Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Claudiu-Victor Turcitu

Δυο Τουρκόφωνοι Ορθόδοξοι έμποροι από τις Ρουμανικές Χώρες στο διεθνές εμπόριο του 19ου αιώνα

Όπως είναι γνωστο, στα 1256 ιδρύθηκε το εμιράτο του Καραμάν με βάση το όνομα του ιδρυτή του[1]. Αυτό το εμιράτο θα περιλαμβάνει περιοχές όπως: η Λυκαονία, η Παμφυλία, η Ισαυρία και η δυτική Κιλικία. Η πρωτεύουσα του εμιράτου ήταν αρχικά η Λάρανδα και ύστερα το Ικόνιο που αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα της Σελτζουκικής Αυτοκρατορίας. Μεταξύ των σημαντικών πόλεων του εμιράτου ήταν: τo Ακ-Σαράι , το Ακ-Σεχίρ ,το Ερεγλί, και το Ερμενίκ [2]. Οι κάτοικοι του εμιράτου ονομάστηκαν «Καραμανλήδες», χωρίς διάκριση γλώσσας ,φυλής ή θρησκείας. Έπειτα, η επαφή με τους Τούρκους κατακτητές, οι δυσκολίες που παρουσιάζει η χρήση του οθωμανικού αλφάβητου καθώς και η επιμονή στην διατήρηση των οικείων άξιων θα έχουν ως αποτέλεσμα για την καραμανλήδικη κοινότητα τη χρήση στην τουρκική γλώσσα ειδικού τύπου γραφής προσαρμοσμένης στις ανάγκες της. Εμφανίζεται έτσι η καραμανλήδικη γραφή,[3] η γραφή δηλαδή στην τουρκική γλώσσα αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες.

Η χρήση του ελληνικού αλφάβητου για τη γραφή της τούρκικης γλώσσα προκλήθηκε αναμφίβολα από κάποια ανάγκη, την ανάγκη, προφανώς, των Τουρκόφωνων Ορθοδόξων της Μικράς Ασίας να επικοινωνήσουν, να καλλιεργηθούν και να εκφραστούν. Αυτή η γραφή ήταν η γραπτή απόδοση της «καραμανλήδικης διαλέκτου» (karamanli ağzı). Κείμενα γραμμένα μ’ αυτόν τον τρόπο γραφής ονομάστηκαν καραμανλήδικα κείμενα έτσι όπως το σύνολο της καραμανλήδικης βιβλιοπαραγωγής είναι γνωστό ως «Καραμανλήδικα».[4]

Το Πατριαρχείο, στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάστηκε να μεταφράσει τα εκκλησιαστικά έγγραφα στα τούρκικα αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες για τους κατοίκους από την ενορία της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου της «Καραμανίας». Σταδιακά με αυτό το τρόπο γραφής αρχίζουν να εκτυπώνονται βιβλία[5], στην αρχή εκκλησιαστικά και κατόπιν μη θρησκευτικά, για τη χρήση των ίδιων Καραμανλήδων

Μετά τις αναγκαστικές μετατοπίσεις και την ίδρυση της αποικίας των Τουρκόφωνων στην καρδιά της οθωμανικής πρωτεύουσας, συνεχίστηκε αυτόματα πλέον η διαρροή του μικρασιατικού πληθυσμού προς τα παραλιακά κέντρα της Μικράς Ασίας και μάλιστα προς τη Κωνσταντινούπολη. Τα αίτια της διαρροής αυτής ήταν καθαρά οικονομικά και είχαν στενή σχέση με το έδαφος της Καππαδοκίας, αλλά και με την εμπορική κίνηση.
Το περισσότερο μέρος του μικρασιατικού εδάφους αποτελείται από πέτρα και άμμο. Ακόμη και στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές όπως η Νεάπολη, το Προκόπιο, το Φερτέκι, τα Τύανα αντιμετωπίζουν προβλήματα. Εδώ το σιτάρι, το κριθάρι, τα σταφύλια, τα οπωρικά έπρεπε να καταναλώνονται στις τοπικές αγορές επειδή δεν υπήρχαν τα μέσα μεταφοράς. Έτσι ο,τι δεν απορροφούσε η ντόπια αγορά σάπιζε στις αποθήκες και, συνεπώς, οι Καραμανλήδες ήταν αναγκασμένοι να μεταναστεύσουν στα εμπορικά παραλιακά κέντρα: Αδάνα, Μερσίνα, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη.

Εξαιτίας αυτής της γεωγραφικής πραγματικότητας, ακολουθώντας τα δικά τους εμπορικά συμφέροντα, προσπαθώντας να πουλήσουν τα προϊόντα τους μερικοί από τους Καραμανλήδες θα αναγκαστούν να κυκλοφορήσουν και πέρα από την Κωνσταντινούπολη, σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο. Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να διαπιστώσουμε την παρουσία των κατοίκων των Τυάνων στην Οδησσό και στην Πετρούπολη.[6]

ιεξάγοντας διάφορες εμπορικές δραστηριότητες μέλη της καραμανλήδικης κοινότητας αναγκάστηκαν να κυκλοφορούν σε όλη την έκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας ακόμα και έξω από τα σύνορα της. Για να γράφουν, σε όλο αυτό το διάστημα συνέχισαν να χρησιμοποιούν το ίδιο τρόπο για να αποδίδουν τους ήχους της τούρκικης γλώσσας με την χρήση των ελληνικών χαρακτήρων. Η χρήση αυτού του τρόπου γραφής και στην εμπορική αλληλογραφία εξασφάλιζε, γιατί όχι, και το απόρρητο των πληροφοριών[7]. Στις αρχές του 20ου αιώνα η ανάγκη γνώσεων για την ορθή της χρησιμοποίησης αυτής της γραφής στις εμπορικές δραστηριότητες επέβαλε την εκτύπωση στα καραμανλήδικα ενός εγχειριδίου εμπορικής πρακτικής και θεωρίας[8].

Ως ερευνητής στα Εθνικά Αρχεία της Ρουμανίας είχα τη μεγάλη ευκαιρία να ανακαλύψω 140 περίπου καραμανλήδικα έγγραφα. Απ’ αυτά 93 βρισκόμενα στο παράρτημα των Εθνικών Αρχείων του Γαλατσίου[9], και τα υπόλοιπα στο Βουκουρέστι.

Είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι το περιεχόμενο των εν λόγω καραμανλήδικων εγγράφων[10] ολοκληρώνει ουσιαστικά την ίδια αρχειακή συλλογή περιλαμβάνοντας την αλληλογραφία δυο Τουρκόφωνων Ορθόδοξων εμπόρων.

Παρά τις μεταγενέστερες προσπάθειές μας βάσει των διεθνών κανόνων των αρχειακών επιστημών για επανένταξη των εγγράφων σε μια συλλογή, αυτά παραμένουν ακόμα μέχρι σήμερα καταχωρημένα σε δυο: στο Γαλάτσι ως μέρος της συλλογής «Ελληνικά έγγραφα» και στο Βουκουρέστι ως μέρος της συλλογής «Ιστορικά έγγραφα»[11]. Η σημασία των καραμανλήδικων εγγράφων έγκειται στο γεγονός ότι αυτά τα έγγραφα γράφτηκαν από διάφορα πρόσωπα και αντανακλούν με καλύτερο τρόπο τα ιδιαίτερα φιλολογικά και γλωσσολογικά στοιχεία της καραμανλήδικης γραφής των Ρουμανικών χωρών.

Ο εντοπισμός και η αξιοποίηση αυτού του πολύτιμου αρχειακού υλικού αντιμετώπισε δυσκολίες εξαιτίας του ειδικού τρόπου γραφής του. Αυτή η ιδιαιτερότητα προκάλεσε την καταχώρησή τους σε διάφορες αρχειακές συλλογές τις περισσότερες φορές ως ελληνικά αλλά ακόμα και ως «βουλγαρικά»[12]. Γι’ αυτούς τους λόγους δεν μπορούμε να αποκλίσουμε την ύπαρξη κι άλλων τέτοιων «απόκρυφων» εγγράφων σε αρχειακές συλλογές από τη Ρουμανία είτε από κάπου αλλού.

Η συλλογή των «Ελληνικών Εγγράφων» στα Εθνικά Αρχεία Γαλατσίου περιλαμβάνει 93 κείμενα με καραμανλήδικη γραφή που χρονολογούνται από το 1797 έως το 1822. Αν και δεν υπάρχουν πληροφορίες για την αρχική προέλευση αυτών των εγγράφων, αυτά βρίσκονταν το 1986 στην κατοχή της οικογένειας Καψάλη από το Βουκουρέστι. Μετέπειτα η οικογένεια Καψάλη θα τα δωρίσει στη βιβλιοθήκη «V. A. Urechia» στο Γαλάτσι η οποία με τη σειρά της το ίδιο έτος τα δώρισε στο παράρτημα Γαλατσίου των Εθνικών Αρχείων της Ρουμανίας.
Πέρα από τα 93 καραμανλήδικα έγγραφα, μη καταγεγραμμένα, η συλλογή «Ελληνικά Έγγραφα» του Γαλατσίου περιλαμβάνει και 167 έγγραφα στην ελληνική γλωσσά, ένα στα γερμανικά και ένα στα βουλγαρικά[13].

Όσον αφορά στα καραμανλήδικα έγγραφα της Διεύθυνσης Εθνικών Ιστορικών Αρχείων του Βουκουρεστίου αυτά αποτελούν συστατικό μέρος της συλλογής «Ιστορικών Εγγράφων» και 47 κείμενα στην καραμανλήδικη μορφή της περιόδου 1810-1850. Ο εντοπισμός τους στάθηκε δύσκολος εξαιτίας ελλείψεως καταγραφής αυτών των εγγράφων που βρίσκονται μαζί με άλλα 500 ελληνικά ντοκουμέντα.

Οι δυο αρχειακές συλλογές που προαναφέραμε συμπεριλαμβάνουν, υπό την άποψη του περιεχομένου τους την αλληλογραφία των δυο Τουρκόφωνων Ορθόδοξων από τις Ρουμανικές Χώρες. Τα κεντρικά πρόσωπα αυτής της καραμανλήδικης αλληλογραφίας είναι οι αδελφοί Παναγιώτης Εγγουρλού, ο Δημήτριος και ο Κυρητζής. Ενδιαφέρον είναι το ότι το όνομα Εγγουρλού[14] (Engürlü, Ankaralı) το συναντάμε και ανάμεσα στους Καραμανλήδες της Μικράς Ασίας, ως ένδειξη της καταγωγής τους από την Άγκυρα (Ankara).

Ο Κυρήτζης Παναγιώτης Εγγουρλού, που βρισκόταν στο Σιμπίου και στο Μπρασόβ είχε πλούσια αλληλογραφία με μεγάλους εμπορικούς οίκους της εποχής, όπως είναι εκείνος των αδελφών Μπακαλόγλου στους οποίους έστειλε «δέματα εμπορευμάτων» [15] από την εταιρεία του Μ. Σαφράνου. Επίσης, ο Κυρητζής διατηρεί καλές εμπορικές σχέσεις και με την εταιρεία του Γκοϊτζίου Τοσκόγλου και Σια» από τη Βιέννη[16].
Τα εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητας του Κυρητζή έχουν μεγάλη ποικιλία. Ανάμεσα σ’αυτά, τα δέρματα κατέχουν μια σημαντική θέση. Έτσι, όσο βρίσκονταν στην Πέστη ο πράκτορας του από το Μπρασόβ, ο Mirică Fluştureanu του γράφει ότι πήρε στις 9 Οκτωβρίου 1815[17] τρία βαρέλια με δέρματα αλεπούς από τον Ιωάννη Μπακάλου και θα τα στείλει στην Πέστη σύμφωνα με την « διαταγή σας όπως μου γράψατε εσείς για μένα». Στο δρόμο η άμαξα ανατράπηκε και καταστράφηκε ένα βαρέλι και βράχηκαν 500 δέρματα. Για όλα αυτά ο Mirică Fluştureanu γράφει ότι «ειδοποίησαν και τον αδελφό σας στο Βουκουρέστι»[18]. Ο ίδιος, ο Mirică Fluştureanu αυτή τη φορά από το Μπλάζ, στις 15 Απριλίου 1816 γνωστοποιεί στον Κυρητζή ότι πούλησε τα δέρματα αλεπούς και τον εξασφαλίσει ότι θα λάβει τα λεφτά με τον Θεόδωρο Θωμά. [19]

Εκτός από το εμπόριο δερμάτων ο Κυρητζής Παναγιώτης Εγγουρλού κάνει εμπόριο με μαλλί,[20] ξύγκι,[21] καφέ,[22] κ.α.

Σύμφωνα με τα συμφέροντα του ο Κυρήτζη Παναγιώτη βρισκόταν στο Βουκουρέστι, στην Άλμπα Ιουλία, στο Σιμπίου, στην Κόντλεα[23] κ.α. Μέσω τον ανταποκριτών του στα μεγάλα εμπορικά κέντρα έλαβε πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη των τιμών των διάφορων εμπορευμάτων και για την αξία του συναλλάγματος. Ένα σχετικό παράδειγμα: τον Απρίλιο του 1814 ο Ιωάννης Υαζητζής πληροφορεί τον Κυρήτζη Παναγιώτη για την εξέλιξη των της ζάχαρης, του βαμβάκι και του καφέ στην αγορά της Τριέστη και του ζητάει να στείλει αυτά τα εμπορεύματα γιατί μπορούν να προσφέρουν «μεγάλα κέρδη»[24]. Ταυτόχρονα, στο τέλος της ίδιας επιστολής,[25] του δίνει πληροφορίες για την τιμή του συναλλάγματος γράφοντας ότι στη Τριέστη το καραγκουρούς κάνει 7 μπάνι, το χρυσό νόμισμα 2,5 γρόσια ενώ το γκουρούσι του Σταμπούλ 35 φλουρία. Το 1820 ο Χριστόδουλος Μουμιάλης δίνει στον Κυρήτζη Παναγιώτη πληροφορίες για την πτώση της τιμής του συναλλάγματος στο παζάρι της Ουζουντζιόβα (Βουλγαρία)[26]. Εκτός από το εμπόριο διάφορων εμπορευμάτων ο Κυρήτζης διεξάγει και συναλλαγές με νομίσματα και πολύτιμα μέταλλα. Αυτό προκύπτει από το γράμμα στο όποιο ο Ιωάννης Υαζητζής στις 13 Ιουλίου 1811 ειδοποιεί τον Κυρήτζη ότι δεν κατάφερε να αγοράσει χρυσό ευειδή κάνει 59 φλουριά στην Τριέστη και 80 φλουριά στη Βιέννη[27]. Επίσης στις 29 Ιανουαρίου 1818, ο Κυρήτζης παίρνει από την εταιρεία του Μ. και Ν. Μπαλτορήδη δυο σακίδια με νομίσματα[28].

Σταδιακά, ο Κ. Παναγιώτης Εγγουρλού αρχίζει και το εμπόριο με κινητές αξίες όπως είναι η συναλλαγματική που ήταν σε ευρεία χρήση στις αρχές του 19 αιώνα, και που μπορούσε να προσφέρει σημαντικά κέρδη. Ο Υαζητζής ειδοποιούσε τον Κυρήτζη στις 3 Απριλίου 1814 ότι η συνναλαγματική της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης ήταν 35 φλουριά[29]. Ο πράκτορας του στην Πέστη, Αθανάσιε Γκαρμπόρσκη του έστελνε νέα για την τιμή του συναλλάγματος και τις τιμές των κυριότερων εμπορευμάτων της τοπικής αγοράς[30]. Ο Κυρήτζης Παναγιώτης Εγγουρλού δανείζει και χρηματικά ποσά σε διάφορους έμπορους. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ιωάννης Μουταφόγλου από το Βουκουρέστι και ο Εμμανουήλ Νικηφόρος από το Ιάσιο[31].

Στο περιεχόμενο της αλληλογραφίας του Κυρήτζη υπάρχουν και ισολογισμούς τόσο στα ελληνικά[32] όσο και στα καραμανλήδικα[33] για τα ποσά που έδωσε σε διαφόρους έμπορους.

Με τη σειρά του ο Δημήτριος Παναγιώτης Εγγουρλού διαδραματίζει ενεργό μέρος στις εμπορικές συναλλαγές του 19ου αιώνα. Σε έγγραφο το 1838 αναφέρεται ότι «ο Δημήτριος είναι στο Βουκουρέστι»[34] και το ίδιο έτος βρίσκεται στις συνεδριάσεις του εμπορικού συλλόγου του Μπρασόβ[35] ενώ στη διαθήκη του στις 30 Αυγούστου 1850, αναφέρεται ότι βρισκόταν στο Μπρασόβ οπού είχε « δυο μεγάλα σπίτια δίπλα στο κάστρο»[36]. Ήταν παντρεμένος με τη Ζωή και είχε εννέα παιδιά. Ο μεγαλύτερος υιούς του, Ιάκωβος είχε αλληλογραφία με διάφορους έμπορους και εμπορικούς οίκους της εποχής. Στέλνει στην εταιρεία Καραλέκης και Δημήτριος και Σία εμπορεύματα για τον Κωστάκι Ιωάννη Μπροασοβεάνου[37]. Στην εταιρεία του Ν. Ντ. Πατσούρα στέλνει καφέ για τον οποίον υπήρχε ζήτηση στην αγορά του Σιμπίου[38].

Σαν τον αδελφό του, ο Δημήτριος Παναγιώτης ασχολείται με το εμπόριο διάφορων εμπορευμάτων. Ο ανιψιός του, Λάζαρος Καλεμδέρογλου τον πληροφορεί το 1828 ότι του κράτησε βοδινά δέρματα στον σφαγείο του Ντουντέστι. «επειδή το σφαγείο σφάζει ζώα συνέχεια» θα φορτώσει «συμφωνά με τη διαταγή σας» τρία άμαξα δερμάτων για την Καμπήνα και δυο για την Τριέστη[39]. Ο ίδιος, ο Λάζαρος Καλεμδέρογλου ήταν άριστος μεσολαβητής, και επίσης είχε πείρα στην ερεύνα της αγοράς. Το 1828 γράφει στον Δημήτριο Παναγιώτη που βρισκόταν στο Μπρασόβ να του στείλει «το δέμα με ενδύματα στο Βουκουρέστι διότι πωλούνται καλά σ΄αυτή την περιοχή»[40].

Το 1822 ο Λάζαρος Αθανάσιος ενημέρωνε τον Δημήτριο Παναγιώτη για την τιμή του συναλλάγματος στο Βουκουρέστι[41] ενώ το επόμενο έτος στέλνει νομίσματα[42] στον ίδιο. Επίσης, ο Λ. Καλεμδέρογλου έγραφε στις 4 Ιανουαρίου 1828 ότι πήρε στη Βιέννη μέσω του Νικόλαου Τζιντζίρου νομίσματα για τον Δημήτριο Παναγιώτη και περίμενε από τη Βιέννη πληροφορίες για την τιμή του συναλλάγματος[43].

Ο Δημήτριος δανείζει και αυτός χρήματα σε διαφόρους εμπόρους. Ανάμεσα σ’αυτούς είναι και ο Ιάκωβος Διαμαντής, ο οποίος δανείζει τα λεφτά στην Βιέννη[44].

Ταξιδεύοντας σε διάφορες πόλεις (Μπρασόβ, Σιμπίου, Βουκουρέστι, Βιέννη, Τριέστη) ο Κυρήτζης και ο Δημήτριος Παναγιώτης Εγγουρλού είχαν ως κυριότερη απασχόληση την ερευνά αγοράς που αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας και του κέρδους στο εμπόριο (ακόμα και σε εκείνο με κινητές αξίες).

Στο περιεχόμενο των εν λόγω επιστολών σε καραμανλήδικη μορφή από τις αρχειακές συλλογές της Ρουμανίας, εκτός από τις πληροφορίες ιστορικής φύσεως ανακαλύψαμε και την πλούσια ομιλημένη γλώσσα της εποχής με της φωνητικές και λεξικές της ιδιαιτερότητες που οφείλονται στο γεωγραφικό χώρο στον οποίο δημιουργήθηκαν. Από όλα αυτά καθώς και από το γεγονός ότι αποτελούν ιδιωτική αλληλογραφία[45] (και όχι καρμανλήδικα τυπωμένα κείμενα), με διαφορετικούς και μην ομοιόμορφους τρόπους γραφής και έκφρασης, προκύπτουν οι ορισμένες δυσκολίες[46] που συναντήσαμε στην διασάφηση αυτών των καραμανλήδικων εγγράφων.

Τέλος, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι στο σύνολο των εγγράφων που αποτελούν την εμπορική αλληλογραφία του Κυρήτζη και Δημήτριο Παναγιώτη Εγγουρλού ανάμεσα στα γράμματα που απευθύνεται ο ένας προς τον άλλον δεν υπάρχει κανένα στην ελληνική γλώσσα και μόνο στα καραμανλήδικα. Αν λάβουμε υπόψη ότι περιπτώσεις αλληλογραφίας σε καραμανλήδικη γραφή συναντάμε συχνά ανάμεσα στους Καραμανλήδες έμπορους της Μικρας Ασίας[47] τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Κυρήτζης και ο Δημήτριος Παναγιώτης Εγγουρλού ήταν απόγονοι των Τουρκόφωνων Ορθόδοξων της Μικρας Ασίας που στην αρχή του 19ου διέπραξαν διεθνείς εμπορικές δραστηριότητες στις Ρουμανικές Χώρες.[48]

 

 

[1] Ε ncyclopedie de l’Islam ,τομ.4, σ.263.

[2] Περισσότερες πληροφορίες για το γεωγραφικό έδαφος της Μικράς Ασίας βλ. Παντ. Μ Κοντογιάννης, Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, Αθήνα, 1921 (ανατύπωση 2000). Επίσης βλ. Ιωάννης Η. Καλφόγλους, Ιστορική γεωγραφία της μικρασιατικής Χερσονήσου, (μετάφραση Σ. Ανεστήδης) Αθήνα , 2002.

[3] Κατά καιρούς στην ιστοριογραφία, χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτό το τρόπο γραφής. Π.χ. «καραμανλήδειος γραφή» (Στυλιανού Εμμ Λυκούδη, «Υπόμνημα περί μικρός τίνος του αλφάβητου μας διαρρυθμίσεως προς αποδοσιν και των κυριότερων ξενικών φθόγγων», Πραγματεία της Ακαδημίας Αθηνών, 12, 1940, σ.21.), «ρουμτζα–τουρκτσε» (Εμμ. Ι. Τσαλίκογλου «Λαογραφικά των Φαβιανών Καισαρείας της Καππαδοχιας», Μικρασιατικά Χρονικά, 15, 1972, σ.125.), «ρουμι-ουλ-χουρουφ τουρκι ουλ ιπαρε (ίδιος ,ο.π.)

[4] Για την βιβλιογραφία σχετικά με την καραμανλήδικης βιβλιοπαραγωγής βλ. S.Sallaville&E.Daleggio, o.π. και Ε Balta,Karamanlidika. Bibliographie analytique, Αθήνα, 1987.

[5] Είμαστε ευγνώμονες στον καθηγητή Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδης, ο οποίος μας επέτρεψε να ερευνήσουμε το πλούσιο υλικό καραμανλήδικης βιβλιοπαραγωγής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών της Αθηνάς.

[6] Ιωάννης. Ιωαννίδης, Καισαρεία Μιτροπολιτλερί βε μααλουμάτη μουτενεββιά, Κωνσταντινούπολη, 1896, σ.149.

[7] C. V. Turcitu, o.π., σ.134.

[8] Αμελ βε Ναζαρι ,Μουκεμελ –δεφτερ ουσουλι, Κωνσταντινούπολη, 1901

[9] Η καθηγήτρια Olga Cicanci, το καλοκαίρι του 1995 μάς γνωστοποίησε την ύπαρξη μερικών εγγράφων σε καραμανλήδικη γραφή στα ρουμανικά αρχεία του Γαλατσίου και έτσι μας άνοιξε το δρόμο για την έρευνά τους.

[10] Σχετικά με τα καραναλήδικα έγγραφα των ρουμανικών αρχείων βλ. Claudiu Victor Turcitu, «Considérations sur les Documents Karamanlis des archives roumaines» Relations gréco-roumaines Interculturalité et identité nationale, Αθήνα, 2004, σ. 225-229.

[11] Στη συνέχεια θα χρησιμοποιήσουμε τις εξής συντομογραφίες:
Ε. Α. Γ.- Εθνικά Αρχεία Γαλατσίου (πρέπει να επισημάνουμε ότι στην περίπτωση της αρχειακής συλλογής του Γαλατσίου εξαιτίας της μη καταχώρησης των εγγραφών αναγκαστήκαμε να παραπέμπουμε με τις ημερομηνίες δημιουργίας των εν λόγω εγγράφων).
Δ. Ε. Ι. Κ. Α. Β.- Διεύθυνση Εθνικών Ιστορικών Κεντρικών Αρχείων του Βουκουρεστίου.

[12] Αυτό διαπιστώσαμε στην περίπτωση των καραμανλήδικων εγγράφων από τη Δ. Ε. Ι. Κ. Α .Β. που στο κατάλογο καταγραφής της συλλογής γι΄αυτά τα έγγραφα γραφεί μόνο «έγγραφο στη βουλγαρική γλώσσα»

[13] Αυτά τα έγγραφα αποτέλεσαν το θέμα της πτυχιακής εργασίας της ερευνήτριας Valentina Filip, με τίτλο Οι Ρουμανικές Χώρες στο εμπόριο ανάμεσα στην ανατολική και την κεντρική Ευρώπη στις Αρχές του 19ου αιώνα.

[14] Βλ . M. Eröz, Hıristiyanlaşan Türkler, Άγκυρα, 1983, σ. 38.

[15] Ε. Α. Γ., συλλογή «Ελληνικά Έγγραφα», ΧΙΙ / 1 Μαΐου 1815.

[16] V. Filip, Οι Ρουμανικές Χώρες στο εμπόριο ανάμεσα στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα, χειρόγραφη πτυχιακή εργασία, Βουκουρέστι, 1993, σ.64.

[17] Δ. Ε. Ι. Κ. Α .Β., συλλογή «Ιστορικά Έγγραφα», ΜDCXC/ 203.

[18] Ο.π.

[19] Δ. Ε. Ι. Κ. Α .Β., Ο.π., ΜDCXC / 209.

[20] Ε. Α. Γ., ο.π., ΧXVII/ 9 Μαΐου 1819.(καραμανλήδικο έγγραφο)

[21]Ο.π., ΧΧVII/ 2 Μαΐου 1818 και XXVII/ 22 Ιανουαρίου 1822.

[22]O.π., ΧΧVII/ 5 Οκτωβρίου 1811, ΧΧVII/17 Απριλίου, 1814 και ΧΧVII/ 30 Ιανουαρίου 1822. (καραμαλήδικα έγγραφα)

[23]Δ. Ε. Ι. Κ. Α .Β., Ο.π., ΜDCXC /1

[24] Ε. Α. Γ., ο.π., ΧXVII/ 5 Απριλίου 1814 (καραμανλήδικο έγγραφο)

[25] Ο.π.

[26] V. Filip, Οι Ρουμανικές Χώρες…, σ. 50.

[27] Ε. Α. Γ., ο.π., ΧXVII/ 13 Ιουλίου 1811

[28] ο.π., ΧXVII/ 29 Ιανουαρίου 1818

[29] ο.π., ΧXVII/ 3 Απριλίου 1814

[30] Δ. Ε. Ι. Κ. Α .Β., Ο.π., ΜDCXC / 4

[31] V. Filip, Οι Ρουμανικές Χώρες…, σ. 67.

[32] Οι ισολογισμοί στα ελληνικά υπάρχουν στα Ε. Α. Γ., συλλογή «Ελληνικά Έγγραφα», ΧXVI/ 18 και ΧXVI/ 31.

[33] Οι ισολογισμοί σε καραμανλήδικα υπάρχουν στα Δ. Ε. Ι. Κ. Α.Β., συλλογή «Ιστορικά Έγγραφα», ΜDCXC/ 210 και ΜDCXC/ 211.

[34] D. Z. Furnică, Din trecutul românesc al Braşovului. Documente comerciale: 1774- 1860, Βουκουρέστι, 1937, σ. 39.

[35] Ο ., σ. 25

[36]Catalogul documentelor greceşti de la oraşul lui Stalin (Braşov), τομ.Β΄, Βουκουρέστι, 1958, έγγραφο 2485.

[37] V. Filip, Οι Ρουμανικές Χώρες…, σ.68.

[38] Ε. Α. Γ., ο.π., ΧXVII/ 13 Μαΐου 1814.

[39] Δ. Ε. Ι. Κ. Α .Β., Ο.π., ΜDCXC/ 58

[40] Δ. Ε. Ι. Κ. Α .Β., Ο.π., ΜDCXC/ 53

[41] V. Filip, Οι Ρουμανικές Χώρες…, σ.58

[42] Ο.π.

[43] Δ. Ε. Ι. Κ. Α .Β., Ο.π., ΜDCXC/ 21.

[44] V. Filip, Οι Ρουμανικές Χώρες…, σ. 65.

[45] Σχετικά με την αλληλογραφία των Καρμανλήδων της Μικράς Ασίας βλ. Ι Valavanis, «Η αλληλογραφία παρά τοις Μικρασιανοις», Παρνασσός, 12(1888), σ.59.

[46] Όπως είναι οι διαφορετικές ορθογραφικές μέθοδοι στην απόδοση της τουρκικής καθώς και η χρήση ξένων προς την τουρκική γλώσσα στοιχείων με τουρκικές όμως καταλήξεις.(π.χ. κοκοναλάρ< ρουμανικό cocon= το παιδί + τουρκική κατάληξη “lar” Þ τα παιδιά)

[47] Βλ. Εμμ. Τσαλίκογλου, « Λαογραφικά των Φλαβιανών (Ζιντζίντερε) Καισαρείας», Μικρασιατικά Χρονικά, 14 (1970), σ.126

[48] Στη ρουμανική ιστοριογραφία ο Nicolae Iorga επισήμανε την παρουσία στις Ρουμανικές Χώρες μεταξύ άλλων εμπόρων και των Καρμανλήδων της Μικράς Ασίας. Βλ. N. Iorga, Istoria comerţului romanesc, Βουκουρέστι, 1939, σ. 27.