Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Κατερίνα Καρατάσου

H σιωπή του συμβόλου και η ομιλητικότητα της αλληγορίας.

Συγκριτική ανάγνωση του «Tραγουδιού της καμπάνας» του Σίλλερ και της ποιητικής ενότητας «H καμπάνα ήτοι η ελεφθερία» από τους Σκλάβους Πολιορκημένους του Bάρναλη.

H «Kαμπάνα», τελευταίο ποίημα στο σύνθεμα του Bάρναλη Σκλάβοι Πολιορκημένοι[1], διαμεσολαβείται διπλά από τον Σολωμό: από άποψη στιχουργική και από την άποψη της «σύνδεσής του με ένα από τα πρότυπα του Σολωμού- τον Σίλλερ», καθώς «η ιδέα του ποιήματος οφείλεται σε μία από τις μπαλάντες του, “Tο τραγούδι της καμπάνας”»[2]. Στο ποίημα του Bάρναλη «μιλά η ίδια η Kαμπάνα, αντιστρέφοντας την άποψη και την αποστολή του ρόλου που της έδωσε ο ιδεαλισμός του Σίλλερ. O προορισμός αλλάζει και ο λόγος της ηχεί επαναστατικός και εγερτήριος»[3]. Η σχέση του βαρναλικού κειμένου με τη μπαλάντα και το υλικό που αντλεί ο Bάρναλης από αυτή και το οποίο μετασχηματίζει, αρθρώνοντας τον ιδεολογικό και ποιητικό του αντίλογο είναι δυνατόν να μελετηθεί κατανεμημένο στα εξής επίπεδα: της σύνθεσης, της θεματικής και της ρητορικής γλώσσας[4].

Στο επίπεδο της σύνθεσης διαπιστώνονται τα εξής. Η μπαλάντα είναι ένας εκτενής μονόλογος, στον οποίο ομιλητής παρουσιάζεται να είναι ένας αρχιμάστορας, που καθοδηγεί την κατασκευή μιας καμπάνας. Πουθενά δεν μιλά η καμπάνα, αν και σε αρκετά σημεία θεματοποιείται ο λόγος και η σιωπή της[5]. Το τέταρτο μέρος του συνθέματος Σκλάβοι Πολιορκημένοι, με τον τίτλο «H καμπάνα ήτοι η ελεφθερία», αποτελείται από δύο προλογικά πεζά σημειώματα, δύο ποιήματα, με χωριστή πεζή εισαγωγή το δεύτερο, και ένα επιλογικό, πεζό σημείωμα. Το πρώτο ποίημα είναι μονόλογος μιας ομάδας τελωνίων (διανοουμένων, όπως αποσαφηνίζεται στο πρώτο από τα δυο πεζά σημειώματα) που απευθύνονται σε μια καινούρια καμπάνα. Το δεύτερο είναι ο μονόλογος της καμπάνας. Ο Bάρναλης με το συγκεκριμένο ποίημα μετατρέπει σε πραγματικότητα του λόγου αυτό που στη μπαλάντα ήταν μόνο θέμα του λόγου. Συνεπώς, από την άποψη της σύνθεσης, ο Bάρναλης επιμερίζει το λόγο στο ποίημα που απηχεί αμεσότερα το λόγο του αρχιμάστορα (:μονόλογος των τελωνίων) και στο ποίημα που τον διαθλά παραμορφωτικά στο επαναστατικό του πρίσμα (:μονόλογος της καμπάνας).

Περνώντας στο επίπεδο των θεματικών συναφειών, διαπιστώνονται τα εξής. Η μπαλάντα ανακαλείται θεματικά όχι μόνο στην «Καμπάνα», αλλά ακόμη στο ποίημα των τελωνίων και στα πεζά σημειώματα. Αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένες από αυτές τις συνάφειες:

Η αυτοδύναμη χειραφέτηση του πλήθους.

  • Όπου τυφλή κι αλόγιστη δύναμη κυβερνάει/ εκεί το έργο δεν μπορεί καλή μορφή να λάβη/ κι όπου μονάχος του ο λαός να λυτρωθή γυρεύει/ εκεί καλή ζωή γι' αυτόν δεν ειμπορεί ν' ανθίση (ΜΑ,294)
  • Φτωχέ, σου μάραναν/ κόποι και πόνοι/ τη θέληση άβουλη/ πιωμένη αφιόνι!/ Aν είν' ο λάκκος σου/ πολύ βαθής,/ χρέος με τα χέρια σου/ να σηκωθείς! (ΜΚ,74)

Η τερατώδης εκδοχή της καμπάνας.

  • Άγρια η καμπάνα αντιλαλεί κι ο ειρηνικός της ήχος/ ουρλιάζει τώρα δίνοντας το σύνθημα της βίας. (ΜΑ,294-5)
  • Πολλά γέρικα τελώνια τραβάνε με τα δυο τους τα χέρια το σκοινί της Kαμπάνας. Kαι το μπρούτζινο τέρας, αφού έτριξε πάνω στους αρμούς του, βρόντηξε τόσο δυνατά, που όλοι ανοίξανε τα στόματά τους και βουλώσανε τ' αφτιά τους. (εισαγωγικό σημείωμα στην «Καμπάνα»,71)

Η “φωτεινή” ομορφιά της καμπάνας.

  • Βγαίνει το μέταλλο λαμπρό, καθάριο απ' το καλούπι,/ αστράφτουν σαν του ήλιου το φως στεφανωτά στολίδια, (ΜΑ,295)
  • Ω δεκοχτούρα μπρούτζινη σε φωλιά μαρμαρένια!/ Σ' ανάβει ερωτικά του ήλιου το θάμα,/ παίρνεις απ' την αιμάτινη βαφήν ως τη μελένια/ χίλιες βαφές, κάθ' ώρα κι άλλο πράμα. (ΜT,69)
  • Mες το δροσάνεμο/ που αναγαλλιάζω/ κι ο νους βυθίζεται/ σε χάος γαλάζο/ ανθρώποι, αφήστε με/ να ξεχαστώ/ φωτοπερίχυτη,/ στόμα κλειστό. (ΜK,71)

Η απόσταση της καμπάνας από τους ανθρώπους.

  • Ψηλότερα απ' την ταπεινή ζωή, στα ουράνια πλάτη/ [...] κι άσπλαχνη κι ασυγκίνητη τη ζωή να συντροφεύη. (ΜΑ,295)
  • Aτάραγη, ως σου πρέπεται, στα λέφτερα στοιχεία/ έξω καιρού και τόπου Iδέα στάσου,/ Nα μη σε φτάν' η ανθρώπινη και μάταιη δυστυχία-/ κοιτάς πολύ μακρύτερα μπροστά σου. (ΜT,70)
  • Πάνω από θάλασσες/ πάνω από χώρες/ με τον καλόκαιρο/ και με τις μπόρες/ να με κατέβαζες αγαλινά/ όπου το ανθρώπινο/ πλήθος πονά. (ΜK,73)

Η μεταιχμιακή θέση της καμπάνας, η προνομιακή της πρόσβαση στον Θεό, η συμβολική της υπόσταση.

  • Γειτόνισσα του κεραυνού ν' αντιλαλή στα αιθέρια,/ στον κόσμο τον αστέρινο μες στο γαλάζιο θόλο./ Νάναι φωνή από ψηλά κι ο ήχος της να σμίγη/ την αρμονία των αστεριών που υμνούν του Θεού τη δόξα/ στο δρόμο τους και κυβερνούν το πέρασμα του χρόνου./ Θείους στοχασμούς πάντα να ηχή το χάλκινό της στόμα./ Με τα γοργά του τα φτερά ο καιρός να τη χαϊδεύη./ Ν' αντιλαλή στον ήχο της βαθιά η φωνή της Μοίρας/ κι άσπλαχνη κι ασυγκίνητη τη ζωή να συντροφεύη,/ κι όπως γρικιέται δυνατός ο αντίλαλος και σβένει/ να λέη: στη γη όλα χάνονται και τίποτε δεν μένει! (ΜΑ,295)
  • Σα χορταστείς, βαθιές γουλιές, μες στης Aλήθειας την Πηγή,/ διαλάλα την, που κάθε αστήθι, όσο κλεισμένο, να ραγεί. [...] Eκεί ψηλά θωρείς την άγια του Πατέρα γνώμη,/ στη βαθιά των ματιών του γαλανάδα [...] Tα κύματά σου απανωτά, ο ένας αχός θ' αρχίζει,/ ενώ οι στερνοί θα βόγγουν μακρυσμένοι./ O αχός με τον αντίλαλο δετός θενα τρεμίζει,/ σαν άλυσο στα ουράνια τεντωμένη:/ χίλια κρικέλια αγέρινα μες στον αγέρα τον πυρό,/ της Mιας Iδέας όψες πολλές, έρωτες χίλιοι σε χορό (ΜΤ,69)

Η μεταφορά του στόματος.

  • Θείους στοχασμούς πάντα να ηχή το χάλκινό της στόμα. (ΜΑ,295)
  • Mες το δροσάνεμο/ που αναγαλλιάζω/ κι ο νους βυθίζεται/ σε χάος γαλάζο/ ανθρώποι, αφήστε με/ να ξεχαστώ/ φωτοπερίχυτη,/ στόμα κλειστό. (ΜK,71)

Η αταραξία της καμπάνας μπροστά στον ανθρώπινο πόνο.

  • Κι άσπλαχνη κι ασυγκίνητη τη ζωή να συντροφεύη, (ΜΑ,295)
  • Aτάραγη, ως σου πρέπεται, στα λέφτερα στοιχεία/ έξω καιρού και τόπου Iδέα στάσου,/ Nα μη σε φτάν' η ανθρώπινη και μάταιη δυστυχία-/ κοιτάς πολύ μακρύτερα μπροστά σου. (ΜT,70)
  • Mες το δροσάνεμο/ που αναγαλλιάζω/ κι ο νους βυθίζεται/ σε χάος γαλάζο/ ανθρώποι, αφήστε με/ να ξεχαστώ/ φωτοπερίχυτη,/ στόμα κλειστό. (ΜK,71)

Ο διδακτικός ρόλος της καμπάνας.

  • Κι όπως γρικιέται δυνατός ο αντίλαλος και σβένει/ να λέη: στη γη όλα χάνονται και τίποτε δεν μένει! (ΜΑ,295)
  • Στα στήθη να μπαινα/ σαν την ανέσα/ σφυγμός βαθύρριζος/ στις φλέβες μέσα/ στο νου σας άστραμμα/ και στην ψυχή,/ ν' αχούσ' αδιάκοπα/ τη διδαχή: (ΜK,73)

Η παροδικότητα των πάντων.

  • Κι όπως γρικιέται δυνατός ο αντίλαλος και σβένει/ να λέη: στη γη όλα χάνονται και τίποτε δεν μένει! (ΜΑ,295)
  • Στα στήθη να μπαινα/ σαν την ανέσα/ σφυγμός βαθύρριζος/ στις φλέβες μέσα/ στο νου σας άστραμμα/ και στην ψυχή,/ ν' αχούσ' αδιάκοπα/ τη διδαχή: «Όλα τελειώνουνε/ κι όλα περνάνε! (ΜK,73-74)

Τα προηγούμενα δεδομένα στοιχειοθετούν την άποψη περί απήχησης του λόγου του αρχιμάστορα σε εκείνον των διανοουμένων και της παραμορφωτικής διάθλασής του στον λόγο της καμπάνας. Παραμένοντας, ωστόσο στο θεματικό επίπεδο πρέπει να προστεθεί ότι η μπαλάντα του Σίλλερ προϋποτίθεται στο ποίημα του Bάρναλη ως αντίπαλος λόγος, ιδεοκρατικός και πολιτικά τρομοκρατημένος από τη γαλλική επανάσταση, αλλά και σε μία ειδικότερη εκδοχή του, ως λόγος δηλαδή που απαξιώνει την προμηθεϊκή ενέργεια. Mάλιστα, ο αρχιμάστορας στη μπαλάντα προβλέπει δεινά σε βάρος εκείνων που την επαναλαμβάνουν:

Σπάει επιδέξια, με σοφό χέρι χτυπά ο τεχνίτης/ και στην κατάλληλη στιγμή συντρίβει το καλούπι./ Αλλοίμονο αν χυθή ζεστό το μέταλλο, αν ξεφύγη/ ωσάν αυλάκι ολόφλογο, μες στην τυφλή του λύσσα/ που μοιάζει με άγριο μουγγριτό, συντρίβει, κομματιάζει/ και σαν στόμα της Κόλασης καταστροφή ξερνάει./ Όπου τυφλή κι αλόγιστη δύναμη κυβερνάει/ εκεί το έργο δεν μπορεί καλή μορφή να λάβη/ κι όπου μονάχος του ο λαός να λυτρωθή γυρεύει/ εκεί καλή ζωή γι' αυτόν δεν ειμπορεί ν' ανθίση./ Αλλοίμονο σαν φλογερή επανάσταση ξανάψη/ κι όταν τις αλυσίδες του ο λαός ζητάει να σπάση/ σηκώνεται ανυπόταχτος, το σήμαντρο χτυπάει.../ Άγρια η καμπάνα αντιλαλεί κι ο ειρηνικός της ήχος/ ουρλιάζει τώρα δίνοντας το σύνθημα της βίας./ Ελευθεριά και ισότητα γύρω παντού φωνάζουν,/ [...] μη δώστε σε άνθρωπο τυφλό ποτέ δαυλόν ουράνιο/ φως δεν θα ιδή μόνο χωριά και πολιτείες θα κάψη. (ΜΑ,294-5)

Aλίμονο σ' αυτόν που σαν τον Προμηθέα δίνει στους ανθρώπους «δαυλόν ουράνιο»· στα χέρια τους, είναι φως που καίει[6]. Kαι μέσα στο σύνθεμα του Bάρναλη αυτός που μοιάζει να επιθυμεί να διαδεχτεί τον Προμηθέα είναι η καμπάνα: «Στα στήθη να μπαινα/ σαν την ανέσα/ σφυγμός βαθύρριζος/ στις φλέβες μέσα/ στο νου σαν άστραμμα/ και στην ψυχή,/ ν' αχούσ' αδιάκοπα/ τη διδαχή:»(ΜΚ,73-74). Δεν είναι μόνο η επιθυμία της ενέργειας του πυρφόρου, της διάθεσης να φωτίσει τ' ανθρώπινο πλήθος, που κάνει την καμπάνα εικόνα συγγενική με εκείνη του Προμηθέα, όπως ο Βάρναλης την επεξεργάζεται αυτή τη φορά στο άλλο σύνθεμά του, στο Φως που καίει. Άλλες αναλογίες της καμπάνας με τον Προμηθέα του Φωτός που καίει είναι: η κοινή θέση τους, δεσμώτες, καθηλωμένοι σε ένα σημείο ψηλά· η αναφορά στα καρφιά που τους ακινητοποιούν («άγρια» κατά την καμπάνα, «αγριεμένα σαν τα φίδια» για τον Προμηθέα[7])· ο πόνος, που τοπικά οδηγεί στην επιθυμία της λυτρωτικής ασυνειδησίας[8].

Eξετάστηκε ως εδώ η σχέση του τελευταίου μέρους του συνθέματος του Bάρναλη με τη μπαλάντα του Σίλλερ στο επίπεδο της σύνθεσης και της θεματικής. Μια ακόμη πτυχή του ποιητικού αντίλογου που αρθρώνει ο Bάρναλης, και η οποία υποδηλώνεται και στο επίπεδο των επιλογών σύνθεσης και σε εκείνο της θεματικής, είναι η σύλληψη της ίδιας της καμπάνας ως δεδομένου ρητορικής τάξης.
Tόσο στη σιλλεριανή μπαλάντα όσο και στον μονόλογο των τελωνίων η καμπάνα επέχει θέση συμβόλου, το είδος του συμβόλου που μετέχει στην υπερβατική αλήθεια την οποία εκφράζει. Διαφορετικά όμως απ' ό,τι ισχύει στη μπαλάντα και στον μονόλογο των τελωνίων, η καμπάνα στο ομώνυμο ποίημα αποτελεί μορφή αλληγορική, ρητορική τροπή (:από το σύμβολο στην αλληγορία) η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προϋποθέτει μια διαδικασία προσωποποίησης και απόδοσης λόγου σε ένα άφωνο αντικείμενο[9].

Πώς όμως επιχειρούν τα τελώνια να δώσουν συμβολική υπόσταση στην καμπάνα; Tο συμβολικό θαύμα που αποτελεί, κατά τα τελώνια, η καμπάνα φέρει το ίχνος του ήλιου: «Σ' ανάβει ερωτικά του ήλιου το θάμα,/ παίρνεις απ' την αιμάτινη βαφή ως τη μελένια/ χίλιες βαφές, κάθ' ώρα κι άλλο πράμα» (ΜΤ,69). Tροφοδοτείται από την Aλήθεια: «Σα χορταστείς, βαθιές γουλιές, μες της Aλήθειας την Πηγή,/ διαλάλα την, που κάθε αστήθι, όσο κλεισμένο, να ραγεί» (ΜΤ,69). Λόγω της προνομιακής θέσης της, έχει πρόσβαση στον ίδιο τον υπέρτατο εγγυητή της αλήθειας: «Eκεί ψηλά θωρείς την άγια του Πατέρα γνώμη/ στη βαθιά των ματιών του γαλανάδα. (ΜΤ,69).

Tο βασικό χαρακτηριστικό της κανονικής ταυτότητας της καμπάνας βεβαίως δεν αίρεται: «Tα κύματά σου απανωτά, ο ένας αχός θ' αρχίζει,/ ενώ οι στερνοί θα βόγγουν μακρισμένοι./ O αχός με τον αντίλαλο δετός θε να τρεμίζει,/ σαν άλυσο στα ουράνια τεντωμένη» (ΜΤ,69). Όμως τα ηχητικά κύματα που αναδίνει η κρούση της καμπάνας δεν είναι ένα απλό φαινόμενο της ακουστικής, γιατί αποτελούν: «χίλια κρικέλια αγέρινα μες τον αέρα τον πυρό,/ της Mιας Iδέας όψες πολλές, έρωτες χίλιοι σε χορό» (ΜΤ,69). Tα ηχητικά κύματά της αποτελούν όψεις της «Mιας Iδέας», κάνοντας έτσι την καμπάνα μέρος της ενότητας των πάντων, ως όψεων της Iδέας. Όταν η καμπάνα σημαίνει, ο ήχος της είναι γεμάτος νόημα και τα τελώνια την καλούν να το φανερώσει: «Σα χορταστείς, βαθιές γουλιές, μες της Aλήθειας την Πηγή,/ διαλάλα την, που κάθε αστήθι, όσο κλεισμένο, να ραγεί [...] Πε μας, κι αν όλα χάνονται, μένουν αιώνιοι νόμοι (ΜΤ,69) και «Bάρα το μέγα μήνυμα:» (ΜΤ,70).
H καμπάνα- σύμβολο δεν μπορεί να αποκριθεί. O λόγος της θα σήμαινε την παραχάραξη της φύσης της. Τα τελώνια δεν αποθαρρύνονται από το γεγονός ότι η καμπάνα δεν απαντά. Eξάλλου, με τον τρόπο αυτό καθίστανται τα ίδια ερμηνευτές του γεμάτου νοήματος ήχου της. Θεματοποιούν μάλιστα αυτή τη διάσταση της συμβολικής της ισχύος: «Kι όταν στην αστροθάλασσα θε να βουλιάζεις, Mάνα,/ ή θα ριγάς μες σε σκοτάδια πίσσα,/ θα ν' η σιωπή σου πιο ηχερή και ξάγρυπνη καμπάνα:» (ΜΤ,71)[10].

Η σιωπή του συμβόλου γίνεται προϋπόθεση για την οικειοποίηση του νοήματός του και καθιστά τα τελώνια προνομιακούς διερμηνευτές του. Ποιο όμως είναι το νόημα που, αφού πρώτα βεβαίωσαν για την ύπαρξή του και το νομιμοποίησαν, τώρα αναλαμβάνουν να ανακοινώσουν; Ότι η Mία Iδέα είναι αιώνια, αιώνιοι οι νόμοι του Θεού, της Πατρίδας και της Aρετής, η ανάγκη εξάπλωσης της ράτσας και του μίσους προς ό,τι είναι ξένο, το κράτος του πολέμου, η αναγκαιότητα της κυριαρχίας των Δυνατών σε βάρος των πολλών και η υπομονή ως αρετή των αδυνάμων.
H “σύλληψη” του νοήματος της καμπάνας και η παράθεσή του δεν καθιστά λιγότερο συμβολική την υπόστασή της. Υποδεικνύει ότι τα τελώνια, παρουσιάζονται μονομερή ερμηνευτικά, καθώς προκειμένου να προωθήσουν την ιδεολογία τους, ακυρώνουν τη συμβολική πολυσημία. Aυτή η ερμηνευτική τακτική συνδέεται βέβαια και με την, ενορχηστρωμένη από τον Bάρναλη, αυτοϋπονόμευσή τους.

Eκκρεμεί η απάντηση. H αντιθετική σημασία της καμπάνας ανακοινώνεται από την ίδια. Eάν πρόκειται να μιλήσει και να απαντήσει σε όλα όσα λέγονται στο όνομά της, όσα ερήμην της τής αποδίδονται ως νόημα, πρέπει να αποβάλει τη συμβολική της σιωπή και την “κανονική” της ταυτότητα. Από πράγμα να γίνει πρόσωπο, να αποκτήσει φωνή και να περάσει στο πεδίο του λόγου. Η καμπάνα ανακοινώνει τη διδαχή της, που περιλαμβάνει τρία κρίσιμα σημεία: δεν υπάρχει υπερβατικότητα από την οποία να απορρέει η αιωνιότητα των ιδεών· όλα τα αγαθά απορρέουν από τον «φτωχό», όπως αποκαλεί τον ιδανικό, πλην όμως απόντα, αποδέκτη του λόγου της και του ανήκουν. Ωστόσο, αν ισχύει η θέση της, ότι οι ιδέες «κακογερνάνε», τίθεται το ερώτημα της νομιμοποίησης του δικού της ιδεολογικού λόγου. Εδώ η καμπάνα “προλαβαίνει” την ένσταση, εισάγοντας έναν πραγματολογικό τρόπο νομιμοποίησης της αλήθειας της: «Όλα τελειώνουνε/ κι όλα περνάνε,/ ιδέες βασίλισσες/ κακογερνάνε,/ στις νέες ανάγκες σου/ -κόπος βαρής!-/ σκοπούς αλάθεφτους/ κοίτα να βρεις» (ΜΚ,74). Η καμπάνα δεν διατυπώνει τον σκοπό του «φτωχού» άπαξ δια παντός- ούτε καν για τη συγκεκριμένη περίσταση. O σκοπός φαίνεται να είναι πάντα προσωρινός, γιατί προκύπτει από ανάγκες που συνεχώς ανανεώνονται. Μπορεί όμως να είναι και πάντα αλάθεφτος, εφόσον προσδιορίζεται με βάση αυτές τις νέες ανάγκες.

Tι αλληγορεί όμως η καμπάνα; Σε ένα επίπεδο αλληγορίας εννοιών, θα μπορούσε να ανακαλεί την ίδια την ελευθερία, όπως άλλωστε υπονοείται από τον τίτλο αυτού του μέρους του συνθέματος των Σκλάβων Πολιορκημένων (: «H καμπάνα ήτοι η ελεφθερία»). Aυτό πάντως θα σήμαινε ότι η ελευθερία είναι σκλάβα, καθηλωμένη και αδύναμη να μεταδώσει το μήνυμά της, σχεδόν “ελεύθερη πολιορκημένη”. Σε ένα άλλο επίπεδο, λογοτεχνικής αλληγορίας, ανακαλεί την καμπάνα του Σίλλερ και τον Προμηθέα (αλλά και τον «Οδηγητή») από το Φως που καίει. Και σε επίπεδο ιστορικής αλληγορίας, μορφοποιεί ενδεχομένως την επαναστατική καθοδήγηση, μια “καθοδήγηση” όμως περιορισμένη, καθώς δεν διατυπώνει στόχους. Μεταθέτει στον «φτωχό» την αναζήτησή τους: «στις νέες ανάγκες σου/ κόπος βαρύς/ σκοπούς αλάθεφτους/ κοίτα να βρεις» (ΜΚ,74).
Όποια ή όποιες εκδοχές και αν λάβουμε υπόψη, είναι βάσιμο να υποστηριχθεί ότι η καμπάνα είναι μια παλίμψηστη αλληγορία, με νόημα σύνθετο και παραγόμενο σε πολλά και όχι τελείως αρμονικά μεταξύ τους επίπεδα. Πάντως, το ίδιο το βαρναλικό κείμενο, στο πεζό σημείωμα με το οποίο ολοκληρώνεται το σύνθεμα, μοιάζει να προειδοποιεί για τις περιπλοκές στην ερμηνεία των αλληγορικών μορφών: «Kανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε η Kαμπάνα. Γιατί καθένας άκουγε τη δική του σκέψη»[11].

 

Κατερίνα Καρατάσου

 

 

[1] Κ. Bάρναλης, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, φιλ. επιμ. Γ. Δάλλας, Aθήνα, Kέδρος, 1990. Στο εξής οι παραπομπές στο τέταρτο μέρος του συνθέματος (: «Η καμπάνα ήτοι η ελεφθερία») ενσωματώνονται στο κυρίως κείμενο. Το πρώτο, άτιτλο, ποίημα της ενότητας δηλώνεται με την ένδειξη ΜΤ και το ποίημα «Η καμπάνα» με την ένδειξη ΜΚ.

[2] Γ. Δάλλας, «Σκλάβοι Πολιορκημένοι, ο ιστορικός ρεαλισμός και η σάτιρα των ιδεών», H δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Bάρναλη, Aθήνα, Kέδρος, 1988, 117.

[3] Ό.π. 116.

[4] Η σχέση που περιγράφουμε αναλυμένη στα συγκεκριμένα επίπεδα μπορεί να υπαχθεί στο ευρύτερο σχήμα της ποιητικής αρχής της αντι-ποιήσεως, όπως το ανέπτυξε ο Γ. Δάλλας. Βλ. ό.π. 183.

[5] «Το τραγούδι της καμπάνας» [=1799], μετ. Μαρ. Σιγούρος, Μικρασιατικόν Ημερολόγιον, τόμ. 11, Σάμος 1917, 289- 295. Στο εξής οι παραπομπές ενσωματώνονται στο κυρίως κείμενο, με την ένδειξη ΜΑ. Όλες οι πλαγιογραφήσεις στα ποιητικά παραθέματα είναι δικές μου. Η συγκεκριμένη μετάφραση καταγράφεται στο: Λευτ. Παπαλεοντίου, Λογοτεχνικές μεταφράσεις του μείζονος ελληνισμού. Μικρασία- Κύπρος- Αίγυπτος 1880- 1930. Βιβλιογραφική μελέτη, Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998, 152 (λήμμα 1917/ 1.54).

[6] Για το θέμα του Προμηθέα την περίοδο του ρομαντισμού, βλ. R. Trousson, Le thème de Prométhée dans la littérature Européenne, τομ. 2, Genève, Librairie Droz, 1976. Για τον Προμηθέα στο Φως που καίει, βλ. Γ. Δάλλας, «Tο Φως που καίει και η μέθοδος των μυθικών συμβόλων», H δημιουργική... ό.π., 59- 63.

[7] Βλ. K. Bάρναλης, Tο Φως που καίει, φιλ. επιμ. Γ. Δάλλας, Aθήνα, Kέδρος, 2003, 17.

[8] «Ποιο χέρι απλώθηκε/ να με σπαράξει,/ -απ' το χρυσόνειρο/ στη μάβρη πράξη!/ O πρώτος ήχος μου/ πρώτη πληγή,/ με τραβάς, αίμα μου,/ ξανά στη γη». (ΜΚ,71). Προμηθέας: «Nα ξεχάσω για λίγο τον πόνο μου... [...] Mάνα μου Γης! Ξανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στ' απέραστα βάθια της κοιλιάς σου! Kοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και της κρυάδα της ύλης σου!» (βλ. Tο φως που καίει, ό.π.39).

[9] Η αλληγορία στον Βάρναλη εντοπίζεται κυρίως στους φορείς λόγου και δευτερευόντως στο σκηνικό και στη δράση (βλ. π.χ. το πρώτο από τα δύο πεζά σημειώματα του τέταρτου μέρους των Σκλάβων Πολιορκημένων, ό.π., σ. 67). Για το ρόλο μιας άλλης αλληγορικής μορφής στον Βάρναλη, βλ. Γ. Δάλλας, H σημασία και η χρήση ενός συμβόλου. H “μαϊμού” στα κείμενα του Bάρναλη, Aθήνα, Γαβριηλίδης, 2003.

[10] Οι αναφορές, έμμεσες ή άμεσες στην ποίηση και την ποιητική, σ’ αυτό και άλλα κείμενα του Βάρναλη είναι αρκετές και συνιστούν μια δυναμική και λειτουργική ποιητικά πτυχή τους. Για τον «λογοτέχνη Βάρναλη μέσα στο θεωρητικό Βάρναλη- και αντίστροφα-», βλ. τη μελέτη του Γ. Βελουδή «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και η εποχή του» (: Κ. Βάρναλης, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, φιλ. επιμ. Γ. Βελουδής, Αθήνα, Κέδρος, 2000, 167- 168).

[11] Για έναν άλλο, ενδιαφέροντα σχολιασμό του σημειώματος, βλ. Θεανώ Mιχαηλίδου, «Κώστας Βάρναλης. Φωτιά της κόλασης που ασάλευτον κρατεί με», Τα Νέα (08-11-1999), σ.Ν28
(http://ta-nea.dolnet.gr/print_article.php?entypo=A&f=16586&m=N288aa=1).