Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Μihai Ţipău

Έθνη και εθνικά ονόματα στην Ιστορία και το Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας του Δανιήλ Φιλιππίδη (1816)

Το ενδιαφέρον των εκπροσώπων του νεοελληνικού Διαφωτισμού για τη συγγραφή «νεωτερικών» ιστορικών και γεωγραφικών έργων υπήρξε αντικείμενο βαθιάς και εξονυχιστικής μελέτης από τη σύγχρονη ιστορική έρευνα. Ερευνήθηκε όμως λιγότερο το ειδικό ενδιαφέρον που προσωπικότητες όπως ο Δανιήλ Φιλιππίδης εξεδήλωσαν για την ιστορία και τη γεωγραφία του ρουμανικού χώρου, καθώς και τα κίνητρα αυτού του ενδιαφέροντος.

Ο Δημήτριος Φιλιππίδης γεννήθηκε περί το 1755 στις Μηλιές, κοντά στην αρχαία Δημητριάδα (από όπου προέρχεται και το όνομα Δημητριείς με το οποίο, μαζί με τον Γρηγόριο Κωνσταντά, υπογράφει την Γεωγραφία Νεωτερική). Ο Φιλιππίδης χειροτονείται ιερομόναχος το 1779 και παίρνει το όνομα Δανιήλ. Σπούδασε σε σημαντικά εκπαιδευτικά κέντρα της εποχής: Άγιον Όρος, Χίος, Κωνσταντινούπολη. Ταξίδεψε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στην Αυστρία και στην Γαλλία και αργότερα στη Λειψία, όπου και δημοσίευσε το 1816 το δίτομο έργο του για τη «Ρουμουνία»[1]1.
Το 1791 ο Φιλιππίδης μαζί με τον ιεροδιάκονο Γρηγόριο Κωνσταντά δημοσίευσε στη Βιέννη, στο τυπογραφείο του Τhomas Trattnern[2]2 τον πρώτο τόμο της Γεωγραφίας Νεωτερικής, που περιείχε «την Ευρωπέικη Τουρκία, Ιταλία, Σπάνια, Πορτουγαλλία και Φράντζα» καθώς και-ως εισαγωγή-διάφορες γενικότερες θεωρητικές γεωγραφικές πληροφορίες[3]3. Το έργο δεν συνεχίστηκε· ο δεύτερος τόμος δεν δημοσιεύτηκε και πιθανώς δεν γράφτηκε ποτέ, όπως συνέβη αργότερα και με το δεύτερο μέρος της Ιστορίας της Ρουμουνίας του Φιλιππίδη. Στο έργο είναι φανερή η επίδραση της Θεωρίας της Γεωγραφίας του Ιωσήπου Μοισιόδακα, που δημοσιεύτηκε το 1781. Οι Δημητριείς ενδιαφέρονται κυρίως για την πολιτική και την κοινωνική γεωγραφία, και ήταν και οι δύο φορείς των νέων ιδεών[4]4.

Σε απόσταση 25 χρονών από τη Γεωγραφία Νεωτερική, περίοδο κατά την οποία ο Δανιήλ Φιλιππίδης ανέπτυξε μεταξύ άλλων διδακτική και μεταφραστική δραστηριότητα, και διαμένει για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη Μολδαβία, δημοσιεύεται στη Λειψία το δίτομο έργο του για την ιστορία και γεωγραφία της «Ρουμουνίας»[5]5.

Στη Γεωγραφία Νεωτερική οι δύο συγγραφείς χρησιμοποίησαν δημώδη γλώσσα με «παρρησίαν» που έκανε εντύπωση στους συγχρόνους και την οποία επαινούσε και ο Κωνσταντίνος Κούμας σε άρθρο του στο ελληνικό περιοδικό της Βιέννης «Ερμής ο Λόγιος» του 1813[6]6, και εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους για τη λόγιο ιδίωμα τον ποίον χαρακτηρίζουν ως «μια γλώσσα μικτή από δυό τρία μόρια ρωμέïκα και λέξες σχηματισμέναις και συνταγμέναις κατά τον τύπο της Ελληνικής, και την ονομάζουν μιξοβάρβαρη»[7]7.

Το 1816 όμως ο Δανιήλ Φιλιππίδης φαίνεται να άλλαξε ριζικά τις ιδέες του ως προς τα γλωσσικά ζητήματα. Η γλώσσα της Ιστορίας και του Γεωγραφικού είναι αρχαïζουσα και αποτελεί ακριβώς το αντίθετο εκείνης της Γεωγραφίας Νεωτερικής. Ο Φιλιππίδης παραμένει ωστόσο πιστός στην θεωρία που είχε διατυπώσει, μαζί με τον Κωσταντά, για την καλλιέργεια της γλώσσας[8]8.

Ο συγγραφέας προσπάθησε να δημιουργήσει καινούργιες λέξεις στο έδαφος της ελληνικής γλώσσας, αλλά ενδιαφέρθηκε και για τους ξένους όρους που ήταν απαραίτητοι στη δομή του έργου. Αυτούς τους όρους προσπαθεί να διατυπώσει σωστά από φωνητική άποψη, επιμένοντας να χρησιμοποιηθούν στην πρωτότυπη τους μορφή.

Αυτή η αλλαγή στις γλωσσικές απόψεις, αν και δεν ήταν συνήθιστη στους λογίους της εποχής, είναι πολύ ριζική στην περίπτωση του Φιλιππίδη. Η διαφορά θα μπορούσε να οφείλεται και στο διαφορετικό κοινό στο οποίο θα απευθύνονταν τα δύο έργα. Το ένα ήταν μια γενική γεωγραφία, ενώ το άλλο μια πολύ ειδική ιστορία (συμπληρωμένη με γεωγραφικά στοιχεία) του ρουμανικού χώρου, η οποία, μεταξύ άλλων, θα μπορούσε να έχει απήχηση και στους δυτικούς διανοητικούς κύκλους, στους οποίους μια περισσότερο αρχαïζουσα γλώσσα θα ήταν πιο κατανοητή από τη δημώδη.
Χρονολογικά, το 1816, εκδόθηκε πρώτη η Ιστορία της Ρουμουνίας ή Έκθεσις των αξιολογωτέρων μνημονευομένων συμβάντων εν τοις αριστεροίς κάτω παριστρίοις από της εσβολής των Αιγυπτίων μέχρι της καταστάσεως των ρουμουνικών αρχηγεμονιών του Ρουμουνικού αγρού και της Μολδόβης.

Το Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας ες ακριβεστέραν και πληρεστέραν κατάληψιν της ιστορίας αυτής αποτελούσε το δεύτερο μέρος του πρώτου τόμου της Ιστορίας και εκδόθηκε σε κάποια απόσταση στο χρόνο από αυτή, όπως προκύπτει και από διάφορα σχόλια και παραρτήματα του Δανιήλ Φιλιππίδη που αναφέρονται σε κριτικές που είχαν γίνει για το πρώτο μέρος του βιβλίου[9]9.

Στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα υπήρχε «ζήτηση» ιστορικο-γεωγραφικών συγγραμμάτων για τον ρουμανικό χώρο, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από τους καταλόγους των συνδρομητών της Ιστορίας του Διονυσίου Φωτεινού[10]10. Αν και το βιβλίο του Φιλιππίδη δεν περιείχε παρόμοιο πίνακα, η ρουμανο-ελληνική αριστοκρατία των Ηγεμονιών, οι ιεράρχες της ρουμανικής εκκλησίας, οι φαναριωτικές ηγεμονικές οικογένειες, ακόμη και έμποροι αποτελούσαν το συνηθισμένο κοινό του ελληνικού βιβλίου[11]11.

Ανάμεσα στους αναγνώστες του δίτομου έργου του Φιλιππίδη θα μπορούσαν επίσης να είναι και ρουμάνοι διανοούμενοι της Τρανσυλβανίας από τους οποίους πολλοί είχαν σημαντική ιστοριογραφική δραστηριότητα, δημοσιεύοντας έργα με παρόμοιο περιεχόμενο στη Βιέννη και στη Βούδα. Από αυτούς αξίζει να αναφερθεί ο Petru Maior που δημοσίευσε το 1812 και 1813 στη ρουμανική γλώσσα μια Ιστορία για της απαρχές των Ρουμάνων στη Δακία και μια Ιστορία της Εκκλησίας των Ρουμάνων από τις δύο όχθες του Δούναβη.

Οι δύο αυτές μητροπόλεις (η Βιέννη και η Βούδα) ήταν και σημαντικά κέντρα στα οποία οι Τρανσυλβανοί λόγιοι ερχόταν σε επαφή με τους λογίους της ελληνικής διασποράς, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και πολλοί βλαχόφωνοι. Η αλληλοεπίδραση αυτών των λογίων στην πολιτιστική ατμόσφαιρα της Βούδας και της Βιέννης θα άξιζε ίσως να γίνει αντικείμενο μιας βαθύτερης μελέτης και υπό το πρίσμα των πρώτων εθνικιστικών ιδεών[12]12.

Η Ιστορία της Ρουμουνίας περιέχει πέντε κεφάλαια τα οποία αναλύουν την αρχαία και την πρώιμη μεσαιωνική ιστορία του ρουμανικού χώρου. Η διήγηση των γεγονότων σταματά στις αρχές του δέκατου τέταρτου αιώνα με τη συγκρότηση των ρουμανικών ηγεμονιών της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Πρόκειται για περίοδο για την οποία οι πηγές λείπουν ή είναι ελάχιστες και αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα όταν έγραφε ο Φιλιππίδης.

Στην αρχή του έργου εξηγείται ο όρος «Ρουμουνία», που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά. Πρόκειται για τον γεωγραφικό χώρο «μεταξύ του Ουγγ, του Τισσού, του Ίστρου, του Ευξείνου Πόντου, του Τύρα και μέρους έτι της εώας καρπαθίας ράχεως»[13]13. Η επιλογή αυτού του ονόματος δικαιολογείται ως εξής: «Δίκαιον δε την χώραν ταύτην Ρουμουνίαν καλείν, από του Ρουμούνος ονόματος, όπερ οι παλαιότεροι, και πολλά πολυαριθμότεροι οικήτορες εαυτοίς διδόασι, παρονομάζοντας, και σεβομένους τούτο μόνον το όνομα, παν έτερον απορρίπτειν, ως αλλότριον και υβριστικόν και φιλαυτικόν και ματαιόσοφον»[14]14. Ο Δανιήλ Φιλιππίδης υποστηρίζει έτσι την επιλογή του και απαντά ταυτόχρονα και στους πιθανούς επικριτές του.

Όπως και σε όλο το δίτομο έργο και όπως και άλλες φορές στη σταδιοδρομία του, ο Φιλιππίδης προσπάθησε να βρει μια «νεωτερική» λύση τόσο στην επιστημονική ορολογία, η οποία δεν ήταν ακόμη ενοποιημένη και για την οποία δεν υπήρχε γενικά αποδεκτό σύστημα στην νεοελληνική γλώσσα[15]15, όσο και στη δομή του έργου.

Ο ιστορικός προτείνει «ριζοσπαστικές» λύσεις που ήξερε ότι θα δημιουργήσουν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις και προσπαθεί να τεκμηριώσει τις απόψεις του. Ο Φιλιππίδης, ως ιστορικός και γεωγράφος κάνει κριτική, συχνά με πολύ έντονο ύφος, και υπερασπίζει τις θέσεις που θεωρεί ορθές.
Ο όρος «Ρουμουνία» ήταν ασυνήθιστος στην ελληνική φιλολογία και επίσης δεν είχε χρησιμοποιηθεί ούτε στη ρουμανική γλώσσα. Η κοινή καταγωγή των Ρουμάνων που κατοικούσαν στην Βλαχία, Μολδαβία και Τρανσυλβανία, ήταν όμως κοινοτοπία στα συγγράμματα των Ρουμάνων ιστορικών αρχίζοντας με τον δέκατο έβδομο αιώνα. Στη ρουμανική γλώσσα δεν υπήρχε άλλος όρος για το εθνικό όνομα εκτός από το «Român» ή (σε παλαιότερα κείμενα) «Rumân», γεγονός που γνώριζε ο Φιλιππίδης (και λόγω της προηγούμενης του παραμονής στη Μολδαβία) και στάθηκε η αφορμή για τη δημιουργία του γεωγραφικού του όρου - «Ρουμουνία».

Ο όρος «Βλάχος» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από βυζαντινούς συγγραφείς και στη συνέχεια παρέμεινε μέχρι και την εποχή του Φιλιππίδη στην ελληνική γλώσσα ως το εθνικό όνομα των Ρουμάνων. Δεν εμφανίζεται όμως ποτέ στα ρουμανικά κείμενα. Η καταγωγή του όρου «Βλάχος» υπήρξε αντικείμενο επιστημονικής συζήτησης που δεν κατέληξε σε ασφαλές συμπεράσμα[16]16. Πιθανώς πρόκειται για παλαιά γερμανική λέξη (Wallach) που χρησιμοποιήθηκε σε σχέση με όλους τους εκλατινισμένους πληθυσμούς. Από τις γερμανικές φυλές ο όρος πέρασε, με ελάχιστες τροποποιήσεις στους Σλάβους, τους Βυζαντινούς, αργότερα τους Ούγγρους και σε άλλους λαούς.

Τον δέκατο τέταρτο αιώνα η επίσημη βυζαντινή καγκελαρία καθιέρωσε για τις δύο ρουμανικές παραδουνάβιες ηγεμονίες τους όρους «Ουγγροβλαχία» (αργότερα γνωστή ως «Βλαχία», ρουμανικά Ţara Românească) και «Μολδοβλαχία» (ή σπανιότερα και «Ρωσσοβλαχία», ρουμανικά Moldova)[17]17. Αυτοί οι όροι είχαν κυρίως γεωγραφική σημασία και δήλωναν ότι επρόκειτο για δύο «Βλαχίες» (περιοχές κατοικημένες από Ρουμάνους) – τη «Βλαχία» που βρισκόταν προς την Ουγγαρία, και εκείνη που ήταν πλησιέστερη στη Ρωσία.

Η «Ρουμουνία» του Φιλιππίδη έπρεπε, κατά τον συγγραφέα, να διορθώσει τους ακατάλληλους (ή και υβριστικούς σύμφωνα με τον ίδιο) όρους που αναφέραμε. Η πρότασή του αποδείχτηκε ορθή και επιβεβαιώθηκε από την μετέπειτα εξέλιξη της νεοελληνικής γλώσσας.

Ως όνομα του κράτους που ήταν αποτέλεσμα της ένωσης της Βλαχίας και Μολδαβίας το 1859, ανακηρύχτηκε το 1863 ο όρος «România». Χάρη όμως, τουλάχιστον εν μέρει και στον Φιλιππίδη, ο όρος είχε περάσει ακόμη νωρίτερα στη συνείδηση των Ρουμάνων διανοουμένων.

Ο Δανιήλ Φιλιππίδης προχωρά ακόμη περισσότερο και προτείνει (σύμφωνα πάντα με την θεωρία του για την αποδοχή των ξένων ονομάτων στην ελληνική γλώσσα) τους όρους «Ρουμουνικός Αγρός» (για την Βλαχία), «Μολδόβα» (για την Μολδαβία) και «Αρδέλ» (για την Τρανσυλβανία). Πρόκειται για ονομασίες που θεωρεί ότι αποδίδουν καλύτερα τις αντίστοιχες ρουμανικές λέξεις. Ο «Ρουμανικός Αγρός» είναι μια προσπάθεια μετάφρασης του ονόματος Ţara Românească (=«η Ρουμανική Χώρα»). Ο Φιλιππίδης «μετάφρασε» την λέξη «ţara» με «αγρός» επηρεασμένος από την ετυμολογία της (το λατινικό terra).

Η δομή του έργου δεν ακολουθεί μια αυστηρά ιστορική γραμμή. Ο Φιλιππίδης, με την «εγκυκλοπαιδική» - θα λέγαμε – περιέργεια του διαφωτιστή κάνει πιο πολύ αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «Géographie humaine». Aυτό διευκολύνεται και από τις αναγκαίες αναφορές σε διαφόρους πληθυσμούς που θεωρεί σημαντικό να υπάρχουν στην Ιστορία της Ρουμουνίας. Ως αποτέλεσμα, τα πέντε κεφάλαια του έργου αποτελούν μόνο η αφορμή για τον συγγραφέα να προσφέρει στον αναγνώστη πλήθος πληροφοριών λιγότερο ή περισσότερο σχετικών με το κύριο θέμα του έργου. Σε αυτά προστίθεται και η πρωτότυπη ορολογία του Φιλιππίδη, ο οποίος προσπαθεί να επιβάλει σχεδόν σε κάθε περίπτωση τις δικές του γλωσσικές επιλογές (π.χ. «Κολομβική» αντί για «Αμερική»[18]18).

Για να εξηγήσει και κατά κάποιο τρόπο τις γλωσσικές του επιλογές ο συγγραφέας προσθέτει στο τέλος της Ιστορίας μια «Σημείωσι» για την χρήση και την προφορά των ξένων λέξεων «κατά την των επιχωρίων φωνήν»[19]19. Ο Φιλιππίδης υποστηρίζει την πλησιέστερη στο πρωτότυπο απόδοση των ξένων κύριων ονομάτων στα γεωγραφικά και ιστορικά κείμενα. Οποιαδήποτε αλλαγή ή μετάφρασή τους θα ήταν εσφαλμένη. Επίσης θεωρεί αναγκαία τη χρήση ενός «πλουσιοτέρου» αλφαβήτου που να αποδίδει καλύτερα τους φθόγγους των ξένων ονομάτων. «Άρ’ ουκ έδει, γεωγραφολογούντας γε και ιστορολογούντας, πλουσιωτέρω τινί χρήσθαι αλφαβήτω, ώστε έχειν ούτως παριστάν και ετέρας φωνάς, και αποδιδόναι πιστώς ούτω τινάς λέξεις, ας γελοίον μετακινείν κατά φωνήν, και γελοιότερον έτι μεταφράζειν, και πάντη άτοπον, τα κύρια ονόματα φερ’ειπείν»[20]20.

Ο Φιλιππίδης παρατηρεί ότι «η επιμιξία των ανθρώπων ήδη καθολική εστι, των εμπορίκών και πολιτικών σχέσεων εκτεταμένων ήδη επί πολύ, και περιπολουσών ήδη την οικουμένην» και, κατά συνέπεια «τα κύρια ονόματα ήδη εν πολλοίς στόμασι τυχγάνουσι»[21]21. Φαίνεται και σε αυτή την περίπτωση το ενδιαφέρον του λογίου του Διαφωτισμού για τα άλλα έθνη, για την γλώσσα, την ιστορία και την γεωγραφία τους. Σύμφωνα με τον συγγραφέα έπρεπε να υπάρχει ένας κοινός τρόπος απόδοσης κύριων ονομάτων για όλες τις γλώσσες για να μην δημιουργηθούν συγχύσεις. Ήταν λοιπόν χρέος των ιστορικών και των γεωγράφων να απαλλάξουν τις επιστήμες τους από δυσκολίες.

Η «Σημείωσις» αποτελούσε και μια κριτική των διαφορετικών γλωσσικών επιλογών των συγχρόνων του διανοουμένων. «Ταύτα δη τα ονόματα, ιστορίας γε και γεωγραφίας ένεκα, ουκ έδει προφέρεσθαι, όσον ένι, ώσπερ υπό των επιχωρίων, και μη και άλλοι τας των άλλων αυτών μετακινήσεις και απομακρύνοντες παντη των επιχωρίων α θέλουσιν εκφράσαι ονόματα, εκφράζωσιν επομένως αλλ’αντ’άλλων παντάπασιν; Αλλά γε τους γεωγράφους γε και τους ιστορικούς ουκ έδει φροντίσαι τούτου, και την γεωγραφίαν και την ιστορίαν πολλών δυσκολιών και μεγάλης απαλλάξαι συγχύσεως;»[22]22.

Ακολουθώντας τις επιστημονικές συζητήσεις της εποχής, αν και δεν κάνει ρητά αναφορές σε νεότερους συγγραφείς, ο ιστορικός επιμένει στο ζήτημα της καταγωγής των Ρουμάνων.

Το ίδιο το κύριο θέμα (ή ιστορία ενός περιορισμένου γεωγραφικά χώρου και μάλιστα σε μια άκρη του ελληνικού κόσμου) ήταν ασυνήθιστο για την έως τότε ελληνική ιστοριογραφία και προκάλεσε αντιδράσεις.

Ο ρόλος του αυτοκράτορα Τραïανού στη συγκρότηση του ρουμανικού έθνους θεωρείται καίριος από τον Φιλιππίδη. Ο συγγραφέας δεν κρύβει τον θαυμασμό του για την διατήρηση του εθνικού ονόματος και την «επιβίωση» ανά τους αιώνες σε μια περιοχή ταραγμένη από αναρίθμητες ξένες εισβολές. Οι σκέψεις αυτές του Δανιήλ Φιλιππίδη για τους Ρουμάνους μπορούσαν επίσης να προκαλέσουν τις αντιδράσεις εκείνων που θα τον ονομάσουν «φιλορουμούνο συγγραφέα»[23]23. Πρόκειται για τον ειλικρινή θαυμασμό του διαφωτιστή μπροστά στο παρελθόν ενός λαού που θεωρήθηκε αργότερα στην ιστοριογραφία «αίνιγμα και ιστορικό θαύμα»[24]24. Το εν λόγω κείμενο του Φιλιππίδη έχει ως εξής: «Ούτω μεν ουν Τραïανός, χρηστού και φιλοστόργου πατρός δίκην τους υφ’ε πραγματεύων και περιέπων, κτίστης και δημιουργός ενός αποκαθίσταται έθνους, όπερ μυρίας ληστεπιδρομάς μυρίων λυσσώντων εθνών υπενεγκόν, σώζεται μέντοι και μέχρι του νυν, Ρουμούνοι εν τη ιδία αυτού γλώσση ονομαζόμενον, και τα αναμεταξύ του Τύρα, του Τισσού και του Ίστρου μέχρι του Πόντου νεμόμενον»[25]25.

Οι κριτικές που δημοσιεύτηκαν το 1816 στο ελληνικό περιοδικό της Βιέννης Ερμής ο Λόγιος που θεωρούσαν το θέμα του δίτομου έργου του Φιλιππίδη ως «περιττή περιττότης»[26]26 συσχετίζονταν πιο πολύ με τις «νεωτερικές» ιδέες και το ίδιο το πρόσωπο του συγγραφέα και, ίσως με παλαιότερες αντιδικίες. Στο ίδιο περιοδικό ο Φιλιππίδης χαρακτηρίζεται ως «ο πάλαι ποτέ χυδαιέστατος χυδαïστής»[27]27 και άνθρωπος απότομος και υπερόπτης[28]28.

Το γεγονός ότι ιστορικό-γεωγραφικά συγγράμματα για τον ρουμανικό χώρο στην ελληνική γλώσσα είχαν ένα αναγνωστικό κοινό είναι αναμφισβήτητο (τρία από αυτά τα έργα, εκείνα του Καντακουζηνού, του Φιλιππίδη και του Φωτεινού, εκδόθηκαν σε διάστημα 14 χρόνων). Στην περίπτωση του Φιλιππίδη πρόκειται για ασυνήθιστο έργο, με πολλές νέες ιδέες ή προσεγγίσεις που στάθηκαν αιτία των αρνητικών κριτικών. Ο ίδιος ο Ζηνόβιος Πωπ που άσκησε σκληρή κριτική στον Φιλιππίδη για την επιλογή του θέματος δεν αναφέρει τίποτα παρόμοιο στην αλληλογραφία του με τον Διονύσιο Φωτεινό, με τον οποίο μάλιστα διαπραγματευόταν και διάφορες εκδόσεις βιβλίων, και ο οποίος άρχισε την δημοσίευση της Ιστορίας της πάλαι Δακίας δύο χρόνια μετά το έργο του Φιλιππίδη[29]29.

Στο τέλος της Ιστορίας της Ρουμουνίας ο Φιλιππίδης κάνει ένα είδος «απολογίας» για την επιλογή του θέματος. Το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο επηρεασμένο από τις ιδέες του Διαφωτισμού: σεβασμός προς τους άλλους λαούς, τις συνήθειες τους, την γλώσσα τους, συνείδηση της ενότητας του ανθρωπίνου γένους πέρα από τις πολιτισμικές και άλλες διαφορές.

Ο ιστορικός απορρίπτει κάθε ίχνος εθνικισμού στην επιστημονική έρευνα. Ακόμη και ένα εθνικό όνομα που αποδίδεται αυθαίρετα μπορεί να έχει «υβριστική» χροιά και είναι μόνο δείγμα μιας λογιοσύνης που μπορούσε να προκαλέσει μόνο σύγχυση στην ιστορία και την γεωγραφία. Η χρήση αρχαïζόντων εθνικών ονομάτων ήταν συνηθισμένη ακόμη στη βυζαντινή λογοτεχνία και συνεχίσθηκε και στη μεταγενέστερη νεοελληνική ιστοριογραφία. Ακόμη και στην Γεωγραφία Νεωτερική οι Δημητριείς προσπαθούν να αποφύγουν αρχαïζοντα γεωγραφικά ονόματα, γεγονός που, μαζί με την ίδια την γλώσσα που χρησιμοποιούν εντάσσεται σε ένα πρόγραμμα που αποσκοπεί μια νέα προσέγγιση της επιστήμης[30]30.

«Έπειτα» συνεχίζει ο Φιλιππίδης «δει πανταχού τον άνθρωπον αιδείσθαι αυτόν τούτον και σέβεσθαι». Πρέπει να χρησιμοποιηθούν στην ιστορία και την γεωγραφία «τα κύρια και εθνικά ονόματα τα επιχώρια πρό των αλλοτρίων». Τα ξένα ή αρχαïζοντα εθνικά ονόματα που «οι επιχώριοι ου γνωρίζουσι» δεν αξίζουν το ενδιαφέρον του επιστήμονα, που δεν πρέπει να ασχολείται με τη μελέτη της ετυμολογίας αυτών των τεχνητών ονομάτων[31]31.

Ο Δανιήλ Φιλιππίδης εκφράζει στη συνέχεια και άλλο ιδανικό των ιστορικών του Διαφωτισμού – η ισότιμη επιστημονική μεταχείριση όλων των εθνών, ανεξαρτήτως επιπέδου πολιτισμού. Ο ιστορικός πρέπει να θεωρεί όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους «αγριωτάτους» (και ο ιστορικός αποδείχνει και πάλι τις γνώσεις του με την απαρίθμηση ορισμένων απομονωμένων λαών της «Συβηρίας», «Κολομβικής» και «Καμτζιάτκης») ως αδέλφια του, «ως εκ των αυτών χειρών του Δημιουργού προκύψαντας»[32]32.

Σύμφωνα με τον Φιλιππίδη πέρα από τις διαφορές ανάμεσα στους λαούς υπάρχει «η ιερά μορφή του ανθρώπου» και «το λογικόν» που πρέπει να εμπνέουν σεβασμό για τον κάθε άνθρωπο[33]33. «Τα βάρβαρα έθνη», όσο παράξενος είναι ο τρόπος ζωής τους θεορούνται από τον Φιλιππίδη παρόμοια με όλα τα άλλα. Και η μελέτη τους μπορεί να αλλάξει και την αντίληψη για την ελληνική ιστορία και τις ελληνικές πραγματικότητες.
Η μελέτη της εθνικής ιστορίας και η κριτική πρέπει να είναι αφιλοπρόσωπη, αυστηρή και χωρίς εμπάθειες. Αυτή η μέθοδος, παρατηρεί ο Φιλιππίδης, μπορεί να αλλάζει ορισμένες εσφαλμένες αντιλήψεις «περί εαυτών». Μόνος σκοπός της μελέτης πρέπει να είναι η αποκάλυψη της «ιεράς αληθείας»[34]34. Με αυτές τις «νεωτερικές» σκέψεις ο Φιλιππίδης κλείνει τον πρώτο τόμο του έργου του για την «Ρουμουνία».
Το Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας ες ακριβεστέραν και πληρεστέραν κατάληψιν της ιστορίας αυτής αποτελούσε στο σχέδιο του Φιλιππίδη το δεύτερο μέρος του έργου του για τον ρουμανικό χώρο.

Τονίζοντας ότι το Γεωγραφικόν αποτελεί συμπλήρωμα της Ιστορίας και ότι τα περισσότερα του στοιχεία προέρχονται από την προσωπική του εμπειρία, ο Φιλιππίδης περιγράφει για ακόμη φορά την «γεοθεσία της Ρουμουνίας»[35]35.

Οι Ρουμάνοι είναι οι «πρώτοι οικήτορες νυν της Ρουμουνίας δια το αρχαιότερον και πολυανθρωπότερον»[36]36. Αναφέρονται επίσης και οι άλλοι πληθυσμοί του ρουμανικού χώρου[37]37.

Οι Έλληνες αναφέρονται στο Γεωγραφικόν ως «Γραικοί». Σε αυτή την περίπτωση ο Δανιήλ Φιλιππίδης φαίνεται να μην είναι συνεπείς με την αρχή του να χρησιμοποιεί τα εθνικά ονόματα με την μορφή που έχουν στις αντίστοιχες γλώσσες. Στην Γεωγραφία Νεωτερική όμως οι συγγραφείς φαίνεται πως θεωρούν το «Γραικός» ως παλαιότερο και εγκυρότερο εθνικό όνομα από το «Έλλην»[38]38. Συνεπώς έτσι εξηγείται η χρήση του όρου «Γραικός» στο Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας, ενώ στην Γεωγραφία Νεωτερική, αν και γίνεται η διευκρίνηση που αναφέραμε στο κείμενο χρησιμοποιείται ο «παραδοσιακός» όρος «Ρωμαίος»[39]39, αν και οι συγγραφείς παρατηρούν «οι τωρινοί Έλληνες ονομάζονται καταχρηστικώτερο Ρωμαίοι»[40]40.

Ο Δανιήλ Φιλιππίδης καταγράφει τη ρουμανική παρουσία και δεξιά του Δούναβη: «Πλείους δε έτι Ρουμούνοι διεσπάρται πέραν του Ίστρου, εν τε τη Βουργαρία και τη Σερβία και τη Μακεδονία, και μέχρις εντός της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, πολλοστημόριον πάντος Βουργάρων και Σέρβων και Γραικών, οις συμμεμίχαται, τυγχάνοντες, και Ρουμούνους εαυτούς άχρι του νυν ονομάζουσιν εν τη ιδία αυτών γλώσση τη ρουμουνίδι»[41]41. Η γλώσσα τους περιέχει και διάφορα ξένα στοιχεία τα οποία όμως δεν θα έπρεπε, σύμφωνα με τον συγγραφέα, να θεωρηθούν αποδείξεις για διαφορετική καταγωγή των Ρουμάνων από τις δύο όχθες του Δούναβη.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει μεν ότι και οι δύο ρουμανόφωνες πληθυσμιακές ομάδες (νότια και βόρεια του Δούναβη) έχουν κοινή καταγωγή, δεν θεωρεί δε ότι αυτή είναι «εξ εκείνων τοις εντός του Ίστρου Πρωτορουμούνοις», όπως υποστήριζαν ορισμένοι λόγιοι της εποχής[42]42. Με αυτές τις παρατηρήσεις, ο Φιλιππίδης παίρνει θέση στην πολύπλοκη επιστημονική συζήτηση της εποχής για την καταγωγή των Ρουμάνων και γενικά του λατινόφωνου πληθυσμού της Βαλκανικής Χερσονήσου. Το θέμα απασχόλησε ιδιαίτερα και τη λεγόμενη Τρανσυλβανική Σχολή στη ρουμανική ιστοριογραφία[43]43.

Ο Δανιήλ Φιλιππίδης συμπεριλαμβάνει τις πληροφορίες για τους λατινόφωνους που βρίσκονταν νότια του Δούναβη τους οποίους ονομάζει επίσης «Ρουμούνους». Οι γλωσσικές διαφορές προέρχονται από το διαφορετικό περιβάλλον και δεν είναι, σύμφωνα με τον ιστορικό, αποδεικτικό στοιχείο για μια υποτιθέμενη διαφορετική καταγωγή των «Ρουμούνων» που ζούσαν νότια και βόρεια του Δούναβη. Παρατηρεί όμως και τη διγλωσσία ορισμένων λατινόφωνων κοινοτήτων των Βαλκανίων: «Έτι δε είσι κοινότητες ρουμουνικαί όπου και η γραικική γλώσσα κοινή τοις Ρουμούνοις εστίν»[44]44.

Ο αριθμός των «πέραν του Ίστρου Ρουμούνων» εκτιμάται από τον γεωγράφο «περί τας ογδοήκοντα χιλιάδας σώματα»[45]45.

Στα «Επιλεγόμενα» του Γεωγραφικού της Ρουμουνίας ο Δανιήλ Φιλιππίδης προσπαθεί για μια ακόμη φορά να δικαιολογήσει τις επιλογές του σχετικά με τη διατύπωση των γεωγραφικών ονομάτων καθώς και σχετικά με το θέμα του έργου του, προβλέποντας ενδεχόμενες αντιδράσεις.
Ο Φιλιππίδης υποστηρίζει τις απόψεις του σχετικά με την χρήση καινούργιων γεωγραφικών ονομάτων τις οποίες θεωρεί ότι είναι πρωïόν του «ορθού λόγου»[46]46. Η χρήση παλαιών ονομάτων, μόνο και μόνο ότι αυτά είναι παλαιά θεωρείται «παλαιομανία» και δεν έχει ορθολογική βάση. Ο συγγραφέας εξηγεί για μια ακόμη φορά «διά τι Δαüτζλάνδ, και ου Γερμανίαν είπομεν, και Πόλσκαν, αλλ’ου Πολωνίαν, και Μοαγγυρίαν, αλλ’ου Παιονίαν, ή Ουγγαρίαν»[47]47. Το παλαιό πρέπει, σύμφωνα με τον Φιλιππίδη να αφήσει τη θέση του στο καινούργιο. «Ει δε μη καθόλου τα νέα των παλαιών, και τα επιχώρια των αλλοτρίων, ως έδει, ειλόμεθα»[48]48.

Σε μια εποχή γλωσσικών πειραματισμών, κυρίως σε ό,τι αφορά το επιστημονικό λεξιλόγιο, ο Δανιήλ Φιλιππίδης θεωρούσε ότι το νέο του ιστορικό-γεωγραφικό έργο αποτελούσε ταυτόχρονα έμπρακτος τρόπος έκφρασης των απόψεων του για την γλώσσα. Η προσέγγισή του ήταν διπλά πρωτότυπη, θεματικά και γλωσσικά. Άνθρωπος ο οποίος «και βιβλία ανέγνωσε, και τόπους είδε με περιέργειαν», όπως αποδέχονταν ακόμη και οι επικριτές του[49]49, πρότεινε στους συγχρόνους του ένα πρωτότυπο επιστημονικό έργο, πολύ πιο ειδικευμένο από την προηγούμενη Γεωγραφία Νεωτερική. Αν και γραμμένο σε αρχαïζουσα γλώσσα, το έργο περιέχει «νεωτερικές» γλωσσικές προτάσεις.
Η Ιστορία και το Γεωγραφικόν του Φιλιππίδη αποτελούν ένα από τα τελευταία ιστορικο-γεωγραφικά έργα του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Η επιλογή και η προσέγγιση του θέματος θυμίζει τη «δίψα» του διαφωτιστή για γνώση, μια θέση που βρισκεται σε απόσταση από τις νεοεμφανιζόμενες εθνικιστικές ιδέες.

 

 

[1]1 Βλ. Αικατερίνη Κουμαριανου, «Εισαγωγικά» στην έκδοση της Γεωγραφίας Νεωτερικής των Δημητριέων, Αθήνα 1988, σ. 9*-79*. Δ. Οικονομίδης, «Δανιήλ Φιλιππίδης. Βίος και έργον 1750-1832», Μνημοσύνη, 1978-1979, σσ.200-290.

[2]2 Για τα τυπογραφεία της Βιέννης βλ. Π.Κ. Ενεπεκίδης, Συμβολαί εις την ιστορίαν του ελληνικού τύπου και τυπογραφείων της Βιέννης, Αθήναι 1965. Cornelia Papacostea-Danielopolu, Lidia Demény, Carte şitipar însocietatearomânească şisud-esteuropeană (SecoleleXVII-XIX), Βουκουρέστι 1985, σσ. 215-234.

[3]3 Δανιήλ Φιλιππίδης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791. Β΄ έκδοση, επιμ. Αι. Κουμαριανού: Δανιήλ Φιλιππίδης, Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Αθήνα 1988.

[4]4 Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Αθήνα, 1999, σσ. 139-140.

[5]5 Για τη δραστηριότητα του Φιλιππίδη βλ. Δ. Οικονομίδης, «Δανιήλ Φιλιππίδης. Βίος και έργον 1750-1832», Μνημοσύνη, 1978-1979, σσ. 200-290.

[6]6 Κωνσταντίνος Κούμας, «Διατριβή εις κατηγορίας τινάς του Δούκα Αργούς», Ερμής ο Λόγιος, Γ΄(1813), σσ. 288-289.

[7]7 Δ. Φιλιππίδης, Γ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, σ. 147.

[8]8 «Καλλιέργεια μιας γλώσσας είναι να την πλουτίσουν με λέξες, με φράσες, με τρόπους του λέγειν, με τροπαίς και μεταφοραίς, με παροιμίαις, και γνώμαις, από τα οποία ακολουθεί να είναι στερημένη η φτωχή η γλώσσα ενός έθνους οπού δεν είναι παιδευμένο.» Δ. Φιλιππίδης, Γ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, σ. 148.

[9]9 Δανιήλ Φιλιππίδης, Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας ες ακριβεστέραν και πληρεστέραν κατάληψιν της ιστορίας αυτής, Λειψία 1816, σσ. <1>-<13> στα Επιλεγόμενα.

[10]10 Διονύσιος Φωτεινός, Ιστορία της πάλαι Δακίας, τόμος Γ΄, σελίδες χωρίς αρίθμιση. Ανάμεσα στους συνδρομητές βρίσκονταν και τρεις φαναριώτες ηγεμόνες: Σκαρλάτος Καλλιμάχης, Αλέξανδρος Σούτζος και Αλέξανδρος Χαντζερής. Γενικότερα για τα βιβλία με συνδρομιτές βλ. Φ. Ηλιού, «Βιβλία με συνδρομιτές. Τα χρόνια του διαφωτισμού 1749-1821», Ο Ερανιστής, 12(1975), σσ. 101-179.

[11]11 Βλ. σχετικά Cornelia Papacostea-Danielopolu, Lidia Demény, Carte şitipar însocietatearomânească şisud-esteuropeană (SecoleleXVII-XIX), σσ. 235-261. Για την κυκλοφορία των βιβλίων στον ελληνικό χώρο βλ. Léandros Vranoussis, L’hellénisme postbyzantin et l’Europe Manuscrits, livres, imprimeries, Βιέννη 1981(ΧVΙe Congrès International d’Etudes Byzantines).

[12]12 Ανάμεσα στα έργα κυρίως γλωσσολογικά των βλαχοφώνων της διασποράς που επηρεάστηκαν από το «λατινίζον» ρεύμα της «Τρανσυλβανικής Σχολής» ανάφέρουμε για τη συγκεκριμένη περίοδο: Μιχαήλ Γ. Μποΐατζής, Γραμματική Ρωμανική ήτοι Μακεδονοβλαχική, Βιέννη 1813 και George Roza, Untersuchungen über die Romanier oder sogenannten Wlachen, Πέστη 1808.

[13]13 Δανιήλ Φιλιππίδης, Ιστορία της Ρουμουνίας, σ. 9.

[14]14 Ό.π., σ.10.

[15]15 Δ. Φιλιππίδης, Γ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, σ. 58*-60*.

[16]16 Για το θέμα βλ. Adolf Armbruster, La Romanité des Roumains, Βουκουρέστι 1976.

[17]17 Βλ. τα επίσημα έγγραφα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα οποία εμφανίζονται οι όροι που αναφέραμε στο F. Miklosich, I. Müller, Acta et Diplomata Graeca medii aevii sacra et profana. Acta Patriarchatus Constantinopolitani, Βιέννη, 1860-1862, τόμος Ι, σσ. 535-536 («Ουγγροβλαχία»), τόμος ΙΙ, σσ. 241-245 («Μολδοβλαχία»).

[18]18 Δανιήλ Φιλιππίδης, Ιστορία της Ρουμουνίας, σ. 465.

[19]19 Ό.π., σσ. 467-471.

[20]20 Ό.π., σ. 468.

[21]21 Ό.π., σ. 469.

[22]22 Ό.π., σ. 469.

[23]23 Ερμής ο Λόγιος, τόμος ΣΤ΄ (1816), β΄ έκδοση, Αθήνα 1989, σ. 249.

[24]24 Η έκφραση ανήκει στον ρουμάνο ιστορικό Gheorghe Brătianu, οοποίος δημοσίευσε το 1943 στο Βουκουρέστι μελέτη με τον τίτλο: Une énigmeetun miraclehistorique. Le peuple roumain. Το έργο αποτελεί ανάλυση των θεωριών για την καταγωγή και την ιστορική συνέχεια των Ρουμάνων.

[25]25 Δανιήλ Φιλιππίδης, Ιστορία της Ρουμουνίας, σ. 144.

[26]26 Ερμής ο Λόγιος, τόμος ΣΤ΄ (1816), β΄ έκδοση, Αθήνα 1989, σ. 239.

[27]27 Ό.π., σ. 239.

[28]28 Ό.π., σ. 253.

[29]29 Για την αλληλογραφία του Διονυσίου Φωτεινού με τον Ζηνόβιο Πωπ βλ. Nicolae Iorga, «Contribuţiuni la Istoria Literaturii Române la începutul secolului al XIX-lea», AnaleleAcademieiRomâne, δεύτερη σειρά, τόμος ΧΧΙΧ (1906-1907), σσ. 3-9. Βλ. επίσης και Victor Papacostea, «Vieţile sultanilor scriere inedită a lui Dionisie Fotino», Civilizaţieromânească şicivilizaţiebalcanică. Studii istorice, Βουκουρέστι 1983, σ. 439.

[30]30 Ονόματα όπως «Σπάνια», «Πορτουγαλλία», «Φράντζα» κ.α. αντικαθισθούν τους αρχαïζοντες όρους. Πρόκειται για προσπάθεια χρήσης γεωγραφικών όρων με την μορφή που έχουν στις τοπικές, θεωρία που υποστηρίζει ο Φιλιππίδης και στην Ιστορία της Ρουμουνίας. Παρ’όλα αυτά στην Γεωγραφία Νεωτερική οι Δημητριείς γράφουν ακόμη «Βλαχία» - αλλά και «Μολδοβία» - και δεν χρησιμοποιούν τις μεταγενέστερες γλωσσικές λύσεις του Φιλιππίδη.

[31]31 Ό.π., σ. 465. «Έτι δε ου γελοίον και πάντη άτοπον ενίοτε, ετυμολογίας και αρχάς αναζητείν εθνικών ονομάτων, άπερ οι επιχώριοι ου γνωρίζουσι, και σελίδας όλας καταναλίσκειν επί τούτω, δέον ουδέ λόγου αξιούν ενίοτε ταύτα, ουχ όπως και φιλολογίας;».

[32]32 Δανιήλ Φιλιππίδης, Ιστορία της Ρουμουνίας, σσ. 465-466.

[33]33 Ό.π., σ.466. «Ειδέ και ετερόβιοι και ετεροήθεις και ετερόγλωσσοί εισιν, αλλ’η ανθρωπότης, αλλ’η ιερά μορφή του ανθρώπου, αλλά το λογικόν, τα αïδια χαρακτηριστικά του ανθρώπου, ουχ ικανά διεγείρειν εν ημίν το σέβας το προς τον άνθρωπον;»

[34]34 Ό.π., σ. 466. «Ε, ε, φίλε! Αφιλοπροσωπότερον και αυστηρότερον τα εαυτών εξετάσαντες και κρίναντες, και τη όπισθεν εξηρτημένη πήρα απαθέστερον ενιδόντες, νη την ιεράν αλήθειαν, πολλάκις ετεροτόν τι και φρονήσαι και ειπείν περί εαυτών αναγκασθησόμετα».

[35]35 Δανιήλ Φιλιππίδης, Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας ες ακριβεστέραν και πληρεστέραν κατάληψιν της ιστορίας αυτής, Λειψία 1816, σ. 1. «Η Ρουμουνία (...) κείται αναμεταξύ της τεσσαρακοστης τετάρτης και της τεσσαρακοστης εννάτης μοίρας του βορεί ου πλάτους, νοτιώτατου μέρος έχουσα τό εν τω Ρουμουνοκώ αγρώ αναμεταξύ Ρουκτζουκίου και Νικοπολεως παρίστριον μέρος, και πρός τό βόρειον της ποτέ μεσογαιας Νικοπόλεως, ης τά ερειπια διαβαινοντες ποτέ εθαυμάζομεν, και βορειότατον τάς πηγάς του Ουγγ ποταμού΄ και αναμεταξύ της τριακοστης ογδόης, εντός και αυτης απολαμβανομένης, και τεσαρακοστης ογδόης του μήκους, ανατολικώτατον μέν έχουσα μέρος τό Ακερμάνιον, δυτικωτατον δέ τό αντικρυ της Σολμόκ μοαγγουρικής πόλεως, εν δεξια του Τισσού κειμένης.

[36]36 Ό.π., σ. 23.

[37]37 Ό.π., σ. 23.

[38]38 Ό.π., σ. 168. «(...) το κοινό τους όνομα το είχαν διά καταφρονεμένο, καθώς έχουν και τώρα οι Βλάχοι το Ρωμούνος, και οι Έλληνες το παλαιό το Γραικός». Η παρατήρηση γίνεται με αφορμή τη συζήτηση περί Πελασγών, τους οποίους οι Δημητριείς θεωρούσαν άμμεσοι απόγονοι των Ελλήνων, που «επολίσθηκαν» και απέρρηψαν το αρχαίο τους όνομα. Η σύγκριση όμως με τους Ρουμάνους δεν είναι ορθή επειδή ο όρος «Βλάχος» δεν χρησιμοποιείται στην ρουμανική γλώσσα.

[39]39 Δ. Φιλιππίδης, Γ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, σσ. 168, 256, 260, 266, 270.

[40]40 Ό.π., σ. 120.

[41]41 Δανιήλ Φιλιππίδης, Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας, σ. 28.

[42]42 Δανιήλ Φιλιππίδης, Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας, σ. 28-29. «ου γαρ ην άλλως γενέσθαι, και ξενιζέσθω μηδείς τω πράγματι, μηδέ συμπεραίνειν εκ τούτου κινείσθω τα ασυμπέραστα, μηδ’ανερευνάτω ετέραν τινά αρχήν των πέραν του Ίστρου Ρουμούνων, παρά την εξ αριστερών του Ίστρου, μηδέ καταγωγήν εξ εκείνων τοις εντός του Ίστρου Πρωτορουμούνοις, ατόπως μάλα και παραλόγως υποτιθέναι βουλέσθω ως τινες κολακείας μάλλον φίλοι ή αληθείας».

[43]43 Το 1812 ο Petru Maior είχε δημοσιεύσει στη Βούδα στη ρουμανική γλώσσα μια Ιστορία της Εκκλησίας των Ρουμάνων και από τις δύο όχθες του Δούναβη. Η θέση της ρουμανικής ιστοριογραφίας της εποχής ήταν η ενιαία προσεγγιση του παρελθόντος του λατινόφωνου πληθυσμού των Βαλκανίων. Βλ. και Michel Kogalnitchan, Histoire de la Valachie, de la Moldavie et des Valaques Transdanubiens, τομ. 1, Βερολίνο 1837.

[44]44 Δανιήλ Φιλιππίδης, Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας, σ. 29.

[45]45 Ό.π., σ. 35.

[46]46 Δανιήλ Φιλιππίδης, «Επιλεγόμενα», Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας, σ. <2>: «δέον τον ορθόν λόγον προ πάντων σέβεσθαι, και τούτω μόνων πάντα σταθμεύειν».

[47]47 Δανιήλ Φιλιππίδης, «Επιλεγόμενα», Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας, σ. <2>.

[48]48 Ό.π., σ. <2>-<3>.

[49]49 Ερμής ο Λόγιος, τόμος ΣΤ΄(1816), Αθήνα 1989, σ. 253.