Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Ι. Κ. Χασιώτης

Iστορικές προϋποθέσεις του ελληνικού και του αρμενικού Διαφωτισμού: Συγκλίσεις και αποκλίσεις

Παρά τη συσσώρευση αξιόλογης βιβλιογραφίας για τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, δεν καλύφθηκε επαρκώς ως τώρα μια σημαντική παράμετρος: η αναζήτηση αναλογιών σε αντίστοιχα «κινήματα» που εμφανίστηκαν την ίδια εποχή ή λίγο αργότερα στους άλλους σύνοικους λαούς της οθωμανικής Ανατολής. Από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, οι μοναδικές ­­–και τις περισσότερες φορές περιστασιακές—συγκριτικές προσεγγίσεις αφορούν τη σχέση του νεοελληνικού φαινομένου με τα ρουμανικά και σερβικά παραδείγματα[1]. Απουσιάζει, πάντως, εντελώς η αρμενική περίπτωση. Αυτό οφείλεται στη λειψή εξοικείωσή μας με την ιστορική εξέλιξη τόσο των «Δυτικών» Aρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο, ακόμα περισσότερο, των «Aνατολικών», που ζούσαν στον ευρύτερο χώρο της Υπερκαυκασίας. Το ίδιο επίσης ισχύει (με ελάχιστες εξαιρέσεις) και για την αρμενική ιστοριογραφία, που περιορίζεται σε μάλλον γενικόλογες επισημάνσεις της απήχησης του νεοελληνικού εθνικού κινήματος στην ανάπτυξη του αντίστοιχου αρμενικού[2].

Η ανακοίνωση αυτή αποβλέπει στην επισήμανση –αναγκαστικά με σχηματικό τρόπο– μερικών από τις ιστορικές προϋποθέσεις (κατά προτίμηση της λιγότερο γνωστής στους νεοελληνιστές αρμενικής πλευράς), οι οποίες, αν μελετηθούν συγκριτικά, μπορούν να βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση του φαινομένου και στις δυο περιπτώσεις. Oι συγκρίσεις επιβάλλονται και από το πρόσθετο γεγονός ότι η νεότερη ιστορία των Ελλήνων και των Αρμενίων (ιδιαίτερα των «Δυτικών», που έζησαν για αιώνες κάτω από το ίδιο κυριαρχικό καθεστώς) έχει να επιδείξει πολλές και όχι τυχαίες αναλογίες σε κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις, που δεν συναντιούνται με την ίδια συχνότητα σε άλλες εθνικο-θρησκευτικές ομάδες της ευρύτερης περιοχής. Οι αναλογίες διακρίνονται τόσο κατά τη μακρά περίοδο της πρώιμης Τουρκοκρατίας --κατά την οποία δημιουργήθηκαν οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις της εκπαιδευτικής ζωής στους χριστιανικούς λαούς της οθωμανικής Ανατολής-- όσο και στα χρόνια της καρποφορίας, πρώτα του ελληνικού και στη συνέχεια του αρμενικού Διαφωτισμού[3].

Οι δυο αυτές περίοδοι δεν συμβαδίζουν χρονικά στην ιστορία των δυο λαών: Στην ελληνορθόδοξη πλευρά οι ιδεολογικές και κοινωνικές διεργασίες δεν ήταν μόνο πρωιμότερες (για πολλούς ιστορικούς, δημογραφικούς και γεωγραφικούς λόγους, των οποίων η ανάλυση δεν είναι της στιγμής)· ήταν και σχετικά σταθερές και συνεχείς. Αντίθετα, στο αρμενικό στοιχείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και, ως ένα βαθμό, και της Υπερκαυκασίας) η εκπαιδευτική και η φιλολογική δραστηριότητα περιοριζόταν ουσιαστικά ως τα τέλη του 17ου αιώνα σε μερικά δραστήρια μοναστηριακά κέντρα, στην έκδοση θρησκευτικών βιβλίων και στην αναπαραγωγή της λαϊκής ποίησης[4]. Οι μεμονωμένες προσωπικότητες, που ξεπερνούσαν με το έργο τους την εποχή τους --όπως π.χ. ο ποιητής Nahapet Kouchak (✝1592) και ο πολυτάλαντος ιστοριογράφος και λυρικός ποιητής Yeremia Kömurdjian (1637-1695)--, δεν αλλάζουν τη γενική αυτή εκτίμηση[5]. Παρ’ όλα αυτά, οι Αρμένιοι έχουν να επιδείξουν κι αυτοί αρκετά πρώιμα δείγματα τολμηρών πρωτοβουλιών, καταρχήν στον οικονομικό τομέα και στη συνέχεια και στον πολιτιστικό. Στον πρώτο μάλιστα εμφανίζουν μια ταυτόχρονη σχεδόν με τους Έλληνες δραστηριότητα, υπερέχοντας κυρίως στο εμπόριο των χερσαίων δρόμων της μικρασιατικής και μεσανατολικής ενδοχώρας (αλλά και της Tρανσυλβανίας, της Πολωνίας, της Oυκρανίας, της Kριμαίας και, ως το τέλος του 18ου αιώνα, και της νότιας Pωσίας) και σε προσδιορισμένους βιοτεχνικούς τομείς (π.χ. στην αργυροχοΐα και την ταπητουργία). Στο δεύτερο μάλιστα μισό του 17ου αιώνα περνούν και στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους, κάνοντας αισθητή την παρουσία τους στη Βενετία, το Λιβόρνο, τη Mασσαλία και το Άμστερνταμ, και, ακόμα περισσότερο, στην Kαλκούτα, τη Bομβάη και το Mαδράς[6].

Ιδιαίτερα εντυπωσιακές στον πολιτιστικό τομέα –σε σύγκριση πάντοτε με τους Έλληνες—ήταν οι αρμενικές επιδόσεις στην τυπογραφία: Χωρίς να διαθέτουν τις προνομιακές ευκαιρίες που παρείχε στον ελληνικό κόσμο η άνθηση στη Δύση των κλασικών σπουδών, οι Αρμένιοι κατάφεραν, με καθυστέρηση βέβαια σαράντα χρόνων, να πραγματοποιήσουν για πρώτη φορά μερικές εκδόσεις θρησκευτικών κυρίως έργων σε βενετικό τυπογραφείο στα 1511/1512-1513. Μισόν αιώνα αργότερα και εξήντα χρόνια μετά τον Ζαχαρία Καλλιέργη, στα 1565, ίδρυσαν στη Βενετία το πρώτο δικό τους τυπογραφείο, το οποίο και μετέφεραν μετά από δυο χρόνια στην Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του εκεί αρμενικού πατριαρχείου. Ας σημειωθεί ότι την πρωτοβουλία την είχε το «κεντρικό» πατριαρχείο του Ετσμιατζίν, που από τη μακρινή, περσοκρατούμενη τότε Ανατολική Αρμενία είχε στείλει στην Ιταλία τον Abgar Dpir από την Τοκάτη (†1573) με αποστολή την εκμάθηση της τυπογραφικής τέχνης. Την προσπάθεια τη συνέχισαν ο γιος του Dbir, Sultanshah, μαζί με τον Hovhannés Terznets'i στη Ρώμη στα 1584, και ο Kömurdjian έναν αιώνα αργότερα (1677) στην Κωνσταντινούπολη, όπου στήθηκε νέο τυπογραφείο για το εκεί αρμενικό πατριαρχείο[7]. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι η λειτουργία των αρμενικών τυπογραφείων στην οθωμανική πρωτεύουσα δεν προκάλεσε τις δραματικές αναταράξεις που παρατηρήθηκαν στην ελληνορθόδοξη πλευρά και που οδήγησαν το 1627-1628 στο ναυάγιο τις προσπάθειες του Nικοδήμου Mεταξά και του Κυρίλλου Λούκαρη και τη μεταφορά, μισόν αιώνα αργότερα, της ελληνικής προσπάθειας στο Ιάσι και το Βουκουρέστι[8]. Ανάλογη ήταν και η ανάπτυξη, κατά ίδια περίπου εποχή, των αρμενικών τυπογραφείων της Διασποράς, κατά κανόνα με την οικονομική στήριξη των εμπόρων των παροικιών: στο Άμστερνταμ (όπου στην περίοδο 1610-1717 εκδόθηκαν πάνω από 20 τίτλοι, ανάμεσά τους ο πρώτος έντυπος χάρτης της Αρμενίας και η πρώτη έκδοση της Βίβλου στα αρμενικά το 1666), στο Λβόφ (1616), στη Νέα Τζούλφα και το Ισπαχάν (1641, 1639), στη Μασσαλία, το Λιβόρνο κ.α.[9] Η αντίστοιχη ελληνική δραστηριότητα συνδέεται κυρίως με τα τυπογραφεία Γλυκύ και Σάρου στη Βενετία (από το 1670 και 1686 αντίστοιχα)[10]. Οι αρμενικές εκδοτικές προσπάθειες συνεχίστηκαν με εντατικότερους ρυθμούς κατά τον 18ο αιώνα τόσο στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (με τη δημιουργία τυπογραφείου στη Σμύρνη το 1752[11]), όσο και στον χώρο του πατριαρχείου του Ετσμιατζίν (που το 1772-1774 αποκτά, μετά από μερικές σποραδικές εκδόσεις των μέσων του 17ου αιώνα, και τυπογραφείο και εργαστήριο χαρτιού) και, φυσικά, στη Διασπορά, με σημαντικότερες τις περιπτώσεις του Μαδράς των Ινδιών στα 1772, του Λονδίνου (1780) και της Πετρούπολης (1781), για να μη μνημονεύσουμε τα ιδιόκτητα πλέον τυπογραφεία των μεχιταριστών της Τεργέστης (από το 1776) και της Βενετίας (από το 1788)[12]. Πάντως, υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των δυο εθνοτήτων και στον τομέα των εκδόσεων: Στα χρόνια 1772-1789 το τυπογραφείο του Δημητρίου και Πάνου Θεοδοσίου στη Βενετία εκτύπωσε 19 αρμενικά βιβλία[13], ενώ κατά την ίδια εποχή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που ακόμα δεν διέθετε, όπως το αρμενικό, δικό του τυπογραφείο, κατέφευγε για τις εκδόσεις του σε ένα από τα δέκα τότε καλά οργανωμένα αρμενικά τυπογραφεία της Κωνσταντινούπολης («παρά τω Πογόζ Iωάννου, τω εξ Aρμενίων»)[14].

Η ιεραποστολική δραστηριότητα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στην τουρκοκρατούμενη Ανατολή στα τέλη του 16ου και κατά τον 17ο αιώνα (όπως επίσης και των ευαγγελικών μισιοναρίων κατά τον 19ο αιώνα) επηρέασε και τη θρησκευτική ενότητα και την εκπαίδευση του ελληνορθόδοξου στοιχείου, αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό, όπως συνέβη με τους Αρμενίους. Ομολογίες πίστης στον καθολικισμό έχουμε και στα δυο πατριαρχεία της Κωνσταντινούπολης και, ακόμα συχνότερα, στο αρμενικό πατριαρχείο τού Σις της Κιλικίας. Γενικά, η καθολική διείσδυση στους αρμενικούς πληθυσμούς (μέσω κυρίως της Congregatio de Propaganda Fide) ήταν αποτελεσματικότερη, παρά το γεγονός ότι το αρμενικό Κολλέγιο της Ρώμης άρχισε ουσιαστικά να λειτουργεί μισό σχεδόν αιώνα μετά το ελληνικό, στα 1627[15]. Οι αντιδράσεις λοιπόν των αρμενικών πατριαρχείων της Κωνσταντινούπολης και του Ετσμιατζίν στη προσηλυτιστική δράση της Αγίας Έδρας ήταν εξίσου, αν όχι περισσότερο, οξείες σε σύγκριση με τη στάση πολλών οικουμενικών πατριαρχών της ίδιας εποχής[16]. Οι παρεμβάσεις, πάντως, των δυτικών Δυνάμεων –κυρίως της Γαλλίας-- στα εσωτερικά των δυο χειμαζόμενων τότε ανατολικών εκκλησιών είχαν παρόμοια αποτελέσματα: συχνές δογματικές παρασπονδίες, αλλεπάλληλες αλλαξοπατριαρχείες, αλλά και δραματικές περιπέτειες των προκαθημένων τους –με αποκορύφωμα, στη μια πλευρά, τη σύλληψη και το θάνατο του Κυρίλλου Λούκαρη, το 1638 και, στην άλλη, τη βίαιη μεταγωγή στη Γαλλία και τον εγκλεισμό στη Βαστίλη του επίσης ανένδοτου ανθενωτικού Αvedik Tokhatets’i (1702-1703, 1704-1706) το 1706[17]. Ωστόσο, η προσπάθεια της αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας να διαφυλάξει το ποίμνιό της από τη δογματική αλλοτρίωση επενήργησε περισσότερο καταλυτικά, θα λέγαμε, σε σύγκριση με την ελληνορθόδοξη κοινότητα, και μάλιστα και στα δυο αντίπαλα στρατόπεδα, το «ουνιτικό» και το ανθενωτικό. Οι περισσότεροι μάλιστα αρμένιοι ιστορικοί αποδίδουν στον ανταγωνισμό εκείνον την επελθούσα κατά τον 18ο αιώνα αναβίωση της παιδείας στις αρμενικές κοινότητες, τόσο της οθωμανικής «Ανατολής» όσο και της Διασποράς.

Σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη αυτή θεωρείται η ίδρυση στην Κωνσταντινούπολη εκμέρους του ιερωμένου Mekhitar Garabedian από τη Σεβάστεια (1676-1749) του ιδιόμορφου τάγματος αρμενίων «βενεδικτίνων» μοναχών, που φέρει το όνομά του. Οι «μεχιταριστές», ύστερα από μια εφήμερη παραμονή στη βενετοκρατούμενη Μεθώνη, εγκαταστάθηκαν το 1717 στο νησάκι του Αγίου Λαζάρου στη Βενετία, και, παρά τη διάσπασή τους --με την ίδρυση ενός χωριστού μοναστικού κέντρου, πρώτα στην Τεργέστη (1773) και στη συνέχεια στη Βιέννη (1811)--, ανέπτυξαν εντυπωσιακή εκδοτική, φιλολογική και εκπαιδευτική δραστηριότητα, που εστιάστηκε στη διάσωση και την προβολή (με φιλολογικές εκδόσεις) παλαιών και νεότερων κειμένων της αρμενικής εκκλησιαστικής και εκκοσμικευμένης γραμματείας, την εξοικείωση των ομοεθνών τους –μέσω μεταφράσεων— με τα σημαντικότερα έργα της κλασικής και νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και την ανάπτυξη της αρμενικής εκπαίδευσης. Παράλληλα, εργάστηκαν για τον εμπλουτισμό της αρμενικής γλώσσας, καταρχήν (ως το 1820) της αρχαΐζουσας (grabar) και στη συνέχεια και της ακαλλιέργητης ακόμα δημοτικής (της ashkharabar), με γραμματικές, λεξικά και άλλα ανάλογα έργα (ιστορικά, γεωγραφικά κλπ.), που επί έναν αιώνα περίπου χρησίμευσαν ως βασικά εργαλεία έρευνας και εγχειρίδια διδασκαλίας[18]. Παράλληλα με τον εκπαιδευτικό, οι μεχιταριστές, χωρίς να υιοθετήσουν τις συνηθισμένες προσηλυτιστικές τακτικές των άλλων ταγμάτων της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, που δρούσαν στην «Ανατολή», επηρέασαν και τον ιδεολογικό τομέα: μέσω της «ανακάλυψης» και της εξιδανίκευσης του λησμονημένου (και σχεδόν άγνωστου στη Δύση) αρμενικού παρελθόντος δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και στους Αρμενίους της εθνικής ιδεολογίας της ιστορικής συνέχειας, ανάλογης με εκείνη που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στην ελληνορθόδοξη πλευρά με τη δράση των Ελλήνων λογίων στη Δύση δυόμισυ αιώνες νωρίτερα, αλλά που αναζωογοννήθηκε κι αυτή στα χρόνια του Διαφωτισμού[19]. Με τον ίδιο τρόπο δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός φιλαρμενικού κλίματος, και μάλιστα στους ίδιους σχεδόν κοινωνικούς κύκλους της Δύσης στους οποίους αναπτύχθηκε –πρωιμότερα βέβαια και σε μεγαλύτερη κλίμακα—και το φιλελληνικό κίνημα[20].

Ως απάντηση ακριβώς στην πολιτιστική πρόκληση της καθολικής προπαγάνδας θα πρέπει να θεωρηθεί η ενθάρρυνση εκμέρους της αρμενικής εκκλησιαστικής ηγεσίας της τυπογραφίας (για την έκδοση καταρχήν θρησκευτικών έργων πολεμικού χαρακτήρα) και, κυρίως, η κίνησή της για την ίδρυση σχολείων. Στην πρώτη δεκαετία του 18ου αιώνα οργανώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη 4 νέα αρμενικά τυπογραφεία, που εξέδωσαν 40 τίτλους. Μέσα σε πενήντα χρόνια τα τυπογραφεία τριπλασιάστηκαν και οι εκδόσεις τους υπερδιπλασιάστηκαν, συμπεριλαμβάνοντας τώρα --παράλληλα με τα εκκλησιαστικά-- φιλοσοφικά, εκπαιδευτικά, φιλολογικά, ιστορικά και καθαρά λογοτεχνικά ακόμα έργα (υπολογίζεται ότι στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα τυπώθηκαν κάπου 30 ποιητικά κείμενα σε κλασική και δημοτική γλώσσα ή και στα τουρκικά). Παράλληλα, λειτούργησαν (από το 1715) και τα πρώτα αρμενικά εκπαιδευτήρια, καταρχήν τα εκκλησιαστικά για άρρενες, στη συνέχεια τα λαϊκά (από το 1785 και από το 1820 και για τα δυο φύλλα) και μια τουλάχιστον εμπορική σχολή, όλα σχεδόν στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης[21]. Πάντως, τα περισσότερα από τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν, όπως και τα αντίστοιχα ελληνικά, στους νάρθηκες των εκκλησιών, χρησιμοποιώντας ως δασκάλους σχετικά μορφωμένους ιερείς και υποτυπώδη προγράμματα διδασκαλίας. Η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, προπάντων μετά την αποφοίτηση Αρμενίων σπουδαστών από γαλλικά και ανατολικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια[22]. Και μόνο τότε η αρμενική εκπαίδευση κατάφερε να βγεί από τα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ η ελληνική είχε προπολλού αξιόλογες επιδόσεις και σε κωμοπόλεις της υπαίθρου, τουλάχιστον στην ελληνική χερσόνησο.
Στην αρμενική εκπαιδευτική δραστηριότητα αναδείχτηκαν –αντιδρώντας κι αυτοί στις προσηλυτιστικές προσπάθειες της Αγίας Έδρας-- τρεις σημαντικοί εκπρόσωποι της αρμενικής λογιοσύνης, δυο πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης, ο Hovhannes Golod (1678-1741, πατρ. 1715-1741) και ο μαθητής και διάδοχός του Hakob Nalian (1706-1764, πατρ. 1741-1749, 1752-1764), και ένας παιδαγωγός και λογοτέχνης, ο Baghdasar Dbir (1683-1768)[23]. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε και η οικονομική στήριξη των πλούσιων αρμενικών οικογενειών της οθωμανικής πρωτεύουσας, των κατά περιόδους υποτιμημένων από την ιστοριογραφία (κατά το προηγούμενο των Φαναριωτών) «αμιράδων». Tο φαινόμενο συνδέεται περισσότερο με τις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που είχαν αρχίσει να σημειώνονται ήδη από τον όψιμο 17ο αιώνα στον αρμενικό πληθυσμό των μεγάλων αστικών κέντρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν –όπως και στην περίπτωση των Ελλήνων—η ανάδυση μιας δυναμικής νεόκοπης αστικής τάξης, που έλεγχε με τα «ισνάφια» της όχι μόνο την εσωτερική αγορά των «σαράφηδων» της Κωνσταντινούπολης, αλλά –μέσω κυρίως των «αμιράδων»-- και τις επιλογές του Πατριαρχείου[24]. Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν αναπόφευκτα κοινωνικές και ιδεολογικές ρήξεις στην αρμενική κοινότητα, ανάλογες με εκείνες που εμφανίστηκαν την ίδια περίπου εποχή και στο ελληνορθόδοξο στοιχείο, με καταλύτη, και στις δυο περιπτώσεις, την ανάδυση --οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική-- της Δύσης μέσω, κυρίως, της Διασποράς[25].
Από όσα αναφέρθηκαν ήδη φάνηκε ότι ως τις αρχές του 19ου αιώνα η αρμενική Διασπορά κινήθηκε σε παράλληλους, αλλά όχι πάντοτε όμοιους γεωγραφικούς ορίζοντες με την ελληνική: Παραδουνάβιες ηγεμονίες, Τρανσυλβανία, Κριμαία, αλλά και Πολωνία· Βενετία, Μασσαλία, Άμστερνταμ, Λιβόρνο, Τεργέστη, Βιέννη, αλλά και Περσία και Ινδίες. Αντιστοιχίες παρουσιάζει η παρουσία των Αρμενίων και των Ελλήνων στην Κριμαία, τουλάχιστον ως τη μαζική και ταυτόχρονη μετοικεσία τους στις απέναντι ρωσικές κτήσεις της Aζοφικής ενδοχώρας (Priasovye) το φθινόπωρο του 1778[26]. Η μεγάλη απόκλιση άρχισε μισόν αιώνα αργότερα, με την ενσωμάτωση (το 1828) της Υπερκαυκασίας στην τσαρική επικράτεια, οπότε άλλαξαν ριζικά και οι όροι των αρμενο-ρωσικών σχέσεων[27].
Σημαντικό ρόλο στην νεότερη οικονομική, πολιτιστική και πολιτική ιστορία των Αρμενίων έπαιξαν και οι δυναμικές (ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα) παροικίες τους στην Καλκούτα και το Μαδράς. Εκεί άρχισε από τη δεκαετία του 1770 η κυκλοφορία αρμενικών φιλοσοφικών και πολιτικών έργων, εμπνευσμένων από τον Montesquieu και τον Locke (προκαλώντας τγην αντίδραση της αρμενικής εκκλησίας με σχετικά ανάλογο τρόπο όπως ‘εγινε και στην ελληνορθόδοξη πλευρά[28])· εκεί κυκλοφόρησε (με 18 τεύχη στα 1794-1796) και η πρώτη αρμενική εφημερίδα, η Aztarar (Μηνύτωρ), δυο μόλις χρόνια μετά τη βιεννέζικη Εφημερίδα των Μαρκίδων-Πούλιου[29]. Πάντως, σε αντίθεση με τους Έλληνες, που εκτός από τα κοινοτικά τους σχολεία, αξιοποίησαν αρκετά πρώιμα και τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια (αρχίζοντας από την Πάδοβα), οι Αρμένιοι χρειάστηκε να περιμένουν ως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα για να αποκτήσουν ανάλογες προϋποθέσεις ως απόφοιτοι των δευτεροβάθμιων σχολών και ακαδημιών που άνοιξαν στο Αστραχάν (1810), τη Μόσχα (1816), την Καλκούτα (1821), την Τιφλίδα (1824) και, μόλις στα 1833 και 1836 (ενάμισυ σχεδόν αιώνα μετά το «Φλαγγινιανό» των Ελλήνων), στην Πάδουα και τη Βενετία[30]. Οι απόφοιτοι των σχολών αυτών μοίρασαν την ανώτατη εκπαίδευσή τους ανάμεσα στο Παρίσι, οι Δυτικοί Αρμένιοι, και στο γερμανόφωνο πανεπιστήμιο του Dorpat (το Tartu, της ρωσοκρατούμενης τότε Εσθονίας), οι Ανατολικοί[31].

Η γεωγραφική αυτή διαφοροποίηση, αλλά και η χρονική καθυστέρηση των Αρμενίων, σε σχέση με τους Έλληνες, είχε τις συνέπειές της όχι μόνο στον κοσμοπολιτικό χαρακτήρα της αρμενικής διανόησης, αλλά και στους ιδεολογικούς της προσανατολισμούς. Επιστρέφοντας στις πατρίδες τους οι Αρμένιοι απόφοιτοι των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων ήταν φορείς των ριζοσπαστικών ιδεών που κυριαρχούσαν στη Δύση μετά τις κρίσεις του 1830 και τις εξεγέρσεις του 1848. Γι’ αυτό άλλωστε και οι πολιτικές οργανώσεις, που άρχισαν να στήνονται παράνομα στην τουρκοκρατούμενη Δυτική και στη ρωσοκρατούμενη Ανατολική Αρμενία, μολονότι μιμούνταν τη Φιλική Εταιρεία ή απλώς εμπνέονταν από τα ελληνικά και τα νοτιοσλαβικά εθνικά κινήματα[32], ουσιαστικά επηρεάζονταν από το επαναστατικό κλίμα της εποχής τους, τόσο στη Δύση όσο και στην τσαρική Ρωσία[33]. Οι ενδοαρμενικές αντιπαραθέσεις, πάντως, που είχαν αρχίσει να προκαλούνται ήδη από τον 18ο αιώνα ανάμεσα στους «φωτισμένους» (lusavorial) και τους «σκοταδιστές» (khavarial) --και που θα ενταθούν κατά την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων (Τanzimat)[34]--, περιορίστηκαν στο κοινωνικό πεδίο, χωρίς να περάσουν και στο «εθνοφυλετικό», όπως έγινε την ίδια εποχή στις ελληνορθόδοξες κοινότητες[35]. Η υπαγωγή στο αρμενικό πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης μερικών προχαλκηδονιακών (μονοφυσιτικών, στην πλειονότητά τους) θρησκευτικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε αποκτήσει με το χρόνο συμβατικό μόνο χαρακτήρα, χωρίς πολιτικό βάρος[36]. Συνεπώς, ο εθνικά περιοριστικός χαρακτήρας της γρηγοριανής αποστολικής εκκλησίας δεν επηρέαζε την εθνογενετική διαδικασία σε μη αρμενικές εθνότητες. Η αναγνώριση βέβαια των άλλων δυο αρμενικών θρησκευτικών κοινοτήτων (millet), της καθολικής και της ευαγγελικής στα 1831 και 1846 αντίστοιχα, προκάλεσε κάποιες αναταράξεις· αλλά αυτές παρέμειναν ενδοαρμενικές και δεν προκάλεσαν σοβαρές εθνικές αποκλίσεις[37].

Λιγότερους επίσης κραδασμούς προκάλεσε στους Αρμενίους (Δυτικούς και Ανατολικούς) η σταδιακή αντικατάσταση στον γραπτό λόγο της κλασικής αρχαΐζουσας γλώσσας (grabar) από την ομιλούμενη (ashkharabar). Το πρόβλημα είχε αρχίσει από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, αλλά απέκτησε έντονο ιδεολογικό περιεχόμενο στα μέσα του 19ου αιώνα, χωρίς όμως να μεταλλαχθεί σε εθνικό σχίσμα. Η πολιτική διάσταση της αρμενικής διγλωσσίας υπογραμμίζεται στην εμμονή για τον «καθαρμό» τής ομιλούμενη από το υψηλό ποσοστό τουρκικών λέξεων (που έφτανε στις αρχές του 19ου αιώνα το 65% του καθημερινού λεξιλογίου), αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο η πολιτικοποιημένη διανόηση αντιμετώπισε την εξαιρετικά διαδεδομένη τουρκοφωνία και την τουρκόφωνη φιλολογία (αντίστοιχη με την ελληνορθόδοξη «καραμανλίδικη») και την αρμενοταταρική «kiptchak» (ανάλογη με την ελληνοταταρική διάλεκτο της Μαριούπολης)[38]. Πέρα από τις παραλληλίες αυτές, το γλωσσικό ζήτημα στην αρμενική του έκφανση παρουσιάζει και άλλες αντιστοιχίες, με κυριότερη βέβαια την κοινωνική προέλευση των πολεμίων και των συνηγόρων τής ομιλούμενης ashkharhabar (στον χώρο της Εκκλησίας και των συντηρητικών «αμιράδων» της Κωνσταντινούπολης οι πρώτοι, στη Διασπορά, τη δυτικοθρεμμένη διανόηση και τα μεσοαστικά στρώματα οι δεύτεροι)[39].
Η σχηματική αυτή αναφορά στις ελληνοαρμενικές παραλληλίες δεν θα πρέπει να μειώσει τη σημασία των αποκλίσεων, οι οποίες, ας σημειωθεί, περιορίζονται δραστικά μόνο μετά το πέρασμα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Πέρα, λοιπόν, από τα δείγματα, που μνημονεύτηκαν ήδη λακωνικά (και τα οποία εντάσσονται χρονικά στα όρια της «εποχής των Φώτων»), εκείνο που δεσπόζει στις αποκλίσεις είναι η χρονολογική ασυμμετρία ανάμεσα στην ελληνική και την αρμενική περίπτωση. Παρά τις εξαιρέσεις, ο αρμενικός Διαφωτισμός –και ως ένα βαθμό και ο γεωργιανικός[40]-- αρχίζει ουσιαστικά εκεί που κλείνει η καθαυτό φάση του νεοελληνικού. Επειδή η ασυμμετρία αυτή ισχύει κατεξοχήν και με το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο, προκάλεσε σύγχυση στην αρμενική ιστοριογραφία, τόσο ως προς τα χρονολογικά όρια, όσο και ως προς την εναλλακτική χρήση των όρων «Αναγέννηση» (Zartonk και Veratznut'iun) και «Διαφωτισμός» (Lusavorut’iun), συχνά για την ίδια περίοδο[41]. Η γενική υιοθέτηση λοιπόν του όρου «Διαφωτισμός», όταν γίνεται με το αυστηρό περιεχόμενο μιας προσδιορισμένης ιστορικής περιόδου, δημιουργεί αρκετά προβλήματα περιοδίκευσης τόσο στην αρμενική περίπτωση όσο και σε αντίστοιχα κινήματα στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη (μεταξύ των Βουλγάρων και των Γεωργιανών, για παράδειγμα, για να μην αναφερθώ και στους Εβραίους). Αλλά και ο «φωτισμός» ενός σημαντικού τμήματος του ελληνορθόδοξου πληθυσμού (κατά κύριο λόγο της μικρασιατικής ενδοχώρας) δεν μπορεί αβασάνιστα να ενταχθεί στα καθιερωμένα χρονικά όρια της περιόδου του νεοελληνικού Διαφωτισμού. H συγκριτική λοιπόν προσέγγιση του αρμενικού παραδείγματος, όπως άλλωστε και των άλλων συγγενικών λαών της ευρύτερης περιοχής, μπορεί να βοηθήσει στην επανεκτίμηση και του νεοελληνικού φαινομένου, πέρα βέβαια από το γεγονός ότι περιορίζει και τον ελλοχεύοντα πάντοτε κίνδυνο του ιστοριογραφικού απομονωτισμού[42].

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

 

 


[1] Περιορίζομαι εδώ στις επισημάνσεις του Dimitrije Djordjevic, «Balkan Versus European Enlightenment: Parallelism and Dissonances», East European Quarterly, 9/4 (1975), σ. 487-497, και του Peter F. Sugar, «The Enlightenment in the Balkans: Some Basic Considerations», αυτ., σ. 499-507. Πρβλ. και την ειδικότερη, μικρή μελέτη της Elli Skopetea, «Greek and Serbian Enlightenment: A Comparative Approach», Proceedings of the Fifth Greek-Serbian Symposium, Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ, 1991, σ. 201-209. Είναι ευοίωνο το γεγονός ότι στο συνέδριο αυτό θα παρουσιαστούν τέσσερις τουλάχιστον ανακοινώσεις συγκριτικού χαρακτήρα.

[2] Ως εξαιρέσεις μπορούν να θεωρηθούν οι μικρές τεκμηριωμένες μελέτες του Μ. N. Akopjan, «Rikas’, n’ra tzirakire yev Hayer’» (O Pήγας, το πρόγραμμά του και οι Aρμένιοι), L’raper Hasaragagan Kidutiuneri (έκδ. Eθνικής Aκαδημίας της Aρμενικής ΣΣΔ), 8 (1971), σ. 39-57, και «Osvoboždenie Grecii i armjanskaja obśčestennaja mysl’» (H απελευθέρωση της Eλλάδας και η αρμενική κοινωνική σκέψη), στον τόμο Central'naia i jugovostočnaja Evropa v novoe vremja, Mόσχα, Nauka, 1974, σ. 150-157. Αντίθετα, οι αρμένιοι μελετητές τείνουν κατά τα τελευταία χρόνια --για ποικίλους λόγους-- να εξοικειωθούν περισσότερο με την αντίστοιχη εβραϊκή περίπτωση: Enlightenment and Diaspora, The Armenian and Jewish Cases, επιμ. Richard G. Hovannisian - David N. Myers, Atlanta, Georgia, Scholar’s Press, 1999.

[3] Πρβλ. I. K. Hassiotis, «The Historical Background to the Greek and Armenian National Movements: An Initial Comparison», Tο Eλληνικόν. Studies in Honor of Speros Vryonis, Jr., Nέα Yόρκη, Karatzas Bros., 1993, σ. 287-306.

[4] Πρβλ. Dickran Kouymjian, «Armenia from the Fall of the Cilician Kingdom (1375) to the Forced Emigrations under Shah Abbas (1604)», The Armenian People from Ancient to Modern Times, επιμ. Richard Hovannisian,τόμ. 2, Νέα Υόρκη, St. Martin's Press, 1997, σ. 45-46.

[5] Σύντομη ενημέρωση στου Vahé Oshagan, «Modern Armenian Literature and Intellectual History from 1700 to 1915», The Armenian People, τόμ. 2, σ. 140-141. Τα ιδιόμορφα ποιήματα (haïren) του αρμένιου «τροβαδούρου» Koutchak εκδόθηκαν αρκετές φορές σε μετάφραση, με σχετικά πιο πρόσφατη του Vahé Godel, Tous les désirs de l'âme: Poèmes d'Arménie, Παρίσι, Albin Michel, 2002 (όπου και ποιήματα, στο πρωτότυπο και σε γαλλική μετάφραση, του κατά πολύ προγενέστερου εκκλησιαστικού ποιητή Grigor Narekats’i). Για τον Κιομουρτζιάν, βλ. Avedis K. Sanjian - Andreas Tietze (επιμ.), Eremya Chelebi Kömürjian’s Armeno-Turkish Poem «The Jewish Bride», Wiesbaden, Otto Harrassowitz, 1981, σ. 7-37 (εισαγωγή). Στα ελληνικά έχει εκδοθεί ένα περιγραφικό κείμενό του για την Κωνσταντινούπολη: Ι. Τ. Κιομουρτζιάν, Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680, σχόλια-μετάφρ. Σούλα Μπόζη, Αθήνα, Τροχαλία, 1992, όπου (σ.11-13) σύντομο βιογραφικό του.

[6] Η βιβλιογραφία είναι μεγάλη· βλ. ενδεικτικά Van S. Rooy, «Armenian Merchants' Habits as Mirrored in 17-18th Century Amsterdam Documents», Revue des Études Arméniennes, 5η σειρά, 3 (1966), σ. 347-357, Armenian Merchants of the Seventeenth and Early Eighteenth Centuries: English East India Company Sources, επιμ. Vahé Baladouni - Margaret Makepeace, Philadelphia, American Philosophical Society, 1998, και Ina Baghdiantz Mccabe The Shah's Silk for Europe's Silver: The Eurasian Silk trade of the Julfan Armenians in Safavid Iran and India (1590-1750). University of Pennsylvania, Scholar's Press, 1999.

[7] Meliné Pehlivanian, «Mesrop’s Heirs: The Early Armenian Book Printers», Middle Eastern Languages and Print Revolution. A Cross-cultural Encounter, επιμ. Eva Hanebutt-Benz - Dagmar Glass - Geoffrey Roper, Westhofen, WVA-Verlag Skulima, 2002, σ. 53-92. Για την αντίστοιχη ελληνική πλευρά, πρβλ. Το ελληνικό βιβλίο, 1476-1830, επιμ. Αικατερίνη Κουμαριανού - Λουκία Δρούλια - Evro Layton, Αθήνα, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, 1986, σ. 49-52.

[8] Layton, «H τεχνική του βιβλίου», Το ελληνικό βιβλίο,σ. 292.

[9] Raymond H. Kévorkian, Catalogue des "incunables" arméniens (1511-1695) ou Chronique de l'imprimerie arménienne, Γενεύη, Patrick Cramer, 1986. Τον σημαντικό ρόλο των αρμενίων εμπόρων στην ανάπτυξη των κατά τόπων παροικιακών τυπογραφείων αναλύει η Ina Baghdiantz McCabe, «Merchant Capital and Knowledge: The Financing of Early Armenian Printing Presses by the Eurasian Silk Trade», Treasures in Heaven. Armenian Art Religion and Society , Νέα Υόρκη,Pierpont Morgan Library, 1998, σ. 58-73.

[10] Κουμαριανού - Δρούλια, «Η εκδοτική του βιβλίου», Το ελληνικό βιβλίο, σ. 135-158. Πρβλ. Georg Veloudis, Das griechische Druck- und Verlagshaus Glikis in Venedig, 1670-1854: Das griechische Buch zur Zeit der Turkenherrschaft, Wiesbaden, Harrassowitz, 1974.

[11] Στην εκτύπωση ενός τουλάχιστον ελληνικού βιβλίου στη Σμύρνη στα 1764 αναφέρεται η Layton, «H τεχνική του βιβλίου», σ. 293.

[12] Ως τότε οι μεχιταριστές χρησιμοποιούσαν ιταλικά τυπογραφεία, κατά κύριο λόγο τον γνωστό και από τις ελληνικές του εκδόσεις οίκο του Antonio Bortoli. Η τυπογραφική δραστηριότητα των Αρμενίων κατά τον 18ο και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα αποτυπώνεται στον κατάλογο του Raymond H. Kévorkian, Les imprimés arméniens, 1701-1850, Παρίσι, Bibliothèque Nationale, 1989.

[13] Γεώργιος Σ. Πλουμίδης, Tο βενετικόν τυπογραφείον του Δημητρίου και του Πάνου Θεοδοσίου (1755-1824), Aθήνα 1969, σ. 96-98.

[14] Mανουήλ I. Γεδεών, H πνευματική κίνησις του Γένους κατά τον IH' και IΘ' αιώνα, επιμ. A. Aγγέλου - Φ. Hλιού, Aθήνα 1976, σ. 86, 210-211. Ο «Πογόζ» δεν ήταν άλλος από τον Boghos Arabian (1742-1835), γενάρχη μιας δυναστείας αρμενίων τυπογράφων της Κωνσταντινούπολης.

[15] Grigor Petrowicz, «La S. Congregazione e gli Armeni», Sacrae Congregationis de Propaganda Fide de Momoria Rerum, 1622-1972, επιμ. J. Metzler, τόμ. 2, Βιέννη 1973, σ. 404-412.

[16] Charles A. Frazee, Catholics and Sultans. The Church and the Ottoman Empire, 1453-1923, Cambridge Univ. Press, 1983, σ. 129 κ.ε., 178 κ.ε.

[17] Για τη σύλληψη και τον θάνατο του Λούκαρη: Gunnar Hering, Oικουμενικό Πατριαρχείο και ευρωπαϊκή πολιτική, 1620-1638, μετάφρ. Δημ. Kούρτοβικ, Aθήνα, MIET, 1992, σ. 361-370. Στην απαγωγή και το ταπεινωτικό τέλος τού Αvedik αναφέρεται με συντομία ο Frazee, Catholics and Sultans, σ. 178-180. Το επεισόδιο αξιοποίησε στο διήγημά του «O Έλλην πειρατής» ο έλληνας πεζογράφος του 19ου αιώνα Στέφανος Ξένος· βλ. Βικτωρία Χατζηγεωργίου-Χασιώτη, Ο Στέφανος Ξένος (1821-1894) και ο ‘Βρεττανικός Αστήρ’, Διδακτ. διατρ., Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, 2003, σ. 283-287.

[18] Kevork B. Bardakjian, The Mekhitarist Contributions to Armenian Culture and Scholarship, Cambridge, Harvard College Library, 1976. Πρβλ. Ghewont Khosdegian, «La Renaissance arménienne du XVIIIe siècle», Histoire des Arméniens, σ. 425-431.

[19] Louise Nalbandian, The Armenian Revolutionary Movement. The Development of Armenian Political Parties through the Nienteenth Century, Berkeley, Univ. of Calif. Press, 1975, pp. 32-34, αλλά χωρίς αναφορές στο ελληνικό προηγούμενο.

[20] Ο ρόλος του λόρδου Byron στην εξέλιξη αυτή ήταν καταλυτικός: Mesrop Gianascian, «Lord Byron à St. Lazare», Venezia nelle letterature moderne. Atti del Primo Congresso dell' Associazione Internationale di letteratura comparata, επιμ. Carlo Pellegrini, Bενετία-Pώμη, Leo Olschi, 1961 (ανατ. 1971), σ. 115-126. Τις επαφές του Byron με τους μεχιταριστές και την προσπάθειά του να μάθει την αρμενιική γλώσσα περιγράφει ο Charles Dowsett, «The Madman has come back again! Byron and Armenian», Journal of the Society for Armenian Studies, 4 (1988-89), σ. 7-52.

[21] Oshagan, «Modern Armenian Literature», σ. 144-145.

[22] Στα μέσα του 19ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη (όπου υπολογίζεται ότι ζούσαν τότε περίπου 125.000 Αρμένιοι) λειτουργούσαν 46 αρμενικά σχολεία με περισσότερους από 5.500 μαθητές: Hakob Dj. Siruni, Bolis yev ir teri (Η Κωνσταντινούπολη και ο ρόλος της), τόμ. 3, Βηρυττός-Antelias, χ.ε., 1987, σ. 310.

[23] Harry Jewell Sarkiss, «The Armenian Renaissance, 1500-1863», The Journal of Modern History, 9/4 (Δεκ. 1937), σ. 440-441. Η νεότερη βιογραφία του Golod είναι του Kevork Pamukdjian, Hovhannes badriark Golod (Ο πατριάρχης Hovhannes Golod), Κωνσταντινούπολη, Shoghagat Madenashar, 1984. Για τις αντιδράσεις των δυο πατριαρχών στην καθολική διείσδυση στην αρμενική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, βλ. Frazee, Catholics and Sultans, σ. 181-184.

[24] Hagop Barsoumian, «Economic Role of the Amira Class in the Ottoman Empire», Armenian Review, 31/3 (1979), σ. 310-316.

[25] Hagop Barsoumian, «The Dual Role of the Armenian Amira Class within the Ottoman Government and the Armenian Millet (1750-1850)», Christians and Jews in the Ottoman Empire. The Functioning of a Plural Society, επιμ. Benjamin Braude - Bernard Lewis, τόμ. 1, Nέα Yόρκη, Holmes and Meier, 1982, σ. 171-184. Για τις εσωτερικές αντιδράσεις στην ελληνορθόδοξη πλευρά ως ενδεικτική χρησίμευσε η περίπτωση της Σμύρνης: Philippe Iliou, «Luttes sociales et mouvement de lumières à Smyrne en 1819», Structure sociale e dévelopment culturel dels villes sud-est européennes et adriatiques aux XVIe et XVIIIe siècles, Bουκουρέστι, 1975, σ. 295-315.

[26] Η μετοικεσία εκείνη οδήγησε στην ίδρυση δυο μεγάλων, εθνοτικά διακριτών κέντρων, της Μαριούπολης και του Nor Nakhichevan (σήμερα ενωμένο με το Pοστόβ του Δον): Ι. Κ. Χασιώτης, «Oι παλιότερες ελληνικές εστίες στη Mοσχοβία και την Kριμαία», Oι Έλληνες της Pωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης: Mετοικεσίες και εκτοπισμοί, οργάνωση και ιδεολογία, επιμ. Ι. Κ. Χασιώτης, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1997, σ. 35-39. Πρβλ. S. P. Gasarjian, - V. K. Voskanian, «Iz istorii armiano-russkikh sviazei» (Aπό την ιστορία των αρμενορωσικών δεσμών), Patma-Banasirakan Handes, 2 (Eριβάν, 1974), σ. 257-275, όπου αναφορές και στα ειδικά προνόμια προς τους Αρμενίους του Νορ Ναχιτσεβάν. Αποσπάσματα πηγών για τη ελληνική και αρμενική μετοικεσία του 1778 παραθέτει (σε μετάφραση) ο George A. Bournoutian, Armenians and Russia, 1626-1796. A Documentary Record, Costa Mesa Calif., Mazda Publishers, 2001, σ. 255-261, 286, 336, 343.

[27] Ronald Grigor Suny, «Images of the Armenians in the Russian Empire», The Armenian Image in History and Literature, επιμ. Richard G. Hovannissian, Malibu, California, Undena Press, 1981, σ. 105-137 (κυρίως σ. 110 κ.ε.).

[28] Το έργο π.χ. του Movses Baghramian Nor Tetrak, vor Kochi Hordorak (Νέο Σύνταγμα, αποκαλούμενο Νουθεσία), που εκδόθηκε στο Μαδράς (το 1773 ή το 1787), προκάλεσε, με τα περί δημοκρατικής ευνομίας 521 άρθρα του (που θυμίζουν στοιχεία του συντάγματος του Ρήγα και της Ελληνικής Νομαρχίας), καταδικάστηκε από τον πατριάρχη του Ετσμιατζίν Συμεών ως «διαβολικό» (divashounch): Christopher J. Walker, Armenia. The Survival of a Nation, Νέα Υόρκη, St. Martin's Press, 1980, σ. 51.

[29] K. Z. Asrafjan, «K voprosu o prosvetitel'skom tecenii sredi predstavitelej armjanskogo kupecestra v Indii v 70-80 kh godakh XVIII v.» (Για την πολιτιστική κίνηση στους Aρμένιους εμπόρoυς στην Iνδία στις δεκαετίες 1770-1790 του 18ου αι.), Problemy istorii Indii i stran Sredngo Vostoka, Mόσχα 1972, σ. 149-179. Πρβλ. James Etmekjian, The French Influence on the Western Armenian Renaissance, 1843-1915, Nέα Yόρκη, Twayne, 1964, σ. 69-70, και Vahe Oshagan, The English Influence on West Armenian Literature in the Nineteenth Century, Cleveland, Ohio, Caravan Books, 1982, σ. 3-4. Για την αντίστοιχη ελληνική περίπτωση: Αικατερίνη Κουμαριανού, Ο ελληνικός προεπαναστατικός τύπος, Βιέννη-Παρίσι, (1784-1821), Αθήνα, Ίδρυμα Ελλην. Πολιτισμού, χ.χ. (1995), σ. 28.

[30] Kevork A. Sarafian, History of Education in Armenia, La Verne, Calif., La Verne Leader, 1930, σ. 196 κ.ε. Πρβλ. Khosdegian, «La Renaissance arménienne», σ. 432-433.

[31] Oshagan, «Modern Armenian Literature», σ. 148-151. Πρβλ. Hiranth Thorossian, Histoire de la littérature arménienne, des origines jusqu'à nos jours, Παρίσι, Librairie des Cinq Continents, 1951, σ. 322.

[32] M. N. Akopjan, "Osvoboždenie Grecii i armjanskaja obśčestennaja mysl’" (H απελευθέρωση της Eλλάδας και η αρμενική κοινωνική σκέψη), Central'naia i jugo-vostočnaja Evropa v novoe vremja, Mόσχα, Nauka, 1974, σ. 154-157.

[33] Τον ριζοσπαστισμό αυτόν υπογραμμίζουν οι Ronald Grigor Suny, «Populism, Nationalism and Marxism: The Origins of Revolutionary Parties among the Armenians of the Caucasus», Armenian Review , 32/2 (Ιούν. 1979), σ. 134-151, και Anahide Ter Minassian, «The role of the Armenian Community in the Foundation and Development of the Socialist Movement in the Ottoman Empire and Turkey, 1876-1923», Socialism and Nationalism in the Ottoman Empire, 1876-1923, επιμ. Mete Tunçay- Erik Jan Zürcher, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, I. B. Tauris Publishers, 1994, σ. 109-156. Για την επιρροή που άσκησαν οι Έλληνες της νότιας Ρωσίας στον εκδυτικισμό των Αρμενίων συνοίκων τους βλ. Sarkis Shmavonian, «Mikayel Nalbandian and Non-Territorial Armenian Nationalism», Armenian Review, 36/3 (φθινόπ. 1983), σ. 35-56 (κυρίως σ. 37).

[34] Vartan Artinian, The Armenian Constitutional System in the Ottoman Empire, 1839-1863. A Study of its Historical Development, Κωνσταντινούπολη, χ.ε., 1988, σ. 19-29, 48-74.

[35] Mανουήλ I. Γεδεών, Aι φάσεις του παρ’ ημίν εκκλησιαστικού ζητήματος, Kωνσταντινούπολη, 1910, σ. 58-73. Πρβλ. Δημήτριος Σταματόπουλος, Μεταρρύθμιση και εκκοσμίκευση. Προς μία ανασύνθεση της ι στορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2003.

[36] Η συγκριτική προσέγγιση του Emanuel Turczynski, «Nationalism and Religion in Eastern Europe», East European Quarterly, 5/4 (1991), σ. 468-486, δεν συμπεριλαμβάνει το αρμενικό παράδειγμα. Στις περιορισμένες αρμοδιότητες του αρμενικού πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται ο Kevork B. Bardakjian, «The Rise of the Armenian Patriarchate of Constantinople», Christians and Jews in the Ottoman Empire , τόμ. 1, σ. 89-100.

[37] Charles A. Frazee, «The Formation of the Armenian Catholic Community in the Ottoman Empire», The Eastern Churches Review, 7/2 (1975), σ. 149-163, και,Vahan H. Tootikian, The Armenian Evangelical Church, Detroit, Armenian Heritage Committee, 1982.

[38] Vahe Oshagan, «The Effect of Kiptchak Letters on West Armenian Literature», Armenian Review, 35/1 (άνοιξη 1982), σ. 53-60. Η βασική μελέτη για την αρμενική τουρκοφωνία ανήκει στον H. Berbérian, La litterature arméno-turque, Wiesbaden, Philologiae Turcicae Fundamenta, 1964. Για τη διάλεκτο της Μαριούπολης βλ. Aικατερίνα Παππού-Zουραβλιόβα, «H ταυρορουμαίικη διάλεκτος των Eλλήνων της Aζοφικής στη Nοτιοανατολική Oυκρανία (περιοχή της Mαριούπολης)», Aρχείο Πόντου, 46 (1995), σ. 162-274, και Χαρ. Συμεωνίδης - Δημ. Tομπαΐδης, H σημερινή ελληνική διάλεκτος της Oυκρανίας (περιοχή Mαριούπολης), Aθήνα 1999.

[39] Πρβλ. Vahé Oshagan, «The Self-Image of Modern Armenians in Modern Literature», The Armenian Image, σ. 209-213 (κυρίως σ. 204-205).

[40] Για τον ρωσικής προέλευσης όψιμο «Διαφωτισμό» στον χώρο του Καυκάσου βλ. Michael Khodarkovsky «Of Christianity, Enlightenment, and Colonialism: Russia in the North Caucasus, 1550-1800», The Journal of Modern History, 71/2 (1999), σ. 394-430. Η συμβολή του πρίγκιπα Vorontsov στον γεωργιανικό Διαφωτισμό εξαίρεται από τους Austin Jersild – Neli Melkadze, «The Dilemmas of Enlightenment in the Eastern Borderderlands: The Theater and Library in Tbilisi», Kritika. Explorations in Russian and Eurasian History, 3/1 (χειμώνας 2002), σ. 27-49.

[41] Βλ. ενδεικτικά Boghos Zekyian, «The Armenian Way to Enlightenment: The Diaspora and Its Role», Enlightenment and Diaspora, σ. 45-85, Ghewond Khosdegian, «Renaissance arménien et mouvement de libération», Histoire des Arméniens, σ. 411 κ.ε., του ίδιου, «La Renaissance arménienne du XVIIIe siècle», αυτ., σ. 425 κ.ε., Anahit Ter Minassian, «La Renaissance arménienne et les débuts du mouvement national», αυτ., σ. 457 κ.ε. Προσεκτικότεροι είναι στη χρήση των όρων οι Etmekjian, The French Influence, σ. 68 κ.ε., και Oshagan, "Modern Armenian Literature», σ. 139 κ.ε.

[42] Στην έξοδο από τον απομονωτισμό αυτόν στόχευσαν διάφορα επιστημονικά συνέδρια, όπως π.χ. Diasporas in Comparative Perspective (Jews, Greeks, Armenians), που οργανώθηκε το 1987 στο City University της Νέας Υόρκης (μερικές εισηγήσεις εκδόθηκαν στο Journal of Modern Hellenism, 6/1989), Diasporas in World Politics: The Greeks in Comparative Perspective, επιμ. Dimitri Constas – Athan. G. Platias, Basingstoke, Macmillan, 1993,Arméniens et Grecs en diaspora: Αpproches comparatives (Αθήνα 2001, τα πρακτικά υπό εκτύπωση) και (με περισσότερα δείγματα συγκριτικών προσεγγίσεων) Enlightenment and Diaspora(βλ. κυρίως τις παρατηρήσεις της Rubina Peroomian, «A Commentary. A Comparative Approach to the Circumstances, Aspects, Manifestations, and Elements of the Jewish and Armenian Enlightenment and Modernization», σ. 209-221).