Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Vladimir Vladov

Τα Ελληνικά Σχολεία της περιοχής του Τιρνόβου ανάμεσα στα τέλη του ΙΗ΄ και τα μέσα του ΙΘ΄ αι.

Αναμφισβήτητη είναι η συνεισφορά των ελληνικών σχολείων για την διαμόρφωση της βουλγαρικής διανόησης κατά τα τελευταία εκατόν χρόνια της Τουρκοκρατίας. Αυτά τα κέντρα κοσμικής εκπαίδευσης υπήρξαν φορείς των προοδευτικών ιδεών του Ελληνικού Διαφωτισμού και της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης στα Βουλγαρικά εδάφη. Σχεδόν όλοι οι Βούλγαροι «Διδάσκαλοι του Γένους» και εθνεγέρτες  ήταν απόφοιτοι των ελληνικών σχολείων.

Ως πρωτεύουσα του Δεύτερου Βουλγαρικού βασιλείου, Πατριαρχείο και κέντρο αξιόλογης Φιλολογικής Σχολής, το Τίρνοβο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν ήταν παρά μητρόπολη και μια βαλκανική πόλη δευτερεύουσας σημασίας. Στον μαρτυρικό αλλά δοξασμένο τούτο τόπο ήταν όμως ζωντανή η παράδοση, ήταν ζωντανό και το πνεύμα. Με την παρούσα εισήγηση θα διευκρινίσουμε την σημασία, την θέση και τον ρόλο που διαδραμάτισαν τα ελληνικά σχολεία στην περιοχή του Τιρνόβου για την Βουλγαρική Αναγέννηση.

Οι παράγοντες που προσδιορίζουν την ύπαρξη και την λειτουργία των ελληνικών σχολείων και την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας στην πόλη Τίρνοβο, αλλά και στην πιο ευρύτερη περιοχή της, μπορούν περιληπτικά να ανακεφαλαιωθούν ως εξής:

  1. Αφ’ ενός, το υψηλό επίπεδο μόρφωσης του πληθυσμού κατά την περίοδο την οποία η πόλη ήταν πρωτεύουσα και αφ’ εταίρου, η πλούσια φιλολογική παράδοση, βάσει της μοναστηριακής και εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, εμπλουτισμένη κατά τον ΙΔ΄ αι. από τις τακτικές σχέσεις του κλήρου του Τιρνόβου με τα βυζαντινά πνευματικά κέντρα.
  2. Μετοικεσία και εγκατάσταση  κατά τον ΑΕ΄ αι. και μετά στην περιοχή του Τιρνόβου και συγκεκριμένα στους οικισμούς Αρμπανάσι (Αρβανιτοχώρι), Λιάσκοβετς, Γκόρνα Οριάχοβιτσα κ.ά. του ελληνοφώνου πληθυσμού από την Αλβανία.
  3. Ο τρίτος παράγοντας σχετίζεται με τον ρόλο που έπαιζαν οι Έλληνες αρχιερείς του Τιρνόβου, που διορίστηκαν από τους κύκλους των αξιωματούχων κληρικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Ακριβώς οι Έλληνες μητροπολίτες και οι επίσκοποί τους στο Πρεσλάβ, Τσέρβεν, Λόβετς και Βράτσα συνεισέφεραν σε μέγιστο βαθμό για την διάδοση της ελληνικής γλώσσας και εκπαίδευσης στα βουλγαρικά εδάφη.[3]

Κατά τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας η επίδραση των παραγόντων αυτών αυξήθηκε σημαντικά εξαιτίας του κρίσιμου ρόλου πού έπαιξε ο Ελληνικός έθνος για τις τύχες της Αυτοκρατορίας. Οι εμπορικές σχέσεις με τις αναπτυγμένες ιταλικές πόλεις-κράτη (Βενετία, Γένουα, Αγκόνα κ.ά.) πραγματοποιούνταν μέσω της Ελλάδας και με τη μεσολάβηση Ελλήνων εμπόρων. Μ’ αυτόν τον τρόπο η ελληνική γλώσσα  έγινε φυσικός φορέας των προοδευτικών ιδεών της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού όχι μόνο για τους Βούλγαρους, αλλά για όλους τους βαλκανικούς λαούς.[4]

Η εν λόγω εποχή συμπίπτει με τις αρχές της Βουλγαρικής Εθνικής Αναγέννησης που αδιαμφισβήτητα παριστάνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της πανευρωπαϊκής μεταβατικής πορείας – περάσματος από τον Μεσαίωνα στους Νεότερους χρόνους.[5]

Ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της ελληνικής παιδείας στα βουλγαρικά εδάφη υπήρξε η πρώην πρωτεύουσα και πνευματικό κέντρο του Μεσαιωνικού Βουλγαρικού Κράτους των ΙΒ΄–ΙΔ΄ αι. – η πόλη του Τιρνόβου και η περιοχή της. Πέρα από την πλούσια ιστορία και τις βαθιές παραδόσεις που έχει, η πόλη αυτή ήταν κέντρο της μητροπόλεως του Τιρνόβου η οποία υπήρξε η μεγαλύτερη ως προς το έδαφος και οικονομική κατάσταση επαρχία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως στα Βαλκάνια. Άρρηκτα συνδεδεμένο με το Τίρνοβο είναι και το χωριό Αρμπανάσι που απέχει 4 χμ. βορειοανατολικά από την πόλη.

Ιδρύθηκε πιθανόν μετά την Οθωμανική κατάκτηση από ελληνοφώνους Αλβανούς μετοίκους.[6] Μετά τον ΙΖ΄ αι. το Αρμπανάσι έγινε ένας από τους πιο ακμάζοντες οικισμούς της Βόρειας Βουλγαρίας. Οι κάτοικοί του πέτυχαν να γίνει το χωριό τους βακούφι και έκαναν εμπόριο με τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, την Πολωνία, Αυστρία, Ρωσία, τον Ελληνικό χώρο κ.ά. Ως άμεσο επακόλουθο της κερδοφόρας τους δραστηριότητας διαμορφώθηκε ένα στρώμα εύπορων κατοίκων που είχαν καλές και στενές σχέσεις με τους Έλληνες αρχιερείς του Τιρνόβου.[7] Εκ’ μέρους τους αυτοί εγκατέστησαν την δεύτερη έδρα τους ακριβώς εκεί και πράγματι συνέβαλαν για την κυριαρχία της Ελληνικής. Στη γλώσσα αυτή τελέστηκε η Θεία Λειτουργία, γινόταν η επίσημη και προσωπική αλληλογραφία καθώς και η καθημερινή επικοινωνία.[8] Όλα αυτά δημιούργησαν ένα ιδιόμορφο κλίμα ελληνογλωσσίας για το οποίο γράφει και ο καθολικός ιερέας Πέταρ Μπόγδαν Μπάσεβ στο έργο του «Περιγραφή της Βουλγαρίας του 1640».[9]

Εξαιρετικά στενές ήταν οι επαφές μεταξύ των εμπόρων του Αρμπανάσι και αριστοκρατικές οικογένειες της Μολδοβλαχίας, που συχνά συγγένεψαν. Οι ηγεμόνες των δύο παραδουνάβιων ηγεμονιών μεριμνούσαν για τους ναούς του Αρμπανάσι, για τα σχολεία και την εκπαίδευση των κατοίκων του. Όλα αυτά φαίνονται από ένα χρυσόβουλο του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλεξάνδρου Υψηλάντη (1774–1782) με ημερομηνία 3 (14) Ιουνίου 1779 περί των εγκαινίων του ελληνικού σχολείου στο Αρμπανάσι. Στο κείμενο τονίζεται ότι εδώ προϋπήρξε ένα σχολείο συντηρούμενο από τους ηγεμόνες της Βλαχίας. Το χρυσόβουλο διέταξε να αποκατασταθεί η ελληνική παιδεία και η διδασκαλία να πραγματοποιηθεί σε 2-3 τάξειςο ετήσιος μισθός του δασκάλου καθορίστηκε σε 250 τάλιρα για την ποιότητα της διδασκαλίας, την επαγγελματικότητα του δασκάλου, την υποστήριξη και την ανάπτυξη του σχολειού  μεριμνούσε μια επιτροπή αποτελούμενη από τέσσερις επιτρόπους, οι οποίοι κατά κανόνα προέρχονταν από το στρώμα των πλούσιων εμπόρων του Αρμπανάσι.[10]

Φαίνεται ότι η ελληνική παιδεία στο Αρμπανάσι στο δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αι. είχε σταθερές βάσεις, προσέφερε αξιόλογη, για τα χρόνια εκείνα, κατάρτιση και προσέλκυσε μαθητές από άλλους οικισμούς. Το σχολείο σταμάτησε την λειτουργία του πιθανόν το 1798 όταν οι Κιρτζαλίδες (Τούρκοι ληστές) λεηλάτησαν και κατέστρεψαν το χωριό και οι περισσότεροι κάτοικοί του μετοίκησαν.[11]

Η ελληνική εκπαιδευτική παράδοση συνεχίστηκε το 1839 με το εγκαινιασμένο «αλληλοδιδακτικόν σχολείον», το οποίο λειτουργούσε έως το 1888. Εδώ η κύρια μέθοδος διδασκαλίας ήταν η αλληλοδιδακτική και το ίδιο το σχολείο στεγάστηκε σ’ ένα διώροφο κτίριο που είχε μια μεγάλη αυλή με κήπο.[12]
Αυστηρά καθιερωμένος ήταν ο τρόπος διοργάνωσης των μαθημάτων και προσδιορισμένοι οι υποχρεώσεις όλων των μαθητών, του δασκάλου και των επιτρόπων.[13]

Αρχικά η εορτή του σχολείου ήταν στις 30 Ιανουαρίου – ημέρα των Αγίων Τριών Ιεραρχών Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου και αργότερα γιορτάστηκαν και στις 11 Μαΐου – ημέρα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.

Κατά τις εορτές όλοι οι μαθητές φορούσαν τα καινούργια τους ρούχα και πήγαν νωρίς στο σχολείο και μετά στην εκκλησία όπου τραγουδούσαν και τελούταν  αγιασμός.[14]

Το σχολικό έτος τελείωσε στις 29 Ιουνίου – ημέρα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, με «εξέτασις» όλων των μαθητών. Η εξέταση άρχισε με αγιασμό και μαζί με τους επιτρόπους παραβρέθηκαν επίσης όλοι οι πολίτες επειδή ήταν το σημαντικότερο γεγονός στην κοινωνική ζωή του οικισμού.[15]

Από τους δασκάλους που δίδαξαν στο ελληνικό σχολείο του Αρμπανάσι οι πιο φημισμένοι ήταν οι εξής: ο Ιβάν Σιγαλάτα, εξαιρετικά μορφωμένος Έλληνας ο οποίος κατείχε πλούσια βιβλιοθήκη. Το 1855 μετακόμισε στην κοντινή πόλη Γκόρνα Οριάχοβιτσα, όπου επίσης  ίδρυσε ελληνικό σχολείο. Ο επόμενος δάσκαλος, ο πάτερ Ιβάντσο, εφημέριος της εκκλησίας Αγίου Δημητρίου, γεννήθηκε στο Αρμπανάσι και σπούδασε στο γαλλόφωνο Λύκειο του Γαλατά Σαράι στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμαθε καλά τα ελληνικά, τουρκικά και γαλλικά. Με την ίδρυση του αλληλοδιδακτικού σχολείου τον διαδέχθηκε ο πάτερ Μαρίν, εφημέριος του ναού της Γέννησης του Χριστού. Η υποδειγματική τάξη και η  καλή οργάνωση της διδασκαλίας που καθιέρωσε έγιναν αιτία να τον προσκαλέσουν στο Τίρνοβο να βοηθήσει με την εμπειρία και τις γνώσεις του για την καλύτερη οργάνωση στο εκεί σχολείο.[16]

Για την ανάπτυξη της παιδείας στην ίδια την πόλη του Τιρνόβου μπορούμε να πούμε πάρα πολλά πράγματα και επιπλέον έχουμε αρκετά γραπτά μνημεία που ρίχνουν φως σ’ αυτό το θέμα. Εδώ ενδεικτικά πρέπει να σημειώσουμε τον Κώδικα της Μητροπόλεως του Τιρνόβου, τον Κώδικα του ελληνικού σχολείου, τον Κώδικα του Δήμου του Τιρνόβου κτλ. Μια ολόκληρη μελέτη μπορεί να αφιερωθεί σ’ αυτό το θέμα. Εφόσον εδώ μιλάμε για τα ελληνικά σχολεία της περιοχής του Τιρνόβου, μόνο θα αναφέρουμε μερικά στοιχεία από την πλούσια ιστορία της ελληνικής παιδείας στην πόλη.

Η πρώτη ιστορική μαρτυρία είναι μια σημείωση στο περιθώριο ενός αρχέτυπου βιβλίου από το 1751. Εκεί αναφέρεται για κάποιον δάσκαλο στον "Κάτω μαχαλά".[17] Στον Κώδικα της Μητροπόλεως του Τιρνόβου για το 1783 γράφηκαν τα λεφτά που πήρε ο δάσκαλος Κότσο, ο οποίος πιθανόν ήταν Βούλγαρος.[18] Το 1787 στον ίδιο Κώδικα αναφέρεται ένα σχολείο.[19] Απόδειξη για την λειτουργία ελληνικού σχολείου  στην πόλη βρίσκουμε σ’ έναν κατάλογο βιβλίων – δωρεά από τον Νικόλαο Πίκολο και από άλλους πολίτες. Σ’ ένα από τα βιβλία ο ίδιος ο Πίκολο έβαλε την υπογραφή του και έγραψε το έτος αωιζ΄ (1817).[20]

Από τον Κώδικα του ελληνικού σχολείου βλέπουμε ότι το 1819 με την από κοινού απόφαση του μητροπολίτη Ιωαννικίου και των προκρίτων της πόλης ιδρύθηκε ελληνικό σχολείο.[21]

Με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Ιλαρίων το 1832 στο Τίρνοβο χτίστηκε δημόσιο σχολείο με διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Οι γνωστοί δάσκαλοι ο Τσάτσο από την Ελένα και ο πάτερ Μαρίν από το Αρμπανάσι καθώς και το γεγονός ότι οι μαθητές δεν πλήρωσαν δίδακτρα προσέλκυσαν πολλά παιδιά απ’ όλη την περιοχή. Το σχολείο αυτό κάηκε το 1845 στη μεγάλη πυρκαγιά αλλά στη θέση του χτίστηκαν ένα μεγάλο πέτρινο κτίριο όπου στεγάστηκε το νέο σχολείο για το οποίο ξέρουμε ότι ήταν οργανωμένο σε τάξεις και καλά εξοπλισμένο και επιπλωμένο.[22]

Ενδέχεται η ύπαρξη ακόμη ενός ελληνικού σχολείου κατά την δεκαετία του 1830 που βρισκόταν κοντά στον καθεδρικό ναό της Παναγίας. Μάλλον εδώ ήταν δάσκαλος μέχρι το 1835 και ο Αντών Νικοπίτ.[23] Για τη λειτουργία δύο ελληνικών σχολείων στο Τίρνοβο γράφει και ο Ρώσος επιστήμονας Βίκτωρ Γρηγόροβιτς στις ταξιδιωτικές σημειώσεις του.[24]

Εκτός από το Τίρνοβο και το Αρμπανάσι η ελληνική παιδεία διαδόθηκε και στους γύρω οικισμούς. Στο πρώτο μέρος είναι η πόλη Λιάσκοβετς, όπου φορείς της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού έγιναν οι ντόπιοι πρόκριτοι. Κατά τα 1810 ο τσορμπατζής χατζή Ηλίας χ. Τσόνεφ επισκέφθηκε το Άγιο Όρος και γύρισε από εκεί μαζί με έναν δάσκαλο, ο οποίος έβαλε τα θεμέλια του ελληνικού σχολείου στην πόλη. Εδώ οι μαθητές απόκτησαν στοιχειώδεις γνώσεις και μετά μπορούσαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους στο Αρμπανάσι. Οι πρώτοι δάσκαλοι ήταν ο Κύριλλος, που ήρθε από τον Άθω, ο Πολύκαρπος και ο Στογιάν Ιβανόφ με το παρατσούκλι Ρουμέικο δηλαδή Έλληνας (στην τουρκική γλώσσα rum – Έλληνας).[25] Έχουμε πληροφορίες ότι το 1824 στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου λειτουργούσε ακόμη ένα ελληνικό σχολείο αλλά δυστυχώς δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ιδρύθηκε.[26]

Στην πόλη Ελένα υπήρξε εκκλησιαστικό σχολείο ακόμη από τον ΙΗ΄ αι. και το 1806 ήρθαν  μοναχοί από την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, οι οποίοι άρχισαν να διδάσκουν στα παιδιά της πόλης, χωρίς όμως να έχουν μόνιμο κτίριο για σχολείο.[27] Δεν ξέρουμε με ακρίβεια εάν δίδασκαν στην ελληνική γλώσσα αλλά τα μαθήματα ελληνικών ήταν υποχρεωτικά και επίσημα γραμμένα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του σχολείου που εγκαινιάσθηκε κατά το 1845.[28]

Μέσα στο δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αι. και τις αρχές του ΙΘ΄ αι. μοναστηριακά και εκκλησιαστικά σχολεία λειτουργούσαν σε πολλούς οικισμούς της περιοχής του Τιρνόβου. Ως παράδειγμα το 1770 στο χωριό Πτσελίστε ήρθε ο πάτερ Στογιάν, ο οποίος ήταν γνωστός λόγιος και ήξερε άπταιστα τα ελληνικά. Αυτός χτίστηκε μια ξύλινη εκκλησία με μετόχι και εκεί το 1787 άνοιξε σχολείο.[29] Το 1826 ο  πάτερ Γκένκο, ο οποίος ήταν "πολύ μορφωμένος" και ήξερε καλά τα ελληνικά, χτίστηκε ένα νέο σχολείο στην πόλη Κιλιφάρεβο.[30] Εκκλησιαστικά και μοναστηριακά σχολεία άνοιξαν τις πόρτες τους και στα χωριά Τσέροβα κορία, Μίντια, Μαρίηνο κ.ά.[31] Ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της παιδείας υπήρξαν και στα γύρω μοναστήρια: των Αγ. Ταξιάρχων στο Πρίσοβο, του Αγ. Νικολάου στο Καπίνοβο, του Αγ. Προφήτη Ηλία στο Πλάκοβο κλπ.[32]32 Δεν διαθέτουμε με αδιαμφισβήτητες αποδείξεις ότι η γλώσσα της διδασκαλίας ήταν η ελληνική, αλλά τέλος πάντων μπορούμε να το υποθέσουμε εφόσον διαπιστώσαμε την κυριαρχία του ελληνικού πολιτισμού και της γλώσσας σ’ εκείνα τα χρόνια.
Η σύντομη επισκόπηση αυτή των ελληνικών σχολείων στην πόλη Τίρνοβο και στις γύρω πόλεις και χωριά κατά το δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αι. και τα μέσα του ΙΘ΄ αι. καθορίζεί κατηγορηματικά ότι όλη η περιοχή υπήρξε κέντρο της ελληνικής παιδείας κατά την περίοδο της πρώιμης Βουλγαρικής Αναγέννησης.

Πανεπιστήμιο του Βελίκο Τίρνοβο «Αγ. Κυρίλλου και Μεθοδίου», Βουλγαρία

 

 


[1]  Гюзелев, В. Училища, библиотеки, скриптории и знания в България през ХІІІ-ХІV век. С., 1985, с. 68-69; Алексиев, Й. За грамотността на населението на Търново – В: Средновековния български град. С., 1980, с. 56-78.

[2] Guzelev, B. Albanische Sieder in den bulgarischen Landen (Ende des 15. bis zum 18.Jh.). – Bulgarian Historical Review, XX, 1992, ) 1-2, S. 98.

[3] Тютюнджиев, Ив. Търновската митрополия през ХV-ХІХ век. В. Търново, 2006, с.

[4] Гандев, Хр. Проблеми на българското Възраждане. С., 1976, с. 699-743; Данова, Н. Още за гръцкия канал на общуване на българите с Европейската култура. Случаят Константин Фотинов. – Литературна мисъл, 1993, № 2, с. 50; Филипова, Н. Европейското Просвещение и движението за новобългарска просвета. – Балканистичен форум, ІІ, 1992, № 2-3, с. 74-75; Терзийска, М. Европейският пример и педагогическите идеи на българските книжовници през Възраждането (ХVІІІ – първата половина на ХІХ век). – Балканистичен форум, ІІ, 1992, № 2-3, с. 97. Vounchev, B. Η ελληνική γλώσσα στη Βουλγαρία στους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας. – Πρώτο συνέδριο των νεοελληνιστών των Βαλκανίων με θέμα: «Η Νεοελληνική γλώσσα στα Βαλκανία – προβλήματα διδασκαλίας, μελέτες και προοπτικές». София, 2003, σ.195-196.

[5] Генчев, Н. Българско възраждане. С., 1988, с. 11.

[6] Тютюнджиев, Ив. Търновската митрополия през ХVІІ и първата половина на ХVІІІ в. В. Търново, 1999, с. 86, бел. 51.

[7] Георгиев, Й. П. Село Арбанаси. Историко-археологически бележки. – Периодическо списание, 1904, т. 64, с. 86-89.

[8] Тютюнджиев, Ив. Търновската митрополия през ХVІІ и първата половина на ХVІІІ в. В. Търново, 1999, с.68-69.

[9] Дуйчев, Ив. Описанието на България от 1640 г. на архиепископ Петър Богдан. – Архив за поселищни проучвания, София, 1939/40, кн. 2, с. 188.

[10] Тютюнджиев, Ив. Търновската митрополия през ХVІІ и първата половина на ХVІІІ в. В. Търново, 1999, с. 70-73.

[11] Георгиев, Й. П. Село Арбанаси. Историко-археологически бележки. – Периодическо списание, 1904, т. 64, с. 90; Костов, Д. Арбанаси. С., 1959, с. 23.

[12] Костов, Д. Арбанаси. С., 1959, с. 35.

[13] Папазов, Д. Село Арбанаси. – Сборник на Българската Академия на науките, кн. ХХХІ, 1935, с.9, 22.

[14] Папазов, Д. Село Арбанаси. – Сборник на Българската Академия на науките, кн. ХХХІ, 1935, с. 16-17.

[15] Папазов, Д. Село Арбанаси. – Сборник на Българската Академия на науките, кн. ХХХІ, 1935, с. 15-16.

[16] Костов, Д. Арбанаси. С., 1959, с. 35-36.

[17] Снегаров, Ив. Исторически вести за Търновската митрополия. – Годишник на Софийския университет, Богословски факултет, т. 20, № 5, 1942/43, С., 1943, с. 79.

[18] Данова, Н. Към историята на Търновската градска община през Възраждането. – Исторически преглед, 1980, № 1, с. 117.

[19] Снегаров, Ив. Старият Търновски църковен кодекс. – Годишник на Софийския университет, Богословски факултет, т. 11. С., 1934, с. 6.

[20] Снегаров, Ив. Исторически вести за Търновската митрополия. – Годишник на Софийския университет, Богословски факултет, т. 20, № 5, 1942/43, С., 1943, с. 93-95. Η δωρεά του Ν. Πίκολου  περιελάμβανε κυρίως έργα των αρχαίων συγγραφέων – Αριστοφάνη, Ηλιόδωρου, Λυσία κ.ά. Радев, Ив. История на Велико Търново ХVІІІ–ХІХ в. В. Търново, 2000, с. 64.

[21] Данова, Н. Велико Търново през ранното Възраждане (ХVІІІ – първата четвърт на ХІХ в.). – В: История на Велико Търново. Т. 2. Късно средновековие, Възраждане, Нова история (1393–1940). В. Търново, 2000, с. 125.

[22] Данова, Н. Велико Търново през ранното Възраждане (ХVІІІ – първата четвърт на ХІХ в.). – В: История на Велико Търново. Т. 2. Късно средновековие, Възраждане, Нова история (1393–1940). В. Търново, 2000, с.128.

[23] Алексиева, А. Гръцката просвета и формирането на българската възрожденска интелигенция. – Studia Balkanica, 14, С., 1979, с. 161.

[24] Григорович, В. Очерки путешествия по Европейской Турции. М., 1877, с. 149.

[25] Минев, Д. Град Лясковец. Минало, сегашно състояние и дейци. Исторически и стопански приноси. Варна, 1944, с. 103-105.

[26] Снегаров, Ив. Друг Търновски църковен кодекс (за училища, енорийски църква и манастири). – Годишник на Софийския университет, Богословски факултет, т. ХVІІІ, кн. 2, 1940/41, С., 1941, с. 46.

[27] Георгиев, Й. П. Град Елена. – Периодическо списание, ХVІ, т. 65, свезка 1-2, 1904, с. 89.

[28] Георгиев, Й. П. Град Елена. – Периодическо списание, ХVІ, т. 65, свезка 1-2, 1904, с. 93-94.

[29] Станев, Н. История на Търновската предбалканска котловина. Селата Присово, Пчелище, Церова кория, Къпиново, Миндя, Мариино, Плаково, Големаните, Килифарево и Дебелец. В. Търново, 1942, с. 77.

[30] Михаилов, Г. Килифарево. С., 1970, с. 39.

[31] Станев, Н. История на Търновската предбалканска котловина. Селата Присово, Пчелище, Церова кория, Къпиново, Миндя, Мариино, Плаково, Големаните, Килифарево и Дебелец. В. Търново, 1942, с. 116-117, с. 197.

[32] Станев, Н. История на Търновската предбалканска котловина. Селата Присово, Пчелище, Церова кория, Къпиново, Миндя, Мариино, Плаково, Големаните, Килифарево и Дебелец. В. Търново, 1942, с. 116, 227, 272.