Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Πέρσα Αποστολή

Ένας Κωνσταντινουπολίτης μεταξύ Ανατολής και Δύσης:
Το “Esquisses de Mœurs Turques aux xixe siècle” (1827) του Γρηγορίου Παλαιολόγου. (Ιδεολογικές κατευθύνσεις και διακειμενικές προεκτάσεις)[1]

Το 1827 η Ελληνική Επανάσταση βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση της πορείας της: Έχουν προηγηθεί δύο εμφύλιοι πόλεμοι, ενώ σημαντικά εδάφη τόσο της Πελοποννήσου όσο και της Στερεάς Ελλάδας έχουν απολεσθεί, εξαιτίας των συντονισμένων ενεργειών Τούρκων και Αιγυπτίων.
Την ίδια περίοδο έχει αρχίσει σταδιακά να κάμπτεται η αρνητική στάση των περισσότερων Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και παράλληλα αναπτύσσεται κλίμα έντονης φιλελληνικής δράσης. Σε αυτό συμβάλλουν αφενός μεν οι επαναστατικές διακηρύξεις ελλήνων στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών που μεταφράζονται και κυκλοφορούν διεθνώς, και αφετέρου πλήθος βιβλίων, φυλλαδίων και μαχητικών άρθρων γραμμένων από έλληνες λογίους της διασποράς, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Κωνσταντίνος Μηνωίδης Μηνάς, ο Παναγιώτης Κοδρικάς και ο Κωνσταντίνος Πολυχρονιάδης, αλλά και από Ευρωπαίους λογοτέχνες, ανάμεσα στους οποίους ο Choiseul-Gouffier, ο Chateaubriand, ο Byron και o Pouqueville.[2]

Μέσα σε αυτό το φορτισμένο κλίμα και διαπνεόμενος από την ίδια πρόθεση να ενημερώσει την κοινή γνώμη για την κατάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να την επηρεάσει θετικά υπέρ των Ελλήνων, ο Κωνσταντινουπολίτης Γρηγόριος Παλαιολόγος εκδίδει το 1827 στο Παρίσι μια περιγραφή των Οθωμανικών ηθών, το γαλλόφωνο Esquisses de urs Turques aux xixe siècle, με την οικονομική υποστήριξη του εκεί φιλελληνικού κομιτάτου.[3]

Τρία χρόνια νωρίτερα, είχε μεταφράσει στα αγγλικά τη διδακτική τραγωδία του Νικολάου Πίκκολου «Ο θάνατος του Δημοσθένους», την οποία και εξέδωσε στο Λονδίνο, και πάλι με την υποστήριξη των εκεί φιλελληνικών κύκλων.[4] Απευθυνόμενος τότε στον Φιλέλληνα αναγνώστη, που γνώριζε την Ελλάδα μόνο μέσα από τον αρχαίο πολιτισμό της, τον καλούσε να συμμεριστεί το δίκαιο του Αγώνα για τη δημιουργία ενός ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους. Αν αυτό το κράτος εξασφάλιζε τα εχέγγυα για μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη, οι Έλληνες, θα μπορούσαν κατά την άποψη του να αποκτήσουν και πάλι πνευματική καλλιέργεια αντάξια με εκείνη των αρχαίων προγόνων τους.[5]

Πατριωτικά είναι τα κίνητρα που προβάλλει ο Παλαιολόγος και στον πρόλογο του Esquisses de urs turques.[6] Εκεί εξομολογείται το ανεξόφλητο χρέος που αισθάνεται ότι έχει απέναντι στην πατρίδα, καθώς λόγω της «ασθενικής» –όπως αναφέρει– «κράσης του» δεν συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα (vii). (Παρενθετικά να σημειωθεί εδώ ότι κατά την έκδοση του βιβλίου ο Παλαιολόγος φέρεται να έχει ήδη ολοκληρώσει τις σπουδές του (vii), η παραμονή του όμως στην Ευρώπη παρατείνεται μέχρι τα τέλη περίπου του 1829).[7]

Προκειμένου να κάμψει τη δυσπιστία του δυτικού αναγνώστη, στον οποίο και απευθύνεται, ο συγγραφέας σπεύδει να τον διαβεβαιώσει για τον αμερόληπτο τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τα Οθωμανικά ήθη (ix-x). Τονίζει, δε, με έμφαση πως τα όσα καταγράφει είναι έγκυρα και επαρκώς τεκμηριωμένα, καθώς κατά κύριο λόγο αποτελούν προϊόν αυτοψίας: επικαλείται το γεγονός ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, ότι μιλάει την τουρκική γλώσσα και ότι λόγω της Φαναριώτικης καταγωγής του είχε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με ντόπιους διαφορετικών τάξεων και διαφορετικών εθνοτήτων αποκομίζοντας έτσι από πρώτο χέρι γνώσεις ακόμα και για την ιδιωτική ζωή των Οθωμανών (vii-ix). Η παραπάνω διευκρίνιση αποτελεί έμμεση βολή κατά ορισμένων Ευρωπαίων περιηγητών που μετέφεραν μια αλλοιωμένη εικόνα για τον Οθωμανικό κόσμο, καθώς δεν ήταν επαρκώς εξοικειωμένοι με αυτόν.[8]

Ο Παλαιολόγος υιοθετεί το ειδολογικά ανοιχτό σχήμα μιας «πραγματείας» (ο όρος «πραγματεία» είναι της Φαρίνου) ή ενός «δοκιμίου», κατά τον Tonnet,[9] σε μορφή διαλόγων, [10] τείνοντας με αυτόν τον τρόπο στις παρυφές της λογοτεχνίας. Πιο συγκεκριμένα, το Esquisses de urs turques αποτελείται από 20 αυτόνομους διαλόγους, 20 διαφορετικές σκηνές, όπου κατά κύριο λόγο Οθωμανοί, προερχόμενοι από διαφορετικές επαγγελματικές και κοινωνικές τάξεις και από διαφορετικές γωνιές της Οθωμανικής επικράτειας, συζητούν για θέματα που συνδέονται με την ιδιωτική και τη δημόσια σφαίρα του βίου.

Ο συγγραφέας εξηγεί την επιλογή του διαλογικού σχήματος στον πρόλογο. Υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο θέλησε να κινήσει την προσοχή του αναγνώστη και να αμβλύνει τα αισθήματα αγανάκτησης και περιφρόνησης που ενδεχομένως θα του προκαλούσαν τα όσα θα διάβαζε.[11] Πράγματι, η πολυφωνία και η ζωντάνια των διαλόγων, επιτείνουν όχι μόνο το αναγνωστικό ενδιαφέρον του κειμένου αλλά και τη δραστικότητά του. Όπως επισημαίνεται και σε επαινετική βιβλιοκρισία στο περιοδικό Oriental Herald, οι διάλογοι «ενεργοποιούν έναν αριθμό λεπτομερειών που, σε μια απλή εξιστόρηση, θα έμεναν αόριστες και απαρατήρητες· ενώ και οι λίγες λέξεις ενός διαλόγου είναι ικανές να καταστήσουν κατανοητό αυτό που μια μακρά έκθεση μόνον ατελώς θα μπορούσε να σκιαγραφήσει».[12]

Επιπλέον, μέσω της χρήσης του διαλογικού σχήματος, δημιουργείται η ψευδαίσθηση μιας αδιαμεσολάβητης και ανεπηρέαστης μεταφοράς της γνώσης, καθώς το συγγραφικό υποκείμενο φαινομενικά αποσύρεται από το κυρίως κείμενο: Οι διάλογοι δεν τιτλοφορούνται, ούτε συνοδεύονται από εισαγωγικά σημειώματα· στην αρχή κάθε κεφαλαίου αναγράφονται μόνο επιγραμματικά και με ουδέτερο ύφος τα θέματα των συζητήσεων και τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτές, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και ο τόπος· οι σημειώσεις, στις οποίες θα επανέλθουμε παρακάτω, μεταφέρονται σε ξεχωριστό τμήμα στο τέλος του βιβλίου. Εξαίρεση αποτελούν 1) κάποιες υποσελίδιες σημειώσεις, οι οποίες υποδηλώνονται με αστερίσκους και 2) οι γαλλικές αποδόσεις που συνοδεύουν εντός παρενθέσεως τις πολυάριθμες (γύρω στις διακόσιες) τουρκικές λέξεις.[13]
Πρόκειται όμως μόνο για μια προσεκτικά οικοδομημένη ψευδαίσθηση. Αν εστιάσει κανείς στις συγγραφικές στρατηγικές που υιοθετούνται, θα διαπιστώσει ότι ο Παλαιολόγος, ακόμα κι όταν δεν σχολιάζει ευθέως, τοποθετείται απέναντι στην Ανατολή ποικιλοτρόπως:[14] μέσα από τα θέματα στα οποία επέλεξε να στρέψει την προσοχή του δυτικού αναγνώστη· μέσα από τον λόγο των προσώπων του που εκείνος κατασκεύασε, ώστε να μεταφέρει όχι μόνο τις θέσεις των Οθωμανών αλλά και τον αντίλογο της Δύσης ή την οπτική του συγγραφέα·[15] μέσα από τις καρικατουρίστικες υπερβολές στις οποίες οδηγεί κάποια από τα πρόσωπά του ή τις ειρωνικές και κωμικές απολήξεις ορισμένων σκηνών. Ενδιαφέρων για την διπλή του στόχευση είναι π.χ. ο 12ος διάλογος. Εδώ οι Οθωμανοί του διαλόγου χλευάζουν κι αποκαλούν ανόητους τους Ευρωπαίους, επειδή βάζουν τα κλάματα όταν αντικρίζουν τον Βράχο της Ακρόπολης, γεγονός που για τους Ευρωπαίους καταδεικνύει απεναντίας την ανοησία των Οθωμανών: ότι δηλαδή αγνοούν τη σημασία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Παράλληλα όμως μέσα από τις σατιρικά υπονομευτικές σκηνές του διαλόγου, επικυρώνεται, ο χαρακτηρισμός των Ευρωπαίων ως ανοήτων, καθώς λόγω της αρχαιομανίας τους πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από τους Τούρκους.

Ας δούμε όμως από πιο κοντά την θεματική των διαλόγων. Ο συγγραφέας φωτίζει αρκετές πτυχές του Οθωμανικού βίου, αν και, όπως ξεκαθαρίζει, η περιγραφή του περιορίζεται στα βασικά σημεία και δεν είναι εξαντλητική, γι’ αυτό και έδωσε στο έργο του τον τίτλο “Esquisses”, δηλαδή σκίτσα: Πιο συγκεκριμένα, ο Παλαιολόγος δίνει λεπτομερείς πληροφορίες για θέματα που αφορούν τη θρησκεία: από τις αντιλήψεις και τις προκαταλήψεις, μέχρι τις συνήθειες και τα καθήκοντα των πιστών ή τον ρόλο των θρησκευτικών λειτουργών στην οθωμανική κοινωνία.[16]
Παράλληλα αποτυπώνει τον τρόπο οργάνωσης του κράτους (το νομικό και δικαστικό σύστημα, τα αξιώματα και τις ιεραρχίες), ανατέμνει όμως και την ιδιωτική ζωή των Οθωμανών (καθώς περιγράφει π.χ. τα έθιμα, τις οικογενειακές στιγμές, τη μυστική ζωή των οθωμανίδων στο χαρέμι, τις συζητήσεις των ανδρών στα καφενεία, τις καταχρήσεις όπως το όπιο και το ποτό ή τις ομοφυλοφιλικές αποκλίσεις, αποφεύγοντας όμως λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να σκανδαλίσουν.)[17]

Η θεματολογία του Esquisses de urs turques συγκλίνει σε αρκετά σημεία με εκείνη των περιηγητικών και άλλων κειμένων του ευρωπαϊκού και του νεοελληνικού ανατολισμού της ίδιας περιόδου.[18] Πιο συγκεκριμένα, ο Παλαιολόγος προβάλλει μια σειρά από χαρακτηριστικά του Οθωμανικού βίου, τα οποία εμφανίζονται τυποποιημένα, όπως ο θρησκευτικός φανατισμός, η μοιρολατρία, η διαφθορά και η δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, ο δεσποτισμός, η ακαμψία απέναντι σε κάθε είδους μεταρρύθμιση, η προκατάληψη απέναντι στα επιστημονικά και τα τεχνολογικά επιτεύγματα που προέρχονται από τη Δύση.

Το γεγονός ότι επέλεξε να συμπεριλάβει στους διαλόγους του πολλά πρόσωπα και των δύο φύλων, διαφορετικών επαγγελματικών και κοινωνικών θέσεων, του δίνει την ευελιξία να κινηθεί άνετα σε αυτό το ευρύ φάσμα θεμάτων: Επίσης καθώς από διάλογο σε διάλογο μετατοπίζει το βλέμμα του σε διαφορετικές γωνιές της Οθωμανικής επικράτειας (Κωνσταντινούπολη, Βλαχία, Αθήνα, Γιάννενα, Θεσσαλία, Μακεδονία), επιτυγχάνει να καταδείξει πως τα όσα περιγράφει αφορούν μια μεγάλη γεωγραφική έκταση, η οποία μάλιστα δεν περιορίζεται στο ασιατικό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά επεκτείνεται και στο Ευρωπαϊκό, και κατά συνέπεια ότι επηρεάζουν μεγάλο όγκο πληθυσμού και μεγάλο αριθμό διαφορετικών εθνών.

Ένα άλλο μεγάλο θέμα που θίγεται στο Esquisses de urs turques είναι οι σχέσεις των Οθωμανών με τους άλλους λαούς: αφενός μεν με τους υποτελείς της Πύλης, ιδίως τους έλληνες, και αφετέρου με τους Ευρωπαίους, γεγονός το οποίο δίνει στον συγγραφέα την δυνατότητα να τοποθετηθεί απέναντι στην ελληνική υπόθεση.

Η οπτική του Παλαιολόγου ευθυγραμμίζεται εν πολλοίς με την επιχειρηματολογία αρκετών φιλελληνικών κειμένων της εποχής: Θίγοντας π.χ. το ζήτημα της αρχαιοκαπηλίας και της καταστροφής των αρχαίων μνημείων (12ος διάλογος) επικαλείται τον θαυμασμό των Ευρωπαίων για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αποτυπώνοντας το μίσος των Οθωμανών για τους Χριστιανούς[19] τις ωμές σφαγές αθώων πολιτών ιδίως από τους γενίτσαρους, τις υφαρπαγές ξένων περιουσιών και τους βιασμούς γυναικών[20] καταγγέλλει την κατάλυση κάθε νομιμότητας στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προβάλλοντας παράλληλα εμμέσως τα φιλελεύθερα αιτήματα της δικαιοσύνης, της ισότητας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας του λόγου. Επίσης, ενημερώνοντας τους ευρωπαίους αναγνώστες για τις πολυάριθμες επαναστατικές εστίες των Ελλήνων και την νικηφόρο έκβαση αρκετών μαχών σε στεριά και θάλασσα,[21] επιδιώκει να τους πείσει ότι ο Ελληνικός Αγώνας έχει στερεωθεί για τα καλά και δεν είναι ένα πρόσκαιρο πυροτέχνημα, όπως αρχικά θεωρούσαν.[22] Ενώ πληροφορώντας τους αφενός μεν για την διείσδυση των μοναρχικών Αυστριακών στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας ιδίως σε σχέση με την αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού (14ος και 20ος διάλογος), και αφετέρου για τις Ρωσικές διεκδικήσεις (11ος διάλογος), το Ρωσικό Τελεσίγραφο (20ος διάλογος) και την προφητεία για το ξανθό γένος (171, 383), επιδιώκει να κινητοποιήσει και τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη προκειμένου να αναλάβουν ενεργό δράση υπέρ των Ελλήνων.
Κι αν στο πλαίσιο των διαλόγων η προβολή των παραπάνω θέσεων γίνεται με έμμεσο τρόπο, ο συγγραφέας καθιστά σαφέστερες τις προθέσεις του στις σημειώσεις που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου και καταλαμβάνουν έκταση 64 σελίδων. Σε αρκετές από αυτές απλώς μεταφέρονται με αποστασιοποιημένο και ουδέτερο ύφος συμπληρωματικές γεωγραφικές, ιστορικές και γλωσσικές πληροφορίες ή λεπτομέρειες σχετικά με τα έθιμα της Ανατολής, που δεν γινόταν να ενσωματωθούν στο κυρίως σώμα των διαλόγων.

Σε άλλες, παρατίθενται αποσπάσματα από το κοράνι, από νομικούς ή στρατιωτικούς κώδικες, και από γνωστά περιηγητικά ή άλλα κείμενα που ανατέμνουν τα οθωμανικά ήθη, όπως του J. E. Beauvoisins, του R. Chandler, του F. Pouqueville, του Du Vigneau, του C. E. Savary, του M. D’Ohson κ.ά., προκειμένου να δοθεί στο κείμενο του Παλαιολόγου η αίσθηση της αυθεντικότητας και της αξιοπιστίας. Τα αποσπάσματα τίθενται εντός εισαγωγικών, ενίοτε δε προσδιορίζεται το κεφάλαιο ή η σελίδα από την οποία προέρχεται το παράθεμα. Εδώ προκύπτουν βεβαίως αρκετά ζητήματα που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης: πόσο αξιόπιστες είναι τελικά οι πηγές που επικαλείται ο Παλαιολόγος προς επίρρωσιν της εγκυρότητας των δικών του ισχυρισμών (π.χ. το -σαφών φιλελληνικών προαιρέσεων- άνισο έργο του Pouqueville). Κατά πόσο στηρίχτηκε ο Παλαιολόγος σε αυτές τις πηγές για την ανεύρεση υλικού; Με ποιον δηλαδή τρόπο και σε ποιο βαθμό τις αξιοποίησε -πέραν των σημειώσεων- και για τη συγκρότηση των ίδιων των διαλόγων του; Σε σχόλιό του ο Παλαιολόγος μας δίνει κάποια ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε: στην προσπάθειά του να αναπτύξει πληρέστερα τα θέματά του παραδέχεται ότι άντλησε στοιχεία που μπορεί να αφορούν διαφορετικές ιστορικές περιόδους ή διαφορετικά ιστορικά πρόσωπα. «Δεν ανέλαβα να γράψω την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», ξεκαθαρίζει, «αλλά μονάχα να γνωστοποιήσω τα ήθη και τα έθιμα των Οθωμανών», γι’ αυτό και ως μόνη απαρέγκλιτη αρχή του είχε κάθε τι που γράφει να βασίζεται σε γεγονότα (395).

Ενδιαφέρον έχει, πάντως, να δούμε πώς ο Παλαιολόγος σχολιάζει πλέον εδώ ανοιχτά μια σειρά θεμάτων. Μεταξύ άλλων μιλάει με υπερηφάνεια για τις πολεμικές επιδόσεις του Κανάρη (399) και με αγανάκτηση για τις σφαγές των ελλήνων (π.χ. 399). Εκφράζει ευθέως τη διαφωνία του με τα φιλοτουρκικά δημοσιεύματα της Quotidienne (395-396) και τις αναξιόπιστες συγγραφικές πρακτικές κάποιων ευρωπαίων ταξιδιωτών (π.χ. 379, 385, 395-6), που στηρίζονται αποκλειστικά στις μονόπλευρες μαρτυρίες των Τούρκων. Παίρνει θέση στο ζήτημα της συνέχειας του ελληνικού έθνους, απορρίπτοντας την προσφώνηση “Ρωμιοί” και προκρίνοντας την ονομασία “Έλληνες”(357). Στρέφεται κατά του θρησκευτικού φανατισμού και της μοιρολατρίας των μουσουλμάνων, την οποία αποκαλεί γελοία (357, 369, 373 κ.ά.).[23]

Σε γενικές γραμμές, όμως, δεν παρασύρεται σε προπαγανδιστικές ακρότητες ή σε υβριστικούς χαρακτηρισμούς εναντίον των Τούρκων, όπως συνέβαινε σε αρκετά φυλλάδια ή μαχητικά άρθρα της δεκαετίας του 1820. Ούτε περιορίζεται σε μια συλλήβδην απόρριψη του Οθωμανικού κόσμου.[24] Ο Παλαιολόγος αποδίδει πολιτικές και ηθικές ευθύνες για το αδιέξοδο της χώρας κυρίως στους κρατούντες: Ασκεί σκληρή αλλά καλοζυγισμένη κριτική στην πολιτική του Σουλτάνου και των υπουργών του, που, όπως υποδεικνύει, έχει ολέθριες επιπτώσεις και στους ίδιους τους Τούρκους.[25] Παρουσιάζει, τέλος, στο κοινό και μια μειοψηφία Οθωμανών η οποία επιζητά μεταρρυθμίσεις (13ος και 16ος διάλογος).
Αυτό που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης διαβάζοντας το Esquisses de urs turques είναι ότι, κάνοντας λόγο για τα οθωμανικά ήθη, ο Παλαιολόγος επιδιώκει να μιλήσει γενικότερα για την ηθική, όπως υποδεικνύεται και από το απόφθεγμα που παραθέτει στο εξώφυλλο του βιβλίου: «Le vice n’arrive dans le monde que par l’ignorance des choses qui constituent la vertu.» Και σε αυτή την περίπτωση η ηθική συνδέεται με τις φιλελεύθερες διαφωτιστικές αντιλήψεις της Δύσης ενώ η ανηθικότητα με τις πρακτικές της Ανατολής. Οι διάλογοι του Esquisses de urs turques αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτήν την αντιπαράθεση του ιδεολογικού και πολιτικο-κοινωνικού συστήματος της Ανατολής και της Δύσης. Κι αυτό που κατά ειρωνικό τρόπο προκύπτει είναι ότι λόγω της αδιαλλαξίας των Οθωμανών είναι τελικά αδύνατη η πραγματοποίηση διαλόγου, είναι αδύνατη η επικοινωνία μεταξύ των δύο κόσμων.[26]

Η αντιπαράθεση Δυτικού και Ανατολικού κόσμου επανέρχεται 12 χρόνια αργότερα στον Πολυπαθή (1839), το πρώτο, ηθογραφικών και πάλι προθέσεων, μυθιστόρημα του Παλαιολόγου, όταν βέβαια οι συνθήκες για τους έλληνες είναι πολύ διαφορετικές. Και εδώ ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες για την περιγραφή των Οθωμανικών ηθών, για τις οποίες, όπως αρχικά επισήμανε η Φαρίνου και διεξοδικά κατέδειξε με τις πολυάριθμες συγκριτικές επισημάνσεις του ο Tonnet, μεταφέρθηκαν αρκετές σκηνές και μοτίβα από το Esquisses de urs turques.[27]
Και στο πλαίσιο του Πολυπαθούς ο Παλαιολόγος επισημαίνει αρκετές αδυναμίες της Οθωμανικής κοινωνίας (π.χ. 22-26, 87-107).[28] Δεν παραλείπει, όμως, να αναφερθεί επίσης στα θετικά βήματα που έχουν αρχίσει πλέον να σημειώνονται στον οθωμανικό χώρο. Προβαίνει μάλιστα κάποτε σε συγκρίσεις με τη Δύση, συχνά δε εις βάρος της δεύτερης. Θίγοντας, π.χ. το θέμα της κρατικής ασυδοσίας, ο συγγραφέας υπογραμμίζει σε υποσημείωση την περιστολή των καταχρήσεων επί Σουλτάν Μαχμούτ και συνεχίζει: «Ο Σουλτάν Απδούλ Μετζίτης, όχι μόνον ακολουθεί τα προοδευτικά ίχνη του πατρός του αλλά δίδει παραδείγματα, άξια να τα μιμηθώσι τινές των Ευρωπαϊκών και Χριστιανικών Δυνάμεων. Όλοι οι επιθυμούντες την πρόοδον του ανθρωπίνου γένους εύχονται την πραγματοποίησιν και την διατήρησιν αυτών των θεσμοθεσιών, δια των οποίων μόνον θα ευτυχήση το οθωμανικόν Κράτος» (104). Για να καταλήξει: «[…] αν και οι Οθωμανοί έχουν, ένεκα της αμαθείας των, πολλάς προλήψεις και άλλα τινά ελαττώματα, είναι όμως ειλικρινέστεροι εις την φιλίαν των και τιμιώτεροι εις τα συναλλάγματά των από πολλά χριστιανικά έθνη.» (104). Ενώ σε άλλο σημείο, αναφερόμενος στην ηθική των γυναικών, ο ήρωάς του δηλώνει ότι προτιμά τα «ήθη των Ασιανών» (206). Χαρακτηριστική είναι, όμως, και σχετική σημείωσή του στον Ζωγράφο (1842), το δεύτερο μυθιστόρημά του: Εδώ ο Παλαιολόγος χαρακτηρίζει, με κάποια ίσως υπερβολή, την Οθωμανική Κυβέρνηση «φρονιμωτέρα» έναντι των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων λόγω των απαγορεύσεων που έχει επιβάλει για την περιστολή της χαρτοπαιξίας: «Ίσως τινές ονομάζουν τούτο περιορισμόν της ελευθερίας· [σχολιάζει] αλλ’ ας μάθουν, ότι εις την Τουρκίαν είναι περισσοτέρα ελευθερία, παρά εις πολλά άλλα Ευρωπαϊκά κράτη. Τουλάχιστον, όχι μόνον βιβλία και εφημερίδες παντός είδους αναγινώσκονται δημοσίως, και καθείς ομιλεί ελευθέρως ό,τι φρονεί, αλλ’ ο λαός ψάλλει εις τας οδούς αυτής της Πρωτευούσης άσματα, δια τα οποία η Αστυνομία και αυτών των Παρισίων ήθελε φυλακίσει τους τραγωδιστάς».[29]

Επιπλέον, εκμεταλλευόμενος τις περιπλανήσεις του ήρωά του, που δεν περιορίζονται μόνο στον Ανατολικό χώρο, αλλά επεκτείνονται στη Ρωσία και σε μια σειρά δυτικών κρατών, ο συγγραφέα θα αδράξει την ευκαιρία να αποτυπώσει τα ήθη και τα ελαττώματά της Δύσης.[30] Θα απορρίψει, δια στόματος του ήρωά του, συλλήβδην τα ήθη των Ρώσων (76) και θα διαπιστώσει στο τέλος του ταξιδιού του μελαγχολικά πόσο «σπανία είναι σήμερον η ηθική αύτη! Μάλιστα εις τας πολιτισμένας κοινωνίας» (206). «Φαίνεται ότι ο άνθρωπος είναι παντού ο αυτός και τοιούτος θα μείνη μέχρι της συντελείας των αιώνων» (232), καταλήγει.

Ερχόμενος εν συνεχεία στην Ελλάδα, ο ήρωας του θα διαπιστώσει φατριασμούς και αναξιοκρατία που εμποδίζουν την πολυπόθητη αλλά ουδόλως διαφαινόμενη Αναγέννηση του Έθνους. Ο Παλαιολόγος, πάντοτε δια στόματος του ήρωά του, σαφώς θα εξακολουθεί, όπως και στο Esquisses de urs turques, να εκφράζει «το φιλελεύθερο πνεύμα του μετριοπαθούς Διαφωτισμού»,[31] θεωρώντας πως εκεί βρίσκεται η μόνη λύση για τη βιωσιμότητα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους: «Η παιδεία και ο καιρός, με την σύμπραξιν εμφρόνου Κυβερνήσεως, θα βελτιώσουν βαθμηδόν τα ήθη» (228), θέλει να ελπίζει. Από το κείμενο διακρίνεται πάντως η απογοήτευση του από την τρέχουσα κατάσταση του Έθνους, την οποία σκιαγραφεί με ιδιαιτέρως καυστικό τρόπο στα δύο τελευταία κεφάλαια. Στο τέλος του βιβλίου ο Παλαιολόγος παρουσιάζει τον ήρωά του, Φαβίνη, του οποίου ο όψιμος γάμος με τη Ρωξάνδρα δίνει αφορμή στον «φιλόμωμον κόσμον να γελάση» (242) να αποσύρεται στην εξοχή, διατηρώντας όμως την επικοινωνία του με τα τεκταινόμενα στον πολιτικό χώρο.

Η στάση του Παλαιολόγου όπως αποτυπώνεται στον Πολυπαθή, ενδεχομένως συνδέεται με τις προσωπικές απογοητεύσεις που βίωσε ο συγγραφέας ερχόμενος στην Ελλάδα: Τα φιλόδοξα γεωπονικά του σχέδια ναυάγησαν, ο ίδιος διώχθηκε από το Αγροκήπιο της Τίρυνθας και έκτοτε δεν χρησιμοποιήθηκε σε τομείς της αρμοδιότητάς του. Επιπλέον, η κριτική εξαπέλυσε εναντίον του δριμεία επίθεση όταν εξέδωσε τον Πολυπαθή, ενώ το δεύτερο μυθιστόρημά του, Ο ζωγράφος, που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, είχε αποκλειστικά ετερόχθονες συνδρομητές. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Παλαιολόγος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά απασχολήθηκε στην εκεί ελληνική πρεσβεία, ενώ σύμφωνα με την νεκρολογία του εργάστηκε για λογαριασμό του τουρκικού κράτους για την ανασυγκρότηση των ταχυδρομείων.
Πολυταξιδεμένος και πολυπαθής ο Κωνσταντινουπολίτης Γρηγόριος Παλαιολόγος θα εμπνέεται από τα φιλελεύθερα ιδανικά της Δύσης, χωρίς να μπορεί να απαρνηθεί τα παράλια του Βοσπόρου, τα οποία τόσο συγκινημένος περιγράφει σε σημείωσή του στο Esquisses de urs turques (400).

[1] Η ανακοίνωση αυτή αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης μελέτης που ετοιμάζω για το θέμα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω και από εδώ τη Ράνια Πολυκανδριώτη, τη Στέση Αθήνη και τον Λάμπρο Βαρελά για τις χρήσιμες υποδείξεις τους.

[2] Από την εκτεταμένη σχετική βιβλιογραφία, βλ. ενδεικτικά: Κ. Θ. Δημαράς (επίμ.), Περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο, Αθήνα 1967· Λ. Δρούλια, «Η δικαίωση του αγώνα στα ξενόγλωσσα ελληνικά κείμενα του 1821», περ. Νέα Εστία, (Χριστούγεννα 1970), σελ. 286-293· L. Droulia, Philhellénisme. Ouvrages inspirés par la guerre de l’indépendance grecque, 1821-1833. Repertoire bibliographique, Κ.Ν.Ε./Ε.Ι.Ε, Αθήνα 1974· Απ. Βακαλόπουλος, «Ο φιλελληνισμός μέσα στο πλαίσιο των μεγάλων ευρωπαϊκών ιδεολογικών ρευμάτων», Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμ. Ε, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 568-609· Κ. Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ‘21: απομνημονεύματα, χρονικά, ημερολόγια, υπομνήματα, αλληλογραφία εθελοντών, διπλωματικών, ειδικών απεσταλμένων, περιηγητών, πρακτόρων κ.α., 5 τόμοι, Αθήνα 21984-1990· Ι. Βιγγοπούλου, Ρ. Πολυκανδριώτη, «Περιηγητικά κείμενα για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο 15ος – 19ος αιώνας. Κατάλογος Συντομευμένων τίτλων», στον τόμο: Περιηγητικά θέματα. Υποδομή και προσεγγίσεις, Τετράδια Εργασίας, τόμ. 17, Κ.Ν.Ε/Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1993, σελ. 17-157· S. Moussa, Larelationorientale : enquêtesurlacommunicationdanslesrécitsdevoyageenOrient, 1811-1861, Klincksieck, Παρίσι 1995.

[3] Esquisses de mœurs turques au XIXe siècle; ou scènes populaires, usages religieux, cérémonies publiques, vie intérieure, habitudes sociales, idées politiques des Mahométans, en forme de dialogues, Paris, Moutardier, 1827, σελ. XVI + 408. Το κείμενο μεταφράστηκε στα ολλανδικά το 1829. (Βλ. Μ. Χ. Χατζηιωάννου, «‘Ο θάνατος του Δημοσθένους’ του Ν. Σ. Πίκκολου και ο Γρ. Παλαιολόγος», Μνήμων, τόμ. 9, 1984, σελ. 248, σημ. 4 και Γ. Φαρίνου, «Γρηγόριος Παλαιολόγος», στο: Η παλαιότερη πεζογραφία μας, Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόμ. Γ’, Σοκόλης, Αθήνα 1996, σελ. 159.) Να αναφερθεί εδώ ότι το φιλελληνικό κομιτάτο είχε συνδράμει οικονομικά προκειμένου ο Παλαιολόγος να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στο Παρίσι. Τον βοήθησε επίσης αργότερα προκειμένου να εκδώσει κάποια γεωπονικά του συγγράμματα και να εφαρμόσει τα γεωπονικά του προγράμματα στην ελληνική επικράτεια. (Βλ. Γ. Φαρίνου, «Γρηγόριος Παλαιολόγος», ό.π., σελ. 156).

[4] The Death of Demosthenes. A Tragedy in Four Acts in Prose. Translated from the Modern Greek by Gregorios Paleologos, of Constantinople. Cambridge. Printed for the Author and Sold by Richard Newby, Trinity Street, 1824, σελ. Χ + 63. Βλ. Μ. Χ. Χατζηιωάννου, ό.π., σελ. 247-254, όπου και στοιχεία για τις διασυνδέσεις του Παλαιολόγου με το αγγλικό φιλελληνικό κομιτάτο.

[5] Βλ. Μ. Χ. Χατζηιωάννου, ό.π., σελ. 249.

[6] Βλ. και την αφιέρωση στον Lieutenant – Général Alexandre Lameth, ο οποίος, όπως σημειώνει ο Παλαιολόγος, είναι “un des premiers, avez tendu une main secourable á la Grèce abandonnée, et qui avez été un des plus zélés et des plus constants défenseurs de notre sainte cause.”

[7] Βλ. την επιστολή του Κόμη Lasteyrie με ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου 1829, στην οποία ο Παλαιολόγος φέρεται να μην έχει αποχωρήσει ακόμη για την Ελλάδα. Η επιστολή παρατίθεται στο: Ελένη Κούκκου, Ιωάννης Καποδίστριας. Ο άνθρωπος – ο διπλωμάτης, Εστία, Αθήνα 21984, σελ. 316, 406. (Πληροφορία από: Gr. Palaiologue, L’Homme aux mille mésaventures, μτφρ., εισαγ., επιμ., H. Tonnet, L’Harmattan, Παρίσι 2000, σελ. 14).

[8] Βλ. και Γ. Φαρίνου, «Γρηγόριος Παλαιολόγος», ό.π., σελ. 161. Στις πρακτικές των ξένων περιηγητών επανέρχεται και στο κυρίως κείμενο του Esquisses de urs turques (π.χ. σελ. 143-144) αλλά, , και στις σημειώσεις του (Βλ. παρακάτω).

[9]Βλ. αντιστοίχως Γ. Φαρίνου, «‘Ελληνικός Ζιλβλάσιος;’ Ο Πολυπαθής του Γρ. Παλαιολόγου», ΕΕΦΣΑΠΘ 1 (1991), σελ. 311 και H. Tonnet, «Κωνσταντίνος Ράμφος», στο: Η παλαιότερη πεζογραφία μας, Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόμ. Δ’, Σοκόλης, Αθήνα 1996, σελ. 298.

[10] Ο διάλογος, έμμετρος ή πεζός, αυτόνομος ή ενσωματωμένος σε διάφορα λογοτεχνικά είδη, έχει μια μακρά ιστορία, με ποικίλες ειδολογικές διακλαδώσεις, τόσο στις δυτικοευρωπαϊκές όσο και στις ανατολικές γραμματείες, και με ιδιαίτερη διάδοση κατά τον 18ο αιώνα στον ελληνικό και στον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο. Όπως σημειώνει ο Γ. Κεχαγιόγλου: «[…] στιχομυθία, διάλογος και πρόσωπα – χαρακτήρες απαντούν και σε μεγάλο αριθμό πεζών θεατρικών έργων, πεζών έργων με δραματικό περιεχόμενο και δοκιμιακών-στοχαστικών έργων, από τα αιγαιοπελαγίτικα «θρησκευτικά δράματα» του Μπαρόκ ως το Κριτήριον ή Διάλεξις του Σοφού με τον Κόσμον του πολύγλωσσου μολδαβού Καντεμίρη (Dimitrie Cantemir) και τους διαλόγους της φαναριώτικης γραμματείας, από τους πρώτους Μαυροκορδάτους ως τον Κοραή, την παρέα του και τους αντιπάλους του, τον Σολωμό.» («Γραμματολογική εισαγωγή. Η αφηγηματική πεζογραφική παραγωγή της «παλαιότερης» γραμματείας μας: δεδομένα, παρεξηγήσεις, προτάσεις. Μερικές πρώτες προϋποθέσεις και σταθμίσεις», στο: Η Παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόμ. Β’1, Σοκόλης, Αθήνα 1999, σελ. 1). Το περιορισμένο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης δεν επιτρέπει την απαιτούμενη διερεύνηση της σχέσης του Esquisses de urs turques, με την παράδοση (/παραδόσεις). Για το διαλογικό είδος στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο, βλ. ενδεικτικά S. Guellouz, Le dialogue, Presse Universitaires de France, Παρίσι 1992 (όπου και εκτενής περαιτέρω βιβλιογραφία). Για τον διάλογο κατά τον 18ο και κυρίως τον 19ο αιώνα στον νεοελληνικό χώρο, βλ. Παν. Μουλλάς, «Εισαγωγή», στο: Η Παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόμ. Α’, Σοκόλης, Αθήνα 1998, σελ. 39-49.

[11] Γράφει ο Παλαιολόγος στην εισαγωγή: “J’ai préféré cette méthode, parce que je la crois la plus propre à intéresser le lecteur, et à adoucir l’indignation que pourraient lui inspirer les vices, les atrocités et les horreurs du fanatisme.” (ix)

[12] Βλ. “Pictures of Turkish Manners and Opinions”, περ. OrientalHerald, τχ. 14 (Ιούλιος 1827), σελ. 64. Η μετάφραση είναι της Γ. Φαρίνου («Γρηγόριος Παλαιολόγος», ό.π., σελ. 161).

[13] Σχετικά με το φωνητικό-ορθογραφικό σύστημα που υιοθετεί ο Παλαιολόγος για την καταγραφή των τουρκικών λέξεων, βλ. τη σχετική σημείωση του Παλαιολόγου (348-349) και Γ. Κεχαγιόγλου, «Εισαγωγή», στο: Βασίλειος-Μιλτιάδης Νικολαΐδης, Αλί-Χουρσίντ Μπέης. Επεισόδιον της ελληνικής επαναστάσεως, επιμ. Γ. Κεχαγιόγλου, Νεφέλη, Αθήνα 2001, σελ. 99-100, σημ. 77.

[14] Όπως σημειώνει και ο Edward Said: «Καθένας που γράφει για την Ανατολή πρέπει να τοποθετηθεί πρόσωπο με πρόσωπο απέναντί της· μεταφρασμένη σε κείμενο, αυτή του η θέση περικλείνει το είδος της αφηγηματικής φωνής που υιοθετεί, τον τύπο δομής που οικοδομεί, τα είδη των εικόνων, των θεμάτων, των μοτίβων που ανακυκλώνονται μέσα στο κείμενό του –που όλα συνοψίζονται, εντέλει σε εσκεμμένους τρόπους ν’ απευθυνθεί στον αναγνώστη περικλείνοντας την Ανατολή και, τελικά, να την εκπροσωπήσει ή να μιλήσει για λογαριασμό της.» (Οριενταλισμός, μτφρ. Φ. Τερζάκης, Νεφέλη, Αθήνα 1996, σελ. 33).

[15] Χαρακτηριστικός από αυτήν την άποψη είναι π.χ. ο δραματικός μονόλογος της Khadidgé, η οποία εκθέτει τη δυστυχία της και τη δυστυχία αρκετών Οθωμανίδων (34-35) ή το καταγγελτικό ξέσπασμα ενός Οθωμανού ναύτη εναντίον της υποκρισίας των ομοθρήσκων του (321-322).

[16] Σχετικά με τα θέματα και τα μοτίβα τα οποία πραγματεύεται ο Παλαιολόγος στο Esquisses de urs turques, βλ. και Γ. Κεχαγιόγλου, «Εισαγωγή», ό.π., σελ. 98-99, σημ. 76.

[17] Όπως δήλωνε και στον πρόλογο: “Je passerai même sous silence mille choses qui auraient pu blesser la pudeur et le sentiment des convenances”. (x) Έτσι, π.χ. στη σελ. 200 διακόπτει την αφήγηση ενός επεισοδίου με ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο, για λόγους σεμνοπρέπειας.

[18] Σχετικά με τη θεματολογία των περιηγητικών κειμένων και των κειμένων του Ευρωπαϊκού ανατολισμού της περιόδου, βλ. παραπάνω, υποσημείωση αρ. 1. Ένα πρώτο διάγραμμα του νεοελληνικού ανατολισμού δίνεται στο: Γ. Κεχαγιόγλου, «Νεοελληνικός ανατολισμός: Συνέχεια και ασυνέχεια στις γραμματειακές προσεγγίσεις του Αραβικού κόσμου», στο: Μνήμη Λίνου Πολίτη. Φιλολογικό μνημόσυνο και επιστημονική συνάντηση, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 1988, σελ. 157-165. Ειδικότερα όσον αφορά το Esquisses de urs turques και τη σχέση του με άλλα κείμενα του νεοελληνικού ανατολισμού, θα περιοριστώ εδώ στην περίπτωση του Αλί-Χουρσίντ Μπέη, του Β. Μ. Νικολαΐδη, που όπως επισημαίνει ο Γ. Κεχαγιόγλου, παρουσιάζει αρκετές θεματικές και άλλες ομοιότητες με το κείμενο του Παλαιολόγου. (Βλ. Γ. Κεχαγιόγλου, «Εισαγωγή», ό.π., σελ. 97-100).

[19] Π.χ. σελ. 100, 114, 132, 284, 298 και σε πολλά άλλα σημεία. Επίσης, συχνά παρουσιάζονται οι Τούρκοι να βρίζουν τους Χριστιανούς, αποκαλώντας τους «chiens» (σκυλιά).

[20] Π.χ. τρίτος, πέμπτος, δέκατος και δέκατος πέμπτος διάλογος.

[21] Π.χ. σελ. 54, 169, 177, 299, 311-315, 338, 339.

[22] Χαρακτηριστική είναι επίσης η αναφορά κάποιων Οθωμανών σε προφητικά βιβλία που προβλέπουν ότι οι έλληνες θα νικήσουν τους Τούρκους κι ότι επίκειται το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (235-236) όπως και η πληροφορία ότι πολλές αρχοντικές οικογένειες Τούρκων επιλέγουν να θάβουν τους δικούς τους στο Σκούταρι, στο Ασιατικό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι τάφοι δεν θα πέσουν κάποτε στα χέρια των Χριστιανών (388).

[23] Να σημειωθεί ότι ο Παλαιολόγος στρέφεται συλλήβδην κατά του θρησκευτικού φανατισμού, επισημαίνοντας ότι το φαινόμενο δεν εντοπίζεται μονάχα στο Ισλάμ, αλλά και στους κόλπους του Χριστιανισμού (357).

[24] Π.χ. εντοπίζει μεν στο Κοράνι αντιφάσεις και παραλογισμούς, υποστηρίζει όμως ότι περιέχει και αρκετά λογικά πράγματα και ωραία γνωμικά. Κατά την άποψή του, το πρόβλημα είναι ότι οι διδαχές από το Κοράνι ερμηνεύονται και μεταφράζονται σχεδόν πάντοτε σύμφωνα με το συμφέρον του φανατισμένου κλήρου ή του διεφθαρμένου και βάναυσου κράτους (373).

[25] Γράφει χαρακτηριστικά: «Les injustices et les cruautés de la politique du sultan et des ses ministres ne pèsent pas seulement sur les sujets tributaires, elles se font sentir sur les Turcs eux-mêmes. Musulmans ou chrétiens, pauvres ou riches, petits ou grands, tous partagent les malheurs et les vexations auxquels donne naissance ce gouvernement absurde et sanguinaire» (365).

[26] Την αδυναμία πραγματοποίησης διαλόγου μεταξύ των δύο κόσμων αντικατοπτρίζει με ιδιαίτερα εύγλωττο τρόπο ο 16ος διάλογος.

[27] Βλ. Γ. Φαρίνου, «Γρηγόριος Παλαιολόγος», ό.π., σελ. 161, σημ. 6 και Gr. Palaiologue, ό.π., passim. Συμπληρωματικές επισημάνσεις γίνονται και στο Π. Αποστολή, Το πικαρικό μυθιστόρημα και η παρουσία του στον ελληνικό 19ο αιώνα (Από τον «Ερμήλο» ως την «Πάπισσα Ιωάννα»), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2003, σελ. 170-171.

[28] Οι παραπομπές στον Πολυπαθή αφορούν την έκδοση: Γρ. Παλαιολόγος, Ο πολυπαθής, εισαγ.- επιμ. Ά. Αγγέλου, Ερμής, Αθήνα 1989. Για το θέμα βλ. Και Π. Αποστολή, ό.π.,σελ. 174-76.

[29] Βλ. Γρ. Παλαιολόγος, Ο ζωγράφος, εισαγ.-επιμ. Ά. Αγγέλου, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1989, σελ. 226-227.

[30] Βλ. Γ. Φαρίνου, «‘Ελληνικός Ζιλβλάσιος;’ Ο Πολυπαθής του Γρ. Παλαιολόγου», ό.π., σελ. 311-312 και Π. Αποστολή, ό.π., σελ. 177-180, 187.

[31] Γ. Φαρίνου, «‘Ελληνικός Ζιλβλάσιος;’ Ο Πολυπαθής του Γρ. Παλαιολόγου», ό.π., σελ. 315.