Konstantinos A. Dimadis: Neugriechische Studien (Neogräzistik) in Deutschland (1990-1999) / Οι Νεοελληνικές Σπουδές στη Γερμανία (1990-1999)

Οι Νεοελληνικές Σπουδές εμφανίζονται ως αυτοτελής και ανεξάρτητος κλάδος σπουδών στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση της Γερμανίας με καθυστέρηση, αν λάβουμε υπόψη ότι σε ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι σπουδές αυτές καθιερώνονται ως κύριος και αυτοτελής πανεπιστημιακός κλάδος αρκετά χρόνια πριν από τη λήξη του ψυχρού πολέμου. Αυτό αφορά όχι γενικώς τη διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας και την έρευνα στον χώρο των Νεοελληνικών Σπουδών στη Γερμανία, αλλά τις αμιγείς καθηγητικές θέσεις, αυτές δηλαδή που έχουν αποκλειστικά ως γνωστικό αντικείμενο τις Νεοελληνικές Σπουδές.

Όπως είναι γνωστό, ο Karl Krumbacher (1856-1909) θεμελίωσε τις Βυζαντινές Σπουδές στη Γερμανία ως κύριο πανεπιστημιακό κλάδο. Το 1896 ιδρύθηκε η Έδρα της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπι­στήμιο του Μονάχου, την οποία και ανέλαβε, ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1897, δημιουργήθηκε το Σεμινάριο της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας. Το 1951 το Σεμινάριο του Μονάχου μετονομάζεται σε Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών και Νεοελληνικής Φιλολογίας, στην πραγματικότητα όμως ανέκαθεν το βάρος της διδασκαλίας και της επιστημονικής έρευνας έπεφτε στις Βυζα­ντινές Σπουδές. Εξάλλου μόνο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Βυζαντινές Σπουδές εισάγονται και σε άλλα γερμανικά πανεπιστήμια ως κύριος κλάδος σπουδών, πρώτα στην Κολωνία, στη συνέχεια στο Münster, ενώ το 1966 ιδρύεται στο Freie Universität Berlin το Byzantinisch- Neugriechisches Seminar με μία καθηγητική θέση (Professur) για τις Βυζαντινές Σπουδές (Byzantinistik). Σήμερα στα Πανεπιστήμια του Αμβούργου, του Βερολίνου, του Bochum, της Βόννης, της Λειψίας και του Würzburg τα προγράμματα του (κύριου) κλάδου των Βυζαντινών Σπουδών δίνουν έμφαση στον τομέα της φιλολογίας, ενώ τα προγράμματα του κύριου κλάδου των Βυζαντινών Σπουδών στα Πανεπιστήμια του Mainz και του Münster ρίχνουν το βάρος στον τομέα της ιστορίας. Στο Πανεπιστήμιο του Göttingen μπορεί κανείς να σπουδάσει τις Βυζαντινές Σπουδές μόνο ως δευτερεύοντα κλάδο. Τέλος στα Πανεπιστήμια του Μονάχου και της Κολωνίας τα προγράμματα του κύριου κλάδου των Βυζαντινών Σπουδών ρίχνουν το βάρος εξίσου στον τομέα της φιλολογίας και της ιστορίας.

Όταν σήμερα μιλούμε για Νεοελληνικές Σπουδές, εννοούμε το πεδίο όπου συναντιούνται περισσότερες επιστήμες που ασχολούνται με την έρευνα της ιστορίας και της κοινωνίας, ιδιαιτέρως με τη μελέτη της φιλολογίας, της γλώσσας και γενικότερα του πολιτισμού, στο ευρύ πεδίο του ελληνικού κόσμου κατά την περίοδο, συμβατικά, από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης έως σήμερα. Συγκεκριμένα από την άποψη της γεωγραφικής έκτασης οι Νεοελλη­νικές Σπουδές μελετούν τις περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όπου επικρατούσε σε μεγάλο βαθμό η Ελληνική, ολόκληρη δηλαδή τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, και από εκεί τις διακλαδώσεις στη Βαλκανική Χερσόνησο μαζί με τη σημερινή Ελλάδα, τις περιοχές της Κάτω Ιταλίας και της Βενετίας, όπως επίσης τη Διασπορά στην ευρωπαϊκή ήπειρο και στη Βόρεια Αφρική και ακόμη τη Διασπορά στη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία κατά τον 20ό αιώνα. Παράλληλα οι Νεοελληνικές Σπουδές εξετάζουν ευρύτερα τις πολιτισμικές και άλλες σχέσεις του ελληνό­φωνου κόσμου και της σημερινής Ελλάδας με τους άλλους πολιτισμούς και την ιστορική εξέλιξη της ευρωπαϊκής κυρίως ηπείρου. Οι μέθοδοι που χρησιμο­ποιούν οι Νεοελληνικές Σπουδές στη διδασκαλία και την έρευνα είναι αυτές της ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών, παραδείγματος χάρη της θεωρίας της λογοτεχνίας και της γλωσσολογίας.

Όπως στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών έως το 1943, οι Νεοελ­ληνικές Σπουδές κατά την περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (και ακριβέστερα, κατά την περίοδο μετά το 1960) θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι υπάρχουν στο περιθώριο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη Δυτική Γερμανία, κάτω από τον αυτοτελή και κύριο κλάδο των Βυζαντινών Σπουδών, μολονότι μια τέτοια γενίκευση δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Η κατάσταση αυτή κράτησε ως περίπου τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Η πρόεδρος της Γερμανικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών καθηγή­τρια Ισιδώρα Rosenthal-Καμαρινέα τόνιζε για πολλοστή φορά τον Αύγουστο του 1993 τα παρακάτω σε ένα από τα υπομνήματα που είχε υποβάλει την εποχή εκείνη για το ζήτημα των Νεοελληνικών Σπουδών στις αρμόδιες ελληνικές αρχές:

«[…] να ενισχυθούν οι υφιστάμενες έδρες που το Μάιο 1992 ήταν μόνο τρεις και όχι εφτά όπως ισχυρίστηκε η γερμανική πλευρά (βλ. το “Πρωτόκολλο της 13ης συνόδου της μόνιμης μικτής επιτροπής βάσει του άρθρου 14 της ελληνογερμανικής μορφωτικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 1956”, Αθήνα, 26-29 Μαΐου 1992) και όχι έδρες νεοελληνικής φιλολογίας ή νεοελληνικής γλώσσας, αλλά οι δυο βυζαντινής και νεοελληνικής φιλολογίας και η μία νεοελληνικής και βυζαντινής φιλολογίας.»

Με άλλα λόγια, ως το 1993 δεν υπήρχε στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση της Γερμανίας ούτε μία οργανική καθηγητική θέση (Professur) με γνωστικό αντικείμενο αποκλειστικά τη νέα ελληνική φιλολογία και τις Νεοελληνικές Σπουδές. ΄Ετσι μια σημερινή ζωντανή γλώσσα ενός ευρωπαϊκού κράτους, το οποίο μάλιστα από το 1981 αποτελούσε μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, κατατασσόταν οργανικά κάτω από τα σεμινάρια και ινστιτούτα των Κλασικών ή των Βυζαντινών Σπουδών.

Εξάλλου, η πείρα των τελευταίων ετών απέδειξε ότι όπως σχεδόν σε όλες τις χώρες όλων των ηπείρων, έτσι και στη Γερμανία η νέα ελληνική γλώσσα και οι σπουδές που αφορούν τη νεοελληνική κοινωνία προσελκύουν φοιτητές και φοιτήτριες που στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν ασχολούνται με την κλασική φιλολογία.

Η καθηγήτρια Rosenthal-Καμαρινέα στο εμπεριστατωμένο και μαχητικό υπόμνημα που είχε υποβάλει ως πρόεδρος της Γερμανικής Εταιρείας Νεοελλη­νικών Σπουδών σε όλες τις αρμόδιες ελληνικές και δυτικογερμανικές αρχές κατά το πρώτο εξάμηνο του 1989, πριν δηλαδή από την επανένωση της Γερμανίας, για τις «συνθήκες διδασκαλίας της νεοελληνικής φιλολογίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στο Δυτικό Βερολίνο» κατέληγε:

«Εν όψει των προαναφερθέντων δεν εμφανίζονται ρόδινες οι συνθήκες διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών και οι δυνατότητες των Νεοελληνικών Σπουδών στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Δυτικού Βερολίνου. Επείγουσα μέριμνα για βελτίωση των συνθηκών στο πνεύμα της δίκαιας και ισότιμης αναγνώρισης των δικαιωμάτων των κρατών μελών της Ε.Ο.Κ. είναι απολύτως αναγκαία.»

Ωστόσο, αμέσως μετά την επανένωση της Γερμανίας αρχίζει να συζητείται το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί αυτοτελής κλάδος Νεοελληνικών Σπουδών στο Βερολίνο. Λίγα χρόνια νωρίτερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχε αρχίσει να γίνεται συνείδηση και στη Γερμανία, ανάμεσα σε ολιγάριθμους πάντοτε πανεπιστημιακούς καθηγητές που είχαν την ευθύνη των Κλασικών Σπουδών και κυρίως της βυζαντινής και συγχρόνως της νεοελληνικής φιλολογίας, η ανάγκη για τη δημιουργία ανεξάρτητου κλάδου Νεοελληνικών Σπουδών με αυτοτέλεια στο πρόγραμμα σπουδών και στην έρευνα. Αλλά όπως συμβαίνει συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις, έπρεπε κάποια πρόσωπα να θέσουν το ζήτημα αυτό στο στόχαστρο των άμεσων επιδιώξεών τους.

Η διαμάχη, η οποία για καθαρά προσωπικούς λόγους είχε λάβει διαστάσεις από την αρχή της δεκαετίας του 1980 ανάμεσα στον καθηγητή των Βυζαντινών Σπουδών από το 1979 στο Freie Universität Berlin, Prof. Dr. Paul Speck, και στον νεοεκλεγμένο το 1993, μετά τη συνταξιoδότηση του Paul Speck, καθηγητή των Βυζαντινών Σπουδών στο ίδιο Πανεπιστήμιο, Prof. Dr. Diether Roderich Reinsch, είχε και ένα θετικό αποτέλεσμα: ευνόησε εν τέλει τις Νεοελληνικές Σπουδές και το 1993 κατέστη δυνατόν να αποφασιστεί η δημιουργία στο Freie Universität Berlin, με σύμφωνη γνώμη της Κυβέρνησης του ομοσπονδιακού κράτους του Βερολίνου, η πρώτη αυτοτελής καθηγητική θέση (Professur) για τις Νεοελληνικές Σπουδές στη Γερμανία.

Πρέπει, βέβαια, να τονιστεί ότι κατά την περίοδο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR), ήδη κατά τα έτη 1972-1979, διδάσκει τη νέα ελληνική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας η Dr. Anneliese Malina, η οποία, παράλληλα με τη θέση που κατέχει από το 1980 στην Ακαδημία Επιστημών της Ανατολικής Γερμανίας, διδάσκει επίσης έως τον Σεπτέμβριο του 1990 τη νέα ελληνική γλώσσα στο Humboldt-Universität zu Berlin σε ωρομίσθια βάση. Τον Σεπτέμβριο του 1990, η Dr. Anneliese Malina και ο Dr. Παντελής Καρέλος επωμίζονται στο Humboldt-Universität zu Berlin την ευθύνη του Προγράμ­ματος Magister των Νέων Ελληνικών, αν και δεν υφίσταται ούτε δημιουργείται ποτέ Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών ή καθηγητική θέση (Professur). Η από­δοση, ωστόσο, της εργασίας της Anneliese Malina και του Παντελή Καρέλου κατά την εν λόγω περίοδο υπήρξε εξαιρετική, όπως αντικατοπτριζόταν κάθε χρόνο στο υψηλό επίπεδο των φοιτητών τους, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, ως υπότροφοι του ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού συμμετείχαν στο Διεθνές Πρόγραμμα Ελληνικής Γλώσσας, Ιστορίας και Πολιτισμού του Ιδρύματος Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου στη Θεσσαλονίκη (του αρχαιότερου στο είδος του προγράμματος στην Ελλάδα με διεθνή αναγνώριση) και καταλάμ­βαναν με τις επιδόσεις τους τις πρώτες θέσεις μεταξύ μιας διεθνούς, από όλες τις ηπείρους, ομάδας φοιτητών που ξεπερνούσε τα 150 άτομα. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε έως το 1997, οπότε καταργείται το Πρόγραμμα Magister των Νέων Ελληνικών στο Humboldt-Universität zu Berlin, εφόσον είχε πλέον τεθεί από το χειμερινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1996/1997 σε εφαρμογή και είχε αρχίσει να λειτουργεί το εννέα εξαμήνων Πρόγραμμα Magister των Νεοελληνικών Σπουδών στην αυτοτελή καθηγητική θέση των Νεοελληνικών Σπουδών (Professur für Neogräzistik) στο Freie Universität Berlin. Τόσο η Dr. Anneliese Malina όσο και ο Dr. Παντελής Καρέλος έχουν κληθεί στο μεταξύ από τον αρμόδιο καθηγητή και θα διδάξουν από το επόμενο εξάμηνο σε ωρομίσθια βάση στο Πρόγραμμα Magister των Νεοελληνικών Σπουδών στο Freie Universität Berlin.

Η νέα καθηγητική θέση των Νεοελληνικών Σπουδών στο Freie Universität Berlin προκηρύχτηκε το 1994 και την κατέλαβε το 1995 ο τότε τακτικός καθηγητής της Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χρόνιγκεν της Ολλανδίας Κωνσταντίνος Α. Δημάδης, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στο Freie Universität Berlin την 1η Ιουλίου 1996. Από το 1997 το διδακτικό πρόγραμμα του κύριου κλάδου των Νεοελλη­νικών Σπουδών στο Freie Universität Berlin εφαρμόζεται σύμφωνα με νόμο πλαίσιο, δηλαδή σύμφωνα με το καταστικό σπουδών που υπέβαλε αρμοδίως ο καθηγητής των Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο και εγκρίθηκε από τη Σύγκλητο και την Κυβέρνηση του ομοσπονδιακού κράτους του Βερολίνου. Ο κλάδος παρέχει στους σπουδαστές τίτλους μάστερ (MA) και διδακτορικού διπλώματος με κέντρο βάρους την ελληνική γλώσσα, φιλολογία και ιστορία.

Αξίζει να τονιστεί ότι στο Freie Universität Berlin λειτουργούν τη στιγμή αυτή ανεξάρτητες καθηγητικές θέσεις και αντιστοίχως αυτοτελείς κλάδοι Κλασικών, Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών που συνεργάζονται μεταξύ τους. Ο καθένας από τους τρεις αυτούς κλάδους προσφέρει στην πανεπιστη­μιακή εκπαίδευση του ομοσπονδιακού κράτους του Βερολίνου το δικό του πλήρες διδακτικό πρόγραμμα. Με τον τρόπο αυτό στη γερμανική πρωτεύουσα αντιπροσωπεύεται διαχρονικά ο ελληνικός κόσμος σε επίπεδο καθηγητικών θέσεων (δηλαδή διδασκαλίας και έρευνας) από την αρχαιότητα έως σήμερα.

Το γεγονός της δημιουργίας του ανεξάρτητου κλάδου των Νεοελληνικών Σπουδών στο Βερολίνο σε συνδυασμό με ένα άλλο κατεξοχήν σημαντικό γεγονός, την ίδρυση δηλαδή τον Ιούλιο του 1995 στην Αθήνα της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (ΕΕΝΣ), είχε ως αποτέλεσμα το Α΄ Ευρω­παϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών να πραγματοποιηθεί το περασμένο φθινόπωρο, από τις 2 ως τις 4 Οκτωβρίου 1998, στο Βερολίνο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών ιδρύθηκε πριν από τρία χρόνια χάρη στην πρωτοβουλία που ανέλαβε και χάρη στην ηθική και οικονομική υποστήριξη που προσέφερε το Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας, έπειτα από δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες που είχαν γίνει για την ίδρυσή της κατά την περίοδο μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Συγκεκριμένα, η Σύμβουλος του Υπουργείου Πολιτισμού Ουρανία Λαμψίδου και ο Γενικός Διευθυντής Πολιτιστικής Ανάπτυξης του ίδιου υπουργείου Σπύρος Ρέπουλης έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο όσον αφορά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών το καλοκαίρι του 1995.

Όσον αφορά την ιστορία της ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελλη­νικών Σπουδών, θα αναφέρουμε περιληπτικά ότι μετά την πτώση της δικτα­τορίας του 1967 στην Ελλάδα και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1976, πάλι με πρωτοβουλία και με την υποστήριξη του ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού, συγκεντρώθηκαν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης 101 νεοελληνιστές από όλες τις ηπείρους και πήραν μέρος στο «1ο Διεθνές Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών». Όμως, η πρώτη εκείνη προσπάθεια που έγινε στο πλαίσιο του συνεδρίου αυτού για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, δεν είχε αποτέλεσμα και η ίδρυση της Εταιρείας έμελλε να βραδύνει κατά δεκαεννέα σχεδόν χρόνια· διότι και η δεύτερη προσπάθεια ευρωπαίων νεοελληνιστών από τη Δανία, τη Σουηδία, τη Δυτική Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία, το Βέλγιο, την Ιταλία και την Ολλανδία, οι οποίοι συναντήθηκαν και για τον σκοπό αυτό από τις 18 έως τις 20 Σεπτεμβρίου 1987 στην Κοπεγχάγη, έμεινε ατελέσφορη (βλ. περ. Μαντατοφόρος 27, Ιούνιος 1988, σ. 47).

Το Α΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών του Οκτωβρίου 1998, της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Byzantinisch- Neugriechisches Seminar του Freie Universität Berlin. Στο Συνέδριο πήραν μέρος περίπου 250 νεοελληνιστές αλλά και ερευνητές από άλλες ειδικότητες, κυρίως από την Ευρώπη αλλά και από τις Η.Π.Α., από τον Καναδά, από την Αυστραλία και τη Μέση Ανατολή, και εκφωνήθηκαν 154 ανακοινώσεις σε επτά επιμέρους παράλληλες θεματικές ενότητες κάτω από τον γενικό τίτλο του Συνεδρίου:

Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, 1453-1981.

Οι εργασίες του Συνεδρίου έλαβαν χώρα στα αμφιθέατρα και στις αίθουσες του Henry-Ford-Bau der Freien Universität Berlin και σημείωσαν κατά γενική ομολογία απόλυτη επιτυχία όχι μόνο από επιστημονική άποψη αλλά και σε ό,τι αφορά την οργάνωση και τη θερμή συναδελφική ατμόσφαιρα που επικράτησε κατά τις τρεις ημέρες, στη διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν 29 συνεδρίες. Για πρώτη φορά στην ιστορία των Νεοελληνικών Σπουδών είχε την ευκαιρία ένας τόσο μεγάλος αριθμός νεοελληνιστών και άλλων ερευνητών από συγγενείς ειδικότητες να συγκεντρωθεί από όλο τον κόσμο σε μια ευρωπαϊκή πανεπιστημιούπολη στο πλαίσιο ενός διεθνούς συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε σημαντική εμπειρία ιδιαιτέρως για τους νέους στην ηλικία ερευνητές των Νεοελληνικών Σπουδών, στους οποίους η Επιστημονική Επιτροπή του Συνεδρίου έδωσε την ευκαιρία, μετά την αξιολό­γηση και την επιλογή των προτάσεων που κατέθεσαν, να εμφανιστούν σε ένα διεθνές συνέδριο, να γνωριστούν μεταξύ τους και να ανταλλάξουν απόψεις. Εξίσου, όμως, σημαντική υπήρξε η διοργάνωση του Α΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών της ΕΕΝΣ στο Βερολίνο για τους νεοελληνιστές από τη Ρωσία και από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης, διότι για πρώτη φορά τώρα είχαν την ευκαιρία να πάρουν μέρος ελεύθερα σε ένα διεθνές συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, με την οικονομική μάλιστα υποστήριξη που έλαβε προς τον σκοπό αυτό η Οργανωτική Επιτροπή του Συνεδρίου από τη Deutsche Forschungsgemeinschaft (DFG). Τα Πρακτικά του Συνεδρίου θα κυκλοφορήσουν μέσα στο τρέχον έτος 1999 στην Αθήνα, σε δύο τόμους των περίπου 1.500 σελίδων, από τον εκδοτικό οίκο «Ελληνικά Γράμματα». Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών θα συνεχίσει την πραγματοποίηση των διεθνών συνεδρίων της ανά τετραετία σε άλλες ευρωπαϊκές πανεπιστημιουπόλεις.

Λίγο μετά το 1992, την εποχή δηλαδή που είχαν δρομολογηθεί ήδη οι ενέργειες για την ίδρυση ανεξάρτητου κλάδου Νεοελληνικών Σπουδών στο Βερολίνο, γίνεται γνωστό ότι στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου πρόκειται να δημιουργηθεί επίσης καθηγητική θέση (Professur) αποκλειστικά για τις Νεοελ­ληνικές Σπουδές. Πράγματι η θέση δημιουργήθηκε, αν και μετά την πλήρωσή της, που πραγματοποιήθηκε το 1995, είναι προς το παρόν κενή. Υπολογίζεται ότι μέσα στο 1999 θα προκηρυχθεί εκ νέου. Ας σημειωθεί ότι για τη δημιουργία της καθηγητικής θέσης των Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου η ελληνική Πολιτεία προσέφερε επισήμως μέσω του Υπουργείου Πολιτισμού το εφάπαξ ποσό των 20 εκατομμυρίων δραχμών.

Εξάλλου, τον Αύγουστο του 1994 ο καθηγητής Hans Ruge καταλαμβάνει τη νέα καθηγητική θέση (Professur) που είχε στο μεταξύ δημιουργηθεί επίσης για τα Νέα Ελληνικά στο Πανεπιστήμιο του Mainz (Germersheim). Το διδακτικό πρόγραμμα και στην περίπτωση αυτή διέπεται από καταστατικό σπουδών και έχει ως κέντρο βάρους τη μετάφραση.

Τέλος την ίδια χρονιά, 1994, άρχισε να λειτουργεί στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας μια νέα καθηγητική θέση (Professur) για τη Βυζαντινή και Νεοελλη­νική Φιλολογία, που ανέλαβε και κατέχει ο καθηγητής Günther Steffen Henrich. Το κέντρο βάρους στο διδακτικό πρόγραμμα της νέας αυτής καθηγητικής θέσης πέφτει στις Νεοελληνικές Σπουδές.

Επομένως ―και αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ιδιαιτέρως― μετά την επανένωση της Γερμανίας δημιουργήθηκαν τρεις αμιγείς καθηγητικές θέσεις Νεοελληνικών Σπουδών (Βερολίνο, Germersheim, Μόναχο), από τις οποίες η μία, του Μονάχου, είναι προσωρινώς κενή, καθώς και μία θέση Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας (Λειψία), σε μια εποχή που σε όλα τα πανεπιστήμια των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών του κόσμου όχι μόνο δεν δημιουργούνται νέες θέσεις, αλλά καταργούνται σε ευρεία κλίμακα οργανικές θέσεις και συγχρόνως ολόκληροι κλάδοι σπουδών. Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι στη σημερινή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ο κλάδος των Νεοελ­ληνικών Σπουδών άρχισε με τις τρεις αυτές νέες και αμιγείς καθηγητικές θέσεις Νεοελληνικών Σπουδών και με τις υπόλοιπες καθηγητικές θέσεις για τη βυζαντινή και νεοελληνική φιλολογία, όπως θα δούμε παρακάτω, να διαμορ­φώνει τη δική του φυσιογνωμία στο πανεπιστημιακό επίπεδο διδασκαλίας και έρευνας.

Η Γερμανική Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, που ίδρυσε το 1988 η Ισιδώρα Rosenthal-Καμαρινέα με την επωνυμία Arbeitsgemeinschaft für Neogräzistik in der Bundesrepublik Deutschland einschließlich Berlin (West) και έχει ως κύριο καθήκον να προωθεί την έρευνα στο πεδίο των Νεοελληνικών Σπουδών, οφείλει να συνεχίσει τις προσπάθειες για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου στα γερμανικά πανεπιστήμια.

Ο δρόμος, λοιπόν, που οδήγησε στη δημιουργία των πρώτων αμιγών καθη­γητικών θέσεων για τις Νεοελληνικές Σπουδές στη Γερμανία δεν ήταν εύκολος. Το πρώτο ρήγμα, όπως θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς, στην παράδοση που επικρατούσε στη Γερμανία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, να εξυπηρετούνται δηλαδή οι Νεοελληνικές Σπουδές από καθηγητές κατά κύριο λόγο βυζαντινολόγους, πραγματοποιήθηκε το 1963, όταν στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ γίνεται η Dr. Ισιδώρα Rosenthal-Καμαρινέα επίτιμη καθηγήτρια για τη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία. Πρόκειται για την πρώτη καθηγητική ανάληψη στον κλάδο αυτό στη Γερμανία. Από εδώ θα ανοίξει λίγο αργότερα ο δρόμος για την εκλογή της Rosenthal-Καμαρινέα το 1966 στο Πανεπιστήμιο του Bochum (Ruhr-Universität Bochum), όπου αναλαμβάνει την οργανική (θεσμοθετημένη) καθηγητική θέση με γνωστικό αντικείμενο τη Νεοελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία. Το γεγονός ότι στην ονομασία της θέσης προτάχτηκε, σύμφωνα με την επιθυμία της, η Νεοελληνική Φιλολογία και όχι η Βυζαντινή υπήρξε ίσως το δεύτερο βήμα προς την κατεύθυνση που αργά ή γρήγορα θα ακολουθούσαν τα πράγματα και στη Γερμανία και θα οδηγούσαν στην απελευ­θέρωση των Νεοελληνικών Σπουδών από τη συμβατική πολύ συχνά συνύπαρξή τους με τις Βυζαντινές Σπουδές. Άλλωστε η καθηγήτρια Rosenthal-Καμαρινέα είχε αναλάβει τον αγώνα αυτό πριν από την εκλογή της στα Πανεπιστήμια του Μάρμπουργκ και του Bochum και τον συνέχισε τα κατοπινά χρόνια συστημα­τικά με τα δύο περιοδικά που εκδίδει (Hellenika και Folia Neohellenica), με τη Σειρά Επιστημονικών Εκδόσεων Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Bochum, με το διδακτικό έργο της και παράλληλα με την πλούσια δραστη­ριότητα που είχε ανέκαθεν αναπτύξει για την προώθηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας και για την καθιέρωση των Νεοελληνικών Σπουδών στη Γερμανία ως αυτοτελούς πανεπιστημιακού κλάδου. Στη δραστηριότητά της αυτή εντάσσονται ακόμη η έκδοση εκ μέρους της αντιπροσωπευτικών έργων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας σε γερμανική μετάφραση, οι ποικίλες πολιτι­στικές εκδηλώσεις που διοργάνωνε, οι θεατρικές παραστάσεις ελληνικών έργων σε γερμανική μετάφραση, οι διαλέξεις που έδινε σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και του εξωτερικού και οι ραδιοφωνικές ομιλίες της για θέματα και συγγραφείς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η ιδιότητά της ως προέδρου της Γερμανικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών συντέλεσε κατά τα τελευταία χρόνια αποφασιστικά στην προώθηση του θέματος της καθιέρωσης των Νεοελληνικών Σπουδών στη γερμανική πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα μέσα της δεκαετίας 1950 ο καθηγητής Σταμάτης Καρατζάς, την περίοδο εκείνη υφηγητής και αργότερα καθηγητής της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας, θεμελιώνει στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου τις Βυζαντινές και Νεοελληνικές Σπουδές. Αργότερα, το 1971, ο καθηγητής και σήμερα τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Αθανάσιος Καμπύλης αναλαμβάνει την καθηγητική θέση και την ευθύνη του κλάδου της Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Εξάλλου, το 1985 αρχίζει ο Καμπύλης να εκδίδει τη σειρά Meletemata. Beiträge zur Byzantinistik und neugriechischen Philologie. Η θέση, λοιπόν, αυτή στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, που κατέχει από το 1994 ο καθηγητής Hans Eideneier, μαζί με εκείνη του Πανεπιστημίου του Bochum, την οποία κατέχει από το 1993 ο καθηγητής Γεώργιος Μακρής, ήταν οι δύο καθηγητικές θέσεις που η λειτουργία τους θεσπίζεται πριν από την επανένωση της Γερμανίας. Οι θέσεις αυτές εξακολουθούν να λειτουργούν σήμερα στο διδακτικό πεδίο με το ίδιο γνωστικό αντικείμενο, δηλαδή είναι θέσεις για τη Βυζαντινή και Νεοελλη­νική Φιλολογία· στο πεδίο της έρευνας, το κέντρο βάρους στην πρώτη αποτελεί η πρώιμη δημώδης νεοελληνική λογοτεχνία, ενώ στη δεύτερη το βάρος πέφτει στη βυζαντινή φιλολογία.

Στο σημείο αυτό και για την περίοδο πριν από την επανένωση της Γερμανίας οφείλει κάποιος να αναφέρει ότι στο Byzantinisch- Neugriechisches Seminar του Freie Universität Berlin, ενώ υπήρχαν περίπου επί δύο δεκαετίες δύο καθηγητικές θέσεις για τις Βυζαντινές Σπουδές (την πρώτη, C 4 Professur, θέση κατείχε ήδη από το 1966 ο καθηγητής Gustav H. Karlsson, 1909-1995), δεν υπήρχε καμιά για τις Νεοελληνικές Σπουδές. Όταν, ωστόσο, το 1971 αναλαμβάνει δίπλα στον Karlsson ο Γεώργιος Φατούρος τα καθήκοντά του ως καθηγητής Βυζαντινών Σπουδών στο Freie Universität Berlin, εντάσσει στο διδακτικό πρόγραμμά του κατά τα επόμενα χρόνια, έως το 1993, και μαθήματα νέας ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας ή/και λογοτεχνίας. Σε συνεργασία μάλιστα με τον Dr. Diether Roderich Reinsch, ο οποίος συμμετέχει την εποχή εκείνη θεσμικά στο διδακτικό και ερευνητικό πρόγραμμα του Byzantinisch- Neugriechisches Seminar του Freie Universität Berlin, κυκλοφορεί εγχειρίδιο για την εκμάθηση της Νέας Ελληνικής (Neugriechisches Lehrbuch, Berlin 1977), το οποίο διορθωμένο και εμπλουτισμένο γνώρισε δύο άλλες εκδόσεις (1980 και 1984). Επίσης, στο πλαίσιο αυτό και κατά την περίοδο από το θερινό εξάμηνο 1978 έως και το χειμερινό εξάμηνο 1979/1980 ανέλαβε σε ωρομίσθια βάση τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής στο Freie Universität Berlin ο Κωνσταντίνος Α. Δημάδης, υπότροφος τότε του DAAD στο Δυτικό Βερολίνο.

Εξάλλου, θα σημειώσουμε συνοπτικά ότι για πρώτη φορά στο Βερολίνο η νέα ελληνική γλώσσα περιλαμβάνεται το 1888 μεταξύ άλλων γλωσσών στο πρόγραμμα της πρακτικής εκπαίδευσης που εφάρμοζε το Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών της γερμανικής πρωτεύουσας. Υπεύθυνος για τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ήταν ο Ιωάννης Μητσοτάκης, από την Κρήτη, που τον διαδέχτηκε το 1906 ο κρητικός επίσης Ιωάννης Καλιτσουνάκης. Ο Καλιτσουνάκης, καθηγητής από το 1924 της Κλασικής Φιλολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, δίδασκε πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (Humboldt-Universität zu Berlin) Μεσαιωνική Φιλολογία με σύμβαση ωρομίσθιας εργασίας που ανανεωνόταν ανά εξάμηνο, ενώ μετά τη λήξη του Πολέμου συνέχισε στο Freie Universität Berlin τη διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας και μάλιστα από το 1953 έως τον θάνατό του το 1966 ως επίτιμος καθηγητής της Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής Φιλολογίας. Εξάλλου, στο Ανατολικό Βερολίνο, παρόλο που δεν δημιουργήθηκε ποτέ αμιγής καθηγητική θέση για τις Νεοελληνικές Σπουδές, ο καθηγητής Johannes Irmscher υπηρέτησε συνειδητά και συστηματικά κατά τη μεταπολεμική περίοδο και προώθησε δίπλα στις Βυζαντινές και τις Νεοελ­ληνικές Σπουδές όχι μόνο ως πανεπιστημιακός καθηγητής των Ελληνικών Σπουδών (από τη δεκαετία 1950), αλλά και από τη θέση που κατείχε στην Ακαδημία Επιστημών της Ανατολικής Γερμανίας.

Από την άποψη αυτή οφείλουμε να μνημονεύσουμε το έργο που προσέφερε από το 1968 έως το 1986 στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Μονάχου ο τώρα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Γιώργος Βελουδής.

Επίσης, στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου εργάστηκε και προσέφερε στον κλάδο των Νεοελληνικών Σπουδών τις υπηρεσίες του ο Dr. Γεώργιος Δανέζης.

Στην έδρα, εξάλλου, της καθηγήτριας Ισιδώρας Rosenthal-Καμαρινέα στο Ruhr-Universität Bochum διδάσκει σε θεσμική θέση ο συνεργάτης, αρχικά της Rosenthal-Καμαρινέα, Dr. Gerhard Emrich, ο οποίος από το 1986 συνεργάζεται με τον διάδοχο της Rosenthal-Καμαρινέα, τον βυζαντινολόγο Prof. Dr. Diether Roderich Reinsch, και συνεχίζει σήμερα να εκτελεί τα καθήκοντά του, στην ίδια θεσμική θέση (wissenschaftlicher Assistent und Lektor der Neugriechischen und Byzantinischen Philologie), ως συνεργάτης από το 1993 του διαδόχου του Reinsch, του καθηγητή της βυζαντινής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Bochum Γεωργίου Μακρή.

Εξάλλου, κατά την περίοδο πριν από την επανένωση της Γερμανίας είχε δημιουργηθεί στο Πανεπιστήμιο του Würzburg μία προσωποπαγής καθηγητική θέση με γνωστικό αντικείμενο τη Βυζαντινή και Νεοελληνική Φιλολογία, την οποία κατείχε έως τη συνταξιοδότησή του, το 1998, ο καθηγητής Ευάγγελος Κωνσταντίνου. Η θέση στο μεταξύ καταργήθηκε.

Ακόμη, πρέπει να αναφέρουμε ότι στο Πανεπιστήμιο του Göttingen η νέα ελληνική γλώσσα και η φιλολογία αντιπροσωπεύονται κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στο επίπεδο της διδασκαλίας και της έρευνας με επικεφαλής τον καθηγητή Αλέξανδρο Σιδερά. Πρόσφατα μάλιστα κατέστη δυνατόν να εγκριθεί και στο Göttingen καταστατικό σπουδών για τις Νεοελληνικές Σπουδές, ώστε στο εξής επιτρέπται η διενέργεια πτυχιακών εξετάσεων. Δίπλα στον Αλέξανδρο Σιδερά προσφέρει στο ίδιο Πανεπιστήμιο τις υπηρεσίες της στη διδασκαλία και την έρευνα των Νεοελληνικών Σπουδών η Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα.

Στην Κολωνία, επίσης, παρόλο που δεν δημιουργήθηκε ποτέ οργανική καθηγητική θέση για τις Νεοελληνικές Σπουδές, ο κλάδος εξακολουθεί να στεγάζεται πάντα κάτω από τις Βυζαντινές Σπουδές. Στην Κολωνία, όπου για πολλά χρόνια την ευθύνη των Νεοελληνικών Σπουδών είχε ο καθηγητής Hans Eideneier, σήμερα διδάσκουν η Dr. Ιωάννα Μυλωνάκη και η επίτιμη καθηγή­τρια Έλση Μαθιοπούλου-Τορναρίτου.

Επιπλέον, πρέπει να μνημονεύσουμε το Λεκτοράτο για τη νέα ελληνική γλώσσα που λειτουργεί στο πλαίσιο των Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Tübingen, όπου επί σειρά ετών διδάσκει ο Dr. Στέφανος Λαμπρινός.

Θα αναφέρουμε, επίσης, την πλούσια και καρποφόρα δραστηριότητα που έχει αναπτύξει ο Αναστάσιος Κατσανάκης όσον αφορά τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο και στην περιοχή του Münster. Στο έργο του, ο Κατσανάκης έχει βρει ένθερμους υποστηρικτές και συμπαραστάτες τoν καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Münster Prof. Dr. Horst-Dieter Blume και τον καθηγητή στο Ινστιτούτο Γεωγραφίας (Institut für Geographie), επίσης στο Πανεπιστήμιο του Münster, Prof. Dr. Cay Lienau. Και οι δύο πανεπιστημιακοί καθηγητές, ο καθένας μέσα από την έρευνά του, με τη διδασκαλία του και με τις άλλες δραστηριότητες που αναπτύσσει, προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στην προώθηση των Νεοελληνικών Σπουδών στη Γερμανία. Όπως πληροφορούμαι, υπό την εποπτεία του καθηγητή Horst-Dieter Blume εκπονείται στο Πανεπι­στήμιο του Münster διδακτορική διατριβή από τον Frank Bretschneider, εκπαιδευτικό στη Μέση Εκπαίδευση της Γερμανίας, με θέμα την επίδραση που άσκησε η Οδύσσεια του Ομήρου στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του Νίκου Καζαντζάκη.

Δυστυχώς, φαίνεται να λιγοστεύουν με τον καιρό οι ελπίδες να διατηρηθεί το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Στη θέση αυτή δίδαξε και προσέφερε για μεγάλο χρονικό διάστημα τις υπηρεσίες της η Dr. Έλση Μαθιοπούλου-Τορναρίτου, η οποία στη συνέχεια έλαβε τον τίτλο της επίτιμης καθηγήτριας για τη Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Η θέση της Βόννης συντηρείται προσωρινά με σύμβαση ωρομίσθιας εργασίας, που ανανεώνεται κάθε εξάμηνο. Την ευθύνη της διδασκαλίας έχει η Dr. Ίλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister.

Το ζήτημα των εντεταλμένων σε διάφορα Ινστιτούτα Κλασικών και Βυζαντινών Σπουδών για τη διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας σε ωρομίσθια βάση αποτελεί δυστυχώς ένα πρόβλημα που δεν μπόρεσε να βρει έως σήμερα τη λύση του, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που έχουν γίνει. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η συμβολή των συναδέλφων αυτών στον χώρο της διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής και της διάδοσης της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας σε διάφορα πανεπιστήμια της Γερμανίας υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ανεκτίμητη. Ενδεικτικά αναφέρω κατά αλφαβητική σειρά τα ονόματα της Μαρίας Christmann-Πετροπούλου (Universität Heidelberg), του Σ. Μανιάτη (Universität Frankfurt), της Παρασκευής Σιδερά-Λύτρα (Georg-August Universität Göttingen), της Dr. Κυριακής Χρυσομάλλη-Henrich (Christian-Albrechts-Universität zu Kiel). Εξάλλου, πρέπει να αναφέρουμε ότι στο Πανεπι­στήμιο του Mainz ο καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας Dietram Müller προωθεί παράλληλα τη διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας.

Τέλος, ας σημειωθεί ότι ο καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Erlangen-Nürnberg (δεύτερο σε μέγεθος Πανεπιστήμιο της Βαυαρίας μετά το Πανεπιστήμιο του Μονάχου) Egert Pöhlmann καταβάλλει προσπάθειες, μαζί με τη συνεργάτριά του Dr. Ιωάννα Σπηλιοπούλου, να πραγματοποιηθεί η εισαγωγή της Νέας Ελληνικής ως κατ’ επιλογήν γλώσσας στο πρόγραμμα των Γυμνασίων του ομοσπονδιακού κράτους της Βαυαρίας (των σχολείων δηλαδή της Μέσης Εκπαίδευσης από τα οποία οι απόφοιτοι έχουν το δικαίωμα να περάσουν κατευθείαν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση). Στο εξής ο βαθμός του μαθήματος της Νέας Ελληνικής θα καταχωρίζεται στο απολυτήριο (Abitur) των μαθητών που το επέλεξαν. Είναι, όμως, γνωστό ότι οι Γερμανοί πτυχιούχοι διαφόρων κλάδων, οι οποίοι επιθυμούν να εργαστούν ως καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία ενός κράτους της Ομοσπον­διακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, είναι υποχρεωμένοι να υποστούν προηγου­μένως τη δοκιμασία κρατικών εξετάσεων. Η επιτυχία του καθηγητή Pöhlmann ήταν ότι κατόρθωσε, μετά μακροχρόνια προσπάθεια, να ανατεθεί στην έδρα που κατέχει η ευθύνη διεξαγωγής των κρατικών εξετάσεων για τη νέα ελληνική γλώσσα στο ομοσπονδιακό κράτος της Βαυαρίας. Ήδη έχουν δηλώσει συμμε­τοχή στις προσεχείς εξετάσεις για τη Νέα Ελληνική επτά γερμανοί καθηγητές, οι οποίοι ήδη υπηρετούν στη Μέση Εκπαίδευση της Βαυαρίας, και είναι επίσης γνωστός ο αριθμός των υποψηφίων για τη μεθεπόμενη εξεταστική περίοδο. Η επιτυχία αυτή οφείλεται χωρίς αμφιβολία και στην επιστημονική συνεργάτρια Dr. Ιωάννα Σπηλιοπούλου, η οποία φρόντισε να οικοδομήσει κάτω από τη σκέπη της έδρας των Αρχαίων Ελληνικών το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της νεοελληνικής γλώσσας για όσους φοιτητές επιθυμούν να διδάξουν αργότερα, μαζί με άλλα μαθήματα, τη νέα ελληνική γλώσσα στη Μέση Εκπαίδευση της Βαυαρίας. Παράλληλα το πρόγραμμα αυτό των Νεοελληνικών στο Πανεπι­στήμιο του Erlangen-Nürnberg δίνει τη δυνατότητα σε φοιτητές και φοιτήτριες άλλων κλάδων, εφόσον το επιθυμούν, να αποκτήσουν το δίπλωμα επάρκειας στη νέα ελληνική (UNICERT III). Τα μαθήματα της νέας ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού τα διδάσκει εδώ και πολλά χρόνια η Ιωάννα Σπηλιοπούλου με ανάθεση διδασκαλίας σε ωρομίσθια βάση. Εξάλλου, τα μαθήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας και της γλωσσολογίας έχουν ανατεθεί με την έναρξη του τρέχοντος χειμερινού εξαμήνου 1999 στην καθηγήτρια Έλση Μαθιοπούλου-Τορναρίτου επίσης σε ωρομίσθια βάση. Αν, λοιπόν, αναφέρθηκα περισ­σότερο στην περίπτωση του Πανεπιστημίου Erlangen-Nürnberg, είναι γιατί η προσπάθεια του καθηγητή Pöhlmann αποτελεί μια νέα αξιοσημείωτη εξέλιξη στον χώρο των Νεοελληνικών Σπουδών στη Γερμανία, και, επιπλέον, για να τονίσω ακόμη μια φορά τον αποφασιστικό ρόλο που μπορεί να παίξει για την παραπέρα ανάπτυξη του κλάδου η ατομική προσπάθεια συναδέλφων από άλλους κλάδους σπουδών με τους οποίους οι Νεοελληνικές Σπουδές μπορούν άριστα να συνεργαστούν και με τον τρόπο αυτό να διευρύνουν τόσο τις επαγγελματικές δυνατότητες των φοιτητών τους στην αγορά εργασίας όσο και τις ερευνητικές προοπτικές τους στο διεπιστημονικό επίπεδο. Η έδρα του Καθηγητή Pöhlmann θα έχει στο εξής στη Βαυαρία την ευθύνη διεξαγωγής των κρατικών εξετάσεων για τη νέα ελληνική γλώσσα.

Επομένως, στη Γερμανία δημιουργήθηκαν μετά το 1990 και υφίστανται σήμερα (1999):

α) τρεις αμιγείς καθηγητικές θέσεις Νεοελληνικών Σπουδών (στο Βερολίνο, στο Germersheim και στο Μόναχο) και

β) τέσσερις καθηγητικές θέσεις Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, από τις οποίες σε εκείνη του Πανεπιστημίου του Bochum απλώς προτάσσεται στην ονομασία το «Νεοελληνική» και όχι το «Βυζαντινή» Φιλολογία, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί πραγματική διαφοροποίηση σε ό,τι αφορά το διδακτικό και ερευνητικό πρόγραμμα της θέσης· στο πρόγραμμα του Bochum η έμφαση δίνεται απολύτως στις Βυζαντινές Σπουδές.

Συνοπτικά και σε σχέση με τις Βυζαντινές Σπουδές στη σημερινή Γερμανία, είναι φανερό ότι ο κλάδος των Νεοελληνικών Σπουδών βαδίζει σταθερά προς τη χειραφέτησή του από τα προγράμματα διδασκαλίας και έρευνας του κλάδου των Βυζαντινών Σπουδών, πράγμα που έχει ήδη επιτευχθεί μετά την εισαγωγή του στα τρία παραπάνω Πανεπιστήμια σε επίπεδο καθηγητικής θέσης (Professur) και μετά την καθιέρωση αυτοτελών διδακτικών προγραμμάτων Νεοελληνικών Σπουδών. Η Γερμανική Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, με την ίδρυσή της το 1988, συντέλεσε στην εξέλιξη αυτή, οφείλει όμως να συνεχίσει τις προσπάθειες για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου στα γερμανικά πανεπιστήμια.

Στο άμεσο μέλλον, ο νέος κύριος και αυτοτελής πανεπιστημιακός κλάδος των Νεοελληνικών Σπουδών στη Γερμανία χρειάζεται από τη μια μεριά να συνεχίσει τη συνεργασία με τις Βυζαντινές και με τις Κλασικές Σπουδές, από την άλλη όμως πρέπει να σπεύσει να διευρύνει συστηματικά τις σχέσεις του και να αποκαταστήσει αποτελεσματική συνεργασία με άλλους κλάδους σπουδών, στα γνωστικά πεδία κυρίως της ιστορίας, της συγκριτικής φιλολογίας, της οικονομίας και των διεθνών σχέσεων. Για μια τέτοια, ωστόσο, συνεργασία απαιτείται να υπάρχει σωστή και επαρκής υποδομή, να συγκροτηθούν προπάντων ενημερωμένες βιβλιοθήκες Νεοελληνικών Σπουδών, οι οποίες θα στηρίξουν το διδακτικό και επιστημονικό έργο και θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον φοιτητών και ερευνητών από άλλους κλάδους σπουδών. Η καθηγη­τική θέση των Νεοελληνικών Σπουδών στο Freie Universität Berlin ανέλαβε ήδη από τα πρώτα βήματα της ιστορίας της να οικοδομήσει μια σημαντική βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών, με επιχορηγήσεις δημόσιων και ιδιωτικών φορέων από την Ελλάδα και την Κύπρο και με τη φιλοδοξία να την καταστήσει μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια τη σημαντικότερη βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών στον γερμανόφωνο χώρο και ευρύτερα στην Κεντρική Ευρώπη.

Εξάλλου, το Α΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών της Ευρω­παϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (ΕΕΝΣ) κατέδειξε τον περασμένο Οκτώβριο στο Βερολίνο την ανάγκη να δοθεί από τους υπεύθυνους των Νεοελληνικών Σπουδών, αδιακρίτως συνόρων, προτεραιότητα στο ζήτημα της διεπιστημονικότητας· το κριτήριο αυτό πρέπει στο εξής να διέπει τα διδακτικά και ερευνητικά προγράμματα των Νεοελληνικών Σπουδών, αν οι σπουδές αυτές θέλουν να επιβιώσουν κατά τα προσεχή τριάντα χρόνια σε ορισμένα τουλάχιστον ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Περιορισμένα φιλολογικά προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών είναι αδύνατον να βρουν στο άμεσο μέλλον ανταπόκριση στις απαιτήσεις και τις ανάγκες των φοιτητών, ενώ, συγχρόνως, ο αριθμός των εγγεγραμμένων φοιτητών κάθε πανεπιστημιακού τμήματος αποτελεί ήδη (βασικό) κριτήριο για τη διατήρηση ή για την κατάργηση του τμήματος. Υπογραμμίζω ότι το ολλανδικό Υπουργείο Παιδείας εφάρμοσε το κριτήριο αυτό ήδη με την αναδιοργάνωση που επέβαλε το 1981 στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση της χώρας, όταν καταγήθηκαν τμήματα σπουδών και συγχωνεύτηκαν πανεπιστημιακές σχολές, με αποτέλεσμα να καταργηθούν αυτομάτως, σε ποσοστό ±22%, και οι θέσεις του επιστημονικού/διδακτικού προσωπικού των πέντε ολλανδικών πανεπιστημίων.

Univ.-Prof. Dr. Konstantinos A. Dimadis

(Freie Universität Berlin, 21. März 1999)



Κατηγορίες Νεοελληνικές σπουδές