Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Stefan Petrescu

Η ΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ (1859-1879)

Εισαγωγή

Με την ένωση των δυο Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, το 1859, άρχισε η περίοδος του κοινοβουλευτισμού. Μέχρι το 1878, οι Ηγεμονίες θα διατηρήσουν με την Οθωμανική αυτοκρατορία τυπικούς δεσμούς υποτέλειας υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Σ’ αυτά τα είκοσι χρόνια διαμορφώθηκαν με ταχύτατους ρυθμούς οι περισσότεροι δυτικού τύπου θεσμοί του σύγχρονου κράτους. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η θεσμοθέτηση της ιθαγένειας που αφορά κυρίως τον ορισμό της ιδιότητας του πολίτη.

Την εποχή αυτή το βασικό κριτήριο βάσει του οποίου το κράτος παρέχει την ιδιότητα του πολίτη στους ξένους υπηκόους εξακολουθεί να θεωρείται το θρήσκευμα. Παρ’ όλο ότι η επιλογή αυτή αντιφάσκει στην κοσμοθεωρία του σύγχρονου δυτικού τύπου κράτους, ο νόμος περί αποκλεισμού των μη Χριστιανών ψηφίστηκε από τον φόβο των «ανεπιθύμητων» Εβραίων, που συνιστούσαν μεγάλες πλειοψηφίες στα αστικά κέντρα της χώρας.

Σε μια κοινωνία όπου το μεγαλύτερο μέρος του γηγενούς πληθυσμού ζούσε στην αγροτιά, για τους Ρουμάνους εθνικιστές ο αστός ήταν κατ’ εξοχήν ο ξένος.

Η παρουσία του ελληνικού στοιχείου ανάγεται στα χρόνια της κατάκτησης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς. Ήταν έμποροι, τεχνίτες, εργολάβοι κρατικών επιχειρήσεων και κρατικοί λειτουργοί. Το ορθόδοξο δόγμα και η ελληνική παιδεία, άλλωστε πλατιά διαδεδομένη στους κύκλους των Ρουμάνων διανοουμένων της άρχουσας τάξης (των βογιάρων) διευκόλυναν την εγκατάσταση και την ενσωμάτωσης των Ελλήνων στο ξένο περιβάλλον. .

Η εθνική ιδέα : οι Ρουμάνους για τους Φαναριώτες και τους Έλληνες

Οι Ρουμάνοι εθνικιστές θεωρούσαν ότι στη δημιουργία του νεώτερου Ρουμανικού έθνους, η Ρωμαϊκή κληρονομιά αντίκειται στη «μεταβυζαντινή» κληρονομιά.

Οι Μολδοβλάχοι υιοθέτησαν με ενθουσιασμό τις θεωρίες περί έθνους που είχαν ήδη διατυπωθεί από τους λόγιους της Σχολής της Τρανσυλαβανίας. Ο στόχος τους ήταν να απαλλαχθούν από αυτό που αποκαλούσαν περιφρονητικά την κληρονομιά της «Φαναριωτικής εποχής». Σε αντιδιαστολή με τους «εγχώριους» ηγεμόνες, οι Ρουμάνοι εθνικιστές έβλεπαν τους Φαναριώτες σαν «ξένους» και «καταπιεστές» του έθνους. Ο Μιχαήλ Kogălniceanu (1817-1891), ιστορικός από τη Μολδαβία είναι εκείνος που εισήγαγε τους γνωστούς μας σήμερα αρνητικούς χαρακτηρισμούς προκειμένου να περιγράψει την περίοδο εκείνη ως εποχή της παρακμής, της διαφθοράς κλπ.

Στο νοτιότερο πριγκιπάτο της Βλαχίας, o Νικόλαος Βălcescu (1819-1852), επίσης ιστορικός, οραματιζόταν ένα μεγάλο έθνος των Ρουμάνων, που συνιστούσε μια ενότητα κατ’ αρχάς της σκέψης και των αισθημάτων. Με την απελευθέρωση αυτού του ένδοξου λατινογενούς πληθυσμού από τα δεσμά των τριών γειτόνων αυτοκρατοριών, το έθνος των Ρουμάνων θα αποκτούσε την επιθυμητή κρατική υπόσταση. Σημειωτέον ότι ο Bălcescu περιλάμβανε και τους Κουτσοβλάχους των νότιων Βαλκανίων στα εθνικά του σχέδια.

Κατ’ αρχήν έχουμε την πρόθεση να δείξουμε ότι την εποχή εκείνη δεν αναδύθηκε το ανθελληνικό πνεύμα, με την βίαια μορφή που παίρνει αργότερα στο κατώφλι του 20ου αιώνα. Οι πλείστοι Ρουμάνοι διανοούμενοι θαυμαστές του γαλλικού ριζοσπαστισμού θεωρούσαν τη Ρωσία φορέα του δεσποτισμού, παρόλο ότι αυτή διαδραμάτισε θετικό ρόλο στην εξασφάλιση της αυτονομίας των δυο Ηγεμονιών. Πράγματι, οι διαρκείς παρεμβάσεις μιας δυνατής αυτοκρατορίας στις εσωτερικές υποθέσεις των χωρών αυτών προκαλούσε μεγάλη δυσπιστία στους κόλπους των προοδευτικών. Με την καταστολή των δυνάμεων του εφήμερου επαναστατικού καθεστώτος της Βλαχίας (το 1848) από τα ρωσικά στρατεύματα κορυφώνεται το αντιρωσικό πνεύμα. Ο φιλόλογος Ιώαννης Heliade Rădulescu (1802-1872), που συμμετείχε στην επανάσταση του 1848, πίστευε ότι η αποτυχία του επαναστατικού κινήματος ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της σύγκρουσης δυο κοινωνικών ομάδων, των μεν «προοδευτικών-εθνικιστών», και των δε «αντιδραστικών-συντηρητικών». Τους τελευταίους αδιακρίτως εθνικότητος, ο Heliade-Rădulescu τους θεωρούσε φορείς ξένων συμφερόντων, δηλαδή των Ρώσων. Σ’ αυτή την ομάδα ένταξε τους απόγονους των Φαναριωτών και τους κύκλους που συνδέονταν με αυτούς. Στιγματίζοντας τους ως Ρουμάνους-Φαναριώτες , ο Ρουμάνος διανοούμενος είχε την πρόθεση να διακρίνει τους «καλούς» πατριώτες από τους «κακούς» και όχι να εξισώσει τους Φαναριώτες με το Ελληνικό έθνος. Με άλλα λόγια, οι Ρουμάνοι διανοούμενοι τουλάχιστον για την εποχή εκείνη, αντιμετώπιζαν συνήθως τους Φαναριώτες ως μια κατ’ εξοχήν προνομιακή κοινωνική ομάδα, χωρίς να της αποδώσουν εθνική υπόσταση. Άλλωστε o Heliade Radulescu είναι γνωστόςγια τα φιλελληνικά του αισθήματα.

Στα χρόνια του κοινοβουλευτισμού, οι Έλληνες βρισκόταν πολλές φορές αντιμέτωποι με κατηγορίες που αφορούσαν τα υποτιθέμενα φιλορωσικά αισθήματα τους. Η ευνοϊκή στάση που είχε διατηρήσει η Ελληνική κυβέρνηση έναντι της Ρωσίας στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου σχολιαζόταν αρνητικά από τους Ρουμάνους αγωνιστές. Και αυτό για το απλούστατο λόγο ότι με το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου και την ήττα της Ρωσίας άνοιξε ο δρόμος προς την πραγματοποίηση της εθνικής ιδέας των Ρουμάνων. Λίγο αργότερα, οι αξιώσεις του Πανσλαβισμού εις βάρος των ελληνικών βλέψεων έδειξε και στους Έλληνες εθνικιστές ότι η φιλία με τους Ρώσους δεν τους βοηθάει πλέον. Το 1859, ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1837-1907) σημειώνει σε μια αναφορά προς τον Έλληνα Πρέσβη στην Κωνσταντινούπολης ότι οι Ρουμάνοι υπουργοί με τους οποίους είχε συνομιλίες κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Βουκουρέστι απέδωσαν «εν μέρει την κατά των Ελλήνων αντιπάθεια εις το ότι εθεωρείτο μέχρι τούδε η Ελλάς [από τους Ρουμάνους] ως ρωσσίζουσα, ενώ τώρα αποδεικνύεται κατ’ αυτούς, ότι και εις αυτής, καθώς και εις των Ηνωμένων Ηγεμονιών τα συμφέροντα αντίκειται η Ρωσική πολιτική».

Το λεγόμενο «μοναστηριακό ζήτημα» είχε σοβαρές συνέπειες στην αναπαραγωγή των στερεότυπων αντιλήψεων για τον «άλλο». Η ενέργεια της ρουμανικής κυβέρνησης να κρατικοποιήσει τα αγροτικά κτήματα των μοναστηριών προκάλεσε την αντίδραση των Ελλήνων, κυρίως λόγω της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου (το 1863) να απαγορευτεί η χρήση της Ελληνικής γλώσσας στις εκκλησίες των λεγόμενων αφιερωμένων μοναστηριών των Αγίων Τόπων. Στην ουσία το θέμα δεν ήταν εθνικό, αλλά απλά θρησκευτικό.

Επειδή και το Οικουμενικό Πατριαρχείο προτίμησε, σε ένα υπόμνημα του 1863, τη χρήση του όρου «γραικικά μοναστήρια» είχε ως συνέπεια να τοποθετηθεί το θέμα με εθνικούς προσδιορισμούς. Ένας σύγχρονος Έλληνας ερευνητής εξηγεί σωστά την τακτική του Πατριαρχείου ως προς τον προσδιορισμό των μοναστηριών ως «γραικικά» προκειμένου να έχει μεγαλύτερη αποδοχή στους Δυτικούς που χρησιμοποιούσαν τον όρο «γραικική εκκλησία»: «Ο «γραικικός» χαρακτήρας των Μοναστηριών καθιστούσε το πρόβλημα διεθνές (πιθανότατα ως οικοδόμηση συμφερόντων με βάση ένα ελληνικό κράτος – εγγυητή των συμφερόντων τους), ενώ αντίθετα η επιμονή στο «ρωμαίικο» προσδιορισμό θα ενέπλεκε περισσότερο ίσως από ό,τι θα έπρεπε τον οθωμανικό παράγοντα- πράγμα που δεν το ήθελαν ούτε οι Ρουμάνοι».

Το κράτος και το έθνος

Στην παρούσα εργασία εξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και το έθνος.

Επικρατούν δυο βασικές ιδέες για την ιδιότητα του πολίτη, η μια βασισμένη στο ius soli (δικαίωμα του εδάφους) κατά την οποία ανεξάρτητα από εθνοτικές ή γεωγραφικές καταβολές όλοι οι κάτοικοι που έχουν γεννηθεί και ζουν εντός των ορίων του κράτους θεωρούνται πολίτες και η άλλη βασισμένη στο ius sanguinis (δικαίωμα του αίματος) που δίνει έμφαση στην υποτιθεμένη βιολογική συγγένεια του έθνους με όσους ομοεθνείς ζουν εκτός των ορίων του έθνους-κράτους. Ακολουθώντας το κλασικό μοντέλο του Roger Brubaker, που αντιστοιχεί σε δυο σχολές σκέψης περί του έθνους, α λα γαλλικά και αντίστοιχα α λα γερμανικά , θα λέγαμε ότι στη Ρουμανική περίπτωση η επικράτηση της αρχής του εξ’ αίματος καταγωγής ως βασικό αντικειμενικό κριτήριο για την πολιτογράφηση των αλλοδαπών εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος διαδέχτηκε το έθνος στη δημιουργία της εθνικής ταυτότητας και τα «σύνορα» του έθνους δεν συνέπιπταν με εκείνα του κράτους. Γι’ αυτό ο αλυτρωτισμός του έθνους έγινε η κινητήρια δύναμη της εξωτερικής στρατηγικής του κράτους. Έχει ενδιαφέρον ότι οι πρώτοι «έξω» ομοεθνείς που απέκτησαν την ιθαγένειας διαμέσου της απλής πολιτογράφησης ήταν οι γνωστοί αδελφοί Γέρμανη από την Ήπειρο. Σε αντιδιαστολή με τους άλλους «έξω» ομοεθνείς, οι Μακεδορουμάνοι λόγω της αβεβαιότητας και της ρευστότητας της εθνικής τους συνείδησης προκαλούσαν πολλές φορές τη δυσπιστία των Ρουμάνων. Ιδού πως βλέπει ένας Ρουμάνος βουλευτής το κουτσοβλαχικό ζήτημα το 1863: «Όσον αναφορά τους Ρουμάνους της Τρανσυλβανίας, της Βουκοβίνας και της Βασαραβίας ξέρουμε πολύ καλά ότι είναι Ρουμάνοι, διότι μιλάνε τη Ρουμανική γλώσσα. Όμως δεν ξέρουμε σε πιο βαθμό διατηρούν ακόμα τη ρουμανικότητα τους οι ομοεθνείς μας της Μακεδονίας. Πράγματι, παλαιότερα ήταν Ρουμάνοι, αλλά σήμερα δεν είμαστε πλέον βέβαιοι τι γλώσσα μιλάνε, μήπως μιλάνε ελληνικά; Δεν ξέρουμε».

Όπως είχαμε ήδη επισημάνει, οι δυο αντιλήψεις περί του έθνους συμβαδίζουν. Το κράτος απαιτεί φρόνιμους πολίτες. Η πρώτιστη προϋπόθεση για τη χορήγηση της ιθαγένειας είναι η έκφραση της ατομικής βούλησης η οποία κρίνεται μονόπλευρα και υποκειμενικά από τις αρχές του κράτους που στηρίζονται βασικά σε δυο κριτήρια, του χρόνου (δηλαδή της διαμονής ή της μόνιμης κατοικίας) και της φρόνιμης συμπεριφοράς του μέλλοντος πολίτη έναντι του κράτους κατά την περίοδο αναμονής.

Παρ’ όλο ότι οι ριζοσπάστες του επαναστατικού κινήματος της Βλαχίας (του 1848), υιοθέτησαν ένα ορισμό της ιδιότητας του πολίτη «ανοιχτό» προς όλους τους αλλοδαπούς αδιακρίτως εθνότητας και θρησκείας , μετά το 1859, το νεοσύστατο κράτος «περιφρουρείται» και αποκλείει από την ιθαγένεια τους αλλοδαπούς ακόμα και εκείνους που είχαν γεννηθεί εντός της επικράτειας του.

Ο αποκλεισμός από την κτήση της ιδιότητας του πολίτη λειτουργούσε με βάση το θρήσκευμα, την φυλετική καταγωγή, το φύλο και την κοινωνική τάξη. Με τη λογική αυτή, οι γυναίκες, οι Εβραίοι και οι Τσιγγάνοι δεν απολάμβαναν τα πλήρη δικαιώματα του πολίτη. Επίσης, με τη θεσμοθέτηση του εκλογικού φόρου έναντι της καθολικής ψηφοφορίας, ο ακτήμονας και αγράμματος χωριάτης έμεινε αποκλεισμένος παρ’ όλο ότι έγινε αντικείμενο εθνικού θαυμασμού.

Νέες κοινωνικές δυνάμεις μεσαίων και μικρών γαιοκτημόνων και αστών οι οποίες αναδύθηκαν με τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας ήταν πλέον στη θέση να αντικαταστήσουν την παλιά τάξη των μεγάλων γαιοκτημόνων, που παλαιότερα μονοπωλούσε την εξουσία. Μεταξύ των νέων αστικών δυνάμεων απαριθμούμε και τους εύπορους Έλληνες αποκτηθέντες της ρουμανικής ιθαγένειας.
Η άνετη οικονομική κατάσταση ήταν βασική προϋπόθεση για την πολιτογράφηση. Οι άστεγοι, άνεργοι και ο άποροι θεωρούνταν «ανεπιθύμητος». Το 1866, ένας Ρουμάνος πολιτικός έθιξε την οικονομική διάσταση του ζητήματος, όταν αναφέρθηκε στο πολύ συζητούμενο ζήτημα της πολιτογράφησης των Εβραίων: «Οι εύποροι Εβραίοι να μείνουν στη χώρα, αλλά οι πάμφτωχοι που δεν αποφέρουν κεφάλαια, οπωσδήποτε πρέπει να φύγουν».

Τα «προνόμια» της ιθαγένειας

Μόνο οι Ρουμάνοι πολίτες είχαν το δικαίωμα να προσλαμβάνονται σε δημόσιες υπηρεσίες, να εξασκούν την δικηγορία και την ιατρική, να αναπτύσσουν ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες στους αγροτικούς δήμους και να κατέχουν έγγεια περιουσία. Όλα αυτά τα «προνόμια» που παραπέμπουν στο αστικό δίκαιο, μετατράπηκαν σε συνταγματικές ρήτρες. Σ’ όλα αυτά προσθέτουμε την κτήση του εκλογικού δικαιώματος που ακόμα και σήμερα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να κατέχει κανείς τα πλήρη δικαιώματα του πολίτη.

Η κατοχή της έγγειους ιδιοκτησία έγινε σύμβολο της κυριαρχίας του έθνους επί του εδάφους. Το έδαφος του κράτους μετατράπηκε σε κτήμα του έθνους. Με την κατοχή ενός μέρους του εδάφους από ξένο υπήκοο, κινδυνεύει η ακεραιότητα της εδαφικής υπόστασης του έθνους! Η εκμετάλλευση των αγροτικών κτημάτων ήταν μια από τις ασφαλέστερες και επικερδέστερες επιχειρήσεις. Ξέρουμε ότι ο Ευάγγελος Ζάππας (1800-1865) κατάφερε το 1844 να αγοράσει ένα αγροτικό κτήμα χωρίς να εκπληρώσει τα απαραίτητα προσόντα. Μόλις το 1866 η απαγόρευση της κατοχής έγγειους ιδιοκτησίας έγινε βασική συνταγματική διάταξη.

Το καθεστώτος των Διομολογήσεων υπέστη τροποποιήσεις. Παλαιότερα, ακόμα και οι ιθαγενείς προτιμούσαν την ξένη προστασία παρά να αντιμετωπίζουν τη διαφθορά και τις αυθαιρεσίες της εγχώριας εξουσίας . Με τη σύσταση του νεώτερου κράτους η νοοτροπία αλλάζει ριζικά. Οι πολίτες αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η πολιτεία όπου έχουν γεννηθεί, ζουν και εργάζονται τους ανήκει αποκλειστικά. Με την ανεξαρτησίας της χώρα το σύστημα των Διομολογήσεων θα καταργηθεί πλήρως.

Η πολιτογράφηση των Ελλήνων της Μολδοβλαχίας:

Μερικά παραδείγματα

Η πολιτογράφηση αποτελούσε αποκλειστική αρμοδιότητα της νομοθετικής εξουσίας.
Βασικά οι Έλληνες που πολιτογραφήθηκα κατά την περίοδο αυτή ήταν κυρίως:

Α΄ απόγονοι των φαναριωτικών οικογενειών,
Β΄ επιχειρηματίες (ενοικιαστές γης, τραπεζίτες, έμποροι και μεσοαστοί), και
Γ΄ δημόσιοι λειτουργοί (ιατροί, δικηγόροι κτλ).

Α. Το ζήτημα της πολιτογράφησης των Φαναριωτών αποτελούσε μια ιδιαίτερη περίπτωση. Αυτοί νόμιζαν ότι η οικογενειακή τους παράδοση και η προσφορά των προγόνων τους προς την θετή πατρίδα επαρκούσαν να αναγνωριστεί de facto η ιδιότητα τους του Ρουμάνου πολίτη.

Ο Νικόλαος Σούτσος (1798-1871), γόνος του τελευταίου Φαναριώτου ηγεμόνα της Βλαχίας, πολιτογραφήθηκε βάσει του παλαιού νόμου: «Αφού εγκαταστάθηκα μόνιμα στη Μολδαβία, είχα το δικαίωμα πολιτογράφησης που παρεχόταν σ’ όσους είχαν παντρευτεί ιθαγενείς γυναίκες σύμφωνα με τη συνήθεια του τόπου που κωδικοποιήθηκε αργότερα με τους Οργανικούς Κανονισμούς. Άρα ήμουνα ικανός να αναλάβω οποιοδήποτε δημόσιο λειτούργημα […] Οι βογιάροι, επειδή φιλοδοξούσαν να αναλάβουν τις ανώτερες θέσεις στη διακυβέρνηση του κράτους, έβλεπαν με δυσπιστία πώς ένας άξιος ξένος τους ανταγωνιζόταν. Με κατηγορούσαν συνέχεια ότι είμαι Έλληνας, γιατί δεν είχαν άλλο λόγο. Και τελικά επειδή είχα αδιαμφισβήτητα δικαιώματα, οι κατηγορίες τους ματαιώθηκαν».

Μια εντελώς διαφορετική περίπτωση είναι του Αλέξανδρου Κ. Μουρούζη (1804-1873), εγγονού του ηγεμόνα της Μολδαβίας. Αυτός εκλέχτηκε βουλευτής το 1861. Αμέσως μετά, από το βήμα της Βουλής, ο M. Kogălniceanu ζητάει την ακύρωση της εκλογής του Μουρούζη, με το επιχείρημα ότι ο νέος βουλευτής δεν ήταν Ρουμάνος πολίτης. Το περίεργο ήταν ότι μέχρι τότε ο Μουρούζη ασκούσε τα εκλογικά του δικαιώματα χωρίς πρόβλημα. Στην ενέργεια του να ανατρέψει την εκλογή του Μουρούζη, ο Kogălniceanu κατηγορούσε τον νέο βουλευτή ότι μάλλον δεν αισθανόταν Ρουμάνος, και αυτό επειδή πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Ρωσική αυτοκρατορία όπου ο τσάρος του απένειμε και τίτλο ευγένειας. Και ακόμα κάτι, ο Μουρούζη είχε αδελφό αξιωματούχο στο Ελληνικό ναυτικό! Άραγε προέκυψε και το ερωτηματικό εάν ήταν δυνατόν τα μέλη της ίδιας οικογένειας να έχουν κάθε ένα διαφορετική εθνικότητα; Παρόλο ότι ήταν κάτοχος πολλών στρεμμάτων γης στη χώρα όπου οι πρόγονοι του είχαν διατελέσει υψηλά αξιώματα, ο Kogălniceanu δεν θεωρεί το επιχείρημα αυτό επαρκές: «Πώς να αποκτήσει την ιδιότητα του πολίτη, κάποιος που σε διάστημα μιας γενιάς, πάνω από τριάντα χρόνια, δεν έχει κάνει καν αίτηση πολιτογράφησης!». Την άποψη αυτή δεν συμμερίζεται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία η οποία επικυρώνει την εκλογή του Μουρούζη, και στη συνέχεια τον ίδιο μήνα τον αναδείχνει πρωθυπουργό και υπουργό Οικονομικών.

Β. Μια παρόμοια περίπτωση με εκείνη του Νικόλαου Σούτσου είναι του Απόστολου Αρσάκη (1789-1874). Όταν μετανάστευσε στη Βλαχία ήταν πολύ μικρός. Ο θείος του τον έστειλε για σπουδές στο εξωτερικό και τον κατέστησε κληρονόμο του. Από το 1823 και μετά ο Αρσάκης κατείχε σημαντικά αξιώματα στη διακυβέρνηση της Βλαχίας. Ευνοήθηκε από συγκυρίες και προσωπικούς δεσμούς. Ήταν πάντοτε με το μέρος της εξουσίας. Με τη φρόνιμη στάση του διετέλεσε και εργολάβος δημοσίων επιχειρήσεων αποκτώντας τεράστια περιουσία. Έκανε ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να γίνει αποδεκτός στους κύκλους των μεγάλων βογίαρων, άσκησε την ιατρική, αγόρασε αγροτικά κτήματα και εξαγόρασε τίτλο ευγένειας. Οι προσπάθειες του απέδωσαν καρπούς. Η ραγδαία κοινωνική και πολιτική του άνοδος δεν ήταν τυχαία. Στην ώριμη φάση της πολιτικής του σταδιοδρομίας επί του Κούζα θα αναδειχθεί σημαντικό στέλεχος της παράταξης των συντηρητικών.
Ανατρέχοντας πάλι στις συζητήσεις της Βουλής ας φέρουμε το παράδειγμα της πολιτογράφησης του Τριαντάφυλλου Πατσούρη (Triandafil Paciurea), ενοικιαστή και ιδιοκτήτη αγροτικών κτημάτων (1864). Είχε τα εξής επιχειρήματα: ήταν κουτσοβλαχικής καταγωγής και κατείχε μεγάλη αγροτική ακίνητη περιουσία.

Ο Ιωάννης Γκίκας (1816-1897), υποστηρικτής του Πατσούρη σ’ αυτή την υπόθεση, υπολογίζει τα πλεονεκτήματα: «εάν του παρέχουμε την ιθαγένεια, τότε η περιουσία του κυρίου θα μείνει στη χώρα μας, αλλά στην αντίθετη περίπτωση η περιουσία του θα περάσει στα παιδιά του που θα αναγκαστούν να φύγουν στην Ελλάδα για να βρουν εκεί κάποια θέση στο δημόσιο. Αφού όλα τα τέκνα του απέκτησαν πτυχία πανεπιστημίου, έχουν σπουδάσει ιατρική και νομική, είναι φυσιολογικό να φιλοδοξήσουν να παίξουν καν κάποιο κοινωνικό ρόλο, να εκλεχθούν βουλευτές. Όσον αφορά τον κ. Πατσούρη δεν πιστεύω να έχει τέτοιες φιλοδοξίες, αφού απ’ όσα άκουσα είναι 76 ετών» .
Δυστυχώς, τα μειονεκτήματα περιπλέκουν την υπόθεση. Μαθαίνουμε ότι διετέλεσε πρόξενος της Ελλάδος το 1849, και ότι κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου κρατούσε φιλορωσική τάση. Προσθέτοντας σ’ αυτά το γεγονός ότι ευεργέτησε την Ελλάδα, αλλά συνάμα αγνόησε τη θετή του πατρίδα, οι βουλευτές είχαν επαρκέστερα στοιχεία εις βάρος του.

Ευτυχώς για τον Πατσούρη, ξαφνικά ένας βουλευτής, μέλος μιας παλιάς Ρουμανικής οικογένειας γαιοκτημόνων πρώτης τάξεως, τοποθετεί το θέμα με την άλλη όψη, γιατί να κατηγορούνται οι ξένοι για αυτό που εμείς δεν κάνουμε: «Ο λόγος δεν οφείλεται στην έλλειψη πατριωτικού αισθήματος, αλλά στην έλλειψη εμπιστοσύνης σχετικά με τη σωστή διαχείριση των χρημάτων. Ομολογώ ότι κι εγώ είμαι από εκείνους που δεν συνεισέφερα ποτέ (γέλιο στο ακροατήριο) ούτε πρόκειται να το κάνω για τον λόγω που σας είχα πει».

Γ. Η ιθαγένεια έγινε η πολύτιμη παρακαταθήκη του έθνους. Η κτήση της δίνει στον πολίτη την αίσθηση της ετερότητας, δηλαδή την πεποίθηση ότι ανήκει σε μια εκλεκτή ομάδα. Ο στρατηγός Ch. Tell, μελετώντας το Ελληνικό μοντέλο, πίστευε ότι μόνο με τη διευκρίνιση του ορισμού του πολίτη υπερασπίζεται η αξιοπρέπεια του έθνους: «κύριοι, υπάρχουν Έλληνες που είναι τόσο περήφανοι για την εθνικότητα τους ώστε θεωρούν ξένους ακόμα και τους ομογενείς, δηλαδή τους μην γεννηθέντες στην Ελλάδα. Τους ονομάζουν ετερόχθονες». Και προσθέτει ακόμα ότι πρέπει να εκδοθεί ειδικός νόμος που να δώσει μόνο στους Ρουμάνους πολίτες το δικαίωμα πρόσληψης στις δημόσιες υπηρεσίες και το δικαίωμα της δίκαιης αμοιβής όταν παύουν να προσφέρουν. Έτσι, το 1865, ο πρώην αντισυνταγματάρχης Κ. Καταρτζής υποβάλλει αίτηση για την πολιτογράφηση του με σκοπό να πάρει σύνταξη μετά την λήξη της εικοσαετούς θητείας στον στρατό της Βλαχίας. Όσον αφορά την περίπτωση του ιατρού Εμμανουήλ Τριανταφυλλίδη, που εργαζόταν στο νοσοκομείο Brâncoveanu, η πολιτογράφηση του ψηφίστηκε ομόφωνα για πρακτικούς λόγους, όλοι ήξεραν ότι υπήρχε μεγάλη έλλειψη προσωπικού στον τομέα της δημόσιας υγείας!

«Αφομοιωτική» δύναμη του έθνους

Η επικρατούσα άποψη της εποχής εκείνη ήταν ότι οι Εβραίοι δεν «αφομοιώνονταν». Οι εθνικιστές πίστευαν ότι το άτομο που είχε μεταναστεύσει σε κάποια άλλη κοινότητα εξακολουθούσε αναπόφευκτα να είναι οργανικό μέρος της κοινότητας στην οποία είχε γεννηθεί, γιατί το έθνος θεωρείτο κυρίως μια κοινότητα βασισμένη στην κοινή καταγωγή.

Η θεωρία αυτή υπέστη τροποποιήσεις. Ο Νικόλαος Iorga (1872-1940), που σε μια διάλεξη του 1898 έκανε σπουδαίο βήμα προς την αντικατάσταση της εικόνας των Φαναριωτών, έβλεπε το έθνος σαν ένα ζωντανό οργανισμό, που έχει ανάγκη να αναζωογονείται και να εμπλουτίζεται διαρκώς με «θετικά»και «πολιτισμένα» ξένα στοιχεία. Ειδικά για το Ελληνικό στοιχείο, ο Iorga γράφει το 1936 ότι «είτε απομακρύνθηκε είτε υπέστη μια βραδεία αλλά βέβαιη αφομοίωση. Εμείς περισυλλέξαμε καθετί που μπορούσαν [οι Έλληνες] να μας δώσουν».
Σήμερα μιλάμε για πολλαπλές ταυτότητες, καθώς και για τον μεταβλητό και ρευστό χαρακτήρα της εθνικής ταυτότητας. Μάλλον, οι άνθρωποι νιώθουν πιο οίκοι με τους τοπικούς και θρησκευτικούς δεσμούς.

Είναι σαφές ότι η πολιτική ταυτότητα δεν προσδιορίζεται απλώς από την προσωπική επιλογή του καθενός. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια και μόνο ιθαγένεια, επειδή έτυχαν να είχαν γεννηθεί σε μια συγκεκριμένη πατρίδα από γονείς που ζούσαν με τη σειρά τους εκεί από γενιές.
Ενώ για τους Έλληνες που ζούσαν εντός των ορίων του βασιλείου η εθνική ταυτότητα αντανακλούσε στην κατ’ εξοχήν ομοιογενή μορφή του κράτους, για ορισμένους ορθόδοξους χριστιανούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η έννοια της εθνικής ταυτότητας φαινόταν μάλλον άγνωστη και ακατανόητη. Για αιώνες αποτελούσαν αδιάσπαστο μέρος του θρησκευτικού Ρουμ-μιλέτ. Φέρνω σαν παράδειγμα την περίπτωση ενός Χριστιανού Οθωμανού υπηκόου που επιθυμώντας φλογερά την απόκτηση της Ρουμανικής ιθαγένειας υποβάλλει αίτηση δυο φορές. Κατά την πρώτη αίτηση δήλωσε την ελληνική του καταγωγή. Μετά δυο χρόνια δηλώνει Βούλγαρος. Στους Ρουμάνους βουλευτές Φάνηκε περίεργο πώς «ανακάλυψε» εν των μεταξύ τη Βουλγαρική του καταγωγή! Γι’ αυτό τον λόγο οι βουλευτές απέρριψαν την αίτηση του «Ελληνοβουλγάρου» με το επιχείρημα ότι δεν μπορεί κανείς να γίνει «καλός» πολίτης εάν δεν έχει σαφή ιδέα για την εθνικότητα του.

Συμπεράσματα

Με τα λόγια του Max Weber, θα λέγαμε ότι το κράτος μονοπωλεί την «άσκηση της νόμιμης βίας», τόσο πάνω στους δικούς του πολίτες, όσο και τους ξένους υπηκόους που ζουν στα εδάφη του.
Με το εργαλείο της ιθαγένειας δημιουργούνται σταθεροί και αμετάβλητοι δεσμοί που ενώνουν τον πολίτη με το κράτος. Η ιθαγένεια λειτουργεί σαν κάποιου είδους συνεταιρισμό που εξασφαλίζει αποκλειστικά στα μέλη του υποχρεώσεις και δικαιώματα.

  1. Στη Ρουμανική περίπτωση, επικρατεί το δικαίωμα του αίματος ως ένα από τα βασικότερα στοιχεία για την πολιτογράφηση των «έξω» ομοεθνών και την ενίσχυση του αλυτρωτισμού του έθνους. Παρ’ όλα αυτά, η κτήση της ιθαγένειας δεν περιορίζεται ποτέ με όρους που αφορούν μόνο και μόνο την «κοινή» καταγωγή, διότι το κράτος απασχολείται εντονότερα κατά πόσο οι πολίτες σέβονται τους νόμους και εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
  2. Σε σύγκριση με άλλους ξένους, οι Έλληνες υποδέχονταν από τους Ρουμάνους με μεγαλύτερη ανεκτικότητα διότι ήταν ομόθρησκοι και εύποροι. Προσθέτουμε και το ότι οι Έλληνες αποτελούσαν κατ’ εξοχήν αστικό στοιχείο σε μια αγροτική χώρα η οποία βρισκόταν στον δρόμο του «εκσυγχρονισμού». Η ιδεολογία του αντιφαναριωτισμού αυτή κατ’ αυτή δεν θα γεννήσει την εποχή εκείνη ανθελληνικά αισθήματα. Αλήθεια είναι ότι μόνο και μόνο με την κατοπινή εξέλιξη του κουτσοβλαχικού ζητήματος,θα δημιουργηθούν εντάσεις που θα έχουν επιπτώσεις και στην πολιτογράφηση των Ελλήνων.
  3. Αποτελεί κοινοτυπία να επισημάνουμε ότι η ενσωμάτωση των ξένων κατοίκων μόνιμα εγκαταστημένοι επιδιώκεται από όλα τα κράτη με όρους «αφομοιωτικούς». Παρ’ όλο ότι υπήρχαν αρκετοί Έλληνες που «εκρουμανιζόνταν», ο αριθμός εκείνων που θα αποκτήσουν την ιδιότητα του Ρουμάνου πολίτη σ’ αυτά τα χρόνια είναι αρκετά περιορισμένος. Αυτό οφείλεται εν μέρει σε «τεχνικούς λόγους». Η διαδικασία εξέτασης της έκδοσης του διπλώματος πολιτογράφησης ήταν περίπλοκή και ποτέ δεν υπήρξε βεβαιότητα ότι η απάντηση θα είναι θετική. Ο J. Lahovary, νομικός και υπουργός έκανε λόγο για τη διαπλοκή του συστήματος. Από τις 1500 αιτήσεις, υπήρχε δυνατότητα να λυθούν μόνο 50-60 αιτήσεις ετησίως. Με δυσμενές μάτι ο Lahovary έβλεπε ότι πολύ σύντομα «θα έχουμε εντός του κράτους μια κατηγορία ανθρώπων που θα βρεθούν στην πιο χειρότερη κατάσταση, δηλαδή χωρίς πατρίδα, διότι προς το παρόν ούτε υπήκοοι άλλων κρατών είναι, ούτε πολίτες της Ρουμανίας».

Επίσης, δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες μετανάστες που δεν ενδιαφέρονταν ούτε να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη στη χώρα υποδοχής ούτε καν να τακτοποιήσουν τα διαμονητήρια τους ενώπιον των προξενικών ή των κρατικών αρχών. Είμαστε ακόμα στην εποχή των «χωρίς χαρτιά μεταναστών».

 

 

Βλ. Dimitrie G. Maxim, Naturalizarea în România după Constituţie şi noua lege a naţionalităţii ( Πολιτογράφηση στη Ρουμανία ), Βουκουρέστι: Socec1925. Οι νόμοι περί ιθαγένειας εκδίδονται το 1865, με τον Πολιτικό Κώδικα, με το Σύνταγμα του 1866 και με την αναθεώρηση του, το 1879.

Τελικά, η Ρουμανική Βουλή υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων θα καταργήσει το 1879 τις διακρίσεις λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Με τον όρο Έλληνας συμπεριλαμβάνουμε και τους ετερόγλωσσους Ορθόδοξους Χριστιανούς, οι οποίοιδεν είχαν σαφή γνώση για την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Στο πλαίσιο του Ρουμ- μιλέτ το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα καθώς και η κτήση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας συνιστούσαν την ταυτότητα τους για αιώνες.

Στα μέσα του 19ου αιώνα διακρίνουμε δυο βασικές τάσεις σχετικά με τις ρίζες του Ρουμανικού πολιτισμού, την επικρατέστερη φιλοδυτική που υπερτονίζει την «καθαρή» καταγωγή των Ρουμάνων από τους αποίκους Ρωμαίους, και αφενός δε μια άλλη τάση μεταγενέστερη που επεδίωκε την αναθεώρηση της πρώτης, με την ανάδυση του ως εξίσου σημαντικού βυζαντινού και ορθόδοξου-χριστιανικού στοιχείου. Βλ. την Katherine Verdery, “The Production and Defense of “the Romanian Nation”, 1900 to World War II”, in Nationalist Ideologies and Production of National Cultures, εκδ. Richard G. Fox, American Ethnological Society Monograph Series, αριθ. 2, 1990, σ. 86.

Οι Φαναριώτες θεωρούνταν ξένοι επειδή είχαν Ελληνική παιδεία και εκπροσωπούσαν την Οθωμανική εξουσία. Στην πραγματικότητα μεταξύ αυτών αναδείχτηκαν ηγεμόνες και ρουμανικής καταγωγής.

Βλ. την ομιλία του Bălcescu στη συνέλευση των φοιτητών (1847) στο Παρίσι, στη Βασιλική Δ. Παπούλια, Από την Αυτοκρατορία στο εθνικό κράτος, Θεσσαλονίκη: Bανίας 2003, σ. 215.

Barbara Jelavich, Russia and the Formation of the Romanian National State 1821-1878, Cambridge University Press 1984, p. 292.

Jean Heliade Radulescu, Mémoires sur l’histoire de la régénération roumaine ou sur les événements de 1848 accomplis en Valachie, Παρίσι 1851, σ. 19

Τέτοιες απόψεις αντλούν απο δημοσιευμένα φυλλάδια της περιόδου των διαπραγματεύσεων του συνεδρίου των Παρισιών, I. C. Bratianu, Mémoire sur la situation de la Moldo-Valachie depuis la Traité de Paris, Παρίσι 1857 (20 σελίδες), σ. 21, Basile Boerescu, “La Roumanie”, σσ 419-433, Roumania, 1856, σ 431 και Madam la Comtesse Stourza, Régime Actuel des Principautés Danubiennes, 15 σ, Παρίσι: Moris 1856, σ. 9.
Τέλος, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η εχθρότητα των Ρουμάνων εθνικιστών έναντι του εδαφικού επεκτατισμού της Ρωσίας - εις βάρος των ρουμανικών βλέψεων - αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς της εθνικής ιδεολογίας μέχρι πρόσφατα.

Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, 36, 5/1859, αναφορά του Μαυροκορδάτου προς τον πρέσβη της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, την 21 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1859.

Δημήτριος Σταματόπουλος, Μεταρρύθμιση και εκκοσμίκευση: προς μια ανασύνθεση της ιστορίας του Οικονομικού Πατριαρχείου τον 19ο αιώνα, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2003, σ. 368.

Roger Brubaker, Citizenship and Nationhood in France and Germany, Harvard University Press, Cambridge 1992, σ. 81. Για διευκρινίσεις σ’ αυτό το θέμα βλ. τη Dominique Schnapper, Η κοινωνία των πολιτών. Δοκίμιο πάνω στην ιδέα του σύγχρονού έθνους, μετάφραση της Δέσποινας Παπαδοπούλου, Αθήνα - Gutenberg 2000, σ. 48, όπου η συγγραφέας γράφει ρητά ότι η αντίληψη για την ύπαρξη δυο ιδεών για το έθνους είναι εσφαλμένη και οφείλεται στο αποτέλεσμα των εθνικών συγκρούσεων μεταξύ των Γάλλων και των Γερμανών.

Monitorul Oficial (Η Εφημερίς της Κυβερνήσεως), Βουκουρέστι, 27 Απριλίου 1860, 98.

Adunarea Legislativă (Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής) , Βουκουρέστι, 34, XX, 30 Ιανουαρίου 1863, σ. 5.

Βλ. το διάταγμα της προσωρινής κυβέρνησης της 2 Αυγούστου 1848 στο Anul 1848 în Principatele române. Acte şi documente (1848 . Συλλογή Εγγράφων), Βουκουρέστι, τομ. ΙΙ, σ. 168-169. Τόσο οι αλλοδαποί μόνιμα εγκαταστημένοι στη χώρα όσο και οι «έξω» Ρουμάνοι που ήθελαν να εγκατασταθούν στη Βλαχία μπορούσαν να αποκτήσουν τα δικαιώματα του πολίτη.

Frederick Kellogg, Drumul României spre Independenţă ( Οι δρόμοι της Ρουμανίας προς την ανεξαρτησία ), Bucureşti: Institutul European, 2000, σ. 78.

Ο Ζάππας, ηπειρωτικής καταγωγής, κληροδότησε με τεράστια περιουσία την Επιτροπή των Ολυμπίων, δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο. Μετά τον θάνατο του ξέσπασε μια μακρόχρονη δικαστική διαμάχη μεταξύ του Ελληνικού και του Ρουμανικού δημοσίου. Προκειμένου να δοθεί νομική κάλυψη στην αγοραπωλησία του αγροτικού κτήματος Broşteni, ο Ζάππας, χωρίς να τηρήσει τους τύπους, κατέθεσε την παραίτηση του από την Ελληνική υπηκοότητα ενώπιον των δικαστικών αρχών. Στην πραγματικότητα η πράξη της πολιτογράφηση ήταν έγκυρη μόνο με τη χορήγηση του σχετικού ηγεμονικού διπλώματος. Βλ Προξενικά έγγραφα, Αθήνα 1865, Έκθεση του Γενικού Πρόξενου του Βουκουρεστίου προς τον Υπουργό Εξωτερικών, 7 Ιουλίου 1863, σ. 1

Mircea Maliţa, “A Century of Political and Diplomatic Action for Abolition of the Consular Jurisdiction in Romania”, Revue Roumaine d’ Histoire, VI, 1965, 7.

Φανερή ένδειξη προς τη νέα κατεύθυνση αποτελεί η κατάργηση του θεσμού της μικρής πολιτογράφησης (1865). Με την πράξη αυτή ο ξένος αποκτούσε ίσια αστικά δικαιώματα με τους εγχώριους, χωρίς όμως να έχει το δικαίωμα συμμετοχής στα πολιτικά δρώμενα της θετής πατρίδας, δικαίωμα που περιοριζόταν κυρίως στους εύπορους γαιοκτήμονες παντρεμένους με εγχώριες γυναίκες, όπως ήδη προαναφερθήκαμε.

Nicolae Şuţu, Memoriile Principelui Nicoale Şuţu (Απομνημονεύματα), μετάφραση από τα γαλλικά, Georgeta Penelea Filitti, Βουκουρέστι 1997, σ. 129

Dezbaterile Adunarii Moldovei (Εφημερίς των Συζητήσεων του Κοινοβουλίου της Μολδαβίας), στην συνεδρίαση τις 9 Δεκεμβρίου 1861, p 11. Για τον Μουρούση βλ.: Florin Marinescu, É tude alogique sur la famille Mou rouzi, Αθήνα 1987, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Τετράδια Εργασίας, σ. 97, 104, 115. Η σταδιοδρομία του αδελφού του στο Ελληνικό ναυτικό αλλά και ο γάμος της κόρης του με τον Θρασύβουλο Ζαϊμη μας επιβεβαιώνουν για τη διατήρηση των προσωπικών δεσμών με την Ελλάδα. Για το θέμα της εθνικής συνείδησης στους απογόνους των Φαναριωτών, βλ.: Cornelia Papacostea Danielopoulou, Convergences Culturelles Greco- Roumaines, 1774-1859, Θεσσαλονίκη, 1998, ΙΜΧΑ, σ.242. Εφόσον ζούσαν σε διάφορα μέρη του Ευρωπαϊκού κόσμου ήταν μάλλον εμποτισμένοι με ένα κοσμοπολίτικο «διεθνές πνεύμα» (Ν. Γιόργκα).

Ο Αρσάκης διετέλεσε υπουργός και πρωθυπουργός των Ηνωμένων Ηγεμονιών (1862). Βλ.: Δημήτρης Μιχαλόπουλος, Αρσάκης. Η σκέψη και η πολιτική του δράση, Αθήνα: Κάκτος, 2005.

Dezbaterile Adun ării Deputaţilor Principatelor Unite(Εφημερίς των Συζητήσεων του Κοινοβουλίου), στη συνεδρίαση της 18 Φεβρουαρίου 1864, σ. 899

ο.π., σ. 900 (Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Creţulescu).

Dezbaterile Adun ării Deputaţilor Principatelor Unite(Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής), Βουκουρεστίου, στη συνεδρίαση της 30 Μαϊου 1863, σ. 100.

Adunarea electivă, Βουκουρέστι, στη συνεδρίαση της 31 Ιανουαρίου 1865, σ. 4

Dezbaterile Adun ării Deputaţilor Principatelor Unite(Εφημερίς των Συζητήσεων του Κοινοβουλίου), Βουκουρέστι, συνεδρίαση της 23 Μαρτίου 1864, σ. 1376.

Σχετικά με τη σκέψη του Iorga και την αρθρογραφία του στο Ρουμανικό Γένος (1909), βλ.: William O. Oldson, The Historical and nationalistic thought of Nicolae Iorga, Columbia University Press 1973, σ. 49.

Nicolae Iorga, „Au fost Ţările Româneşti supuse Fanarioţilor?” («Ήταν οι Ρουμανικές ηγεμονίες χώρες υποτελείς στους Φαναριώτες;»), Academia Română, Memoriile Secţiei Istorie, σειρά Γ΄, τομ. XVII, 1936, σ. 352.

Adunarea electiv ă (Η Εθνική Συνέλευση), Βουκουρέστι, στη συνεδρίαση της 6 Φεβρουαρίου 1865, σ. 192.

z boiul (Ο Πόλεμος), 10 Δεκεμβρίου 1892, σ. 1

Nancy L. Green, Οι δρόμοι της μετανάστευσης. Σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις , μετάφραση του Δημήτρη Παρσάνογλου, Αθήνα: Σαββάλας 2004, σ. 106