Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Κατερίνα Σεραϊδάρη

Το θρησκευτικό πανηγύρι στην Σίφνο ή η νεωτερικότητα κάποιων παραδοσιακών κοινωνικών δομών

Σύμφωνα με την Ελληνίδα ανθρωπολόγο Αλεξάνδρα Μπακαλάκη[1], «στα σκετς που παίζαμε όταν ήμουν στο δημοτικό, πριν από τριάντα τόσα χρόνια, ο γυναικείος ρόλος με το περισσότερο γόητρο ήταν της «Ελλάδας», η οποία παρουσιαζόταν με γαλανόλευκη φορεσιά δεμένη με αλυσίδες». Και αν οι σχολικές εορτές της δεκαετίας του εβδομήντα αναπαρήγαγαν εικονογραφικά μοντέλα που είχαν την πηγή τους στον νεοελληνικό Διαφωτισμό ; Η παράσταση της Ελλάδας αλυσοδεμένης και σκλάβας είναι ένα μοτίβο εικονογραφικό και ρητορικό που εμφανίζεται από το τέλος του 18ου αιώνα στα βιβλία των περιηγητών και στην αψίδα θριάμβου προς τιμήν της Αικατερίνης της Β΄ το 1778, κατά την διάρκεια της περιοδείας της στην Κριμαία[2]. Είναι γνωστή επίσης η εικονογραφική σειρά (σε γκραβούρες, λιθογραφίες και σε πίνακες), η οποία παρουσιάζει από τις αρχές του 19ου και έως τον 20ο αιώνα τον Ρήγα με τον Κοραή να υποστηρίζουν αμφότεροι την Ελλάδα, μια γυναίκα φτωχή, πληγωμένη και με κουρελιασμένα ρούχα[3].

Πόση είναι η απόσταση που χωρίζει τις εθνικές σχολικές εορτές από τα θρησκευτικά πανηγύρια; Σε μερικές περιπτώσεις, καμμία, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σήμερα με την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών στην Σίφνο. Την μαθητική αυτή γιορτή προσδιορίζει το τοπικό έθιμο της κυκλοφορίας των εικόνων από το ένα σπίτι στο άλλο. Στην Σίφνο, περίπου 300 εικόνες υπάγονται στο σύστημα αυτό της κυκλοφορίας κι επισκέπτονται την εκκλησία, στην οποία ανήκουν, μόνο μια φορά τον χρόνο, την ημέρα της εορτής τους. Tα έξοδα του πανηγυριού τα αναλαμβάνει κάθε χρόνο άλλος πανηγυράς, ο οποίος παίρνει την τιμώμενη εικόνα στο σπίτι του για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που ορίζει το έθιμο. Αυτή η τιμητική θέση τού επιτρέπει να ενισχύσει το κύρος του μέσα στην τοπική κοινωνία, να ενσωματωθεί γρηγορότερα αν είναι ξένος στο νησί ή να ανανεώσει τους δεσμούς του με τα άλλα μέλη της κοινότητας αν είναι Σίφνιος στην καταγωγή και μετανάστης στο εξωτερικό για πολλά χρόνια. Ο θεσμός αυτός επιτρέπει και στις γυναίκες να προβληθούν μέσα στον ευρύτερο χώρο της κοινότητας και ν’αναλάβουν ένα δημόσιο ρόλο.

Η σημαντική θέση που κατέχει η θρησκεία στην ελληνική κοινωνική πραγματινότητα επιβάλλει την ανθρωπολογική εξέταση του σύγχρονου θρησκευτικού πανηγυριού, όπου διαφορετικές κατηγορίες προσώπων διαπραγματεύονται την σύνδεσή τους με θρησκευτικά τοπικά σύμβολα. Η λαογραφία, επιστήμη έντονα επηρεασμένη από τις νεοκλασσικές ιδέες του Διαφωτισμού[4] και το ρομαντικό κίνημα, προσπάθησε να τονίσει την συλλογική διάσταση των παραδοσιακών αυτών εκδηλώσεων και να τις αναγάγει στο αρχαιοελληνικό παρελθόν, ως απόδειξη της πολιτισμικής συνέχειας του γένους από την αρχαιότητα έως σήμερα. Το θρησκευτικό πανηγύρι είναι όμως και ο κατεξοχήν χώρος της ατομικής έκφρασης, στοιχείο που διαφεύγει συχνά της προσοχής των λαογράφων και που δένει το πανηγύρι με τις ιδέες του Διαφωτισμού περί ατομικότητας. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και στην περίπτωση των πανηγυριών στην Σίφνο, τα οποία δεν είναι ένα απολίθωμα του αρχαίου παρελθόντος με στατική δομή και συλλογικό χαρακτήρα. Είναι ένας ζωτικός χώρος διακίνησης ιδεών, οικονομικών συναλλαγών και διαπραγματεύσεως γοήτρου, όπου τα μέλη μιας κοινότητας συναγωνίζονται μεταξύ τους κι εκφράζουν τις συγκεκριμένες ατομικές τους επιδιώξεις. Στην Σίφνο, ο όρος «αδελφάτο» περιγράφει την συντροφιά (που μπορεί να είναι, για παράδειγμα, ο Σύλλογος των Εκπαιδευτικών) που μοιράζεται τόσο τα έξοδα ενός πανηγυριού όσο και την φιλοξενία μιας εικόνας[5], επιβεβαιώνοντας έτσι δεσμούς, μεταξύ άλλων, επαγγελματικούς. Ο θεσμός του πανηγυρά αποκτά έτσι μια συλλογική χροιά. Αλλά και πάλι, οι ατομικές συμπεριφορές και το κοινωνικό γόητρο διαφοροποιούν τα μέλη της αδελφότητας και καθορίζουν τα δικαιώματα του καθενός : ο διευθυντής του Συλλόγου των Εκπαιδευτικών και η θεολόγος θα παίξουν οπωσδήποτε μεγαλύτερο ρόλο στις εορταστικές εκδηλώσεις από έναν αναπληρωτή. Το θρησκευτικό πανηγύρι αντανακλά τελικά την κοινωνική ιεραρχία της εκάστοτε επαγγελματικής αδελφότητας.

Για να ξαναγυρίσουμε στην συγκεκριμένη σχολική εκδήλωση των Τριών Ιεραρχών στην Σίφνο, αυτή έχει την μορφή θρησκευτικού πανηγυριού που λαμβάνει χώρα στις 30 Ιανουαρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, η εικόνα των Τριών Ιεραρχών πηγαινοέρχεται από χρόνο σε χρόνο μεταξύ του δημοτικού σχολείου και του γυμνασίου-λυκείου[6]. Μόνο που οι πρωταγωνιστές της γιορτής αυτής είναι μαθητές και όχι ενήλικα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Βεβαίως, όπως πολλές εκδηλώσεις που έχουν παραδοσιακή δομή, αυτή η σχολική εορτή δεν είναι ούτε αυθόρμητη ούτε παμπάλαια έκφραση της τοπικής κοινωνίας. Η επιτόπια έρευνα μού επέτρεψε ν’ανακαλύψω ότι ο Αντώνης Τρούλλος, ένας τοπικός δάσκαλος (συγγραφέας και, τα τελευταία χρόνια, ο κατεξοχήν λαογράφος του νησιού), ήταν ο δημιουργός αυτού του καινούργιου εθίμου γύρω στα 1960[7].

Είναι κοινός τόπος ότι ο Διαφωτισμός προήγαγε την ιστορικότητα στην νεοελληνική συνείδηση. Είναι επίσης γνωστό ότι οι διάφοροι Έλληνες εκπρόσωποι του Διαφωτισμού θεωρούσαν το θέατρο ως το κοινό σχολείο των ανθρώπων, που μπορούσε να συμβάλλει στην απελευθέρωση της χώρας[8]. Κατά την γνώμη μου, και οι δυο αυτοί παράγοντες, το καινούργιο ενδιαφέρον για την ιστορική διάσταση και την θεατρική έκφραση, επηρέασαν το θρησκευτικό πανηγύρι, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που αυτό είναι εμποτισμένο από εθνικιστικές τάσεις[9]. Η εορτή των Τριών Ιεραρχών στην Σίφνο λαμβάνει χώρα στην ιστορική μονή Χρυσοστόμου στην Φυτειά, στο Κάτω Πετάλι, που, σύμφωνα με μία άποψη, λειτούργησε για 37 χρόνια ως Σχολή του Παναγίου Τάφου, από το 1650 έως το 1687. Μια επιγραφή που βρέθηκε σε μαρμάρινη πλάκα «δείχνει ολοφάνερο το ξεσηκωμό δασκάλων και μαθητών της Σχολής, που ορκίστηκαν εκεί για την ελευθερία της Πατρίδας» τον Φλεβάρη του 1653[10]. Μια πλάκα από μέταλλο, που βρίσκεται σήμερα στο εσωτερικό του ναού, απέναντι από την κεντρική είσοδο, αναπαράγει την πρωτότυπη επιγραφή του όρκου που φαίνεται ότι έδωσαν οι νέοι της Σχολής. Αυτή η αρκετά δημοφιλής άποψη εμπνέεται από τα εθνικιστικά ιδεώδη που είναι διάχυτα στην ελληνική κοινωνία και που προβάλλουν την αυτοθυσία των νέων για την πατρίδα. Αντίθετη θέση έχει υιοθετήσει ο ιστορικός της Σίφνου, Σίμος Συμεωνίδης, ο οποίος θεωρεί ότι η μονή Χρυσοστόμου λειτούργησε από το 1650 έως το 1834 ως μονή γυναικών, και χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο μόνο μετά την διάλυση του μοναστηριού από την Βαυαρική διοίκηση, για περίπου είκοσι χρόνια (1835-1854). Όσο για τις επιγραφές της Φυτείας, που δημοσιεύτηκαν το 1957, έτυχαν από κριτικούς σφοδρών επικρίσεων για τον «μυθιστορηματικόν χαρακτήρα» τους[11].

Εάν η κριτική αυτή άποψη ευσταθεί, τότε όλη η δομή της τοπικής εορτής των Τριών Ιεραρχών και το συμβολικό της νόημα θα έπρεπε να αμφισβητηθούν. Το θέμα είναι το πότε λειτούργησε η Σχολή στο χώρο του μοναστηριού, γεγονός που η σημερινή γιορτή προσπαθεί να τιμήσει δηλώνοντας την συνέχεια μεταξύ της τότε νεολαίας και της σημερινής μαθητικής κοινότητας : πριν την Επανάσταση, οπότε ο ρόλος της θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικός ως προπαρασκευαστήριο του αγώνα, ή μετά την Επανάσταση, οπότε ο ηρωικός χαρακτήρας της υποχρεωτικά εξαφανίζεται. Είναι γνωστό ότι από το 1687 λειτούργησε σχολή στην Σίφνο με το όνομα Κοινόν Παιδευτήριον του Αρχιπελάγους[12] στο Μετόχι του Αγίου Τάφου που παραχώρησε ο Πατριάρχης Δοσίθεος στην Κοινότητα, και που βρίσκεται κάτω από το Κάστρο. Το θέμα είναι να αποδειχτεί η ύπαρξη σχολής και νωρίτερα από αυτή την ημερομηνία, και μάλιστα σε άλλο χώρο ακόμη πιο εμβληματικό : σε ένα τοπικό μοναστήρι. Τονίζεται έτσι ο παραλληλισμός μεταξύ των δύο διαφορετικών δραστηριοτήτων που χαρακτήριζαν στο παρελθόν αυτό το μοναστήρι : από την μιά, οι μοναχές που υπηρετούσαν τον Θεό κι από την άλλη, οι μαθητές που σπούδαζαν για να υπηρετήσουν την πατρίδα, έτοιμοι να αγωνιστούν με την πένα και το όπλο. Όπως μού είπαν η θεολόγος και ένας ιερέας μετά το τέλος της εορτής των Τριών Ιεραρχών το 1998, «από αυτή την μονή ξεκίνησε η Επανάσταση του΄21». Νομίζω μάλιστα ότι η παράδοση για λειτουργία σχολείου στο συγκεκριμένο μοναστήρι υπήρχε πριν την ανακάλυψη της επιγραφής. Στα κάλαντα που έγραψε ο Ζαννής Ι. Ονούφριος το 1948 γίνεται ήδη λόγος για την Σίφνο που «στα χρόνια τα παλιά, μόνο εσύ είχες σχολειά» και που ήταν «των γραμμάτων η κοιτίδα», και για την Σχολή του Χρυσοστόμου, όπου εσπούδασαν πολλοί εκεί «τότε χρήσιμοι πολίτες, σεβαστοί μητροπολίτες». Από την ίδια ιδέα διαποτίζονται και τα κάλαντα του 1952, γραμμένα από τον Απόστολο Χρύσο (Φυρό) [13] :

Κι όταν στα χρόνια της σκλαβιάς, ήτανε ο ρωμιός ραγάς,
Συ [δηλ. Η Σίφνος] εβάσταγες τη δάδα, να φωτίσεις την Ελλάδα.
Του Χρυσοστόμου η Σχολή, τροφοδοτούσε τη φυλή,
Από κήρυκες μεγάλους, ιεράρχες και δασκάλους.

Η θέση του Σ. Συμεωνίδη αμφισβητεί εκ θεμελίων όλο αυτό το ιδεολογικά προσφιλές οικοδόμημα, φανερώνοντας τις πολλαπλές δυνατότητες ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η επιλεγμένη ανάγνωση μιας συγκεκριμένης μαρτυρίας του παρελθόντος -μιας δυσανάγνωστης επιγραφής-, από ένα επιστήμονα που με την θεωρία του επιβεβαίωνε παλαιότερες λαϊκές παραδόσεις, έγινε σταδιακά μέρος ουσιαστικό της τοπικής ταυτότητας και αυτο-παρουσίασης. Εκδηλώθηκε στην συνέχεια ένας ιδεολογικός ανταγωνισμός μεταξύ αυτών που θεωρούν την επιλεγμένη ανάγνωση ορθή και αυτών που την κρίνουν λανθασμένη και μεροληπτική. Πώς μπορεί όμως μια ορθολογική κρίση που εκφράζεται σ’ένα εξειδικευμένο περιοδικό μικρής κυκλοφορίας να επηρεάσει ένα έθιμο, που αν και πρόσφατα θεσμοποιημένο, αναπαράγει μια πολύχρονη θρησκευτική τοπική παράδοση και κολακεύει το τοπικιστικό αίσθημα των ντόπιων ;

Τέτοιου είδους διλήμματα φανερώνουν τις αντιφάσεις που κληροδότησε ο Διαφωτισμός στην νεοελληνική κοινωνία. Η κριτική λόγια διάθεση έρχεται συχνά σε αντιπαράθεση με την μυθοπλαστική διάθεση άλλων λογίων που θεωρούν το θρησκευτικό πανηγύρι ως τον κατάλληλο χώρο για την καλλιέργεια του «πατριωτικού» ιδεώδους ενός Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού[14]. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η αντίθεση των απόψεων ενός τοπικού ιστοριογράφου με τις απόψεις του τοπικού λαογράφου (ο οποίος στηρίζεται από συγκεκριμένους κληρικούς, από προηγούμενες παραδόσεις, αλλά και από την τοπική κοινωνία που έχει υιοθετήσει πλέον τον συγκεκριμένο εορτασμό και την ιδεολογική ανατίμηση της προσφοράς του νησιού στην Ελληνική ιστορία που αυτός συνεπάγεται) είναι ενδεικτική της αντίθεσης μεταξύ της ανάγκης για επιστημονική ακρίβεια και της ανάγκης μυθοπλαστικής στήριξης της κυριαρχούσας εθνικής ιδεολογίας σε τοπικό επίπεδο. Το θέμα είναι η παραγωγή της γνώσης σε τοπικό επίπεδο και το ποιός ελέγχει τόσο την ορθότητα όσο και την χρήση αυτής της παραγωγής γνώσης[15]. Όταν ζήτησα από τον Αντώνη Τρούλλο να μού διηγηθεί την ιστορία της καθιέρωσης της εορτής των τριών Ιεραρχών, άρχισε την αφήγησή του από την εύρεση μιας μεγάλης εικόνας των τριών Ιεραρχών στο πατάρι μιας εκκλησίας το 1957. Όπως είδαμε, αυτή είναι η χρονιά που δημοσιεύτηκαν οι επιγραφές της Φυτείας, για τις οποίες ο λαογράφος δεν μού ανέφερε τίποτα. Είναι άραγε τυχαία αυτή η σύμπτωση των ημερομηνιών ; Σύμφωνα πάντα με τον λαογράφο, ο οποίος ανέλαβε μέσα σε πλαίσια θεσμοποιημένης Επιτροπής και την αναστήλωση της μονής Χρυσοστόμου, η σημερινή μορφή της γιορτής των τριών Ιεραρχών καθιερώθηκε επίσημα την χρονιά που έγιναν τα εγκαίνια της μεταλλικής πλάκας που αντιγράφει τον όρκο του 1653.

Η νεοσύστατη εορτή φαίνεται να είναι λοιπόν η λόγια απάντηση με λαϊκό ένδυμα στην (ορθή ή μυθοπλαστική) «επιστημονική ανακάλυψη» μιας επιγραφής. Υποδηλώνει μάλιστα ποιά πρέπει να είναι τα ιδανικά των νέων και η κατεύθυνση της σχολικής διαπαιδαγώγισης, η οποία, όταν συνδυάζει τις δύο συνισταμένες της επίσημης ελληνικής ιδεολογίας (την εθνική και την θρησκευτική), θεωρείται ο κατάλληλος ρυθμιστής της ηθικής συμπεριφοράς των νέων, τόσο σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν όσο και στο παρόν. Αυτή η συμβατική εικόνα της παιδείας (το μοναστήρι, ο κρυφός και συνομωτικός όρκος, η επαναστατικότητα των νέων που είναι υγιής όταν έχει πατριωτικό χαρακτήρα) φέρνει στον νου τον τόσο διαδεδομένο «εθνικό» μας μύθο του κρυφού σχολειού (και όπως είδαμε, ο Α. Τρούλλος κάνει σε κάλαντα του 1964 σαφή μνεία στον μύθο αυτό). Η σχολική εορτή της Σίφνου γίνεται τελικά ο χώρος σύγκλισης των παραδοσιακών αξιών του θρησκευτικού πανηγυριού, της νεωτερικής εθνικιστικής ιδεολογίας και των παιδαγωγικών αξιών που πρέσβευε ο Διαφωτισμός[16]. Με την βοήθεια του πατριωτικού ιδανικού, η έγνοια της πειθάρχησης του σώματος και της συγκράτησης των παθών μέσα από την παιδεία βρίσκει νέους συλλογικούς τρόπους διοχέτευσης, που σχετίζονται με την υπεράσπιση μιας διαρκούς απειλούμενης πατρίδας. Αυτό το νέο ιδεώδες άσκησης και αυταπάρνησης αντικαθιστά, ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα, την ασκητική χριστιανική ηθική.

Το παράδειγμα αυτό της Σίφνου μπορεί να συμβάλλει στην διεύρυνση της σημασίας του θρησκευτικού πανηγυριού, ως χώρου νεωτερικότητας και, ταυτόχρονα, πολιτισμικής συνέχειας. Μπορεί να συμβάλλει όμως και στην επανεξέταση των στερεοτύπων που αφορούν τον Διαφωτισμό : πώς τελικά το λόγιο κίνημα του Διαφωτισμού και οι ιδέες του περί του φωτισμού του γένους επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει τον χώρο των λαϊκών θρησκευτικών εκδηλώσεων, που θεωρούν ότι ξαναζωντανεύουν την θριαμβευτική ιστορία της απελευθέρωσης των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό.

 

 

[1] Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, «Λόγοι για το φύλο και αναπαραστάσεις της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας στην Ελλάδα του 19ου και 20ου αιώνα», στο Δήμητρα Γκέφου-Μαδιανού, Ανθρωπολογική θεωρία και εθνογραφία. Σύγχρονες τάσεις, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1998, σσ. 568.

[2] Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα, Ερμής, 1985 (τέταρτη έκδοση), σσ. 46-48.

[3] Vassia Karkayanni-Karabélia, «Rhigas Vélestinlis. Iconographie et historiographie», p.121-140, in Actes du colloque international, Rhigas Vélenstinlis (1757-1798). Intellectuel et combattant de la liberté, Paris, UNESCO / Éditions DESMOS, 2002.

[4] Είναι ενδεικτικό ότι ο Κοραής χαρακτηρίζεται ως «λαογράφος ευκαιριακός» και θεμελιωτής της γλωσσικής λαογραφίας από τον Κώστα Β. Κουκουρίδη (Στοιχεία λαογραφίας στο έργο του Κοραή, Αθήνα, χορηγός εκδόσεως Κοινωφελές Ίδρυμα Κ. Β. Τσαπάλα-Χίος, Συμβολή στον εορτασμό των 250 χρόνων από την γέννηση του Κοραή, 1998, σσ. 7). Για την άποψή του αυτή, ο Κ. Κουκουρίδης στηρίζεται στις μαρτυρίες του Δ. Λουκάτου, Κ. Ρωμαίου και Ν. Γ. Πολίτη (σσ. 15). Αναγνωρίζει βέβαια ότι δεν έχει ο Κοραής «την αγάπη του λαογράφου στις λαϊκές εκδηλώσεις» (σσ. 126) και ότι ο αγώνας του κατά των προλήψεων «είναι η κύρια αιτία της εφεκτικής και συχνά αρνητικής στάσεώς του στην λαογραφία» (σσ. 127). Δέχεται παρ’όλα αυτά ότι τα Άτακτα του Κοραή αποτελούν την «πρώτη αναίρεση της θεωρίας του Falmerayer, προτού καν εκδηλωθεί» (σσ. 15).

[5] Ας διευκρινισθεί στο σημείο αυτό ότι ο θεσμός του αδελφάτου των Εκπαιδευτικών δεν έχει καμμία ιδιαίτερη σχέση με την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών.

[6] Για μια αναλυτική παρουσίαση του τοπικού εορταστικού πλαισίου, δες Katerina Seraïdari, Le culte des icônes en Grèce, Toulouse, Presses Universitaires du Mirail, 2005.

[7] Υπάρχει και η γραπτή μαρτυρία του αρχιμανδρίτη Φιλαρέτου Βιτάλη (Η χαρά στη ζωή μας κατά τους αγίους τρεις Ιεράρχες, Ομιλία στην σχολική εορτή της Τήνου, Αθήναι, έκδοσις Σιφνιακού πνευματικού Ιδρύματος «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος» Μονγκού, 1986, σσ. 12), ο οποίος χαρακτηρίζει τον «ζηλωτή» δάσκαλο «ανακαινιστή του ιστορικού τούτου χώρου και καθιερωτή της παρούσης εδώ γιορτής». Γύρω από τις διαδικασίες επινόησης της παράδοσης, είναι γνωστή η θεωρητική προσφορά του Eric Hobsbawm και Terence Ranger (The invention of tradition, Cambridge, Cambridge University Press, 1983).

[8] Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ό.π., σσ. 72 και σσ. 167-168.

[9] Δες Stathis Gourgouris, Dream nation. Enlightenment, Colonization and the Institution of Modern Greece, Stanford, Stanford University Press, 1996, p.15 : «The Nation is just that social form in the age of Enlightenment (the age of disenchantment / demythification, as Horkheimer and Adorno would say) that evolves a new way of producing myth». Ο συγγραφέας μελετά τις επιστημολογικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ της σκέψης του Διαφωτισμού και των πολιτικών διαδικασιών που οδήγησαν στην εμφάνιση ενός εθνικιστικού λόγου στην Ευρώπη (σσ. 51).

[10] Αρχιμανδρίτης Φιλάρετος Απ. Βιτάλης, Η εν Σίφνω σχολή του Παναγίου τάφου, Εν Ιεροσολύμοις, έκδοσις Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου, 1983, σσ. 7-8 και σσ. 12. Ο Ν. Καλαμάρης (Παιδευτήριο του Αρχιπελάγους Ιστορία της Σχολής του Παναγίου Τάφου της Σίφνου, Αθήνα, έκδοσις του Συνδέσμου Σιφνίων, 1982, σσ. 17 και σσ. 41) μιλάει για επιγραφή που βρέθηκε από τον Μιχαήλ Γκητάκο χαραγμένη σε τοίχο σ’ένα μισογκρεμισμένο κελί του μοναστηριού, όπου οι νέοι ορκίζονταν για την ελευθερία της πατρίδας με την «ευλογία της Εκκλησίας». Στο βιβλίο αυτό, γίνεται αναφορά και σε άλλα χαράγματα που βρέθηκαν από τον Μιχαήλ Γκητάκο στη Μονή των Φυρογιών, όπως το «κατάρα στους Φράγκους και τους Τούρκους» (σσ. 23). Να σημειωθεί επίσης ότι ο λαογράφος Α.Τρούλλος είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Σιφνίων, που εξέδωσε αυτό το βιβλίο του Ν. Καλαμάρη.

[11] Σίμος Μιλτ. Συμεωνίδης, «Ιστορικά των γυναικείων μονών της Σίφνου», σσ. 5-99, στο Σιφνιακά. Επετηρίς ιστορικής ύλης της Σίφνου, έτος όγδοο, τόμος Η΄, Αθήναι, 2000. Η αναφορά στην σσ. 59. Στον πρώτο τόμο του περιοδικού (1991 : 4) διευκρινίζεται ότι πρόκειται για «ατομική προσπάθεια» και για «άδολη προσφορά στο αγαπημένο νησί εκ του υστερήματος του εκδότη». Από τον πέμπτο τόμο όμως, τα έξοδα του περιοδικού, το οποίο περιέχει σχεδόν αποκλειστικά άρθρα του Σ. Συμεωνίδη, επωμίζεται η Κοινότητα Σίφνου. Ευχαριστώ τον Αλέξη Πολίτη για τις πληροφορίες που μου έδωσε για τον Μ. Γκητάκο, που «ανακάλυψε» τις επιγραφές στην Σίφνο : έκανε την διδακτορική του διατριβή πάνω σε παρόμοιες επιγραφές της Σαλαμίνας, επιγραφές που κανένας παλαιογράφος δεν μπορούσε να διαβάσει και κανένας αρχαιολόγος δεν είχε καταγράψει προηγουμένως, ώστε θεωρήθηκε τελικά ότι πιθανόν ήταν να τις είχε χαράξει ο ίδιος. Αυτή η επιστημονική «απάτη» οδήγησε στην απόρριψή του από την επιστημονική κοινότητα και τον ανάγκασε τελικά να φύγει και από την Ελλάδα.

[12] Ο Μοισιόδαξ δίδαξε πιθανότατα στην σχολή αυτή, δες Paschalis M. Kitromilides, The enlightenment as social criticism. Iosipos Moisiodax and Greek culture in the eighteenth century, Princeton, Princeton University Press, 1992, p. 35-36. Σύμφωνα με τον Ν. Καλαμάρη (Παιδευτήριο του Αρχιπελάγους Ιστορία της Σχολής του Παναγίου Τάφου της Σίφνου, ό.π. σσ. 43-45), στην σχολή δίδαξε και ο Μισαήλ Μαργαρίτης ο Πάτμιος για δέκα χρόνια.

[13] Καταγραμμένα από τον Νίκο Γ. Σταφυλοπάτη, Τα λαϊκά τραγούδια και τα κάλαντα της Σίφνου (1829-1980). Λαογραφική μελέτη με μια μεγάλη συλλογή στιχουργημάτων, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997, σσ. 397 και σσ. 399. Τρία χρόνια πριν την δημοσίευση της επιγραφής, δηλαδή το 1954, σε κάλαντα πάλι του Ζαννή Ονούφριου, γίνεται λόγος για διδάσκαλους από την Φυτιά που «δίδασκαν για την λευτεριά [...] πριν από το εικοσιένα» και για το μοναστήρι που ήταν «η πηγή, πούβγαλε τόσοι αρχηγοί, πατριώτες μας και ξένους, ελευθερωτάς του Γένους» (σσ. 447). Σε κάλαντα του Αντώνη Τρούλλου του 1964, το μοναστήρι της Φυτειάς ονομάζεται «σκιά κρυφού Σχολειού» (σσ. 451).

[14] Δες επίσης Katerina Seraïdari, Le culte des icônes en Grèce, ό.π., για την ανάλυση του ηρωικού περιεχομένου ενός πανηγυριού στην Υπάτη Λαμίας, όπου ο ανδρικός τοπικός πληθυσμός αναβιώνει τον τρόπο ζωής των ηρώων του ΄21.

[15] Είναι χαρακτηριστικό ότι η Matha-Dematha Nikolitsa στο διδακτορικό της (Habitat et rapports socio-économiques à Sifnos. Deuxième moitié du XIXe - début du XXe siècle, décembre 1992, Université de Paris I - Panthéon Sorbonne) μιλά εκθειαστικά για τον λαογράφο Αντώνιο Τρούλλο («Mais Sifnos a aussi son ethnographe Antonios Troullos, qui collectionne les traditions et les souvenirs locaux», p.5) και κριτικά για τον Σίμο Συμεωνίδη, τον οποίο ελέγχει γιατί δεν αναφέρει τις πηγές του. Ο Γεώργιος Δημητροκάλλης (« Βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί ναοί στην Σίφνο », στο Πρακτικά Β΄Διεθνούς Σιφναϊκού Συμποσίου, Σίφνος, 27-30 Ιουνίου 2002, τόμος Β΄, Αθήνα, 2005) είναι κριτικός και προς τους δύο (σσ. 43 για τον Σ. Συμεωνίδη και σσ. 64 για τον Α. Τρούλλο, του οποίου χαρακτηρίζει ένα βιβλίο του «χωρίς επιστημονικές απαιτήσεις»). Στα ίδια πρακτικά, υπάρχει και το άρθρο του Δημήτρη Δημητρόπουλου («Διαδρομές της ιστοριογραφίας στα νησιά του Αιγαίου. Το παράδειγμα των Κυκλάδων και η Σίφνος», ό.π.), στο οποίο αναφέρονται και οι δύο Σίφνιοι λόγιοι, ενώ το βιβλίο του Σ. Συμεωνίδη που καταπιάνεται με την ιστορία της Σίφνου από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας χαρακτηρίζεται ως συνεισφορά «πιο παραδοσιακή, θα λέγαμε, ιστοριογραφικού ή ιστοριοδιφικού χαρακτήρα» (σσ. 502). Αυτή η αβεβαιότητα στην χρήση των όρων είναι ενδεικτική της διχοτόμησης μεταξύ της (επίσημης) παραγωγής της επιστημονικής ιστορίας από πανεπιστημιακούς και μεταξύ του (πιο παραδοσιακού και περιφερειακού) έργου που παράγουν λόγιοι παράγοντες σε τοπικό επίπεδο.

[16] Ο Φίλιππος Ηλιού (Ιδεολογικές χρήσεις του Κοραϊσμού στον 20ο αιώνα, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2003, σσ. 96) δημοσιεύει κείμενο του Χρ. Γιανναρά του 1976, όπου εκθειάζεται το «λαϊκό ήθος» στα πανηγύρια και κατακρίνονται «οι Κοραήδες, διαφωτιστές και βαυαροί» που τίναξαν όλον αυτόν τον πολιτισμό στον αέρα. Στο ίδιο βιβλίο, ο Κοραής κατακρίνεται από τον μαρξιστή Π. Ρούσσο σε έργο του 1951 γιατί «στο βάθος έτρεφε τη Μεγάλη Ιδέα» (σσ. 77). Στην σύζευξη των αντίθετων αυτών θέσεων βρίσκουμε ήδη την υποβόσκουσα σχέση (θετικά ή αρνητικά εκφρασμένη) μεταξύ Διαφωτισμού, πανηγυριών και εθνικισμού. Κατά την ίδια λογική, ο σχολικός εορτασμός της Σίφνου αποτελεί μια τοπική εκδοχή ιδεολογικής χρήσης του νεοελληνικού Διαφωτισμού και του ρόλου του ως προαγωγού της αξίας της παιδείας για το γένος.