Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Constanze Güthenke[1]

Αναζητώντας Ευρωπαίους φίλους – Γερμανικές επιδράσεις στον Διονύσιο Σολωμό

Η διαχείριση του ζητήματος της επίδρασης υπήρξε ένα από τα κυριότερα προβλήματα της ελληνικής λογοτεχνίας από το Διαφωτισμό μέχρι τον 20ό αιώνα, και παραμένει μια πρόκληση για την κριτική της λογοτεχνίας στην Ελλάδα, η οποία, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ιστορικά διαμορφώθηκε γύρω από αυτό το ζήτημα. Ακολουθώντας το κριτικό ιδίωμα των τελευταίων δεκαετιών, έγιναν προσπάθειες να επαναπροσδιοριστούν οι έννοιες της ανταλλαγής και της μεταφοράς από την άποψη, π.χ., των σχέσεων εξουσίας που τις επηρρέασαν· ή της βαρύτητας εννοιών όπως το περιθωριακό και το έλασσον· ή της δομικής λειτουργίας, και των δυνατοτήτων, της έννοιας της καθυστέρησης.

Κατά την άποψή μου, και ιδιαίτερα όσον αφορά την περίοδο του Ρομαντισμού, θα ήτανε πιο χρήσιμο να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια της καθυστέρησης ως μια έντονη, και συχνά επισφαλή, ιεράρχηση μιας διμερούς σχέσης. Η επίγνωση των σχέσεων, των συνδέσεων, και της μετατόπισης σημασίας, βρίσκεται στο κέντρο του Ρομαντικού στοχασμού και της Ρομαντικής λογοτεχνίας - βρισκόταν άλλωστε και στο κέντρο του ίδιου του Ρομαντισμού ως αυτοπροσδιορισμένου φαινομένου και κινήματος σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τις τελευταίες δεκαετίες η αλληλεξάρτηση των διαφόρων εθνικών Ρομαντικών κινημάτων μπήκε πλέον στο προσκήνιο των ακαδημαϊκών σπουδών. Είναι αξιοσημείωτο ότι η έννοια του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού είναι το αποτέλεσμα μιας αποφασιστικής και αναστοχαστικής παρατήρησης, ενός κοιτάγματος πάνω απο το φράκτη, προς τη μεριά αυτών που θα ονόμαζα ‘ξένους φίλους’ – όπως, π.χ., στην περίπτωση της Madame de Stael και του έργου της De l ’Allemagne(1813) που δημιουργεί μιαν ορολογία του Γερμανικού Ρομαντισμού στο εξωτερικό. Η Σταέλ, ας μην ξεχνάμε, έπαιξε κι’ έναν παρόμοιο διαμεσολαβητικό ρόλο στη μεταφόρα της αντίστοιχης ορολογίας στη Γαλλία και την Ιταλία. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να αναγνωρίσουμε τη λειτουργία των μοντέλων ανταλλαγής και τις διαδρομές τους, όπως εγγράφονται στα ίδια τα κείμενα του Ρομαντικού κινήματος. Ένα ιδιαίτερα ισχυρό μοντέλο ανταλλαγής, θέλω εδώ να προτείνω, είναι και αυτό της φιλίας.

Πρέπει να υπογραμμίσουμε την κεντρική σημασία των εννοιών της κίνησης και της διαμεσολάβησης ως συστατικά σχήματα της ιδέας της κινητικότητας την οποία χρησιμοποιούν οι Ρομαντικοί στην επιθυμία τους να αποκρυσταλλώσουν το κίνημα του οποίου θεωρούν τον εαυτό τους μέλη. Για μια μερική απάντηση στο ζήτημα του πώς μπορεί κανείς να γίνει και να παραμείνει μέλος ενός κινήματος που θεωρείται ήδη σε κίνηση, προτείνω να εξετάσουμε τους τρόπους με τους οποίους εκφράζονται η κινητικότητα και η μεταφρασιμότητα από τη σκοπιά της Ρομαντικής προοπτικής. Θα πρότεινα ότι αυτό μπορεί να γίνει αν επανεξετάσουμε την περίπτωση του Διονύσιου Σολωμού, ενός ποιητή ο οποίος – όντας στην Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα – βρίσκεται ούτως ή άλλως στην πλέον ακαθόριστη περιφέρεια του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού.

Στην πατρίδα του τα Επτάνησα, και μ’αυτή την έννοια έξω από τα σύνορα του ελληνικού κράτους μέχρι τη δεκαετία του 1860, ο ίδιος ο Σολωμός μεταφράστηκε σε μια μορφή εθνικού Έλληνα ποιητή κατά την διάρκεια του 19ου και 20ού αιώνα. Ο Σολωμός πουθενά δεν θεωρεί τον εαυτό του ή την ποίησή του ‘Ρομαντικό’ ή ‘Ρομαντική’, και στον γεωγραφικό και ορολογιακό χάρτη του Ρομαντισμού ο ίδιος βρίσκεται κυριολεκτικά μήτε εδώ μήτε εκεί. Γεννημένος στη Ζάκυνθο, απέναντι από την ηπειρωτική Ελλάδα, όπου τα Ιταλικά (ως γλώσσα της εκπαίδευσης) και τα Ελληνικά (σε μια τοπική διάλεκτο) μιλούνται πλάϊ-πλάϊ, εκπαιδεύεται από μικρή ηλικία στην Ιταλία, ο Ρομαντισμός της οποίας χαρακτηρίζεται από ένα βαρύ νεοκλασσικιστικό ιδίωμα · από εκεί επιστρέφει στη Ζάκυνθο το 1818 – το νησί έχει πλέον γίνει προτεκτοράτο της Βρετανίας – απ’όπου θα παρακολουθήσει και τη μακρά Επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους. Ποτέ, μέχρι το τέλος της ζωής του, δε θα πατήσει σε έδαφος του Ελληνικού κράτους. Αυτό το γεγονός, παρεμπιπτόντως, αποκαλύπτει ένα άλλο ακόμη ελάττωμα του μοντέλου «κέντρου-περιφέρειας» (ή του συγγενικού φαινομένου της Ελάσσονος Λογοτεχνίας): Η ίδια η «περιφέρεια» δεν είναι ομοιογενής αλλά έχει άστατα όρια. Ένω λοιπόν ο Σολωμός αρχικά εκδίδει ποιήματα στα Ιταλικά (Rime Improvizzate, 1822), κατά τη διάρκεια της Επανάστασης επιλέγει τα Ελληνικά ως ‘λογοτεχνική’ του γλώσσα, διατηρώντας εφεξής μια συμβιωτική και επισφαλή ισορροπία μεταξύ των δύο γλωσσών.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο η διγλωσσία που επιδρά στα έργα του· ο Σολωμός, από νωρίς, δείχνει ενδιαφέρον για τα έργα του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, διαβάζοντας Γερμανικά κυρίως σε ιταλικές μεταφράσεις. Από το 1830 ζητάει από Ιταλούς φίλους του να του στέλνουν ιταλικές ανθολογίες γερμανικών έργων (κυρίως μπαλλάντες, ποίηση, και μικρά θεατρικά αποσπάσματα).[2] Καθώς βρίσκεται στην Κέρκυρα, του στέλνουν κομμάτια – μεταφρασμένα στα Ιταλικά – γερμανικής πεζογραφίας, ποίησης και φιλοσοφίας, η ανάγνωση των οποίων θα οδηγήσει μεταγενέστερους κριτικούς και ιστορικούς λογοτεχνίας να κατηγορήσουν τον Σολώμο ότι η κλίση του προς τον Γερμανικό Ρομαντισμό και Ιδεαλισμό τον οδήγησε στην εγκατάλειψη της ποιητικής μορφής και στον όλο και εντονότερο κατακερματισμό και τη συσκότιση της ποιητικής του γραμμής. Με αυτόν τον τρόπο το ξένο κίνημα, μέσα από τα μάτια της κριτικής, λαμβάνει ενάν άκρως διφορούμενο ρόλο.

Οι μεταφράσεις αυτές μας δείχνουν σε όλη του την πολυπλοκότητα τα διαδοχικά στρώματα κίνησης, μεταφοράς και περιορισμού που αποκτούν κρίσιμη σημασία στη διαδικασία του να γίνει κανείς μέλος του ρευστού εννοιακού χώρου του Ρομαντισμού.

Αρχή της μεταφραστικής αυτής διαδικασίας είναι η γνωριμία του Σολωμού με τους αδελφούς Νικόλαο και Ερμάννο Λούντζη, με πατέρα από τα Επτάνησα και Δανέζα μητέρα (τον Αναστάσιο Λούντζη και την Marie Maertens, κόρη του Προξένου της Δανίας στη Βενετία). Και τα δυο αγόρια είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό και ήταν καλή γνώστες της Γερμανικής φιλολογίας. Οι μεταφράσεις με αποδέκτη το Σολωμό – τις οποίες, απ’ όσο ξέρουμε, έκανε ο Νικόλαος Λούντζης (1798-1885) – είναι πάρα πολύ αποσπασματικές, κάτι μεταξύ collageκαι ανθολογίας, γεγονός που καθρεφτίζεται και στο ότι σήμερα βρίσκονται σε πολλά διαφορετικά μέρη: Ένα τετράδιο βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα· μια άλλη ομάδα τετραδίων εκτίθεται στο Μουσείο του Σολωμού στη Ζάκυνθο· συνολικά υπάρχουν σήμερα εικοσιπέντε τετράδια, από ένα αρχικό σύνολο εξηντατεσσάρων τετραδίων (αυτός είναι ο αριθμός που δίνει ο Σίγούρος το 1957). Μέχρι σήμερα έχουν γίνει μόνο δυο περιορισμένης έκτασης μελέτες για τα τετράδια αυτά: έχουμε ένα άρθρο του Λίνου Πολίτη (σχετικά με τα χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης) τη δεκαετία του 50, και ένα άρθρο του Louis Coutelle (σχετικά με το υλικό στη Ζάκυνθο) τη δεκαετία του 60.

Τα εικοσιπέντε χειρόγραφα τετράδια που σώζονται είναι λοιπόν σχεδόν σίγουρο ότι δεν αποτελούν το σύνολο των τετραδίων.[3] Ανάμεσα στα τετράδια βρίσκονται επιλεκτικές μεταφράσεις του έργου του Kant, Kritik der Urteilskraft, και των φιλοσοφικών και αισθητικών δοκιμίων του Schiller, Ü ber das Erhabeneκαι Ü ber naive und sentimentalische Dichtung. Υπάρχουν πολλές αποδείξεις για την ανάγνωση του μετα-Καντιανού Ιδεαλισμού, π.χ. μεταφράσεις από έργα των Fichte και Schelling, που όλα χαρακτηρίζονται από θρησκευτικά και αισθητικά θέματα. Η συλλογή φιλοσοφικών έργων περιλαμβάνει και μακρά αποσπάσματα εγκυκλοπαιδικών και ιστοριογραφικών άρθρων του Hegel, μάζι με έναν μεγάλο αριθμό από κριτικές (του Hegel και άλλων) επάνω σε σύγχρονα έργα κριτικής και ιστορίας της λογοτεχνίας. Λογοτεχνικά κείμενα της πρώτης περιόδου του Ρομαντισμού συμπληρώνουν αυτά τα θεωρητικά έργα, μεταξύ άλλων τα Hymnen an die Nacht, Gedichte καιGeistliche Lieder του Novalis, το μυθιστόρημα Heinrich von Ofterdingen και το αποσπασματικό μυθιστόρημαDie Lehrlinge zu Sais, μαζί με έναν μεγάλο αριθμό θεωρητικών του στοχασμών. Από την ίδια περίοδο υπάρχουν αποσπάσματα του μυθιστορήματος του Tieck, Franz Sternbalds Wanderungen. Ένα μεγάλο σώμα ποίησης καλύπτει από ποιήματα του Klopstock και του Bürger μέχρι μια συλλογή με ποιήματα και μπαλλάντες του Schiller και του Goethe. Εκτός από αυτά, βρίσκουμε και κομμάτια από τα ημερολόγια και την αλληλογραφία του Goethe, καθώς και ένα σημαντικό αριθμό κειμένων σε μικρές φόρμες, που κλίνουν προς το απόσπασμα και τη συλλογική έκφραση, όπως για παράδειγμα οι αφορισμοί, το West -Östlicher Divan, και τοZahme Xenien.

Καθώς στόχος μου σε αυτή την ανακοίνωση είναι να αποδείξω τη σύσταση ενός εννοιακού δικτύου φιλίας που συνδέει την Κέρκυρα με την Ευρώπη, θα επικεντρωθώ στο σχετικό παράδειγμα των μεταφράσεων από τα έργα του Novalis. Από τα έργα του Novalis βρίσκουμε όχι μόνο μία, αλλά πολλές μεταφράσεις, ιδιαίτερα του μυθιστορήματος Heinrich von Ofterdingen και των Hymnen an die Nacht. Είναι φανερό ότι ο Λούντζης βασίζεται στη γερμανική έκδοση των έργων του Novalis του 1802, που εκδόθηκε από τους Schlegel και Tieck, και αργότερα ανατυπώθηκε με την προσθήκη περαιτέρω τόμων. Οι μεταφράσεις περιλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος των πρώτων δύο τόμων εκείνης της έκδοσης, με κομμάτια αντιπροσωπευτικά όλων των ειδών και έργων του πρωτοτύπου. Μία περαιτέρω ένδειξη για τον κεντρικό ρόλο που παίζει ο Novalis στη δημιουργία ενός προγραμματικού δικτύου γύρω από τον Σολωμό είναι οι ενδείξεις ότι ο Σολωμός φώναζε τον Λούντζη με το όνομα «Enrico», εμπνευσμένος από το Heinrich von Ofterdingen. Το γεγονός ότι αυτή η πληροφορία βρίσκεται σε μια επιστολή του ίδιου του Λούντζη (Coutelle 1965:248) μάλλον δείχνει την επιθυμία του να εγγράψει τις προσπάθειές του στο πλαίσιο ενός δημιουργικού δικτύου φιλίας το οποίο ‘μεταφράζει’ το πνεύμα του Novalis, μεταφέροντάς το πέρα από τα όρια της τυπωμένης σελίδας, ή μάλλον κάνοντάς το να ανοίξει μια καινούρια σελίδα.

Και από μιαν άλλη άποψη το αποτέλεσμα είναι παραπάνω από μια μετάφραση των κειμένων του Novalis. Η έκδοση των Schlegel και Tieck εκφράζει το δικό της πλαίσιο φιλίας το οποίο παίρνει έναν μεσολαβητικό ρόλο στη (μεταφορική) μετάφραση του Ρομαντικού πνεύματος, και στο ίδιο αυτό πλαίσιο αργότερα γίνεται η παρουσίαση του Novalis στον Σολωμό από (κατά λέξη) μεταφράσεις. Ο Novalis είχε πεθάνει πρόωρα το 1801 (το κατά πόσο η ημερομηνία του θανάτου του, η 25 Μαρτίου, θα μπορούσε να έχει αυξήσει την εκτίμηση που έτρεφαν γι αυτόν οι Έλληνες αναγνώστες του, είναι ζήτημα εικασίας), και ο Schlegel και ο Tieck ανέλαβαν προσωπικά, όπως τονίζουν στον πρόλογό τους, να συλλέξουν τα έργα του και να τα παρουσιάσουν εκδεδομένα· η φιλία τους είναι το μέσο το οποίο αποτιμά και ουσιαστικά δημιουργεί την τελική μορφή του έργου, ένα έργο το οποίο οι ίδιοι παρουσιάζουν με τον εξής τρόπο: Προτείνουν στον αναγνώστη τα αποσπασματικά έργα του φίλου τους, με την ελπίδα να μεταφέρουν το πνεύμα του όπως αυτό κυκλοφορούσε ζωντανό σ’ εκείνα τα έργα – ένα εγχείρημα για το οποίο δεν τους χρειάζεται να προσθέσουν της λεπτομέρειες της ζωής του Novalis, αν και κάτι τέτοιο το κάνουν εντέλει σε ένα μεταγενέστερο σημείο. Γι’αυτό το σκοπό παραθέτουν την άποψη του ίδιου του Novalis για το απόσπασμα ως τυπική μορφή έκφρασης: «Τόσα πράγματα καταλήγουν περιττά στην εξέλιξη ενός έργου, τόσα πράγματα αποκτούν άλλη όψη, ώστε δεν θα ήθελα να παρουσιάσω κάτι στις λεπτομέρειές του, αν δεν φέρω πρώτα εις πέρας την ανώτερη ιδέα. Ακόμη κι αν έχει τη μορφή αποσπάσματος, αυτή είναι η πλέον ανεκτή μορφή που μπορεί να πάρει το ατελές, κι έτσι τη συστείνω διότι μεταβιβάζει ένα μήνυμα που μπορεί να μην είναι ακόμα ολοκληρωμένο, μπορεί εντούτοις να προσφέρει κάποιες μικρές, αξιοσημείωτες δηλώσεις» (vii-viii).[4]

Εντούτοις, η εργασία που προσφέρουν οι δύο εκδότεις στο πλαίσιο της φιλίας τους – μια πρόσφατη φιλία, όπως λένε – δεν περιορίζεται στην κοινή δημιουργική προσπάθεια της έκδοσης των έργων του Novalis: Στη συνέχεια προσθέτουν μιαν επιστολή του Novalis προς τον Tieck από το 1800 σχετικά με το εν εξελίξει έργο του, το Heinrich von Ofterdingen, που είναι εμπνευσμένο από μια τοπική ιστορία την οποίαν ο Novalis είχε διαβάσει στη βιβλιοθήκη ενός φίλου (!) του: «Πρόκειται για ένα πρώτο σχέδιο με κάθε έννοια της λέξης, ο πρώτος καρπός της ποίησης η οποία ξαναγεννήθηκε μέσα μου, και η γέννηση της οποίας οφειλεί πολλά στη γνωριμία μας» (xxii).[5] Τί έχουμε λοιπον εδώ παρά τη μορφή ενός συγγραφέα που θυμόμαστε μόνο από τη φωνή των φίλων του και από τα λόγια τα οποία απευθύνει στους φίλους του, και η οδυνηρή δημιουργικότητα του οποίου εν μέρει προστατεύεται και εν μέρει προκαλείται από την επίγνωση ενός δικτύου σχέσεων.

Επιπλέον, παρ’όλο που τονίζουν ότι ο αναγνώστης δεν έχει ανάγκη εισαγωγής στο έργο του Novalis, ο Schlegel και ο Tieck προσθέτουν όπως είπα έναν δεύτερο πρόλογο με τα βιογραφικά στοιχεία της σύντομης ζωής του Novalis, υποστηρίζοντας ότι ενώ οι φίλοι του ποιητή εξέφρασαν την επιθυμία τους να μάθουνε περισσότερα για τις εξωτερικές συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργούσε το πνεύμα του, που τόσο αγαπάνε, είναι οι ίδιοι οι φίλοι που δεν τον γνώριζαν προσωπικά, οι οποίοι θα ωφεληθούνε περισσότερο από μιαν τέτοια εισαγωγή (x). Λόγω της επιπλέον πράξης της μετάφρασης αυτού του προγραμματικού προλόγου το φάσμα της φανταστικής φιλίας αποτελεί ένα σημείο επαφής μεταξύ του Επτανήσιου ποιητή, του πνεύματος της προσωπικότητας του Novalis, και του δικτύου προσωπικών φίλων και φιλικών θαυμαστών που μεσολαβεί μεταξύ των δύο.

Κατά τη γνώμη μου δεν είναι τυχαίο ότι ο Λούντζης, με τη σειρά του, χρησιμοποιεί εκείνους τους δύο προλόγους ως εισαγωγή στην μετάφρασή του του Novalis. Είναι ενδεικτικό ότι δεν αναγνωρίζει τους προλόγους ως δηλώσεις των εκδοτών, ούτε αναφέρει τα ονόματα των Schlegel και Tieck (τουλάχιστον όχι στο πολυδιαβασμένο και σχολιασμένο χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης): Στον αναγνώστη του, η διπλή πράξη της φιλικής μετάφρασης – εκείνη των Schlegel και Tieck καθώς και η δική του – δίνει την είσοδο σε ένα φαινομενικά ανοιχτό δίκτυο και την πρόσκληση να γίνει μέλος εκείνης της διαδικασίας και εξέλιξης, ή κίνησης, το ατελεύτητο της οποίας ο Novalis μόνο, και πολύ κατάλληλα, μπορούσε να εκφράσει αποσπασματικά.

Πρόκειται λοιπόν για μια σχέση που εναρμονίζεται με την τρέχουσα αξία της Ρομαντικής φιλίας: μια δυναμική και στενή σχέση, η οποία είναι ανοιχτή και προσβάσιμη, ένα ρευστό παράδειγμα που και συμπίπτει εν μέρει και συγκρούεται με την αποκλειστικότητα της παθιασμένης αγάπης (Luhmann 1982). Δεν είναι τυχαίο ότι στο πλαίσιο των διαφορετικά κωδικοποιημένων σχέσεων στον Γερμανικό Ρομαντισμό υπάρχουν πολλές περιπτώσεις λογοτεχνικών φιλιών που πλαισιώνονται και συμπληρώνονται από πραγματικές φιλίες, όπως στην περίπτωση της φιλίας μεταξύ των Achim von Arnim και Clemens Brentano, η οποία εξελίσσεται μέχρι τον γάμο του Brentano με την αδελφή του Arnim. (Όμοια, ο Νικόλαος Λούντζης θα παντρευτεί την Άννα, ανηψιά του Σολωμού, το 1843). Και υπό μιαν άλλη ακόμη έννοια πρόκειται για μια δυναμική σχέση: Μυθιστορήματα όπως το Sternbald του Tieck, που περιλαμβάνεται στις μεταφράσεις του Λούντζη, αλλά και πολλά άλλα, είναι όλα κείμενα περί ανδρικής φιλίας και αναφέρονται σε άνδρες που αλληλογραφούν ο ένας με τον άλλον (Hörisch 2002:166), κυριολεκτικά δημιουργώντας συγγραφική κυριότητα μέσω αυτής της διαδικασίας. Το πλέγμα σχέσεων που δημιουργείται με βάση τη φιλία είναι τελικά το υλικό της Ρομαντικής λογοτεχνίας.

Δεν είναι βέβαιο σε ποιο βαθμό διάβασε ο Σολομώς τις μεταφράσεις που γίνονταν γι αυτόν, σαφώς προσανατολισμένες στη δική του δημιουργική ανάγκη (υπάρχουν κυρίως κάποιες υπογραμμίσεις και λίγες σημειώσεις, πιθανότατα του ίδιου του Σολωμού, αν και μόνο σε λίγους τόμους). Είναι αξιοσημείωτος, ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο – μέσα από αυτά τα χειρόγραφα – γίνεται μια προσπάθεια να πραγματοποιηθεί μια εικονική φιλία, ή μάλλον ένας κύκλος συνταύτισης Ρομαντικών συγγραφέων.

Ο Novalis, όπως προσπάθησα να δείξω, αποτελεί ένα ιδιαίτερα ισχυρό παράδειγμα. Αλλά το θέμα της φιλίας, και της σημαντικής επικοινωνίας, το οποίο παράγεται παραδειγματικά στο πλαίσιο της αποσπασματικότητας, βρίσκεται διεσπαρμένο σε ένα μεγάλο σώμα επιστολών και λογοτεχνικής αλληλογραφίας, παραθέματα και παραδείγματα από το οποίο συστήνουν τη συλλογή των μεταφράσεων. Συμπεριλαμβάνουν επιστολές του Schlegel προς τον Novalis, αποσπάσματα από την αλληλογραφία του Fichte, της Rachel Varnhagen και του Goethe, καθώς και τη νεκρολογία του Goethe για τον Schiller, οπού ο Goethe συνεχίζει την μπαλλάντα του φίλου του, Die Glocke. Πέραν τούτου, το μοτίβο του απομονωμένου, του ρέκτη ξένου, που αντιπροσωπεύει το απαραίτητο αντίστοιχο της δημιουργικής φιλίας, αντηχεί σε μια γεμάτη σημειώσεις και προφανώς πολυδιαβασμένη μετάφραση ενός από τα πρωϊμότερα σατιρικά ποιήματα του Goethe, Ο Περπλανώμενος Ιουδαίος (Der ewige Jude). Παρουσιάζεται εκεί ακόμη και ένας Έλληνας «ξένος»: Υπάρχει μια συλλογή από τα ημερολόγια του Goethe (μεγαλύτερη από αυτήν άλλων έργων) που περιλαμβάνει την περιγραφή της επίσκεψης ενός νεαρού Έλληνα ονόματι Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε έρθει σε επαφή με τον Goethe για να του προσφέρει την μετάφραση του Iphigenie auf Taurisστα Ελληνικά.

Η θεμελιακή έννοια του δικτύου σχέσεων και της μετατόπισης σημασίας, βρίσκεται στο κέντρο του Ρομαντισμού, ασφαλώς έτσι όπως τον προσέλαβαν ο Σολωμός και ο κύκλος του, και όπως δείχνουν τα έργα τα οποία επέλεξαν να διαβάσουν. Εκτός από τα πραγματικά και εικονικά δίκτυα που δημιουργούνται λόγω της ανθρώπινης φιλίας, αυτό συμπίπτει και με τις σκέψεις περί ενός κοσμικού συστήματος σχέσεων, σχέσεων μεταξύ και εντός του φυσικού και του πνευματικού κόσμου, όπως αυτές που κανείς βρίσκει τόσο συχνά στους φιλοσοφικούς στοχασμούς του Νοβάλις (Coutelle 248).[6] Στην περίπτωση μιας εθνικής λογοτεχνίας όπως η ελληνική, οι αντιπρόσωποι της οποίας αντιλαμβάνονταν σαφώς τη θέση τους ως υποδοχέσων, είναι φυσικό οι συγγραφείς να δείχνουν μια προτίμηση πρός κείμενα τα οποία διερευνούν το θέμα του δικτύου σχέσεων σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της μετατόπισης, του συμβολισμού, της μεταφοράς και της φυσικής σημασίας, που αποτελούν το βασικό υλικό της Ρομαντικής ποιητικής και της ατομικότητας υπό μιαν ευρύτερη έννοια.

Ένας αφορισμός που δεν συμπεριλαμβάνεται στα χειρόγραφα είναι ο όρισμος της φιλίας που δίνει ο Friedrich Schlegel στα αποσπάσματα που φέρουν τον τίτλο Athen äum: «Η φιλία είναι ένας ατελής γάμος, και η αγάπη είναι η φιλία από όλες τις μεριές και προς κάθε κατεύθυνση, οικουμενική φιλία. Η αντίληψη των αναγκαίων ορίων είναι το πλέον απαραίτητο καθώς και το πλέον σπάνιο πράγμα σε μια φιλία.»[7] Αυτή η άποψη μετατόπισης και διαφοράς, που φανερώνεται και διατηρείται με αφορμή την επαφή, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του Ρομαντισμού, με το μέτρο του οποίου η διαφορά λειτουργεί δημιουργικά. Η μορφή που μια τέτοια επαφή ιδανικά λαμβάνει είναι αυτή της στενής φιλίας: Ένας χώρος όπου το δικό είναι ταυτόχρονα και ξένο. Η αντίληψη ορίων και περιορισμών ξεχωρίζει μιαν τέτοια αληθινή φιλία από την οικουμενική αγάπη. Αναζητώντας ξένους φίλους, λοιπόν, ο Ρομαντικός συγγραφέας διάγει το βίο του, και αυτή είναι μια διαδικασία καθημερινή, μια πορεία η οποία ακολουθείται για να δημιουργηθούν οι χώροι του Ρομαντικού κινήματος – συμπεριλαμβανομένων και αυτών που φέρουν ελληνικό όνομα.


Constanze Güthenke

 

Alexiou, St. (1994). Γερμανικές επιδράσεις στον Σολωμό. Η ‘Φεγγαροντυμένη’. Το ιστορικό θπόβαθρο του ‘Κρητικού’. Σολωμικά. Athens: 17-32.
Coutelle, L. (1965). Η μεταφράσεις του Ν. Λούντζη για τον Σολωμό. Οι κώδικες της Ζακύθου. Ο Ερανιστής 3:225-248.
Hörisch, J. (2002). ‘Two Lovers, Three Friends’. In Literary Paternity, Literary Friendship. Essays in Honor of Stanley Corngold, ed. by G. Richter. Chapel Hill, University of North Carolona Press: 159-172.
Luhmann, N. (1982). Liebe als Passion. Zur Codierung von Intimität. Frankfurt/M., Suhrkamp.
Politis, L. (1985). Γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και άρθρα (1938-1982). Athens, MIET.
Veloudis, G. (1989). Διονύσιος Σολωμός. Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές. Athens.

[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Αλέξη Ραδίσογλου για την μετάφραση.

[2] Μια επιστολή ενός φίλου του Σολωμού, του Besenghi degli Ughi, προς έναν βιβλιοπώλη το 1830, π.χ., δείχνει μια παραγγελία – εκ μέρους του Σολωμού – ιταλικών μεταφράσεων του Schlegel και του Schiller, καθώς και ενός γαλλικού αντίτυπου του Laokoonτου Lessing. Ανατυπωμένο στο Πολίτης 1985:324 κε. Στο Αλεξίου 1994 αναφέρονται ίχνη ποιημάτων του Klopstock και του Schiller ακόμη και στον Ύμνο εις την ελευθερίαν και στον Λάμπρο.

[3] Ακολουθώ τους κατάλογους στους Πολίτης 1985:331-339; Βελούδης 1989:43-48; Coutelle 1965:225-248,

[4] „Durch Fortschreiten wird so vieles entbehrlich, so manches erscheint in einem andern Lichte, so dass ich vor der Ausführung der großen Idee nicht gern etwas einzelnes ausgearbeitet hätte. Als Fragment erscheint das Unvollkommene noch am erträglichsten, und also ist diese Form der Mittheilung dem zu empfehlen, die noch nicht im ganzen fertig ist, und doch einzelne merkwürdige Ansichten zu geben hat.“

[5] „Er ist ein erster Versuch in jeder Hinsicht, die erste Frucht der bei mir wieder erwachten Poesie, um deren Entstehung Deine Bekanntschaft das größte Verdienst hat.“

[6] βλ. π.χ. τις συλλογές τις οποίες ο ίδιος ο Λούντζης μάζευε για τον εαυτό του, σε ένα από τα τετράδια (Coutelle 1965:246): το θέμα εδώ, όπως, π.χ., σε μερικά αποσπάσματα από τον Lamartine, είναι η αρμονία και αλληλεξάρτηση υλικών και πνευματικών αντικειμένων και στοιχείων.

[7] „Freundschaft ist partiale Ehe und Liebe ist Freundschat von allen Seiten und nach allen Richtungen, universelle Freundschaft. Das Bewusstsein der notwendigen Grenzen ist das Unentbehrlichste und das Seltenste in der Freundschaft.“