Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Σταυρούλα Τσολάκη

Ο Κ. Θ. Δημαράς και η κριτική θεωρία του Μεσοπολέμου: «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση»

Στα πλαίσια των σπουδών μου, στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω το μάθημα Η κριτική σκέψη στα χρόνια του Μεσοπολέμου με διδάσκουσα την κ. Γεωργία Λαδογιάννη. Το θέμα της ανακοίνωσης αυτής –που αποτελεί παράλληλα και το θέμα της διπλωματικής μου εργασίας– γεννήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος της. Στο σημείο αυτό δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω και την κ. Λαδογιάννη για την ενθάρρυνση της και το κ. Δημάδη για την πρόσκληση στο συνέδριο.

Θέμα της παρούσας ανακοίνωσης είναι το θεωρητικό δοκίμιο του Κ. Θ. Δημαρά «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση»[1], το οποίο δημοσιεύεται το 1935, αφού είχε προηγηθεί τμηματική δημοσίευσή του στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα[2]. Πιο συγκεκριμένα το δοκίμιο θα εξεταστεί με στόχο κυρίως την αναζήτηση και την αποκάλυψη των θεωρητικών πηγών του, αλλά παράλληλα και των πνευματικών συγγενειών και των επιρροών που δέχτηκε ιδίως από την ευρωπαϊκή διανόηση και κριτική του Μεσοπολέμου ο Δημαράς.

Ειδικότερα, θα προσπαθήσουμε να ταξινομήσουμε θεματικά το δοκίμιο και να ανακαλύψουμε τους κοινούς τόπους και τα θέματα, τα οποία επανέρχονται στην προβληματική του. Στην πορεία θα αναδειχθούν σχέσεις και επιρροές από ευρωπαϊκές ιδέες, από τις ποιητικές θεωρίες ξένων κριτικών –ιδίως Γάλλων –με κυρίαρχες αυτές του Valéry, του αββά Henri Bremond και του Paul Claudel, αλλά και η γενικότερη προσέγγιση του Δημαρά στο θέμα της καθαρής ποίησης. Βέβαια σημαντικό ρόλο παίζει, όπως θα παρατηρήσουμε, η ψυχαναλυτική θεωρία στην προσπάθεια κατανόησης του ποιητικού φαινομένου.

Πριν όμως προχωρήσουμε στην ανάλυση του «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση», καλό θα ήταν να επισημάνουμε ορισμένους σταθμούς της πορείας του Δημαρά ως κριτικού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, πριν μας δώσει το συνθετικό του δοκίμιο. Η προσωπικότητα του κριτικού Δημαρά της δεκαετίας του ’30 είναι σε γενικές γραμμές άγνωστη και “ανεξερεύνητη” ως σήμερα, επισκιασμένη ενδεχομένως από την επιτυχία της γραμματολογίας του “ιστορικού της λογοτεχνίας” Δημαρά.

Η πορεία του ως κριτικού αρχίζει το 1927, με τη συνεργασία του με τα Ελληνικά Γράμματα του Μπαστιά, που θα συνεχιστεί μέχρι το 1930. Όπως ο ίδιος αποκαλύπτει[3], ο Αποστολάκης μαζί με τον Αλέξανδρο Δελμούζο ήταν εκείνοι που τον συνέστησαν στον Κωστή Μπαστιά, με αποτέλεσμα να αρχίσει η συνεργασία του με το περιοδικό. Ο Αποστολάκης πάντως ανήκει στις πρώτες και ομολογημένες του επιρροές[4]. Το 1931 συνεργάζεται με δύο εφημερίδες, την Πρωία και την Πολιτεία, στις οποίες δημοσιεύει επιφυλλίδες και άρθρα, που καλύπτουν το ευρύ φάσμα των πνευματικών ενδιαφερόντων του και αφορούν κυρίως θέματα λογοτεχνίας και παιδείας. Σημαντικός σταθμός μπορεί να θεωρηθεί η συμμετοχή του στο προθανάτιο αφιέρωμα του περιοδικού του Απόστολου Μελαχροινού Ο Κύκλος στον Κ. Π. Καβάφη, αφιέρωμα στο οποίο συμμετείχαν οι σημαντικότεροι κριτικοί της εποχής (Θρύλος, Παπατσώνης, Μ. Σπιέρος, Κατσίμπαλης, Σαρεγιάννης), γεγονός που αποδεικνύει την σταδιακή καθιέρωση του Κ. Θ. Δημαρά στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Ακολουθεί η συνεργασία του με μόνιμες στήλες στα περιοδικά Νέα Εστία και Ιδέα[5] κατά τη διάρκεια του 1933. Το συμπέρασμα που προκύπτει από την ενδελεχή μελέτη των συνεργασιών του, ιδίως των δημοσιεύσεων στη Νέα Εστία και στο Ιδέα, όπου το γεγονός ότι διατηρούσε μόνιμες στήλες μας διευκολύνει στην απόκτηση μιας πιο πλήρους εικόνας για τις αισθητικές αρχές του ως κριτικού, είναι οπωσδήποτε η καλή επαφή του Δημαρά με την ευρωπαϊκή διανόηση της εποχής, ιδιαίτερα τη γαλλική.

Στις δημοσιεύσεις που προηγούνται του δοκιμίου για την ποίηση διαπιστώνονται ήδη απόπειρες προσέγγισης του ποιητικού φαινομένου. Εκεί ο νέος κριτικός Δημαράς είναι αρκούντως κατατοπιστικός για την επιλογή των μεθοδολογικών του εργαλείων. Χαρακτηριστικές είναι δύο μελέτες του που αφορούν τον Καβάφη και συνδέονται άμεσα με ιδέες και αισθητικές αρχές που θα διατυπωθούν στο «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση». Η πρώτη δημοσιεύεται το 1932 στο περιοδικό Ο Κύκλος, με τίτλο «Μερικές πηγές της καβαφικής τέχνης»[6] και η δεύτερη το 1933 στη Νέα Εστία με τίτλο «Η “Ηθοποιία” του Καβάφη»[7] και θα λέγαμε ότι λειτουργούν συμπληρωματικά. Στις δύο αυτές μελέτες του Δημαρά εντοπίζουμε “εν σπέρματι” απόψεις που θα εκτεθούν πιο ολοκληρωμένα αργότερα στο “Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση” και αποκαλύπτουν έναν κριτικό που έχει επιλέξει τα θεωρητικά εργαλεία, με τη συνδρομή των οποίων θα επιχειρήσει να προσεγγίσει το ποιητικό φαινόμενο. Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι σε άρθρο του ο Νικόλας Κάλας, ο οποίος είχε ξεχωρίσει την κριτική προσωπικότητα του Δημαρά ήδη από πολύ νωρίς[8], διαπιστώνει την σύσταση μιας νέας ομάδας κριτικής, που επιλέγει νέα εργαλεία για την προσέγγιση του υλικού της. Μέσα στη ομάδα αυτή μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνει και τον Δημαρά, με αφορμή την συνεργασία του με το περιοδικό Ο Κύκλος και τη μελέτη που δημοσίευσε για τον Καβάφη εκεί, και εκφράζεται για τον Δημαρά πολύ επαινετικά[9]. Το γεγονός πάντως ότι ο Δημαράς εκείνη την περίοδο είναι προσανατολισμένος προς ζητήματα ποίησης και ποιητικής, είναι φανερό και από την προαναγγελία που δημοσιεύεται σε πολλά τεύχη του Ιδέα[10], η οποία εξαγγέλλει τη δημοσίευση μελέτης του για το θέμα του έρωτα, ως φαινομένου με θρησκευτικό χαρακτήρα, που παρουσιάζει αναλογίες με την ποίηση. Η ίδια εξαγγελία γίνεται και στο «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση»[11], χωρίς όμως η μελέτη αυτή τελικά –από όσο γνωρίζουμε –να δημοσιεύτηκε ποτέ.
Πάντως, στα δύο άρθρα για τον Καβάφη θίγεται το θέμα της δημιουργίας και της ποιητικής έμπνευσης. Είναι αποκαλυπτικά του έντονου –αλλά και διαρκούς– ενδιαφέροντος και της ενασχόλησης του Δημαρά με το συγκεκριμένο θέμα, όπως και της σταθεροποίησης της επιλογής στην θεωρητική του σκέψη να διερευνήσει σε βάθος τις δυνατότητες που του παρείχαν ως ερευνητικά εργαλεία η ψυχανάλυση[12] και οι θεωρίες της «καθαρής ποίησης». Επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά το ενδιαφέρον του Δημαρά για την ψυχανάλυση ως εργαλείου στα χέρια του κριτικού, ως τρόπου για να “εισβάλλει” έναν μελετητής σε ένα κείμενο, να εξετάσει τις δομές του, τις πηγές του, τις επιδράσεις του, αλλά αποτελούν παράλληλα και την πρώτη απόπειρα εφαρμογή της ψυχαναλυτικής μεθόδου από τον Δημαρά για την ανάλυση ποιητικών κειμένων. Οπωσδήποτε η ψυχαναλυτική μέθοδος χρησιμοποιείται από τον Δημαρά –όπως και ο ίδιος ομολογεί– όχι ως πανάκεια ή αποκλειστικός τρόπος για την προσέγγιση του Καβάφη, αλλά με τρόπο συμπληρωματικό και προπάντων δημιουργικό.

Όσον αφορά την θεωρία της «καθαρής ποίησης», ο Δημαράς διατυπώνει μια διαφορετική πρόταση για το ζήτημα της καθαρότητας ενός ποιητικού έργου. Για τον Δημαρά ένα ποίημα μπορεί να χαρακτηριστεί καθαρό όταν η ιδέα, η σύλληψη συνυπάρχει σε ισορροπία και αρμονία με τη μορφή και με το νόημα και όχι εις βάρος τους[13]. Ανατρέπει δηλαδή, ή μάλλον τροποποιεί, την θεωρία του Valéry που θέλει ένα ποίημα να θεωρείται καθαρό, όταν έχει αποκαθαρθεί κατά το δυνατό από τα διανοητικά του στοιχεία, με αποτέλεσμα όμως συχνά σκοτεινότητα νοήματος[14].
Ας περάσουμε όμως στην εξέταση του «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση» και στις ιδέες που διατυπώνονται εκεί. Στο θεωρητικό δοκίμιό του ο Κ. Θ. Δημαράς πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν την ποιητική θεωρία και πράξη. Στόχος του δοκιμίου, όπως ο ίδιος αναφέρει στις πρώτες σελίδες του[15], είναι η αναζήτηση των πηγών της έμπνευσης του ποιητή και η διαπραγμάτευση ζητημάτων ποιητικής που θα προκύψουν στην πορεία της μελέτης.

Επιχειρώντας να εντοπίσουμε ορισμένους βασικούς τόπους στο δοκίμιο του Δημαρά θα ξεκινούσαμε από τη διαπίστωση ότι κατ’ αρχήν αποδέχεται, από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο του δοκιμίου την συνδρομή της ψυχαναλυτικής μεθόδου για την μελέτη της ποίησης, ιδιαίτερα στην αναζήτηση των πηγών της έμπνευσης, που σε πρακτικό επίπεδο ο Δημαράς είχε επιχειρήσει να εφαρμόσει στην ποίηση του Καβάφη, όπως είδαμε πιο πάνω. Σημαντική μάλιστα είναι η ομολογία του στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο του δοκιμίου ότι η ενασχόλησή του με την ψυχολογία τον οδήγησε από έναν νέο δρόμο στην μελέτη της λυρικής ποίησης[16]. Η ποίηση ως είδος έχει έντονο το στοιχείο του υποκειμενισμού. Η ψυχανάλυση έθεσε τις βάσεις, όπως ο ίδιος επισημαίνει, για μια οργανωμένη και συστηματική μελέτη του εσωτερικού κόσμου, καθώς έχει επισημάνει το θέμα του πόθου, το οποίο και ο ίδιος αναγνωρίζει ως κινητήρια δύναμη σε πολλά επίπεδα. Διευκρινίζει πάντως ότι η φροϋδική οπτική εξηγεί κάπως μονόπλευρα τα πράγματα και δεν τον καλύπτει. Για αυτό, όπως θα δούμε παρακάτω, θα τη συνδυάσει με στοιχεία από τις μελέτες του Γιούνγκ. Η προτίμηση του Δημαρά στον Γιούνγκ δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αν μάλιστα τη συσχετίσουμε με τις αναζητήσεις του εκείνης της εποχής. Μάλιστα ο Δημαράς, όταν θα εκφράσει τις απόψεις του για χριστιανικό κοινωνισμό, θα φτάσει να κατηγορηθεί από τον Θεοτοκά για μυστικισμό[17]. Ο Γιούνγκ πίστευε βαθιά πως αν δεν έχει κανείς με τι να αντικαταστήσει το θρησκευτικό ένστικτο θα πρέπει να το αφήνει άθικτο, καθώς αποτελεί θεμέλιο του ατομικού κόσμου. Θα δούμε όμως πως εφαρμόζονται οι θεωρίες του Γιούνγκ σε θέματα ποίησης λίγο πιο κάτω.

Πριν προχωρήσει στην περαιτέρω ανάλυση και προσέγγιση του ποιητικού φαινομένου, ο Δημαράς αναφέρεται στην ειδοποιό διαφορά ποίησης και πρόζας, προσπερνώντας εξωτερικά στοιχεία όπως το μέτρο, στοιχεία που άλλωστε τείνουν να καταργηθούν με την καθιέρωση του ελεύθερου στίχου, όπως επισημαίνει. Η ουσιώδης διαφορά είναι ότι η πρόζα είναι πάντοτε στραμμένη στο αντικείμενο, πατώντας στέρεα σε δύο άξονες: την εμπειρία και τη θεωρία. Αντίθετα η ποίηση, η λυρική ποίηση, είναι στραμμένη προς το υποκείμενο. Και αν η πρόζα είναι διπολική, η ποίηση έχει ένα και μοναδικό πυρήνα, γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται. Ο μικρόκοσμος του υποκειμένου είναι η πηγή της και σκοπός της η έκφρασή του.
Πυρήνας της ποίησης λοιπόν το υποκείμενο. Προσανατολισμένος ο Δημαράς στην προσπάθεια αναζήτησης της αρχικής έμπνευσης, θεωρεί πως ο ίδιος ποιητής, η προσωπική του δηλαδή μαρτυρία για το έργο του, μπορεί να αποκαλύψει άλλα πράγματα για το έργο, αλλά όχι τον πυρήνα της αρχικής ποιητικής έμπνευσης. Όμως ο ποιητής αφήνει στο έργο του σημάδια που μπορεί να ακολουθήσει ο μελετητής για να οδηγηθεί στην έμπνευση την αρχική, που τοποθετείται στο χώρο του υποσυνείδητου. Ακόμη και τα μορφικά στοιχεία (μέτρο, ρυθμός, στροφές) μπορούν να αποκαλύψουν τις επιθυμίες και επιδιώξεις του ποιητή. Τα μορφικά αυτά στοιχεία μπορεί να είναι σύμβολα: πόθου ενότητας, ενώσεως, επιστροφής. Η ίδια αναφορά σε σύμβολα γίνεται και στην μελέτη του για τον Καβάφη[18], όπου ο Δημαράς εντόπισε φράσεις στο καβαφικό έργο που επαναλαμβάνονται σχεδόν ασύνδετα, ασυνείδητα μέσα στο ποίημα και τις θεώρησε κλειδιά, τα οποία μας ξεκλειδώνουν τα ερεθίσματα της έμπνευσης. Η παρατήρηση αυτή απηχεί χαρακτηριστικά φροϋδικές απόψεις. Η ψυχαναλυτική θεωρία που ανέπτυξε ο Φρόιντ αναγνωρίζει την ύπαρξη εσωτερικών συγκρούσεων, που οφείλονται σε παράγοντες κρυμμένους στο ασυνείδητο του ατόμου. Η ψυχαναλυτική τεχνική συνίσταται στο να υποβοηθηθεί το άτομο να εκφράσει με λόγια μια άλογη αλυσίδα από σκέψεις, εικόνες και μνήμες χωρίς να παρεμβαίνει η λογική διεργασία[19].

Ακόμη, ο Δημαράς διαπιστώνει την ύπαρξη ενός σταθερού θεματικού πυρήνα σε κάθε ποίημα. Οι ποικίλες θεματικές που εντοπίζει σε κάθε ποιητική δημιουργία δεν είναι παρά διαφορετικές όψεις του ίδιου θέματος: του πόθου. Ενός πόθου για αναζήτηση ή για επιστροφή σε κάποιον χαμένο παράδεισο. Και η διαπίστωση αυτή μας φέρνει στο δεύτερο μέρος, όπου μετά την εξέταση της ποιητικής έμπνευσης, ακολουθεί η διερεύνηση της ποιητικής βούλησης, για την ερμηνεία και προσέγγιση της οποίας ο Δημαράς φαίνεται επηρεασμένος από τη γαλλική κριτική και ιδιαίτερα από θεωρίες της καθαρής ποίησης.

Κατά τον Δημαρά έμπνευση και βούληση λειτουργούν συμπληρωματικά. Διαπιστώνει σημαντικό μεν ρόλο της έμπνευσης στην ποίηση, με την έννοια ότι δίνει το αρχικό ερέθισμα, αλλά η ποιητική βούληση παίζει κυρίαρχο ρόλο. Σε μια εναλλακτική διατύπωση, είναι η επιθυμία της επιστροφής στη στιγμιαία κατάσταση της έμπνευσης. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε αναλογία –όχι όμως και ταύτιση– με απόψεις του Valéry, ο οποίος δεν αναγνωρίζει ως πρωταρχικής σημασίας το ρόλο της έμπνευσης και δίνει προβάδισμα στην πράξη της σύνθεσης.
Αφού ο Δημαράς διασαφηνίσει επαρκώς τη δική του θέση στο ζεύγος έμπνευση-βούληση, προχωρά ένα βήμα παραπέρα τη θεωρία της φροϋδικής libido. Ο πόθος που διαπίστωσε ως στοιχείο που βρίσκεται κρυμμένο κάτω από κάθε ποιητική θεματολογία είναι πόθος για κάτι βαθύτερο, κάτι καθολικότερο. Η έμπνευση είναι στοιχείο συλλογικού υποσυνειδήτου[20], κάτω από αυτή κρύβεται ο πόθος για μια ανώτερη ψυχική κατάσταση. Έτσι συσχετίζει την ποίηση, τον έρωτα και την προσευχή ως τρία ζητήματα που αφορούν το συλλογικό ασυνείδητο και που διαθέτουν θρησκευτικό χαρακτήρα. Πυρήνας επομένως της έμπνευσης για τον Δημαρά είναι η προσευχή και ο πόθος είναι πόθος για την επιστροφή στο χαμένο παράδεισο. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι είναι ευδιάκριτη η επιρροή από την ποιητική θεωρία του αββά Bremond, που συνέδεσε το 1925 στην περίφημη ομιλία του στη γαλλική Ακαδημία[21] την ποίηση με το εξωλογικό στοιχείο της προσευχής.
Πρέπει όμως να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο και το όνομα του Paul Claudel, οι ιδέες του οποίου είναι πιθανόν να συνετέλεσαν στη διαμόρφωση των αισθητικών αρχών του Δημαρά. Άλλωστε ο Claudel και συγκεκριμένα το έργο του “Positions et Propositions” αποτελούν προτεινόμενη βιβλιογραφία για θέματα ποίησης από τον ίδιο το Δημαρά στο τέλος του «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση»[22]. Ο Claudel την περίοδο εκείνη σε γραπτά του δοκίμια[23], αλλά και σε ποιητικά του έργα προσπαθεί να συσχετίσει την ποίηση με τη θρησκεία, με τρόπο διαφορετικό βέβαια από τον Αββά Bremond, με εμφανείς όμως “μυστικιστικές” τάσεις. Κατά την άποψη του Claudel υπάρχει μια βασική σύνδεση ανάμεσα στην υψηλότερη ποίηση και τη θρησκεία, αφού ως κύριο σκοπό της ποίησης αναγνωρίζει την επιθυμία να υμνήσει το Θεό[24].

Επιβεβαίωση των παραπάνω, ότι δηλαδή ο Δημαράς στην απόπειρα προσέγγισης του ποιητικού φαινομένου έχει επηρεαστεί και από τις θεωρίες του Bremond αλλά και του Claudel, είναι στο τέλος του δοκιμίου του, που αφορά τη σχέση της ποίησης με τον χριστιανισμό. Στο κεφάλαιο που έχει τίτλο “Ποίηση και χριστιανισμός” ο Δημαράς αναγνωρίζει την σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στο ποιητικό φαινόμενο και την πίστη και προσευχή, ανάμεσα στον λυρισμό και στη θρησκεία. Ο χριστιανισμός ανανέωσε και ξαναέφερε στο επίκεντρο αυτό που ο Δημαράς αναγνωρίζει ως πηγή της έμπνευσης: την ανθρώπινη ψυχή. Σχηματοποιεί μάλιστα την πορεία του ποιητή ως μια άνοδο της ψυχής από τον υλικό κόσμο προς τη μυστική ζωή[25] και απόληξη της ανόδου αυτής είναι η επιστροφή του ολοκληρωμένου πια λυρικού έργου στον κόσμο τον υλικό. Μια πορεία αμφίδρομη δηλαδή, άποψη που φαίνεται αντλημένη από τη σχολή του νεοπλατωνισμού, σύμφωνα με την οποία οι εμπειρίες ανάγονται σε μια ιδεατή κατάσταση, άποψη σχηματοποιήθηκε από τον Χέγκελ[26].

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι αναμφίβολα η μελέτη του Δημαρά «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση» είναι προϊόν ενός μακρόχρονου προβληματισμού του κριτικού γύρω από ζητήματα ποιητικής. Στην προσπάθεια του να προσεγγίσει το ποιητικό φαινόμενο, του οποίου την προέλευση ο ίδιος εντοπίζει στην ανθρώπινη ψυχή ο Δημαράς αποδέχεται ως μεθοδολογικό εργαλείο την ψυχανάλυση. Είναι στο σημείο αυτό από τους πρωτοπόρους κριτικούς που κάνουν χρήση της ψυχαναλυτικής μεθόδου για την προσέγγιση ποίησης, σημάδι παράλληλα και των προσπαθειών μερίδας των κριτικών του Μεσοπολέμου να προσεγγίσουν από νέους δρόμους το αντικείμενό τους. Παράλληλα όμως είναι φανερή η θητεία του σε ιδέες της γαλλικής διανόησης της εποχής, όπου με βεβαιότητα μπορούν να αναζητηθούν οι επιρροές του και οι ρίζες της κριτικής του θεωρίας, καθώς είναι φανερό ότι ο Δημαράς παρακολουθεί από πολύ κοντά τα θέματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής επικαιρότητας. Ο Δημαράς συνδυάζει τις δύο αυτές φαινομενικά αταίριαστες μεταξύ τους θεωρίες και τάσεις, την ψυχανάλυση και την θεωρία της καθαρής ποίησης, ώστε να καταφέρει να προσεγγίσει πληρέστερα και σφαιρικά το θέμα της ποιητικής δημιουργίας.

 

 

[1] Κ. Θ. Δημαράς, «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση», εκδ. Κασταλία, Αθήνα, 1935.

[2] Κ. Θ. Δημαρά, «Επτά κεφάλαια για την ποίηση», περ. Τα Νέα Γράμματα, τ. Α΄, τευχ. 5 (Μάιος 1935), σελ. 273-285 και τευχ. 6 (Ιούνιος 1935), σελ. 367-383. (Με αφιέρωση: του Τ. Κ. Παπατσώνη.)

[3] Κ. Θ. Δημαράς, «Χειροθεσία», στον τόμο Πενήντα χρόνια Νεοελληνικής Παιδείας (Η παρουσία του Κ. Θ. Δημαρά στην επιστήμη των νεοελληνικών γραμμάτων), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Παιδείας, Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη, 1985, σελ. 85.

[4] Όπως ο ίδιος αναφέρει: «δεν μπορώ να πω ότι η επίδρασή του επάνω μου εστάθηκε αποφασιστική, αφού αυτήν την ώρα που σας μιλώ δεν την αισθάνομαι πια ζωντανή μέσα μου, αλλά έκανα περισσότερο από τριάντα χρόνια για να απαλλαχθώ απ’ αυτήν, και δε θα μου είταν εύκολο να βρω τι κατάλοιπα ενδεχομένως μου έχει αφήσει η διδασκαλία του». [Κ. Θ. Δημαράς, «Χειροθεσία», ό. π., σελ. 84.]

[5]Για περισσότερες πληροφορίες για τη συνεργασία του Δημαρά με το περιοδικό Ιδέα: Γεωργία Λαδογιάννη, «Κοινωνική κρίση και αισθητική αναζήτηση στο μεσοπόλεμο. Η παρέμβαση του περιοδικού ΙΔΕΑ», εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα, 1993

[6] Κ. Θ. Δημαράς, «Μερικές πηγές της καβαφικής τέχνης», περ. Κύκλος, τ. Β’, τευχ. 3-4, 1932, σελ. 69-86.

[7] Κ. Θ. Δημαράς, «Η “Ηθοποιία” του Καβάφη», περ. Νέα Εστία, τ. ΙΔ’, τευχ. 158, 1933, σελ.764-767.

[8] Σπιέρος Μ., «Ο Παλαμάς και οι νέοι», περ. Πειθαρχία, χρ. Β’, 16 Νοεμβρίου 1931, σελ. 130-131 (τώρα και στον τόμο: Νικόλας Κάλας, «Κείμενα ποιητικής και αισθητικής», επιμ. Α. Αργυρίου, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 1982.)

[9] Ανακοίνωση στο μάθημα της Γ. Λαδογιάννη «Η κριτική σκέψη στα χρόνια του Μεσοπολέμου» και άρθρο της ιδίας στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τον Ν. Κάλας στην Κομοτηνή «Κάλας: η χαμένη ευκαιρία για τη λογοτεχνική θεωρία του Μεσοπολέμου» προς δημοσίευση στο περιοδικό Μανδραγόρας.

[10] Ενδεικτικά: περ. Ιδέα, τομ. 1, τευχ. 1, σελ. 65 (εσωτερικό του οπισθόφυλλου) και Ιδέα τομ. 1, τευχ. 5, σελ. 345.

[11] Δημαράς Κ. Θ., «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση», σελ. 60, σημ. 11.

[12] Το θέμα των θεωριών της ψυχανάλυσης ως εργαλείου του κριτικού θίγεται και στο άρθρο «Κριτική, ποίηση και ψυχανάλυση», περ. Νέα Εστία, τ. ΙΓ’, τευχ. 145, 1933, σελ. 46-48, με το οποίο εγκαινιάζεται η στήλη του Δημαρά «Η κίνησις των ιδεών».

[13] Για το ίδιο θέμα, βλ. Αγορή Γκρέκου, «Η καθαρή ποίηση στην Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη: 1833-1933», εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000: σελ. 231-235

[14] Περισσότερα για τις θεωρητικές απόψεις του Valéry για την ποίηση, βλ. Rene Wellek, “A History of modern criticism. 1750-1950”, v.8, [French, Italian, and Spanish Criticism, 1900-1950], Yale University Press, New Haven and London, 1992: σελ. 161-183 και «Ποίηση και αφηρημένη σκέψη. Η καθαρή ποίηση», μετάφραση Χριστόφορος Λιοντάκης, επιμέλεια Αλέξης Ζήρας, Αθήνα, εκδ. Πλέθρον, 1980, σελ. 55-68 και σελ. 83-96.

[15] Δημαράς Κ. Θ., «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση»: σελ. 15.

[16] Δημαράς Κ. Θ., «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση»: σελ. 15.

[17] Γ. Θεοτοκάς, «Οι κίνδυνοι του μυστικισμού», περ. Ο Κύκλος, τ. Α’, τευχ. 6, Απρίλιος 1932, σελ. 248-253

[18] Κ. Θ. Δημαράς, «Μερικές πηγές της καβαφικής τέχνης», περ. Κύκλος, τ. Β’, τευχ. 3-4, 1932, σελ. 69-86.

[19] Μαρία Νασιάκου, «Η Ψυχολογία σήμερα. Κλινική Ψυχολογία», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1982: σελ. 108.

[20] Υπενθυμίζουμε εδώ τη διαφοροποίηση του Γιούνγκ ανάμεσα σε ατομικό και συλλογικό υποσυνείδητο. Ο Γιούνγκ ονόμασε το σύνολο των πραγμάτων που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις, αλλά δεν σημειώνουμε στο συνειδητό νου, όσα νιώθουμε, σκεπτόμαστε, θυμόμαστε, επιθυμούμε και πράττουμε ακούσια ή δίχως ιδιαίτερη προσοχή, όλα τα μελλοντικά πράγματα που παίρνουν σχήμα και αναδύονται κάποτε στη συνείδηση, ατομικό υπονείδητο, αλλά αναγνώρισε ιδιότητες που δεν βιώνει ο άνθρωπος ατομικά αλλά τις κληρονομεί από μια βαθύτερη και ευρύτερη επικράτεια την οποία ονόμασε συλλογικό υποσυνείδητο. Τα ένστικτα και τα αρχέτυπα είναι εκείνα που διαμορφώνουν το συλλογικό ασυνείδητο και παρουσιάζουν μια κανονικότητα στην εμφάνισή τους. Προτεινόμενη βιβλιογραφία: Κ. Γκ. Γιουνγκ, Αναλυτική ψυχολογία, Γκοβόστης, Αθήνα και Κ. Γκ. Γιουνγκ, Ψυχολογία και θρησκεία, Ιάμβλιχος Αθήνα

[21] Henri Bremond, “Η καθαρή ποίηση”, εισαγωγή-μετάφραση Α. Γκρέκου, περ. Περίπλους, τευχ. 23, 1989: σελ. 116-125.

[22] Κ. Θ. Δημαράς, «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση», σελ. 61, σημ. 14.

[23] Σταχυολογημένες οι απόψεις του κυρίως στα δοκίμιά του: Paul Claudel, Reflexionssurlapoesie, Paris 1979 (11925) και Paul Claudel,PositionsetPropositions, Paris, 1928.

[24] Ibrie Buffum, “The critical principals of Paul Claudel”, YaleFrenchStudies, No. 3, Criticism and Creation, 1949, p. g. 34-42 (Διαθέσιμο και στην ιστοσελίδα: www.jstor.org)

[25] Κ. Θ. Δημαράς, «Επτά Κεφάλαια για την Ποίηση», σελ. 49.

[26] Ενδεικτικά, για τις φιλοσοφικές απόψεις του Χέγκελ: Χέγκελ Γ., «Φαινομενολογία του πνεύματος», εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, Αθήνα, 1993, Χέγκελ Γ., « Εισαγωγή στην Αισθητική», (μφρ. Βελουδής Γ.), επίμετρο Κ. Ψυχοπαίδης, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2000