Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Ηλίας Τεμπέλης

Ο εκλεκτικιστικός και παιδαγωγικός χαρακτήρας της φιλοσοφικής δραστηριότητας του Νεόφυτου Δούκα κατά τη σχολαρχία του στο Ελληνικό Λύκειο του Βουκουρεστίου

Η ιστορική κριτική και διάφοροι μελετητές του νεοελληνικού Διαφωτισμού έχουν αποδώσει στο φιλοσοφικό έργο και γενικά στη σκέψη του Νεόφυτου Δούκα (1760[;]-1845) μια σειρά από χαρακτηρισμούς, οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό απαξιωτικοί. Στην ανακοίνωση αυτή θα ελεγχθεί αν και κατά πόσον ευσταθούν αυτοί οι χαρακτηρισμοί σχετικά με τη φιλοσοφική του δραστηριότητα ως σχολάρχη και καθηγητή φιλοσοφίας στο Λύκειο του Βουκουρεστίου. Θα εξετασθεί ειδικότερα ο τρόπος, με τον οποίο ο Δούκας επιλέγει τα πραγματευόμενα ζητήματα σε διάφορους φιλοσοφικούς κλάδους και παραθέτει την αντίστοιχη επιχειρηματολογία. Θα επιχειρηθεί, επίσης, να καταδειχθεί ότι, με δεδομένη την αξιοποίηση ποικίλων πηγών, ο Δούκας καταφέρνει να τις αφομοιώσει, αφ’ ενός δίνοντας στο έργο του ένα προσωπικό στίγμα, αφ’ ετέρου προβάλλοντας τη γενικότερη παιδαγωγική αξία της μελέτης της φιλοσοφίας.

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ένας απαξιωτικός χαρακτηρισμός που αποδόθηκε στον Δούκα, ήταν αυτός του αντιφιλοσόφου[1]. Επίσης, οι ιδέες του αντιμετωπίστηκαν ως στενές και αναχρονιστικές, ενώ, ακόμη και στο βαθμό που εκλαΐκευε τον κλασσικό ορθολογισμό, τονιζόταν ότι τον παρουσίαζε σαν φυλακισμένο και περιορισμένο από μια απλοϊκή, μάλλον δογματική ευσέβεια. Σε ολόκληρο το κύριο φιλοσοφικό του έργο, την Τετρακτύ[2], θεωρήθηκε ότι δεν υπάρχει ένα κεντρικό σημείο, με βάση το οποίο να είναι εφικτή μια εσωτερική ερμηνεία της φιλοσοφίας του, αφού το εγχειρίδιο αυτό χαρακτηρίστηκε ως επιφανειακή συρραφή στα πιο πολλά σημεία, με κριτήρια μόνο δογματικά, χωρίς αξιώσεις πρωτοτυπίας, αλλά με κυριότερο πρόβλημα το από πού θα αντλούσε ο συγγραφέας το υλικό του. Παρά το ότι κατατασσόταν στους ρομαντικούς κλασσικιστές, επισημαινόταν ότι, παραδόξως, ο Δούκας απέρριπτε τους αρχαίους, ακόμη και τον Αριστοτέλη, με το επιχείρημα ότι σε ένα διδακτικό εγχειρίδιο δεν μπορούσε να συναιρέσει μια τόσο μεγάλη ποικιλία θεωριών. Τα θεολογικά του επιχειρήματα κρίθηκε ότι παρουσιάζονταν με τρόπο ανιαρά απόλυτο, και γενικά υποστηρίχθηκε ότι, μετά την παράθεση των όποιων επιχειρημάτων, δεν προσπαθούσε να φθάσει σε συμπεράσματα σχετικά με τα συζητούμενα θέματα. Και αυτό, μάλιστα, θεωρήθηκε ότι γινόταν με το να διακόπτει απότομα τη διερεύνηση ενός θέματος[3].

Προσπαθώντας να ελέγξουμε τις ανωτέρω αποτιμήσεις για τη σκέψη του, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι ο Δούκας δεν υπήρξε αντιφιλόσοφος, δεδομένου ότι μία προσεκτικότερη μελέτη της δράσης του αποκαλύπτει ότι το ενδιαφέρον του για τη μεταλαμπάδευση της φιλοσοφίας, και ιδίως της Ελληνικής, στους σπουδαστές του Λυκείου του Βουκουρεστίου ήταν διαρκές και έντονο. Ως διευθυντής του Λυκείου (Σεπτέμβριος 1815 – Ιανουάριος 1818) έδωσε μεγάλη βαρύτητα στη διδασκαλία της φιλοσοφίας, συγγράφοντας δικά του δοκίμια γι’ αυτόν το σκοπό. Μάλιστα, κατά την παραμονή του στο Βουκουρέστι, ο Δούκας μελετούσε Ευρωπαίους φιλοσόφους όπως τον Ιταλό Antonio Genovesi, μέσω μεταφράσεων του Βούλγαρη[4]. Τη φιλοσοφία τη δίδασκε ο ίδιος συστηματικά στους προχωρημένους μαθητές του, πιστεύοντας ότι ως θείο δώρο έχει ευεργετική επίδραση στον άνθρωπο, καθώς είναι απολύτως απαραίτητη για να καταστεί κάποιος ταυτόχρονα καλός χριστιανός και τέλειος πολίτης[5]. Συναφώς, ο Δούκας πίστευε ότι η καλύτερη εποχή για να διδαχθεί ένας νέος φιλοσοφία είναι μετά το 16ο έτος της ηλικίας του, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει ασχοληθεί επιτυχώς με τη μελέτη και επεξεργασία πολλών κειμένων[6]. Με αυτά τα στοιχεία καταδεικνύεται η εμπιστοσύνη του στην παιδαγωγική αξία της φιλοσοφίας.

Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι, ακόμη και μετά την απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του (Δεκέμβριος 1817) και την επακολουθήσασα παραίτησή του από το Λύκειο του Βουκουρεστίου (Ιανουάριος 1818)[7], ο Δούκας συνέχιζε να παρουσιάζει φιλοσοφική δραστηριότητα. Το 1818, ευρισκόμενος σε φάση ανάρρωσης, ασχολήθηκε με την τελική επεξεργασία των χειρόγραφων φιλοσοφικών δοκιμίων και παραδόσεών του στη Λογική, τη Μεταφυσική και την Ηθική. Ο Δούκας είχε υπόψη του ότι περίπου διακόσιοι μαθητές του στο Λύκειο αναμένονταν να προχωρήσουν από τα εγκύκλια μαθήματα στα φιλοσοφικά. Ασχέτως αν αυτό δεν συνέβη, λόγω διαφόρων προβλημάτων[8], ο Δούκας, έχοντας ήδη παραιτηθεί από το Λύκειο, ένοιωθε την ανάγκη να οριστικοποιήσει τις χειρόγραφες σημειώσεις, τις οποίες χρησιμοποιούσε όταν δίδασκε κατά το παρελθόν, για να τις συμπεριλάβει στο βιβλίο του με τον τίτλο Τετρακτύς, που εκδόθηκε τελικά το 1834.

Ο Δούκας διασαφηνίζει ότι αυτό που του προκάλεσε τη διάθεση να συγγράψει φιλοσοφικό έργο ήταν η παράκληση εκ μέρους των σπουδαστών του να τους διδάξει τέτοια μαθήματα. Ταυτόχρονα, με λύπη διαπίστωνε ότι οι σύγχρονοί του συγγραφείς και μεταφραστές κατάντησαν τη φιλοσοφία «διαμόχθηρον και ανάγωγον έξιν», αλλοίωσαν το κάλλος της «του χύδην λόγου αψάμενοι» ή τη φόρτωσαν με περιττά στοιχεία, που την κατέστησαν ένα αχανές και δύσκολα διδασκόμενο γνωστικό αντικείμενο. Το τελευταίο πρόβλημα κατά τον Δούκα ήταν έντονο στις πραγματείες του Βούλγαρη, του Heinecke και του Βάμβα[9]. Επίσης, διαπίστωνε ότι σε πολλά ζητήματα, όπως τα κοσμολογικά, φιλόσοφοι του παρελθόντος είχαν διατυπώσει διάφορες ανομοιογενείς θεωρίες και εικασίες, πράγμα που τον οδήγησε στη διαπίστωση ότι έπρεπε να παρουσιάσει τα πράγματα όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρα[10].

Εδώ αξίζει να τονίσουμε ότι ο Δούκας σε καμμία περίπτωση δεν απέρριπτε τους αρχαίους στοχαστές, ούτε βέβαια τον Αριστοτέλη, αλλά τους μετέπειτα σχολιαστές του, και αυτούς για συγκεκριμένους παιδαγωγικούς λόγους. Ο ίδιος διευκρινίζει ότι οι υπερφορτωμένες αναλύσεις των αριστοτελικών έργων δεν προσφέρονται για διδασκαλία, δεδομένου ότι είναι δύσκολο να παρουσιασθεί γι’ αυτόν το σκοπό ο τεράστιος όγκος των περιττών λεπτομερειών, που έχουν γραφτεί από τους διάφορους σχολιαστές. Όπως τονίζει με έμφαση, τις αριστοτελικές κατηγορίες «οι μετ’ Αριστοτέλην πλέον του δέοντος εκλεπτουργήσαντες, και περιττώς άμα αναμασσησάμενοι, ως πάσαν εντεύθεν μονονουχί σοφίαν ελπίσαντες εξαρίσασθαι, αηδείς και ψυχροί παρά τοις νεωτέροις έδοξαν είναι»[11]. Γι’ αυτό ο Δούκας παίρνει αποστάσεις από αυτούς τους κατά τα άλλα σοφούς και «περικλεείς διδασκάλους», καθώς κατά την παιδαγωγική του αντίληψη ο καθηγητής πρέπει να ρίχνει μόνο το σπόρο στο νου και την ψυχή των μαθητών του και να τους διδάσκει πώς να αποκτήσουν με δική τους μεθοδική προσπάθεια σε εύθετο χρόνο εύχυμους καρπούς.
Έτσι, ο Δούκας θεωρεί σωστό ότι ένα εγχειρίδιο φιλοσοφίας πρέπει να έχει χαρακτήρα απλού και ευχερούς συστήματος, που με συνοπτικό και μεθοδικό τρόπο θα δίνει στους σπουδαστές στα πλαίσια του διατιθέμενου χρονικού διαστήματος εύληπτες γνώσεις, τις οποίες αυτοί αργότερα θα διευρύνουν κατά τη διάρκεια μιας δικής τους περαιτέρω «μελέτης καθ’ ησυχίαν». Με αυτήν τη συλλογιστική, ο Δούκας σταχυολόγησε πολλά στοιχεία από διάφορες πηγές, για να περιλάβει όχι ό,τι θα ήθελε ο ίδιος, αλλά ό,τι θα ήταν εύληπτο και χρήσιμο στους μαθητές του, στους τομείς της Λογικής, της Μεταφυσικής και της Ηθικής. Επειδή, μάλιστα, ήθελε να διευκολύνει τους προχωρημένους σπουδαστές του να αποστηθίσουν ευκολώτερα τα βασικά σημεία των μαθημάτων τους, έτσι ώστε να προετοιμαστούν για τις εξετάσεις τους, ξαναέγραψε το δοκίμιο της Μεταφυσικής υπό μορφή διακοσίων περίπου ερωταποκρίσεων σχετικών με τους τέσσερις κλάδους της, δηλαδή την Οντολογία, την Κοσμολογία, την Ψυχολογία και τη Θεολογία.

Ακόμη και μια επιφανειακή ανάγνωση της Τετρακτύος αποδεικνύει, πάντως, ότι ο Δούκας δεν αντιμετώπιζε πρόβλημα ως προς την ανεύρεση πηγών για την άντληση του υλικού του. Ούτε επίσης ευσταθεί η άποψη ότι μετά την απόρριψη των νεωτεριστών συμπατριωτών του, δανείστηκε το κύριο μέρος των στοιχείων του από τρεις μόνο πηγές, δηλ. τον Heinecke, τον Βούλγαρη και τον Soave[12]. Ο Δούκας στην πραγματικότητα αξιοποίησε πρωτότυπα έργα ή μεταφράσεις πάρα πολλών συγγραφέων από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι για την τεκμηρίωση των απόψεών του συχνά παραπέμπει σε τουλάχιστον είκοσι αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς[13], σε Πατέρες της Εκκλησίας και στη χριστιανική παράδοση, σε Βυζαντινούς και νεώτερους Έλληνες φιλοσόφους[14], αλλά και σε Ευρωπαίους στοχαστές[15]. Εδώ υπογραμμίζεται ότι οι πηγές του Δούκα σχετικά με Ευρωπαίους φιλοσόφους πρέπει να ήταν στη διάθεσή του όχι στο πρωτότυπο, αλλά σε ελληνική μετάφραση. Αυτό ισχύει για τα έργα του Francesco Soave, που είχαν μεταφρασθεί στα Ελληνικά από το 1804[16]. Βασιζόμενος σε αυτά, ακολούθησε ακριβώς την ίδια διαίρεση των φιλοσοφικών κλάδων. Επίσης, στη Λογική του ο Δούκας έχει χρησιμοποιήσει εν μέρει τη δομή, τη διατύπωση των επικεφαλίδων και το περιεχόμενο μερικών κεφαλαίων της Λογικής του Heinecke, την οποία είχε εκδώσει ο ίδιος σε ελληνική μετάφραση[17].

Σε διάφορα σημεία ο Δούκας παίρνει σαφείς αποστάσεις από τις πηγές που χρησιμοποιεί. Για παράδειγμα, όταν στη Λογική του αναφέρει ότι κατά Βούλγαρη ο νους λαμβάνει τις ιδέες πρωτίστως εξ αποκαλύψεως και δευτερευόντως από το σώμα και την ψυχή, σημειώνει με νόημα ότι η προέλευση των ιδεών «κατ’ αποκάλυψιν» δεν είναι αντικείμενο της Λογικής, αλλά της Θεολογίας[18]. Γενικότερα, ο Δούκας έχει συχνά το θάρρος να καταδεικνύει τα προβληματικά συμπεράσματα διαφόρων θεωριών, να απορρίπτει με σκωπτικό ύφος απόψεις, με τις οποίες διαφωνεί, και στη συνέχεια είτε να καταλήγει σε αγνωστικισμό, είτε να στηρίζεται σε κάποια αποδεκτή για τον ίδιο πηγή, για να στηρίξει αυτό που θεωρεί σωστό. Είναι προφανές ότι ο Δούκας επιδιώκει να καταγράψει συνοπτικά, όσο αυτό ήταν εφικτό, όλες τις θεωρίες που διατυπώθηκαν για διάφορα λογικά, μεταφυσικά και ηθικά ζητήματα, και στη συνέχεια να προβάλει αυτές που, κατά τη γνώμη του, είναι σωστές, διαχωρίζοντάς τες σαφώς από τις εσφαλμένες και αστήρικτες. Είναι σημαντικό γι’ αυτόν, πάντως, να ξεκαθαρίσει ότι η φιλοσοφική σκέψη έχει ένα όριο, το οποίο συνίσταται στην αδυναμία γνώσης αυτών που αποτελούν «τα της φύσεως πρώτιστα και απλούστατα». Μάλιστα, κατηγορούσε όσους θέλουν μάταια να υπερβούν αυτό, πιστεύοντας ότι οι «υπεραλλόμενοι τούτο και επέκεινα εθέλοντες αναπτερυγίζειν νεανικώς, λανθάνουσιν εις ικάριον πάθος ελεεινώς καταπίπτοντες»[19]. Από κει και έπειτα, ο Δούκας εξετάζει τα ζητήματα, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο έστω και μερικής γνώσης εκ μέρους της φιλοσοφίας. Σε ένα από αυτά που αφορά την αρχή και την τελειότητα του κόσμου, αφού παραθέτει σύντομα τις αντιτιθέμενες απόψεις αρχαίων και νεώτερων φιλοσόφων, διαπιστώνει ότι αρκετοί τερατολογούσαν, αναλόγως του κατά πόσον «έκαστος δραστηριωτέρας φαντασίας τετύχηκεν»[20], καταλήγοντας έτσι σε άτοπα πορίσματα[21]. Στόχος του Δούκα ήταν να στηλιτεύει, χωρίς όμως να κατονομάζει, τους φιλοσόφους, οι οποίοι είτε «ιδίοις δουλεύοντες λογισμοίς (...) εις αλλοκότους ιδέας εξώκειλαν», είτε «κατά της θείας βλασφημούσι σοφίας»[22], δείχνοντας έτσι άλλοτε ευήθεια και άλλοτε αλαζονεία. Υπάρχει και περίπτωση, όπου εκφράζεται υποτιμητικά για φιλοσόφους, οι οποίοι έδιδαν ποικίλους ορισμούς περί ψυχής. Γι’ αυτούς λέει ότι «όσοι αποπλανηθέντες του όντος, εις αλλοκότους εξετραχηλίσθησαν δόξας, παρ’ εαυτών της απάτης τον έλεγχον έχουσιν»[23]. Προκειμένου περί κάποιων απόψεων για την αρχή της ψυχής, η διαφωνία του διατυπώνεται απλά με τη φράση «ταύτά γε ως γέλωτος όντα μάλλον, ή αναιρέσεως άξια φρούδα εν τω λόγω ειρήσθων»[24]. Επίσης, με εξαίρεση τον Wolff, υποτιμητικά αναφέρεται συλλήβδην στους φιλοσόφους οι οποίοι ασχολήθηκαν με την κοσμολογία, αποσιωπώντας στο έργο του δοξασίες «ας των τε πάλαι και των έπειτά τινες εική έπλασαν»[25]. Είναι, όμως, ενδεικτικό το ότι όπου δεν μπορεί να πάρει θέση, τότε είτε ομολογεί ευθαρσώς την άγνοιά του, λέγοντας, για παράδειγμα, ότι του είναι αδύνατο «τα της θείας σοφίας ες άκρον εξιχνεύειν»[26], είτε σταματά τη συζήτηση με φράσεις όπως: «ουκ οίδα ό,τι και φω»[27]. Γενικότερα, πάντως, όταν θέλει να ανατρέψει θεωρίες, με τις οποίες διαφωνεί, λαμβάνει υπόψη τους «ιερούς λόγους», τη θεία γραφή[28], τη σκέψη«των σωφρονέστερόν τε και ευσεβέστερον φιλοσοφησάντων»[29], σε συνδυασμό, όμως, με τον ορθό λόγο[30] και τη δική του πείρα[31]. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο Δούκας δεν νοιώθει την ανάγκη να ενταχθεί σε συγκεκριμένη σχολή, αλλά επιχειρεί ένα συνδυασμό μεταξύ ορθολογισμού και χριστιανικής πίστης, όπως η τελευταία προκύπτει ύστερα από τη μελέτη των αντίστοιχων πηγών. Έτσι, νομίζουμε πως μάλλον δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η εκτίμηση ότι δεν υπάρχει ένα κεντρικό σημείο με βάση το οποίο να καθίσταται εφικτή μια εσωτερική ερμηνεία της φιλοσοφίας του Δούκα.
Εδώ είναι ίσως χρήσιμο να δούμε επιλεκτικά πέντε ενδεικτικές αφορμές, τις οποίες ο Δούκας αξιοποιεί για να δώσει στο φιλοσοφικό του έργο το προσωπικό του στίγμα:

α. Ένα σημείο είναι η κριτική την οποία ασκεί ο Δούκας στον ιδεολογικό του αντίπαλο Κωνσταντίνο Μιχαήλ Κούμα. Είναι, βέβαια, γνωστή η γενικότερη οξεία αντίθεση μεταξύ τους σε γλωσσικά ζητήματα, αλλά ο Δούκας επεκτείνεται και σε ζητήματα φιλοσοφικής ορολογίας και συνάφειας των νοημάτων: «Εις την Φιλοσοφίαν του Κούμα απαντώμεν πολλά χωρία συνδεδεμένα κατά πάσαν ακρίβειαν, και διά τούτο έχουσι και σαφήνειαν· αλλ’ είναί τινα κατά δυστυχίαν και ασύνδετα μεταξύ· τα οποία, ως τοιαύτα, επειδή επιδέχονται και πολύν όχλον λέξεων εκ ταυτολογίας ξένων ιδιωμάτων, αποζοφούνται εν τω πλήθει, και μάλιστα εν υψηλοτέραις και αφηρημέναις εννοίαις. Αλλά διά να καταμάθη τις σαφώς το λεγόμενον, ας παραφράση εκ των αυτών συγγραμμάτων ένα μόνον παράγραφον εις το Ελληνικόν, ένθα μάλιστα επιπολάζει το ξένον τούτο είδος της φράσεως, και όψεται πόσον περίττευμα μετά της ασαφείας θέλει αποσκευαλίση· και πόσον αι έννοιαι συνεχίζονται, άλλη εξ άλλης ηρτημένη και παραγομένη, ώσπερ σειρά»[31].

β. Ο Δούκας θέλησε να μνημονεύσει τη δολοφονική επίθεση εναντίον του. Στο υποκεφάλαιο της Ηθικής με τίτλο «Οίων κακών ημίν η Φαντασία αιτία γίγνεται»[33] αναφέρεται στο έργο της «δραστηρίου φαντασίας», που μπορεί να ανακαλεί από τη μνήμη δεινά του παρελθόντος και να τα παριστάνει ως παρόντα, να παρουσιάζει μελλοντικά δεινά ως πραγματικά, αλλά και να επαυξάνει μια υπάρχουσα δυσφορία συνεπεία παρόντων κακών. Επειδή όλες αυτές οι εκδηλώσεις της φαντασίας ήταν οικείες στον Δούκα, του δόθηκε αφορμή να περιγράψει την προσωπική του εμπειρία. Στην πρώτη περίπτωση, ο Δούκας αναφέρει ότι, καιρό μετά τη δολοφονική επίθεση σε βάρος του, η φαντασία του ανακαλούσε με φρίκη πλέον λεπτομέρειες από εκείνο το γεγονός, παριστάνοντάς του τα απόντα ως παρόντα. Όπως λέει ο ίδιος, «παν το πάθος ως επ’ όψιν εναργώς παριστάμενον, ταράττει μου τας ίνας, φρίττειν ποιεί»[34]. Στη δεύτερη περίπτωση, κατά τη μακρά ανάρρωσή του, η φαντασία του του παρίστανε τον εαυτό του ως βαρειά άρρωστο και στη συνέχεια του πρόβαλλε στιγμιότυπα «πάντα πανταχόθεν οδυνηρά» σχετικά με το τέλος της ζωής του[35]. Στην τρίτη περίπτωση, όταν νοσηλευόταν, αμέσως μετά τη σφοδρή επίθεση, ο σωματικός πόνος επιτεινόταν από παραστάσεις του παρελθόντος, τις οποίες ανέσυρε η φαντασία του σε σχέση με τη ζωή του στη Βιέννη, την αγάπη προς την πατρίδα και την ευημερία του Λυκείου του Βουκουρεστίου. Σε άλλη χρονική στιγμή, η φαντασία του του παρίστανε εικόνες καταστροφής της σοδειάς, και αυτό επίσης επέτεινε το σωματικό του πόνο λόγω των τραυμάτων.

γ. Σε κάποια σημεία ο Δούκας μνημονεύει τους σπουδαστές του, για χάρη των οποίων συνέγραψε την Τετρακτύ. Έτσι, όταν στην Ηθική του κάνει λόγο για την αμαρτία, ως εκούσια απομάκρυνση του ανθρώπου από τη θεία αγαθότητα, η οποία παρ’ όλα αυτά ούτε βλάπτεται καθ’ εαυτή, ούτε όμως και επιδιώκει την τιμωρία του αμαρτωλού, φέρει παράδειγμα σχετικό με τους μαθητές του:
«Τούτο δε τοιούτον αν είη, ως είτις των προίκα προσφοιτώντων μοι μαθητών, και ακουόντων, μη ανεχόμενος τοις εμοίς νόμοις πείθεσθαι, αποσταίη· τούτον ουν εγώ ούτε βλάπτειν εθέλω, εφ’ οις απέστη, ούτ’ αν βλαβείην τι παρ’ αυτού, διότι απέστη· αυτός δ’ αποστάς, βλάπτοιτ’ αν, των παρ’ εμού διδασκομένων μηκέτ’ ακούων»[36].

δ. Στην Ηθική του ο Δούκας, αναφερόμενος στα καθήκοντα προς την πατρίδα, γράφει ότι απολύτως αναγκαία σε εκείνες τις περιστάσεις ήταν η συνεισφορά όλων με κάθε πρόσφορο μέσο «προς σύστασιν και κατασκευήν των Ελληνομουσείων, βιβλιοθηκών, εκδόσεων βιβλίων, διδασκάλων, άλλων μυρίων»[37]. Αξιέπαινους από αυτήν την άποψη και άξιους ευγνωμοσύνης θεωρούσε ευεργέτες, όπως οι Ζωσιμάδες και οι Καπλάνες[38]. Δεν μπορούσε, όμως, να μην κατηγορήσει εκείνους, οι οποίοι, αν και είχαν τη δυνατότητα, εν τούτοις γίνονταν «μεμψίμοιροι» και «φειδωλοί»στη συνεισφορά προς την πατρίδα, δίδοντας το κακό παράδειγμα και σε άλλους. Για να αντιμετωπισθεί αυτό, προτείνει να εκπληρώσουν όλοι όπως μπορούν το καθήκον τους «τους τοιούτους αναλγήτους εώντες χαίρειν εν μοίρα κηφήνων»[39].

ε. Ένα τελευταίο σημείο, όπου φαίνεται το προσωπικό στίγμα του Δούκα, είναι οι εκτενείς προσευχές που απευθύνει στο Θεό στο τέλος των κεφαλαίων του περί Θεολογίας και Ηθικής[40]. Συχνά, επίσης, ζητεί από το Θεό να λυπηθεί τους αμαρτωλούς, είτε είναι μεμονωμένοι άνθρωποι[41], είτε είναι ολόκληροι λαοί που έχουν στερήσει την ελευθερία κάποιων άλλων. Αυτό, για παράδειγμα, ζητεί στην περίπτωση των «έξω εθνών», των «σκότω ασεβείας και αμαθίας πανταχόθεν περικεκαλυμμένων»[42], των οποίων οι δυνάστες θα βρεθούν κάποτε ενώπιον του Θεού, ως αδέκαστου κριτή.

Συμπερασματικά, νομίζουμε ότι η φιλοσοφική δραστηριότητα του Δούκα υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της διαφωτιστικής δράσης του και του αγώνα του για την ανύψωση της νεοελληνικής σκέψης και παιδείας. Η οργανική σύνδεση της φιλοσοφίας με τις παιδαγωγικές του αντιλήψεις, όπως αυτές εφαρμόστηκαν κατά τη σχολαρχία του στο Λύκειο του Βουκουρεστίου, είναι μία παράμετρος, που συμβάλλει σημαντικά στην ανάδειξη του Δούκα ως βασικότατου εκπροσώπου της λόγιας παράδοσης στον ύστερο νεοελληνικό Διαφωτισμό.

[1] Κ.Θ. Δημαράς, «Ένας διώκτης του Νεόφυτου Δούκα, Σαμουήλ ο Άνδριος», Αφιέρωμα εις την Ήπειρον εις μνήμην Χρίστου Σούλη, Αθήναι, 1956, σ. 148.

[2] Ν. Δούκας, Τετρακτύς ήτοι Ρητορική, Λογική, Μεταφυσική, και Ηθική, Αίγινα, 1834, 328 σσ. (Εφεξής το έργο αυτό θα παραπέμπεται ως Τετρακτύς).

[3] G.P. Henderson, Η αναβίωση του Ελληνικού στοχασμού 1620 - 1830. Η Ελληνική φιλοσοφία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μετ. Φ.Κ. Βώρος, Αθήναι, 1994, σσ. 265-266, 268, 270.

[4] Ν. Χαριλάου, Ο Νεόφυτος Δούκας και η συμβολή του στο νεοελληνικό Διαφωτισμό, εκδ. Κυβέλη, Αθήνα, 2002, σ. 34.

[5] «Ζαγορίταις τοις φίλοις μοι συμπατριώταις Νεόφυτος Δούκας ευ πράττειν», Αισχίνου του Σωκρατικού διάλογοι τρεις, Βιέννη, 1814, σ. 6. Πρβ. Ν. Χαριλάου, ό.π., σ. 162, σημ. 109.

[6] Τετρακτύς, σ. ιγ΄.

[7] Ν. Χαριλάου, ό.π., σσ. 179-181.

[8] Ό.π., σ. 164.

[9] Τετρακτύς, σσ. μδ΄-μζ΄.

[10] Ό.π., σ. 154.

[11] Ό.π., σ. 79. Για μια παρόμοια άποψη σχετικά με τους υπομνηματιστές του Αριστοτέλη, βλ. Κ.Μ. Κούμας, Σύνταγμα Φιλοσοφίας, τόμ. Α΄, Βιέννη, 1818, σσ. ε΄, η΄.

[12] G.P. Henderson, ό.π., σσ. 265-266.

[13] Ο Δούκας αναφέρεται συχνά σε συγγραφείς όπως οι Όμηρος, Ησίοδος, Πυθαγόρας, Θεάγης, Δημοσθένης, Πλάτωνας, Ξενοφώντας, Αισχίνης, Ευριπίδης, Αριστοτέλης, Διοφάνης, Στωικοί, Κικέρων, Μάρκος Αυρήλιος, Επίκουρος, Αρίστιππος, Επίκτητος, Αρριανός, Πλούταρχος, Λουκιανός και Πορφύριος.

[14] Συχνές είναι οι αναφορές του στους Βλεμμύδη και Βούλγαρη.

[15] Μνημονεύει, π.χ., τους Descartes, Leibniz, Wolff, Heinecke, Hoffmann, Soave και Paradis de Raymondis.

[16] Στοιχεία της Λογικής, Μεταφυσικής και Ηθικής συνταχθέντα εις την Ιταλικήν διάλεκτον υπό Φραγκίσκου Σοαυΐου μεταφρασθέντα εις την ημετέραν διάλεκτον παρά Γρηγορίου ιεροδιακόνου Κωνσταντά του Μηλιώτου, 4 τόμοι, Βενετία, 1804, β΄ έκδ. 1818.

[17] Στοιχεία της Λογικής και Ηθικής Φιλοσοφίας ων προηγείται Ιστορία Φιλοσοφίας συγγραφέντα μεν ευμεθόδως υπό Ιω. Γοττλ. Αϊνεκκίου, μεταφρασθέντα υπό (...) Γρηγορίου Βραγκοβάνου Βασσαράβα, Βιέννη, 1808, 330 σσ.

[18] Τετρακτύς, σ. 66.

[19] Ό.π., σσ. 177-178.

[20] Ό.π., σ. 162.

[21] Ό.π., σ. 163.

[22] Ό.π., σ. 164.

[23] Ό.π., σ. 166.

[24] Ό.π., σ. 170.

[25] Ό.π., σ. 154.

[26] Ό.π., σ. 163.

[27] Ό.π., σ. 290. Πρβ. σσ. 172, 173.

[28] Ό.π., σσ. 138, 163.

[29] Ό.π., σ. 166. Πρβ. σ. 163.

[30] Ό.π., σ. 162.

[31] Ό.π., σσ. 196, 202

[32] Ό.π. σ. θ΄.

[33] Ό.π., σσ. 254-256.

[34] Ό.π., σ. 254.

[35] Ό.π., σ. 255.

[36] Ό.π., σσ. 310-311.

[37] Ό.π., σσ. 297-298.

[38] Ό.π., σ. 304.

[39] Ό.π., σ. 298.

[40] Ό.π., σσ. 207, 322.

[41] Ό.π., σ. 164.

[42] Ό.π., σ. 290.