Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Παναγιώτα Παπαδοπούλου

Νεοελληνικά παραμύθια σε ισπανική μετάφραση του ΙΘ΄ αιώνα

Ήταν μόλις τον 19ο αιώνα, στην Ευρώπη του ρομαντισμού, όταν το παραμύθι άρχισε να αποτελεί αντικείμενο συστηματικής έρευνας.
Σύμβολo της παιδικότητας, της αθωότητας και της απλότητας, με άπειρες δυνατότητες προσαρμογής, με πλήρη ελευθερία και πέραν της ανάγκης αναφοράς σε ορισμένο πρόσωπο, χρόνο και τόπο, με χαρακτηριστικό του την παγκοσμιότητα, αλλά και την διαφορετικότητα, το παραμύθι μετασχηματίζεται και μεταμορφώνεται κινούμενο ανάμεσα στο αόριστο, στο φανταστικό, στο μαγικό και στο απίθανο, χωρίς συγχρόνως να αγνοεί την κοινωνική πραγματικότητα της οποίας αποτελεί προϊόν. Kαι όταν περνά από τον προφορικό, διηγηματικό στον γραπτό και έντυπο λόγο βγαίνει από τα παραδοσιακά του όρια, τις μικρές αγροτικές κοινωνίες και γίνεται εκτός από αντικείμενο έρευνας και ανάγνωσμα όλων των κοινωνικών στρωμάτων.

Η τάση της συγκέντρωσης και καταγραφής του λαογραφικού υλικού και των παραμυθιών -έντονη στην Ευρώπη αυτήν την περίοδο- οδήγησε στην Ελλάδα πολλούς ξένους ερευνητές. Ο αυθόρμητος και συμβολικός λόγος των νεοελληνικών παραμυθιών θεωρήθηκε μέσον για την προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και θρησκείας και γενικότερα της αρχαίας πολιτισμικής έκφρασης.

Ένας από τους πρώτους που ανέλαβε να συγκεντρώσει, να καταγράψει και να εκδώσει νεοελληνικά παραμύθια ήταν ο Αυστριακός φιλέλληνας και αρχαιογνώστης Johann Georg von Hahn[1]. Άρχισε τη συλλογή ελληνικών και αλβανικών παραμυθιών, όταν διορίστηκε, το 1847, πρόξενος της Αυστρίας στα Ιωάννινα και στη συνέχεια όταν εγκαταστάθηκε στη Σύρο. Επέτυχε να γίνει κάτοχος ενός πλήθους τετραδίων, στα οποία μαθητές γυμνασίου και απλοί άνθρωποι του λαού, οι οποίοι γνώριζαν γραφή κατέγραψαν διηγήσεις με τη ρητή εντολή να τηρήσουν την πιστότητα του προφορικού λόγου και να αποφύγουν οποιαδήποτε αλλοίωση της γλώσσας. Χαρακτηριστικά ο ίδιος γράφει[2]«...ο γυμνασιάρχης διάλεξε δέκα-δώδεκα από τους καλύτερους μαθητές και τους ανέθεσε να βάλουν, κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, τις μανάδες, τις γιαγιάδες και τις αδελφές τους να τους υπαγορεύσουν τα παραμύθια της ιδιαίτερης πατρίδας τους, αποφεύγοντας αυστηρά κάθε υποτιθέμενη βελτίωση...». Από αυτά τα παραμύθια επέλεξε εκατόν δέκα τέσσερα και εξέδωσε μία συλλογή -από τις πρώτες που δημοσιεύτηκαν με ελληνικά παραμύθια- μεταφρασμένη όμως από τον ίδιο στην γερμανική γλώσσα. Αυτή η συλλογή εκδόθηκε το 1864 στη Λειψία από τον εκδοτικό οίκο Wilhelm Engelmann.

Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα ο Johann Georg von Hahn γνώρισε τον Jean Pio, καθηγητή της κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Ο Jean Pio μελέτησε τα χειρόγραφα κείμενα και κρίνοντας ότι η δημοσίευση αυτού του υλικού στην πρωτότυπη γλώσσα είναι εξαιρετικά σημαντική προσφορά στην έρευνα και μελέτη της σύγχρονης πολιτισμικής έκφρασης στην Ελλάδα και στον συσχετισμό της με τον αρχαίο κόσμο, του πρότεινε την έκδοση τους. Τελικά την πραγματοποίηση της ιδέας ανέλαβε ο Jean Pio, όταν, μετά τον θάνατο του Johann Georg von Hahn και κατόπιν εντολής του, του παρεδόθησαν από την οικογένεια του, όλα τα χειρόγραφα. Με την βοήθεια του έλληνα γλωσσολόγου Δ. Μαυροφρύδη[3] κυκλοφόρησε, το 1879, στην Κοπεγχάγη και με τον δίγλωσσο τίτλο “Nεοελληνικά Παραμύθια. Contes Populaires Grecs”, μια συλλογή σαράντα επτά παραμυθιών εκ των οποίων τα εικοσιπέντε προέρχονται από την Ήπειρο, έντεκα από την Αστυπάλαια, πέντε από την Τήνο και έξι από την Σύρο.

Eκείνη την περίοδο – τον 19ο αιώνα – στην Ισπανία και ιδιαίτερα στην Καταλωνία επικρατούσε στον λογοτεχνικό και πανεπιστημιακό χώρο ένα έντονα φιλελληνικό πνεύμα[4] λόγω της θετικής έκβασης του αγώνα των Ελλήνων, ο οποίος συγκίνησε και ενέπνευσε πολλούς λόγιους του καταλανικού εθνικισμού. Σύγχρονοι φορείς της ελληνικής ιδέας στην Ισπανία, ήταν ο Antonio Bergnes de las Casas[5] καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης και η “Σχολή” του· μια σειρά μελετητών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νεώτερης ελληνικής γραμματείας.
Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι ο Antonio Bergnes de las Casas (1801-1879)[6] επέλεξε την ελληνική προφορά για την διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας από την καθιερωμένη σε όλη την Ευρώπη ερασμιακή.

Ένας από τους φοιτητές του Bergnes de las Casas και αργότερα συνεργάτης του ήταν ο Ramón Manuel Garriga y Nogués[7] (1835-1906).
Γόνος εύπορης οικογένειας από την πόλη Vic, της επαρχίας της Βαρκελώνης, σπούδασε λατινικά, εβραϊκά και αρχαία ελληνικά, αλλά ταυτόχρονα ασχολήθηκε και με τα νέα ελληνικά. Καθηγητής αρχικά της εβραϊκής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Santiago de Compostela και στη συνέχεια καθηγητής της έδρας της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, και πρύτανης για ένα χρονικό διάστημα, στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης.

Όταν δημοσιεύτηκε η συλλογή των ελληνικών παραμυθιών από τον Jean Pio, ο Ramón Manuel Garriga y Nogués έγινε κάτοχος ενός από τα διακόσια αντίτυπα που κυκλοφόρησαν τότε. “Εντελώς συμπτωματικά και για καλή μου τύχη έπεσε ένα στα χέρια μου”, αναφέρει ο ίδιος[8], και συνεχίζει: “πιστεύοντας ότι θα προσέφερα στην λαϊκή λογοτεχνία, αποφάσισα να μεταφράσω τα παραμύθια στην δική μας γλώσσα, την ισπανική.”

Mεταφράστηκαν και τα σαράντα επτά παραμύθια της συλλογής και κυκλοφόρησαν στην Βαρκελώνη το1890 από τις εκδόσεις Casa provincial de Barcelona.
Το έργο του, μια μετάφραση με πιστότητα και σεβασμό προς το ελληνικό κείμενο, με ύφος λιτό και με σημασιολογική προσέγγιση σχεδόν χωρίς απώλειες, αποδίδει το πρωτότυπο αλλά και τις ιδέες του μέσα από έναν απλό, καθημερινό και ζωντανό λόγο.

Η ακολουθία των γεγονότων είναι ίδια με αυτήν του πρωτοτύπου. Δεν παρεμβαίνει στη σειρά παρουσίασης τους και τη ροή τους, ούτε καταβάλλει προσπάθεια ωραιοποίησης ή ομαλοποίησης του μεταφρασμένου κειμένου με προσθήκες ή αφαιρέσεις, που αφήνουν νοηματικά κενά σε σχέση με το ελληνικό κείμενο.
Συντηρητικός, όσον αφορά στη δομή, αποφεύγει να απομακρυνθεί πολύ από το πρωτότυπο και επιδιώκει την πλήρη αντιστοιχία μεταξύ των δύο κειμένων, χωρίς αυτό να αποβαίνει εις βάρος της λειτουργικότητας της ισπανικής γλώσσας, αλλά ούτε εις βάρος της μεταφοράς του μηνύματος του δημιουργού του ελληνικού κειμένου.
Στη μετάφραση του, ειδικότερα παρατηρούνται τα εξής:

Στις στερεότυπες φράσεις των παραμυθιών, όπως αυτές της αρχής τους, μη συναντώντας κάποια ακριβή αντιστοιχία στην ισπανική παράδοση, περιορίζεται σε μια όσο το δυνατόν πλησιέστερη απόδοση ή αρχίζει τη διήγηση παραλείποντας οποιαδήποτε παραμυθιακή εισαγωγή. Έτσι στο πρώτο παραμύθι της συλλογήςΑστερνός και Πούλιω, η εισαγωγική φράση «αρχή του παραμυθιού», στο ισπανικό κείμενο μεταφράζεται «da principio el cuento» ‘αρχίζει το παραμύθι’. Στο παραμύθι Το χρυσό άλογο παραλείπει τη στερεότυπη φράση «ήταν μια φορά και έναν καιρό» και αρχίζει κατευθείαν την διήγηση, χαρακτηριστικό των περισσοτέρων παραμυθιών.

Τα κύρια ονόματα, που δεν έχουν αντίστοιχα ισπανικά, αποδίδονται με την φωνητική τους μεταγραφή και όπου είναι δυνατόν δίνεται η ερμηνεία τους σε παραπομπή. Στο παραμύθι από την Ήπειρο “Σιντσηρλής και Μιντσιρλής και Μικροσιντσηρλάκης” συναντώνται και τα τρία ονόματα απαράλλαχτα. Στο ίδιο παραμύθι η “Ηλιογέννητη” αποδίδεται ως “Heliogénita” και δίνεται σε παραπομπή η ερμηνεία της λέξης, ως Κόρης του Ήλιου, από τον ίδιο τον μεταφραστή.

Στο παραμύθι Ο κυρ Νικόλας κ’ η κυρά Μαριά, τα ονόματα “Αρχηρίτσι”, “Μεσίτσι” και “Αποπουκαπίτσι” ερμηνεύονται και αυτά σε παραπομπή ως “αρχή”, “μέση” και “τέλος” ενώ μέσα στο μεταφρασμένο κείμενο χρησιμοποιούνται με την φωνητική τους μεταγραφή.

Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις εκτός των κυρίων ονομάτων χρησιμοποιεί τις ελληνικές λέξεις και δίνει την ερμηνεία τους σε παραπομπές. Όπως στο παραμύθι Ο κυρ Λάζαρος κι οι δράκοι, όπου εξηγεί πως “δράκοι είναι άνθρωποι άγριοι”, ενώ στο Ο Ζένιος και η λάμνια, εξηγεί πως “λάμια είναι ένα δαιμόνιο με μορφή γυναίκας”. Στο Παιδί της αρκούδας χρησιμοποιεί την λέξη “παπάς”, την οποία επίσης ερμηνεύει σε παραπομπή, αν και υπάρχει στην ισπανική η λέξη “pope” που είναι η αντίστοιχη της.

Σε πολλά παραμύθια γίνεται αναφορά σε παροιμίες που έχουν ισχύ μέχρι σήμερα και που οι ίδιες συναντώνται και στην ισπανική παράδοση. Ενδεικτικό στοιχείο της δύναμης και της αξίας της λαϊκής σοφίας, αυτής που μεταδίδεται ανεμπόδιστα από τον έναν λαό στον άλλον. Στα παραμύθια από την Αστυπάλαια Ο αγριάνθρωπος και Ο ανδρειωμένος πατέρας με το ανδρειωμένο παιδί του, οι παροιμίες “κάθε ξύλο με τον καπνό του”, “τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου” “με γέννησε η μάνα μου να μοιάσω του κυρού μου” αντιστοιχoύν με την ίδια υποδήλωση στις ‘cada leño con su humo’ “, στο ‘erre que erre’ και στο‘ me parió mi madre para parecerme a mi padre’.

Σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, βέβαια αντιπαρέρχεται κάποιων παροιμιών τις οποίες προφανώς δυσκολεύεται να μεταφράσει με ακρίβεια και πολύ περισσότερο να εντοπίσει την ισπανική τους αντιστοιχία. Έτσι στο παραμύθι Η τίμια γυναίκα αγνοεί και δεν μεταφράζει ούτε κατά προσέγγιση την παροιμία “το γουδί το γουδοχέρι...”.

Επίσης η αποκωδικοποίηση των σχημάτων λόγου του πρωτότυπου και κυρίως των μεταφορών δεν πραγματοποιείται πάντα με τον αντίστοιχο εκφραστικό τρόπο αλλά με σχεδόν κυριολεκτική σημασία, γεγονός που μειώνει την εννοιολογική τους δύναμη. Στο παραμύθι O αγριάνθρωπος, η φράση “αυτό το σκουλήκι τον έτρωγε, και γι αυτό δεν γελούσανε τα χείλη του” αποδίδεται ως ‘esta idea preocupaba constantemente su ánimo y apenas desplegaba sus labios’ αυτή η ιδέα ανησυχούσε συνεχώς το μυαλό του και μόλις που γελούσε.

Ο μεταφραστής στο παραμύθι Ο Γιάννης και οι δράκοι παρατηρεί και αναφέρει ότι υπάρχει αναλογία στο γεγονός του παραμυθιού με αυτό του Σαμψών και της Δαλιδά της Παλαιάς Διαθήκης. Η υπεράνθρωπη δύναμη, που είχαν ο Σαμψών και ο Γιάννης του παραμυθιού, οφειλόταν του πρώτου στα μαλλιά και του δεύτερου στα δύο δάκτυλα του χεριού. Κόβοντας ο ένας τα μαλλιά και δένοντας ο άλλος τα δάκτυλα έχαναν τη δύναμη τους. Και οι δύο έχασαν την δύναμη τους με δόλο και με την μεσολάβηση κάποιας γυναίκας.

Λέξεις φορτισμένες συναισθηματικά στην ελληνική γλώσσα, όπως οι υποκοριστικές και οι μεγεθυντικές, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αποδίδονται με τις αντίστοιχες τους υποκοριστικές ή μεγεθυντικές με αποτέλεσμα να μην εκφράζεται η θυμική κατάσταση που κρύβεται στις κατάληξεις –ακι ή –αρα.. Έτσι το “εγγονάκι” γίνεται εγγονός, το “καλογεράκι” καλόγερος , η “καρδούλα” καρδιά, η “κορούλα” κόρη.

Γενικότερα όμως, και πέραν αυτών των παρατηρήσεων, το μεταφρασμένο κείμενο δεν στερείται της αυτονομίας του, δίνει την εντύπωση ότι εξ αρχής γράφτηκε στην οικεία γλώσσα και το πλέον σημαντικό είναι ότι μεταδίδει το μήνυμα του πρωτότυπου.

Με την μετάφραση νεοελληνικών παραμυθιών στην ισπανική γλώσσα εκτός του Ramón Manuel Garriga y Nogués ενασχολήθηκε και ο Gómez Carrillo (αναφέρθηκε σχετικά ο κ. Μορφακίδης).

Στο βιβλίο του La Grecia Eterna (Αιώνια Ελλάδα) που εκδόθηκε στην Μαδρίτη από τις εκδόσεις Mundo Latino, αφιερώνει στα νεοελληνικά παραμύθια ένα κεφάλαιο με τον τίτλο «La imaginación popular» (Λαϊκή φαντασία), στο οποίο μεταφράζει αποσπάσματα παραμυθιών από τη συλλογή La Grèce continentale et la Morée, που εξέδωσε στο Παρίσι το 1843, ο γάλλος περιηγητής J. A. Buchon, και αναλύει τους παραμυθιακούς τους τύπους.

Λάτρης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, υποστηρίζει ότι οι καταβολές των νεοελληνικών παραμυθιών εντοπίζονται στους αρχαιοελληνικούς μύθους και γράφει σχετικά[9]:
“...η αρχαία Ελλάδα είναι ανεξάντλητος πλούτος φαντασίας. Χωρίς να το θέλουν οι νεοέλληνες πάνε προς την αρχαιότητα, την πηγή που δεν στερεύει ποτέ. Δανείζονται την πολυτέλεια της υπέροχης Ασίας των χιλίων και μιας νύχτας, οι χαρακτήρες όμως παρά την ανατολίτικη καταγωγή τους έχουν το αττικό μέτρο και την αττική αισθητική. Στη φαντασία του λαού οι αρχαίοι θεοί παρεμβαίνουν συχνά, χωρίς αυτό να εξοργίζει τους χριστιανούς αγίους, οι δε βασιλιάδες των παραμυθιών έχουν την απλότητα των ομηρικών μοναρχών. ”

Ο Δρακοφάγος θεωρεί ότι είναι ένα από ωραιότερα ελληνικά παραμύθια.Ο ήρωας του, καθαρός απόγονος του Οδυσσέα είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα δύναμης, ηρωισμού, σύνεσης, θάρρους και θράσους που μετά από πολλές περιπλανήσεις και μάχες με άγρια τέρατα επιστρέφει θριαμβευτικά στην Ιθάκη των πόθων του.

Το παραμύθι Ο κύρης και οι τρεις κόρες, ο Gómez Carrillo υποστηρίζει πως έχει τις καταβολές του στον μύθο του Οιδίποδα:

“...σ’ αυτήν την ελληνική πατρίδα οι άνθρωποι δεν είναι αδίσταχτοι, το πεπρωμένο είναι που ορίζει αδιανόητες αγριότητες. Και όταν το μέτωπο σημαδευτεί από ένα μυστηριώδες σημάδι καμιά καλοσύνη, καμιά προσπάθεια και καμιά θυσία δεν μπορούν να σώσουν τον σημαδεμένο από την τυφλή του τύχη .”

Στο Μαγικό ψαράκι κατά τον Gómez Carrillo ο κλέφτης του παραμυθιού είναι η συνέχεια του τύπου του κλέφτη του Ηρόδοτου που καταφέρνει και παντρεύεται την κόρη του βασιλιά.
Υπέρμαχος της αδιάλειπτης παρουσίας του αρχαιοελληνικού πολιτισμού στις σύγχρονες εκφράσεις της Ελλάδας, επομένως και στα νεοελληνικά παραμύθια, επισημαίνει ότι:

“...έχουν τις ρίζες τους στους αρχαιοελληνικούς μύθους, γιατί ο λαός αυτό που κληρονόμησε και που είναι πάντα ζωντανό και επίκαιρο, το διατηρεί και το προσαρμόζει...”

 

 

[1] Jean Pio, Nεοελληνικά παραμύθια. Contes Populares Grecs , Κοπεγχάγη, 1879.

[2] Johann George von Hahn, Griechische Märchen, Λειψία, 1864.

[3] Χρυσούλα Χατζητάκη Καψωμένου, Το νεοελληνικό λαϊκό παραμύθι , Θεσσαλονίκη, 2002, σσ. 98-100.

[4] Ι. Χασιώτης, «Ο Ισπανικός Φιλελληνισμός» Mακεδονική Ζωή, 2002

[5] Enciclopedia ESPASA, Gran Enciclopedia Catalana.

[6] Santiago Olives Canals, Bergnes de las casas, helenista y editor, Βαρκελώνη, 1947.

[7] Enciclopedia ESPASA, Gran Enciclopedia Catalana και El Dr. Garriga y Nogués, trabajo necrológico.

[8] Ramón Manuel Garriga, Cuentos populares griegos, Bαρκελώνη, 1890.

[9] E. Gómez Carrillo, La Grecia Eterna, Madrid, Mundo latino.