Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Νίκη Eideneier

Νερόφιδες και δράκοντες

Εκδοτικές και μεταφραστικές δυσκολίες λόγω “διορθωτικών” επεμβάσεων

Εκτός από τις “λογοτεχνικές αναθεωρήσεις”[1], τις οποίες είχε διαπιστώσει η Αγγέλα Καστρινάκη στο ανάλογο συνέδριό μας στο Βερολίνο το 1998 με θέμα: Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση 1453-1981, και οι οποίες γίνονται συνειδητά για κάποια πολιτική, εθνική, εθνικιστική ή άλλη σκοπιμότητα και παρατηρούνται σε νεότερες εκδόσεις των ίδιων έργων, υπάρχουν ως γνωστόν και άλλες, λιγότερο „εμφανείς“ μεταβολές, που γίνονται συνήθως από τον ίδιο τον συγγραφέα ή τελοσπάντων εν γνώσει του.

Θα αναφερθούμε εδώ σε τέτοιες μικρές ή μεγαλύτερες αλλαγές, κατά το μάλλον ή ήττον τυχαία διαπιστωμένες, και θα αναζητήσουμε το είδος, τους λόγους και το αποτέλεσμά τους. Τα παραδείγματα „αναθεωρήσεων“ για εθνικοπολιτικούς λόγους ή σκοπιμότητες, που τις επέβαλε η εποχή με τις δικές της πολιτικές αναθεωρήσεις[2], στα οποία αναφέρεται η Αγγέλα Καστρινάκη, η οποία κάνει επίσης και την παρατήρηση ότι „Οι αναθεωρήσεις είναι μια πολύ συνηθισμένη πρακτική στην ελληνική λογοτεχνία“[3], είναι πολλά και πειστικότατα.

Αλλά εκτός από τις „γνήσιες“, συχνά μη αναγνωρίσιμες (εφόσον απροσδιόριστες) αναθεωρήσεις, που θα άξιζε να ερευνηθούν εις πλάτος και βάθος και λόγω ιδεολογικών, άρα κοινωνικών ανακατατάξεων, υπάρχουν οι γνωστές αλλαγές από έκδοση σε έκδοση, οπότε, όταν αυτές είναι έντονες και ηθελημένες, σημειώνεται από τον εκδότη ή επιμελητή π.χ.: Έκδοση 4η συμπληρωμένη και διορθωμένη.

Κι ως εκεί καμιά αντίρρηση. Δικαίωμα του συγγραφέα να ξανακοιτάξει το έργο του, να συμπληρώσει, να αφαιρέσει ή και, λαβαίνοντας υπόψιν κάποιες κριτικές παρατηρήσεις, να αναδιαρθρώσει το υλικό του, να βελτιώσει το αποτέλεσμα.

Τι γίνεται όμως με τις μικροαλλαγές και μικροπροσθαφαιρέσεις που συχνά κάθε άλλο παρά „μικρό-“ είναι και που γενικώς περνάν απραρατήρητες από τον απλό αναγνώστη, αλλά δεν ξεφεύγουν από το έμπειρο μάτι του φιλόλογου, του επιμελητή ή, και κυρίως, του μεταφραστή; Οι δυσκολίες είναι άπειρες, όπως επιβεβαιώνει ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος[4]:

„Απρόβλεπτες, περίεργες και αδικαιόλογητες δυσκολίες αντιμετωπίσαμε κατά την προετοιμασία της παρούσης εκδόσεως, προκειμένου να εξασφαλίσουμε τα γνήσια και αυθεντικά κείμενα του Καρκαβίτσα. Τούτο διότι, κατά την αντιπαραβολή των μέχρι τούδε εκδόσεων, διαπιστώναμε πολλές αποκλίσεις και διαφορές, ενίοτε ακραίες.

Έτσι, π. χ., την έκφραση κάμνων τον παντοπώλην της μιας εκδόσεως, βρήκαμε στην άλλη κάνοντας τον μπακάλην, κ. ο. κ.

Καταφύγαμε, φυσικά, στις πρώτες δημοσιεύσεις, κυρίως στο περιοδικό Εστία. Και εκεί, όμως, τα λάθη (λάθη τυπογραφικά, παραναγνώσεων κτλ.), αλλά και οι πολυτυπίες μπερδεύουν τα πράγματα – ενώ η συχνή χρήση από τον Καρκαβίτσα γλωσσικών τύπων και εκφράσεων της περιοχής των Λεχαινών, επιτείνει την αβεβαιότητα, δεδομένης και της ελλείψεως ενός ειδικού λεξικού της ντοπιολαλιάς της δυτικής Πελοποννήσου. Προχωρήσαμε με κάθε προσοχή και σεβασμό, συμβουλευόμενοι συνεχώς τα λεξικά της εποχής, τα ορθογραφικά ήθη της οποίας (άρα και την ταυτότητα), προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε. [...]
Το συμπέρασμα είναι ιδιαιτέρως οδυνηρό: 76 χρόνια από το θάνατό του, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας αναμένει (ματαίως;) την εκδοτική του αποκατάσταση.“

Τι σημαίνει όμως „εκδοτική αποκατάσταση“ ενός έργου, όταν ο συγγραφέας του είναι ήδη 76 και πάνω χρόνια νεκρός και ποια τα „γνήσια και αυθεντικά κείμενά του“;[5]

Μπορεί βέβαια να μπει κανείς εύκολα στο πετσί του ευσυνείδητου ανθολόγου που αποσκοπεί σε μια χρηστική μεν αλλά φιλολογικά σωστή έκδοση και να ζητήσει μιαν „εκδοτική αποκατάσταση“!

Ας δούμε ωστόσο από πιο κοντά τον όρο “εκδοτική αποκατάσταση”. Όταν πρόκειται π. χ. για παλαιότερα κείμενα της δημώδους μεσαιωνικής γραμματείας μας οι απόψεις, ύστερα από πολλά σκαμπανεβάσματα, μελέτες, επιστημονικές διατριβές και πραγματείες των επιστημόνων, έχοντας, όταν έχουν, στη διάθεσή τους χειρόγραφα προς σύγκριση και αποκατάσταση ενός αναγνώσιμου έργου, έχουν λίγο πολύ κατασταλάξει: Όχι βέβαια διπλωματικές εκδόσεις, όπου απλώς τυπώνεται σαν καθρέφτης το χειρόγραφο με όλες τις ασυναρτησίες, την ανορθογραφία και την υπάρχουσα ή μη υπάρχουσα στίξη του. Όχι όμως και κριτική έκδοση παλαιών προδιαγραφών, όπου ο επιμελητής-εκδότης διορθώνει, αφαιρεί, προσθέτει, κάνει κριτικό υπόμνημα (με λατινικές υποδείξεις!) κτλ. κτλ.
Η τρέχουσα και μάλλον σωστή άποψη περί αυτού είναι: Η αναζήτηση ενός και μοναδικού πρωτότυπου χειρογράφου είναι μάταια, εφόσον τα κείμενα είναι ανώνυμα, άρα κτήμα πολλών πια, που τα διασκευάζουν ανάλογα με τις γνώσεις τους, το αισθητήριο και τις απαιτήσεις της εποχής, ενώ, από την άλλη, η προφορική και όχι η γραπτή παράδοσή τους έχει κερδίσει έδαφος, ακόμη και σε κείμενα με γνωστό συγγραφέα[6], όπως στην περίπτωση του Σαχλίκη. Άρα ο σημερινός εκδότης τους πρέπει να σέβεται τις κυριότερες παραλλαγές, να τις εκδίδει, ει δυνατόν, σαν αυτοτελή και ανεξάρτητα, κείμενα, ώστε να αποδίδεται η ποικιλομορφία, που οφείλεται σε διάφορους λόγους, και μας προσφέρει διάφορες, σημαντικές, πληροφορίες.

Αυτά υπερβολικά συντομευμένα και ακροθιγώς διατυπωμένα σχετικά με την έκδοση παλαιότερων κειμένων, όχι βέβαια της εποχής που δεν είχε εφευρεθεί η γραφή, που όμως, ως κτήμα λίγων, η χρήση της έπαιζε κατά το μάλλον ή ήττον αρχειακό ρόλο. Είναι γνωστό εξ άλλου ότι τα παραμύθια και τα δημοτικά τραγούδια, παλιά χειρόγραφα των οποίων είναι εξαιρετικά σπάνια, υπόκεινται σε καταγραφές από προφορική απαγγελία με τις ίδιες ή ανάλογες εκδοτικές διαδικασίες[7].

Για να φτάσουμε στην εποχή μας: Όταν το 1964 ο Λίνος Πολίτης εξέδωσε τα Facsimile των ποιημάτων του Δ. Σολωμού[8] σε δυο τεράστιους καλαίσθητους τόμους, στον πρώτο την φωτοτυπική και στον δεύτερο την πιστή τυπογραφική μεταγραφή τους, ο φιλολογικός κόσμος έμεινε ενθουσιασμένος: Eίχαμε επιτέλους στη διάθεσή μας τα πειστήρια για τον τρόπο που δούλευε ο Σολωμός, γράφοντας ακόμη και τα ηθελημένα αποσπασματικά του ποιήματα κατά τον συρμό της εποχής και τον τρόπο των ρομαντικών[9], τη δυνατότηtα να μπούμε στο εργαστήρι του. Συγχρόνως όμως δια της απόλυτα πιστής μεταγραφής των χειρογράφων του από το έμπειρο μάτι και δια χειρός του μάστορα της παλαιογραφίας Λίνου Πολίτη είχαμε το „όργανον“ για μια φιλολογική άρα και „εκδοτική αποκατάστασή“ του[10]. Συνέχεια και συνέπεια της φιλολογικής αυτής μεθόδου είναι βεβαίως η έκδοση των „Ατελών Ποιημάτων“ του Κ. Καβάφη από την Renata Lavagnini[11] με φωτογραφίες από τα χειρόγραφα του ποιητή σε επίμετρο, μια διπλωματική, λεπτομερώς σχολιασμένη έκδοση, που αποτέλεσε, κατά κάποιο τρόπο, πρότυπο για την εντελώς πρόσφατη έκδοση  των „Χειρογράφων“ του Γιώργου Χειμωνά από το αρχείο του Αλέξανδρου ΄Ισαρη, με εκδοτική και φιλολογική επιμέλεια του Ευριπίδη Γαραντούδη[12], του πρώτου σύγχρονου Έλληνα πεζογράφου για τον οποίο εφαρμόζεται η μέθοδος.

Τι γίνεται όμως με τους άλλους θανόντες συγγραφείς των οποίων τα χειρόγραφα ή δεν υπάρχουν πια, γιατί τα είχαν καταστρέψει οι ίδιοι ή γιατί ίσως σαπίζουν σε κάποια μπαούλα και είναι δυσεύρετα ή γιατί έχουν χαθεί για διάφορους άλλους λόγους, όπως το χειρόγραφο του μυθιστορήματος του Γιάννη Ρίτσου „Στους πρόποδες της σιωπής“ που χάθηκε μαζί με άλλα 11 ανέκδοτα έργα του, όταν μετά τα Δεκεμβριανά τα έδωσε, φεύγοντας για τη Λαμία, προς φύλαξιν και δεν πρόλαβε καν να δει ούτε την πρώτη έκδοσή τους;

Με ποια κριτήρια θα αποκαταστήσει φιλολογικά ο επιμελητής ένα έργο, αν όχι βασιζόμενος στις πρώτες εκδόσεις του – δυσεύρετες κι αυτές, ιδίως όταν η πρώτη δημοσίευση έχει γίνει σε κάποιο περιοδικό;

Θαυμαστή και αξιομίμητη γι’ αυτούς τους λόγους είναι και παραμένει η έκδοση των Απάντων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από τον Αλέξανδρο Τριανταφυλλόπουλο[13].Ο εκδότης μιλώντας στον πρόλογό του για τον τρόπο που εργάστηκε ώστε να αποκαταστήσει, όσο αυτό ήταν δυνατό, φιλολογικά τον κοσμοκαλόγερο και να ετοιμάσει την „κριτική“ του έκδοση σημειώνει: „Από αυτή, τη συνοπτικότατη έστω, επισκόπηση των κυριότερων εκδόσεων γίνεται αντιληπτό πως ένας εκδότης Απάντων Παπαδιαμάντη, μολονότι έχει να κάνει με νεοέλληνα και όχι με αρχαίο ή μεσαιωνικό συγγραφέα, αντιμετωπίζει προβλήματα δυσκολότερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς.“ Βεβαίως η περίπτωση Παπαδιαμάντη είναι ακόμη δυσκολότερη αν αναλογιστεί κανείς ότι: „Πρέπει να δηλωθεί από την αρχή και με έμφαση πως ποτέ δε θα είμαστε σε θέση να έχουμε μια πλήρη και ακριβή έκδοση του Παπαδιαμάντη. Η πληρότητα και η ακρίβεια είναι δυο αρετές που εξασφαλίζονται, όταν ο ίδιος ο συγγραφέας φροντίζει την έκδοση ή, τουλάχιστο, όταν έχει διασωθεί όλο το αρχείο του. Είπαμε όμως πως ο Παπαδιαμάντης πέθανε, προτού να δει τυπωμένο έστω και ένα μικρό τόμο με διηγήματά του. Από το άλλο μέρος, το αρχείο του, όποιο και όσο ήταν, έχει οριστικά σκορπιστεί και κατά το μεγαλύτερο μέρος χαθεί.“

Έχουν γίνει ωστόσο κι άλλες σπουδαίες εκδόσεις νεότερων Νεοελλήνων ποιητών και συγγραφέων με τις ίδιες ή ανάλογες δυσκολίες και με τα ίδια ή ανάλογα κριτήρια, όπως του Κωνσταντίνου Καβάφη από τον Γ. Σαββίδη και εν συνεχεία με φροντίδα του ιδρύματος Γ. ΣαββίδηΖ τα άπαντα του Γιάννη Ρίτσου με τη φροντίδα της Νινέτας Μακρυνικόλα και της κόρης του ποιητή Έρης Ρίτσου, που είχαν την τύχη να διαθέτουν το προσωπικό αρχείο του ποιητήΖ του Κοσμά Πολίτη, „Στου Χατζηφράγκου“ από τον P. Mackridge[14], ο οποίος όμως δεν φαίνεται να αντιμετώπισε τέτοιες δυσκολίες έκδοσης, σε αντίθεση με τον ίδιο τον πεζογράφο, ο οποίος σημειώνει σαν σε πρόλογο (σελ. 5): „Ξαναδιαβάζοντας τα χειρόγραφά μου, πρόσεξα πως είχα παρασυρθεί σε πολλά μέρη από το γλωσσικό και το συνταχτικό ιδιωματισμό εκείνης της χαμένης πολιτείας. Σκέφτηκα να τα διορθώσω, μα τελικά προτίμησα να τ’ αφήσω όλα όπως μου τα διηγηθήκανε, και όπως ήρθανε στη μύτη των έξι γαλάζιων μολυβιών που χάλασα για να τα γράψω.“ Ο ίδιος ο δημιουργός λοιπόν „διστάζει“ να διορθώσει, και μάλιστα γλωσσικά, το έργο του και τελικά απορρίπτει τη σκέψη με τον ενδόμυχο φόβο μήπως και χαλάσει την ατμόσφαιρα που του προσδίδει αυτός ακριβώς „ο γλωσσικός και συνταχτικός ιδιωματισμός“. Στο σημείο αυτό θα επανέλθουμε.

Μου είναι συνειδητό ότι δεν είναι βεβαίως δυνατό να γίνει στο άμεσο μέλλον ανάλογη δουλειά για το έργο όλων των μη εν ζωή συγγραφέων, ούτε καν αυτών που ανήκουν πια στους “κλασικούς” όπως του Στρατή Τσίρκα, του Νίκου Καββαδία, του Δημήτρη Χατζή, αλλά και των πιο πρόσφατα αποδημησάντων Αλέξανδρου Κοτζιά, Κώστα Ταχτσή, Επαμεινώντα Χ. Γονατά και κυρίως των ποιητών Μανόλη Αναγνωστάκη και Μίλτου Σαχτούρη, παρόλο που για τον Μ. Αναγνωστάκη θα φροντίσει ασφαλώς η σύντροφός του Νόρα και για τον Τάκη Σινόπουλο, που το έργο του διαφυλάσσεται και προωθείται από το ΄Ιδρυμα Σινόπουλου , υπάρχει επίσης ενθαρρυντική προοπτική.

Ας δούμε όμως τώρα τις μικρές, απόκρυφες και θεωρούμενες, γενικώς και αορίστως, ως αυτονόητες, δηλωμένες αποκλίσεις από τις παλαιότερες προς τις νεότερες εκδόσεις ζώντων συγγραφέων, άρα με τη δυνατότητα δικής τους επιμέλειας των επανεκδόσεων, αν και ποια προβλήματα προκαλούν στον αναγνώστη, στον ανθολόγο-επιμελητή και προπαντός στον μεταφραστή, αν τύχει να επιλεγούν προς μετάφραση. Προσδίδουν ποιότητα στο κείμενο και ποιου είδους αποκλίσεις είναι. Γι’ αυτήν την μικρή ανακοίνωση, θα περιοριστώ σε ένα μόνο παράδειγμα. Πρόκειται για το διήγημα της Μάρως Δούκα: „Απόηχος απογευματινής μουσικής“ που περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων της: „Καρρέ φιξ“, Αθήνα (Κέδρος), α’ έκδοση 1976. Ακολούθησαν 5 εκόμη εκδόσεις, η 6η αναφέρεται ως „αναθεωρημένη και συμπληρωμένη“ το 1990. Στη συνέχεια έχουμε φτάσει στην 8η έκδοση 1998 (αν είναι σωστή η πληροφορία που έχω από τον Κέδρο), χωρίς, ως φαίνεται, άλλες αλλαγές.

Το διήγημα αποτελείται από 10 περίπου σελίδες. Υπενθυμίζω σύντομα το θέμα. Πρόκειται για μιαν επιστροφή, μια σύντομη επίσκεψη στην ιδιαίτερη πατρίδα του Στέφανου, ο οποίος διαπιστώνει τις ανακατατάξεις, τις αλλαγές, αλλά και αυτά που έμειναν αμετάβλητα από τότε που μετοίκησε στην πρωτεύουσα. Ο χώρος ανακαλεί στη μνήμη του το χρόνο της παιδικής του ηλικίας, θυμάται την πρώτη του αγάπη, Σμαράγδα, την επονίτισσα Σοφία, αυθεντία στα μαθηματικά, που αυτοκτόνησε από αγάπη, κόρη του κυρ Βασίλη του βιβλιοπώλη, που υπέμεινε τα βασανιστήρια των ταγματασφαλιτών, την Μαρίνα που εισήγαγε τη νεολαία στον σαρκικό έρωτα, το ορφανοτροφείο και προπαντός την παιδική τους συμμορία με αρχηγό τον Παύλο. Και τον Μάκη. Τον Μάκη, μέλος της συμμορίας που έπεσε στο απύθμενο πηγάδι. Τον Μάκη, που κανείς δεν τον θυμάται πια και όλοι τον θεωρούν απάβγασμα της έντονης φαντασίας του Στέφανου. Η σύντομη επίσκεψη καταλήγει σε έναν „σκιαθίτικο νόστο“ που υπογραμμίζεται από τον απόηχο απογευματινής μουσικής. Η δυνατή βροχή επαναφέρει ωστόσο τον Στέφανο στο παρόν και ... η ζωή συνεχίζεται!

Παραλείποντας μικροαλλαγές, όπως στη στίξη (θαυμαστικά αντί για τελείες, εισαγωγικά, παύλες αντί για κόμματα κτλ.), αν και αυτές ανήκουν επίσης σε μια αυστηρή φιλολογική θεώρηση, καθώς και μετακινήσεις λέξεων στην πρόταση (αυτοκτόνησε όμως αντί όμως αυτοκτόνησε), αλλά και μικροεπεμβάσεις στη μορφολογία των λέξεων απόγευμα αντί απόγεμα, να κάμουμε αντί να κάμομε, στα χείλη αντί στα χείλια, ξαναθυμόταν αντί ξαναθυμούνταν, εκείνο αντί κείνο, ν στο αρσενικό άρθρο της αιτιατικής τον αντί το, μια άτυχη αγάπη αντί μιαν άτυχη αγάπη), θα περιοριστούμε εδώ στην απαρίθμηση των σημαντικότερων διαφορών ανάμεσα στις δυο εκδόσεις.

Προσθέσεις φράσεων, λέξεων στην έκδοση 1990 σε σχέση με την πρώτη του 1976
-παγωμένα ρόπτρα, πρόσωπα επτασφράγιστα σ. 97
-τα οβελιστήρια   101
-η Σμαράγδα που δεν έπαιζε ποτέ   104
-επινοημένοι χρωματισμοί, σχήματα και γραμμές από το απύθμενο πηγάδι   106
-Από κάπου σαν άκουγε (διάβαζε: σα ν’ άκουγε) γρήγορα και αδέξια στο πιάνο ένα μινουέτο από το Der Erste Bach   106

Αφαιρέσεις φράσεων, λέξεων από την έκδοση 1976
-όμως κρατήθηκε     55
-είπε ο Στέφανος     55
-παιδεύοντας τα φρύδια του     55
-ταγγισμένος ασβέστης, δηλαδή χώρος κατοικήσιμος     57
-που λέγονται: ρυτίδες γέλιου     58
-τρέξαν υπαρχηγός κι αρχηγός στο πηγάδι     59

Αλλαγές: (Πρώτα αναφέρεται η διατύπωση στην έκδοση 1976 και ακολουθεί η αλλαγή στην έκδοση 1990)
-συν κάτι πλακούρες τα πεζοδρόμια με γρασίδι στους αρμούς     52
≠ συν κάτι φανοστάτες περασμένων μεγαλείων     97
-η Σοφία, μια μπουκιά στο μπόι     99
≠ η Σοφία που ήταν και μια μπουκιά στο μπόι     54
-αιωρίζονταν     55
≠ αιωρούνταν   100
-τον είχε κάμει άσο στην προσταφαίρεση     55
≠ τον είχε κάμει άσο στα μαθηματικά   100
-μπιχλιμπίδι απ’ τα κατορθώματα των παππούδων τους     57
≠ μπιχλιμπίδι απ’ τα μπαούλα των παππούδων τους   101
-σα να λογομαχούν     57
≠ σαν να λογομαχούσαν   102
-το χερούλι ... χρυσό χερούλι     58
≠ το ρόπτρο ... χρυσό χεράκι   104
-κ’ έλεγε η θειά Κατίγκω πως ήταν πηγάδι στοιχειωμένο, τόσοι οι νερόφιδες ...
  τους είχε θωρημένους να χορεύουν και λίγαιναν τα κλάματα, λίγαιναν    59
≠ ... τόσοι οι δράκοντες ... τους είχε θωρημένους να ξερνούν φωτιές. Και λιγόστευαν τα κλάματα, λιγόστευαν   105
-μεγάλη αδικία σε βάρος του     60
≠ κάποια αδικία σε βάρος του   106
-φουσκώνοντας τα στήθια του ... επίμονες αναμνήσεις     61
≠ φούσκωνε τα στήθια του ... επίμονες μνήμες

Όλες οι αναθεωρήσεις ακόμη και οι πιο ασήμαντες προδίδουν μια τάση προς το λογιότερο, ίσως και μια προσαρμογή στην εξελιγμένη κάπως ή και θεσμοθετημένη κοινή γλώσσα στο διάστημα δώδεκα χρόνων από την πρώτη έκδοση (απόγευμα αντί απόγεμα, αιωρούνταν αντί αιωρίζονταν, μνήμες αντί αναμνήσεις κτλ.) – η οποία πρώτη έκδοση, σημειωτέον, συμπίπτει με τη χρονολογία γραφής του εν λόγω διηγήματος, κάτι που σημειώνεται μόνο στη νεότερη έκδοση. Επίσης προδίδουν και μια διάθεση αποφυγής ιδιωματικών στοιχείων ξαναθυμόνταν αντί ξαναθυμούνταν, αιωρούνταν αντί αιωρίζονταν, λιγόστευαν αντί λίγαιναν. Προσπάθεια εκλέπτυνσης του ύφους, προσθέτει π. χ. παγωμένα ρόπτρα, πρόσωπα επτασφράγιστα, ενώ αφαιρεί π. χ. ταγγισμένος ασβέστης, δηλαδή χώρος κατοικήσιμος, περιγραφή που μάλλον δεν ίσχυε πια το 1990 και δυσχεραίνει σήμερα την κατανόηση, ή αφαιρεί την επεξήγηση: που λέγονται ρυτίδες γέλιου.

Το σημείο ωστόσο, όπου η αλλαγή ενδυναμώνει το φανταστικό πλαίσιο του πηγαδιού είναι, νομίζω, όταν αντικατασταίνει τους νερόφιδες με δράκοντες. Η θεια Κατίγκω στη νεότερη έκδοση για να τρομάξει τα παιδιά, ώστε να μην εκτεθούν στον κίνδυνο να πέσουν στο πηγάδι τα φοβερίζει με δράκοντες που ξερνούν φωτιές. Οι νερόφιδες είναι πράγματι πιθανό να υπάρχουν – χορεύουν απλώς. Η σημασία του πηγαδιού σαν κέντρο βάρους στο διήγημα τονίζεται ιδιαίτερα με την προσθήκη στις μνήμες του Στέφανου της φράσης: επινοημένοι χρωματισμοί, σχήματα και γραμμές από το απύθμενο πηγάδι. Ενώ η προσθήκη: Από κάπου σαν άκουγε γρήγορα κι αδέξια στο πιάνο ένα μινουέτο από το Der Erste Bach, προς τονισμό του τίτλου είναι μάλλον αδέξια και περιττή. Συχνά το λιγότερο είναι καλύτερο.

Τι σημαίνουν τώρα όλες αυτές οι αναθεωρήσεις για τον μεταφραστή; Πρώτον ότι πρέπει να διαθέτει τη νεότατη έκδοση και δεύτερον ότι πρέπει, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, να σημειώσει την έκδοση από την οποία μεταφράζει. Αυτό όμως δεν τον απαλάσσει από τον κίνδυνο παρεξήγησης από μέρους του κριτικού και επιπλέον διατρέχει τον κίνδυνο, σε περίπτωση νεότερης έκδοσης, να θεωρηθεί η μετάφρασή του πεπαλαιωμένη.

Στο ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ των „ΝΕΩΝ“ διαβάσαμε πρόσφατα[15] στο Κους Κους τη σημείωση του Μανώλη Πιμπλή: Τα „Βαμμένα κόκκινα μαλλιά“ ξαναβγήκαν στα βιβλιοπωλεία, σε μια έκδοση που ονομάζεται“οριστική”. Δεν άλλαξαν χρώμα βαφής, άλλαξαν όμως εξώφυλλο και εκδοτικό οίκο. Επίσης έχουν διορθώσεις του συγγραφέα τους, του Κώστα Μουρσελά, και πρόλογο του Άρη Μαραγκόπουλου. „Οριστική λοιπόν η νέα έκδοση. Εν γνώσει άρα του συγγραφέα οι όποιες ατέλειες και ξεκάθαρη απόφασή του οι διορθώσεις ... „για να συναντήσει τους νεότερους αναγνώστες“. Και τους μεταφραστές; Και τους ξένους εκδότες; “Το μυθιστόρημα” συνεχίζει ο παρουσιαστής, „έχει μεταφραστεί στις μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες, στα τούρκικα και τα εβραϊκά“. Είναι εφικτή η αναθεώρησή του; Κι όταν μεν πρόκειται για έργα που και σε μια ξένη γλώσσα έχουν την τύχη να επανεκδίδονται, υπάρχει η δυνατότητα προσαρμογής της μετάφρασης στα νέα δεδομένα. Σε διαφορετική περίπτωση, που δυστυχώς είναι η πιο συνηθισμένη, η μετάφραση μένει πίσω από τις εξελίξεις και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται. Γιατί είναι λίγοι αυτοί που σκέφτονται ανάλογα, όπως πρόσφατα ο Σωτήρης Δημητρίου, που στο νέο του βιβλίο „Τα οπωροφόρα της Αθήνας“[16] προς αγαλλίαση του αναγνώστη, του επιμελητή και μεταφραστή ενδεχομένης έκδοσής του σε κάποια ξένη γλώσσα, σχετικά με μια έκφραση που εκ των υστέρων τη βρίσκει αγενέστερη διατύπωση, παραδέχεται: „Θα μου πείτε διορθώνονται αυτά τα πράγματα σε μια ανατύπωση. Δεν το κάνω σχεδόν ποτέ γιατί νομίζω ότι είναι ανέντιμο προς τους πρώτους αναγνώστες.“

Και όσο ό λόγος είναι για δημιουργούς όπως η Μάρω Δούκα και ο Κώστας Μουρσελάς, που το εργαστήρι τους μπορεί κανείς να το παρακολουθήσει έστω και μέσω των  αναθεωρημέων και συμπληρωμένων εκδόσεων, το πρόβλημα παραμένει μέσα σε ανεκτά όρια. Πώς αντιμετωπίζεται όμως για εκείνους τους συγγραφείς, που θα έπρεπε να ανατρέξει κανείς στα συρτάρια τους για να ανακαλύψει τις προθέσεις και τις προτιμήσεις τους;
Τι θα κάνει ο μελλοντικός επιμελητής και ενδεχομένως μεταφραστής των νεότερων συγγραφέων, που ακολουθώντας τη σύγχρονη τεχνολογία, γράφουν και σβήνουν και ξαναγράφουν και ξανασβήνουν στη μικρή οθόνη του υπολογιστή τους; Ήρθε το „Τέλος μιας εποχής“ όπως μας προειδοποιεί ο ποιητής Κλείτος Κύρου[17];

Το τέλος μιας εποχής

Πληκτρολογείται ανεπαισθήτως
Όπως θα έλεγε κι ο Αλεξανδρινός
Το τέλος μιας ολόκληρης εποχής

Πού θα καταγράφονται του λοιπού
Τόσα σκιρτήματα τόσα όνειρα φτερωτά
Οι ποιητές θα φεύγουν πάντοτε
Χωρίς ν’ αφήνουν πίσω τους χειρόγραφα
Χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη από την πάλη τους
Με τον γνωστόν εκείνον Δαίμονα
Που τόσο τους ξεμυάλιζε όσο ζούσαν

Η Ποίηση θα καταντήσει τελικώς
Ένα πολικό τοπίο

10 Ιουλ. 1999

Εδώ ένα μεγάλο ερωτηματικό! Ευχαριστώ.

 


[1]  βλ. Α. Καστρινάκη, “Το 1922 και οι λογοτεχνικές αναθεωρήσεις”, στο: Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση 1453-1981 (Πρακτικά του α’ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών Βερολίνο 2-4 Οκτωβρ. 1998), Αθήνα (Ελληνικά Γράμματα) 1999, σελ. 165 κ. ε.

[2]  βλ. και Niki Eideneier, “Η εικόνα των Τούρκων στην ελληνική λογοτεχνία μετά την Μικρασιατική Καταστροφή”, ο. π. σελ. 175 κ. ε.

[3]  ο. π. σελ. 165.

[4]  Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ταξιδιωτικά. Εισαγωγή – Ανθολόγηση Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Αθήνα (Νεφέλη) 1998, σελ. 32.

[5]  πρβλ. το άρθρο Γ. Π. Σαββίδη, “Εκδοτικές απορίες ενός Νεοελληνιστή”, στο: Μαντατοφόρος, Δελτίο Νεοελληνικών Σπουδών, τεύχος 25-26, Νοέμβριος 1987, σελ. 35-44. Οι τόσο σθεναρά διατυπωμένες αυτές απορίες δεν έχουν βρει ως σήμερα τη λύση τους.

[6]  βλ. τις εργασίες επί του θέματος των Hans Eideneier, Arnold van Gemert κ. ά., π.χ. στον τόμο: H. Eideneier, U. Moennig, Ν. Τουφεξής, Θεωρία και πράξη των εκδόσεων της υστεροβυζαντινής, αναγεννησιακής και μεταβυζαντινής δημώδους γραμματείας. Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Neograeca Medii Aevi IVa, Αμβούργο 28/31. 1. 1999. Ηράκλειο, Π.Ε.Κ. 2001, ενώ η παλιά “κριτική” άποψη δεν έχει χάσει ακόμη όλους τους θιασώτες της.

[7]  βλ. π.χ. Αλέξης Πολίτης, Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (Θεμέλιο, Ιστορική Βιβλιοθήκη) 1984, και ειδικά το κεφάλαιο “Από τον προφορικό στον τυπωμένο λόγο”, σελ.289- 294.

[8]  Λίνος Πολίτης (επιμ.), Διονυσίου Σολωμού Αυτόγραφα έργα, Α’ Φωτοτυπίες, Β’ Μεταγραφή, Θεσσαλονίκη (Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης) 1964.

[9]  βλ. Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός, Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές, Αθήνα (Γνώση) 1989.

[10]   βλ. π. χ. την θαυμαστή εργασία της Ελένης Παχίνη-Τσαντσάνογλου, Μια λανθάνουσα ποιητική σύνθεση του Διονυσίου Σολωμού - το αυτόγραφο τετράδιο Ζακύνθου, αρ. 11, Θεσσαλονίκη 1978.

[11]  Κ. Π. Καβάφης, Ατελή ποιήματα 1918-1932. Φιλολογική έκδοση και σχόλια Renata Lavagnini Αθήνα (΄Ικαρος) 1994.

[12]  Γιώργος Χειμωνάς, Χειρόγραφα από το αρχείο του Αλέξανδρου ΄Ισαρη (Ο αδελφός - Άγιος Γεώργιος - Μετείκασμα - Επιστολές). Διπλωματική έκδοση. Πρόλογος Αλέξανδρος ΄Ισαρης. Επιμ. έκδ, - Επίμετρο Ευριπίδης Γαραντούδης, Αθήνα (΄Ικαρος) 2006.

[13]  Αλέξανδρος Τριανταφυλλόπουλος, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Άπαντα, κριτική  έκδοση, Αθήνα (Δομός) 1981-1988, τόμ. 1ος,1981.

[14]  Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, επιμ. P. Mackridge, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα (Ερμής) 1988.

[15]  Τα Νέα, 8-9 Απριλίου 2006, σ. 9.

[16]  Σ. Δ., Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Αθήνα (Πατάκης) 2005, σελ.19.

[17]  στο: Εντευκτήριο 58, Θεσσαλονίκη 2002.