Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Θεοδούλη Αλεξιάδου

Οι αισθήσεις και η ουσία στην ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη

Δεν μου αρκεί το επιούσιον,
ψυχή!...

Ο Σαραντάρης εμφανίζεται στην ελληνική πνευματική ζωή το 1931, όταν ο μοντερνισμός κάνει τα πρώτα του βήματα[1]. Το εκτόπισμα του Καρυωτάκη εξακολουθεί να επηρεάζει τις λογοτεχνικές διαθέσεις, ο ακαδημαϊσμός καλά κρατεί, ο Σεφέρης πρωτοεμφανίζεται με τη Στροφή ως εισηγητής της «νέας ποίησης», ο Εμπειρίκος φέρνει τον υπερρεαλισμό με την Υψικάμινο και το περιοδικό Νέα Γράμματα του Αντρέα Καραντώνη υποστηρίζει τις πρωτοεμφανιζόμενες ανανεωτικές τάσεις στην ποίηση.

Γνώστης της μοντέρνας λογοτεχνικής Ευρώπης αλλά και ένθερμος πιστός των ελληνικών δυνατοτήτων[2], συμβάλλει στη διαμόρφωση του νεωτεριστικού ποιητικού κλίματος, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να αναδεικνύεται στους κόλπους του – άλλωστε, υπήρξε πάντα αδιάφορος ή και ενάντιος στο κυνήγι της λογοτεχνικής καταξίωσης. Αυτό που αναζητούσε με πάθος ήταν η ανακάλυψη νέων ταλέντων που να εκπροσωπούν μια «αλλιώτικη» ποίηση[3]. Ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε τον άγνωστο τότε Οδυσσέα Αλεπουδέλη ως «σπουδαίο ποιητή» και τον ενθάρρυνε επίμονα να δημοσιεύσει[4].

Έχουν ήδη γίνει αρκετές αναφορές στα στοιχεία εκείνα της ποιητικής του Σαραντάρη που μας επιτρέπουν να τον θεωρήσουμε ως μια από τις προδρομικές παρουσίες του σύγχρονου λογοτεχνικού σκηνικού στην Ελλάδα: ελεύθερος στίχος, νοηματική συμπύκνωση, γλωσσική λιτότητα, επιγραμματικός λόγος[5]. Αυτό που μας ενδιαφέρει να αναδείξουμε στη δική μας προσέγγιση είναι η ποιητική «ουσία» του έργου του, καθώς υπήρξε ο πλέον «φιλοσοφικός» νεοτερικός ποιητής μας – ίσως και ο μοναδικός – και ταυτόχρονα αρκετά παραμελημένος από τους μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Όπως μας πληροφορεί ο προσωπικός του φίλος Γ. Μαρινάκης, που συγκέντρωσε και εξέδωσε το έργο του, όταν ο Σαραντάρης ήρθε από την Ιταλία στην Αθήνα, έμεινε στο σπίτι της αδερφής του πατέρα του[6]. Όμως ποτέ του δεν άσκησε κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα, «γιατί βρισκόταν μακριά από την πρακτική ζωή και ήταν ολότελα αφοσιωμένος στην ποίηση και τη φιλοσοφία»[7]. Η αδυναμία του αυτή να συμμορφωθεί στους κοινωνικούς κανόνες, αποκτώντας σταθερή εργασία και κοινωνική «επιφάνεια», θα αποτελέσει ένα μόνιμο βάρος στην καθημερινότητά του και θα στιγματίσει την ποιητική του. Θα καθορίσει, ως ένα βαθμό, τη σχέση του με την πραγματικότητα και τον τρόπο που τον βλέπουν οι άλλοι και, κατά συνέπεια, θα επηρεάσει τη στάση του ποιητή προς τους άλλους και προς τα αντικείμενα του κόσμου που τον περιβάλλει.
Σε γράμμα προς τη μητέρα του προσπαθεί να δικαιολογηθεί για την «αταίριαστη» ζωή του:

«Συλλογίζομαι συνεχώς πως καθετί το γήινο πηγαίνει απαρέκκλητα στο θάνατο. Εκείνο που σ’ εσένα είναι ένα σαράκι, που δε σ’ άφησε να χαρείς τη ζωή σου και στα περασμένα χρόνια, σ’ εμένα είναι μια ψυχική διάθεση, που μ’ εμποδίζει ν’ αφιερώσω όλες μου τις δυνάμεις στο πώς θα γίνω ανεξάρτητος οικονομικώς. Αυτό δε σημαίνει πως δε θέλω να βρω κι εγώ μια δουλειά, να σηκώσω τούτο το βάρος που σήμερα με πιέζει.» (30.7. 1938)[8]

Στην προτροπή, επίσης, του Μαρινάκη να δεχτεί μια θέση στην Ιταλοελληνική Τράπεζα, ο ποιητής είχε απαντήσει:

«Δεν μπορώ να δουλέψω! Θα γελούν μαζί μου!»[9]

Στην ποίηση του Σαραντάρη τίθεται επίμονα το ζήτημα της όρασης σε διάφορες εκδοχές: η θέαση του αντικειμενικού κόσμου, τα μάτια που διαπερνούν την ομίχλη του φαίνεσθαι και αναζητούν την ουσία ή το θαύμα, η δυνατότητα της ποίησης να μεταγράψει σε κειμενικές εικόνες τις άυλες αισθήσεις, η απαξίωση του εαυτού εξαιτίας του απορριπτικού βλέμματος των άλλων αλλά και η βαθύτατη ανάγκη του για αποδοχή, είναι μερικά από τα θέματα που συνθέτουν ένα λόγο που διαρκώς εξυψώνει και υπονομεύει ταυτόχρονα τη παντοδυναμία της όρασης, παραμένοντας όμως σε κάθε περίπτωση οφθαλμοκεντρικός και εικονολατρικός.

Θα αρκεστούμε να επισημάνουμε ορισμένες μόνο πτυχές αυτής της ποιητικής του βλέμματος στον Σαραντάρη, καθώς μια αναλυτικότερη προσέγγιση θα απαιτούσε ευρύτερα πλαίσια, εξαιτίας και του όγκου του έργου του αλλά και της σημασίας του θέματος, που αποτελεί ίσως τον πυρήνα του ποιητικού του σύμπαντος.

«Ο άλλος (δεν) με βλέπει, άρα (δεν) υπάρχω»[10]

Οι πιέσεις που δεχόταν ο νεοφερμένος Σαραντάρης για να εργαστεί δεν ήταν η μοναδική αιτία της αγωνίας και της ενοχής που του προκαλούσε η παρουσία των άλλων. Ξένος ακόμα στην Ελλάδα, με μια φυσική παρουσία που προκαλούσε το σεβασμό αλλά και το γέλιο, απόκοσμος μα και διψασμένος για συντροφικότητα, απόλυτα παθιασμένος για τα πνευματικά ζητήματα και απορριπτικός για ο,τιδήποτε καθιερωμένο και συμβατικό, προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα σε όσους τον συναναστρέφονταν, που αντιδρούσαν κάποτε «με το θυμό, πότε με την ειρωνεία, καμιά φορά και με το χοντρό πείραγμα». Γράφει ο Καραντώνης για τις πρώτες του εντυπώσεις από τη γνωριμία τους στο προαύλιο της Εθνικής Βιβλιοθήκης:

«Κάτι το πολύ σοβαρό, το ανώτερο, το έντονα πνευματικό, μαζί με κάτι το ευτράπελο και το αδύναμο, αναδινόταν από την παρουσία του. […] Μιλούσε γρήγορα και δυνατά, μ’ έναν τρόπο εκρηκτικό, υστερικό καμιά φορά, κι η έντονη και τραγουδιστή ιταλική προφορά των όχι και τόσο σωστών ελληνικών του, από την πρώτη στιγμή μας έκαμε να γελάσουμε και να αντιληφθούμε πως ο Σαραντάρης έχει πολλά εξωτερικά γνωρίσματα ενός «τύπου» […] Μας ακολουθούσε όπου κι αν πηγαίναμε, χωρίς ποτέ σχεδόν να παίρνει μέρος στη συντροφική ζωή μας. Ζούσε μέσα στη δική μας ατμόσφαιρα, όμως σαν άνθρωπος άλλου κόσμου. Ποιος ήταν ο κόσμος αυτός; Ο απόλυτα και ασυμβίβαστα πνευματικός.»[11]

Έχει σημασία η περιγραφή αυτή σε μια μελέτη για την ποίηση του Σαραντάρη, έστω κι αν περιέχει ανεκδοτολογικά στοιχεία, έστω κι αν επικεντρώνεται συχνά στην εικόνα που αποκόμιζαν οι άλλοι ή στα συναισθήματα που τους προκαλούσε η επαφή τους με τον άγνωστο τότε ποιητή, και μάλιστα γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο[12].

Το βλέμμα των άλλων, επικριτικό ή χλευαστικό, αναγκάζει το ποιητικό εγώ να απομονώνεται από τις συναναστροφές, του αρνείται την ελευθερία της προσωπικής επιλογής, τον φορτώνει με ενοχή και τον εμποδίζει να αισθανθεί τον εαυτό όπως ο ίδιος θα ήθελε, υποχρεώνοντάς τον να κοιτάξει την ύπαρξή του μέσα από τα δικά τους μάτια, σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια. Στην προσπάθειά του να δραπετεύσει από την εικόνα που δημιουργούν ερήμην του οι άλλοι, αναγκάζεται να κρυφτεί μέσα στη νύχτα, για να μη φαίνεται η παραμορφωμένη εικόνα του. Ταυτόχρονα όμως παρηγορείται από τη συνειδητοποίηση ότι, πέρα από τη ψευδαίσθηση των μορφών, υπάρχει η αλήθεια των αισθήσεων, η πραγματική ουσία της ύπαρξης.

Να κοιμάσαι νηστικός σε μια σοφίτα
Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού
Να γίνεσαι σκουπίδι
Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα
Θα σηκώσω το γιακά
Για να φύγω σαν ένας ληστής
Από το δικό μου σπίτι
Θα κοιμηθώ στους δρόμους
Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία
Να τουρτουρίζει μαζί μου
Στο παλτό μου έχω ένα λεκέ
Αλλά είναι καλό που δεν τον βλέπω
Θα το ξαπλώσω χάμω
Και θα στρωθώ πάνω του
Να πιω λίγη βραδιά
Στη γωνιά του έρημου κήπου
Θα αισθανθώ τη σελήνη
Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε
Στη ζωή μου
Θα την αιστανθώ στα χείλη μου
Σαν ένα αχλάδι
Στα μάγουλα
Σαν άλλα μάγουλα [13]

Από το «λεκέ» που αφήνουν πάνω του τα ξένα βλέμματα, από τη ρετσινιά του τεμπέλη που τον κάνει να εγκαταλείπει σαν κλέφτης τον προσωπικό του χώρο, που σύμφωνα με τους υπόλοιπους δεν του ανήκει, δεν μπορεί να απαλλαγεί ο ποιητής, γιατί δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν οι άλλοι, με τις διαμορφωμένες απόψεις και τις προκαταλήψεις τους[14]. Εισβάλλουν στο μοναχικό του δωμάτιο, στον περιχαρακωμένο χώρο του, όπου υποτίθεται ότι είναι ασφαλής. Όμως, εκεί δεν είναι μόνος και αθέατος, αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την εικόνα και τις προθέσεις που του έχουν προσάψει, ένα προσωπείο που δεν καταφέρνει να ξεκολλήσει από πάνω του και δεν τον αφήνει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Όταν απομονώνεται, τότε είναι που αισθάνεται πιο ορατός, πιο ευάλωτος στο αλλότριο βλέμμα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στους πρώτους στίχους, το ποιητικό εγώ απευθύνεται στον εαυτό του σε δεύτερο πρόσωπο, καθώς η νοητή εχθρική παρουσία του άλλου τον απομακρύνει από την ταύτιση με τον εαυτό και τον διχάζει σε παρατηρητή και αντικείμενο παρατήρησης ταυτόχρονα, με ενδιάμεσο παραμορφωτικό κάτοπτρο το απαξιωτικό βλέμμα του άλλου.

Δεν υποκύπτει όμως στην αυτοκατόπτευση που του επιβάλλεται, αρνείται τα στοιχεία της επιφανειακής ταυτότητας που του προσδίδει το κοινωνικό σύνολο: διεύθυνση κατοικίας, επάγγελμα, σχήμα προσώπου… Ξέρει ότι υπάρχουν και απειλούν την «εύθραυστη παρουσία» του, αλλά επιλέγει να μην τα βλέπει ο ίδιος κατάματα. Καταφεύγει στην ερημιά της ανώνυμης πολιτείας, καμουφλάρεται στο αμυδρό φως της σελήνης, σ’ αυτό το φωτεινό μάτι που εποπτεύει την ανθρώπινη παρουσία και αφήνει ίσως να διαφανεί αυτό που κρύβεται από το αμείλικτο φως της ημέρας. Από τη στιγμή που παίρνει την απόφαση να διαφύγει, επικρατεί πλέον το πρώτο ενικό πρόσωπο και το ποιητικό εγώ βρίσκεται στο στοιχείο του, μεταβαίνει στο περιβάλλον των αισθήσεων και των συναισθημάτων, νιώθει όπως αυτός θέλει τον εαυτό του και τον κόσμο, δεν απειλείται αλλά ούτε και απειλεί κανέναν με την ετερότητά του: «Θα κοιμηθώ στους δρόμους / Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία / Να τουρτουρίζει μαζί μου», είναι η επιλογή, αναγκαστική και ηθελημένη, της απόκοσμης συντροφικότητας, της υπερβατικής κοσμικότητας που αναδίδεται από το σύνολο της ποιητικής του κατάθεσης.

Στην ειλικρίνεια των αισθήσεων, που ίσως για τους άλλους να είναι ψευδαίσθηση, θα ξαναβρεί το εγώ του, θα ξανανιώσει το ίδιο του το σώμα που είχε γίνει «σκουπίδι» και θα κερδίσει την τρυφερή επαφή, το χάδι του άλλου που δεν παραμορφώνει αλλά ανακουφίζει: «Θα αισθανθώ τη σελήνη / Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε / Στη ζωή μου / Θα την αιστανθώ στα χείλη μου / Σαν ένα αχλάδι / Στα μάγουλα / Σαν άλλα μάγουλα». Το ποίημα κλείνει με την αίσθηση της γεύσης και της αφής που απολαμβάνει το ποιητικό υποκείμενο. Δεν κοιμάται πια μόνος του και νηστικός, σαν τιμωρημένο παιδί, κλεισμένος στη σοφίτα του σπιτιού του, αλλά υπό το φως της σελήνης, με τη γεύση του αχλαδιού στα χείλη και το φανταστικό, έστω, αλλά παρηγορητικό άγγιγμα του άλλου[15].

Το συναίσθημα της ανυποληψίας για τον εαυτό προκαλείται όταν το ποιητικό υποκείμενο αποτυγχάνει να καθρεφτιστεί μέσα στα μάτια του συνανθρώπου και το είδωλό του καταντά ανύπαρκτο ή αλλοιώνεται. Η δυνατότητα συνείδησης του εαυτού αποδυναμώνεται και, κατά συνέπεια, εντείνεται η επιθυμία για αυτοπαρατήρηση. Όμως, αυτή η ανάγκη προϋποθέτει για τον Σαραντάρη ένα «θαύμα», την έξοδο από τον εαυτό, προκειμένου να τον αντικρίσει ως θέαμα, αλλά και να τον καθάρει από την ενοχή ή τη διαίσθηση αχρηστίας ή ανυπαρξίας[16]. Και το θαύμα αυτό μπορεί να συμβεί με την ανθρώπινη επαφή, με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης προς τον άλλο.

Δεν καταλαβαίνω τίποτα από τη ζωή, από αγάπη∙ είμαι, ένας τενεκές των σκουπιδιών. Χωρίς περιφράσεις. Θα ήθελα να βάλω φωτιά στον εαυτό μου, για να δω αν λάμπω. Ό,τι είπα καλό, δεν μου ανήκει. Αν έπραξα τίποτα καλό (αλλά φοβάμαι πως τίποτα δεν έπραξα καλό) κι αυτό δεν μου ανήκει. Τίποτα δεν μου ανήκει. Και δεν έχω πια καμιά όρεξη. Παρά να βρω έναν άνθρωπο τόσο καλό, που να κάνει ένα θαύμα, να με βοηθήσει να βγω έξω απ’ τον εαυτό μου, ο αγέρας να με καθαρίσει, να ξεχάσω το χτες.

Να χαιρετήσω όλους τους φίλους, όλες τις γυναίκες, που μοιάζουν με σκουπίδια∙ να βρω άλλους φίλους, άλλες γυναίκες∙ ν’ αποκτήσω πια την εμπιστοσύνη εκείνη που λαχτάρησα.[17]

Το ποιητικό υποκείμενο ενοχικά επωμίζεται την ευθύνη για την αχρηστία του, για την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των άλλων. Αν επιθυμεί να αυτοπυρποληθεί[18], δεν είναι για να επιβάλει το θέαμά του στα μάτια τους, εξαναγκάζοντας έτσι και σε ένα είδος δικαίωσης, αλλά για να διαπιστώσει αν όντως μπορεί να γίνει «ορατός» και να εξαγνιστεί από το μίασμα της ετερότητας που του έχουν προσάψει. Την ανυποληψία του τη βιώνει περισσότερο ως οφειλόμενη στη δική του ανεπάρκεια, ως δικό του λάθος για το οποίο τιμωρείται. Γι’ αυτό και στο παραπάνω ποίημα, αλλά και γενικότερα στην ποίηση του Σαραντάρη, το πρόβλημα της ετερότητας δεν εκτονώνεται σε μια αντιδικία με το κοινωνικό σύνολο, ούτε όμως και σε μια αυτοκαταστροφική καταδίκη του εαυτού ή την επίμονη και μοναχική αυτοπαρατήρηση «από την άλλη πλευρά» της ζωής[19].

Ο Σαραντάρης αναζητά με λαχτάρα το καθαρό βλέμμα του άλλου, που μέσα του θα μπορέσει να δει και να νιώσει τον αληθινό εαυτό του. Εύχεται μια από κοινού θέαση του κόσμου[20] υπό το φως ενός ήλιου που δεν τυφλώνει αλλά αποκαλύπτει την πνευματικότητα και την ουσία πέρα από την αντικειμενική όραση. Ο ήλιος αυτός ταυτίζεται με το άγρυπνο, αθέατο, εσωτερικό μάτι της συνείδησης[21]. Είναι μια φλόγα «μυστική» που δεν αποκαλύπτεται η ίδια, που δεν ανάβει[22], αλλά θερμαίνει την παγωμένη από την απουσία της αγάπης ύπαρξη. Επαναφέρει το ποιητικό εγώ από το σκοτάδι του θανάτου[23], επιτρέποντάς του όχι να αντικρίσει το βλέμμα του άλλου – αυτό θα ήταν ίσως το ιδανικό – αλλά να νιώσει την πνευματική, υπερβατική του υπόσταση, τον «γαλάζιο» εαυτό του:

Ένας ήλιος αόρατος κι αδιάκοπος με ξυπνά
Κάθε φορά που τον θάνατο πάω να ονειρευτώ
Μια φλόγα που δεν ανάβει με καίει μυστικά
Κι ακουμπώ στη συνείδησή μου για να πάρω φως
Όταν δεν μ’ αγαπάνε οι άνθρωποι κάποτε απελπίζομαι
Κάποτε τους αγαπώ εγώ κι ας μη με αγαπάνε
Έτσι δεν μου χρειάζονται δέντρα για να πλαγιάσω
Δεν μου χρειάζονται φύλλα χόρτα ή λουλούδια
Φτάνει να βλέπω στον άνθρωπο τον εαυτό μου
Να νιώθω γαλάζιο τον εαυτό μου κι ας μη το βλέπω[24]

Η ανάκτηση της αμφισβητημένης υποκειμενικότητας πραγματοποιείται στον Σαραντάρη μέσω της πίστης, δηλαδή μιας ενορατικής αντίληψης του κόσμου βασισμένης στο συναίσθημα και την αγάπη[25]∙ την αγάπη για το Απόλυτο αλλά και για τους ανθρώπους, η οποία δεν προϋποθέτει συνθήκες αμοιβαιότητας, αμεσότητας και επικοινωνίας, αλλά αποκαλύπτεται έμμεσα, δεν προσδοκά ανταπόκριση και επιστρέφει σ’ έναν εαυτό ουσιαστικό, ελεύθερο από το αδηφάγο βλέμμα του άλλου[26] και την αγωνία της ύπαρξης.

Ο Σαραντάρης επεδίωξε να εκφράσει ποιητικά μια πραγματικότητα in absentia[27], μια αποκαλυπτική θέαση του κόσμου της «ουσίας», την άυλη πνευματική αλήθεια που κρύβεται από την όραση, αναζητά όμως το βλέμμα του άλλου για να μπορέσει να γίνει συναίσθημα, ανθρώπινη εμπειρία[28]. Η ποιητική της ετερότητας, το πέρασμα από το εδώ στο αλλού μέσω του ποιητικού λόγου[29], τον καθιστά διάμεσο μιας νοητής συνέχειας που ξεκινά κυρίως από τον Καρυωτάκη και φτάνει ως τον Καρούζο και τον Σαχτούρη, για να περιοριστούμε στην ελληνική ποίηση του εικοστού αιώνα.

[1] Τυπώνει όμως την πρώτη ποιητική συλλογή, Οι αγάπες του χρόνου, το 1993.

[2] Βλ. Σκοπετέα Σ., «Εισαγωγή» στο Γιώργος Σαραντάρης. Έργα 1. Τα δημοσιευμένα από 1933 έως 1942., Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2001, σσ. κθ΄-λε΄ και Καραντώνης Α., «Γιώργος Σαραντάρης», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τόμ. 5, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1950, σ. 236.

[3] Βλ. Καραντώνης, ό.π.

[4] Βλ. Καραντώνης, ό.π.∙ Ελύτης Οδ., Ανοιχτά Χαρτιά, «Το χρονικό μιας Δεκαετίας», Ίκαρος, Αθήνα 1987, σσ. 343-345∙ Πεντζίκης Ν.Γ., «Για τον Γιώργο Σαραντάρη», Γράμματα και Τέχνες, 31-32, Ιούλιος-Αύγουστος 1984, σ. 20.

[5] Βλ. Ζήρας, Αλ., «Η πάλη με τη γλώσσα» και Τσαντζαρίδου Ζ., «Ο ελεύθερος στίχος του Γ. Σαραντάρη», Γράμματα και Τέχνες, 31-32, ό.π., σ. 18 και 21-24 αντίστοιχα.

[6] Ο ποιητής Γ. Σαραντάρης γεννήθηκε το 1908 στην Κωνσταντινούπολη. Το 1920 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ιταλία, όπου σπούδασε Νομικά και πήρε διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Ματσεράτα. Το 1931 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί γνωρίζεται με λογοτέχνες της γενιάς του ’30, εκδίδει ποιητικές συλλογές και δημοσιεύει φιλοσοφικά δοκίμια. Το 1940 υπηρετεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Πεθαίνει στην Αθήνα, σε ηλικία τριάντα-δύο ετών, καταπονημένος από τις κακουχίες του Αλβανικού πολέμου.

[7] Βλ. Μαρινάκης Γ., «Εισαγωγή» στο Γιώργος Σαραντάρης. Ποιήματα. (ελληνική περίοδος 1931-1940), Gutenberg, Αθήνα 1987, τόμ. Α, σ.λε΄. Αντλούμε τα ποιήματα που παραθέτουμε από την έκδοση του Μαρινάκη.

[8] Βλ. Μαρινάκης, ό.π., σ. λθ΄.

[9] Βλ. Μαρινάκης, ό.π., σ. λζ΄.

[10] George F., Deux études sur Sartre, Παρίσι 1976, σ. 321:« L’autre me voit, donc je suis ».

[11] Ό.π., σ. 235.

[12] Στην περίπτωση βέβαια του Καραντώνη, το βλέμμα του άλλου δεν περιορίζεται στο φαίνεσθαι, αλλά καταφέρνει να διακρίνει τα σημάδια μιας εσωτερικής ύπαρξης. Τα πορτραίτα του Σαραντάρη απ’ αυτούς που τον γνώρισαν προσωπικά παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον∙ βλ. επίσης Ελύτης, όπ., Πεντζίκης, ό.π.

[13] Βλ. Μαρινάκης, τόμ. Δ, σ. 199. Πρόκειται για ένα από τα λίγα «βιωματικά» ποιήματα του Σαραντάρη.

[14] Για το θέμα της ανυποληψίας του ποιητή για τον εαυτό του, βλ. Lukacs G., Η τραγωδία της σύγχρονης τέχνης, μετάφραση Γ. Λυκιαρδόπουλος, Έρασμος, Αθήνα 1981· Λεοντάρης Β., Δοκίμια για την ποίηση, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», Έρασμος, Αθήνα 1985· Λαμπρίδης Μ., «Το δάκριο του ανθρώπου-Το γέλιο του πολίτη», Η Λέξη, 114, Μάρτιος-Απρίλιος 1993, σσ. 235-239· Σαρτρ Ζ.Π., Μπωντλαίρ, μετάφραση Ν. Φωκάς, Ολκός/Μικρή Άρκτος, Αθήνα 1995.

[15] Βλ. Levinas E., Le temps et l’autre, Quadrige/PUF, Παρίσι 1979, 1991, σ. 82.

[16] Βλ. Αλεξιάδου Θ., «Ετερότητα και οικειότητα στο έργο του Κ. Καρυωτάκη: Το βάρος του εαυτού και η αδερφή ψυχή», Ο Δυΐσμός στη νεοελληνική λογοτεχνία, ΧΙΧe Colloque des Néo-hellénistes des Universités francophones, επιμέλεια A. Chatzisavas, Plaxandre, Μπεζανσόν 2006,σσ. 386-403.

[17] Ό.π., τόμ. Δ, σ. 351.

[18] Η φωτιά θεωρείται σύμβολο του πνεύματος και του εξαγνισμού· βλ. Chevalier J.-Gheerbrant A., Dictionnaire des Symboles, Robert Laffont/Jupiter, Παρίσι 1969,1982, σ. 435-438.

[19] … που θα είχαν ίσως ως συνέπεια, αντίστοιχα, μια αυτοκτονία με τον τρόπο του Καρυωτάκη ή την «αυτοτιμωρία» με τον τρόπο του Μπωντλαίρ ή, τέλος, μια σαχτουρική διαχείριση της αλλοτρίωσης. Παραλληλίζουμε με ποιητές που θεωρούμε ότι συγγενεύουν με τον Σαραντάρη ως προς τη θεματική της ετερότητας, γι’ αυτό και το πρωθύστερο της αναφοράς στον Σαχτούρη.

[20] Πρβλ. Σαραντάρης, «Ανακούφιση», τόμ. Δ, σ. 16: «Το μάτι αισθάνεται / Μια κάποια ανακούφιση / Όταν ο Άλλος απολαμβάνει / Βλέποντας τα ίδια».

[21] Βλ. Jay M., Downcast Eyes. The denigration of vision in twentieth-century French thought., University of California Press, Μπέρκλεϊ-Λος Άντζελες-Λονδίνο 1993, σσ. 12-40, κυρίως, και Αλεξιάδου Θ., «Το κορμί και το ποίημα στο έργο του Τ. Σινόπουλου», στο Le Corps dans la langue, la littérature, l’histoire, les arts et les arts du spectacle, XVIIIe Colloque International des Néo-hellenistes des Universités francophones, επιμέλεια A.O. Jacovides Andrieu, Société Culturelle Néo-hellénique, Παρίσι 2005, σσ. 330-331.

[22] Η φωτιά που δεν καίει παραπέμπει στο δυτικό μυστικισμό∙ βλ. Jay M., Downcast Eyes., ό.π. και Dictionnaire des Symboles, ό.π., σ. 435.

[23] Βλ. Dictionnaire des Symboles, ό.π., σ. 891.

[24] Ό.π., τόμ. Δ, σ. 321.

[25] Έχει επανειλημμένα επισημανθεί η επίδραση της υποστασιακής φιλοσοφίας του Kierkegaard, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια βρίσκεται στην υποκειμενικότητα, δηλαδή η πραγματική ύπαρξη επιτυγχάνεται με την ένταση του συναισθήματος. Επίσης, «το πνεύμα δεν μπορεί να αποκαλυφθεί παρά εμμέσως, διότι τίποτε το εξωτερικό δεν μπορεί να αποκαλύψει πλήρως το εσωτερικό. Πάντοτε θα παραμένει ένα κατάλοιπο μυστικού.»∙ βλ. Wahl J., Esquisse pour une histoire de « l’existentialisme», L’Arche, Παρίσι 1949, 2001, σ. 13 και, του ίδιου, Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού, μετάφραση Χρ. Μαλεβίτση, Δωδώνη, Αθήνα-Ιωάννινα 1988, σ.137-138.

[26] Βλ. Wahl J., Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού, ό.π., σ. 142.

[27] Μαρινάκης, ό.π.

[28] Βλ. Παπανικολάου Μ., «Στους φίλους μιας άλλης χαράς», Νέα Εστία, τόμ. ΚΗ΄, τχ. 326, σ. 905.

[29] Η υπερβατική πορεία της ποίησης απεικονίζεται από τον Σαραντάρη ως εξής: «Η Ποίηση περπατάει με τα πόδια κάτω και το κεφάλι ψηλά. Κρατάει στο στόμα μια λουρίδα ουρανού. Κάποιος την κυνηγάει, αλλά αυτή δεν καταλαβαίνει, τόσο την απορρόφησεν ο ήλιος. Και τραγουδάει τόσο σιγά, που ο δρόμος χάθηκε. Κι όλους μας πιάνει ο φόβος, να μη μπορούμε πια ν’ ακολουθήσουμε την Ποίηση.». Είναι αξιοπρόσεχτη η ανθρωπομορφική αναπαράσταση της Ποίησης (το κεφαλαίο αρχικό παραπέμπει σε κύριο όνομα προσώπου).