoria secondo le lezioni di Hegel pubblicate da E. Gans, IX vol. delle Opere di Hegel. Πρόκειται για δεμένο τετράδιο 105 σελίδων με 3 λυτά και δύο λευκά φύλλα, διαστ. 21 x 17,5 εκ. Είναι αξιοπερίεργο πως παρ’ ότι ο Ερμάννος γνώριζε γερμανικά, όλες οι σημειώσεις στο τετράδιο είναι στα ιταλικά, όπως και τα πέντε μαθήματα του φακέλου 34, βλ. εδώ την προηγούμενη υποσημείωση. Ο E. Gans (1798-1839), καθηγητής στη Νομική Σχολή του Βερολίνου, οπαδός της φιλοσοφίας του ΄Εγελου, τα Άπαντα του οποίου εξέδωσε μετά το θάνατό του, θεωρήθηκε ιδρυτής της φιλοσοφικής σχολής του δικαίου, αντίπαλος της ιστορικής σχολής και ιδιαιτέρως του Savigny. Τα μαθήματά του για την ιστορία των τελευταίων πενήντα ετών (Vorlesungen ü ber die Geschichte der letzten f ü nfzig Jahre, Λειψία 1833-34) διεκόπησαν διότι συνάντησαν σφοδρή αντίδραση εκ μέρους της πρωσικής κυβέρνησης. Η επίδρασή του στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης και μεθόδου του Ερμάννου Λούντζη θα άξιζε να εξεταστεί επισταμένως.

[12] Η μετακομιδή των οστών της στη Ζάκυνθο έγινε το φθινόπωρο του 1883.

[13] Esposizione del sistema di Spinoza, Zante anno 1837, Gennajo, βλ. Συνοδινός, 57.

[14] Una vita perduta, Malta, Tipografia Izzo E. Co., 1843, σ. 153. Το μυθιστόρημα μετέφρασε στα ελληνικά και δημοσίευσε με προλεγόμενα στο μηνιαίο περιοδικό Κόριννα της Ζακύνθου ο Διονύσιος Τρίκαρδος (Μάρτιος 1877-Φεβρουάριος 1878), και εξέδωσε κατόπιν αυτοτελώς πάλι το 1878 στο νησί, με τον τίτλο : Ο απολωλός βίος, υπό Ερμάννου Λούντζη, μεταφρασθείς εκ του ιταλικού υπό Διονυσίου Α. Τρικάρδου, σ. 116. Για το μυθιστόρημα αυτό βλ. τη μελέτη του Βαγγέλη Αθανασόπουλου, «Una vita perduta  : Μια χαμένη ζωή και ένα χαμένο για τη νεοελληνική λογοτεχνία μυθιστόρημα», στο έργο του Οι μάσκες του ρεαλισμού. Εκδοχές του νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου, Αθήνα 2003, τ. Α΄, σ. 227-265. Όσο για τα – ή την, όπως έλεγαν στη Ζάκυνθο – Miscellanea, το εξαιρετικά δυσεύρετο τούτο βιβλίο που λίγο μετά την έκδοση απέσυρε ο ίδιος ο συγγραφέας από την κυκλοφορία, τυπώθηκε πάλι στην Αθήνα το 1978, με φροντίδα του Νίκου Λούντζη, βλ. εδώ σημ. 8. Και για το έργο αυτό βλ. τη μελέτη του Β. Αθανασόπουλου, « Ο Ermanno Lunzi και ο « galantuomo » Dionisio Salamon (το Miscellanea ως αντι-Γυναίκα της Ζάκυθος) », στο βιβλίο του ίδιου, Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα, Αθήνα 1995, τ. Α΄, σ. 297-322.

[15] Βλ. Συνοδινός, 167, όπου και η παρατήρηση πως το τετράδιο με τις σημειώσεις αυτές δεν βρέθηκε στο οικογενειακό αρχείο, αν και το είχε περιγράψει ο Ντίνος Κονόμος στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά του 1963.

[16] Ο Rodolphe Töpffer (Γενεύη 1799-1846), ζωγράφος, παιδαγωγός, συγγραφέας, πάντα αγαπητός στο ελβετικό κοινό και διάσημος σήμερα κυρίως για τις προδρομικές της bande dessin é e εικονογραφημένες κωμικές ιστορίες του, γνώρισε σύντομα την επιτυχία και ενώπιον του απαιτητικού γαλλικού κοινού με το μυθιστορηματικό του έργο και τα αφηγηματικά του κείμενα : La biblioth è que de mon oncle (1832), Le Presbyt è re (1833), Voyage autour de ma chambre (1834), κ. ά. Το μυθιστόρημα Rosa et Gertrudeτο ολοκλήρωσε το 1844. Ο πολύς και τρανός τότε Sainte-Beuve τον ετίμησε με εκτενή Notice το 1841 και με επίμετρο το 1846, όπου έγραφε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα για το συγκεκριμένο κείμενο : « [ … ] l’histoire de Rosa et Gertrude est une des lectures les plus douces, les plus attachantes et les plus saines qui se puissent goûter. » Βλ. Rosa et Gertrude, par Rodolphe Töpffer, précédé de notices sur la vie et les ouvrages de l’auteur par MM. Sainte-Beuve et De La Rive, Παρίσι 1863, σ. 52.

[17] Συνοδινός, 169 : και τα δύο αυτά τετράδια περιγράφονται από τον Ντ. Κονόμο στην έκδοση που επιμελήθηκε Ερμάννου Λούντζη, Ανέκδοτα Κείμενα, α) Αυτοβιογραφία, β) Αλληλογραφία, Αθήνα 1962, αλλά δεν βρέθηκαν στο οικογενειακό αρχείο.

[18] Συνοδινός, 149-150, στην περιγραφή του σε επίπεδο υπο-αρχείου, σ. 147-150.

[19] Ο Συνοδινός το συσχετίζει με το «Il proprietario, abbozzo di costumi parigini» από το δημοσιευμένο έργο Variet à Letterarie, (Κέρκυρα 1847), βλ. Συνοδινός, 55.

[20] Συνοδινός, 60.

[21] Συνοδινός, 37, όπου αναφέρονται όλα τα χφ που είχε συμβουλευθεί, περιγράψει ή δημοσιεύσει ο Ντίνος Κονόμος και που δεν βρέθηκαν στο αρχείο της οικογένειας.

[22] Βλ. εδώ, σημ. 17. Για τις επεμβάσεις του εκδότη στο κείμενο βλ. Κονόμος, 29. Το κείμενο του Λούντζη στις σ. 29-70.

[23] Στην πραγματικότητα την 25 Σεπτεμβρίου! Βλ. Κονόμος, Εισαγωγή, σ. 11.

[24] Ό. π., σ. 30.

[25] Ό. π., σ. 59.

[26] Όλως παραδόξως, δεν γίνεται μνεία της συγκατοίκησης και γενικότερα της συνύπαρξης με τον αδελφό του Ιωάννη-Γουλιέλμο, εγκατεστημένο στη Γενεύη από το 1827, βλ. και παραπάνω, σημ. 9.

[27] Ο Sainte-Beuve έγραφε χαρακτηριστικά το 1841 για τον παιδαγωγό και τους νεαρούς μαθητές του οικοτροφείου του: «Chaque année, à la belle saison, se mettant à la tête de la jeune bande, il employait les vacances à les guider, le sac sur le dos, dans de longues et vigoureuses excursions pédestres à travers les divers cantons, par les hautes montagnes et jusque sur le revers italien des Alpes.» Βλ. Töpffer, Rosa et Gertrude, σ. 13, και εδώ, σημ. 16.

[28] Κονόμος, σ. 61.

[29] Ό. π., σ. 62.

[30] Βλ. τους σχετικούς προβληματισμούς κυρίως στην εκτενή Εισαγωγή του Παναγιώτη Νούτσου, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Τα όρια της διακινδύνευσης, Αθήνα 2005.

[31] Και βέβαια δεν καταγινόταν μόνον με τη συγγραφή των έργων του ο Λούντζης, αλλά και με την ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών του και με τη διαχείριση της μεγάλης κτηματικής περιουσίας του, κάτι που ενδιαφέρει και την κοινωνική και την οικονομική ιστορία της Επτανήσου. Για την επιλογή της κατοικίας στην εξοχή, βλ. Christophe Charle, Les intellectuels en Europe au XIXe siècle. Essai d’histoire comparée, Paris 1996, ιδίως στο κεφάλαιο La différenciation des stratégies intellectuelles, σ. 201.