Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Jovanka Djordjević Jovanović

Οι Έλληνες της διασποράς μεταξύ των Σέρβων

Σε σύγκριση με τα μεγάλα αυτά κύματα μετακίνησης του πληθυσμού, η εποίκιση των Ελλήνων στις περιοχές της Σερβίας δεν ήταν και τόσο μαζική, αλλά πάντως αποτελεί παράδοση μακράς διαρκείας. Η μητέρα πατρίδα είχε στους μετοίκους της στην κεντρική και δυτική Ευρώπη, είτε στην Αμερική, στον Καναδά και στην Αυστραλία μεγάλους ευεργέτες και χρηματοδότες, ενώ στη Σερβία και στα Βαλκάνια γενικά, χάρις κυρίως στην εκκλησία και στην ορθοδοξία, είχε ανθρώπους που διέδιδαν επίμονα την ελληνική κουλτούρα.

Πρώτα Έλληνες της διασποράς και στη συνέχεια μορφωμένοι Σέρβοι μετέφεραν τις ιδέες του αρχαίου ελληνικού και του βυζαντινού, αργότερα και του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Συνηθίζεται η ορολογία, η έννοια «διασπορά» να χρησιμοποιείται για τους μετανάστες της σύγχρονης εποχής, συγκεκριμένα από το 1830, μετά τη συγκρότηση των εθνικών κρατών. Όμως, μπορεί να γίνεται λόγος για την παρουσία των Ελλήνων της διασπορά μεταξύ των Σέρβων ήδη από την εποχή του Βυζαντίου, καθώς και την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και για τους Έλληνες μετοίκους στις σερβικές περιοχές βορείως των ποταμών Σαύου και Δούναβη, οι οποίες την εποχή εκείνη ήταν κάτω από τη διοίκηση της μοναρχίας των Αψβούργων . Μαζί με τους Έλληνες, στο περιβάλλον των Σέρβων μετοίκιζαν και ελληνόφωνοι Βλάχοι[1], οι οποίοι καλλιεργούσαν επίσης και διέδιδαν τις ιδέες του ελληνισμού. Εκείνο το οποίο προσέδιδε κάποια ιδιαιτερότητα στους Έλληνες μετοίκους την εποχή της τουρκοκρατίας, όταν βρίσκονταν στο καινούργιο τους περιβάλλον, είναι η κοινή συνείδηση ότι πρέπει να αλληλοβοηθούνται να παραμένουν μαζί συγκεντρωμένοι. Στις έρευνες που διενεργήθηκαν μέχρι σήμερα, αντιμετωπίζονταν, κυρίως ως απομονωμένες, ομοιογενείς κοινότητες μεγάλης διαρκείας, από τη μία πλευρά ως προς τη διάδοση της ελληνικής κουλτούρας στο σερβικό περιβάλλον, και από την άλλη πλευρά ως προς τη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας. Για την οργάνωση της ελληνικής κοινότητας, την οποία αποτελούσαν έμποροι που ασχολούνταν με χονδρικό και λιανικό εμπόριο και επαγγελματίες, διαφορετικής οικονομικής κατάστασης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν οικιοθελώς, αναζητώντας ευνοϊκότερες συνθήκες για την απόκτηση περιουσίας και κερδών, είτε πάλι άνθρωποι που εκτοπίσθηκαν από τον τόπο τους δια της βίας, φεύγοντας από τα δεινά του πολέμου είτε από θεομηνίες, δεν έχουν διασωθεί αυθεντικά, πηγαία υλικά για τις εσωτερικές ιεραρχικές σχέσεις. Αυτό συνέβαλε η ελληνική παροικία να αντιμετωπίζεται στερεότυπα ως ένα ον. Εξετάζοντας ορισμένες οικογένειες, οι ερευνητές επιστήμονες διαπίστωσαν, ότι αυτές συγκροτούνταν και βασίζονταν στο εθιμικό δίκαιο της πατρίδας τους, το οποίο στην ξενιτιά σέβονταν και καλλιεργούνταν επίμονα. Έτσι, οι διαφορές μεταξύ των Ελλήνων της παροικίας του Ζέμουν, από καιρού σε καιρό, επιλύονταν εκτός των επισήμων θεσμών της τότε Μοναρχίας των Αψβούργων. Οι διάδικοι προσέφευγαν ενώπιον των «δικαστών» του οικείου, δικού τους περιβάλλοντος, τους οποίους όριζαν οι ίδιοι και τις αποφάσεις των οποίο σέβονταν και σ’ αυτές πειθαρχούσαν. Οι σχέσεις εντός της οικογένειας θεμελιώνονταν πάνω στις πατριαρχικές αντιλήψεις με σεβασμό του πρεσβύτερου, ενώ ως προς τις σχέσεις μεταξύ των επί μέρους οικογενειών, η πρώτη θέση ανήγε στην οικονομικώς ισχυρότερη οικογένεια. Οι ίδιοι οι Σέρβοι, οι οποίοι θεωρούσαν τους Έλληνες ανώτερο στρώμα της κοινωνίας, διέκριναν τις διαφορές μεταξύ αυτών, οι οποίες προέρχονταν από την οικονομική κατάσταση[2]. Στην κοινωνική δομή των ελληνικών κοινοτήτων ξεχώριζε το αριστοκρατικό στρώμα. Οι πλουσιότερες οικογένειες, που δεν ήταν πολυάριθμες, διαδραμάτιζαν και κάποιο ρόλο συνδέσμου με τον κόσμο εκτός της ελληνικής κοινότητας. Ήταν πάντοτε ανοιχτές για εμπορικές συναλλαγές ανεξάρτητα από την εθνικότητα είτε τη θρησκεία του εμπορικού ετέρου. Επίσης, και ως προς τους γαμήλιους δεσμούς, δεν είχαν προκαταλήψεις, έβγαιναν από τον κύκλο της ελληνικής κοινότητας, αποκαθιστούσαν συγγενικούς δεσμούς ανάλογα από την κοινωνική τους θέση, με οικογένειες που ασπάζονταν διαφορετική θρησκεία και είχαν διαφορετική εθνική προέλευσης, αλλά είχαν όμως το ίδιο κύρος είτε βρίσκονταν στο ίδιο οικονομικό επίπεδο (Djordjević Jovanović 2005: 237).

Το μεσαίο στρώμα αποτελούσαν έμποροι που ασχολούνταν με λιανική πώληση, επαγγελματίες με δικό τους κατάστημα στο κέντρο, είτε εκείνοι που πλησίαζαν το καθεστώς αυτό, διδάσκαλοι, αργότερα καθηγητές. Μεταξύ αυτών διακρίνουμε τους πιο συνεπείς φύλακες της εθνικής οντότητας, αλλά και εκείνους που διέδιδαν τις σκέψεις της αρχαίας Ελλάδας μεταξύ των Σέρβων.

Στο κατώτερο σκαλοπάτι της κοινωνικής κλίμακας, ξεχώριζαν δύο ομάδες Ελλήνων για τους οποίους μεριμνούσε και φρόντιζε η ελληνική κοινότητα. Η μία ομάδα αποτελούνταν από Έλληνες, οι οποίοι κυρίως μετοίκισαν στο πλαίσιο των εξαναγκαστικών μετοικίσεων, με μικρό κεφάλαιο είτε και χωρίς αυτό, που βρίσκονταν ακόμη σε φάση κάποιας αποκατάστασης στο καινούργιο περιβάλλον. Η ελληνική κοινότητα τους βοηθούσε όχι μόνο για πατριωτικούς λόγους, αλλά και με σκοπό να διατηρήσουν την οντότητά τους, διότι ως υπολανθάνουσα ομάδα, η παρουσία της οποίας δεν ήταν έκδηλη, ήταν επιδεκτική σε αφομοίωση. Στη δεύτερη ομάδα ήταν εκείνοι οι οποίοι, συνέπεια κάποιας αποτυχημένης εμπορικής συναλλαγής, οδηγήθηκαν σε οικονομική καταστροφή, και οι οποίοι με τη βοήθεια της ελληνικής κοινότητας, στις περισσότερες περιπτώσεις αποκαταστάθηκαν.

Στις ελληνικές κοινότητες αφιερώνονταν ιδιαίτερη προσοχή στη μόρφωση και στην καλλιέργεια της μητρικής γλώσσας (Djordjević Jovanović 2004α : 165).

Στα ελληνικά σχολεία, που λειτουργούσαν υπό την αιγίδα της Μητρόπολης και που είχαν κάποιο ιδιαίτερο κύρος και θεωρούνταν και από τους Σέρβους ως ανώτερος βαθμός μόρφωσης, πήγαιναν και παιδία διακεκριμένων Σέρβων. Τα σχολεία συντηρούνταν από τις ελληνικές κοινότητες (δήμους), οι οποίες προσπαθούσαν να φέρουν καλούς διδασκάλους από την Ελλάδα. Έτσι, στο σχολείο του Ζέμουν δίδαξε κατά τον 18ο αιώνα ο Δημήτριος Ντάρβαρ (Papadrianos 2001: 87-90) και κατά τον 19ο ο Γεώργιος Ζαχαριάδης (Papadrianos 2001, 92-93).

Αυτοί προσπαθούσαν να διατηρήσουν την εθνική συνείδηση των Ελλήνων και μυήσουν τους Σέρβους στην ελληνική γλώσσα, όχι μόνο με τα μαθήματα της γλώσσας, αλλά και με τις μεταφράσεις έργων υψηλής ηθικής της αρχαίας ελληνικής και νεοελληνικής διδακτικής λογοτεχνίας για τις ευρύτατες λαϊκές μάζες, επιθυμούσαν να διαπαιδαγωγήσουν τους νέους στο ελληνικό και χριστιανικό πνεύμα. Ο Ντάρβαρ μετέφρασε από την αρχαία ελληνική το Χρυσόν εγκόλπιον , ήτοι το Κέβητος Πίναξ, το Επικτήτου Εγχειρίδιον και το Зрцало Христијанское. Με τη μετάφραση του Νταρβαρ του έργου του Εράσμου De civilitate morum puerilium (Χρηστοήθεια) διαβιβάζεται στους Σέρβους και η δυτικοευρωπαϊκή χριστιανική σκέψη. Ο Ζαχαριάδης, ως πρόδρομος του σερβικού διαφωτιστικού κινήματος, μετέφρασε και δύο κείμενα του Πλούταρχου από τη Χαιρώνεια Περί παίδων αγωγή και Γαμικά παραγγέλματα, κατόπι την Παραίνεσιν προς Δημοτικόν του Ισοκράτους και τα προόρισε για τους Σέρβους ως υπόδειγμα διαπαιδαγώγησης.

Τα ήθη και έθιμα και οι ιδέες των Ελλήνων στην εκκλησιαστική ζωή, γίνονταν πάντοτε αποδεκτές από τους Σέρβους. Παραδείγματος χάρη, οι Σέρβοι δεν ενέκριναν την συμπεριφορά των Ελλήνων στην εκκλησία, δηλ. τη συνήθεια γυναίκες να εμφανίζονται στην εκκλησιαστική χορωδία και οι άνδρες να μπαίνουν στην εκκλησία φορώντας καπέλο στο κεφάλι. Τους ενοχλούσε επίσης το γεγονός ότι η τέλεση της θείας λειτουργίας γίνονταν στην ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό, το 1827 ο Μίλος εξέδωσε διάταγμα με το οποίο καταργήθηκε η τέλεση της θείας λειτουργίας και η ψαλμωδία στην ελληνική γλώσσα. Όμως, το έθιμο να σηκώνουν ψηλά τους επικεφαλείς της εκκλησίας, που ήταν διαδεδομένο στον ελληνικό λαό και δεν αποτελούσε εκκλησιαστικό κανόνα, έγινε αποδεκτό και από τους Σέρβους (Čajkanović 1909: 45-51), όπως και ο ιδιόμορφος τρόπος ψαλτικής στην εκκλησία, γνωστός ως ψαλτική του Κάρλοβατς (Perović 1958:12). Τον τρόπο αυτό ψαλτικής εισήγαγε ο αγιορείτης μοναχός Ανατόλιος, διδάσκαλος της ελληνικής γλώσσας στο Σρέμσκι Κάρλοβατς.

Στην καθημερινή ζωή παρατηρείται η συμμετοχή τους στην μεταμόρφωση ορισμένων ηθών και εθίμων των Σέρβων. Έτσι, η Σλάβα, χαρακτηριστική γιορτή των Σέρβων, κάτω από την επίδραση του εορτασμού της ονομαστικής γιορτής των Ελλήνων, Στο σερβικό αστικό στρώμα από οικογενειακή γιορτή, μετεξελίσσεται σε εκδήλωση της κοινωνικής ζωής, κατά την οποία η οικογένεια «δέχεται επισκέψεις πλήθους κόσμου και προσφέρει διάφορα κεράσματα» (Stefanović 1911: 306).

Η σερβική κουζίνα παρέλαβε αρκετά στοιχεία από τους Έλληνες, οι οποίοι φημίζονται για την εκλεκτικότητα της βυζαντινής κουζίνας, πλούσια με διάφορες λιχουδιές και αρωματικά μπαχαρικά (Stefanović 1911: 307).

`Το ντύσιμο των Ελλήνων εμπόρων κατά την προμοντέρνα εποχή δεν επηρέασε τις φορεσιές των Σέρβων, ούτε και ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες δημιουργούσαν καριέρα. Αυτοί άρχιζαν από την περιφέρεια, με μικρό εμπόριο, με επίπονη δουλειά και οικονομία πολεμούσαν να αναπτύξουν τη δουλειά τους και αποκτήσουν κεφάλαιο. Οι Σέρβοι άρχιζαν από το κέντρο και ανάλογα από την επιτυχία και τις περιστάσεις, συχνά κατέληγαν στην περιφέρεια. Οι Έλληνες ακολουθούσαν τις πλούσιες, παραδοσιακές εμπειρίες των συμπατριωτών τους και τη σοφία της αρχαίας κληρονομιάς, κυρίως είχαν τη συναίσθηση του μέτρου, πράγμα που οι «άλλοι» δεν είχαν ως χαρακτηριστικό της οντότητά τους, ούτε πάλι μπορούσαν να το αποδεχτούν.

Και οι Σέρβοι και οι Έλληνες είχαν πλήρη τη συνείδηση της διαφοράς αυτής και με κάποια ειρωνεία εκφράζονται οι μεν για τους δε, οι Σέρβοι «δουλεύουν σαν μυρμήγκια» και οι Έλληνες «βάρβαρος λαός».

Άλλωστε, η κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούσε για τους Έλληνες, που ήταν φορείς του τουρκικού εμπορίου, απώλεια των κεντημένων αγορών. Επίσης, η δραστηριότητα των Ελλήνων κινδύνευε και από τους Σέρβους εμπόρους και επαγγελματίες, οι οποίοι καταπολεμούσαν τους ξένους ( Vučo 1945: 9), καθώς και από τους τεχνικούς νεωτερισμούς που επικράτησαν, όπως π.χ. τα ατμόπλοια, ο σιδηρόδρομος ή η εργοστασιακή βιομηχανία. Οι ιστορικές και οικονομικές εξελίξεις ασκούσανε επίδραση και στη συνείδηση των ανθρώπων και διασάλευσαν την ομοιογένεια των ελληνικών οικογενειών. Έσβηνε η παράδοση το εμπόριο ή το επάγγελμα με το οποίο ασχολούνταν μια οικογένεια να συνεχίζεται κληρονομικά.

Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα, «οι Έλληνες της Σερβίας» μορφώνονταν στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Μετά την επιστροφή τους στην πατρίδα μετέφεραν τις ιδέες του δυτικού κόσμου, οι οποίες έβρισκαν απήχηση όπως στον πολιτιστικό, επιστημονικό και πολιτικό βίο, έτσι και στην καθημερινή ζωή των Σέρβων. Οι αρχαίες ελληνικές, βυζαντινές και νεοελληνικές ιδέες σε ακαδημαϊκό επίπεδο ερμηνεύονταν, ως επί τω πλείστον, από Σέρβους και σπανίως από Έλληνες. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους Έλληνες από το όνομα, διότι οι Έλληνες της διασποράς στη Σερβία αφομοιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό.

Αναμφισβήτητες είναι οι υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε ο Παπακωστόπουλος (1820, Βελβεντό – 1888, Βελιγραδυ για τη διάδοση του αρχαίου πολιτισμού στη Σερβία στα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς και η εξέχουσα θέση την οποία κατελάμβανε ανάμεσα στους πρωτοπόρους μεταφραστές από την ελληνική γλώσσα, Πρώτος αυτός μετέφρασε, σε πεζό λόγο, την Οδύσσεια του Ομήρου (τυπώθηκε το 1888 μετά το θάνατό του), την τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη (1873)[3], το φιλοσοφικό σύγγραμμα του Λουκιανού Συνομιλία με τους νεκρούς (1874)[4], Ισοκράτους λόγοι, Συμβουλή προς τον Δημόνικο (1874)[5], Βατραχομυομαχία (1877)[6].

Η μελέτη του Παπακωστόπουλου Η επικήδεια ιεροτελεστία για τους αφώτιστους Έλληνες ορθόδοξους Χριστιανούς[7] , αποκαλύπτει τη μέριμνά του για τη διατήρηση των χριστιανικών κατακτήσεων και την ορθή διαβίβαση των χριστιανικών ιδεών (Djordjević Jovanović 2004: 135-137).
Ολόκληρο το καθηγητικό, επιστημονικό και μεταφραστικό έργο του Παπακωστόπουλου αποκαλύπτει τις συνεχείς προσπάθειες που καταβάλει να πλησιάσει τη γλώσσα του, τη λογοτεχνία και τα ηθικά της μηνύματα στους Σέρβους.

Τεράστια είναι και η συμβολή του ακαδημαϊκού Ντραγκούτιν Αναστασίεβιτς, ιδρυτή της έδρας Βυζαντινολογίας για τη διαβίβαση των βυζαντινών κατακτήσεων. Ως επιστήμονας και καθηγητής , ο Ντ. Αναστασίεβιτς εξήρε ιδιαίτερα την ανάγκη της γνώσης της ελληνικής γλώσσας, για να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να χρησιμοποιούν τα πρωτότυπα βυζαντινά έγγραφα. Εξίσου αξιόλογη είναι και η συμβολή του ως μεταφραστή για τη γενική μελέτη των ιδεών της αρχαίας Ελλάδας (Ξενοφών, Αναμνήσεις για το Σωκράτη ), είτε για την προσέγγιση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας με την πρώτη μετάφραση του μυθιστορήματος του Δ. Βικέλα Λούκας Λάρας.

Στη γενική μεταμόρφωση της Σερβίας αναμφισβήτητη είναι η συμβολή των Ελλήνων της διασποράς στην ανέγερση των πόλεων, ιδιαίτερα του Βελιγραδίου. Οι ιδέες τους για την οικοδόμηση του Βελιγραδίου, συνέβαλαν αισθητά στη μεταμόρφωσή του από ανατολίτικη κωμόπολη σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα . Έτσι, ο Νίκολα Χατζηζίβκοβιτς ( Έδεσσα, 1792 – Βελιγράδι, 1870), εφήρμοσε τη δομική τέχνη και επιδεξιότητα, την οποία απέκτησε στην Ελλάδα, στην οικοδόμηση του Κονακιού δηλ. της κατοικίας της Πριγκίπισσας Λιούμπιτσα. Η ανοικοδόμηση της Κατοικίας της Σερβίδας πριγκίπισσας το έτος 1831, απετέλεσε σημείο καμπής στην αρχιτεκτονική και προανήγγειλε την εγκατάλειψη του ανατολίτικου ρυθμού και τον προσανατολισμό προς τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Οι νεωτερισμοί του Έλληνα δημιουργού διαφαίνονται στην επιλογή του σκληρού υλικού (πλίνθους), καθώς και στη διακόσμηση της πρόσοψης με στοιχεία, ποικίλματα του κλασικού ρυθμού. Στην περαιτέρω αρχιτεκτονική μεταμόρφωση του Βελιγραδίου συνέβαλαν οι απόγονοι διακεκριμένων Ελλήνων και των ελληνόφωνων βλάχικων οικογενειών (των λεγόμενων τσίντσαρων), όπως είναι , π.χ. ο Κωνστάντιν Γιοβάνοβιτς και ο Ντιμήτριε Λέκο. Ο Κ. Γιοβάνοβιτς (Βιένη, 1849 / Ζυρίχη 1923), εφήρμοζε στο Βελιγράδι τις γνώσεις που απέκτησε κατά τις σπουδές αρχιτεκτονικής στη Ζυρίχη, και τις οποίες εμπλούτισε με τις μελέτες της κλασικής αρχιτεκτονικής και της αρχιτεκτονικής της εποχής της αναγέννησης στην Ιταλία. Μολονότι το κτήριο της Λαϊκής Τραπέζης στο Βελιγράδι, το οποίο οικοδομήθηκε το 1889, θεωρείται ως το καλλιτεχνικό του αριστούργημα, ο Γιοβάνοβιτς πραγματοποίησε τα ωραιότερα επιτεύγματά του στον τομέα της οικιστικής αρχιτεκτονικής, σχεδιάζοντας οικοδομές στο ρυθμό της ιταλικής αναγέννησης. Πάνω σε δικά του σχέδια οικοδομήθηκαν ακόμη δέκα κτήρια ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Δεν υλοποιήθηκαν ορισμένα δικά του σχέδια, τα οποία απεκόμισαν βραβεία, κυρίως για οικονομικούς λόγους: το κτήριο της Εθνοσυνέλευσης, το κτήριο του Κεντρικού ΤΤΤ, η Εκκλησία του Αγίου Σάββα και το κτήριο της Σερβικής Ακαδημίας επιστημών, όλα στο Βελιγράδι ( Nikić 1957: 345-358).

Ο Ντιμήτριε Λέκο (Βελιγράδι, 1863 - Κραγκούγεβατς 1914) σπούδασε αρχιτεκτονική στη Ζυρίχη, στο Άχεν και στο Μόναχο. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως οπαδός του εκλεκτισμού και συνέχισε, καταβάλλοντας προσπάθειες να απαλλαγεί από τον ακαδημαϊσμό. Στην οικιστική αρχιτεκτονική σημείωσε τα μεγαλύτερα επιτεύγματά του, σχεδιάζοντας κατοικίες για τους συμπατριώτες του . Έγραψε και πολλά θεωρητικά κείμενα από τον τομέα της αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας.

Οι Έλληνες της διασποράς είναι απαράκαμπτος παράγοντας και στον τομέα της πολεοδομικής και νομικής διαμόρφωσης της πόλης. Όταν το 1856 ο Νικόλας Χρίστιτς έγινε δήμαρχος της πόλης, του Βελιγραδίου, η πόλη είχε μόνο δύο οδικά φανάρια , ένα στο οίκημα του Δήμου και ένα στην οδό Τεράζιε. Χάρις στις προσπάθειές του το Βελιγράδι έλαμψε απο τα 360 επιπρόσθετα φανάρια. (Knežević 1957: 462-463).

Ο Βλάνταν Τζώρτζεβιτς το 1884, ως πρόεδρος του δήμου πόλεως Βελιγραδίου όπως αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτό του, βελτίωσε τον φωτισμό της πόλης με περισσότερα φανάρια, ίδρυσε το Νέο Νεκροταφείο και τακτοποίησε τις όχθες του ποταμού Σαύου. Ο Β. Τζώρτζεβιτς[8] είχε ιδέα να φέρει ηλεκτρικό φωτισμό στην πόλη, αξιοποιώντας τα ύδατα των ποταμών Σαύου και Δούναβη, όμως τελικά παραιτήθηκε από την πρόθεση αυτή, φοβούμενος μήπως διαταράξει την ομαλή ποταμοπλοΐα. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την κατασκευή δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης της πόλης. (Φόντο Vladan Djordjević, 64).

Στις τρίτες κατά σειρά εκλογές, από τις 22.08.1926, πρόεδρος του δήμου πόλεως Βελιγραδίου εξελέγη ο υποψήφιος του δημοκρατικού κόμματος, Κώστας Κουμανούδης. Ήταν οι τελευταίες εκλογές και ο Κουμανούδης ο τελευταίος αιρετός υποψήφιος δήμαρχος, διότι οι επόμενοι διορίζονταν πλέον με βασιλικό διάταγμα. Ο Κουμανούδης αντιμετώπιζε προβλήματα, τα οποία στις πόλεις της Δύσης ήταν πολύ πιο έντονα, αλλά ρυθμίζονταν βάσει νόμου. Οι αλλαγές του τρόπου μεταφορών δια μέσου της πόλης, ο μειωμένος αριθμός αμαξών και ο αυξημένος αριθμός των ταξί, απαιτούσε την ψήφιση κανονισμών, οι οποίοι θα βελτιώσουν την κατάσταση και θα αυξήσουν την ασφάλεια των πολιτών στους δρόμους, καθώς και τους συμμετέχοντες στις συγκοινωνίες. Επίσης, οι υπεύθυνοι για την διοίκηση της πόλης στρατεύθηκαν και στον τομέα της δημόσιας ασφάλειας. Τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν οι υφιστάμενες από το 1921 διατάξεις. Τροποποιήθηκαν και βελτιώθηκαν τα σημεία που αφορούν τις δημόσιες μεταφορές, την προσωπική ασφάλεια και την ασφάλεια της περιουσίας, την τάξη και ασφάλεια των πολιτών, την προστασία της υγείας, τη διατήρηση της καθαριότητας, τα δημόσια λουτρά, τις πλατείες, τα παλιά μαγαζάκια, τα δικαιώματα και καθήκοντα των πολιτών που κρατούν γάτες και σκύλους, ο τρόπος υποβολής καταγγελιών εναντίον πολιτών, η τάξη που πρέπει να επικρατεί σε δημόσιες διασκεδαστικές συγκεντρώσεις, παραστάσεις , ο τρόπος διοργάνωσης της παραγωγής, διατάξεις που σχετίζονται με τον σεβασμό και τήρηση των δημοσίων ηθών και εθίμων και πολλές άλλες γενικές διατάξεις. Μετά την ψήφιση των νομοθετικών αυτών κανονισμών και διατάξεων, οι οποίες συνέτειναν στη βελτίωση της ζωής στην πόλη, οι υπεύθυνοι προέβησαν στην απλοποίηση και βελτίωση της δουλειάς του διοικητικού μηχανισμού του δήμου της πόλεως Βελιγραδίου (Božović 1995:142).

Οι Έλληνες της διασποράς στη Σερβία διάνυσαν στην πάροδο των αιώνων το δρόμο από κυρίαρχοι των πόλεων μέχρι το καθεστώς μειονότητας, αλλά η επιρροή τους στην πολιτιστική, πνευματική, πολιτική, οικονομική ζωή της σερβικής κοινωνίας ποτέ δεν εξαρτιόνταν από την ποσοτική (αριθμητική) δύναμη, αλλά από την ισχύ της πειθούς, από την επίδραση που ασκούσαν. Οι ιδέες της ελληνικής παράδοσης, διακατέχουν πέρα ως πέρα την πολιτιστική ανάταση των Σέρβων, αρχίζοντας από την εποχή του Βυζαντίου, της τουρκοκρατίας και μέχρι τις ημέρες μας. Στον τρόπο διάδοσης των ιδεών, ξεχωρίζουμε δυο τρόπους: τον θεσμοποιημένο και τον αυθόρμητο, ο οποίος είναι πολύ πιο ζωντανός, αναπόφευκτος στον από κοινού βίο διαφορετικών λαών. Επίσης, θα μπορούσε να γίνει λόγος και για μία κατακόρυφη και γραμμική διάδοση των ιδεών της ελληνικής κουλτούρας. Η κατακόρυφη αποδοχή της ελληνικής κουλτούρας, κατά τον τρόπο αποδεκτικότητας είναι και θεσμοποιημένη και άμεση, αυθόρμητη , και επεκτείνεται από την εποχή του Βυζαντίου μέχρι το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Πολύ πιο έντονα εκδηλώνεται την εποχή του Βυζαντίου και εμπλουτίζει, κυρίως τα σερβικά κοινωνικά στρώματα σε κρατικό, θρησκευτικό, λογοτεχνικό και εικαστικό επίπεδο. Την εποχή της τουρκοκρατίας και αργότερα έχουμε τη γραμμική, ανάλογα από τη μορφή αποδεκτικότητας, άμεση διάδοση της ελληνικής κουλτούρας στη διαμόρφωση της αστικής κοινωνίας.

Jovanka Djordjević Jovanović, Institute for Balkan Studies, Belgrade

 


Υλικο

Φόντο Βλάνταν Τζώρτζεβιτς. 64:Vladan Djordjević–G.A.Aleksić, 26.VΙΙΙ.1884, Αρχείο της Σερβίας.

 

Βιβλιογραφία

Božović 1995
B. Božović, Beograd između dva svetska rata, Beograd.
Čajkanović 1909
V. Čajkanović, Izbor srpskih poglavara, Prilog etnološko-pravnoj simbolici, Srpski književni glasnik XXIII, Beograd.
Djordjević Jovanović 2002.
Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία του Βελιγραδίου (18ος-20ος αι), Οι πνευματικές σχέσεις του ελληνισμού με τους βαλκανικούς λαούς, Κομοτηνή
Djordjević Jovanović 2004.
J. Djordjević Jovanović, Ο ιατροφιλόσοφος Παναγιώτης Παπακωστόπουλος απόδημος στη Σερβία από το Βελβενδό Δυτικής ΜακεδονίαςΗ Δυτική Μακεδονία κατα τους χρόνους της τουρκικής κυριαρχίας, Siatista 2004.
Djordjević Jovanović 2004а.
J. Djordjević Jovanović, Grci u Beogradu, Skrivene manjine na Balkanu, Balkanološki institut, Posebna izdanja Balkanološkog instituta No. 82, Beograd.
Djordjević Jovanović 2005
J. Djordjević Jovanović, Hadije i Srb i, Prilozi za književnost, jezik, istoriju i folklor LXX, Beograd.
Nikić, 1957
Lj. Nikić, Arhitekt Konstantin Jovanović, Godišnjak grada Beograda IV,Beograd, 345-358.
Papadrianos 2001
Ι. Papadrianos, Οι ΄Ελληνες της Σερβίας (18ος-20ος αι, ΄Αλεξανδρούπολη.
Perović 1954
R. Perović, G rađa za istoriju Prvog srpskog ustanka, Beograd
1954.
Stefanović 1911
T. V. Stefanović, Stari Beograd (1820-1856), Srpski književni glasnik XXVII, Beograd.

Stefanović 1913
T. V. Stefanović, Crkve i škole u Beogradu, Srpski književni glasnik, XXX, Beograd.
Vučo 1954
N. Vučo 1954: N. Vučo, Raspadanje esnafa u Srbiji, Beograd.
Knežević 1957
S. Knežević, Osvetljenje u Beogradu, Godišnjak grada Beograda IV, Beograd.

 

[1] Θα πρέπει απαραίτητα να αναφέρουμε, ότι μαζί με τους Έλληνες κινούνταν και οι ελληνόφωνοι Βλάχοι, ιδιαίτερα δε μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης . Είναι γνωστό, ότι οι τσίντσαροι έχουν ρευσηή εθνική συνείδηση και όταν έρχονταν στη Σερβία αυτοπροσδιορίζονταν, στην πλειοψηφία τους, ως Έλληνες, ούτως ώστε ακόμη και την εποχή εκείνη υπήρχε πρόβλημα ορθού διαχωρισμού, πόσο μάλλον σήμερα, από τη σημερινή χρονική απόσταση. Φαίνεται, ότι οι παράμετροι για τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας των ελληνόφωνων τσιντσάρων , οι οποίοι δεν ζουν πλέον, και η συμμετοχή των οποίων στη διάδοση της ελληνικής κουλτούρας στην επικράτεια της Σερβίας είναι αναμφισβήτητη, είναι τα δισύλλαβα και τρισύλλαβα επίθετα και η λογοτεχνία, είτε πάλι το αρχειακό υλικό, στο οποίο πλάι στα ονόματα αναφέρεται και ο προσδιορισμός της εθνικής οντότητας, είτε πάλι για τους απογόνους αυτών, ο προσωπικός τους αυτοπροσδιορισμός, τον οποίο διατήρησαν μέχρι σήμερα και ο οποίος είναι ο πλέον αξιόπιστος.

[2] «Οι Έλληνες της αφεντιάς είναι άνθρωποι περισσότερο επικίνδυνοι και ανήσυχοι, πεισματάρηδες και καυγατζήδες. Ενώ οι Έλληνες σπιτικοί άνθρωποι, παντρεμένοι, επαγγελματίες και έμποροι, είναι άνθρωποι αγαθοί και τίμιοι » ( Perović, 1954: 149).

[3] Sofolova tragedija Antigona, preveo s jelinskog originala u prozi Dr Papakostopulos, U Beogradu, u Državnoj štampariji 1873, XIII+61.

[4] Lukijanovi razgovori mrtvaca, preštampano iz Srpskih novina, Beograd 1874. u Državnoj štampariji, 1-75.

[5] Isokratova beseda, savet Dimoniku, preštampano iz Srpskih novina Beograd 1834. u Državnoj štampariji, 1-14.

[6] Omirova vatrahomiomahija ili boj žaba i miševa, Beograd 1877. u Državnoj štampariji, 1-15.

[7]Exelquien oder Leichen - Begräbniss für laien der Griechisch-Orthodoxen Christen, 1872, 1-20.

[8] Ο ακαδημαϊκός Βλάνταν Τζώρτζεβιτς , ιστορικός, λογοτέχνης , γιατρός, πρεσβευτής της Σερβίας στην Αθήνα, πρόεδρος σερβικής κυβέρνησης είναι ελληνική καταγωγή.