Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Oana Maria Ostafe

Ο Απόστολος Αρσάκης – ο πολιτικός άνθρωπος

Κατά το 18ο αιώνα, πολλοί ‘Έλληνες, είτε από την Ήπειρο, είτε από την Μακεδονία, συνέχισαν να καταφύγουν, όπως και τους προηγούμενους αιώνες, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Το καθεστώς αυτών των χωρών, οι οποίες χαίρονται την αυτονομία μεταξύ των επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και οι οποίες υπήρξαν υπό το προτεκτοράτο της Ρωσίας προσέλκυσε πολλούς από αυτούς. Όταν έφτασαν εδώ ασχολήθηκαν, κανονικά, με το εμπόριο, αφού το επιχειρηματικό περιβαλλόν γινόταν πιο ευνοικό.

Ο 18ος αιώνας έφερε μαζί του την επιβολή των φαναριώτων από το 1715 στην Μολδαβία και από το 1716 στην Βλαχία. Οι φαναριώτες έφεραν μαζί τους όταν ήρθαν, μια πόμπη προστατευόμενων. Δημιουργήθηκε, έτσι, κατά την έκφραση της Άννας Ταμπάκης, ένας "μικροκόσμος" που αποτελούνταν από γιατρούς, παπάδες, νομομαθές, αξιωματούχους, ένας κόσμος πολύ μορφωμένος, ο οποίος οργάνωσε την ζωή του στις Ρουμανικές πρωτεύουσες[1]. Εκτός από αυτούς, ύπηρχαν και οι μεταναστές από τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που συνέχισαν να ερθούν στην Μολδαβία και στην Βλαχία. Πολλοί από αυτούς εγκατέλειψαν την περιοχή της καταγωγής τους, που απειλούνταν από τις επιδρομές των τοπικών πασάδων και κατευθύνθηκαν προς πιο σίγουρες επαρχίες.

Αυτή ήταν και η κατάσταση της οικογενείας Αρσάκη, τα μέλη της οποίας έφτασαν στην Βλαχία στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο αδελφός του Κυριάκου Αρσάκη, ο Γιώργος, ήταν ο πρώτος που ήρθε στο Βουκούρεστι. Ύστερα, προσπάθησε να τον φέρει και τον Κυριάκο με την συζηγό του και με τον γιό του, τον μικρό Απόστολο. Και, γύρω στα 1800, έτυχε να τους βοηθήσει να ερθούν στην Βλαχία[2]. Έτσι έφτασαν στη βλαχικήν πρωτεύουσα οπού ο μικρός Απόστολος άρχισε να ακολουθήσει τα μαθήματα Ελληνικού σχολείου. Μετά, το 1804, ο θείος του τον έστειλε στην Βιέννη, στο Ελληνικό Γυμνάσιο. Εκεί, ο Απόστολος Αρσάκης σπούδασε για έξι χρόνια με τον Νεόφυτο Δούκα που τον βοήθησε να χτίσει την πολυμαθή προσωπικότητά του. Το 1810, όταν τελείωσε, πήγε στο Πανεπιστήμιο του Χάλλε για να σπουδάσει την ιατρική. Το 1813 αποφοίτησε με μια διατριβή που εκτιμήθηκε πολύ στον επιστημονικό περιβάλλον της εποχής[3]. Μετά, το 1813, έγραψε την "Συνοπτική ιστορία της Ιατρικής", από τα οποία δυο μέρη δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "Ερμής ο λόγιος" στην Βιέννη[4]. Αλλά, ο Αρσάκης αποφάσισε να επιστρέψει στο Βουκούρεστι και παντρεύτηκε την Αναστασία Δάρβαρι.

Μόλις επέστρεψε, ο γιάτρος Αποστολος Αρσάκης άρχισε να εκτιμηθεί όπως ειδικός, αλλά περισσοτερά, και για τις γνώσεις ξένων γλώσσων[5]. Από τότε, για 50 χρόνια, αυτός, λόγω των διπλωματικών προσόντων του, είχε ένα μεγάλο ρόλο στις εξωτερικές υποθέσεις του Ρουμανικού κράτους. Μερικές φορές, οι πολιτικές του ιδέες, τις οποίες τις υποστήρηξε με πεποίθηση, του έφεραν κατηγορίες από τους αντίπαλους. Παραδείγματος χάρη, ο Dimitrie Bolintineanu έλεγε ότι "πάντα εμπλέκεται στις πολιτικές μηχανορραφίες", ενώ ένας άλλος σύγχρονος του, ο I. G. Valentineanu, τον θεωρούσε ξένος και "υπάκουος υπηρέτης της Ρωσίας"[6]. Ύπηρξαν, όμως, και άνθρωποι που τον σέβονταν. Οι ηγεμόνες της Βλαχίας, οι οποίοι τον εμπιστεύονταν ως προσωπικό γραμματέα και γραμματέα του κρατούς, δέχθηκαν ότι ήταν ένας καλός μεσολαβητής στις σχέσεις με τους ξένους πρόξενους. Ταυτόχρονα, και οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης θεωρούσαν ότι ο Αρσάκης ήταν ένας σημαντικός πολιτικός άνθρωπος[7].

Ύστερα από το 1821 και τον διορισμό των Ρουμάνων ηγεμόνων στην Βλαχία και Μολδαβία, ο Αρσάκης φάνηκε πάλι χρήσιμος συνεργάτης, σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία οι αναμίξεις των Μεγάλων Αυτοκρατοριών ήταν όλο και πιο ενοχλητικές. Η διεκδίκηση της αυτονομίας ήταν αναγκαία, απέναντι τις διεκδικήσεις της Ρωσίας και της Τουρκίας.

Κατά το διάστημα 1822 – 1855, η πολιτική του σταδιοδρομία αναπτύχθηκε, αλλά είχε και περιόδους όταν παραιτήθηκε λόγω της ασυμβατότητας με τον ηγεμόνα Gheorghe Bibescu και της παρεξήγησης των επαναστατικών ιδεών του 1848 (1842 - 1849). Αγωνίστηκε εναντίον των διεκδηκήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ελπίζοντας σε μια πολιτική λύση εκ μέρους της Ρωσίας. Κατά την ηγεμονία του Grigore Δ’ Ghica (1822 - 1828), ο γιατρός είχε ένα μεγάλο ρόλο για την μεσολάβηση των σχέσεων του ηγεμόνα με τον πρόξενο της Αυστρίας, τον Friederich von Gentz. Οι επαφές αυτές ήταν εντελώς εμπιστευτικές, λόγω του ο,τι δεν επιτρέπονταν ούτε από την επικυρίαρχη, ούτε από την προστατευτική δύναμη. Και ο ηγεμόνας διάλεξε τον Αρσάκη, τον οποίο τον θεωρούσε "εντελώς αφοσιομένος"[8], να κρατήσει το τέλειο μυστικό σχετικά με την αλληλογραφία τους και με τις συμβουλές που δεχόταν από τον πρόξενο. Λόγω της γνωστής φιλορωσικής του τάση, κατά το διάστημα της Ρωσικής κυριαρχίας, 1828 – 1834, ήταν ένας στενός συνεργάτης του Pavel Kisseleff, αν και δεν είχε αξιώματα.

Το 1834, μετά τον διορισμό του Alexandru Dimitrie Ghica(1834 - 1842) στην Βλαχία και του Mihail Sturdza (1834 - 1849) στην Μολδαβία, η Ρωσία υποχώρησε, αλλά διατήρησε την επιρροή της επί της εθνικής Ρουμανικής διοίκησης, σύμφωνα με τις συνθήκες της Αδριανούπολης (1829). Έτσι, οι Ρουμάνοι ηγεμόνες αναγκάζονταν να γράφουν αναφορές προς τους γενικούς Ρώσους πρόξενους στο Βουκουρέστι και στο Ιάσσιο για να λάβουν την συναίνεση της προστατευτικής δύναμης. Σ’ αυτήν την κατάσταση, στις 27 Iανουαρίου 1835, ο Ghica διορίζει τον Αρσάκη σαν γραμματέα ξένων γλωσσών[9] και, μετά την αναχώρηση του Gheorghe Bibescu, στις 24 Iουνίου 1835, σαν γραμματέα του κράτους[10]. Ωστόσο, αυτός ο διορισμός προκάλεσε την δυσαρέσκεια του μεγαλύτερου μέρους της πολιτικής τάξης της Βλαχίας, επειδή η προσωπικότητά του ήταν αμφισβητημένη εξαιτίας περισσότερων λόγων: η καταγωγή του, η σχέση του με τον ηγεμόνα (ήταν και ο προσωπικός γραμματέας του)[11], κτλ. Παρ΄ όλο που η κατάσταση τον καθοδήγησε να μην παρουσιαστεί μπροστά της Γενικής Συνέλευσης της Βλαχίας γιατί, κατά την γνώμη του πρόξενου Cochelet, η εχθροπάθεια ήταν πολύ μεγάλη[12], ο Αρσάκης συνέχισε να συμβουλέψει τον ηγεμόνα μέχρι 1837. Τότε, λόγω της χρεωκοπίας του Hagi Moscu που είχε δεχθεί χρήματα από τον προϋπολογισμό του κράτους για να αποφύγει από πτώχευση, ο γιατρός έπρεπε να παραιτηθεί. Παρέμεινε, όμως, κοντά στον Ghica έως την απόλυση του, το 1842.

Κατά την επόμενη περίοδο, 1842 – 1855, ο Απόστολος Αρσάκης δεν είχε πολιτικά αξιώματα, επειδή ο ηγεμόνας Gheorghe Bibescu δεν τον εκτιμούσε. Δεν συμπάθησε το επαναστατικό κίνημα του 1848 και δεν κατάλαβε τις ιδέες[13] του. Θεωρούσε ότι τα γεγονότα ήταν μια "κομωδία η οποία παίχθηκε στο Βουκουρέστι"[14]. Περισσότερα, σ΄ένα γράμμα από το 1848, θρηνούσε την μοίρα "της δυστχής Βλαχίας"[15]. Είναι μια περίοδος όταν δεν αναμειγνύθηκε στον πολιτικό κόσμο και ενδιαφέρθηκε μόνο για τα μεγάλα του ευεργήματα, το Αρσάκειον και τα νοσοκομεία.
Tο 1855, όταν τα μεγάλα κράτη της Ευρώπης συγκετρώθηκαν στην Βιέννη, σε μια συνδιάσκεψη η οποία έπρεπε να βρεί μια λύση για τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει το 1853, ο Αρσάκης πήγε σαν αντιπρόσωπος της Βλαχίας[16]. Αλλά, το ταξίδι που έκανε ήταν μάταιο, επειδή οι μεγάλες αυτοκρατορίες δεν δέχθηκαν, ούτε τον Αρσάκη, ούτε τον Costache Negri να μιλήσουν για την υπόθεση των Παραδουναβίων Ηγεμονίων. Και περισσότερα, οι παρεξηγήσεις μεταξύ των συμμέτοχων ανέβαλαν την απόφαση.

Το 1856, κατά συνέπεια του διορισμού του τεώς ηγεμόνα, ο Alexandru Ghica, σαν καϊμακάμης της Βλαχίας, ο γιατρός επανήρθε στην πρώτη πολιτική σκηνή της χώρας. Ενώ χαρακτηριζόταν πάντα από μεγάλες αντιφάσεις, η προσωπικότητα του Αρσάκη ήταν δυνατά επηρεασμένη από τις συντηρητικές ιδέες του χρόνου. Επομένως, αν και ήταν πολλοί αυτοί που τον κοίταζαν με σκεπτικισμό, η επιρροή του, σαν πολιτικός άνθρωπος ήταν μεγάλη, αφού η εμπειρία τον έκανε έναν καλό γνωρίζων της πολιτικής ζωής. Έτσι, κατά τις θεσπίσεις του Συνεδρίου του Παρισιού (1856), οργανώθηκαν οι Αιρετές Συνέλευσεις της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Και ο Αρσακής έγινε μέλος και, αφού η ηλικία και η εμπιρεία του έδιναν μεγάλο αυταρχισμό επί των συνάδελφών του, έπαιξε μεγάλο ρόλο κατά τον χειμόνα του 1859. Στις 24 Ιανουαρίου 1859 τα κόμματα βρέθηκαν στο αδιέξοδο όσον αφορά στην εκλογή του ηγεμόνα και ο Vasile Boerescu ζήτησε την υποστήριξη του Alexandru Ioan Cuza (ο ηγεμόνας της Μολδαβίας), και τα επιρρήματα του Αρσάκη ήταν οριστικά για την πεποίθηση αυτών που είχαν αμφιβολίες[17].

Κατά την ηγεμονία του Cuza, αυτός ήταν ένας σημαντικός συνεργάτης του και έφτασε στην ακμή της σταδιοδρομίας του. Ύστερα από την ένωση των δυο Ρουμανικών χώρων, σύμφωνα με το 22ο άρθρο της Σύμβασης του Παρίσιου, ιδρύθηκε η Κεντρική Επιτροπή από Φοξάνι, ένας κοινός θεσμός της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Έτσι, ένα από τα οκτώ μέλη που ήρθαν από την πλευρά της Συνέλευσης του Βουκουρέστιου, ήταν ο γιατρός Αρσάκης, ο οποίος θεωρήθηκε πολύ σκληρός συντηριτικός[18]. Ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και, ύστερα, της Συνέλευσης της Ρουμανίας, ο Απόστολος Αρσάκης απέδειξε μια συντηρητική τάση σχετικά με την αγροτική υπόθεση. Όντας και μεγάλος ιδιοκτητής κτήματων, αυτός δεν δέχθηκε ποτέ την υποχώρηση των προνομιών του. Το 1860 στην Κεντρική Επιτροπή από Φοξάνι, η οποία είχε, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συνθήκη του Παρισιού (1858), τον σκοπό να ενοποιήσει τους νόμους και τους θεσμούς των δυο χώρων, συζητήθηκε το σχέδιο του αγροτικού νόμου. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σχέδιο που, επειδή είχε αρκετοί περιορισμοί, δεν δέχθηκε από τον ηγεμόνα Cuza. Ωμος, πριν ψηφιστεί, το σχέδιο αυτό προκάλεσε μια μεγάλη διαμάχη μεταξύ των πολιτικών αντίπαλων.

Η άποψη του ήταν πολύ γνωστή και άσπονδη, θεωρώντας ότι η βουλευτική ζωή της εποχής χρειαζόταν μια αναμέτρηση με τους ριζοσπαστικούς. Κατά το διάστημα των διασκέψεων της Επιτροπής, ο Αρσάκης υποστήρηξε τις βαθιά συντηριτικές πεποιθήσεις του.

Στις 30 Απριλίου 1861 διορίστηκε υπουργός των εξωτερικών για την Βλαχία και είχε αυτό το αξίωμα, με κάποιες διακοπές, μέχρι το 1862[19]. Έτσι, ως μέλος της κυβέρνησης του Dimitrie Ghica, ο Απόστολος Αρσάκης επιφορτίστηκε από τον ηγεμόνα Cuza να πάει στα εγκαίνια των έργων για την διευκόλυνση της ναυτιλίας του Δούναβη. Ο υπουργός πήγε στο Σουλινά, αντιπροσωπεύοντας και τις δυο Ρουμανικές χώρες, κατά το ηγεμονικό διάταγμα. Αυτή η απόφαση ήταν μια σημαντική υπογράμμιση κατά τον ισχυρισμόν της ένωσης, πριν να ανακηρυχτεί από τις δυνάμεις της Ευρώπης. Στους πανηγυρισμούς που οργανώθηκαν στις 3 Σεπτεμβρίου, ο Αρσάκης μίλησε σαν "υπουργός και Ρουμανικός υπήκοος"[20]. Η ομιλία του[21] έκφρασε τον ενθουσιασμό των Ρουμανικών χώρων για αυτό το "εκπολιτιστικό έργο". Η Ρουμανική κυβέρνηση, υποστήρηξε ο γιατρός, εκτιμούσε πολύ αυτήν την πραγματοποίηση και το Ρουμανικό έθνος ήταν υπερήφανο να είχε συμβάλει. Θεωρούσε ότι αυτός ο "μεγάλος κινούμενος δρόμος" ήταν μια μεγάλη ευκαιρία γι΄αυτήν την γή. Αλλά δεν ξέχασε να ζητήσει και μια τελευταία χάρη: την πληρή ένωση την οποία την επιθημούσε όλη η Ρουμανική χώρα, σαν την προϋπόθεση της αναγέννησης της[22].

Η αναγνώριση της ένωσης των Παραδουναβίων Χώρων ήταν στην εποχή αυτή κύρια απασχόληση του υπουργού Αρσάκη, ο οποίος έπρεπε να αντισταθεί κάποιες φορές στις προειδοποιήσεις της Ευρώπης. Έτσι, όταν ο Άγγλος πρόξενος του είπε ότι οι Ρουμάνοι δεν μπορούσαν να επιβάλουν την θέληση τους στην Ευρώπη, ο Αρσάκη ανταποκρίθηκε ότι ο sir Bulwer μπορούσε να έχει δίκαιο από την Αγγλική πλευρά, αλλά, από την Ρουμανική πλευρά, η ένωση ήταν υπόθεση ζωής ή θανάτου και θα πραγματοποιηθεί οπωσδήποτε[23]. Αυτός πίστευε ότι η ενοποίηση των θεσμών ήταν ένα υποχρεωτικό βήμα και μια μοναδική ευκαιρία για την ανάπτυξη της Ρουμανίας.

Αφού η θέληση αυτή έγινε πραγματικότητα το 1862, το Ρουμανικό κράτος άρχισε να αναδιαρθρώσει και να ετοιμάσει το νομικό πλαίσιο για την επώμενη του εξέληξη. Και ο Απόστολος Αρσάκης ήταν ένας πολιτικός άνθρωπος που κατάλαβε το ρόλο του. Μετά την παραίτηση του Cuza, αυτός, εξεταίας της ηλικίας και της αρρώστιας που τον βασάνιζε πολύ, αποφάσισε να υποχώρησε από την πολιτική ζωή.

 

 

[1] Άννα Ταμπάκη, "Οι Έλληνες στην Ρουμανία", στο Ελευθεροτυπία, 5 Ιουλίου 2001, σ.15.

[2] Φαινέται ότι, το 1798, πριν να ερθούν στο Βουκουρέστι, αυτοί έφυγαν για την Πρέμετα, στους συγγενείς της Βασιλικής Αρσάκη; βλ. Σοφία Δοανίδου, "Ο Απόστολος Αρσάκης και το Αρσάκειον", στο 1933 – 1985 – 50 Χρόνια Σ.Α.Φ.Ε., Αθήνα, 1985, σ. 21.

[3] Ο.π., σ. 21.

[4] Το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο – Αυγουστο, το δεύτερο το Σεπτέμβριο, και το τελευταίο τον Οκτώβριο – Νοέμβριο.

[5] Ήξερε να μιλάει περισσότερες ξένες γλώσσες – Γερμανική, Τουρκική, Λατινική, Ρουμανική, Ιταλική και Γαλλική.

[6] I.G.Valentineanu, Biografia oamenilor mari skrisă de un omu micu (Η βιογραφία μεγάλων ανθρώπων γραμμένη από ένα μικρό ανθρώπων), Παρίσι, 1859, σ. 13.

[7] Ο πρόξενος της Αυστρίας, ο Timoni, τον εκτιμούσε ως "συμφιλιωτικός άντρας, γνωρίζων των συνθηκών και των δικαιωμάτων των ξένων"; βλ. Hurmuzachi, τόμος XVII, Βουκουρέστι, 1913, σ. 315.

[8] Dan Berindei, Diplomaţia românească modernă de la începuturi la proclamarea independenţei (1821 – 1877) (Η μοντέρνη Ρουμανική διπλωματία από τις αρχές έως την διακήρυξη της ανεξαρτησίας 1821 - 1877), Έκδοση Albatros, Βουκουρέστι, 1995, σ. 59; Apostol Stan, Protectoratul Rusiei asupra Principatelor Române. 1774-1856 (Το προτεκτοράτο της Ρωσίας επί των Ρουμανικών Χώρων 1774 - 1856), Έκδοση Saeculum I.O.,Βουκουρέστι, 1999, σ. 61.

[9] Εθνικά Ιστορικά Κεντρικά Αρχεία (θα αναφερθεί A.N.I.C.), Αρχε ίο Aπ όστολος Αρσάκης, 276.

[10] I.C.Filitti, Domniile române sub Regulamentul Organic ( Οι Ρουμανικές Ηγεμονίες επί των Οργανικών Κανονισμών ), σ. 33.

[11] Hurmuzachi, τόμος XVII, σ. 500.

[12] Ο. π.

[13] Χαρακτήρισε τις επαναστατικές ιδέες σχετικά με το σύστημα ιδιοκτησίας, σαν "κομουνιστικές"; βλ. Anastasie Iordache, Originile şi constituirea Partidului Conservator (H καταγωγή και η συγκρότηση του Συντηρητικού Κόμματος), Έκδοση Paideia, Βουκουρέστι, 1999, σ. 113.

[14] Georgeta Penelea Filitti, "Apostol Arsaki- Un personaj istoric uitat" (Ο Απόστολος Αρσάκης – ένας ξεχασμένος χαρακτήρας), στο Magazin Istoric, Νέα Έκδοση, 1996, αρ. 1, σ. 21.

[15] A.N.I.C., Αρχείο Απόστολος Αρσάκης, 482.

[16] Στην ίδια συνδιάσκεψη, ο εκπρόσωπος της Μολδαβίας ήταν ο Costache Negri.

[17] Dan Berindei, Epoca Unirii (Η εποχή της Ενωσης), Έκδοση Corint, Βουκουρέστι, 2000, σ. 89.

[18] Ήταν και η άποψη του Γαλλικού πρόξενου, Λ. Βεκλάρδ; βλ. Documente privind Unirea Principatelor, vol. VI, Corespondenţă franceză, 1856 – 1859 (Έγγραφα σχετικά με την Ένωση των Πριγκιπάτων, τόμος VI, Γαλλική αλληλογραφία, 1853 - 1856), Βουκουρέστι, 1980, σ. 353.

[19] Stelian Neagoe, Istoria guvernelor României de la început – 1859, până în zilele noastre – 1995 ( Η ιστορία των κυβερνήσεων της Ρουμανίας από την αρχή – 1859 έως τις μέρες μας – 1995), Βουκουρέστι, 1995, σ. 180.

[20] Φαίνεται ότι ο Αρσάκης δεν δέχθηκε ποτέ την Ρουμανική υπηκοότητα; βλ. Cornelia Papacostea Danielopolou, Comunităţile greceşti din România în secolul al XIX-lea(Οι Ελληνικές κοινότητες από την Ρουμανία τον αιώνα ΧΙΧ ), ΈκδοσηOmonia, Bουκουρέστι, 1996, σ. 20.

[21] Ακαδημία της Ρουμανίας (θα αναφερθεί B.A.R.), Αρχείο Απόστολος Αρσάκης, Ι /1.

[22] Ο. π.

[23] Georgeta Penelea Filitti, ο. π., σ.22.