Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Μαρία Ηροδότου

Η κειμενική ανατροπή της αποικιοκρατικής σκέψης σε κυπριακά πεζογραφήματα

O 19ος και 20ός αιώνας υπήρξε πολύ σημαντική περίοδος στην ιστορία της Κύπρου. Τουρκοκρατία, αγγλοκρατία, απελευθερωτικός αγώνας, δημιουργία του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, τουρκική εισβολή, παράνομη “διχοτόμηση” και κατοχή του νησιού είναι μερικοί από τους σταθμούς της περιόδου αυτής. Όπως έχει αποδειχτεί και για άλλες χώρες, οι πολυτάραχες πολιτικές καταστάσεις συνοδεύονται από τη δημιουργία πληθώρας λογοτεχνικών έργων. Η ανακοίνωση αυτή επικεντρώνεται στην εποχή της αποικιοκρατίας στην Κύπρο και στον τρόπο που Ελληνοκύπριοι συγγραφείς, χρησιμοποιώντας την εμπειρία (το βίωμα) ή τη μνήμη ανακαλούν το παρελθόν στα έργα τους (και κυρίως στο πεζογράφημα) σε συσχετισμό με το παρόν. Η προσέγγιση γίνεται μέσα από το πλαίσιο της μεταποικιοκρατικής θεωρίας, γιατί από την εποχή που ο Edward Said εξέδωσε το σημαντικό έργο του Orientalism (1978)[1] -στο οποίο θεμελιώθηκε η μεταποικιοκρατική θεωρία και έδωσε το έναυσμα να εξετασθούν οι λογοτεχνίες των πρώην αποικιοκρατούμενων λαών στο πλαίσιο αυτό- δεν έχει γίνει ακόμη σχετική συστηματική εξέταση της λογοτεχνίας της Κύπρου. Στη μεταποικιορατική θεωρία το παρελθόν θεωρείται πολύ σημαντικό λόγω της διαπλοκής του με το παρόν. Η επιστροφή στο παρελθόν όμως –όπως υποστηρίζει και ο Homi Bhabha- δεν είναι μια ήσυχη ενέργεια ενδοσκόπησης ή άνασκόπησης. Είναι μια επώδυνη επανασύνδεση του «διαμελισμένου» παρελθόντος που αποσκοπεί στην κατανόηση του τραυματικού παρόντος. Ακόμη, η διαδικασία επιστροφής στην αποικιοκρατική σκηνή αποκαλύπτει μία σχέση αμοιβαίου ανταγωνισμού μεταξύ αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενου (1994: 63). Οι αποικιοκράτες υποστηρίζουν και προβάλλουν την ανωτερότητα της κουλτούρας τους και οι (πρώην) αποικιοκρατούμενοι με τη σειρά τους χρησιμοποιούν τα λογοτεχνικά κείμενα ως απάντηση, μεταθέτοντας τα κείμενα εκείνων από το κέντρο και αντικαθιστώντας τα με τα δικά τους, δημιουργώντας νέα κέντρα. Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργούν ένα διάλογο μέσα από τον οποίο, αφενός μεν ακούγεται και η δική τους φωνή που μέχρι τώρα είχε καταδικαστεί στη σιωπή, αφετέρου δε υπονομεύεται ο ιμπεριαλιστικός μονόλογος. Έτσι το αντικείμενο “Άλλοι” της αποικιοκρατικής σκέψης γίνεται το υποκείμενο “Εμείς” της μεταποικιοκρατικής ανατροπής. Τα κείμενα αυτά σε τελευταία ανάλυση γίνονται ένα στρατηγικό μέσο “απελευθερωτικής” διαδικασίας σε αντίθεση με την ιδεολογία “ανάσχεσης” ή περιορισμού (Afzal-kahn, 1993).
Η αύξηση της έκδοσης κυπριακών έργων που έχουν ως θέμα την αποικιοκρατία και μάλιστα τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Άγγλων, που παρατηρείται τελευταία, μπορεί επίσης να ερμηνευτεί και ως μια θεραπευτική αντίδραση στην πρόσφατη συμφορά της τουρκικής εισβολής. Με τις παραμέτρους αυτές, λοιπόν, θα εξεταστούν ενδεικτικά κάποια πεζογραφήματα μέσα από τα οποία δίνεται φωνή στους “καταπιεσμένους” (“the subultren”) για τους οποίους η Gayatri Spivak είχε υποβάλει σχετική ερώτηση με σκοπό να προκαλέσει τους διανοούμενους της Δύσης. Τα έργα αυτά γράφτηκαν την εποχή και λίγο μετά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1955-1959.

Αποικιοκρατική σκέψη και κειμενικότητα

Η αποικιοκρατία αρχικά επιβλήθηκε με τα όπλα και στη συνέχεια χρησιμοποίησε διάφορα άλλα μέσα για να διατηρήσει και να επεκτείνει την κυριαρχία της. Η σχετικά σύγχρονη ανάπτυξη της μεταποικιοκρατικής θεωρίας προώθησε τη θέση ότι η αποικιοκρατία μετά τη χρήση των όπλων χρησιμοποίησε τα κείμενα για να επιβληθεί και ότι στη συνέχεια έδωσε την αφορμή να γραφτούν άλλα κείμενα και από τις δύο πλευρές. Τα κείμενα αυτά πιστεύεται ότι αποτελούν τους σημαντικότερους υποκινητές και υποστηρικτές, τόσο της αποικιοκρατίας όσο και της αντίστασης εναντίον της (Gandhi, 1998: 141-142). Ο πρώτος ο οποίος υποστήριξε τη θέση ότι η αποικιοκρατία είναι πρώτα απ’ όλα “discourse” –βασισμένος στην αντίληψη του M. Foucault- ήταν o E. Said στο προαναφερθέν έργο του, όπου δείχνει ότι η Δύση μέσα από τα κείμενα περιγράφει, φαντάζεται, μεταφράζει και “γνωρίζει” την Ανατολή. Ο Said μάλιστα υποστήριξε ότι η κειμενική κατάκτηση της Ανατολής προηγήθηκε της στρατιωτικής. Οι γνώσεις όμως που δημιούργησαν οι δυτικοί βασίστηκαν στο δυτικό τρόπο σκέψης και στη δυτική κουλτούρα. Οι κειμενικοί κώδικες και οι συμβάσεις που χρησιμοποίησαν αποσκοπούσαν στον έλεγχο και την εκμετάλλευσή της. Γι’ αυτό το λόγο δημιούργησαν και πρόβαλαν μια Ανατολή που μπορούσε και έπρεπε να αποικηθεί. Αυτό ήταν αναπόφευκτο, γιατί εκείνοι που δημιουργούσαν τις γνώσεις για την Ανατολή, ήταν στενά συνδεδεμένοι με την αποικιοκρατική ιστορία και σχέσεις. Επομένως, η φανταστική κειμενική κυριαρχία της μπορεί να θεωρηθεί ως η “πρόβα” για την στρατιωτική κυριαρχία (Gandhi, 1998: 143).

Τη δύναμη και το ρόλο των κειμένων παραδέχονται και άλλοι μελετητές της αποικιοκρατίας. Η Elleke Boehmer τονίζει ότι η ίδια η αυτοκρατορία[2] ήταν κατά μεγάλο μέρος μια κειμενική άσκηση. Πριν ακόμη αρχίσει την επέκτασή της σε νέους τόπους, βασίστηκε στα ταξιδιωτικά κείμενα, τα κείμενα εμπόρων, διοικητών και αποίκων, για να αποφασίσει την κατάκτηση συγκεκριμένου τόπου. Στη συνέχεια τόσο η διαμόρφωση του διοικητικού, του νομικού και όλων των συστημάτων, όσο και η εφαρμογή τους, γίνεται με μέσο το γραπτό λόγο.[3] Για να καταλήξει σ’ αυτά τα συστήματα έπρεπε να μελετήσει επίσης -μεταξύ άλλων- και τα υπάρχοντα κείμενα που δημιουργήθηκαν στο συγκεκριμένο τόπο (Boehmer, 1996: 12-14). Η μελέτη των κειμένων των ντόπιων γινόταν όχι μόνο για την απόκτηση των απαραίτητων γνώσεων που αφορούσαν τους “υπηκόους” τους αλλά και για την ανεύρεση τρόπων αμφισβήτησης της αξίας τους ώστε να διακαιολογηθεί η δική τους επιβολή. Ο ρόλος των κειμένων αυξάνεται όσον αφορά στην προώθηση της ιδέας ότι ο κόσμος εξαρτάται από τις αποικιακές μητροπόλεις, καθώς επίσης και στην αναπαραγωγή συμβόλων, εικόνων και εμπειριών από τη μητρόπολη στις αποικίες. Έτσι παρόλο που θεωρούν τους ντόπιους ως υπανάπτυκτους και απολίτιστους, μελετούν με προσοχή τα κείμενά τους, γιατί θα τους βοηθήσουν να υποτάξουν και να κυβερνήσουν. Η Ε. Boehmer θεωρεί τη διαδικασία αυτή ως κειμενική κατάληψη (“textual take-over”) (1996: 19). Τα κείμενα αυτά του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού παρουσιάζουν τη θετική πλευρά της αποικιοκρατίας και την “πρόοδο” που κατά την άποψή τους έφεραν στις αποικίες. Στην πραγματικότητα όμως αποσιωπούν την καταστροφή που προκαλούν στους ντόπιους (από τη στρατιωτική σύγκρουση, τις επιδημίες, τις στερήσεις, την καταδίωξη, το δουλεμπόριο, τη μαζική μετατόπιση των πληθυσμών, κ.ο.κ.). Δημιουργούν στερεότυπα για τους ντόπιους και, χρησιμοποιώντας το δικό τους μύθο, συμβολισμό και μεταφορά, δικαιολογούν την κατάκτηση. Με τα μέσα αυτά εξομοιώνουν όλους τους κατακτημένους λαούς, αφαιρώντας τους την ιδιαιτερότητα, την ποικιλομορφία, τον ξεχωριστό τρόπο σκέψεως, την δική τους φωνή.[4] Όλοι οι κατακτημένοι αποτελούν τον «Άλλο» του οποίου τα επινοημένα αρνητικά χαρακτηριστικά χρησιμοποιούνται ως μέτρο σύγκρισης και απόδειξης της ανωτερότητας της Δύσης. Ο Said υποστηρίζει ότι τελικά τα κείμενα που δημιουργεί η Δύση για την Ανατολή είναι “ένα πολιτικό όραμα της πραγματικότητας του οποίου η δομή προωθούσε τη διπολική αντίθεση μταξύ του γνωστού (Ευρώπη, η Δύση, “Εμείς”) και του παράξενου (η Ανατολή, “Αυτοί”, οι “Άλλοι”). Αυτή η διπολική σχέση παρόλο που ήταν αρνητική για τους αποικιοκρατούμενους είχε και τη θετική της πλευρά γιατί βοήθησε στην αυτοαντίληψη και τον αυτοπροσδιορισμό της Δύσης.

On the one hand there are Westerners, and on the other there are Arab-Orientals; the former are (in no particular order) rational, peaceful, liberal, logical, capable of holding real values, without natural suspicion; the latter are none of these things (Said, 1995: 49)

Οι αποικιοκρατούμενοι χαρακτηρίστηκαν παράλογοι, βάρβαροι, αισθησιακοί, οκνηροί, ενώ οι αποικιοκράτες ήταν αντίθετα λογικοί, πολιτισμένοι, είχαν υπό έλεγχο τη σεξουαλική τους συμπεριφορά και η σκληρή δουλειά ήταν κύριο στοιχείο του χαρακτήρα τους. Κατ’ επέκταση η Ανατολή ήταν στατική ενώ η Δύση αναπτυσσόταν διαρκώς. Η πρώτη ήταν θηλυπρεπής, ενώ η δεύτερη ανδροπρεπής (Loomba, 1998: 47). H διαλεκτική αυτή που δημιουργήθηκε για την Ανατολή διευρύνθηκε στη συνέχεια για να συμπεριλάβει την Αφρική, τους ιθαγενείς της Αμερικής και όλους τους μη Ευρωπαίους. Έτσι στην ασυμβίβαστη διαφορετικότητα προστίθενται τώρα π.χ. και οι διακρίσεις “ λευκοί” - “μαύροι”.[5] Η αναπόφευκτη επαφή που επέφερε η αποικιοκρατία μεταξύ ιθαγενών και Ευρωπαίων είχε ως αποτέλεσμα να τροποποιηθούν σταδιακά οι εικόνες αυτές αλλά οι βασικές αντιθέσεις και τα στερεότυπα παρέμειναν[6]. Οι γνώσεις που παράγονταν με την πάροδο του χρόνου άρχισαν επίσης να διηθούνται από τις τοπικές γνώσεις. Ειρωνικά όμως, και σ’ αυτή την περίπτωση οι εικόνες και οι γνώσεις των ντόπιων χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχύσουν τα στερεότυπα. Το αποκορύφωμα της ιδεολογικής επιβολής που γίνεται από τους Ευρωπαίους βρίσκεται στο γεγονός ότι στην ιστορία τους η συμβολή των αποικιών στην ευρωπαϊκή ανάπτυξη αποσιωπάται εντελώς. Αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση τόσο την αντικειμενικότητα της ιστορίας όσο και την παραγωγή όλων των γνώσεων στη Δύσης κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας (Loomba, 1998: 64-69).

Το θέμα των κειμένων, ιδωμένο από την πλευρά των αποικιοκρατούμενων, παίρνει επίσης μεγάλη σημασία. Τα κείμενά τους θα παίξουν αντίστοιχο ρόλο, αφού μέσα από αυτά θα αμφισβητήσουν, θα υπονομεύσουν και θα προσπαθήσουν να ανατρέψουν την αποικιοκρατική κυριαρχία.

Το είδος των κειμένων στα οποία αναφέρονται οι μελετητές/ κριτικοί της αποικιοκρατίας ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες όπως: ταξιδιωτικά, διάφορα έγγραφα –μεταξύ των οποίων και κυβερνητικά έγγραφα-, λογοτεχνικά κείμενα, κ.ο.κ. Τα τελευταία είναι αυτά που μας ενδιαφέρουν εδώ και σ’ αυτά θα επικεντρωθούμε στη συνέχεια.

Αποικιοκρατία και λογοτεχνία

Σήμερα η μεγαλύτερη ανάλυση της αποικιοκρατικής σκέψης και των αποικιοκρατικών σχέσεων γίνεται μέσα από τις λογοτεχνικές και άλλες παρεμφερείς σπουδές, αφού έχει γίνει αποδεκτό ότι η λογοτεχνία μεσολαβεί μεταξύ πραγματικού και φανταστικού κόσμου (Loomba, 1998: 69-70). Ο ρόλος της λογοτεχνίας αναγνωρίστηκε λόγω της σπουδαιότητας που αποδίδεται στη γλώσσα και στα “σημεία”. Η γλώσσα και τα “σημεία” είναι σημαντικά, αφενός μεν γιατί αποτελούν το πεδίο στο οποίο διασταυρώνονται και συγκρούονται οι ιδεολογίες, αφετέρου δε γιατί μπορούν να μορφοποιήσουν τις πολύπλοκες σχέσεις ατόμου, κοινωνίας και γλώσσας.[7]

Η λογοτεχνία είναι επίσης σημαντική γιατί σε μια κατάσταση αποικιοκρατίας μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο και για τις δύο πλευρές. Από την πλευρά των αποικιοκρατών χρησιμοποιείται για τη μετάδοση της κυριαρχούσας ιδεολογίας, την κωδικοποίηση των εντάσεων και πολύπλοκων σχέσεων και αλλαγών που εμφανίζονται στην κουλτούρα τους, ενώ από την πλευρά των αποικιοκρατούμενων χρησιμοποιείται για την αμφισβήτηση, την υπονόμευση και τελικά την ανατροπή της αποικιοκρατικής ιδεολογίας. Γι’ αυτό το λόγο ο κορυφαίος θεωρητικός της κουλτούρας Frederic Jameson θεωρεί πολύ σημαντική τη σχέση ιστορίας λογοτεχνίας (η οποία είναι προϊόν κουλτούρας) επειδή μπορούν με μια παλινδρομική διαδικασία μεταξύ τους να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις. Πιστεύει πως όλα τα κείμενα πρέπει να εξετάζονται πρωταρχικά ως πολιτικά κείμενα. Πολύ περισσότερο οι λογοτεχνίες των πρώην αποικιοκρατούμενων χωρών στις οποίες υπερισχύει η εθνική αλληγορία (Jameson, 2001: 33-60 & 319-320). Πέραν όμως από το ρόλο της αντιπαράθεσης των δύο η λογοτεχνία μπορεί να αποτελέσει ένα πεδίο επαφής όπου συντελείται η διαπολιτισμικότητα («transculturation») με όλη τη πολυπλοκότητα που τη χαρακτηρίζει (Loomba, 1980: 70-71). Αυτό όμως είναι ένα τελικό στάδιο που είναι αμφισβητήσιμο αν πραγματοποιήθηκε.

Κειμενική ανατροπή

“Μπορούν οι αδύνατοι/ καταπιεσμένοι να μιλήσουν;” (“Can the subaltern speak?”)[8]. Η Cayatri Spivak υπέβαλε το 1985 την ερώτηση αυτή στους διανοούμενους της Δύσης, για να τους επιστήσει την προσοχή στους κινδύνους που υπάρχουν όταν αποφασίζουν οι δυτικοί διανοούμενοι να μιλήσουν για καταπιεσμένες ομάδες. Για να δώσουμε μια έστω ελλιπή απάντηση στην ερώτηση αυτή θα θα εξετάσουμε κάποια δείγματα κυπριακών πεζογραφημάτων, μέσα από τα οποία θα “μιλήσουν” οι ίδιοι οι λογοτέχνες ενός χώρου που υπήρξε αποικιοκρατούμενος.

Οι συγγραφείς αυτοί επιλέγουν το ρεαλιστικό είδος για να εκφράσουν τις απόψεις τους που όπως υποστηρίζει και ο Georg LuKacs τους επιτρέπει να δείξουν τις εντάσεις και συγκρούσεις που επικρατούν στην κοινωνία. Υπάρχει όμως και μια γεύση ρομαντισμού η οποία σχετίζεται με τη δίψα για απελευθέρωση από τον κατακτητή και την προβολή του εθνικού φρονήματος.

Κυπριακά κείμενα
Ξάνθου Λυσιώτη Καπετάν Γιαννάκης (1953)

Η πρώτη αμφισβήτηση της αγγλικής υπεροχής και η έκφραση της έξαρσης του εθνικού φρονήματος από την πλευρά των Κυπρίων πεζογράφων διατυπώνεται στο μεγάλο διήγημα του Ξάνθου Λυσιώτη Καπετάν Γιαννάκης (1953) παραμονές της έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ. Ο αφηγητής, καθισμένος κοντά στη φωτιά παρέα με το σκύλο του σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, κάνει αναδρομή στην εξέγερση του Οκτώβρη του 1931. Χρησιμοποιώντας τη μνήμη τριών διαδοχικών γενεών (τη δική του, του πατέρα και του παππού) εξομοιώνει τις καταστάσεις σκλαβιάς που έζησε το νησί. Με ειρωνική διάθεση οι Άγγλοι γίνονται οι “Άλλοι”, που είναι διαφορετικοί από “Εμάς”, τους Έλληνες. Θεωρεί ότι κατάφεραν να αντιμετωπίσουν την πρώτη εξέγερση των Ελληνοκυπρίων, χρησιμοποιώντας βίαια μέσα (σκοτωμούς και συλλήψεις) γιατί “ήτανε ψύχραιμοι και φλεγματικοί”. Ο λαός κλεισμένος στα σπίτια του, λόγω των απαγορευτικών μέτρων στην κυκλοφορία, ζει μια κατάσταση ανήσυχης ηρεμίας με αντιφατικά αισθήματα· αισθήματα φόβου αλλά και εθνικής υπερηφάνειας γιατί είχε αρχίσει “επανάσταση σε πόλεις και χωριά” και “η Γαλανόλευκη είχε κυματίσει για λίγες μέρες στα πυρπολημένα Κυβερνητικά κτίρια […].” Η εθνική ταυτότητα και η στενή σχέση Ελλάδας-Κύπρου εκφράζονται ακόμη μέσα από τις απαγγελίες του πατέρα στίχων από τραγούδι “του μεγάλου μας Παλαμά” που κυκλοφορούσε “μυστικά” ανάμεσα “στους κύκλους των μεμυημένων.” “Ήταν το μήνυμα της Αθήνας. Ήτανε η φωνή της ανήμπορης μάνας μας, που με βουρκωμένα μάτια χαιρετούσε από μακρυά το ξέσπασμα της οργής και της λαχτάρας μας”[9] μας ενημερώνει ο αφηγητής. Στη συνέχεια οι αφηγήσεις του παππού για τον πρόγονό τους –τον καπετάν Γιαννάκη- μεταθέτουν την πλοκή ακόμη πιο παλιά στην εποχή της τουρκοκρατίας. Ο καπετάν Γιαννάκης, ο κουρσάρος, αντιπροσωπεύει το ελεύθερο πνεύμα του νησιού που δεν μπορεί να ανεκτεί την καταπίεση και την ταπείνωση στην οποία υποβάλλεται από τον κατακτητή. Είναι η έκφραση της δίψας για εκδίκηση. Με τις μνήμες αυτές συμπλέκεται το παρελθόν και το παρόν και αναβιώνει το αίσθημα του ηρωισμού, απαραίτητο για τη διατήρηση του εθνικού φρονήματος και της εξέγερσης που προμηνύεται. Οι Άγγλοι δε είναι παρά ένας ακόμη κατακτητής.[10]

Ζήτα Σίγμα Ρω Στα Συρματοπλέγματα της Σκλαβιάς (1959)και Γιάννη Σταυρινού Οικονομίδη Αριθμός αντί Άνθρωπος (1965)

Τα δύο έργα έχουν κοινό θέμα και περιεχόμενο. Εξιστορούν μια βιωμένη εμπειρία στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των Άγγλων κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ. Μόνο που η εξιστόρηση του πρώτου γίνεται άμεσα καθώς τα γεγονότα διαδραματίζονται, με ημερολογιακή μορφή, ενώ στο δεύτερο η εξιστόρησή τους γίνεται λίγα χρόνια μετά. Η μνήμη όμως και στο δεύτερο έργο είναι επίσης πρόσφατη. Ιδιαίτερα το πρώτο πεζογράφημα –που γράφτηκε από τον Πολύβιο Νικολάου-[11] αποτελεί μια μαρτυρία γιατί γράφτηκε μέσα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως (Κοκκινοτριμιθιάς και Πύλας). Κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο και μυστικά λόγω των απαγορευτικών μέτρων που είχαν επιβάλει οι Άγγλοι. Το έγραψε σαν ένα Ημερολόγιο παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πάντοτε ημερομηνίες για όλα τα συμβάντα που περιγράφει. Στα διάφορα κεφάλαια περιγράφεται ο τρόπος ζωής των κρατουμένων, η αντίδρασή τους στα γεγονότα του Αγώνα όπως τα πληροφορούνται είτε από το ραδιόφωνο («την παλιόκασα») είτε από συγγενείς και φίλους που τους επισκέπτονται.

Το έργο είναι σημαντικό γιατί αποτελεί ένα δείγμα ανατροπής της αποικιοκρατικής σκέψης. Οι Άγγλοι δεν είναι πια οι πολιτισμένοι δυτικοί Ευρωπαίοι αλλά μια σκληρή στρατιωτική δύναμη η οποία περιφρονεί όλες τις δημοκρατικές διαδικασίες, καταργεί νόμους αντικαθιστώντας τους με έκτακτα μέτρα ή με ειδικούς στρατιωτικούς νόμους. Ταυτόχρονα όμως φοβούμενοι την παγκόσμια αντίδραση προσπαθούν να διατηρήσουν κάποια προσχήματα. Ο αφηγητής με την ειρωνεία αντιστρέφει τα προσχήματά τους:

Μα ο Νόμος Εκτάκτου Ανάγκης, ένας νόμος σκληρός σαν τόνομα εκείνου που τον έφτιαξε και ψυχρός σαν τον Εγγλέζο που τον υπόγραψε και πούναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο, του Κυβερνήτη Χάρτιγκ, το ορίζει καθαρά: Θάνατος σε όλους τους «τρομοκράτες». Θάνατος και σε όσους συγχρωτίζουνται με «τρομοκράτες». Ο Κυβερνήτης βέβαια δεν φταίει ο άνθρωπος για τούτο το κακό. Επειδή τούτη την ποινή τη λέει καθαρά ο Νόμος και την επιβάλλει το αμερόληπτο δικαστήριο που δικαστής είναι ένας αμερόληπτος Εγγλέζος. Και τούτο δεν είναι τελικό γιατί ο κατηγορούμενος μπορεί να κάνει την έφεσή του στο ανώτερο δικαστήριο, που Πρόεδρός του είναι ένας άλλος αμερόληπτος Εγγλέζος. Και ύστερα πάλι, ο κατηγορούμενος μπορεί να αποταθεί στο ιδιαίτερο ανακτοσυμβούλιο της Βασίλισσας της Αγγλίας, που το αποτελούν άνθρωποι εγγλεζότατοι […] (Ζήτα Σίγμα Ρω, 1959: 166).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η έναρξη του Αγώνα είχε ως συνέπεια την κατάργηση νόμων και την επιβολή των μέτρων Έκτακτης Ανάγκης. Αυτό σήμαινε ότι οι στρατιωτικές αγγλικές δυνάμεις μπορούσαν να συλλάβουν οποιονδήποτε θεωρούσαν ένοχο χωρίς να διακαιολογήσουν την αιτία της σύλληψής τους, να τον κλείσουν επ’ αόριστο σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως –ανεξάρτητα από την ηλικία του-, να τον ανακρίνουν με βίαια μέσα και να τον υποβάλουν σε διάφορους εξεφτελισμούς αφού προηγουμένως του αφαιρούσαν το όνομα αντικαθιστώντας το με αριθμό. Η κράτησή τους στα περιβόητα στρατόπεδα της Κοκκινοτριμιθιάς και της Πύλας κάτω από άσχημες συνθήκες και με τιμωρίες που αποσκοπούσαν στον εξαναγκασμό να μαρτυρήσουν οτιδήποτε ήξερα για αγωνιστές της ΕΟΚΑ, ήταν τα πιο συνηθισμένα μέτρα. Το χειρότερο όμως ήταν η ανάκρισή τους στα περιβόητα κρατητήρια της Ομορφίτας. Αλλά και όλος ο άμαχος πληθυσμός υποβαλλόταν σε καταπιεστικά μέτρα και στερούνταν της ελευθερίας του. Τονίζονται π.χ. τα περιβόητα “κέρφιου” (οι κατ’ οίκον περιορισμοί).

Ο Νικολάου δεν υπονομεύει απλώς την αγγλική ανωτερότητα. Αντιστρέφει τα στερεότυπα που είχαν δημιουργήσει εκείνοι με τα δικά του στερεότυπα. Ο κατακτητής έχει μια “κατακόκκινη εγγλέζικη φάτσα” “και το στόμα του βρωμούσε ουίσκυ αφού τώρα μόλις είχε αδειάσει μια ολόκληρη μπουκάλα». Αλλού οι Άγγλοι ανακριτές γίνονται τέρατα: «Αν θέλεις να ζωγραφίσεις ένα τέρας, ζωγράφισε ένα Εγγλέζο ανακριτή» (Ζήτα Σίγμα Ρω, χχ: 115, 27-28).

Το αποκορύφωμα όμως της υπονόμευσης της δυτικής ανωτερότητας και ανατροπής της αποικιοκρατικής σκέψης πραγματοποιείται με την έμφαση που δίνεται στους απαγχονισμούς που εφάρμοζαν οι Άγγλοι. Η βάρβαρη πράξη των απαγχονισμών των νεαρών αγωνιστών που θυσιάζονταν για την πατρίδα τους αποτελούσε για το συγγραφέα το μεγαλύτερο αποδεικτικό στοιχείο της έλλειψης πολιτισμού. Τη θέση αυτή την τεκμηριώνει με αναφορά στην παγκόσμια κατακραυγή και τις διαμαρτυρίες διανοούμενων ακόμη και μέσα στην ίδια τη Μεγάλη Βρετανία.

Μέσα στο ίδιο περίπου πλαίσιο κινείται και ο Γιάννης Σταυρινός Οικονομίδης[12], ο οποίος μάλιστα προτάσσει και ένα δοκίμιο όπου κάνει μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της Κύπρου, τονίζοντας αφενός μεν τους εθνικούς πόθους των Ελληνοκυπρίων, αφετέρου δε τα πολιτικά παιχνίδια της Αγγλίας και τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα τα οποία αποτελούν και τις βαθύτερες αιτίες της σκληρής της στάσης απέναντι στις απαιτήσεις και τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων. Ο συγγραφέας αναλύει επίσης τους λόγους της έναρξης του αγώνα και της μεγάλης συμμετοχής του λαού. Η αφήγηση της ιστορίας του αρχίζει “τις μέρες του ανθρωποκυνηγητού και ανθρωπομαζώματος” στον Άγιο Φίλωνα της Καρπασίας όπου διέμενε ο αφηγητής και συγκεκριμένα στις 23 Ιουλίου 1958, ημέρα της σύλληψής του. Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση προβάλλει την κατάργηση των νόμων και την επιβολή μέτρων εκτάκτου ανάγκης για πάταξη της “τρομοκρατίας”, την κατάργηση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τη σύλληψη και κράτηση ατόμων τα οποία θεωρούνταν ύποπτα χωρίς δίκη. Οι περιπέτειες και τα βασανιστήρια από την ώρα της σύλληψης, της ανάκρισης, της μεταφοράς των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως (στον Καράολο και στην Πύλα)[13], καθώς επίσης οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης και τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονται –σωματικά και ψυχικά- ανατρέπουν την πολιτιστική ανωτερότητα των Άγγλων οι οποίοι μετατρέπονται σε βάρβαρους κατακτητές[14]. Το έργο τελειώνει με την αναφορά στη θυσία των αγωνιστών νέων στον αχυρώνα του Λιοπετρίου και με υπενθύμιση της θυσίας του Γρηγόρη Αυξεντίου. Οι πράξεις αυτές συγκρίνονται με το Χάνι της Γραβιάς και τις Θερμοπύλες όπου το άτομο υπερβαίνει τον εαυτό του για τη σωτηρία ή την απελευθέρωση της πατρίδας του:

Ύστερα από την τόσο παραδειγματική αυτοθυσία του αθανάτου Γρηγόρη Αυξεντίου στο Μαχαιρά, το ολοκαύτωμα των τεσσάρων παλλικαριών μέσα στον ταπεινό αχερώνα του Λιοπετριού. Τέσσερα παλλικάρια της ελληνικής Κύπρου, στον αθό της ηλικίας του ανθρώπου, είχαν τη δύναμη να γίνουν ένα με την Ιδέα και πολιορκημένα να προτιμήσουν το θάνατο παρά να παραδοθούν στους Άγγλους και να ζήσουν.
Έτσι λατρεύεται η Ιδέα και αυτός είναι ο ηρωισμός: Απάρνηση της ζωής –και νάσαι τόσο νέος!- και θεληματικός θάνατος […]. Αυτό το είδος άνθρωποι, σώζουν την αξιοπρέπεια της ζωής (Οικονομίδης, 1965: 98).

Κώστα Μόντη, Κλειστές Πόρτες

Το 1957 εκδόθηκε το γνωστό έργο του Lawrence Durrell, Bitter Lemons, το οποίο παρόλο που ο ίδιος στην αρχή δηλώνει ότι δεν είναι πολιτικό παρά:
An impressionistic study of the moods and the atmospheres of Cyprus during the troubled years of 1953-1956 (Durrell, 1957: 11)
στην πραγματικότητα είναι πολιτικό και σε πολλά σημεία προπαγανδιστικό. Η ίδια η δήλωση του συγγραφέα αυτοαναιρείται, γιατί η εποχή στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα (1953-1956) και η προοπτική του παρόντος της συγγραφής του έργου (1957) δεν θα μπορούσε να δώσει ένα έργο αντικειμενικό. Η υποκειμενική αντιμετώπιση των πραγμάτων ενισχύεται και από την επίσημη θέση του συγγραφέα ο οποίος υπηρετούσε στο Γραφείο Πληροφοριών της αποικιακής κυβέρνησης. Στο έργο προβάλλονται όλες οι θέσεις της αποικιοκρατίας στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω. Η πρώτη απάντηση δόθηκε από το Ρόδη Ρούφο στο μυθιστόρημά του Χάλκινη Εποχή (1960) και ακολούθησε από την πλευρά των Κυπρίων η νουβέλα του Κώστα Μόντη, Κλειστές Πόρτες (1964).[15] Η αμφισβήτηση του ελληνικού χαρακτήρα της Κύπρου αφενός, και η προβολή του αγώνα της ΕΟΚΑ αφετέρου ως τρομοκρατία, είναι δύο βασικοί πόλοι γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η προσπάθεια αναίρεσης των θέσεων του Durrell από το Μόντη.[16] Ο Μόντης βλέπει το δίκαιο του αγώνα των Ελληνοκυπρίων κατά των Άγγλων για ένωση με την Ελλάδα, εντάσσοντάς τον στα πλαίσια της ιδεολογίας του αλυτρωτισμού· της ένωσης με τον «εθνικό κορμό»:

Όσο για τις πολιτικές ανησυχίες και το μακρό διαρκή αγώνα του νησιού να αποσείσει το ξένο ζυγό […] μας έκανε να σηκωνόμαστε από τις τέσσερις η ώρα το πρωί για να τραγουδήσουμε το εωθινό στο πλακόστρωτο της Αρχιεπισκοπής και μπροστά από το Προξενείο (ένα μονάχα Προξενείο υπήρχε για μας), να παρελάσουμε ύστερα με Ελληνικές σημαίες και σάλπιγγες και τύμπανα […], να συνωστισθούμε στη Φανερωμένη και να ζητωκραυγάσουμε για «ένωση», τ’ απελευθερωτικό κίνημα που αντήχησε κατά καιρούς εθνικός στόχος και σκοπός σ’ ολάκερο τον ελληνικό χώρο που είχε μείνει έξω από τα σύνορα της ελεύθερης πατρίδας (Μόντης, 1987: 1539).

Ο αφηγητής του Μόντη είναι ένας νέος που έζησε τα γεγονότα ως νεαρός μαθητής του γυμνασίου και τα περιγράφει από διπλή σκοπιά· των έφηβων μαθητών και του απλού κόσμου, της συνηθισμένης οικογένειας. Η επιλογή, τόσο του αφηγητή όσο της οπτικής γωνίας, δεν είναι βέβαια τυχαία. Έγινε από το συγγραφέα για να αναιρέσει τις θέσεις του Durrell ο οποίος προσπάθησε να μειώσει τον αγώνα παρουσιάζοντά τον ως τις ενέργειες μιας μικρής τρομοκρατικής οργάνωσης. Ο Μόντης κατ’ αντιπαράθεση προβάλλει την έξαρση του πατριωτικού φρονήματος, την αγνή ιδεολογία, κυρίως των μαθητών της Κύπρου οι οποίοι πρωτοστάτησαν στον αγώνα για το ιδανικό της ελευθερίας, έχοντας ως πρότυπα τους προηγούμενους αγώνες του Ελληνισμού. Και έτσι ο Μόντης τονίζει τη διαχρονικότητα της ελληνικής ιστορίας της Κύπρου αντίθετα από τον Durrell που τους στερεί το παρελθόν τους με κενά, μια έντεχνη αποσιώπηση και ασάφεια. Ενώ ο Durrell προβάλλει τη στάση και τις ενέργειες των μαθητών ως «τρομοκρατία», ο Μόντης αντιπροβάλλει τον ιδεαλισμό, τον ιερό σκοπό του αγώνα. Στη θέση ότι η εξέγερση ήταν μεμονωμένες εκδηλώσεις τρομοκρατίας από μερικούς φανατικούς, που «παρασύρονταν από τον κλήρο ή το αθηναϊκό κέντρο» και οι οποίοι ανάγκαζαν το λαό να τους υποστηρίξει με τη βία, αντιπροβάλλει το καθολικό εθνικό φρόνημα και τη μαζική συμμετοχή του απλού κόσμου. Αντικαθιστά την “τρομοκρατία” του Durrell με την πραγματική τρομοκρατία που εφάρμοσαν οι Άγγλοι (περιοριστικά μέτρα, κατ’ οίκον περιορισμούς -τα περιβόητα “κέρφιου”-, μαζικές συλλήψεις πολιτών και εγκλεισμό τους στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, τουφεκισμούς, βασανιστήρια, απαγχονισμούς, κ.λπ.), ιδωμένη από την ελληνική σκοπιά. Τονίζει ακόμη τα αποτελέσματα των αγγλικών μέτρων στον απλό, συνηθισμένο άνθρωπο και κυρίως στα παιδιά που έχασαν βίαια την αθωότητά τους –όπως φαίνεται μέσα από τις εμπειρίες του παιδιού-αφηγητή και των συμμαθητών του. Η ίδια η εφαρμογή των μέτρων αυτών αναιρεί τους ισχυρισμούς του Durrell, δικαιώνοντας το Μόντη, γιατί τα μέτρα αποδεικνύουν ότι οι Άγγλοι αντιμετώπιζαν μεγάλη αντίσταση και εξέγερση από όλο τον κόσμο. Ο Μόντης παίζει με τις λέξεις τρομοκράτες και τρομοκρατία· τις επαναλαμβάνει, τις ειρωνεύεται για να τις καταργήσει:

[Οι Άγγλοι] Τρομοκρατήθηκαν! (Αφήστε το τώρα μα μην το ξαναχρησιμοποιήσετε αυτό το ρήμα -θα τον πουν, τον είπαν ήδη εκείνοι, “τρομοκρατία” τον αγώνα σας).

Ποιος ξέρει τι του είπαν για λιγοστούς “τρομοκράτες” (Ποιος ανακάλυψε αυτή τη λέξη;) και για “λαό που τους ανεχόταν από φόβο.”[17] Ποιος ξέρει πώς τον εξαπάτησαν, πώς του διέφθειραν το οπτικό πεδίο, πώς του παραχάραξαν τους ορίζοντες (Μόντης, 1987: 1554 και 1575).

Στη θέση της “τρομοκρατίας” αντιπροτείνει τις λέξεις: Επανάσταση, αγώνας, ξεσηκωμός, απελευθερωτικό αίτημα και κίνημα, εξέγερση. Οι λέξεις του φορτίζονται συναισθηματικά αναγόμενες σε σύμβολα και σε ένα μυστικό κώδικα επικοινωνίας. Λέξεις όπως: “Προξενείο” (“ένα ήταν για μας το Προξενείο”), “Σημαία”, “Αθήνα” και “η φωνή της Αθήνας” (που ήταν “ιερή ώρα”) παραπέμπουν στην εθνική συνείδηση και ταυτότητα που τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή βρίσκονται στο αποκορύφωμα της έκφρασής τους. Το “Παγκύπριο Γυμνάσιο” γίνεται η πηγή αναπαραγωγής και διαιώνισης των εθνικών πόθων. Η “Αρχιεπισκοπή” και η εκκλησία της “Φανερωμένης” εκφράζουν αφενός μεν την θρησκευτική και εθνική ταυτότητα, αφετέρου δε τη μαχητικότητα του λαού και των ηγετών του. Την ίδια μαχητικότητα εκφράζουν “τα τύμπανα και οι σάλπιγγες” των μαθητικών παρελάσεων, ενώ “οι χαρταετοί” γίνονται το σύμβολο μιας υποσυνείδητης προσπάθειας λύτρωσης, κ.ο.κ.

Όλο το έργο του Μόντη είναι μια διαδικασία αντιστροφής της αποικιοκρατικής ιδεολογίας περί ανωτερότητας των αποικιοκρατών και κατωτερότητας των αποικιοκρατούμενων –οι οποίοι στη δεδομένη ιστορική στιγμή μειώνονται στο επίπεδο των “τρομοκρατών”-. Ο συγγραφέας προσπαθεί να «ανοίξει» τις «Κλειστές Πόρτες» της αποικιοκρατικής σκέψης. Η χρήση της δυνατής αυτής μεταφοράς λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα. Μεταδίδει το αίσθημα του εγκλεισμού και αποκλεισμού (οι Άγγλοι κλείνουν τις πύλες των τειχών της Λευκωσίας, κλείνουν τους αγωνιστές στις φυλακές και τα κρατητήρια, κλείνουν τους απλούς πολίτες στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως). Μετά την ανεξαρτησία οι αποικιοκάτες άνοιξαν τις πόρτες των φυλακών αλλά από εθνικής και πολιτικής σκοπιάς άφησαν πολλές πόρτες κλειστές. Το ίδιο κλειστές έμειναν και σε προσωπικό επίπεδο για τους ανθρώπους που στον αγώνα αυτό έχασαν δικούς τους ανθρώπους. Τελικά η μεταφορά αυτή απεικονίζει την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ αποικιοκρατών και αποικιοκρατούμενων. Ο Durrell, παρόλο που επισημαίνει και κατακρίνει τη μη επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών,[18] ο ίδιος στο έργο του την ενισχύει, γεγονός που προσπαθεί ο Μόντης να επανορθώσει με τη νουβέλα του, ανοίγοντας την πόρτα του διαλόγου.

Συμπέρασμα

Μετά από τις σύντομες αυτές αναφορές σε κυπριακά πεζογραφήματα επανερχόμαστε στην αρχική ερώτηση της Gayiantri Spivak (“Can the subultren speak”): “Μπορούν οι αδύνατοι/ οι καταπιεσμένοι να μιλήσουν;” Μια άλλη Ινδή πανεπιστημιακός, η Fawzia Afzal-Kahn, πιστεύει ότι οι συγγραφείς των πρώην αποικιοκρατούμενων χωρών έχουν δύο επιλογές: Ή να δεχτούν τη γνώμη και τα στερεότυπα που έχουν δημιουργήσει οι αποικιοκράτες γι’ αυτούς –οπότε καταλήγουν σε μια λογοτεχνία αυτοπεριφρόνησης (όπως συνέβηκε σε συγγραφείς του “Τρίτου Κόσμου”)[19]- ή να τα υπονομεύσουν ή και να τα ανατρέψουν με μια απελευθερωτική ιδεολογία. Στη δεύτερη περίπτωση μπορούν να μεταμορφώσουν το παρελθόν τους, την κουλτούρα και το λαό τους από αντικείμενα σε ζωντανά υποκείμενα· από ένα ανταγωνιστικό “Άλλο” σε ένα “Αξιαγάπητο Εαυτό” (1993: 5).

Η γνώμη αυτή της Fawzia Afzal-Kahn ισχύει απόλυτα για τους Κυπρίους πεζογράφους όχι μόνο γι’ αυτούς που αναφέραμε εδώ αλλά και γενικότερα. Οι πεζογράφοι στα κείμενά τους επιλέγουν την ιδεολογία της απελευθέρωσης, δηλ. μια ιδεολογία που ανατρέπει τα γενικευμένα προϋπάρχοντα (ως επί το πλείστον αρνητικά) στερεότυπα για τους αποικιοκρατούμενους. Η ανατροπή αυτή στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή (1955-1959) υποβοηθείται από την ιδεολογία του εθνικισμού που οδηγεί τις δύο ομάδες (“Εμείς # Άλλοι”) στη σύγκρουση. Οι συγγραφείς παίρνοντας τις εικόνες, που είχαν δημιουργήσει γι’ αυτούς οι Άγγλοι μέσα από μια ιδεολογία περιορισμού η οποία τους θεωρεί ως “κατώτερους Άλλους” –και μάλιστα τη δεδομένη χρονική περίοδο ως “τρομοκράτες”-, τις ανατρέπουν χρησιμοποιώντας διάφορα λογοτεχνικά μέσα. Οδηγούνται στην απομυθοποίηση εκείνων (των αποικιοκρατών) και στη μυθοποίηση των ίδιων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία όμως καταλήγουν και αυτοί σε ένα Μανιχαϊκό κόσμο[20] από την ανάποδη (“Εμείς # Άλλοι”) όπου ισχύουν τα ίδια στερεότυπα. Για να βρούμε επομένως όχι απλώς μια φωνή αλλά μια πολυφωνία από τους περιθωριοποιημένους της G. Spivak θα πρέπει να βγούμε από το πλαίσιο της σύγκρουσης και να δούμε το θέμα από μια προοπτική χρονικής και συναισθηματικής απόστασης. Αλλά ακόμη και τα κείμενα -όπως αυτά στα οποία αναφερθήκαμε- τα οποία δημιουργούνται ως μια άμεση αντίδραση στα γεγονότα, και κατά συνέπεια τα βλέπουν από τη δική τους οπτική γωνία, είναι σημαντικά γιατί αποτελούν το πρώτο βήμα για την έναρξη ενός κειμενικού διαλόγου στον οποίο μιλούν οι ίδιοι και όχι άλλοι γι’ αυτούς.

 

Βιβλιογραφία

Afzal-Kahn, 1993
Fawzia Afzal-Kahn, Cultural Imperialism and the Indo-English Novel, Pennsylvania: The Pennsylvania University Press
Bhabha, 1994
Homi Bhabha, The Location of Culture, London: Roudledge
Boehmer, 1995
Elleke Boehmer, Colonial and Postcolonial Literature, Oxford: Oxford University Press
Durell,
Lawrence Durrell, Bitter Lemons, London: Faber and Faber Ltd
Ghandhi, 1998
Leela Gandhi, Postcolonial Theory. A Critical Introduction, NSW, Australia: Allen & Unwin
Ζήτα Σίγμα Ρω (Πολύβιου Νικολάου), χχ
Πολύβιου Νικολάου, Στα Συρματοπλέγματα της Σκλαβιάς, Αθήνα, 1959¹
Ηροδότου, (Αδημοσίευτο)
Μαρία Ηροδότου, “Θέσεις και Αντι-θέσεις: Lawrence Durrell, Bitter Lemons και Κώστα Μόντη, Κλειστές Πόρτες». Ανακοίνωση στο Συνέδριο της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας με θέμα “Hellenic Language, Literature & Culture: The Pre-text”, Adelaide: Flinders University
Loomba, 1998
Ania Loomba, Colonialism/ Postcolonialism, London & New York: Routledge
Lucάcs, 1962
Georg Lucάcs, The Meaning of Contemporary Realism, London: Merlin Press
Λυσιώτη, 1978
Ξάνθου Λυσιώτη “Καπετάν Γιαννάκης” στο Συγκομιδή (1937-1977), Κύπρος
Μόντης, 1987
Κώστα Μόντη, «Κλειστές Πόρτες», στο Άπαντα Β΄ (Πεζά), Λευκωσία: Ίδρυμα Αναστασίου Γ. Λεβέντη
Σταυρινός Οικονομίδης, 1965
Γιάννη Σταυρινού Οικονομίδη, Αριθμός αντί Άνθρωπος, Λευκωσία
Said, 1995
Edward Said, Orientalism, London: Penguine Books
Spivak, 1985: 242-261
Gayatri Spivak, “Three women’s texts and a critique of imperialism”, Critical Inquiry, Vol. 12
Jameson, 2001: 315-339
Frederic Jameson, “Third –World Literature in the Era of Multinational Capitalism” in Hardt, Michael & Weeks, Kathi (eds) The Jameson Reader, Oxford: Blackwell
Jameson, 2001: 33-60
Frederic Jameson, “On Interpretation: Literature as a Socially Symbolic Act” in Hardt, Michael & Weeks, Kathi (eds) The Jameson Reader, Oxford: Blackwell
JanMohammed, 1983
Abdul JanMohammed, Manichean Aesthaetics, Amherst: University of Massachusetts
Fanon, 1967
Frantz Fanon, Black Skin, White Masks, New York: Grove Press

 

Μαρία Ηροδότου
Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο La Trobe, Μελβούρνης

 

[1] Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1978 από τον εκδοτικό οίκο Routledge. Εδώ χρησιμοποιείται η έκδοση του 1995 από τον οίκο Penguine Books.

[2] Η Elleke Boehmer (1995) μελετά τα κείμενα που χρησιμοποίησε η βρετανική αυτοκρατορία και κείμενα που γράφτηκαν ως αντίσταση σ’ αυτή. Στη μελέτη της δεν γίνεται αναφορά στην περίπτωση της Κύπρου.

[3] Λεπτομερή παραδείγματα κειμένων και της λειτουργίας τους στην επιβολή του ιμπεριαλισμού βλέπε το κεφάλαιο “Imperialism and Textuality” (Boehmer, 1995, 12-59).

[4] Παρά την προσπάθεια να «φιμώσουν» τους κατακτημένους λαούς η φωνή του «Άλλου» υπεισέρχεται πλάγια στα κείμενα. Η Ε. Boehmer, εξετάζει συγκεκριμένες περιπτώσεις πολύ γνωστών κειμένων της Βικτωριανής εποχής κατά την οποία η βρετανική αυτοκρατορία βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. Μέσα από τα κείμενα δείχνει, αφενός μεν τον τρόπο που λειτουργεί η αποικιοκρατική σκέψη, αφετέρου δε τον τρόπο που «ακούγεται» η φωνή του «Άλλου» (Boehmer, 1996: 21-59)

[5] Η αποικιοκρατία διατήρησε και επαναδόμησε εικόνες των ιθαγενών της Ασίας, Αφρικής και Αμερικής που είχαν δημιουργηθεί γι’ αυτούς ήδη από το Μεσαίωνα. Οι ιθαγενείς κατά το Μεσαίωνα απεικονίζονταν ως άγριοι, τριχωτοί, γυμνοί, ανθρωποφάγοι, χωρίς ηθική, που κατοικούσαν στα δάση, εκτός της πολιτισμένης κοινωνίας. Αποτελούσαν μια διαρκή απειλή για τις πολιτισμένες κοινωνίες μήπως προσπαθήσουν να εισέλθουν σ’ αυτές. Με την πάροδο του χρόνου προστέθηκαν εικόνες και για άλλους λαούς, κυρίως της Ανατολής (Loomba: 1998: 57-59).

[6] Για την σταδιακή εξέλιξη και τροποποίηση των εικόνων και για την ιδεολογική τους λειτουργία στην περίοδο της αποικιοκρατίας βλ. Loomba (1998: 58-69).

[7] Οι θέσεις αυτές υποστηρίχτηκαν από τους Μαρξιστές και μετα-αποδομιστές (poststructuralists) (Loomba, 1998: 70).

[8] Η G. Spivak υπέβαλε την ερώτηση αυτή σε μια ομάδα δυτικών διανοούμενων -γνωστής ως Subultren Studies Group- που είχε δημιουργηθεί με σκοπό να μελετήσει και να προωθήσει το διάλογο σε θέματα που αφορούσαν τις Νοτιοασιατικές Σπουδές. Τον όρο “subaltern” τον χρησιμοποίησε κατ’ αντιστοιχία με τον όρο του Antonio Gramsci “subaltern classes” (δηλ. κατώτερες κοινωνικά, καταπιεσμένες) (Gadhi, 1998: 1).

[9] Το έργο πρωτοεκδόθηκε το 1953. Εδώ χρησιμοποιείται η αναδημοσίευσή του στο συγκεντρωτικό τόμο Συγκομιδή (1937-1977) που εκδόθηκε το 1978. Για αναφορές στους Άγγλους βλ. σελ. 267-269.

[10] Βλ π.χ.: “Έ, Καπετάνιε, πού πας με τ’ αχαλίνωτο άλογο; […]. Μονάχα η μνήμη της παλληκαριάς σου ζει μέσα στις καρδιές των πικραμένων σκλάβων, που προσμένουν ακόμη το μήνυμα της λευτεριάς: «Θα ξανάρθει πάλι η Άνοιξη, θα ξανάρθει…»” (Λυσιώτης, 1978: 284).

[11] Ο Πολύβιος Νικολάου είχε συλληφθεί από τους Άγγλους στις 11 Δεκεμβρίου 1956 και έμεινε κρατούμενος για 18 μήνες. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε την άνοιξη του 1959 στην Αθήνα αλλά κατά την εισαγωγή του στην Κύπρο κατασχέθηκε από τους Άγγλους. Κυκλοφόρησε μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους. Ο συγγραφέας το έγραψε σε πέντε τετράδια τα οποία έστειλε κρυφά σε δέμα τυλιγμένο σε εφημερίδες στην αδελφή του «ως ένα μεγάλο γράμμα». (Περισσότερες λεπτομέρειες για τις συνθήκες συγγραφής και δημοσίευσης του έργου βλέπε στην “Εισαγωγή” (σελ.7-9).

[12] Ο Γιάννης Σταυρινός Οικονομίδης είχε συλληφθεί τον Ιούλιο του 1958 και έμεινε στα κρατητήρια και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως “σχεδόν τέσσερις μήνες” με τον αριθμό 2210. Ο συγγραφέας θεωρεί το έργο του “μυθιστόρημα” αλλά δεν έχει πραγματικά τα χαρακτηριστικά του είδους. Το πεζογράφημα παρόλο που γράφτηκε το 1965 εκδόθηκε το 1986. Στην έκδοση όμως διατηρείται η χρονολογία του 1965.

[13] Ο αφηγητής με αφορμή την άφιξη των κρατουμένων στο στρατόπεδο “Καράολος”, μεταξύ Αμμοχώστου και Σαλαμίνας, απαριθμεί όλα τα στρατόδεδα συγκεντρώσεως της εποχής και τα οποία αποκτούν ιδιαίτερο νόημα για τους Κυπρίους. Αναφέρει: “Κοκκινοτριμιθιά, Πύλα, Πολέμι, Αγύρτα, Πυρόι, Καράολος, Άης Λουκάς, και προπάντων η Ομορφίτα (ο Γολγοθάς των Κυπρίων αγωνιστών) έγιναν πασίγνωστα και θα μείνουν αξέχαστα. Είναι όλα τόποι όπου μαντρίζονται και υποφέρουν όλοι όσους αρπάζει η απόχη του Αγγλικού στρατού” (Οικονομίδης, 1965: 53).

[14] Βλέπε π.χ. περιγραφές των βασανιστηρίων στις σελ. 76-77, 85, 90 (Οικονομίδης, 1965).

[15] Εδώ χρησιμοποιείται η έκδοση της νουβέλας στο συγκεντρωτικό τόμο των Απάντων του Κώστα Μόντη από το Ίδρυμα Λεβέντη το 1987.

[16] Μια λεπτομερής εξέταση των θέσεων του Durrell και της απάντησης του Μόντη έγινε παλαιότερα σε ανακοίνωσή μου με τίτλο «Θέσεις και αντιθέσεις: Lawrence Durrell, Bitter Lemons και Κώστα Μόντη, Κλειστές Πόρτες» σε συνέδριο στο πανεπιστήμιο Flinders της Αδελαΐδας.

[17] Οι λέξεις και φράσεις σε εισαγωγικά είναι μεταφρασμένες από τα αγγλικά όπως ακριβώς χρησιμοποιήθηκαν από τον Durrell.

[18] Επισημαίνει και τονίζει επανειλημμένα, για παράδειγμα, ότι εκτός από μερικούς δημοσίους υπαλλήλους, ούτε οι Άγγλοι θεώρησαν απαραίτητο να μάθουν Ελληνικά, ούτε οι Έλληνες Αγγλικά.

[19] Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί ο πολύ γνωστός συγγραφέας V. S. Naipul, από τις Δυτικές Ινδίες (Trinidad), o οποίος παραδέχεται ότι νοιώθει ντροπή όταν γυρίζει στον τόπο του και βλέπει τον τρόπο ζωής των ανθρώπων του.

[20] Η μανιχαϊκή αλληγορία χρησιμοποιήθηκε από το Frantz Fanon (1967) για να ορίσει μια αποικιοκρατούμενη κοινωνία όπου επικρατούν οι αντιθετικές έννοιες: “Άσπροι-Μαύροι”, “Εμείς-Άλλοι”, “καλοί-διαβολικοί”, “εξυπνάδα-συναισθηματισμός”, “πολιτισμένοι-απολίτιστοι”, “ανώτεροι-κατώτεροι”, “υποκείμενο-αντικείμενο”, κ.αλ. Στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι ίσχυε για πολλές κοινωνίες, όπως π.χ. αφρικανικές [από τον Abdul JanMohammed (1983)] και ασιατικές [από τη Fawzia Afzal-Kahn (1993)].