Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Ηρώ Τσαρνά

Όψεις του μεταφραστικού έργου του Εμμανουήλ Δ. Ροΐδη

Μπορεί ο Ροΐδης, το 1866, να έκανε τομή στην ελληνική πεζογραφία με την Πάπισσα Ιωάννα , όμως η πρώτη του εμφάνιση στα Νέο-ελληνικά Γράμματα έγινε με μια μετάφραση και μάλιστα οδοιπορικού, Του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου. Ο Ροΐδης είναι κοσμογυρισμένος. Από πολύ μικρή ηλικία. Τον βρίσκουμε στην Ιταλία (Γένοβα), όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του για τις εμπορικές δουλειές του πατέρα του, στη Γερμανία (Βερολίνο), για σπουδές στη φιλολογία και φιλοσοφία, στη Ρουμανία (Βράιλα),, όπου εργάζεται μαθητευόμενος στο εμπορικό γραφείο του θείου του Δημητρίου Ροδοκανάκη δουλεύοντας συγχρόνως τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου.΄Επειτα Αθήνα, για λόγους υγείας της μητέρας του, όπου θα αρχίσει επαφές με τους κύκλους των λογίων, μέσω της συντηρητικής εφημερίδας «Αυγής», από την οποία θα παρουσιάσει την επικείμενη μετάφρασή του, του Οδοιπορικού. Ακολουθεί η Αίγυπτος, πάλι για λόγους υγείας της μητέρας, η Αθήνα, όπου, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα, θα εγκατασταθεί λίγο πριν από την έξωση του ΄Οθωνα και σιγά-σιγά μέσα από τις πολιτικές ζυμώσεις που θα βιώσει θα προχωρήσει σε ριζοσπαστικότερη θεώρηση της ζωής καρπός της οποίας θα είναι η Πάπισσα Ιωάννα. Η γενέτειρα Σύρος και η, με τις περισσότερες επιδράσεις στα ελληνικά γράμματα, Γαλλία δεν θα επηρεάσουν λιγότερο τη ζωή και το έργο του. Από πολύ μικρός λοιπόν μυείται στα ταξίδια και στις ξένες γλώσσες. Και στην Ελλάδα έμαθε πολύ καλά, στη Σχολή Ευαγγελίδη, στη Σύρο, και την Αγγλική στην οποία εμβάθυνε πολύ και με προσωπική μελέτη. Δεν είναι λοιπόν καθόλου απορίας άξιο πώς δημιουργήθηκε ένα τόσο φιλοπερίεργο πνεύμα, αν προσθέσουμε σ’ αυτό και την ευφυΐα του, ένα πνεύμα διψασμένο για αναζήτηση και άλλων πολιτισμών και ιδεών με τις οποίες ήθελε να μπολιάσει τη μετεπαναστατική ελληνική πραγματικότητα η οποία έμενε καθηλωμένη σ’ έναν άγονο ρομαντισμό. Ως μεταφραστής ήθελε να τέρψει και να διαφωτίσει το κοινό του με τα αριστουργήματα της ξένης καλλιλογίας και επιστήμης, και ήταν πολύ κατάλληλος γι αυτό.

Γνώριζε, όπως λένε οι μελετητές του[1] τόσο καλά την γαλλική, αγγλική και ιταλική γλώσσα, ώστε ανήγγελλαν με την έκδοση της Πάπισσας και την αλληλογραφία του σ’ αυτές τις τρεις γλώσσες, η οποία τελικά δεν είδε το φως της δημοσιότητας. Στο εξώφυλλο της Πάπισσας στη γαλλική έκδοση αναγγελλόταν ένα βιβλίο του στα γαλλικά: Du me auteur- en pré paration- Lettres sur la Grè ce. Οι ίδιοι επιμελητές των Απάντων του μιλούν για «την κομψότητα με την οποία εχειρίζετο και ξένας ακόμη γλώσσας».

Το πρώτο μεταφραστικό του έργο Το Οδοιπορικό του Σατωβριάνδου το προλογίζει κάνοντας και σχόλια σχετικά με την επιλογή του στη μετάφραση. Το ίδιο κάνει και με τα επόμενα έργα που μεταφράζει. Η οξυδερκής κριτική φύση του Ρ. που αναδείχτηκε στην πορεία του μέσα στα Γράμματα παίρνει και εδώ, στον τομέα της μετάφρασης, τη μορφή θεωρίας. Θεωρίας που επεκτείνεται και στις μεταφράσεις άλλων ομοτέχνων του μεγάλων έργων της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, όπως στη μετάφραση του Βικέλα στον Μάκβεθ του Σαίξπηρ (Γ κ. 29)3η σημ.

Επειδή η γλώσσα υπήρξε πάντα βασικό μέλημα γι αυτόν, στη θεωρία και στην πράξη, αιτιολογεί γιατί διάλεξε στις μεταφράσεις του, όπως και στο πρωτότυπο εξάλλου έργο του (βλ. Δ΄, Τα Είδωλα, Πρόλογος, σ.σ. 94-108) μια γλώσσα που θεωρούσε την πιο ευπρεπή και την πιο κατάλληλη για την περίσταση. Γιατί ούτε η δημοτική του Ψυχάρη (κοντά στην οποία βρίσκεται όταν γράφει τη Μηλιά), ούτε η γλώσσα του Κοραή, πολύ λιγότερο οι αρχαΐζουσες τάσεις της εποχής του, ήταν ολοκληρωμένες γλώσσες που μπορούσαν να υποδεχτούν και να αποδώσουν στην ελληνική ένα ξένο κείμενο.
Εξάλλου ο θεωρητικός Ρ. προβάλλει την άποψη , στις παρατηρήσεις του για την εξέλιξη των γλωσσών στα Είδωλα [2] ότι η μετάφραση ενός λογοτεχνικού έργου είναι πιο δύσκολη υπόθεση από τη μετάφραση ενός επιστημονικού και ότι στα λογοτεχνικά έργα π.χ. της αγγλική γλώσσας, ο αριθμός των σαξονικών λέξεων, που σημαίνουν την πρόοδο της γλώσσας, είναι ασυγκρίτως ανώτερος του αριθμού των λατινογενών, ενώ στα επιστημονικά έργα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Στο ίδιο κριτικό κείμενο ο Ρ. υποστηρίζει ότι η καθαρεύουσα δεν είναι η πλέον κατάλληλη για μετάφραση, αφού γίνεται άκριτος προγραφή των δημοτικών λέξεων. Αλλά από την άλλη ούτε χυδαϊκώς ούτε αρχαϊκώς μπορούν να αποδοθούν σωστά όχι λέξεις αλλά ολόκληρες κατηγορίες λέξεων, όπως φαγωσίμων ή ενδυμάτων σκευών, επίπλων, μουσικών οργάνων, των κοινοτάτων επαγγελμάτων και άλλων… Και καταλήγει: «αν δι άλλων τύπων πρέπει ο άνθρωπος να σκέπτεται και να φιλοσοφεί και δι άλλων να εκφράζει την πείναν, την δίψαν, την αγάπην, το μίσος, την λύπην, την χαράν του, αδύνατον είναι και να υπάρξει γλώσσα φιλολογική.»

Ο Ρ. γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία που έχει η δημιουργία εικόνων για μια παραστατική μεταφορά ενός κειμένου από μια γλώσσα σε μια άλλη. Η ζωντανή μετάφραση πρέπει να δίνει εικόνες όπως και η γλώσσα.. «Η λέξις και η κατάληξις η γραφομένη και μη λεγομένη κατά τούτο διαφέρει της ζωντανής ότι μόνον σημαίνει αλλά δεν εικονίζει το πράγμα.» Φράση που δείχνει όχι μόνο τη γλωσσική αλλά και τη φιλοσοφική κατάρτιση του συγγραφέα, εδώ σχετικά με τη γλώσσα. Η μετάφραση του τίτλου της νουβέλας του Poe : The Tell- Tale Heart, ως Ο καρδιόκτυπος από τον Ρ., μαρτυρεί, νομίζουμε, γι αυτό.

΄Οσο για το ύφος της μετάφρασης παρατηρεί πάλι στα Είδωλα, έχοντας αφετηρία κάποια έργα της αγγλικής – γλώσσας που ιδιαίτερα εκτιμά- επιστημονικά ή λογοτεχνικά του Σπένσερ και του Μιλ από τη μια, του Δίκενς και του Σαίξπηρ από την άλλη : «Ας υποθέσωμεν ότι επιχειρεί (τις) να εξελληνίσει μιαν σελίδα…Πολύ ευκολωτέραν θα εύρη την μετάφρασιν της επιστημονικής πραγματείας… Εφ΄όσον όμως ανυψόνεται εις φιλολογικώτερα έργα, εις περιγραφάς του Δίκενς, εις διάλογον του Σαιξπείρου , εις λίβελλον του Σουίφτ, …εις όνειρον του Quincey ή οπτασία του Πόου, αφ’ ενός μεν αυξάνει το ποσόν των σαξονικών λέξεων, αφ’ ετέρου δε το ζήτημα του ύφους γίνεται από επουσιώδους πρωτεύον.»[3]

Οι μεταφράσεις του Ρ. επιλέγονται με τα κριτήρια ενός συνειδητού, ενός καλού μεταφραστή αφού ενδιαφέρεται : α) Να παρουσιάσει στη γλώσσα του και στο ελληνικό κοινό, βέβαια, κάποια από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας Λογοτεχνίας αλλά και Επιστήμης, και β) Αυτά τα αριστουργήματα να ταιριάζουν, κατά κάποιο τρόπο και στο προσωπικό του ύφος και ήθος.
Ακόμη και σε έργα που μεταφράζει για βιοπορισμό, όπως στη Μικρά Κόμισσα του Οκτάβ Φεγιέ, η μετάφραση δεν στερείται φροντίδας, αφού και εδώ η επιλογή δεν είναι εντελώς τυχαία, γιατί μέσα σε αποσπάσματα σαν κι αυτό που ακολουθεί βρισκόμαστε μέσα στην ψυχοσύνθεση του μεταφραστή : « Αλλ’ είμαι ήδη τριακονταπενταετής και η γαλήνη της ψυχής μου δεν εξαρτάται πλέον, δόξα τω Θεώ, εξ ευνοϊκού ή δυσμενούς βλέμματος γυναικός.» [4]

Με το Οδοιπορικό του Chateaubriand ο μεταφραστής προτίθεται να γνωρίσει στους συμπατριώτες του έναν εξέχοντα Γάλλο συγγραφέα ο οποίος κινείται στα πλαίσια του συντηρητικού ρομαντισμού-χωρίς να του λείπουν όμως και στοιχεία αντικληρικισμού, στην Atala του- ο οποίος στοχεύει στην ηθική και την τέρψη του αναγνώστη. Συντηρητικός στα πρώτα του βήματα ο εικοσιτετράχρονος τότε Ροΐδης, δίνει στους ΄Ελληνες, έξω από την αισθητική του Σατωμπριάν, το ηθικό δίδαγμα του σωστού χριστιανού και του φιλέλληνα –φάρος του σ’ αυτή του την προσέγγιση είναι ο κορυφαίος Γάλλος κριτικός της εποχής Sainte-Beuve.[5] Ο Ροΐδης σ’ αυτή την περίπτωση αποδίδει σχεδόν πιστά το γαλλικό κείμενο. Η επιλογή του, από την άλλη, του συγκεκριμένου κειμένου, και η κριτική του στάση απέναντι σ’ αυτό έχει να κάνει και με το κλίμα που επικρατεί στην πνευματική ζωή της Ελλάδας εκείνα τα χρόνια με την έναρξη των ποιητικών διαγωνισμών (Α Βουτσιναίος 1862) αλλά και με την πολιτική ζωή, έναντι της οποίας παίρνει θέση φιλομοναρχική. Από το 1860-1865 αρχίζει να διαφοροποιείται όταν βλέπει ότι αυτό που υποστήριξε στην πολιτική ζωή εξελίσσεται σε μιαν αυθαίρετη τακτική, έτσι μεταμορφώνεται σιγά-σιγά από υποστηρικτή σε πολέμιο με στάση κριτική και ειρωνικό πνεύμα. Αφήνει τους κύκλους του Α. Ραγκαβή και οδηγός του γίνεται τώρα ο Κων.Ασώπιος, ο οποίος επηρεάζεται από το πνεύμα του διαφωτισμού. Ο Ρ. θα προσθέσει σ’ αυτό την κοινωνική παρατήρηση και επιρροή για να δημιουργήσει το δικό του ύφος, χρησιμοποιώντας παράλληλα και την οξεία ειρωνεία. [6]

Την εποχή της επίδρασης του Ασώπιου, κυκλοφορούν δίπλα του έργα όπως, Η Ιστορία της Αγγλικής Λογοτεχνίας, Φιλοσοφία της Τέχνης, του Hippolyte Tain ( 1828-1898/ race, milieu, temps/ pour les œuvres artistiques et les faits historiques) ο οποίος στη συνείδηση του διαμορφούμενου νεοέλληνα λογίου παίρνει τη θέση του Sainte-Beuve˙ στο λογοτεχνικό χώρο, ειδικά στο τομέα της μετάφρασης, η απόδοση στη δημοτική του Dante, από τον Βεργωτή τραβά την προσοχή του Ροΐδη.

Το 1866 μέσα από αυτές τις αλλαγές θα έρθει η Πάπισσα Ιωάννα. Στα κατάλοιπα του συγγραφέα υπάρχει και μια αρχινισμένη μετάφραση του Λεοπ. Ρανκ για τους πάπες του 16ου και 17ου αι. (Παράσχος, 269). Την Πάπισσα πλαισιώνουν οι απαντήσεις Επιστολές ενός Αγρινιώτου(4), πλούσια και ουσιαστικά κριτικά κείμενα του συγγραφέα προληπτικά στις αντιδράσεις που θα προκαλούσε αυτό του το έργο.

Ο Ρ. ζει έντονα το κλίμα της εποχής του στα Γράμματα και στην πολιτική, - ο έρωτας δεν έχει σχεδόν καθόλου θέση στα πρωτότυπα έργα του, μόνο σε άρθρα του θα τον βρούμε[7] -εκεί όμως κυρίαρχο- κι εκεί με κριτική διάθεση, και ενώ γράφει και κρίνει άλλες εποχές στοχεύει πάντα στη σύγχρονή του ελληνική κυρίως κοινωνία. Το 1867 που γράφει τους Καϊνίτες (Α 361), αίρεση χριστιανική η οποία πιστεύει σε μεταφυσικές δυνάμεις, δευτερεύουσες θεότητες, όπως τους δαίμονες των Αρχαίων, με την αναφορά του στον Κάϊv, παραπέμπει έμμεσα στον Beaudelaire, ο οποίος ήταν από τα διαβάσματά του[8] και έγραψε το γνωστό ποίημα, και πιο πίσω στη ρομαντική μυθολογία (Byron, Caϊ n, Nerval…) Τον 19ο αιώνα, ο Κάιν είναι η καταραμένη ύπαρξη που ξεσηκώνεται εναντίον της κατεστημένης κοινωνίας η οποία συμβολίζεται από τη ράτσα του ΄Αβελ, και εναντίον της εξουσίας η οποία την στηρίζει, του Θεού. [9] Είναι ο αιώνας του «θανάτου του Θεού».
΄Ηδη ο Byron της εποχής του Δον Ζουάν είναι ένα από τα πρότυπά του στην Πάπισσα. Ο Baudelaire θα είναι, ίσως, αρωγός στο μεταφραστικό έργο της ωριμότητας.


΄ Όταν θα αρχίσει να καταπιάνεται με τον Poe, στα σαράντα ένα του χρόνια, έχει ήδη δημιουργήσει το σατιρικό περιοδικό «Ασμοδαίος», 1875, και γράψει τα στοχαστικά κείμενά του Περί συγχρόνου ελληνικής κριτικής και Περί συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως. Τότε ξεκινούν να εκδίδονται και το περιοδικό «Παρνασσός» και η «Εστία», όπου θα βρει βήμα για τις μεταφράσεις του.

Ο Ρ. είναι ο πρώτος μεταφραστής του Poe στην Ελλάδα[10] , το 1877, και τον μελετά και τον μεταφράζει για είκοσι χρόνια. Εκτός τούτου κάποια στοιχεία της γραφής των «παράδοξων διηγημάτων» του Πόε ενυπάρχουν στην προσωπική του γραφή, αφού έχει κι ο ίδιος κοινή τη ροπή με τον Αμερικανό συγγραφέα προς το «παράδοξο», όπως αυτό παρουσιάζεται, λόγου χάρη, στην Αμφίβολη ζωή, αφήγημά του μεταξύ των ετών 1868-1879 με θέμα την «νεκροφάνεια». (Β 340). Εξάλλου η απότομη μετάβαση από μία κατάσταση στην απολύτως αντίθετή της ( κάτι σαν τα αριστοτελικά «παράδοξα ακούσματα» είναι ένα κοινό μοτίβο στα έργα του Baudelaire, Poe και Ροΐδη. Αποτελεί κι αυτό μια μορφή του παράδοξου στοιχείου στη ζωή μας και συντελεί στο να «μην υπερισχύουν τα χασμήματα» και «ο καθημερινός βίος να μην φαίνεται πληκτικός, μονότονος και ανούσιος ως νερόβραστος κολοκύνθη».[11]

Μολονότι ο πεισιθάνατος ρομαντισμός κάποιων ηρώων του Poe, όπως ο άνθρωπος της Βερενίκης δεν ταιριάζει στον Ρ. και χρησιμοποιεί λόγου χάρη τη λέξη «ανία» εκεί που ο Αμερικανός χρησιμοποιεί “sorrow” και ο Γάλλος “chagrin” (Μορέλλα-Ταυτότητα, Χρυσοκάραβος), ούτε ο τύπος της «ρομαντικής νόσου», της μελαγχολίας του René του Chateaubriand, το έργο του όμως έχει άλλα στοιχεία πιο σύγχρονα του «μελαγχολικού ανθρώπου» που συναντάμε και στον Poe, όπως αυτό της ανθρωποφαγίας, του ανθρώπου που τρέφεται με τις ίδιες του τις σάρκες. Τέτοιο είναι το παράδειγμα από το αφήγημά του Αμφίβολος ζωή , όπου σύμφωνα με έγκυρους χρονογράφους του Βυζαντίου (Μαλάλας, Μανασσής…) «ο αυτοκράτωρ Ζήνων ο ΄Ισαυρος αναισθητήσας εκ της μέθης και υποληφθείς νεκρός εκλείσθη εν τω τάφω…. Την νύκτα οι φύλακες εταράχθησαν, ακούσαντες γοεράς κραυγάς εξερχομένας εκ του υπογείου.΄ Οτε δε ανεώχθη την επιούσαν το μνημείον, ο δυστυχής αυτοκράτωρ ευρέθη αιμοσταγής, κατασπαράξας εν τη απελπισία του τας σάρκας δια των οδόντων.»[12]

Από τον Πόε έχει μεταφράσει 6 διηγήματα, τα οποία δημοσιεύονται στα περιοδικά «Παρνασσός» και «Εστία» μεταξύ των ετών 1877-1895.

  1. Το πάθημα του κ . Βαλδεμάρου ( The facts in the case of M. Valdemar), («Παρνασσός» τ. Α, τεύχ. ;, 30/1/1877, σ.σ. 43-50).
  2. Ο Καρδιόχτυπος ( The Tell-Tale Heart) , (Παρνασσός, τ.Γ΄, τεύχ. Ε, Μάιος 1879, σ.σ. 426-430).
  3. Η ταυτότης ( Morella), («Εστία», τ. 7ος, αρ. 179, 3 Ιουνίου 1879, σ.σ. 343-345.
  4. Η στρογγύλη εικών ( The Oval Portrait), («Παρνασσός», τ. Γ΄τεύχ. ια΄, Νοέμβριος 1879, σ.σ. 948-950.
  5. Ο αλλόκοτος φονεύς (The Murder in the Rue Morgue), («Εστία», 11/3-1/4, 1884, σ.σ. 161-167, 184-192, 213-215
  6. Ο χρυσοκάραβος ( The Gold Bug), (εικονογραφημένη «Εστία», 16/4-4/6, 1895, σ.σ. 124-125, 133-135, 142-143, 156-157, 165-167, 173-175, 181-182.

Σίγουρα είναι από τις πιο γνωστές ιστορίες του Αμερικανού συγγραφέα. [13]

Οι ροΐδιες μεταφράσεις δεν διακρίνονται για την προσήλωσή τους στο πρωτότυπο. Εδώ ο Ρ. παραφράζει, παραλείπει φράσεις ,όπως στο Πάθημα του κ. Β,( «Παρνασσός Α΄, σ. 45 ο ασθενής διετήρει ακεραίας τας διανοητικάς του δυνάμεις, ενώ δεν μεταφράζεται το and certain degree of physical strength( σ. 97 πρωτ.,ο.α).,και τοsteady philosophy το μεταφράζει στωική φιλοσοφία. Παραλείπει παραγράφους, αλλάζει τη στίξη, μετατρέποντας συχνά τον μικροπερίοδο λόγο του Αμερικανού σε μακροπερίοδο, και σαφώς κρατά καθαρά το δικό του ύφος δίνοντας έμφαση στα σημεία που ο ίδιος θέλει να τονίσει στον ΄Ελληνα αναγνώστη. Μόνο δύο τίτλοι αποδίδονται με ακρίβεια Ο Χρυσοκάραβος και Η στρογγύλη εικών, δύο παραλλάσσονται, για λόγους μεταφραστικής δυσκολίας –κατά την άποψη της κ. Γεωργαντά, Το πάθημα του κ. Βαλδεμάρου και Ο καρδιόκτυπος , ενώ οι δύο άλλοι αλλάζουν εντελώς Ο αλλόκοτος φονεύς και Η ταυτότης. Ο Ρ. παραλείπει και το μότο που φέρουν οι τρεις από τις έξι διηγήσεις 3, 5, 6). Με τους Φόνους της οδού Μοργκ (Ο αλλόκοτος φονεύς) ο μεταφραστής εισάγει το αστυνομικό πεζογράφημα στα Ελληνικά Γράμματα, παρόλο που η πατρότητα του έργου αμφισβητείται, κυρίως για την έλλειψη υπογραφής, πράγμα ασυνήθιστο στον Ρ., όπως και η πατρότητα της Μορέλλα (Η ταυτότης, στην ελληνική μετάφραση). [14]

Μπορούμε να κρατήσουμε σχεδόν όλες τις εξόχως εύστοχες παρατηρήσεις της ερευνήτριας του Ρ. σχετικά με τις μεταφράσεις του Poe. Ας μας επιτραπεί ωστόσο να διατηρήσουμε κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με το αν ο Baudelaire χρησίμευε ως διαμεσολαβητής μεταξύ του Αμερικανού συγγραφέα και του ΄Ελληνα μεταφραστή. Ειδικότερα σχετικά την παρατήρηση ότι ο Baudelaire παραλείπει δύο καίριες προτάσεις του πρωτοτύπου προς το τέλος του The Tell- Tale Heart , Le ur lateur, ή Καρδιόκτυπος, και τον ακολουθεί και ο Ρ.,σύμφωνα με τη δική μας ανάγνωση παραλείπεται μόνον η μία φράση, η άλλη υπάρχει στη γαλλική μετάφραση και, κατά τη γνώμη μας, μαζί και με τις γειτονικές φράσεις , δίνει το κλίμα της αγωνίας του ήρωα-φονιά , ώστε η παράλειψη δεν είναι τόσο σημαντική: ils se faisaient un amusement de mon effroi !... Mais n’ importe ! quoi é tait plus intolé rable que cette rision ? (« Flammarion », 1965, p. 113) και στον Ρ. : …και ήθελον να διασκεδάσωσι δια του θεάματος του τρόμου και της αγωνίας μου…΄Οπωσδήποτε αδύνατον μοι ήτο να υπομείνω επιπλέον την επίπλαστον ευθυμίαν και τα υποκριτικά αυτών μειδιάματα… And still the men chatted pleasantly, and smiled… But any thing was better than this agony! Any thing was more tolerable that this derision! Η διαφορά είναι ότι ο Αμερικανός είναι πιο δραματικός και δίνει έναν τόνο μεταφυσικού στην αγωνία του ήρωα. Ο Γάλλος και ο ΄Ελληνας, ο καθένας από τη δική του σκοπιά, φαίνεται να δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στον ψυχισμό του ήρωα υπερτονίζοντας τη χλεύη και την υποκριτική στάση εκ μέρους των αστυνομικών προς το άτομό του. Αν αντιπαραβάλει κάποιος τις μπωντλερικές μεταφράσεις με τις μεταφράσεις του Σημηριώτη των έργων του Poe θα διαπιστώσει ότι εδώ είμαστε πράγματι κοντά στο μπωντλερικό μεταφραστικό κείμενο. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα το ίδιο για τον Ρ., ο οποίος γνώριζε βέβαια τη γαλλική σαν μητρική του γλώσσα και είχε και τον Baudelaire σε μεγάλη υπόληψη, όμως γνώριζε άπταιστα και την αγγλική χωρίς μάλιστα να έχει πατήσει ποτέ του στην Αγγλία. Μετά την αντιπαραβολή των τριών κειμένων είμαστε πιο κοντά στη γνώμη ότι δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι ο Ρ. δεν ήλεγξε το πρωτότυπο. [15] Μπορεί να είχε μπροστά του και τον Γάλλο μεταφραστή, αλλά πιστεύουμε ότι ως άριστος γνώστης της αγγλικής θα επιζητούσε την άμεση επαφή του με τα κείμενα του Poe. Μπορούμε να αναφερθούμε ενδεικτικά στη μετάφραση του The Gold – Bug[16] από Σημηριώτη και Ρ.

Ο Poe κι ο Ρ. ξεπερνούν το συμβατικό ρομαντισμό, ο πρώτος παρωδώντας τον με το σκηνικό των σύντομων ιστοριών του, ο δεύτερος, γνωρίζοντας στην ωριμότητά του, το μαχητικό και ειρωνικό του πρόσωπο στον Δον Ζουάν του Byron που τον χρησιμοποιεί και ο «σατιρικός Πόε»[17] , ή στον Alfred de Musset

΄Όπως ο Poe έτσι κι ο Ρ. είναι τύπος μοναχικός ως άτομο αλλά και μεμονωμένη περίπτωση- ας τον πούμε αιρετικό- στα Γράμματα[18] , στα πλαίσια της εποχής του στομφώδους ρομαντισμού. Στον ώριμο Ρ. ταιριάζει επίσης και η πρακτική του Poe της εξορίας της ηθικής, με τη στενότερη έννοια του όρου, από την τέχνη.

Ο Poe υποστηρίζει ότι η λογοτεχνική σύνθεση είναι μια κατασκευή συγκρίσιμη με την αρχιτεκτονική ή τη μουσική κατασκευή.[19] Και αυτό θα βρει σύμφωνο τον ΄Ελληνα μεταφραστή από την άποψη ότι παράλληλα με τη Λογοτεχνία που την θεωρεί ύψιστο είδος της γλωσσικής έκφρασης (βλ. Είδωλα) μελετά και προσεγγίζει προς την τέχνη του λόγου τη ζωγραφική και τη μουσική (βλ.Δ 100, Ε Ο Βάγνερ εν Βαϋρέτ, Η εν Ελλάδι ζωγραφική, 56, 136). Είναι θέσεις που αναπτύσσει και ο Baudelaire στο Curiosité s Esthé tique, ανάγοντας τον Delacroix, που κύριά του έκφραση είναι ο ρομαντισμός και η μελαγχολία σε «αρχηγό του μοντερνισμού», και σε αδελφή ψυχή, όπως τον Poe, και τον De Quincey. Από την άλλη ο Ρ. εισάγοντας από νωρίς επιστημονικά στοιχεία στο λογοτεχνικό του έργο, Περιήγησις εις την Σελήνην (Α΄354, σ. 354) θα υιοθετήσει ευχάριστα την έφεση του Poe να εμπλουτίζει το δικό του με επιστημονικά στοιχεία (ή έστω με την επίφαση της επιστημοσύνης)[20] όπως ο μεσμερισμός,(=μαγνητισμός), πλαισιωμένος από πλήθος ιατρικών όρων, στο διήγημά του The facts in the case of m. Valdemar. Στον ΄Ελληνα ο τίτλος αλλάζει επί το απαλότερο Το πάθημα του Βαλδεμάρου, ίσως για να μην τρομάξει τον αναγνώστη του αν έπαιρνε πολύ στα σοβαρά την περίπτωση του πειραματισμού της θεραπευτικής μεθόδου του Γερμανού γιατρού Μέσμερ, υπνώσεως με «μαγνητικό ρευστό», όπως χρησιμοποιεί αναλυτικά τον όρο για το κοινό του ο μεταφραστής, επάνω στον κ. Βαλδεμάρο την ώρα που «πνέει τα λοίσθια». Παρόμοιου ενδιαφέροντος θέματα ιατρικά ή άλλα, όπου επικρατεί το στοιχείο του παράδοξου συναντάμε και στα έγκυρα περιοδικά της εποχής, στην «Εστία» λόγου χάρη του 1893, σ. σ. 171-173 με τον τίτλο Η νεκρανάστασις των Φακιρών διαβάζουμε: «΄Ανθρωπος τις ηλικίας 25 ετών… απεκοιμήθη αίφνης και επί ένα ολόκληρον μήνα διετέλεσεν εν εντελή υπνωτίνη καταστάσει ναρκώσεως.» Στον πρόλογό του για τον Αμερικανό συγγραφέα, ο Ρ. αναφέρει ,δανειζόμενος στοιχεία από το σχετικό πρόλογο του Baudelaire, [21] ότι ο Poe δεν άγγιξε ούτε τη διάνοια, την απορροφημένη από βιομηχανικούς συνδυασμούς,(με το κοσμογονικό του ποίημα Εύρηκα), ούτε την ψυχή των συμπατριωτών του,(με το ποίημα Κοράκι ή τη λυρική Λιγεία) και άρχισε να γράφει παραμύθια, που διαβάζοντάς τα σε σοβαρά περιοδικά τα πήραν για αλήθειες και τρόμαξαν, έπαθαν τα νεύρα τους˙ και ο ίδιος ο Poe το αναφέρει αποδίδοντας αυτήν την ευπιστία στους οπαδούς του Swedenborg[22] . Φαινόμενα, όπως ο υπνωτισμός, η μετεμψύχωση ή στοιχεία μαθηματικών, αστρονομικά, ή Χημείας, που την έχει σπουδάσει, δίνουν άλλη βαρύτητα και κύρος στο λογοτεχνικό έργο που αλλιώς θα ήταν ρηχό. Και ο Ρ. στα διηγήματά του- άλλο στοιχείο ομοιότητας με τον Αμερικανό το σύντομο είδος στην πεζογραφία- στηρίζεται περισσότερο σε πραγματικά γεγονότα παρά στη φαντασία, με την οποία δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις: …αμοιρούντες της φαντασίας…λαμβάνομεν τα ημέτερα επιχειρήματα εκ των δικαστικών αρχείων του μεσαιώνος (Αι Μάγισσαι του Μεσαιώνος, Α΄, 381).

Το θετικό πνεύμα και ο ορθολογισμός του Poe είναι στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας και του ΄Ελληνα μεταφραστή του, καθώς και η αναδίφηση της ανθρώπινης ψυχής.

Στον αισθητικό τομέα ο Poe είναι κυριολεκτικά ο πρώτος Αμερικανός δανδής με την κομψότητα του ύφους του και την τελειομανία του, αφού γράφει και ξαναγράφει το έργο του πολλές φορές μέχρι να ικανοποιηθεί.[23] Σ’ αυτό το σημείο δεν πάει πίσω και ο Ροΐδης , ένας άνθρωπος του κόσμου, ένας «ακούσιος συγγραφέας» που έλεγε με κάποια κοκεταρία και αρκετή πόζα πως δουλειά του δεν ήταν να γράφει βιβλία.(Παράσχος, σ. 47).

Πριν αφήσουμε αυτή τη διαλεκτική σχέση Ροΐδη-Πόε θα θέλαμε να θυμίσουμε τη σημασία που θα πάρει αργότερα με την εμφάνιση της ψυχανάλυσης η παρουσία του ματιού(οφθαλμόν γυπός είχε το γερόντιον του Καρδιόκτυπου) σε τέτοιες ιστορίες τρόμου και φρίκης σε περιβάλλον δηλαδή Inquié tante é trangeté, όπως το όριζε ο Freud.

Μένουμε ακόμη σε κάποιες λέξεις ή φράσεις ροΐδειες που αποκομίζει ο σημερινός αναγνώστη[24]ς από τη συνάντηση του Ρ. -Poe, όπως φενάκη, σπερμολογιών παντοίων (Το πάθημα του κ. Β.), διήλθον ταχυπτέρους ώρας, μετά ψυχροτέρου αίματος(Η στρογγύλη εικών), ευρωτιώντων(=πανιασμένων, μουχλιασμένων) τόμων. (Η ταυτότης του Ρ., Η Μορέλλα του Poe- να έχει σχέση με τη Μορέλια, πόλη του Μεξικού;) Ακόμη να επισημάνουμε την ομοιότητα τ ης ρομαντικής μάγισσας Μορέλλα, με τις Μάγισσες του Μεσαιώνος του Ρ. Η στρογγύλη εικών οδηγεί και συνειρμικά αλλά και θεματικά στον μεγάλο επίγονο Oscar Wild και στο Portrait of Dorian Grey.

Ο Ρ. εξελίσσεται, όσο περνούν τα χρόνια, στις πολιτικές και λογοτεχνικές του θέσεις και παράλληλα υφίσταται προσωπικές μεταμορφώσεις. Μετά από κάποιες προσωπικές περιπέτειες που αλλάζουν ριζικά τη ζωή του οικονομική καταστροφή (1873), αυτοκτονία του αδελφού του Νικολή (1884), τραυματισμός του από άμαξα (1885) και κάποια ερωτική απογοήτευση,(24) , είναι φυσικό να στρέφεται και σε έργα ταλαιπωρημένων αλλά αξιοπρεπών καλλιτεχνών όπως αυτό του Murger, Mürger τον αναφέρει ο Κλ. Παράσχος, και Μύργερ ο Ρ., Σκηναί του Βοημικού Βιου- Scè nes de la vie de Bohè me που το δημοσίευσε από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο του 1894 στο «΄Αστυ»[25].

Ο Ροΐδης πληροφορεί τον αναγνώστη στον πρόλογό του ότι το βιβλίο αυτό διδάσκει «την εύθυμον ανοχήν της πενίας», αφού προηγουμένως διευκρινίζει, όπως κι ο Γάλλος συγγραφέας στο δικό του πρόλογο ότι «Οι Βοημοί…ουδέν έχουσι κοινόν προς τους εισβαλόντας διά της Βοημίας εις την δυτικήν Ευρώπην Ατζιγκάνους, ούτε προς τους εξομοιωθέντας αυτοίς πάσης εποχής και χώρας λωποδύτας, ούτε προς τα αρπακτικά όρνεα του χρηματιστηρίου ….» (Ε 11, 12). « La Bohème » , όπως λέγονται συνεκδοχικά όσοι έκαναν αυτού του είδους τη ζωή, υπήρχαν σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους, όπως ο ίδιος ο Henry Murger που ήταν κι αυτός Βοημός, αναφέρει στον πρόλογό του, ξεκινώντας από τον ΄Ομηρο και φτάνοντας στον François Villion και τον σύγχρονό του Παρνασσό. [26] αλλά και ως τον Rimbaud, τον Toulouse Lautrec και τη Monmarte.και ήταν κατά κάποιον τρόπο τύποι περιθωριακοί. «Το λεξιλόγιό τους, μας λέει ο Murger, «είναι η κόλαση της ρητορικής και ο παράδεισος του νεολογισμού» , ενώ «ο μποεμισμός δεν είναι δρόμος, αλλά αδιέξοδο». Ο εισηγητής του γαλλικού κειμένου μιλά για «τη θλίψη» της ζωής αυτών των Μποέμ, που «δεν έχει τίποτα το κοινό με τους ρομαντικούς Μποέμ, τύπου Nerval ή Th. Gautier μορφωμένους και  ραφιναρισμένους ερασιτέχνες, χωρίς οικονομικά προβλήματα», ενώ ο Murger κι η παρέα του ήταν «ταπεινής καταγωγής, με στοιχειώδη καλλιέργεια και παιδεία, οι περισσότεροι πολύ φτωχοί, με κακή διατροφή και θαμώνες των νοσοκομείων μάλλον παρά των σαλονιών.» Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο μεταφραστής παρακολουθεί με κέφι και γνώση, διανθίζοντας κάποτε τις μεταφραστικές του λύσεις με σχόλια από την ελληνική επικαιρότητα, τους τέσσερις βασικούς ήρωες Μποέμ, τον ζωγράφο Μαρκέλλο, τον ποιητή Ροδόλφο, τον φιλόσοφο Κολίνο και τον μουσικό Σωνάρ («αδελφοποίηση των τεχνών») στις περιπέτειές τους που είναι κυρίως σκληρός αγώνας για επιβίωση. Οι περισσότερες συζητήσεις ή συνεδριάσεις τους είναι για την εξοικονόμηση από μέρα σε μέρα ενός πιάτου φαγητού και λίγου προσανάμματος –ακόμη και των χειρογράφων τους- για το τζάκι των δωματίων που κατά καιρούς νοικιάζουν και ιδρώνουν κυριολεκτικά για να πληρώσουν το νοίκι. Στην άθλια αυτή ζωή τους ακολουθούν κάποιες τρυφερές υπάρξεις που κάποτε λυγίζουν κάτω από το βάρος τέτοιας ανέχειας, αλλά παρά τα παραστρατήματά τους, παραμένουν οι αγάπες τους ως το τέλος. Παρόλο που το χιούμορ και η άκακη ειρωνεία διατρέχουν από την αρχή ως το τέλος το έργο, η λέξη μελαγχολία κυνηγά τους ήρωες τους ίδιους ή τον τρόπο της ύπαρξής τους, «μελαγχολικοί», «μελαγχολικώς», grosso modo δώδεκα φορές, αν λογαριάσουμε σ’ αυτές και την «αλληλοφαγία» που έρχεται στο νου του ποιητή Ροδόλφου, όταν δεν έχει τίποτα να φάει: «ήρχιζε να ενθυμείται τας διηγήσεις των θαλασσοπόρων περί ναυαγίου, πείνης και αλληλοφαγίας.» (Επυφυλλίς του «΄Αστεως», 19 Φεβρουαρίου 1894, σ. 3, Σκηναί του Βοημικού Βίου, μετ. Εμ. Ροΐδου) Αλλά και ο φίλος του, ο ζωγράφος, δεν είναι καλύτερα, αφού τον ηύρε «ατενίζοντα μελαγχολικώς» τον πίνακά του.

«- Τι έχεις; Ηρώτησεν αυτόν…

-Είναι δεκαπέντε ημέραι όπου έχω μεγάλην εβδομάδα, απήντησεν ο ζωγράφος.»

΄Όταν ο μουσικός της παρέας ερωτάται για τα προσόντα του προκειμένου να του αναθέσουν μια δουλειά, «πάντες όσοι με ήκουσαν με αναγνωρίζουν ως πρώτης τάξεως κυμβαλιστή. Αν υπέφερα από το στήθος(προφανώς αν ήμουν φυματικός) και είχα μαύρον φράκον και μακρυά μαλλιά-ως ο Λιστζ, αντί να με ζητήτε οκτακόσια φράγκα και να εκδώσετε τον «Θάνατον της νέας κόρης» θα ήρχεσθε να μου προσφέρετε τρεις χιλιάδας επί αργυρού δίσκου (΄»Το ΄Αστυ», 6/3/94, σ.3 και στο γαλλικό σ. 207). Το όνομα του Λιστ είναι προσθήκη του μεταφραστή, δίνοντας, προφανώς, την εικόνα που είχαν οι ΄Ελληνες του καιρού του των μουσικών, ενώ συγχρόνως δίνεται ειρωνικά το στυλ του ρομαντικού μουσικού ή γενικότερα καλλιτέχνη που είχε πέραση στην εποχή της γραφής του έργου, 1846-1848. Κι ακόμη μια ειρωνική αιχμή για την πληρωμή των καλλιτεχνών: ΄Επειτα η φιλολογία και αι ωραίαι τέχναι πηγαίνουν τώρα πολύ καλλίτερα. Ο κόπος του συγγραφέως και του καλλιτέχνου πληρώνονται σχεδόν όσον και ο του αχθοφόρου. ( nous gagnons autant que des commissionnaires), λέει ο Γάλλος, μιλώντας σε πρώτο πληθυντικό, ενώ ο ομιλητής της μετάφρασης του Ρ. μιλάει σε τρίτο πρόσωπο, βγάζοντας τον εαυτό του απέξω.(στο ίδιο).

Από την άλλη ο Κολίνος απαγγέλλει γλυκαναλατίας (é grener avec une bouche en ur toutes les galantes verroteries de style, p. 127) στις κυρίες που φλερτάρει.(20 Φεβρουαρίου, «Το ΄Αστυ»).
Σκηνές σαν την πιο κάτω φαίνεται ότι οδήγησαν τον μεταφραστή (βλ.Ε 10) να δημοσιεύσει στην «Εστία» το Σκηναί του νεανικού βίου, του ίδιου συγγραφέα, και όχι το άλλο που δημοσίευσε στο ‘΄Αστυ»:

«Ταύτα ειπών εβύθισεν ο Σωνάρ τα δάκτυλα εις τας τρίχας της κεφαλής του, λαβών το ένθεον ήθος του θνητού ετομαζομένου να προβή εις συνουσίαν μετά της Μούσης.» (27 Ιανουαρίου, «Το ΄Αστυ»).

Στις Σκηνές του Βοημικού Βίου βρίσκει την ευκαιρία, ο ΄Ελληνας μεταφραστής, να σκηνοθετήσει τη συνάντηση του ήρωά του Ροδόλφου με ένα ίνδαλμά του, τον επαναστάτη ρομαντικό ποιητή  Musset, ο οποίος στο πρωτότυπο αναφέρεται απλά ως γνωστός ποιητής αλλά δεν ονομάζεται. Ο μεταφραστής αισθάνεται οικεία, όχι μόνον από τις ανθρώπινες μορφές που πλαισιώνουν τη «Βοημία», αλλά κι από τις μορφές των ζώων που συναντά εκεί, όπως τον «κόκκινο γάτο του Ροδόλφου, -ξέρουμε την αδυναμία του Ρ. στις γάτες, βλ. και Παράσχο, σ. 269) (161, γαλλ., «Το ΄Αστυ¨, 2/3/94). Το καφενείον των Βοημών , κεφάλαιο που παρόμοιό του συναντάμε και στην Ιστορία της Αγγλίας, αλλά και στην προσωπική ζωή του Ρ.,[27] τόπος διαμόρφωσης της κοινής γνώμης,, όπου οι πολιτικές ή οι περί τα καλλιτεχνικά συζητήσεις δίνουν και παίρνουν θα έκανε την πένα του μεταφραστή να τρέμει από την ένταση, τόσο που εμπνέεται λέξεις ασυνήθιστες για να πλουτίσει τη συλλογική μας μνήμη: Αρκεί να είπω ότι ανετράφη εις το μοναστήριον του Αγίου Διονυσίου, απήντησεν βρενθυόμενος (επαιρόμενος) ο καφεπώλης (ο λόγος του βρένθους η γυναίκα του που πήγαν να του την κατηγορήσουν για απιστία, «Το΄Αστυ», 20/2/94, γαλλ., σ.126) ΄Αλλοτε πάλι βλέποντας μπροστά του την εικόνα των Βοημών που παράγουν σε μια ομήγυρή τους λόγο και αντίλογο, σχετικά με την εισδοχή ή όχι ενός νέου μέλους στην παρέα τους, έρχεται στο νου του μεταφραστή η εικόνα του ελληνικού Κοινοβουλίου και σχολιάζει σε σημείωση: «Πιστεύομεν ότι εννόησεν ο αναγνώστης ότι τα ανωτέρω είναι παρωδία της κοινοβουλευτικής ανουσιολογίας».(«΄Αστυ», 26,/2/1894, γαλλ. σ. 142). ΄Αλλη πάλι σημείωση-σχόλιο του μεταφραστή, με αφορμή έναν ασήμαντο ζωγράφο -που παρουσιάζεται από τον Σωνάρ σπουδαίος ως δάσκαλός του, επιδιώκοντας την εύνοια παραγγελιοδόχου- για να εκφράσει τη δική του αποδοκιμασία μυθιστοριογράφου της εποχής του. (σ. 40 γαλλ. «Τα ‘ Αστυ», 1/2/94 ). Κάποτε οι Βοημοί θα απαρνηθούν τον μποεμισμό τους, μετά από πολλές απώλειες στη ζωή τους και θα συμβιβαστούν με τους ανθρώπους της κοινωνίας.
Στην Ιταλική, που ήταν η γλώσσα της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας ο Ρ. δεν μετέφρασε έργο, αλλά με πολλούς τρόπους οι Ιταλοί βρίσκονται στο έργο του και το έχουν επηρεάσει από τον Δάντη ως τον Βοκκάκιο που πιθανόν μετέφρασε . [28] Ο πρώτος που μετέφρασε Poe και Baudelaire στην Ιταλία ήταν στα χρόνια του Ρ., ο Enrico Nencioni (1837-1896) και δεν αποκλείεται ο Ρ. να είχε γνώση του έργου του. Η Πάπισσα έχει πηγή έμπνευσης τον εμφύλιο της Ιταλίας (1848). Πάντως η Ιταλία ήταν η μόνη που είχε κοινό χαρακτηριστικό με την Ελλάδα τη διγλωσσία, και ίσως να ήταν και ο λόγος που δεν αποδύθηκε σε μετάφραση ιταλικού έργου, παρά την ιταλομάθειά του και την επίδραση της ιταλικής σκέψης στο έργο του. Το συριανό, ποτισμένο μελαγχολία διήγημά του Η ιστορία ενός σκύλου (Δ΄, 384), αναφέρεται στην εποχή των Ιταλών προσφύγων στη Σύρο.

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης αν δεν γινόταν συγγραφέας, σίγουρα θα γινόταν ιστορικός, σαν τον Καβάφη. Σημαντική ένδειξη η μετάφραση της εξάτομης Ιστορίας της Αγγλίας του Μακώλευ, (1898-19020 προς τη δύση της ζωής του, έργο μνημειώδες, που ικανοποιεί ειδικές γνωστικές περιοχές, οι οποίες ταιριάζουν στις αναζητήσεις και τα ενδιαφέροντα του Ρ. ως λογοτέχνη, δημοσιογράφου, και ανθρώπου με πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες. Παραθέτουμε τους τίτλους τέτοιων ενδεικτικών κεφαλαίων, όπως συναντώνται κυρίως στο τέλος του Α΄τόμου:

Το Λονδίνον, το ΄Αστυ και αι αριστοκρατικαί συνοικίαι
Η αστυνομία του Λονδίνου και ο φωτισμός
Τα καφενεία
Το ταχυδρομείον
Αι εφημερίδες και τα λεγόμενα δελτία ειδήσεων
Η σπάνις βιβλίων εν ταις επαρχίαις
Η αγωγή των γυναικών
Αι φιλολογικαί γνώσεις των ανδρών
Η επίδρασις της γαλλικής φιλολογίας
Η ανηθικότης της κατά την εποχής εκείνην αγγλικής φιλολογίας
Η κατάστασις της επιστήμης εν Αγγλία
Η κατάστασις της καλλιτεχνίας
Η εργασία των παιδίων εν τοις εργοστασίοις
Ο αριθμός των πενήτων
Τα ωφελήματα των λαϊκών τάξεων εκ του πολιτισμού
Η πενία των συγγραφέων.[29]

Το τελευταίο θέμα παραπέμπει συνειρμικά στη μεταφραστική επιλογή του Ρ. Σκηναί του βοημικού βίου», ενώ «Η αγωγή των γυναικών» στο Αι γράφουσαι Ελληνίδες (Ε 12) που προκάλεσε σειρά άρθρων στην «Εφημερίδα των Κυριών» της Καλ. Παρρέν.[30]

Πίσω από το αυστηρό ορθολογιστικό του πνεύμα[31] και την οξεία βυρωνικής προέλευσης ή από τον Poe σάτιρας, κρύβεται ένας ρομαντισμός που κρατά σπαθί και μια φιλοσοφημένη μελαγχολία που αναδύεται από τα έγκατα της ανθρώπινης περιπέτειας ανά τους αιώνες. Ο Ρ. μας κληροδότησε το συγκρατημένο και αιχμηρό ύφος και ήθος του με την κομψότητα ενός dandy και την αξιοπρέπεια ενός bohème. Μας έμαθε να διαβάζουμε Poe στα ελληνικά μεταφράζοντας το χρυσό σκαθάρι The Gold Bug Χρυσοκάραβο, μια λέξη που στη γλώσσα μας ανακαλεί ταξίδια, αφού το κάραβος, εκτός από σκαθάρι, σημαίνει, για μας, πρωταρχικά καράβι.

Ο πολύγλωσσος Ρ. είναι η καλύτερη περίπτωση μεταφραστή, γιατί εκτός από την οξυδέρκεια, την πολυμάθεια και την ευχέρεια στο χειρισμό της γλώσσας διαθέτει ένα επιτυχημένο πρωτότυπο έργο που έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

 

 


[1] Εμμανουήλ Ροΐδου έργα, επιμέλεια Δ.Πετροκόκκινου και Α.Μ.Ανδρεάδου, τόμοι 1-7, εκδ. Γ.Φέξη, Αθήνα, 1911-1914. Εδώ η αναφορά γίνεται στο βιβλίο του Παράσχου Εμμανουήλ Ροΐδης, Η ζωή το έργο, η εποχή του, τόμ. Α΄, Αθήνα, 1942, τόμ. Β΄, «Αετός», Αθήνα, 1950, σ. 261.

[2] Βλ. Εμμανουήλ Ροΐδης ΄Απαντα,, Φιλολογική επιμέλεια ΄Αλκης Αγγέλου, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1978. Δ΄τόμος , Τα Είδωλα-Πρόλογος, σ. 99, 100, 102

[3] Οι σαξονικές λέξεις αντιστοιχούν στη δική μας δημοτική (βλ. και την αναφορά, στο ίδιο κείμενο, σ. 107, ο Πλάτων «εμάνθανε το ελληνίζειν παρά των πολλών»), ενώ οι λατινογενείς αντιστοιχούν στην καθαρεύουσα και ειδικότερα στην αττικίζουσα.

[4] Βλ. Περιοδικό «Εστία», 1893, σε συνέχειες. Και Παράσχος Κλ. ο.α., σ. 105: Στα 1871, 35άρης, στην πιο καλή του στιγμή, σαν να ήθελε να γευτεί προκαταβολικά τα γερατειά.

[5] Βλ. Αθηνά Γεωργαντά : «Εμμανουήλ Ροΐδης-Η πορεία προς την Πάπισσα Ιωάννα», εκδόσεις «Ιστός», Αθήνα,1993, σ.164: «Το ιδεολογικό σύστημα του Σατωμπριάν και του γαλλικού ρομαντισμού, ρυθμίζει τις επιλογές και τη συμπεριφορά του, συντονίζοντας ταυτόχρονα τις συντηρητικές διαθέσεις του με τους στόχους της πολιτικής και πνευματικής εξουσίας. Με αυτές τις προδιαγραφές, οι εκδότες της Αυγής έχουν κάθε λόγο να υποδεχτούν ευνοϊκά τον νεοφερμένο συγγραφέα και να βοηθήσουν στην πραγματοποίηση των επιδιώξεών του.»

[6] Βλ. Α.Γεωργαντά, ο.α., σ. 165 : «Την εποχή του Οδοιπορικού ξένα του πρότυπα ήταν εκτός από τον Chateaubriand, οι Lamartine, Sand, Balzac , Scott και ο Shakespeare ως σύμβολο αιώνιας αξίας. Από το 1864 οπότε εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα ο Byron του Δον Ζουάν έχει αλλάξει τα πιστεύω του με τον επαναστατικό του ρομαντισμό και τη σάτιρά του, όπως και το αντίστοιχο κλίμα των ποιημάτων του Musset, επιδράσεις που θα συντελέσουν αποφασιστικά στη συγγραφή της Πάπισσας. Μόνο τον Balzac θα κρατήσει από τις παλιές του αγάπες της Γαλλίας.»

[7] Στο αθησαύριστο Μόνον ΄Ερως, (Ε 439).

[8] Βλ. Δημήτρης Δημηρούλης, Εμμανουήλ Ροΐδης, Η τέχνη του ύφους και της πολεμικής εκδόσεις «Μεταίχμιο», Αθήνα, 2005, σ.218: «Υπήρξε επίσης πρωτοπόρος στις αναγνωστικές και μεταφραστικές του προτάσεις : Μπωντλαίρ (1873), Πόε (1877), Ντοστογιέφσκι (1889), Στίρνερ (1891) κ.ά.

[9] Introduction à l’ analyse du Poème, Dunod, Paris, 1996, p. 128 sq.

[10] Βλ. «Διαβάζω», 15ήμερη επιθεώρηση του βιβλίου 15 τεύχος 112, 13 Φεβρ. 1985, Αθήνα σ. σ. 34-42 (Αφιέρωμα στον ΄Εντγκαρ ΄Αλαν Πόε)

[11] Τα ευτυχήματα της αρρωστίας, (Ε 254-257).. Βλ. σχετικά και περ. «Σύγκριση», ετήσια έκδοση της ελληνικής εταιρείας γενικής και συγκριτικής γραμματολογίας, 14, Αθήνα, 2003, σ. 74 κεξ. Κ.83-84, Νίκου Μαυρέλου Η υποδοχή του Poe στην Ελλάδα και ο φακός του Ροΐδη.

[12] Ο.α. σ. 349, βλ. επίσης Mélancolie , sous la direction de Jean Clair, génie et folie en Occident. Galeries nationales du Grand Palais, Gallimard, Paris 10 Oct. 2005-16 Janv. 2006. En homage a Raymont Klibansky(1905-2005), p.126. Βλ. και «Σύγκριση», ο. α., σ. 91.

[13] Βλ. περιοδικό «Διαβάζω», Αθ. Γεωργαντά: Ο εισηγητής και πρώτος μεταφραστής του Πόε στην Ελλάδα, σ.34 κεξ. Τα διηγήματα αυτά δημοφιλή και στη Γαλλία, την πρώτη χώρα όπου το έργο του Poe αναγνωρίστηκε άμεσα και έγινε γνωστό από τον Charles Baudelaire. Πριν από αυτόν έχουν, όπως μας πληροφορεί η Αθηνά Γεωργαντά , μεταφραστεί Οι φόνοι της οδού Μοργκ (Ιούν. 1846-Οκτ. 1846, Ιαν. 1847) και ο Χρυσός Σκαραβαίος (1845, 1853) , ενώ ο W.L.Hughes μεταφράζει παράλληλα τις τέσσερις από τις έξι ιστορίες που μεταφράζει και ο Ροΐδης (1854-1856).

[14] Βλ. «Διαβάζω», 15θήμερη επιθεώρηση του βιβλίου, τεύχος 112, 13/2/1985, αφιέρωμα στον ΄Εντγκαρ ΄Αλαν Πόε, ο.α., σ.40.

[15] Περ. «Σύγκριση», 14, Αθήνα, 2003, Νίκου Μαυρέλου, Η υποδοχή του Poe στην Ελλάδα και ο φακός του Ροΐδη,σ.σ. 76, 86.

[16] Οι εκδόσεις «Σιδέρη» διαβεβαίωναν το 1927, όταν συγκέντρωσαν τις μεταφράσεις των 6 διηγημάτων του Poe ότι ο Ρ. τον μεταφράζει από το πρωτότυπο και όχι μέσω του Baudelaire. Η Α.Γεωργαντά υποστηρίζει ότι μόνον ο Αλλόκοτος φονεύς έχει μεταφραστεί από το πρωτότυπο και όλες οι άλλες μεταφράσεις βασίζονται στις μεταφράσεις του Baudelaire ακολουθώντας τη σύνταξη, τις εκφράσεις του, τις μεταφραστικές του ελευθεριότητες ακόμη και κάποια λάθη του. Βλ. «Διαβάζω», ο.α. σ.38. Βλ. για το έργο του Poe: The complete tales and poems of Edgar Allan Poe, Vintage Books edition, New York, 1975.

[17] Truth is strange Stranger than fiction , Canto XIV , στο Ο σατιρικός Πόε , διηγήματα, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Νίκος Μαυρέλος, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα, 2006, σ.28.

[18] Βλ. La Littérature américaine, « Que sais-je », Paris, 1950, p. 16, Un isolé : Edgar-Allan Poe (1809-1849).

[19] Βλ. « Que sais-je », ο.α., σ. 17, επίσης Baudelaire, Œuvres, Curiosités Esthétiques.

[20] Και το The Balloon-Hoax, στο The Science fiction of E-A. Poe, “Penguin Books, USA, 1976, p. 110.

[21] Œuvres Complètes de Charles Baudelaire, Edition critique par F.F. Gautier continuée par Y.G. Le Dantec, Histoires Extraordinaires traduites d’ Edgar A. Poe, Paris, « Editions de la Nouvelle Revue Française, Paris, 1928, vol. IX, Edgar Poe, sa vie et ses œuvres, p.p. : 15-45.

[22] On mesmeric revelation, The unknown Poe,op. cit. chap., From the Marginalia, p.41.

[23] The science fiction, op. cit. p. XXIII, “dandy” χαρακτηρίζεται και ο Baudelaire στον πρόλογο του Curiosités Esthétiques,p. 8.

[24] Ευάγγελου Ρούσου, Ο Ροΐδης και η εποχή του, Αθήνα, 1954, σ. 17.

[25] «Καθημερινή εικονογραφημένη εφημερίς» με ποικίλα ουσιαστικά θέματα, όπως Αι εργαζόμεναι Αθήναι, όπου αναλύει τα τρέχοντα επαγγέλματα με εμβρίθεια και πνεύμα (Καπελλάδικα και Καπελλάδες, 26/2, Οργανοποιοί, Κιβωτοποιοί, Κασσελάδες και Φερετροποιοί 21/2,Κουρεία και Κουρείς, 28/2, Λιθογραφεία και Βιβλιοδετεία, 12/2, Λαιμοδετοποιία, 13/2, κτλ., Αυτοκτονίαι, (25/3), Παρά τον Νείλον,( 19/2/94) και που δίνει βήμα και στους λογοτέχνες, όπως στον Ροΐδη ή τον Μποέμ(Δ. Χατζόπουλος), την οποία διευθύνει ο φίλος του Θέμος ΄Αννινος και ο ίδιος ο Ρ. είναι από τους συμβούλους της.

[26] Henry Murger, Scènes de la vie de Bohème, « Le livre club du libraire », Paris, 1958, p.I sq.

[27] Βλ. Γιάννη Παπακώστα, Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας, εκδ. «Πατάκη», 2001, 1η έκδ. «Εστία», 1988.

[28] Βλ. Α.Μ. Ανδρεάδη, Ο Εμμανουήλ Ροΐδης και η Ιταλία, «Νέα Εστία», 1937, σ.198-203 και 251-

[29] Βλ. Μακώλεϋ, Ιστορία της Αγγλίας, (1898-1902), Βιβλιοθήκη Μαρασλή, σ τόμοι, Α΄, σ.480.

[30] Βλ. Κλ. Παράσχος, ο.α., σ. 284

[31] Βλ.Nicolas Leventis, Ro ϊ des Emmanuel (1836-1904), Encyclopaedia Universalis, Paris, 2002, Vol. 28, p. 3972. (΄Αρθρο)