Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Ιωάννης Δεληγιάννης

Η κρίση του ιδεολογήματος της ελληνικότητας
στη νεοελληνική πεζογραφία κατά την α΄ μεταπολεμική περίοδο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εθνική πολιτιστική ταυτότητα, προκειμένου να προσδιοριστεί έχει την ανάγκη μιας ετερότητας, συνήθως αρνητικά προσλαμβανομένης. Η ιδέα της ελληνικότητας συναρτάται με τις αντικειμενικές πολιτικές συνθήκες κατά τον ύστερο 19ο αιώνα έως και το 1922 που τροφοδότησαν την ανάγκη για εθνική ολοκλήρωση των περιοχών, όπου διαβιούσαν Έλληνες εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους. Η λειτουργία της ελληνικότητας στην τέχνη αφορά, αφενός στο να υποκαθιστά αυτό που οι πολιτικοί θεσμοί αδυνατούν να πράξουν αποτελεσματικά, δηλαδή την καλλιέργεια κοινής νεοελληνικής εθνικής συνείδησης και ενιαίας παράδοσης, αφετέρου στο να υπερβαίνει και να «αναπληρώνει» την ιστορική συγκυρία, όταν η εθνική συνείδηση τραυματίζεται, όπως λ.χ. μετά το τέλος της μικρασιατικής εκστρατείας.

Η «ελληνικότητα» στον πεζό λόγο απηχεί τον τρόπο, με τον οποίο η νεοελληνική πεζογραφία αυτοπροσδιορίζεται και ταυτόχρονα διαφοροποιείται από τις δυτικοευρωπαϊκές λογοτεχνίες, δηλαδή τη νεοελληνική συνείδηση. Στα υπό εξέτασιν πεζογραφήματα αλλά και στις κριτικές αναλύσεις η ευρωπαϊκή σκέψη ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός υφίστανται σχηματοποιήσεις. Η Μ. Σακαλάκη[1] χαρακτηριστικά σημειώνει: το μυθιστόρημα είναι ένας τρόπος έκφρασης που παρουσιάζει πολλαπλές αντιστοιχίες με την έννοια του έθνους, στο μέτρο που η εκόλλαψη και η ανάπτυξη του λογοτεχνικού αυτού είδους παρατηρήθηκε, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, σε όλα τα αποικιοκρατούμενα έθνη που απόκτησαν την ανεξαρτησία τους. Με την παρούσα εισήγηση διερευνώνται οι μορφές και οι λειτουργίες της ελληνικότητας στην πεζογραφία. Αυτό που έχει δηλαδή ειδικό βάρος είναι η πρόθεση της αυτοτοποθέτησης της ελληνικής διανόησης σε σχέση υπεροχής, μειονεξίας ή συνοδοιπορίας προς τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη. Μεθοδολογικά, η προσέγγιση των πεζογραφημάτων της α΄ μεταπολεμικής περιόδου γίνεται με την κοινωνιολογική ανάλυση. Ως βάση αυτής της μεθόδου χρησιμοποιείται η παραδοχή του Louis Althusser στο Γράμμα για την Τέχνη για τον διαμεσολαβητικό ρόλο της Τέχνης και συνεπώς της λογοτεχνίας[2] .

Συζητώντας για το ζήτημα της ελληνικότητας στην πεζογραφική παραγωγή, δεν αποσκοπούμε βέβαια στο να τοποθετηθούμε στο ζήτημα της ιδιαιτερότητας και της αυθεντικότητας του λογοτεχνικού ύφους και είδους, ψάχνοντας αρχέτυπα. Ο στόχος είναι να δούμε με ποιο τρόπο μέσα στη λογοτεχνία διεξάγεται η αναζήτηση της εθνικής αυτοσυνειδησίας, σε τι συνίσταται και στον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί για τους ήρωες και το μυθιστορηματικό κόσμο. Τη σχέση λογοτεχνίας και πραγματικότητας αποτυπώνει παραστατικά ο Α. Αργυρίου[3]: η πεζογραφία δημιουργεί μια δική της πραγματικότητα, η οποία τελικά προστίθεται στην ίδια την πραγματικότητα αυξάνοντας το πεδίο της

ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

Η ελληνικότητα μπορεί να περιγράφεται στο πεδίο των πεζογραφημάτων κυρίως με 3 εκδοχές:
Α) ως εσωστρεφής - αμυντικός εθνοκεντρισμός, όπου μια επιλεκτικά διαμορφωμένη παράδοση λειτουργεί ως ανάχωμα. Η παράδοση αυτή στην εξιδανικευμένη της εκδοχή χρησιμοποιεί συμβολισμούς από το παρόν για να αναπέμψει σε άφθαρτες εικόνες ενός αποσπασματικού και ωραιοποιημένου παρελθόντος. Για τον Πέτρο Χάρη[4] το ελληνικό πνεύμα πρέπει να διέλθει αναγκαστικά από ένα στάδιο εσωστρέφειας. Οι νέοι Έλληνες ξέρουν ίσως λιγότερα από άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Τόσο το καλύτερο. Θα κάμουν την περισυλλογή τους Ενοχοποιεί τη μίμηση και την κυριαρχία της ευρωπαϊκής σκέψης στην ελληνική διανόηση[5]:

Η λιτότητα του τοπίου, η εκκλησία, το γαλάζιο του Αιγαίου, τα μάρμαρα, το αλώνι κλπ είναι στυλιζαρισμένες εικόνες που σε συνδυασμό με το γλωσσικό μέσο της δημοτικής συγκροτούν ένα περιτείχισμα για την προστασία και τον προσδιορισμό της ιθαγενούς «γνήσιας» λογοτεχνικής παραγωγής. Η πρώτη σκηνή στη Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση προσδιορίζει την υπεροχή της ελληνικής φύσης στα συστατικά της: Αριστερά, ένα ακρωτήρι υψωνόταν κατάξερο και περήφανο, μ’ ένα ερημοκκλήσι φυτρωμένο στ’ άγονα σπλάχνα του. Η μικρή καμπάνα σήμαινε τον όρθρο∙ […]-Πού βρισκόμαστε; Τον ρώτησε. -Στην πατρίδα μου. Στην Ελλάδα.[6] Ειδικά, η λιτότητα του τοπίου είναι ένα στερεότυπο που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η αυθεντικότητα που κινδυνεύει από την εισβολή του Άλλου.

Η ενοχοποίηση του ξένου παράγοντα λειτουργεί ενοποιητικά και συσπειρωτικά. Δείγμα αυτής της αμυντικής θεώρησης της ελληνικότητας είναι η ιδρυτική διακήρυξη της Εθνικής Εταιρείας λογοτεχνών το 1948 που θεωρεί ότι οι ξένοι συλλήβδην ευθύνονται για το αιματοκύλισμα απενοχοποιώντας τους γηγενείς. Στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο ο εσωστρεφής εθνοκεντρισμός γίνεται κυρίως όπλο της διεθνιστικής αριστερής διανόησης η οποία είχε “ανοιχτούς λογαριασμούς” με τη δυτικοευρωπαϊκή διπλωματία για τον παρεμβατισμό της στον αγώνα για την πολιτική εξουσία. Ή άποψη ότι η εγχώρια καλλιτεχνική παραγωγή πλήττεται από τον ηγεμονισμό της δυτικοευρωπαϊκής κουλτούρας και ότι εξυφαίνεται σχέδιο άλωσης της ελληνικότητας στην Τέχνη εκφράζεται και από σύγχρονους μελετητές. Σε αυτή την περίπτωση ενοχοποιείται ο ορθολογισμός τον οποίον εισήγαγε ο Διαφωτισμός,[7] Στον Εωσφόρο του Α. Κοτζιά ο κύριος Ιάσων, συμβολικοποιημένη εικόνα του πραγματιστή νέου-ενηλίκου, αναφέρει: «Είμαι απαλλαγμένος από κάθε συναισθηματική αναθυμίαση – αγάπες και μίση[…]. Αρκεί να μάθεις πως είμαι – επίτρεψε μου την κυριολεξία – αλγεβρικά πεπεισμένος διεθνιστής». Πρώτα θα εκλείψει η Ψωροκώσταινα ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου[…]. Έπειτα, λίγο αργότερα, θα διαβολοσκορπίσει το ανεμομάζωμα που ονομάζεται ρωμαίικο….. Δεν έχουν θέση τα καρκινώματα στο λογικό αμάλγαμα που προετοιμάζεται[8]

Η ελληνικότητα εκφράζει τον ανορθολογισμό, τη συλλογική φαντασίωση εθνικού μεγαλείου. Ο αστικός μετασχηματισμός που συντελείται στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, καθώς προσβλέπει στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, προϋποθέτει την ορθολογικοποίηση της εθνικής αυτογνωσίας έτσι ώστε να αφαιρεθούν οι οποιεσδήποτε απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες μαζικές λαϊκές αναταράξεις που υπονομεύουν τον εκσυγχρονισμό.

Ο Κ. Καστοριάδης[9] αναφέρει ότι ο καπιταλισμός είναι το πρώτο κοινωνικό καθεστώς που παράγει μια ιδεολογία σύμφωνα με την οποία το ίδιο το καθεστώς είναι ορθολογικό. Η καπιταλιστική ιδεολογία, στις πιο φιλάνθρωπες στιγμές της, προβάλλει εν τούτοις τον ισχυρισμό ότι σκοπός της «ορθολογικότητος» είναι η «ευημερία».

Β) ως επιθετικός εθνοκεντρισμός. Στα πλαίσια της θεώρησης αυτής η επαφή με την Ευρωπαϊκή σκέψη υπάρχει αλλά είναι συγκρουσιακή. Αλήθεια συχνά συλλογιέμαι τη ράτσα μας , την πολύπαθη, αιώνια καταδιωγμένη, αιώνια υποσιτισμένη ρωμαίικη ράτσα και με κυριεύει συγκίνηση, συμπόνια και θαυμασμός. Πόσες χιλιάδες χρόνια πολεμούμε αγκριφωμένοι στις πέτρες ετούτες και τα φτενά χώματα και μας ρίχνουνται κύματα απανωτά οι βάρβαροι κι αντέχουμε. Και δεν αντέχουμε μονάχα, βρήκαμε καιρό και δύναμη και δώσαμε στον κόσμο τα δυο, τα πιο πολύτιμα αγαθά: λευτεριά στη ψυχή, καθαράδα στο μυαλό. Εφευρήκαμε το συλλογισμό και βάλαμε τάξη στο χάος[10]

Η διείσδυση του ελληνικού πνεύματος είναι το ζητούμενο. Η σχέση υπεροχής της ντόπιας καλλιτεχνικής παραγωγής έναντι της ευρωπαϊκής ενισχύεται με την επιβολή αυθαίρετων στερεοτύπων με γνώμονα υποτιθέμενα φυλετικά χαρακτηριστικά συμπεριφοράς. Στη Μεγάλη χίμαιρα η εθνική ιδιοπροσωπία ορίζεται με μια σειρά από στερεότυπα:τυχοδιωκτισμός, ανδροπρέπεια, πραχτικότητα, τιμή, όλα αυτά μαζί κατ’ αποκλειστικότητα. Η ηρωίδα της Μεγάλης Χίμαιρας εν είδει επωδού έρχεται να ερμηνεύσει κάθε συμπεριφορά ή αξία του αγαπημένου της και του περίγυρου της με την επωδό. Είσαι Έλληνας Σε καταλαβαίνω. Εξέχουσα θέση έχει η εικόνα της ελληνικής ανδροπρέπειας που αντιπαραβάλλεται με την αριστοκρατική ευρωπαϊκή θηλυπρέπεια. Η φραστική τραχύτητα χρησιμοποιείται ως απεικόνιση του ελληνικού ανδρικού παρορμητισμού. Μου ξέφυγε μια βαρειά βρισιά,[…]Απάνω σ’ αυτό, ο καθηγητής Σπυρομήλιος βρήκε να μου κάνει τη σύσταση να συγκρατώ τα αισθήματά μου, για να μοιάζω με πολιτισμένο Ευρωπαίο κι όχι καθυστερημένο Βαλκάνιο[11]. Η θεωρητική επεξεργασία αυτής της επιθετικής οπτικής βρίσκεται στο άρθρο του Α. Σικελιανού με τίτλο Το σημερινό ελληνοκεντρικό πνευματικό μας αίτημα Μέσα από το κείμενο του Α. Σικελιανού προκύπτει η μεσσιανική φαντασίωση της νεοελληνικής ιδεολογίας, η ιδέα της πανανθρώπινης αποστολής. Στο περιοδικό Νέα Εστία ο Σικελιανός προσδιορίζει το ρόλο της ελληνικότητας κατά τη νέα εποχή[12]:Αλλά και για τούτο δεν δικαιούται ν’ αναγράψει και υψηλότερον βαθμόν ευθύνης από κείνον που οφείλει ν’ απορρεύσει απ’ την Ελλάδα ως Ελλάδα, απέναντι του ίδιου εαυτού της και του κόσμου, από την ώρα που θα επιδιώξει, χάρη στην υπέρτατη πνευματική συγκέντρωση και τον υπέρτατο εσωτερικό αγώνα των πνευματικών παιδιών της, τη δοκιμασία αυτή να την υψώσει ως με τη σφαίρα της ελληνοκεντρικής ιστορικής συνείδησής τους, στη μορφή κάποιας της νέας – αν και αιώνιας κατά βάθος- αυριανής της πανανθρώπινης αποστολής[…] Τη βοήθεια τούτη άλλωστε προς ολοκλήρωση της ίδιας της Πνευματικής Ενότητας, δε τη ζητάει αιώνες τώρα η Ανθρωπότητα από την Ελλάδα, δίχως όμως να φθάνει μέχρι τώρα να συλλάβει οργανικά το κεντρικό της μυστικό; Στη Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση οι αναμετρήσεις Ευρώπης – ελληνικού πολιτισμού διεξάγονται σε φαντασιακό επίπεδο από την ηρωίδα με άξονα τη θρησκεία, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και – σε συντριπτικό ποσοστό – έχουν σαν κατάληξη την επικράτηση του ελληνικού πολιτισμού.

Γ) ως μετριοπαθής πολυκεντρικός εθνισμός. Στο πλαίσιο αυτό η ελληνικότητα αναγνωρίζεται ως η εν εξελίξει ιδεολογική γέφυρα του ευρωπαϊκού ουμανισμού με την αρχαιοελληνική κλασσική σκέψη. Η διαφορά σε αυτή την εκδοχή της ελληνικότητας από τις προηγούμενες έγκειται στο ότι δεν αποδέχεται τη συγκρουσιακή λογική ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την ντόπια κουλτούρα. Η αναίρεση της συγκρουσιακής λογικής δεν επιφέρει την κοσμοπολιτιστική θεώρηση , της οποίας η βάση κατά τον J. Habermas είναι ο ηθικός οικουμενισμός κι όχι ο ρασιοναλισμός. Θα μπορούσαμε όμως να υποστηρίξουμε ανασκευάζοντας την παρατήρηση του Α. Λιάκου στο βιβλίο Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο[13] για το εφικτό της ζωής έξω από την κατασκευή του έθνους, ότι η αποδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας ως μοναδικής αυτοαναφορικής αξίας με τον πολλαπλασιασμό «ταυτοτήτων», δηλαδή σημείων αναφοράς, κάνει το μυθιστορηματικό πρόσωπο να διαχέει τις ανάγκες που θα προέκυπταν από τον ελληνοκεντρισμό του σε πολλά διαφορετικά κέντρα. Στο Contre Temps της Μ. Κρανάκη, τα τοπία, οι εθνιστικές συμβολικοποιήσεις δεν έχουν εκ προοιμίου κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα αλλά αξιολογούνται ανάλογα με τη συμβολή τους στην εσωτερική εξέλιξη της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου. Εδώ τα πράγματα ήταν εύκολα, απλωμένα. Σαν οικόπεδα. Οι δρόμοι, οι άνθρωποι, η ιστορία. Ενώ εκεί κάτω, στην Ελλάδα, η κάθε στιγμή ήταν μια σκληρή πέτρα λαξεμένη στο αγκομαχητό[14]. Στη Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση αναπτύσσονται και θέσεις που δεν θέλουν να δικαιώσουν το εθνικό μεγαλείο. Ο Μηνάς με βιοθεωρία και πρακτική κοσμοπολιτισμού ερμηνεύει με απολογητική σχεδόν διάθεση την προσήλωση στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή ως απόρροια της ταυτότητάς του ενώ την ποιοτική αποτίμηση της ελληνικής καλλιτεχνικής δημιουργίας με γνώμονα τη λογική του. Δεν είναι διόλου περίεργο ότι το ενδιαφέρον μου μαγνητίζεται κατά κύριο λόγο από την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας. Η ποιότητα συγκρινόμενη με τη στάθμη της παγκόσμιας παραγωγής δε με βρίσκει τόσο αδέκαστο. Αλλά είμαι Έλληνας και δε γίνεται να μην συγκινούμαι[15].

ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Είναι αξιοσημείωτο ότι η σχέση της ελληνικής διανόησης προς την ευρωπαϊκή κυρίαρχη κουλτούρα καθορίζεται από τα «ανατολίζοντα» πολιτισμικά στοιχεία, τα οποία άλλοτε προβάλλονται ενοχικά ως υπολείμματα πολιτιστικής υστέρησης κατά την Τουρκοκρατία και άλλοτε προβάλλονται επιθετικά ως αντίδοτο στην ομογενοποιητική δύναμη της κυρίαρχης ευρωπαϊκής σκέψης. Όταν κυριαρχεί το ενοχικό σύνδρομο της ελληνικής διανόησης, τότε εκφράζεται – σχετικά σπάνια- ένας άκρατος μιμητισμός του ευρωπαϊκού στυλ που ενισχύεται με αλόγιστες μεταφράσεις ευρωπαϊκών έργων καθώς και με την ενθουσιώδη διάθεση προσαρμογής της νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής στα ευρωπαϊκά δεδομένα όσον αφορά στους εκφραστικούς τρόπους και στη θεματολογία.

Ο ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΔΙΑΝΟΗΣΗΣ

Η αριστερή διανόηση κατά τον Δ. Τζιόβα ταλαντεύεται ανάμεσα στη διεθνιστική λογική και στη λαϊκοπατριωτική αισθητική την οποία αντιμετωπίζει ως αντίποδα της αισθητικής της κυρίαρχης αστικής τάξης. Προβάλλεται μάλιστα το παράδειγμα του Μ. Αυγέρη, ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο σοσιαλιστικός πατριωτισμός σε μια παρουσίαση[16] της μελέτης του Ζαχαριάδη για το έργο του Παλαμά. Επίσης στις θέσεις του Μ. Αυγέρη[17] γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα μιας εθνικής τέχνης που θα επικοινωνεί με τους άλλους λαούς κάτι που εξάλλου υποστηρίζεται και από το Βουρνά . Βέβαια, ο τρόπος με τον οποίον τοποθετούνται οι θεωρητικοί της Αριστεράς στο ακανθώδες ζήτημα φανερώνει ενοχή και αμηχανία[18]. Ο Δ. Βλαντάς[19] σε μια κριτική για το Ν. Ζαχαριάδη τόν μέμφεται, επειδή υποστηρίζει σε απόσπασμα (με τον τίτλο Ρίζες, προέλευση και δημιουργία του ελληνικού έθνους) από το σχέδιο προγράμματος του κόμματος που δημοσιεύτηκε το 1954 πως το νεοελληνικό έθνος προκύπτει από τη ρωμαϊκή – γκρέκικη λαότητα, που συνδέονταν ιστορικά-λαογραφικά τόσο με την αρχαία Ελλάδα και την αλεξανδρινή- ελληνιστική εποχή, όσο και με την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία και την ορθόδοξη ανατολική εκκλησία. Ο Δ. Βλαντάς, καθώς εμφανίζεται επικριτικός της «ορθόδοξης» κομμουνιστικής Αριστεράς, θεωρεί την άποψη του Ζαχαριάδη παραπλανητική και αντεπιστημονική από τη στιγμή που υπαινίσσεται την ύπαρξη αρχαιοελληνικού έθνους. Γι’ αυτό επιχειρηματολογεί στηρίζοντας την κρατούσα αντίληψη ότι το έθνος αποτελεί «κατασκευή» του 19ου αιώνα που συμπίπτει με την άνοδο της αστικής τάξης. Ο Θ. Κορνάρος, κατεξοχήν εκπρόσωπος της σοσιαλιστικής αισθητικής στο βιβλίο Με τα παιδιά της θύελλας επιδιώκει την ανατροπή των αστικών αξιών χρησιμοποιώντας μια καταγγελτική ειρωνεία που ρέπει στην υπερβολή. Οι «αχάριστοι» του κόμματος των εργαζομένων δε μπορούσανε να λογαριάζονται μήτε ηθικοί άνθρωποι μήτε Έλληνες. Προδίδανε, λέει, νόμους αρχαίους του Ελληνισμού!. Και μπορούσες να διαβάσεις στην εφημερίδα τους, πολύ συχνά να λένε την ευγνωμοσύνη που χρωστούσαμε στους ξένους «προστάτες», δουλικότητα! Το λιτοδίαιτο το λέγανε «εθελοντικό υποσιτισμό δούλων!». Τη χριστιανική αλληλεγγύη των ξένων προς ένα πάσχοντα λαό, τη βαφτίσανε… «αρπαγή!» […]Φτάσανε, μάλιστα, σε τέτοιο ξεπεσμό και γδύμια καρδιάς που φτυούσανε αηδιασμένοι σαν άκουγαν και μόνο τις λέξεις «Μεγάλη Ιδέα!...» ή «Μεγάλη Ελλάδα»[20]

Η κλίμακα της αξιολόγησης της εθνικής κουλτούρας (σε ό,τι αυτή συνίσταται κατά τον συγγραφέα) και της αντίστοιχης δυτικοευρωπαϊκής ισχύει εντελώς αντεστραμμένα σε σχέση προς την κυριολεκτική χρήση των λέξεων και των προφανών συνυποδηλώσεων. Τέτοια καμώματα δείχνανε καθυστερημένο λαό. Μεσογειακό. Βαλκανική ατσαλιά και προχειρότητα![21]… Ο νόμος της καλής- της ευρωπαϊκής αγωγής! – δεν ανέχεται αυτά τα μαϊμουδίσματα, σύμφωνα με τη γνώμη του καθηγητή Σπυρομήλιου. Η διάκριση σε υπερκείμενες και υποκείμενες κουλτούρες υπάρχει παρόλη την ανεστραμμένη αξιολόγηση. Εδώ η αυτοϋποτίμηση λειτουργεί αντίστροφα.

ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ: ΑΠΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΞΙΑ ΣΕ ΠΟΛΙΤΙΚΟ «ΕΡΓΑΛΕΙΟ»

Όταν το ιδεολόγημα της ελληνικότητας έγινε προσπάθεια να προσδιοριστεί και να ελεγχθεί από το ελληνικό κράτος (όπως λ.χ. με τη Μεγάλη Ιδέα) προσφέρθηκε στο λαό η κοινή ελληνική ιδιότητα και κυρίως αυτός ταυτίστηκε με το κράτος. Στρατηγική επιδίωξη του κράτους ήταν η ταύτισή του με το έθνος με την σταδιακή επέκταση των συνόρων. Ενθαρρύνθηκε ο ελληνικός αλυτρωτισμός με την καλλιέργεια της εθνικής ενότητας και της ισχυροποίησης της ελληνικότητας σαν βάση αναφοράς σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της πολιτισμικής παραγωγής Υπήρξε δηλαδή η εικόνα ότι το κράτος και ο λαός μέσα από τον κοινό κώδικα της ελληνικότητας και των εννοιών που αυτή έπαιρνε, συμπορεύονται. Αντιθέτως όταν το κράτος εγκαταλείπει ή δεν εννοιοδοτεί με τον ίδιο τρόπο την αξία της ελληνικότητας, τότε η ταύτιση πολίτη-κράτους δοκιμάζεται και καταρρίπτεται. Ο ορισμός που δίνει ο Ν. Σβορώνος για το έθνος είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός για το τι κινδύνους ενέχει η χρήση της «ελληνικότητας» ως εργαλείου διχοτόμησης του εθνικού ανθρώπινου δυναμικού με συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο και αλληλέγγυο σύνολο[…]. με κοινά υλικά και πνευματικά συμφέροντα[22] Το ιδεολόγημα της ελληνικότητας έχει δύο βασικές εφαρμογές: από τη μια μεριά ερμηνεύει ιστορικά την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων διαμέσου της παράδοσης ενώ από την άλλη την ηθικοποιεί (στο βαθμό βέβαια που αποτελεί ακμάζουσα κοινωνική αξία και δεν εγκαταλείπεται η αμφισβητείται από τις κυριαρχούμενες κοινωνικές ομάδες)

Οι συμβολισμοί που επικυρώνουν τη σύνδεση ελληνικότητας – ορθοδοξίας στα πεζογραφήματα ενισχύουν τις εκπεφρασμένες θέσεις ότι η νεοελληνική ταυτότητα χωρίς να συναρτάται[23] μόνο με την ορθοδοξία δείχνει να είναι αδιανόητη πέρα από αυτή[24]. Είχε αρχίσει πρώτα να μιλάει για το Χριστό, μα σιγά σιγά τα μπέρδευε, πήρε να μιλάει για την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι που υποφέρει, λαβώνεται, σταυρώνεται για να σώσει τους ανθρώπους[25]

Η πολιτισμική συνάφεια ορθοδοξίας – ελληνικότητας μεταβάλλεται σε ένα αυθαίρετο ιδεολογικό οπλοστάσιο κοινωνικού αποκλεισμού κατά την περίοδο του εμφυλίου για να εξυπηρετήσει την πολιτική πάλη για τη διεκδίκηση της εξουσίας στην μεταπολεμική Ελλάδα. Στους Αδερφοφάδες του Καζαντζάκη η σύνδεση ελληνικότητας ορθοδοξίας είναι συμπαγής Τι σου ’φταιξε η Ελλάδα, τι σου ’φταιξε η θρησκεία;[26] Η έννοια του έθνους ειδικά κατά την περίοδο της πολιτικής πάλης για την εξουσία 1944-1949 γίνεται ασαφής και δεν εκφράζει τη λαϊκή πλειοψηφία[27]. Η τάση του νομοθέτη στη μετεμφυλιακή περίοδο να ποινικοποιεί την πολιτική δράση, φανερώνει ότι υπάρχει προσπάθεια του κράτους να μεταφέρει το κοινωνικό πρόβλημα και τον ανταγωνισμό για την εξουσία σε επίπεδο εθνικής αυτογνωσίας κινητοποιώντας τα τραυματισμένα από το 1922 εθνικά αντανακλαστικά.

Εάν η ελληνικότητα χρησιμοποιήθηκε από το κράτος προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο ελλαδικός αλυτρωτισμός παλαιότερα και να ενισχυθεί η λαϊκή ενότητα, εδώ η ελληνικότητα στην πολιτική διάσταση της μετουσιώνεται σε εθνικοφροσύνη. Η απειλή στην πολιτική «κατασκευή» της ελληνικότητας έρχεται εκ των έσω. Υπάρχει η ανάγκη επιβεβαίωσης της πολιτικής με αναγωγή στην παράδοση του ’21. Μπας κι είμαστε εμείς οι πουλημένοι κι οι προδότες, κι οι αετονύχηδες στα βουνά μπας κι είναι οι αρματωλοί κι οι κλέφτες του 21;[28]Το βενιζελικό «ιδιώνυμο» μαζί με τις ιδέες που έτειναν στη «δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος» τιμωρούσε εξ ίσου αυστηρά και εκείνες που απέβλεπαν «εις την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της επικρατείας» (Ν. 4229/1929) Πως εμείς εδώ, ο εθνικός στρατός, οι μαυροσκούφηδες, όπως μας λεν, πολεμούμε να σώσουμε την Ελλάδα και πως οι οχτροί μας, αψηλά στα βουνά, οι κοκκινοσκούφηδες, πολεμούν να μοιράσουν και να πουλήσουν την Ελλάδα[29].

Την ίδια στιγμή και η Αριστερά που διεκδικεί την εξουσία χρησιμοποιεί τους ίδιους όρους στοχεύοντας στην πατριωτική έξαρση που έχει τη δύναμη να συστρατεύει και να ομογενοποιεί το ανθρώπινο δυναμικό. Τουφεκίστε μας. Έλληνες γεννηθήκαμε και Έλληνες θα πεθάνουμε και τους σκότωσαν[30].

Καθώς το ιδεολόγημα της ελληνικότητας μετατρέπεται στο πολιτικό εργαλείο της «εθνικοφροσύνης», ο όρος χάνει τον ομογενοποιητικό του ρόλο καθώς χρησιμοποιείται διασπαστικά. Επομένως, σε κάποιες περιπτώσεις θα απαξιωθεί μέχρι τότε που το αστικό κράτος ή μια κοινωνική ομάδα στην προσπάθεια της να κυριαρχήσει πολιτικά, χρησιμοποιήσει ξανά το ιδεολόγημα αυτό με την ομογενοποιητική του διάσταση κι όχι με τη διχαστική. Όταν ακούω έναν πολιτικό να μιλάει για πατρίδα και τιμή και δικαιοσύνη μου έρχεται εμετός. Έχουν εξευτελίσει τα πάντα, και το ξέρουν κι εκείνοι που μιλούν κι εκείνοι που ακούνε∙ κι όμως δε σηκώνεται κανένας να τους φτύσει[31] . Αντιλαμβανόμενος ο Γ. Θεοτοκάς τη δυσμενή εξέλιξη εισηγείται την εκ νέου επιστροφή της ελληνικότητας στο πεδίο των πολιτισμικών αξιών . Η καινούρια μεγάλη Ιδέα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός ζωντανού, ιδιόρρυθμου και γόνιμου νεοελληνικού πνευματικού πυρήνα, που να συνεχίζει τη μεγάλη παράδοση της Ελλάδας, να ζει έντονα τη σύγχρονη ζωή, να βρίσκεται σε ταυτόχρονη ανταπόκριση με τη Δύση και την Ανατολή και να μπορεί ν’ αχτινοβολήσει μ’ έργα και ιδέες έξω από τα εθνικά σύνορα[32].

Η ακατάσχετη ελληνοκεντρική ρητορεία κατορθώνει να εκμηδενίσει (ή έστω να αναστείλει) στη συνείδηση κάποιων πολιτών τον ελληνοκεντρισμό ως κοινωνική αξία. Ως συνέπεια των ανωτέρω προκύπτει η μετατροπή των εθνικών προβλημάτων σε κοινωνικά αιτήματα (με την εξέλιξη των μαζικών αντιδράσεων για το Κυπριακό σε μαζικές διεκδικήσεις για την ευρυθμία του πολιτεύματος και τη βελτίωση των οικονομικών όρων ζωής)

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

1. Η ελληνικότητα ως εθνική αυτογνωσία περνά στην Τέχνη, όχι μόνο για να ερμηνεύσει το ιστορικό γεγονός αλλά για να επιδράσει στις συνθήκες στις οποίες εκκολάπτονται τα ιστορικά γεγονότα
2. Ως παράγοντας ομογενοποιητικός μπορεί να έχει στοιχεία ανορθολογικά, δηλαδή να εκφράζει τη συλλογική αυτοεικόνα ενός συνόλου ανθρώπων, η οποία συντίθεται από την πρόσληψη των παραδόσεων, τις φαντασιώσεις του ιστορικού του ρόλου κλπ. Ωστόσο το ζήτημα της εθνικής αυτογνωσίας μπορεί να μεταβάλλεται σε εργαλείο άσκησης πολιτικής από το αστικό κράτος στην προσπάθειά του να ταυτιστεί ή να αποταυτιστεί σε σχέση με ένα τμήμα του λαού προκειμένου να εδραιώσει την κυριαρχία του.
3. Παλαιότερα ήταν οι μύθοι, η θρησκεία που διαδραμάτιζαν αντίστοιχο ρόλο με την εθνιστική κουλτούρα Ένα ερώτημα που μπορεί να τεθεί προς διερεύνηση είναι το αν μια συλλογική φαντασίωση μεγαλείου μπορεί να υπάρχει ανιστορικά, πέρα δηλαδή από τα συμφέροντα μιας κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας. Αν και το θέμα βρίσκεται στις παρυφές της κοινωνικής ψυχολογίας, η τάση της ανθρώπινης συμπεριφοράς να κυριαρχείται από τις ιδέες και την τελολογία τους μοιάζει να έχει όλα τα χαρακτηριστικά του αναγκαίου.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τα παραδείγματα από την πεζογραφία δεν μπορούν να είναι εξαντλητικά και σε κάθε περίπτωση υπόκεινται στις περιορισμένες ερευνητικές δυνατότητες που υπάρχουν για όποιον επιδιώκει να καλύψει μια χρονική περίοδο. Ο στόχος δεν είναι να καταγραφούν όλα τα πεζογραφήματα τα οποία προσδιορίζουν με τον οποιονδήποτε τρόπο το ζήτημα της ελληνικότητας αλλά να διαπιστωθεί η ύπαρξη και οι λειτουργίες των εκφάνσεων της ελληνικότητας στον πεζό λόγο κατά τη χρονική περίοδο αυτή. Οι επισημάνσεις αυτές και η επιστημονική διερεύνηση παρόμοιων θεμάτων συμβάλλουν στο να αποφεύγουμε τις ακούσιες αυταπάτες, οι οποίες σε επίπεδο μαζικής ψυχολογίας μπορούν να καθορίσουν με δραματικό τρόπο την ιστορία των λαών.

 

ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ Ν. , «Έθνος» κατά «λαού» μετά το 1940», Ελληνισμός- Ελληνικότητα, επιμ. Τσαούση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1982
  2. ΑΡΓΥΡΙΟΥ Α. «Το θέμα της ελληνικότητας στην πεζογραφία μας», Ελληνισμός- Ελληνικότητα, επιμ. Τσαούση Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1982
  3. ΑΥΓΕΡΗΣ Μ. , «Η ελληνικότητα στην τέχνη», Θεωρήματα, Αθήνα; Ίκαρος 2η εκδ.1972
  4. ΒΛΑΝΤΑΣ Δ.. , Ο Ν. Ζαχαριάδης και 22 συνεργάτες του, Γλάρος Αθήνα 1984,
  5. ΓΙΑΚΩΒΑΚΗ Ν. , Ευρώπη μέσω Ελλάδας μια καμπή στην ευρωπαϊκή αυτοσυνείδηση 17ος – 18ος αιώνας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2006
  6. ΔΗΜΟΥ Ν. , Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας, εκδ. Πατάκη 1998
  7. ΘΕΟΤΟΚΑΣ Γ. , Ελεύθερο πνεύμα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1998
  8. ΘΕΟΤΟΚΑΣ Γ. , «Τι είναι ο σύγχρονος ελληνισμός», Νέα Εστία, τ.485, 15-9-1947,
  9. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ν. , Οι αδερφοφάδες, εκδ. Ζάβαλη, Λευκωσία 1982,
  10. ΚΑΛΑΙΤΖΙΔΗΣ Π. , Ορθοδοξία και Νεοελληνική ταυτότητα, περ. Ινδικτος, τ.17, χ.χ.
  11. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ. , Η μεγάλη χίμαιρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 23η εκδ., Αθήνα 1999
  12. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ Γ., Δοκίμιο για τη νεοελληνική ιδεολογία, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2002,
  13. ΚΟΤΖΙΑΣ Α. Εωσφόρος, Κέδρος, Αθήνα 1959,
  14. ΚΟΡΝΑΡΟΣ Θ. , Με τα παιδιά της θύελλας, εκδ. Μόρφωση, Αθήνα 1956
  15. ΚΡΑΝΑΚΗ Μ. , ContreTemps, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 4η εκδ., Αθήνα 1992,
  16. ΛΙΑΚΟΣ Α. , Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο; ,εκδ. Πόλις , Αθήνα 2005,
  17. ΜΟΥΖΕΛΗΣ Ν. , Επιστροφή στην κοινωνιολογική θεωρία, Θεμέλιο, Αθήνα 1997
  18. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Η. , Οικονομία, κοινωνία, εξουσία, κριτική ανάλυση των ιδεολογικών αναπαραστάσεων, Κριτική, Αθήνα 2004,
  19. PREVE C. , Το εθνικό ζήτημα στο κατώφλι του 21ου αιώνα, Στάχυ, Αθήνα 2001
  20. ΣΑΚΑΛΑΚΗ Μ. , Κοινωνικές ιεραρχίες και σύστημα αξιών, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1984,
  21. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ Α. «Το σημερινό ελληνοκεντρικό πνευματικό μας αίτημα», Νέα Εστία, τ.345, Αθήνα 1-5-1941
  22. ΣΒΟΡΩΝΟΣ Ν. , Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Πόλις, Αθήνα 2004,
  23. SNOW C. Οι δύο κουλτούρες, μτφρ. Μ. Τζιαντζή, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995
  24. ΤΖΙΟΒΑΣ Δ. , Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1989
  25. WILLIAMS R. , Κουλτούρα και ιστορία, Γνώση, Αθήνα 1994

 

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. BERTENS H. , Theideaofpostmodern, ed. Routledge, London 1995
  2. ESCARPIT R. , Sociologie de la litterature, ed. P.U.F. , Paris 1986
  3. FAETHERSTONE M., Undoing Culture: Globalization, Postmodernism and Identity, ed. Sage, London 1995
  4. HALL S. , Questions of cultural identity, ed. Sage, London 1996
  5. HAWKES D. Ideology, ed. Routledge, London 1996
  6. KAHN J. , Culture, multiculture, postculture, ed. Sage, London 1995

[1] ΣΑΚΑΛΑΚΗ Μ. , Κοινωνικές ιεραρχίες και σύστημα αξιών, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1984, σελ. 45

[2] Πιστεύω πως η ιδιομορφία της τέχνης είναι να μας κάνει να δούμε, να μας κάνει να αντιληφθούμε, να μας κάνει να νιώσουμε κάτι το οποίο αναφέρεται στην πραγματικότητα..

[3] ΑΡΓΥΡΙΟΥ Α. «Το θέμα της ελληνικότητας στην πεζογραφία μας», Ελληνισμός- Ελληνικότητα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1982, σ. 198

[4] ΧΑΡΗΣ Π. , «Ο νέος κύκλος», Νέα Εστία, τ.345, Αθήνα 1-5-1941, σ. 358

[5] Γράφει ο Π. Χάρης : ένας «τρίτος» μένει πάντα ανάμεσα στην ερευνητική μας διάθεση και στον εαυτό μας. Κι’ αυτός ο τρίτος είναι ο πιο δόλιος, ο πιο επικίνδυνος εχθρός μας. Πότε μας ψιθυρίζει όμορφα παραμύθια για χώρες κοντινές ή μακρυνές, μάς ξελογιάζει και μας γυρίζει ολόκληρους προς άλλες θάλασσες και άλλους ουρανούς, πότε μας συλλαβίζει, πολύ αργά κι επίσημα , προστάγματα της λογικής και της ιδιοσυγκρασίας άλλων λαών, πότε μας σπρώχνει κοντά σε όγκους επιβλητικούς και μας γεμίζει μ’ ένα δέος, που σπανιώτατα βρίσκει την απαιτούμενη εσωτερική αντίδραση και πάντα σχεδόν μας οδηγεί στην πιο επιζήμια μορφή ηττοπάθειας, στον εκούσιο εξευτελισμό του εαυτού μας, που όχι λίγες φορές έγινε με αγριότητα και μ’ επιμονή παθολογική

[6]ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ. , Η μεγάλη χίμαιρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 23η εκδ., Αθήνα 1999, σ.9

[7] Ο Γ. Καραμπελιάς αναφέρει χαρακτηριστικά στο Δοκίμιο για τη νεοελληνική ιδεολογία (Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2002, σελ.110) : Στο ένα πλευρό, ο «δυτικόφρων» διαφωτισμός θα επιχειρεί να μεταβάλει τους Έλληνες σε «Ευρωπαίους», να επιβάλει τον «ορθό λόγο», τον εμπειρισμό και τη νοησιοκρατία, να εισαγάγει τους δυτικούς θεσμούς σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής

[8]ΚΟΤΖΙΑΣ Α. Εωσφόρος, Κέδρος, Αθήνα 1959, σ. .227

[9] ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Η. , Οικονομία, κοινωνία, εξουσία, κριτική ανάλυση των ιδεολογικών αναπαραστάσεων, Κριτική, Αθήνα 2004, σ.97

[10] ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ν. , Οι αδερφοφάδες, εκδ. Ζάβαλη, Λευκωσία 1982, σ.129

[11] ΚΟΡΝΑΡΟΥ Θ. , Με τα παιδιά της θύελλας, εκδ. Μόρφωση, Αθήνα 1956., σ. 8

[12] ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ Α. «Το σημερινό ελληνοκεντρικό πνευματικό μας αίτημα», Νέα Εστία, τ.345, Αθήνα 1-5-1941, σ.363

[13] ΛΙΑΚΟΣ Α. , Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο; ,εκδ. Πόλις , Αθήνα 2005, σσ132-133

[14] ΚΡΑΝΑΚΗ Μ. , Contre – Temps, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 4η εκδ., Αθήνα 1992, σ.180

[15] ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ. , Η μεγάλη χίμαιρα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 23η εκδ., Αθήνα 1999, σ.71

[16] στις 20.7.1945,αρ.11,σσ.11-12

[17] ΑΥΓΕΡΗΣ Μ. , «Η ελληνικότητα στην τέχνη», Θεωρήματα, Αθήνα; Ίκαρος 2η εκδ.1972

[18] λ.χ ο Μ. Αυγέρης στο βιβλίο του (ο.π) δηλώνει πως ο αντικατοπτρισμός της πραγματικότητας στην τέχνη δεν μπορεί ν’ αποφύγει τις εθνικές μορφές που δημιούργησε μέσα σ’ ένα λαό η κοινή ζωή αιώνων

[19] ΒΛΑΝΤΑΣ Δ.. , Ο Ν. Ζαχαριάδης και 22 συνεργάτες του, Γλάρος Αθήνα 1984, σ. 81-83

[20] ΚΟΡΝΑΡΟΣ Θ. , Με τα παιδιά της θύελλας, Μόρφωση, Αθήνα 1956., σ. 17

[21] ο.π. ,σ.7

[22] ΣΒΟΡΩΝΟΣ Ν. , Το ελληνικό έθνος: Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Πόλις, Αθήνα 2004, σ.22

[23] Αυτό ενδεχομένως εξηγείται εκτός των ιστορικών δεσμών έθνους- εκκλησίας και από την αρχή της αναλογίας σύμφωνα με την οποία η δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα δεν μπορεί να νοηθεί εντελώς ξέχωρα από την επίδραση του καθολικισμού (είτε ως θέση είτε ως αντίθεση σε αυτόν, λ.χ. η προτεσταντική σκέψη)

[24] Ο Παναγιώτης Καλαϊτζίδης στο Ορθοδοξία και Νεοελληνική ταυτότητα, περ. Ινδικτος, τ.17, χ.χ. υποστηρίζει χαρακτηριστικά ότι η Ορθοδοξία δεν διαμόρφωσε αλλά συνδιαμόρφωσε την νεοελληνική ταυτότητα

[25] ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Ν. , Οι αδερφοφάδες, Ζάβαλη, Λευκωσία 1982, σ.129

[26], ο.π. ,σ. 42

[27] ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ Ν. , «Έθνος» κατά «λαού» μετά το 1940», Ελληνισμός- Ελληνικότητα, επιμ. Τσαούση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1982 Ο Α. Σβώλος, ήδη από το 1928 θεωρεί την επιβίωση του όρου έθνους για το λαό ως ακυριολεξία και μάλιστα τίθεται το ζήτημα ότι ως έθνος μέσα από τους πολιτικούς λόγους αντιλαμβανόμαστε μέχρι το 1950 το σύνολο των ενήλικων αρρένων δηλαδή το εκλογικό σώμα.

[28] ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ Ν. , Οι αδερφοφάδες, Ζάβαλη, Λευκωσία 1982, σ. 105

[29] ο.π. , σ.104

[30] ο.π. , σ.103

[31] ο.π., σ.128

[32] ΘΕΟΤΟΚΑΣ Γ. , «Τι είναι ο σύγχρονος ελληνισμός», Νέα Εστία, τ.485, 15-9-1947,σ.1109