Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Πηνελόπη Σταυριανοπούλου

Απόηχοι του ελληνικού αγώνα του 1821 για την ανεξαρτησία στην ισπανική λογοτεχνία του 19ου αιώνα: Grecia o La Doncella de Missolongui

«Η καμπάνα του Μοναστηριού της Αγίας Τριάδας που βρισκόταν στην κορυφή του όρους Αρακύνθου, δίπλα στο Μεσολόγγι, καλούσε σε όρθρο στις 12 τα μεσάνυχτα της 22ας Απριλίου του 1826 όταν ξαφνικά φωτίστηκε ο ορίζοντας και το φως μπήκε από τις γρίλιες των παραθύρων των μοναχών. Ο θόρυβος του πυροβολικού, ιδιαίτερα φρικτός μέσα στην ησυχία της νύχτας, μεγάλωνε το φόβο των αγίων παρθένων που έτρεχαν προς τα παράθυρα για να εξιχνιάσουν την αιτία εκείνης της μοναδικής και καταπληκτικής φωταύγειας. Ηταν το Μεσολόγγι που καιγόταν, πυρπολημένο από τους ίδιους τους Ελληνες, στις καρδιές των οποίων ο Θεός έβαλε την απόφαση να ανοίξουν δρόμο ανάμεσα στους εχθρούς, προκειμένου να μην πεθάνουν από την πείνα που τους έσφιγγε από παντού. Δυστυχείς! Για να ελευθερώσουν την πατρίδα από τη σκλαβιά, κατέστρεφαν τα σπίτια τους και παρέδιναν στους Αραβες σωρούς στάχτη αντί για πόλεις, και καμένους σκελετούς αντί για σκλάβους».

΄Ετσι αρχίζει το μυθιστόρημα που, με τίτλο Ελλάδα ή η Παρθένος του Μεσολογγίου, κυκλοφορεί στην Βαλένθια το 1830. Τέσσερα μόλις χρόνια έχουν περάσει από την ηρωική Έξοδο που συνετάραξε τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής και που υπήρξε η απαρχή της έμπνευσης του Ισπανού συγγραφέως Estanislao de Cosca Vayo, ο οποίος, αν και δεν ανήκει στην χορεία των λαμπροτέρων λογοτεχνών της εποχής του, όμως, εκπροσωπεί απόλυτα το φιλελεύθερο κλίμα που κυριαρχεί.

Πράγματι, στην Ισπανία μετά το 1808, δηλαδή μετά τον πόλεμο εναντίον των Γάλλων, άρχισαν να πνέουν άνεμοι πατριωτισμού και φιλελευθέρων ρομαντικών τάσεων που, υποχρεωτικά, ελαττώθηκαν λίγο αργότερα, λόγω της απολυταρχικής πολιτικής που ο Φερδινάνδος ο Ζ΄ άσκησε εναντίον των προοδευτικών πνευμάτων, γεγονός που ανάγκασε λογοτέχνες,π.χ. τον Francisco Martínez de la Rosa -ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, αφιέρωσε ποιήματα στον Ελληνικό Αγώνα του 1821- ή τον Duque de Rivas, να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.
Όμως, πέραν των λογοτεχνών, και ο ισπανικός τύπος ασχολήθηκε επίσης με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και εξέφρασε ρητά την συμπαράστασή του. Παράδειγμα, το άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 23 Ιουνίου του 1821 στο περιοδικό Censor με τον τίτλο “Insurrección en Grecia” (Ελληνική Εξέγερση), στο οποίο ο αρθογράφος συμβουλεύει την υποστήριξη της Επανάστασης για δύο λόγους βασικά. Ο πρώτος, γιατί μόνον έτσι, γράφει, ο «ρωσικός κολοσσός που απειλεί την Ευρώπη, δεν θα επεκταθεί στη Μεσόγειο». Ο δεύτερος αφορά περισσότερο το θέμα μας, γιατί, καθώς γράφει, «εάν υπήρξε ποτέ στον κόσμο μία εξέγερση που θα μπορούσε να ονομαστεί “ιερά”, αυτή, χωρίς αμφιβολία, είναι η Ελληνική. Οι Έλληνες δεν παίρνουν τα όπλα για να εκθρονίσουν έναν πρίγκιπα και να βάλουν έναν άλλον στη θέση του... Επαναστατούν, οπλίζονται για να αποκτήσουν το πολυτιμότερο αγαθό, την Ελευθερία».

Καταλήγει ο αρθογράφος ζητώντας την πρακτική, υλική υποστήριξη λέγοντας: «Η βοήθεια που χρειάζονται οι Έλληνες και που πρέπει να τους παράσχουμε είναι χρήματα, όπλα, πολεμοφόδια και έμπειρους αξιωματικούς. Με αυτές τις βοήθειες και την φυσική τους ανδρεία, αυτοί μόνοι τους θα θριαμβεύσουν επί των τυράννων τους και θα κατακτήσουν την ελευθερία τους».

Η πολιτική σκέψη του αρθογράφου σχετικά με την Επανάσταση του 1821 αποδεικνύει μια σαφή γνώση της καταστάσης που επικρατούσε στην ανατολική Μεσόγειο. Η ρεαλιστική στάση του στη γενική ανάλυση όχι μόνον αφήνει να διαφανούν οι ιστορικοί λόγοι που ώθησαν τους Έλληνες στην Επανάσταση, αλλά υπογραμμίζει ταυτόχρονα και το γιατί αυτό το ιστορικό γεγονός υπήρξε πηγή εμπνεύσεως για τη λογοτεχνία και την τέχνη.

Πριν υπεισέλθουμε στην ανάλυση του μυθιστορήματος Η Παρθένος του Μεσολογγίου ας δούμε πρώτα ποιος ήταν ο συγγραφέας, οι ιδέες του και ποια η “περιρρέουσα ατμόσφαιρα”.

Ο Estanislao de Cosca Vayo y Lamarca γεννήθηκε στη Βαλένθια στις 17 Νοεμβρίου του 1804, όπου και πέθανε στις 13 Νοεμβρίου του 1864. Το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής του εκπροσωπεί την ιστορία του ρομαντικού κινήματος στην Ισπανία από τον νεοκλασικισμό μέχρι την εμφάνιση του έργου του Sue, Παρισίων Απόκρυφα (1842/1843), αλλά μ΄ένα χαρακτηριστικό ιδιαίτερα σημαντικό για την υπόθεσή μας. Ο Vayo φθάνει στον ρομαντισμό μέσω ενός αρχικού έντονου νεοκλασικισμού . Ισως σ'αυτό να οφείλονται οι γνώσεις του σχετικά με την Αρχαία Ελλάδα που επιδεικνύει ήδη από τα πρώιμα έργα του.

Στην εξέταση του συνολικού έργου του, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συνεχής ανάγκη ανανεώσεως που χαρακτηρίζει τον συγγραφέα. Κάθε έργο του είναι διαφορετικό από το προηγούμενο, αποτελεί όμως ένα βήμα περαιτέρω στην πορεία του από την λογοτεχνία του 18ου αιώνα προς την μοντέρνα. Άρχισε γράφοντας ποιήματα, συνέχισε μ’ ένα θεατρικό έργο και το 1827, υπό την επίδραση του Βερθέρου του Göethe, γράφει το μυθιστόρημα Voyelano o la exaltaci ó n de las pasiones. Από τη στιγμή αυτή, ο Vayo θα ενδιαφερθεί για οτιδήποτε μπορεί να είναι μοντέρνο, σύγχρονο ή και απλώς είδηση, ένα γεγονός πολιτικοκοινωνικό που μπορεί να προσδώσει επικαιρότητα στο έργο του.
Έτσι, λοιπόν, τρεις μήνες μετά από τους φοβερους σεισμούς, με τραγικές συνέπειες ,που έγιναν στην κοντινή περιοχή, στην πόλη Orihuela, στις 21 Μαρτίου του 1829, ο Vayo εκδίδει το μυθιστόρημα Los terremotos de Orihuela o Enrique y Florentina από τον εκδοτικό οίκο Cabrerizo. Αυτός ο εκδότης, ονόματι Mariano de Cabrerizo (1785-1868), αποτελεί έναν χαρακτηριστικό εκπρόσωπο προοδευτικού και φιλελεύθερου πνεύματος. Στο βιβλιοπωλείο του συγκεντρώνονταν συγγραφείς -μεταξύ των οποίων και ο Vayo- και διάβαζαν ή μετέφραζαν ξένους συγγραφείς φιλελεύθερων επίσης πεποιθήσεων, κυρίως Γάλλους.

Στη συνέχεια, το 1830, θα γράψει το μυθιστόρημα Ελλάδα ή η Παρθένος του Μεσολογγίου για την συγγραφή του οποίου επωφελήθηκε, υποθέτουμε, της αφθονίας των πληροφοριών που κυκλοφορούσαν σε όλη την Ευρώπη ,και κυρίως στη Γαλλία ,σχετικά με το ιστορικό γεγονός της Εξόδου του Μεσολογγίου.

Μέχρι το 1835 κάθε χρόνο δημοσιεύει και από ένα μυθιστόρημα. Το 1836 αρχίζει να εκδίδει μια εφημερίδα φιλελεύθερου χαρακτήρα, El Constitucional, που θα ζήσει μερικούς μήνες μόνο. Το σύνθημά του ήταν «Σύνταγμα και Τάξη» και η βασική του αρχή «το τερπνό μετά του ωφελίμου» που εξακολουθούσε να υπάρχει στην ρομαντική εποχή και μάλιστα συνδυαζόταν με τις ιδέες της προόδου και της ελευθερίας. Θα περάσουν δέκα ολόκληρα χρόνια μέχρι να εκδώσει το επόμενο μυθιστόρημά του, το οκτάτομο El jud í o errante en Espa ñ a (Ο περιπλανώμενος Ιουδαίος στην Ισπανία) (1845-1848). Το 1848 εκδίδεται La hija de Asia (Η κόρη της Ασίας) και το 1849 Leila en Oriente(Η Λέιλα στην Ανατολή) με τα αρχικά J.G.και όχι με το όνομά του. Πριν, το 1842, στην Μαδρίτη, εκδόθηκε το ενδιαφέρον ιστορικό έργο του La historia de la Vida y Reinado de Fernando VII (Η ιστορία της ζωής και της βασιλείας του Φερδινανδου του Ζ’).

Γενικά ,ο Vayo αν και υπήρξε πολυγραφότατος,όπως ήδη υπογραμμίσαμε, δεν κατάφερε να καταλάβει μία περίοπτη θέση στην λογοτεχνία της χώρας του. Παρέμεινε ένας ελάσσων συγγραφέας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, το έργο του μας διαφωτίζει ως προς τις τάσεις και τα κριτήρια της λογοτεχνίας της εποχής του. Συχνά του λείπει η ευρηματικότητα και όχι η ρητορεία. Κανεί κατάχρηση των συμπτώσεων με αποτέλεσμα να χάνει την πειστικότητα ,τουλάχιστον για τον σημερινό αναγνώστη. Έτσι δεν καταφέρνει τα πρόσωπα που δημιουργεί να φαίνονται αληθινά και ίσως αυτό να οφείλεται στην εμμονή του οι πρωταγωνιστές του να ταυτίζονται με το μοντέλο του ρομαντικού ήρωα. Ίσως, επίσης, και γι’αυτό οι διάλογοι συχνά αγγίζουν το grotesco. Δεν υπάρχει διαφορά επιπέδου μεταξύ των ομιλητών, παρ’ότι ο Vayo αποδεικνύει, ιδιαίτερα στις περιγραφές, ότι ερεύνησε και έμαθε πολλά, τουλάχιστον, για το γεωγραφικό και χρονικό πλαίσιο των μυθιστορημάτων του. Αυτά τα στοιχεία που συνάγονται γενικά από το έργο του, ισχύουν καθ’ολοκληρίαν και για την Παρθένο του Μεσολογγίου.

Η Παρθένος του Μεσολογγίου πολιτογραφείται στην ρομαντική σχολή και παρουσιάζει τόσο τα ελαττώματα αυτής της σχολής, δηλαδή ρητορεία, τάση προς υπερβολή, άμετρο συναισθηματισμό, όσο και τα προτερήματά της, όπως φιλελευθερισμό, αναζήτηση του καινούργιου και του ασυνήθιστου, έμμεση παρουσία του δημιουργού μέσω των ιδεών του, ενώ κινείται συγχρόνως σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο. Ο ιδιος ο συγγραφέας, καθώς φαίνεται από το τέλος του Β’ τόμου, όπου ανακοινώνεται η προσεχής έκδοση ενός έργου του[1], γνωρίζει ήδη τον Walter Scott και το ιστορικό μυθιστόρημα. Στην περίπτωση όμως του έργου μας, λείπει το στοιχείο της χρονικής αποστάσης μεταξύ του συγγραφέα και του ιστορικού χρόνου της μυθοπλασίας, στοιχείο που τόσο ο Chris Baldick όσο και ο Thomas Hägg[2] θεωρούν απαραίτητο ή τουλάχιστον ιδιαίτερα σημαντικό για την κατάταξη ενός έργου στην ιστορική μυθιστοριογραφία. Όμως, παρουσιάζει πολλά από τα λοιπά χαρακτηριστικά στοιχεία που καθορίζουν το ιστορικό μυθιστόρημα. Δηλαδή «επικεντρώνεται σε πλασματικούς χαρακτήρες, αλλά βάζει επίσης επί σκηνής, ανακατεύοντας με αυτούς, ένα ή περισσότερα πρόσωπα γνωστά από την Ιστορία. Το τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα διαδραματιζόμενο σε ένα ρεαλιστικό γεωγραφικό περιβάλλον, περιγράφει τις συνέπειες (μίας σειράς) πραγματικών ιστορικών γεγονότων στις τύχες των χαρακτήρων και είναι -ή δίνει την εντύπωση ότι είναι- αληθινό, όσον αφορά το ιστορικό πλαίσιο»[3].

Στην Παρθένο του Μεσολογγίου η ιστορία έχει λειτουργήσει ως πηγή δραματικής ενέργειας που ζωντανεύει μία πλασματική ιστορία. Οι ήρωες διαφωτίζουν το ιστορικό συμβάν αλλά δεν ενεργούν πάντα ως ένας αποφασιστικός συντελεστής της ανθρώπινης πολυπλοκότητας από την οποία προκύπτουν τα γεγονότα και το πεπρωμένο.

Οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματός μας «έχουν ως στόχο να φέρουν σε επαφή δύο αντικρουόμενες παρατάξεις, την διαμάχη των οποίων παρακολουθούμε στο έργο. Για να φέρουν το δύσκολο έργο σε πέρας πρεπει να τους οδηγησουν ο χαρακτήρας τους αλλά και η μοίρα τους»[4].
Ο Vayo κινείται με μεγάλη ευελιξία και φαντασία μέσα στο γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή του έργου του χάρη στην ενημέρωση και τις γνώσεις που σίγουρα διαθέτει. Ήδη ,από την ιστορική εισαγωγή που προτίθεται του έργου, μπορεί κανείς να διακρίνει τις γνώσεις του όχι μόνο για την Αρχαία, αλλά και για την σύγχρονή του, την προεπαναστατική και την επαναστατημένη Ελλάδα. Αναφέρεται με πολλές λεπτομέρειες π.χ. στην αβάσταχτη φορολογική πίεση που υπέφεραν οι Ελληνες κατά την Τουρκοκρατία. Επίσης, όλες οι ηρωικές μάχες ή καταστροφές αναφέρονται και σχολιάζονται. Συγκεκριμένα, στις σελ. 35 έως 40 της εισαγωγής, ο συγγραφέας αναφέρεται στο Μεσολόγγι και την ΄Εξοδο και γράφει μεταξύ άλλων «Η παρατεταμένη πολιορκία του Μεσολογγίου, της πόλης που θα μπορούσε να ονομαστεί έπαλξη και ελπίδα της Ελλάδος, έδωσε την ευκαιρία να συντελεστούν νέα και λαμπρά κατορθώματα». Θα περιγράψει τις στερήσεις και τη γενναιότητα των κατοίκων αυτής της πόλης που «υπήρξε θέατρο όλων των ειδών του πατριωτισμού. Η Ευρώπη ολόκληρη έκλαψε με πόνο όταν έμαθε το τέλος και τον ηρωισμό των υπερασπιστών της πόλης, τα ονόματα των οποίων οι μεταγενέστερες εποχές θα γράψουν με χρυσά γράμματα».

Σίγουρα, οι φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού καθώς και η απήχηση του Φιλελληνισμού είχαν αγγίξει και ί διαποτίσει βαθιά την σκέψη και την καρδιά αυτού του Valenciano. Αυτά είναι, άλλωστε, μερικά από τα χαρακτηριστικά που διατρέχουν το έργο του και του αποδίδουν, παρά κάποιον διδακτισμό που επίσης το διακρίνει, μία ελευθερία πνεύματος που συνδυάζεται με μία πολιτικοκοινωνική υπευθυνότητα. Παράλληλα, όμως, υπάρχει και μια σχετική αναζήτηση του τοπικού χρώματος, του couleur local, που προσθέτει ένα εξωτικό, θα λέγαμε, στοιχείο, ένα είδος orientalisme, που σίγουρα θα αποζητούσε το αναγνωστικό κοινό της εποχής του Vayo και δη της Valencia.
Η Παρθένος του Μεσολογγίου, αποτελείται από δύο τόμους μικρού σχήματος (10 εκ. x14εκ) 230 και 283 σελίδων αντιστοίχως και περιέχει μερικά χαρακτικά. Όπως ήδη αναφέρθηκε, του καθαυτό κειμένου προηγείται μια ιστορική εισαγωγή που στο ισπανικό ιστορικό μυθιστόρημα «πληροί όχι μόνο μιαν ενημερωτική λειτουργία σχετική με το υλικό που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας, αλλά επίσης και μιαν άλλη σαφώς σημαντική λειτουργία, δεδομένου ότι πληροφορεί τον αναγνώστη για την ιδεολογική θέση του συγγραφέως»[5]. Αναφέρθηκε, ήδη ,ότι ο Vayo στην εισαγωγή αυτή αποδεικνύεται δεινός γνώστης των γεγονότων του Αγώνος, του φιλελληνικού κινήματος, της δράσης του Βύρωνος, της φοβερής κατάστασης που επικρατούσε στο Μεσολόγγι –και μάλιστα, σε σχήμα πρωθύστερο, υπάρχουν φράσεις που θυμίζουν τους Ελεύθερους Πολιορκημένους- τέλος εκφέρει τη γνώμη του για τους σύγχρονούς του Έλληνες στους οποίους, ως άξιους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, αναγνωρίζει την ανδρεία, σημειώνει όμως, επίσης, και την παρακμή τους λόγω του τουρκικού ζυγού.

Το μυθιστόρημα απαρτίζεται από 19 κεφάλαια, οι τίτλοι των οποίων είναι αρκετά εύγλωττοι ως προς την αφηγηματική δομή του έργου:

Κεφάλαιο Α': Η πυρκαγιά του Μεσολογγίου.
Κεφάλαιο Β': Η Κοιλάδα των Κύκνων.
Κεφάλαιο Γ': Τα μυστήρια του χαρεμιού.
Κεφάλαιο Δ': Ο άντρας με το ηλιοκαμένο πρόσωπο.
Κεφάλαιο Ε': Το στοίχημα των δύο αντρών.
Κεφάλαιο ΣΤ': Έφοδος στη Χίο.
Κεφάλαιο Ζ': Λαϊκή γιορτή.
Κεφάλαιο Η': Χαρούμενη μουσική της αυγής.
Κεφάλαιο Θ': Ο αποχαιρετισμός.
Κεφάλαιο Ι': Ο ηρωισμός της αγάπης.
Κεφάλαιο ΙΑ': Λαϊκός κλονισμός.
Κεφάλαιο ΙΒ': Το νησί της Σάμου.
Κεφάλαιο ΙΓ': Η απόγνωση.
Κεφάλαιο ΙΔ': Ο Χριστιανισμός.
Κεφάλαιο ΙΕ': Ο τάφος.
Κεφάλαιο ΙΣΤ': Η σταθερότητα του Άνθιμου.
Κεφάλαιο ΙΖ': Ο θάνατος του Άνθιμου.
Κεφάλαιο ΙΗ': Ο γάμος.
Κεφάλαιο ΙΘ': Το τέλος.

Η υπόθεση είναι η εξής: Όπως, ήδη, αναφέρθηκε, το μυθιστόρημα αρχίζει τη νύκτα της Εξόδου, σ΄ένα γυναικείο μοναστήρι κοντά στον όρος Αράκυνθος, όπου είχε βρει καταφύγιο η νεαρή Κωστάντζα Ζαχαριά, δεκαπεντάχρονη ορφανή κόρη ενός ήρωα «που είχε πέσει ενδόξως υπέρ της ιερής υποθέσεως της εθνικής ανεξαρτησίας. Είχε δει το φως, (η Κωστάνζα), στη φημισμένη και ενάρετη Σπάρτη, και, από την κούνια της, ήδη, είχε χάσει τον δυστυχισμένο πατέρα της».

Στη συνέχεια η άμεση σχέση του έργου με το Μεσολόγγι εξαφανίζεται γιατί η υπόθεση παίρνει μιαν αναπάντεχη τροπή. Εκεί κοντά, όπου βρίσκονται οι Έλληνες και όπου η Κωστάντζα συναντάει τον Νικήτα (τον Νικηταρά), ο οποίος μάλιστα θα την ερωτευτεί, ο συγγραφέας τοποθετεί ένα ειδυλλιακό τοπίο, την Κοιλάδα των Κύκνων με μια λίμνη. Σ΄αυτό το σημείο έχει καταφύγει η ηρωίδα μας για να ξεκουραστεί και να αναπνεύσει. Όμως, ξαφνικά, εκεί παρουσιάζεται επίσης και ο Τούρκος στρατηγός Μωχάμετ, ο νικητής του Μεσολογγίου ο οποίος την ερωτεύεται και την απάγει. Ο τουρκικός στόλος υπό τον Μωχάμετ κατευθύνεται στη Χίο, όπου ο νεαρός στρατηγός διατηρεί ένα πολυτελέστατο παλάτι με το χαρέμι του. Η συμπεριφορά του απέναντι στην Κωστάντζα αρμόζει πιο πολύ σ΄έναν δυτικοευρωπαίο ρομαντικό ήρωα παρά σ΄έναν ανατολίτη. Πρόκειται για έναν ερωτευμένο ιδεαλιστή που σέβεται την Dulcinea του, είναι ανδρείος, γενναιόφρων, τέλειος τύπος ήρωα και το μόνο που του προσάπτει ο συγγραφέας είναι το θρησκευτικό πιστεύω του, τον ισλαμισμό, που, άλλωστε, δεν ήταν μια προσωπική του επιλογή, όπως θα είναι, στη συνέχεια, η απόφασή του να απαρνηθεί τα πάντα, ακόμα και τη θρησκεία του για χάρη της Κωστάντζας.

Η περιγραφή της Χίου μας μεταφέρει σ΄ένα locus amoenus, μιαν ευτοπία, ακριβώς εκεί όπου θα αρχίσει το βαθύτερο ψυχολογικό δράμα της πρωταγωνίστριας η οποία" πρέπει να μισήσει αυτόν τον άνθρωπο μόνο και μόνο από χρέος απέναντι στην πατρίδα και την θρησκεία της” (όπως γράφει ο Vayo) αν και μέσα στην καρδιά της ο Τούρκος έχει ήδη καταλάβει μια σημαντική θέση.

Ενώ, λοιπόν, η ηρωίδα μας συνταράσσεται από αυτό το φοβερό δίλημμα, εμφανίζεται στη Χίο, αναζητώντας την, ο Νικήτας. Μεταξύ των δύο αντιζήλων, του Νικήτα και του Μωχάμετ ,ο συγγραφέας θα εφεύρει ακόμα και μια μονομαχία, η οποία αντί να καταλήξει στο θάνατο του ενός, αντίθετα θα φέρει μιαν “οξύμωρη”, θα λέγαμε, φιλία μεταξύ των αντιπάλων. “Η αστραπή της ημισελήνου” θα ορκιστεί ότι «θα λυπηθεί το αίμα των Ελλήνων. Αν χρειαστεί, θα γίνει απλώς υπερασπιστής της πατρίδας του αλλά όχι δήμιος των ραγιάδων» γράφει ο Vayo.

Τότε ,καταφθάνει στη Χίο ο ελληνικός στόλος υπό τον Κανάρη. Καταλαμβάνουν το νησί και καταδιώκουν τους Τούρκους που κλείνονται στο φρούριο. Εκεί οδηγεί τους Έλληνες η Κωστάντζα, που σώθηκε ως εκ θαύματος από την πυρκαγιά στο Παλάτι του Μωχάμετ. Ο Κανάρης κατακτά το φρούριο, αναγκάζει τους Τούρκους να παραδοθούν και υψώνει την ελληνική σημαία.

Ο Νικήτας πληροφορείται τη νίκη και νιώθει ταπεινωμένος που δεν συμμετείχε. Ξέροντας ότι εκεί κοντά βρισκόταν ο τουρκικός στόλος που περίμενε να οδηγήσει τον Μωχάμετ, κατ΄εντολήν του σουλτάνου, στην Πελοπόννησο για να καταπνίξει μια καινούργια εξέγερση, αποφασίζει να γίνει “μπουρλοτιέρης”, να πυρπολήσει τον εχθρικό στόλο, πράγμα που έκανε διατρέχοντας έναν τρομερό κίνδυνο από τον οποίο σώθηκε χάρη στην επέμβαση του Μωχάμετ. Δεδομένου ότι οι Τούρκοι έχουν υποστεί διπλή ήττα και η παρουσία του Μωχάμετ στη Χίο θα ήταν επικίνδυνη ανταλλάσσουν ρούχα! Έτσι ο Μωχάμετ ντυμένος με ελληνική φορεσιά λαβαίνει μέρος ακόμα και στους αγώνες που διοργανώνονται για να γιορταστεί η διπλή νίκη. Νικά αλλά εξαφανίζεται πριν πάρει το τρόπαιο.

Το γεγονός αυτό κινεί τις υποψίες του αδέκαστου αλλά και σκληρού πατριώτη, του Κανάρη, και τελικώς ο Μωχάμετ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Αυτό θα γίνει η αφορμή της μεγάλης τραγωδίας, αφού η Κωστάντζα, έρμαιο των συναισθημάτων της, θα ελευθερώσει τον νέο βάζοντας σε έσχατο κίνδυνο τον εαυτό της διότι φυσικά θα χαρακτηριστεί από τον Κανάρη και τους άλλους Έλληνες προδότρια. Τελικά, φεύγει κρυφά από τη Χίο, χάρη στη βοήθεια μερικών άλλων Ελλήνων που την λυπήθηκαν και καταφεύγει στη Σάμο με τον Μωχάμετ που, ως από μηχανής θεός, θα την σώσει στην ανοιχτή θάλασσα. Στη Σάμο θα μείνουν στο σπίτι του επισκόπου Ανθίμου, παλιού φίλου του πατέρα της. Ο αγαθός αλλά προοδευτικός και γεμάτος κατανόηση επίσκοπος θα τους προστατέψει, αλλά και θα προειδοποιήσει τον Μωχάμετ για το άτοπο του έρωτά του.

Ο Κανάρης και ο Νικηταράς εμφανίζονται ξαφνικά στη Σάμο αναζητώντας την Κωστάντζα προκειμένου να την οδηγήσουν στις ελληνικές αρχές για να δικαστεί. Ο επίσκοπος προτείνει να αναλάβει ο ίδιος την υποχρέωση της προσαγωγής της, ενώ ταυτόχρονα κρύβει τον Μωχάμετ σε μια κρύπτη όπου είναι θαμμένοι ένδοξοι Σαμιώτες. Δυστυχώς, ο επίσκοπος πεθαίνει και η Κωστάντζα, απαρηγόρητη, πηγαίνει στην κρύπτη να ανακοινώσει στον Μωχάμετ τη θλιβερή είδηση. Εκείνος εκφράζει την λύπη του για το γεγονός και της εξομολογείται ότι έχει ήδη ασπαστεί τον Χριστιανισμό και, κατά συνέπεια, τίποτε δεν τους εμποδίζει να παντρευτούν. Αρραβωνιάζονται εκεί, αλλά σε λίγο καταφθάνει ο Νικήτας, ο οποίος, αντιλαμβανόμενος την κατάσταση, θέλει να σκοτώσει την Κωστάντζα. Ο Μωχάμετ για να την υπερασπιστεί αναγκάζεται να τον σκοτώσει. Φεύγουν κρυφά και, ενώ τους καταδιώκουν οι Έλληνες, φθάνουν με κίνδυνο της ζωής τους λόγω της τρικυμίας, στην απέναντι μικρασιατική ακτή. Εκεί, όμως, υπάρχουν Τούρκοι στρατιώτες που τραυματίζουν θανάσιμα την Κωστάντζα ως υπεύθυνη της απομάκρυνσης του Μωχάμετ από το στρατό τους. Ο Μωχάμετ απελπισμένος, ενώ σηκώνει το πτώμα της, παραπατάει στον βράχο και αγκαλιασμένοι θα καταποντιστούν στα νερά του Αιγαίου.

'Οπως είδαμε, η υπόθεση βασίζεται στην σύγκρουση που δημιουργείται εξαιτίας του έρωτος που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Το απίστευτο της ιστορίας δεν είναι τόσο το γεγονός ότι και η νέα, κόρη του ήρωα Ζαχαριά, ερωτεύεται τον Τούρκο στρατηγό, όσο το ότι ο νέος αύτος που βρίσκεται στην ακμή της δόξας του, χάρη της Κωστάντζας, εγκαταλείπει τα πάντα, γεγονός που προξενεί έναν, σχεδόν, ατέρμονα αριθμό επεισοδίων. Παρ' ότι, πολύ συχνά, δημιουργούνται άπιστευτες καταστάσεις, ο συγγραφέας, χάρη στις ιστορικές του γνώσεις που προσδίδουν ενδιαφέρον στις μακρηγορίες του, πετυχαίνει να προσφέρει ωραίες περιγραφές τοπίων των ελληνικών νησιών του Αιγαίου και της θάλασσας. Αξίζει να υπογραμμίσουμε, επίσης, τις ψυχολογικές του παρατηρήσεις του για τα πάθη γενικά –έρωτας, φιλοδοξία, υπέρμετρος πατριωτισμός- με ένα διδακτικό ύφος που, τουλάχιστον, εκπλήσσει όταν αυτό συμβαίνει εν μέσω τόσων θυελλωδών καταστάσεων. Αλλά, επίσης, πρέπει να εξάρουμε τον σεβασμό που δείχνει ο συγγραφέας απέναντι σε έναν μη Χριστιανό αναγνωρίζοντας τα προτερήματα του Μωχάμετ, αλλά προσθέτοντας, βέβαια, ότι θα ήταν η προσωποποιήση της τελειότητας αν ασπαζόταν τον Χριστιανισμό, όχι εξαιτίας του έρωτά του προς την Κωστάντζα, αλλά από πεποίθηση. Εδώ πρέπει,επίσης, να παρατηρήσουμε ότι ο συγγραφέας-αφηγητής μιλάει για τον Χριστιανισμό κατά τρόπο οικουμενικό, χωρίς καμιά νύξη στην δογματική διαφορά μεταξύ του ιδίου και των προσώπων του έργου του. Αυτή η στάση φανερώνει ότι πρόκειται για ένα φιλελεύθερο και προοδευτικό άτομο. Σε όλο το έργο του, άλλωστε, μπορούμε να εκτιμήσουμε την πίστη του στον άνθρωπο, χωρίς άλλο διακριτικό, καθώς ήταν διαποτισμένος από τις ιδεές του Διαφωτισμού, την προσήλωσή του στις οποίες εκφράζει αρκετά συχνά. Παραδείγματος χάριν, ο επίσκοπος Άνθιμος ,αναμφίβολα, εκπροσωπεί το πρότυπο φωτισμένου κληρικού τόσο ως προς τις πράξεις του όσο και προς την συμπεριφορά του γενικά.

Όπως, ήδη, αναφέραμε, ο Vayo χρησιμοποιεί στο έργο του όχι μόνο πλασματικά, αλλά και ιστορικά πρόσωπα οικοδομώντας την ζωή τους, άλλοτε ακολουθώντας πιστά τα ιστορικά τεκμήρια και άλλοτε –ποιητική αδεία- όχι.

Η πρωταγωνίστρια είναι ένα ιστορικό πρόσωπο. Πρόκειται για την Κωνσταντίνα, κόρη του πρωτοκλέφτη της Λακωνίας Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, που δολοφονήθηκε το 1803 κατ΄εντολήν του καπουδάν πασά. Σύμφωνα με το πρώτο αυτό στοιχείο, η Κωσταντίνα/Κωστάντζα το 1826 θα ήταν μεγαλύτερη απ' ό,τι την παρουσιάζει ο Vayo στο μυθιστόρημά του. Ο Άγγλος Blaquiere γράφει ότι, ευρισκόμενος στη Γαστούνη, πριν φύγει για το Μεσολόγγι, έμαθε ότι βρισκόταν εκεί η ηρωίδα του Μυστρά Κωνσταντίνα Ζαχαριά και θέλησε να την γνωρίσει. Ο Blaquiere γράφει ότι, τότε (δηλαδή πριν το 1825 που κυκλοφόρησε το βιβλίο του)[6], ήταν μία ντελικάτη γυναίκα ούτε είκοσι χρονών.

«Βρήκα μία νέα με ενδιαφέρον πρόσωπο, που καθόταν κατάχαμα έξω από την πόρτα κι’ έπαιζε με ένα παιδάκι. Βλέποντάς μας τινάχτηκε ορθή και μαθαίνοντας πως είμαι ΄Αγγλος ταξιδιώτης που θέλει να τη γνωρίσει πήρε το χέρι μου και το φίλησε. Ύστερα μας κάλεσε να μπούμε στο σπίτι.
Τήν ρώτησα γιατί παραμέρισε το φυσικό προορισμό της γυναίκας και προτίμησε τα βάσανα της πολεμικής ζωής. Η Κωνσταντίνα είπε πως μισούσε τους Τούρκους από τότε που σκότωσαν τον πατέρα της, στα 1803, κι ήθελε να εκδικηθεί το χαμό του. Οταν άρχισε ο ξεσηκωμός ήταν σκλάβα στα Γιάννενα, στην οικογένεια ενός πλούσιου τσιφλικά. Εκεί σχημάτισε μία ομάδα και κατέβηκε στο Μακρυνόρος. Πληγώθηκε κατά την εκστρατεία του 1822, πέρασε στο Μωριά, έμεινε λίγο στη Γαστούνη, πήρε μέρος στη πολιορκία της Πάτρας, πληγώθηκε πάλι και ξαναγύρισε στη Γαστούνη όπου βρισκόταν ακόμα σε ανάρρωση.
_Και τί σκοπεύεις να κάνεις;
_Θα ξαναγυρίσω στο πόστο μου και θα πολεμήσω ώσπου να χαθεί κι ο τελευταίος Τούρκος από το Μωριά» [7].

Όπως διευκρινίζει ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο βιβλίο του Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλαδα του 21, οι πληροφορίες του Blaquiere είναι αυθεντικές πρώτον, διότι συγκεντρώθηκαν επί τόπου και δεύτερον ,διότι είναι η μοναδική σύγχρονη πηγή που μας δίνει πληροφορίες για την δραστηριότητά της. Ομως, ο Vayο έχει υπ’όψιν του την Histoire de la régération de la Grèce, comprenant le précis des événements depuis 1740 jusqu´en 1824 του François Pouqueville, ιστορία που κυκλοφόρησε το 1824.

Στην εισαγωγή ο Vayo, όταν αναφέρεται στην Κωστάντζα, γράφει: «puso una bandera en lo más alto de su casa llamando a su compatriotas a la pelea», επαναλαβάνοντας ακριβώς αυτό που γράφει ο Pouqueville (στη μετάφραση Ζυγούρα της εκδόσεως του 1890): «μαθούσα τας δυστυχίας του πατρός αυτής τον οποίον απώλεσεν εν τω λίκνω έτι ούσα, εδράξατο των όπλων ίνα εκδικηθή, και αναπεττάνυσιν σημαίαν επί της οικίας αυτής. Αι γυναίκες της Λακωνίας και οι γενναίοι του Πενταδακτύλου φλέγονται επί ταις διηγήσεσιν αυτής και ακολουθούσιν αυτήν εν τη κοιλάδι της Λακεδαίμονος, ένθα διακηρύττει την αναγέννησιν της Ελλάδος ηγουμένη πεντακοσίων χωρικών»[8].

Αυτό το σημείο ακριβώς, δηλαδή ο ηγετικός χαρακτήρας της, εμπνέει τον Vayo για να την παρουσιάσει ως μία νέα με μεγάλη αποφασιστικότητα, ώστε, παρά τα 15 της χρόνια, να είναι αυτή που οδηγεί τις μοναχές προς την σωτηρία κατά τη στιγμή της Εξόδου. Επίσης, στη συνέχεια, ο Pouqueville αναφέρει τον επίσκοπο Ηλείας Άνθιμο ως Άνθιμο Έλους. Πρόκειται για τον επίσκοπο που θα παίξει έναν σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα αναφερόμενος ακριβώς ως επίσκοπος/obispo Antinos de Helos, δηλαδή ακολουθεί τον Pouqueville.
Ανάμεσα στα ιστορικά πρόσωπα που χρησιμοποιεί ο Vayo είναι, επίσης ,ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος τον οποίο αποκαλεί “Νέο Αχιλλέα”. Η Κωστάντζα του μυθιστορήματος τον συναντά ανάμεσα στους Μεσολογγίτες που κατάφεραν να σωθούν, μελαγχολικό κι απελπισμένο. Η μελαγχολία του 25χρονου Νικήτα της προκαλεί την ανάγκη να τον ενθαρρύνει λέγοντάς του «υπάρχει ακόμα πατρίδα». Ο νέος συγκινείται, ενθαρρύνεται αλλά και την ερωτεύεται. Το στοιχείο αυτό, που πόρρω απέχει της πραγματικότητας δεδομένου ότι ο Νικηταράς ήταν παντρεμένος με την αδελφή της Κωνσταντίνας, την Αγγελίνα ,θα αποβεί σημαντικό για την πλοκή.

Τα ιστορικά χαρακτηριστικά του Νικηταρά, μερικές φορές, αλλοιώνονται δεδομένου ότι ο συγγραφέας τον τοποθετεί πάντοτε σε σχέση με το πλασματικό πρόσωπο του πρωταγωνιστή Μωχάμετ. Είναι αντίπαλοι ερωτικά και αντίθετοι ψυχολογικά. Ο Μωχάμετ επιδεικνύει την ψυχολογική ανωτερότητα του νικητή, αντίθετα ο Νικήτας, παρά την αδιαμφισβήτητη ανδρεία του, παρουσιάζει μερικές σκοτεινές όψεις της προσωπικότητάς του. Στο μυθιστόρημα είναι φιλόδοξος και ανειλικρινής. Ο συγγραφέας τον δικαιολογεί γράφοντας ότι «η σκλαβιά τόσων αιώνων είχε χαράξει στην καρδιά των Ελλήνων μια έλλειψη εμπιστοσύνης και μικροπρεπείς συμπεριφορές».

Άλλο ιστορικό πρόσωπο που εμφανίζεται στο μυθιστόρημά μας είναι ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Ο Κανάρης, αυτός ο "démon des eaux" που «sur les vaisseaux qu'il prend ,arbore l'incendie comme son pavillοn» όπως γράφει ο Victor Hugo, στο έργο του Vayo παρουσιάζεται ως ένας θερμός πατριώτης, ευθύς αλλά άκαμπτος και αμείλικτος μπροστά σε όποιον δεν θέτει ως πρώτιστο χρέος την αγάπη για την πατρίδα και την υπεράσπιση της ελευθερίας. «Όταν η πατρίδα μιλάει πρέπει να σιωπήσουν τα πάθη ή αλλιώς να παραιτηθούμε από την σωτηρία της». Ο φλογερός αυτός πατριώτης ζει με καρφωμένο το βλέμμα στο ίδιο όραμα: την Παλιγγενεσία της πατρίδας. «Όταν η πατρίδα σηκωθεί από τα ερείπια, μόνο ένα μέσο υπάρχει γιά να διακριθεί κανείς: η φιλοπατρία».

Ο Vayo φαίνεται να έχει σαγηνευτεί και αυτός, όπως τόσοι άλλοι ξένοι, από την δυνατή προσωπικότητα και τον πατριωτισμό του Κανάρη.

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω την επιτυχία και την απήχηση αυτού του ρομαντικού, αλλά με άφθονα ιστορικά στοιχεία, μυθιστορήματος στην Βαλένθια ή και σε ολόκληρη την Ισπανία.

Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, όμως, η τύχη με έφερε μπροστά σε ένα άλλο βιβλίο με τον τίτλο Η Παρθένος του Μεσολογγίου, δράμα σε πέντε πράξεις δημοσιευμένο στη Μάλαγα το 1840, ήτοι δέκα χρόνια αργότερα από την έκδοση του μυθιστορήματος, από το τυπογραφείο Comercio (Imprenta del Comercio). Οι 123 σελίδες της θεατρικής διασκευής,παρά τα παραπλανητικά αρχικά του συγγραφέα D.P.H. που διευκρινίζει ότι είναι απόστρατος αξιωματικός και ότι αφιερώνει το έργο στον κύριον Miguel Domínguez de Guevara, Brigadier de los Ejércitos Nacionales, και ότι πρόκειται για πρωτότυπο θεατρικό έργο, όλα, ακόμα και μια απλή ανάγνωση, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί του ιδίου έργου. Επιπλέον, η συντομία της διασκευής παρέχει στο θεατρικό έργο αρετές που στερείται το μυθιστόρημα λόγω των πλατυασμών και των σχοινοτενών περιγραφών. Οι άφθονοι διάλογοι του μυθιστορήματος αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, τον θεατρικό λόγο της εκδόσεως του 1840. Φυσικά, παραμένει το ερώτημα της πατρότητας του έργου αυτού. Όμως, δεδομένου ότι ο Vayo σε δύο έργα του χρησιμοποίησε τα αρχικά J.G. που δεν αντιστοιχούν στα δικά του, ίσως μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο ίδιος θα μπορούσε να είχε κάνει τη διασκευή. Κινεί την περιέργεια το γεγονός ότι μετά τον κατάλογο των προσώπων του έργου[9] αναφέρεται ο νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας και ότι η ποινή , σε περίπτωση επανεκδόσεως ή παραστάσεως του έργου χωρίς την άδεια του συγγραφέως, θα είναι η δίωξη του παραβάτη, βάσει του Βασιλικού Διατάγματος της 5ης Μαίου του 1837. Επισημαίνεται δε, ότι τα αντίτυπα φέρουν την υπογραφή του συγγραφέως. Η υπογραφή αυτή πάντως, χωρίς να θέλω να εκφέρω γραφολογικό πόρισμα, έχει πιο πολλά στοιχεία για να ανήκει στον Vayo παρά στον άγνωστο D.P.M.

Στην Ισπανία ο Vayo ή και ο D.P.M. θέλησαν να κάνουν γνωστό τον ηρωισμό του Μεσολογγίου και ολόκληρου του Ελληνικού Αγώνα, παρότι, ίσως, το καίριό τους αίτημα ήταν να δείξουν, σύμφωνα με τα δικά τους λόγια, πόσο δύσκολο είναι «να αποκατασταθεί για την πατρίδα μια ηρωίδα που έχει δώσει την καρδιά της στον έρωτα».

Χωρίς αμφιβολία, για τον συγγραφέα μας, τον φιλελεύθερο Estanislao de Cosca Vayo, η Ελληνική Επανάσταση χρησίμευσε επίσης και ως ερέθισμα προκειμένου να δώσει και αυτός το παρών στα ιστορικοπολιτικά γεγονότα της εποχής του, προσφέροντας στο ευρύ κοινό, μέσω του έργου του, μίαν όψη μυθιστορηματική μεν, αλλά επίσης συγκλονιστική, ενός γεγονότος τόσου σημαντικού όσο ο Ελληνικός Αγώνας για την Ανεξαρτησία.

 


[1] Advertencia del Editor: a esta novela seguirá otra histórica original titulada: Valencia libre por el Cid…Propúsose también el poner la escena en Valencia…Porque si las bellas perspectivas de la Escocia han inflamado a Walter Scott y enardecido su imaginación al bosquejarlas en sus novelas…

[2] Βλ. Σοφία Ντενίση, Το Ελληνικό Ιστορικό Μυθιστόρημα και ο Sir Walter Scott(1830-1880), εκδ Καστανιώτη, Αθήνα 1994, σσ.92-93.

[3] Ο.π.σελ. 93.

[4] Ο.π. σελ. 146.

[5] E. Rubio Cremades, “La función del prólogo en la novela histórica”, ΙΙ Coloquio de la S.L.E,S. XIX, Barcelona 20-22 de Octubre de 1999, pp. 392-393.

[6] Narrative of a Second Visit to Greece including Facts, connected with the Last Days of Lord Byron, Extracts from correspondence, official documents etc. by Edward Blaquiere, London 1825)

[7] Κ.Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την ¨Ελλάδα του 21, εκδ.Στάχυ, Αθήνα 1999, τόμος Γ’, σελ. 348.

[8]Ό.π., υποσ. 15, σσ. 348-349.

[9] Constanza, doncella religiosa y otras, Antinos, obispo que fue de Helos, Mahomet, general turco, otro general de la armada turca, Nicetas, general griego, Canaris idem, un Emir enviado por Mohamet, Validé y otras esclavas de Mohamet