Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Lucia Marcheselli Loukas

Οι σημειώσεις του Π. Κοδρικά στη μετάφραση του Fontenelle

Οι σημειώσεις του Παναγιωτάκη Κοδρικά[1] στη μετάφρασή του των Entretienssurlapluralité desmondes[2] του Bernard Le Bovier de Fontenelle[3] μπορούν να τραβήξουν το ενδιαφέρον των επιστημόνων διαφόρων κλάδων, και πρώτ’απ’όλα όσων ασχολούνται με την ιστορία της αστρονομίας: οι ιδέες του Fontenelle, όντως, που βασιζόταν στην καρτεσιανή “θεωρία των δινών”, ήταν ήδη εντελώς παρωχημένες στο τέλος του ΙΘ΄ αιώνα. Γι’αυτό ο Κοδρικάς αναγκάστηκε να προσθέσει μακρυσκελέστατα σχόλια, που να καλύψουν την εξέλιξη των γνώσεων και των θεωριών, από τον Καρτέσιο τουλάχιστο ως στον Newton.
Οι σημειώσεις στη μετάφραση ενδιαφέρουν όμως ιδιαίτερα και όσους ασχολούνται με την ιστορία της ελληνικής γλώσσας και γενικότερα του νεοελληνικού πολιτισμού, γιατί μας αποδείχνουν άλλη μια φορά το πώς η μεταφραστική πράξη, τον ΙΘ΄ αιώνα, συνεπαγόταν την ανάγκη να λυθούν μια σειρά πολιτισμικά, αλλά προπαντός γλωσσικά και λεξιλογικά προβλήματα – κι αυτό όχι μόνο από τη μεριά της “δημοτικιστικής” παράταξης.
Το όνομα του Κοδρικά συνδέεται τώρα προπαντός με τη σκληρή διαμάχη σχετική με την “κοινή” γλώσσα, που τον είδε αντιμέτωπο του διασημότερου Κοραή[4]. Παρόλη τη διαμάχη αυτή, όπως συχνά συνέβαινε εκείνη την εποχή, στην πράξη τα γλωσσικά τους αποτελέσματά δεν μας φαίνονται όμως και τόσο ασυμβίβαστα.
Ακόμη και σ’αυτό το νεανικό του έργο, σε ένα μακροσκελέστατο προοίμιο “Προς τους αναγνώστας”, ο Κοδρικάς διαπραγματεύεται τα γλωσσικά προβλήματα των σύγχρονών[5] του Ελλήνων:

Δυσκολώτερον, και αργότερον πράγμα δεν με φαίνεται να είναι άλλο τόσον πολλά, όσον είναι το να εμβή εις τάξιν το άτακτον, το να κανονισθή το ακανόνιστον, και να επιστηριχθή εις γενικάς και κοινάς αρχάς το μήδ’αρχήν μηδέ βάσιν έχων[6].

Παρακάτω προχωρεί σε μια οξυδερκή παρέκβαση για τις αιτίες της γλωσσικής εξέλιξης, που ακολουθούν τις κοινωνικές αλλαγές:

΄Αλλα λοιπόν ήθη, άλλος τρόπος ζωής, άλλα έθιμα, και αλλοία ενδύματα, και οικήματα, άλλας έπειτα ιδέας να γεννήσουν, και όλα έπρεπε να εκφτάττωνται, και να ονομάζωνται με την των κρατούντων διάλεκτον. Εκ τούτου προήλθε το τερατώδες εκείνο κράμμα της λεγομένης Ρωμαίκιας γλώσσης, σύμμικτον και κυκεών από διαφόρους, και πολυαρίθμους ξένας λέξεις, και φράσεις των οποίων η Ελληνική έκφρασις ούτε ιξεύρομεν οι περισσότεροι αν ήτον εις χρήσιν εις τους ΄Ελληνας, ούτε αν την εύρωμεν ημπορούμεν να την μεταχειρισθώμεν, διατί ούτε εννοούν οι πολλοί τί λέγομεν, και αηδιάζουν όλοι δια το ασυνήθιστον[7].

Μετά τη συζήτηση για την επιλογή της “κοινής” γλώσσας, απορρίπτοντας την επιλογή της γλώσσας της Κωνσταντινούπολης, προπαντός γιατί τα ελληνικά που μιλιούνται εκεί είναι τα πιο ανάμικτα με “ξένες” λέξεις, περαίνει την εξέταση του λεξιλογίου προτείνοντας ένα είδος εκκαθάρισης των ξένων όρων, που πρέπει να αντικατασταθούν με όρους από την αρχαία παράδοση. Κρατάει όμως την ανάγκη να συμμορφωθεί το ύφος στην διαπραγματευόμενη ύλη. Κι αυτό γιατί ούτε οι Δυτικοί συγγραφείς, που γράφουν στις εθνικές τους γλώσσες, δε χρησιμοποιούν, όπως είναι λογικό, πάντα το ίδιο ύφος:
Το πρόβλημα που τον απασχολεί περισσότερο, όμως, αν και δεν αναφέρει ποτέ τις οικείες λέξεις, είναι εκείνο των βασικών κανόνων της γλώσσας, δηλαδή του συντακτικού και της γραμματικής. Αφού τη μετάφραση τού την επέβαλε ο Αφέντης του, και δεν μπόρεσε να την αρνηθεί, και ταυτόχρονα δεν μπορούσε να αποφύγει τις γλωσσικές δυσκολίες, δηλώνει:

[…] έκρινα να παρακολουθήσω όσον το κατ’εμέ αυτό το από κάθε ξένην λέξιν και φράσιν αμιγές ύφος, το οποίον και η αυτή Υψηλότης προτιμά και αρέσει, καταβιβάζωντάς το όσον το δυνατόν εις το απλούστερον και κοινότερον, επειδή και τοιαύτη είναι και η του Συγγραφέως μου φράσις[8].

Δικαιολογεί έτσι τις γλωσσικές του επιλογές, που στην πράξη είναι πολύ λιγότερο αυστηρές, κι οπωσδήποτε πολύ λιγότερο αρχαϊζουσες απ’ό,τι θα περίμενε κανείς σύμφωνα με τις θεωρίες που ο ίδιος υποστήριζε στο πρώτο μέρος του προοίμιου αυτού. Και στο τέλος εξηγεί και την αναγκαιότητα των σημειώσεών του, και τη μέθοδό του. Οι σημειώσεις αυτές, όντως, συνιστούν σχεδόν ένα δεύτερο τόμο: το κείμενο που περιέχει τη μετάφραση από τα γαλλικά (ήδη με πολλές επεξηγητικές προσθήκες) καλύπτει συνολικά 332 σελίδες, οι σημειώσεις, που είναι τυπωμένες πιο πυκνά και με μικρότερους χαρακτήρες, καλύπτουν 145 σελίδες.
Πρώτ’απ’όλα, λοιπόν, ο Κοδρικάς εκθέτει το κυριότερο πρόβλημα όλων των μεταφραστών της εποχής του: πώς να καλύψουν το πολιτισμικό χάσμα που χωρίζει τους πολίτες της “πεφωτισμένης” Δυτικής Ευρώπης από τους υπήκοους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:

[…] εγώ δε μεταφράζωντάς τον εστοχάσθην, ότι είναι αναγκαίον να προστεθούν μερικαί τινες υποσημειώσεις προς ευχερεστέραν κατάληψιν. Επειδή και με όλον οπού ο βάσιμος σκοπός του Συγγραφέως είναι το να εκδώση με την ενδεχομένην απλότητα ως προς πρωτοπείρους το περί κόσμον καινοφανές κοινόν σύστημα, πάλιν ουχ ήττον ελλείπονται ως προς τους ημετέρους πολλαί προκαταρκτικαί ιδέαι, τας οποίας υπό καλής αγωγής οι της χριστιανικής Ευρώπης καλοαναθρεμμένοι νέοι πλουτούσι[9].

Κατόπιν μπαίνει στην ουσία του κειμένου του Fontenelle:

Προς τούτοις δε με το να παρακολουθεί ο Συγγραφεύς απαραβάτως το Καρτεσιακόν σύστημα, το οποίον εν γένει μεν στέργεται παρά πάσιν, εν μέρει δε αναιρείται, εστοχάσθην αναγκαίον όχι μόνο να σημειώσω τα αναιρούμενα εκείνα μέρη, αλλά να προσθέσω και όσα εφεξής δια νεωτερικών παρατηρήσεων ανεκάλυψεν η Αστρονομία, το οποίον και αυτός ο ίδιος Συγγραφεύς εμεταχειρίσθη προστιθέμενος εις την τελευταίαν του βραδιάν τα όσα μέχρι του τότε καιρού είχαν ανακαλυφθή μετά την έκδοσιν των πρωτέρων του ομιλιών[10].

Στο τέλος, για να δείξει την επιστημονική του σοβαρότητα, αναφέρει και τις πηγές του (που άλλωστε αναφέρονται ρητά και στις οικείες σημειώσεις), δηλώνοντας ότι οι περισσότερες βρίσκονται στην Encyclopédie Μéthodique[11], και σ’αυτήν παραπέμπει, προπαντός για τα επιστημονικά λήμματα, αλλά και σε αυτοτελή έργα πολλών κορυφαίων σύγχρονών του επιστημόνων.
Ανάμεσα στις σημειώσεις του Κοδρικά υπάρχουν όμως και μερικές, πολύ ενδιαφέρουσες, που θα λέγαμε “γενικής κουλτούρας”, ή με θέματα επικαιρότητας. Δεν είναι αυτή η ευκαιρία για να τα σχολιάσω λεπτομερώς· αξίζει όμως τον κόπο να απαριθμίσουμε μερικές, πέρα από τις μυθολογικές[12], και προπαντός εκείνες που αποσκοπούν στην ενημέρωση του αναγνώστη γύρω από πρόσωπα, τόπους ή πολιτιστικές ιδιαιτερότητες που ενδεχομένως να μη γνωρίζει. Αφιερώνονται σημειώσεις, λόγου χάρη, στα βιογραφικά δεδομένα του Κοπέρνικου[13] και του Χριστόφορου Κολόμβου[14], ή στη γαλλική πολίχνη Saint Denis[15] και στον καθεδρικό ναό Notre Dame[16].
Ο μεταφραστής εμπιστεύεται στις σημειώσεις του και μερικές προσωπικές ιδέες· η μία, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα τολμηρή, εκεί που θίγει το θέμα του πτολεμαϊκού συστήματος λέγοντας ότι το κοπερνίκιο σύστημα είναι αναμφισβήτητο κι ότι “ ο σκοπός της Γραφής είναι Πνευματικός κι όχι Αστρονομικός”[17].

Οι σημειώσεις που θα σχολιάσω εδώ είναι όμως μόνο εκείνες που αφορούν λεξικολογικά θέματα, γιατί αποδεικνύουν εύγλωττα ποια ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ΄Ελληνες οπαδοί του διαφωτισμού στην απόδοση κειμένων που είχαν συντεθεί στο πλαίσιο ενός διαφορετικού, πολύ περισσότερο προοδευμένου πολιτισμού.
Το πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι δεν πρόκειται αποκλειστικά για σημειώσεις επιστημονικού χαρακτήρα: μερικές, μάλιστα, αφορούν λέξεις που δεν είναι εντελώς απαραίτητες για την κατανόηση του κειμένου, όπως η πρώτη σημείωση στην “Πρώτη Βραδιά”, που αφορά περισσότερο το σκηνικό παρά την ουσία της συζήτησης ανάμεσα στον συγγραφέα και την Μαρκησία:

Nous allâmes donc un soir après souper nous promener dans le parc (Premier soir, σ. 59).
Μίαν βραδιάν οπού μετά το φαγί επήγαμεν να κάμωμεν ένα περίπατον εις το περιπεφραγμένον (α΄) δάσος της Μαρκέζας […][18]

(α΄) Συνήθεια είναι εις όλην σχεδόν την Ευρώπη οι ΄Αρχοντες οπού εξουσιάζουν γην, βουνά, και έχουν σπήτια εις την εξοχήν να έχουν και τα πλησίον των σπητιών τους δάση περιφραγμένα, διά να μην ημπορή να εμπαίνη τινάς ξένος εις αυτά να κυνηγή , επειδή οι οικοκυροί τρέφουν εν αυτοίς διάφορα είδη ζώων, διά να κυνηγούν εκείνοι μόνοι και οι άνθρωποί των, προς ιδίαν των ηδονήν και γύμνασιν. Τα τοιαύτα περιφραγμένα δάση Parc, μιά λέξει, Γαλλιστί τα ωνομάζουν, τα οποία ίσως οι ΄Ελληνες (αν ήτον και παρ’αυτοίς αυτή η συνήθεια) τα ωνόμαζαν ΠΕΡΙΒΟΛΟΥΣ, ημείς όμως καθυστερούμενοι και της συνηθείας, και της κυριολεξίας, δεν σφάλλομεν, νομίζω, αν τα ονομάσωμεν με οριστικήν παράφρασιν, ΔΑΣΗ ΠΕΡΙΦΡΑΓΜΈΝΑ. Τοιούτον λοιπόν ήτον το δάσος της Μαρκέζας, όπου εδιδάσκετο την φιλοσοφίαν, το οποίον ίσως δεν βλάπτει αν εφεξής προς αποφυγήν πολυλογίας το ονομάζω απλώς ΔΑΣΟΣ, ωσάν οπού ο κάθε αναγνώστης ημπορεί έχωντας εκ ταύτης της υποσημειώσεως ιδέαν να το εννοήση ευκόλως[19].

Το γαλλικό κείμενο αναφέρει απλά κάποιο βραδινό περίπατο ενός άνδρα και μιας γυναίκας, που περπατάνε μόνοι τους σε κάποιο πάρκο. Για μας το ενδιαφέρον είναι ίσως ότι δεν πρόκειται για κήπο αλά γαλλικά, σαν τους κήπους των Βερσαλλίων, άλλα για πάρκο αλά αγγλικά, που κάπως μιμείται την άγρια φύση, και που όμως είναι πολύ κοντά στον πύργο, μια που οι δυο συνομιλητές δεν είναι έφιπποι, ούτε έχουν αμάξι.
Για τους αναγνώστες του Κοδρικά, όμως, η κατάσταση δεν είναι άλλο τόσο κατανοητή. Αφού τέτοιου είδους πάρκα δεν υπάρχουν στον χώρο τους, ούτε ίσως οι σχετικές κοινωνικές συμπεριφορές, ο μεταφραστής κάνει μια προσπάθεια να ξεκαθαρίσει το πλαίσιο του έργου του. Γι’αυτό επινοεί την έκφραση “περιπεφραγμένον δάσος” (που στη σημείωση την εκσυγχρονίζει “περιφραγμένο δάσος”) αφού όμως παραθέσει τον όρο “περίβολος”. Ο “περίβολος ”, όμως, (ή μάλλον το “περιβόλι”) αν και ετυμολογικά ταιριάζει, δεν αντιστοιχεί στη γαλλική έννοια του parc, οπότε στο τέλος την απλοποιεί σε “δάσος”

Η δεύτερη λεξικολογική σημείωση αφορά την αστρονομική ορολογία, δηλαδή τη σωστή χρήση των συγγενικών όρων “αστήρ” “άστρον”:

[…] je me suis mis dans la tête que chaque étoile pourrait bien être un monde (Premier soir, σ. 61).
Εγώ έβαλα εις τον νουν μου ότι κάθε ΄Αστρον (β΄) πιθανώτατα ενδέχεται να είναι ένας Κόσμος, […]

(β΄) Αστήρ και ΄Αστρον παρ’ ΄Ελλησι διαφέρει, επειδή και ΄Αστρα ονομάζουν τα ζώδια τα εκ πολλών Αστέρων συγκείμενα, Αστέρας δε τους Πλανήτας, και απλώς κάθε μοναδικόν Αστέρα· […] Ημείς όμως εν τη κοινή ημών διαλέκτω με το να μεταχειριζώμεθα την λέξιν ΄Αστρα αδιαφόρως, δια τούτο μέχρι τούδε ετέθη και παρ’εμοί αδιαφόρως, ότε δεν ήτον λόγος περί ιδιαιτέρας τινός διδασκαλίας των Αστέρων και ΄Αστρων· ενθάδε δε οπού αρχίζει η περί τούτων ιδιαιτέρα διδασκαλία, ανάγκη να φυλαχθή διϊσταμένως η κυριολεξία προς διαφοράν της κυρίας σημασίας[20].

Στην περίπτωση αυτή, το θέμα που απασχολεί τον Κοδρικά είναι η διαφοροποίηση των εννοιών των δυο όρων στην αρχαιότητα (ενώ στη σύγχρονή του εποχή χρησιμοποιείται το “άστρον” και για τις δυο έννοιες), και προπαντός η ιδιαιτερότητα της τεχνικής ορολογίας, και η ανάγκη να τηρηθούν αυστηρά οι σχετικές λέξεις για την κάθε επιστημονική έννοια[21]. Πάνω σ’αυτό, όμως, αναρωτιόμαστε γιατί παρακάτω, όταν μεταφράζει την περιγραφή του σύμπαντός μας, ο Κοδρικάς χρησιμοποιεί, στο κείμενο, τον όρο “πλανήτη” και για τους πλανήτες και για τους δορυφόρους, ενώ από τις σημειώσεις φαίνεται ότι γνωρίζει και χρησιμοποιεί και τον όρο “δορυφόρος”[22].

Η επόμενη σημείωση, όπως και η πρώτη, αφορά περισσότερο τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες παρά το λεξιλόγιο:

Sur cela je me figure toujours que la nature est un grand spectacle qui ressemble à celui de l’opéra. Du lieu où vous êtes à l’opéra, vous ne voyez pas le théâtre tout à fait comme il est; on a disposé les décorations et les machines, pour faire de loin un effet agréable, et on cache à votre vue ces roues et ces contrepoids qui font tous les mouvements. Aussi ne vous embarrassez vous guère de deviner comment tout cela joue (Premier soir, σσ. 62-63).
[…]· διά τούτο εγώ πάντοτε υποθέτω ότι η φύσις είναι ένα μεγάλο θέαμα οπού ομοιάζει με το θέαμα του δράματος (δ΄) εις το οποίον δεν βλέπετε από τον τόπον όπου κάθεσθε ολόκληρον το θέατρον καθώς είναι, επειδή και διέθεσαν μεν τους στολισμούς και τας μηχανάς με τρόπον οπού να κάμουν μακρόθεν ένα χαροποιόν αποτέλεσμα, έκρυψαν όμως από τα μάτια του κόσμου τους τροχούς και τα αντισηκώματα εκείνα οπού προξενούν όλας τας κινήσεις, και ούτω δεν εννοιάζεσθε παντελώς να επινοήσητε τον τρόπον με τον οποίον όλα αυτά κινούνται[23]·

(δ΄) Εις τρία είδη διαιρούνται αι του Θεάτρου παραστάσεις, […] των οποίων πρώτοι ευρηταί φαίνονται οι ΄Ελληνες, το εις θεάματα εκτόπως επιρρεπές εκείνο γένος. Εκ τούτων διήλθον εις τους Ρωμαίους, και εφεξής εις τους Ιταλούς, οίτινες το μικτόν είδος opera μετωνόμασαν, και από τούτων δανεισθέν (sic) αυτά οι Φραντζέζοι διετήρησαν και την αυτήν Ιταλικήν ονομασίαν χωρίς ποσώς μεταλλαγήν. ΄Οθεν opera τούτ’αυτό σημαίνει παρά Γαλλοίς όπερ και Δράμα παρ’΄Ελλησι με μικράν τινα όμως διαφοράν, και αλλοίωσιν των μηχανικών παραστάσεων […] Οpera δε ονομάζουσι και το θέατρον εν ώ παριστώσι τα δράματα[24].

΄Οποιος δεν είδε ποτέ του ένα μοντέρνο θέατρο, ακόμη κι αν διάβασε αρχαία ή νεώτερα θεατρικά κείμενα, δεν μπορεί να φανταστεί πώς είναι χτισμένο, ούτε τι είναι και πού βρίσκονται τα διάφορα θεατρικά μηχανήματα, μια που τα αρχαία αμφιθέατρα δεν είχαν στέγη. ΄Οθεν η ανάγκη να υποδειχθεί κάποια εικόνα των κρυμμένων χώρων της μοντέρνας σκηνής, ούτως ώστε η παρομοίωση του γαλλικού κειμένου να γίνει λειτουργική για την κατανόηση.
Όσο για τον όρο “δράμα”, σύμφωνα με την ετυμολογική του προέλευση είναι αρκετά εύστοχος (εφόσον προέρχεται από τη ρίζα του “δράω”) για να μεταφράσει τον ορο “opéra”.

Η σημείωση για το εκκρεμές χρειάζεται για να δικαιολογηθεί η χρήση μιας λέξης που είναι έκτυπο της γαλλικής pendule, που θα ήταν εντελώς ακατανόητη (παρόλη την επεξήγηση “του κρεμαστού ωρολογίου”), άρα ασυμβίβαστη με τις προθέσεις της μετάφρασης:

Or elle [sc. La Lune] ne manque pas, sur ma parole, de nous attribuer ce tremblement, et de s’imaginer que nous avons dans le ciel comme un mouvement de pendule, qui va et vient (Second soir, σ. 85).
Σας υπόσχομαι λοιπόν ότι δεν λείπει η Σελήνη να αποδίδη εις ημάς αυτόν τον κλονισμόν, και να φαντάζεται ότι ημείς έχομεν εις τον ουρανόν μιαν κίνησιν ωσάν το πανδούλι (δ΄) του κρεμαστού ωρολογίου οπού πηγαινοέρχεται[25].

(δ΄) Η κατασκευή των κρεμαστών ωρολογίων καθώς φαίνεται εξ ιστορίας, ευρέθη εις τον καιρόν των Ρωμαίων βασιλέων, και μόνον εις τα κτήρια του Ιουστινιανού φαίνεται πρώτον ότι εξηρτήθησαν τοιαύτα ωρολόγια, τα οποία ήτον αγνώριστα εις όλην την Αλλεμανίαν και Γαλλίαν μέχρι του καιρού Καρόλου του μάγνη, […] όθεν είναι γνωστόν ότι οι ΄Ελληνες δεν είχαν κρεμαστά ωρολόγια, και ακολούθως έπειται να μην είχαν ούτε λέξιν ιδιοσημαντικήν οπού να σημαίνει τούτ’αυτό οπού σημαίνει το παρά Γαλλοίς pendule, […]. Αυτό λοιπόν το pendule, αν τινάς φυλάξη την κυρίως σημασίαν της λέξεως, πρέπει να το μεταφράση εκκρεμές, αλλ’επειδή και το εκκρεμές απλώς λεγόμενον δεν αποτελεί την αυτήν έννοιαν οπού αποτελεί το pendule, και δια να εξηγηθή δε με παράφρασιν αποτελείται άκαιρος πολυλογία, ωσάν οπού πρέπει να το παραφράση εκκρεμές μικρόν βάρος του κρεμαστού ωρολογίου, δεν είναι παράλογον να οικειοποιηθώμεν αυτήν την λέξιν Πανδούλι εις καιρόν οπού δεν έχομεν εδικήν μας, και δεν ημπορεί να μας ελέγξη τινάς διατί είναι λέξις τεχνική, η οποία τέχνη είναι μεταγενεστέρα, και καθώς εκείνοι εδανείσθησαν από τους ΄Ελλενας όλας τας λέξεις των παλαιών τεχνών και επιστημών, δεν βλάπτει αν και ημείς δανεισθώμεν απ’αυτούς τας λέξεις των μεταγενεστέρων. […] Δια τούτο και εγώ εμεταχειρίσθην την λέξιν πανδούλι, προσθέτωντας όμως και κρεμαστού ωρολογίου, επειδή και οι περισσότεροι των ημετέρων, ούτε το εκκρεμές εννοούσιν, ούτε το πανδούλι τί θε να ειπή ιξεύρουσι[26].

Σχετικά με τη σημείωση αυτή, πρέπει να παρατηρήσουμε πρώτ’απ’όλα ότι, κατά τον Fontenelle, όλοι οι πλανήτες κατοικούνται (καθένας βέβαια ανάλογα με τα φυσιολογικά του χαρακτηριστικα, κι επομένως όχι αναγκαστικά από όντα ομοιόμορφα με τα γήινα, αλλά οπωσδήποτε προικισμένα με ορθολογισμό).
Είναι άξια παρατήρησης και η διεκδίκηση της μεγαλης διάδοσης των “κρεμαστών ωρολογίων” στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, από την εποχή κιόλας του Ιουστινιανού. Οπωσδήποτε, αν υπήρχαν τέτοια ρολόγια, πρέπει κάποιο όνομα να τους είχαν δώσει οι Βυζαντινοί· ο Κοδρικάς δεν προσπαθεί όμως να επαναφέρει τη λέξη, μια που η τεχνολογία των ωρολογίων αυτών είναι μεταγενέστερη και επομένος ο τεχνικός όρος δεν είναι κλασικός[27].

Για το ουράνιο τόξο, αντίθετα, ο Κοδρικάς χρησιμοποιεί το όνομα της μυθολογικής ΄Ιριδος, χωρίς όμως να το προτείνει για επιστημονική χρήση. Αναφέρει μάλιστα διάφορες επιλογές: ανάμεσά τους και τον όρο “δόξα”, που ήταν κοινός στο περιβάλλον του, αλλά και την κατά λέξη μετάφραση του γαλλικού arc en ciel, που συμπίπτει με τη σύγχρονη δημοτική έκφραση:

L’arc-en ciel est encore une chose qui manque aux gens de la Lune (Troisième soir, σ. 108).
Η ΄Ιρις προ τούτοις είναι ένα φαινόμενον οπού λείπει εξ ολοκλήρου από τους ανθρώπους της Σελήνης, […] (ε΄)[28].

(ε΄) Η ΄Ιρις είναι το αξιολογώτερον απ’όλα τα φαντάσματα οπού βλέπομεν εις την ατμοσφαίραν μας. Αυτή παρά μεν τοις Εβραίοις ονομάζεται τόξον θεού. Παρά δε τοις ΄Ελλησι θαυμαδίς, ό εστι θυγάτηρ του θαύματος, οι δε καθ’ημάς απλώς Δόξαν την ονομάζουν. […] Παρά τοις Γαλλοίς δε η ΄Ιρις arc-en-ciel καλείται ό σημαίνει τόξον ουράνιον, ή εν ουρανώ […][29].

Το κείμενο του Fontenelle, εκτός από τα αστρονομικά θέματα, διαπραγματεύεται και άλλα φυσικής ιστορίας:

[…]; il y a autant d’espèces d’animaux invisibles que de visibles. Nous voyons depuis l’éléphant jusqu’au ciron, là finit notre vue; mais au ciron commence une multitude infinie d’animaux, […] que nos yeux ne sauraient apercevoir sans secours (Troisième soir, σ. 112).
[…], διατί είναι τόσα είδη ζώων αόρατα, όσα και ορατά· ημείς δε μόνον βλέπομεν από τον ελέφαντα έως εις το ΄Ακαρι (ζ΄) και εκεί τελειώνει η όρασίς μας. Από το ΄Ακαρι όμως αρχίζει ένα πλήθος άπειρον ζώων, […] οπού τα μάτια μας δεν ημπορούν να τα ιδούν χωρίς βοήθειαν (η΄)[30]

(ζ΄) ΄Ακαρι είναι το μικρότερον ζωΰφιον απ’όλα τα όσα δύναται να ιδή η όρασίς μας, το οποίον είναι εν είδος φθείρας ήτοι ψείρας οπού γεννάται και εις το αλεύρι και εις το κηρί, και μέσα εις το δέρμα του ανθρώπου. Αυτό λατινιστί μεν acarus ονομάζεται, Γαλλιστί δε Ciron. Ο δε Αριστοτέλης […] ΄Ακαρι το ονομάζει. Απλώς δε Ρωμαίϊκα εις πολλούς τόπους το ονομάζουν διαβολόψειρα. Εις την Βλαχομπογδανίαν οι Κατζίβελοι ως επί το πλείστον γέμουσιν απ’αυτό το είδος των ψειρών. […][31].
(η΄) […] Τόσα δένδρα της θαλάσσης, […] εξ ών είναι και το κοράλιον, το απλούστερον μερτζάνι καλούμενον, δεν είναι άλλο, ειμή σύμπλεξιν απείρων ζωϋφίων[32].

Στο χωρίο αυτό, ο Κ. προσθέτει δυο σημειώσεις: η πρώτη πληροφορεί τους αναγνώστες για τις διάφορες ονομασίες του ζωΰφιου που προκαλεί την ψώρα (και για να γίνει πιο κατανοητός αναφέρει και ένα ανθρωπολογικό σχόλιο, σχετικά με την κατάσταση υγιείας των περισσότερων γύφτων της Βλαχομπογδανίας). Σημαντική είναι η αφθονία “χυδαίων” λέξεων που αναφέρει σ’αυτή την περίπτωση (ψείρα, διαβολόψειρα, Βλαχομπογδανία, Κατζίβελοι): στη σημ. (η΄), μάλιστα, αναφέρει και την τούρκικη ονομασία του κοραλιού (“μερτζάνι”).

Ο Κ. κάνει ίδια χρήση λαϊκών όρων (δηλ. “ανεμοστρόφυλος” και “σύφων” – έστω με κάποια μορφολογική απόχρωση προς το κλασικότερον) για να εξηγήσει τι εννοεί όταν μεταφράζει κατά λέξη το tourbillon de vent με την έκφραση “δίνη ανέμου”

Ainsi, un tourbillon de vent, c’est une infinité de petites parties d’air, […] (Quatrième Soir, σ. 128).
΄Οθεν μια Δίνη ανέμου (ια΄) είναι μια απειρία μικρών μορίων αέρος […][33].

(ιά) Δίναι ανέμου είναι οι παρ’΄Ελλησι μεν Τυφώνες ή Λαίλαποι (sic) καλούμενοι, βίαιοι άνεμοι, οι οποίοι πνέουσιν εξαίφνης, απροσδιορίστως, ατάκτως και με μεγάλην ορμήν· αυτούς κοινώς τους ονομάζουσιν ανεμοστρόφυλους όταν γίνωνται εις την ξηράν· όταν δε γίνωνται εις την θάλασσαν τους ονομάζουν σύφωνας. Οι δε Γαλλοί απλώς τους ονομάζουν tourbillons, ό εστι δίνας· ο συγγραφεύς μας όμως και απολύτως το tourbillon το μεταχειρίζεται προς σημασίαν της Καρτεσιακής δίνης, το συνέστειλεν ενταύθα προστιθέμενος tourbillon de vent[34]

Την ίδια χρήση “κοινών” λέξεων κάνει ο Κοδρικάς στην τελευταία σημείωση που μας ενδιαφέρει: η σημείωση αυτή έχει την ιδιαιτερότητα να σχολιάζεται η ίδια από μια υποσημείωση (α) στη λέξη “αλωή”: η λέξη που αντιστοιχεί “κοινώς” είναι “αλώνι”· αφού όμως “παρ’΄Ελλησιν ” η “αλωή” είναι και “ μία φυτοφόρος πεδιάς ”, ο Κοδρικάς προτείνει και μια σύνθετη λέξη για “ένα επίπεδον τόπον στρωμμένον με πρασινάδα”, που τώρα το λέμε “γήπεδο”, και που “Τουρκικώτερον τζίμι ονομάζεται”. Μια που σε τέτοιους τόπους “παίζουν τας κοινώς μπάλας λεγομένας”, η προτεινόμενη λέξη θα μπορούσε να είναι “Βολαλώς, σύνθετος εκ βόλου ό εστι μπάλας και αλωής, ό σημαίνει φυτοφόρον πεδιάδα”. Και τελειώνει: “δια το ευκαταληπτότερον όμως ετέθη αλώς, και διά το ακριβέστερον εσημειώθη”.

Sans doute, répondis-je. Il y a dans tout ce grand tourbillon seize planètes. (QuatrièmeSoir, σ. 135).
Βεβαιότατα, την απεκρίθην, διατί μέσα εις αυτήν την μεγάλην Δίνην εμπεριέχονται δεκαέξ (ιστ΄) Πλανήται […][35]
(ιστ΄) […] Εκ τούτου λοιπόν του χωρίου [του Windsor], […] και από το μέσον μιας αλωής (α) περιτειχισμένης, […]

(α) ΄Αλως και αλώς, λέγεται παρ’΄Ελλησιν όχι μόνον το κοινώς αλώνι λεγόμενον, αλλά και μία φυτοφόρος πεδιάς· όθεν το παρά Γαλλοίς boulingrin, οπού είναι μία λέξις δανεισμένη από το Αγγλέζικον, σημαίνει ένα επίπεδον τόπον στρωμμένον με πρασινάδα ό Τουρκικώτερον τζίμι ονομάζεται, εις την οποίαν πεδιάδα παίζουν τας κοινώς μπάλας λεγομένας· ώστε δια να έχη όλην αυτήν την σημασίαν η λέξις ημπορούσε να γένη Βολαλώς, σύνθετος εκ βόλου ό εστι μπάλας και αλωής, ό σημαίνει φυτοφόρον πεδιάδα, δια το ευκαταληπτότερον όμως ετέθη αλώς, και διά το ακριβέστερον εσημειώθη[36].

Από όσα είδαμε προκύπτει καθαρά πως κι ο Κοδρικάς, παρόλες τις θεωρητικές του πεποιθήσεις, όταν ήθελε να είναι βέβαιος ότι ήταν κατανοητός από το αναγνωστικό του κοινό, δεν μπορούσε παρά να προστρέχει στην περιφρονημένη “κοινή” γλώσσα, και καμμιά φορά, μάλιστα, σε όρους που προέρχονταν απο τα τούρκικα. Η κυριότερη διαφορά με τον Ρήγα, ή με τον Καταρτζή, είναι ότι αυτός προσπαθεί να μην πολύ ξεστρατίσει στο κείμενο (αν και πολλές φορές αυτό συμβαίνει, προπαντός στο τυπικό[37]) και περιορίζει τις περισσότερες υποχωρήσεις του απέναντι στη σύγχρονή του “κοινή” γλώσσα στα πλαίσια των σημειώσεων και υποσημειώσεων.

[1] Παρόλο που ήταν γεννημένος στην Αθήνα, το 1762, είχε πολιτογραφηθεί φαναριώτης. Από το 1797 έζησε στο Παρίσι, ως καγκελλάριος της Οθωμανικής Πρεσβείας. Πέθανε το 1827.

[2] Entretiens sur la pluralité des mondes, 1η εκδ. Paris 1686, 2η εκδ. Lyon 1804. Η μετάφραση του Κ., Ομιλίαι περί πληθύος κόσμων, με αφιέρωση στον Βοεβόδα της Μολδαβίας Ιωάννη Μιχαήλ Κωνσταντίνο Σούτσο (που του την είχε παραγγείλει, και που την χρηματοδότησε), τυπώθηκε στη Βιέννη, στο Τυπογραφείο του Γεωργίου Βενδότη, το 1794.
(οι αναφορές στο κείμενο του F. παραπέμπουν στην έκδοση Flammarion, Paris 1998).

[3] Γεννημένος στη Rouen το 1657, χρημάτισε μέλος της Académie Française, και για δεκαετίες ήταν γραμματέας της Académie des Sciences. ΄Ηταν οπαδός του Καρτέσιου και πρόδρομος του Διαφωτισμού λόγω της πίστης του στον ορθολογισμό και στην επιστήμη. ΄Εγραψε κείμενα για εκλαϊκευση της επιστήμης, φιλοσοφικά και κριτικής λογοτεχνίας έργα. Πέθανε στο Παρίσι το 1757.

[4] Οι οριστικές θέσεις του Κοδρικά εκθέτονται στη Μελέτη της κοινής ελληνικής διαλέκτου (Παρίσι 1818).

[5] Ομιλίαι…, προαν., σσ. XV-XXXIV.

[6] Ομιλίαι…, προαν., σ. XV.

[7] Ομιλίαι …, προαν., σσ. XVIII-XIX.

[8] Ομιλίαι …, προαν., σσ. XXXI.

[9] Ομιλίαι …, προαν., σ. XXXII.

[10] Ομιλίαι …, προαν., σ. XXXII-XXXIII.

[11] L'Encyclopédie méthodique ou par ordre de matières par une société de gens de lettres, de savants et d'artistes; précédée d'un Vocabulaire universel, servant de Table pour tout l'Ouvrage, ornée des Portraits de MM. Diderot et d'Alembert, premiers Éditeurs de l'Encyclopédie (ed. Charles Joseph Panckoucke), voll. 206, Paris 1782-1832.

[12] Για τον Φαέθονα (σημ. ε΄ , σ. 18, στο Ομιλίαι …, προαν., σσ. 67-68) και Astrea (σημ. στ΄, σ. 25, αυτόθι, σ. 69).

[13] Σημ. ιε΄ στη σ. 34: Ομιλίαι …, προαν., σ. 76.

[14] Σημ. θ΄ στη σ. 280: Ομιλίαι …, προαν., σ. 315.

[15] Σημ. α΄ στη σ. 95: Ομιλίαι …, προαν., σ. 148.

[16] Σημ. β΄ στη σ. 95, Αυτόθι.

[17] Nota a΄ στη σ. 238: Ομιλίαι …, προαν., σσ.. 298-300.

[18] Ομιλίαι …, προαν., σ. 6.

[19] Ομιλίαι …, προαν., σ. 65.

[20] Ομιλίαι …, προαν., σ. 66.

[21] Με το ίδιο θέμα ασχολείται κι ο δημοτικιστής Δ. Καταρτζής στο Β΄ Γράμμα στον Λάμπρο Φωτιάδη (Τα Ευρισκόμενα, επιμ. Κ.Θ.Δημαρά, Αθήνα, Ερμής, 1970, σ. 432).

[22] Βλ. λ.χ. τη σημ. ιστ΄ στη σ. 281, σχετικά με την οποία βλ. και παρακάτω, σημ. 36 (Ομιλίαι …, προαν., σ.. 281).

[23] Ομιλίαι …, προαν., σσ. 16-17.

[24] Ομιλίαι …, προαν., σσ. 67.

[25] Ομιλίαι …, προαν., σ.. 105.

[26] Ομιλίαι …, προαν., σσ.. 154-56.

[27] Ούτε ο Κοραής, άλλωστε, δεν περιέχει το λήμμα pendule στην ΄Υλη Γαλλο-γραικικού Λεξικού (επιμ. ΄Αλκη Αγγέλου, Αθήνα, Εστία, 1994).

[28] Ομιλίαι …, προαν., σ.. 185.

[29] Ομιλίαι …, προαν., σ.. 228.

[30] Ομιλίαι …, προαν., σ. 199.

[31] Ομιλίαι …, προαν., σ. 228-29.

[32] Ομιλίαι …, προαν., σ. 230.

[33] Ομιλίαι …, προαν., σ. 260.

[34] Ομιλίαι …, προαν., σ. 307.

[35] Ομιλίαι …, προαν., σ. 281.

[36] Ομιλίαι …, προαν., σ. 320-21.

[37] Πάνω στη μετάφραση του Κοδρικά συνέταξε μια πολύ ενδιαφέρουσα διατριβή η δ. Μαρία Ποντίκη. Η ανακοινώσή της στο Ζ΄ Συνέδριο της Ιταλικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (Τεργέστη, 16-18 Σεπτ. 2005), Μεταφραστικές Στρατηγικές του Κοδρικά, θα τυπωθεί στα Πρακτικά.