Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Σάββας Καράμπελας

Τα Νέα Γράμματα στην περίοδο της δικτατορίας Μεταξά: Στοιχεία της πολιτικής ταυτότητας του περιοδικού

Την τελευταία δεκαπενταετία τα περιοδικά λόγου και τέχνης έχουν καταστεί ένα από τα κύρια αντικείμενα της νεότερης φιλολογικής έρευνας και κριτικής στην Ελλάδα. Μία σειρά διδακτορικών διατριβών, βιβλιογραφικών εργασιών, κριτικών μελετών και άρθρων αναδεικνύουν συστηματικά τη σημασία τους ως φορέων των ιδεών και των αισθητικών τάσεων της εποχής τους. Στο επίκεντρο του φιλολογικού ενδιαφέροντος έχουν βρεθεί ειδικότερα τα λογοτεχνικά περιοδικά του ελληνικού μεσοπολέμου για το σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισαν στα πλαίσια των ιδεολογικών συγκρούσεων και καλλιτεχνικών αναζητήσεων της κρίσιμης για τα ελληνικά γράμματα περιόδου από το 1918 έως το 1940.[1]

Σχηματικά, τα λογοτεχνικά περιοδικά του ελληνικού μεσοπολέμου μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες. Με κριτήριο τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους διακρίνονται σε περιοδικά της αριστερής και σε περιοδικά της αστικής διανόησης. Η καθεμία από τις κατηγορίες επιμερίζεται σε μικρότερες υποκατηγορίες. Όσον αφορά τα περιοδικά της αριστεράς, διακρίνονται σε όσα ευθυγραμμίζονταν με τις επίσημες κατευθύνσεις του κομμουνιστικού κόμματος και σε όσα στέγαζαν τις διαφορετικές τάσεις (τροτσκιστική, σοσιαλιστική και άλλες) της αριστερής διανόησης.[2] Σε ό,τι αφορά τα αστικά λογοτεχνικά περιοδικά, διακρίνονται σε όσα διαπνέονταν από έντονο αντικομμουνιστικό πνεύμα και σε όσα διατηρούσαν ιδεολογική μετριοπάθεια ή και ουδετερότητα.[3] Ο αντίθετος ιδεολογικός προσανατολισμός που ακολουθούσαν τα αριστερά και τα αστικά περιοδικά, διαμόρφωνε ανάλογα τις αντίστοιχες τοποθετήσεις τους γύρω από τα θέματα της λογοτεχνίας. Τα αριστερά περιοδικά εφάρμοζαν την υλιστική θεώρηση της τέχνης και υποστήριζαν την προλεταριακή ποίηση και το σοσιαλιστικό ρεαλισμό.[4] Αντίθετα, τα αστικά εξέφραζαν την ιδεαλιστική θεώρηση της τέχνης.[5] Μεταξύ των λογοτεχνικών περιοδικών της αριστερής και της φιλελεύθερης διανόησης του ελληνικού μεσοπολέμου επί σειρά ετών εξελισσόταν ένας ενδιαφέρων διάλογος με συχνότατες τις κατά μέτωπο αντιπαραθέσεις τους.

Οι όροι του διαλόγου μεταξύ των αριστερών και των αστικών λογοτεχνικών περιοδικών δεν υπήρξαν καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνικού μεσοπολέμου απόλυτα ίσοι. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 η διακίνηση των αριστερών ιδεών ποινικοποιήθηκε και από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 η έκδοση των αριστερών περιοδικών διακόπηκε.[6] Το 1929 η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου θέσπισε το νόμο για το «Ιδιώνυμον αδίκημα» που απαγόρευε την αμφισβήτηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από τις κομμουνιστικές ιδέες. Ύστερα από έξι χρόνια, και μετά από το αποτυχημένο κίνημα των βενιζελικών στρατηγών Καμμένου-Δεμέστιχα το Μάρτιο του 1935 και το πραξικόπημα του Αλέξανδρου Παπάγου τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις των Γεωργίου Κονδύλη και Κωνσταντίνου Δεμερτζή περιέστειλαν ακόμη ασφυκτικότερα την ελευθερία της έκφρασης της αριστερής διανόησης.[7] Τον αμέσως επόμενο χρόνο η επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά κατέστειλε οριστικά την κυκλοφορία των λογοτεχνικών περιοδικών της αριστεράς.[8]

Παρ’ όλους τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και τις απαγορεύσεις της λογοκρισίας, το λογοτεχνικό περιοδικό Τα Νέα Γράμματα που άρχισε να εκδίδεται τον Ιανουάριο του 1935, δεκαεννέα μήνες, δηλαδή, πριν από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του ’36, συνέχισε να κυκλοφορεί, κατά τα φαινόμενα, τουλάχιστον, απρόσκοπτα μέχρι και την άνοιξη του 1940, λίγους μήνες, δηλαδή, πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.[9] Στην παρούσα ανακοίνωση θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε τις σχέσεις των Νέων Γραμμάτων με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και την επίδραση που η δικτατορία άσκησε στα πλαίσια της έκδοσης του συγκεκριμένου περιοδικού.

Μία πρώτη παρατήρηση είναι ότι ενώ η ανώμαλη πολιτική κατάσταση της περιόδου από τον Ιανουάριο του 1935 έως τον Αύγουστο του 1936 δεν πτόησε τους συνεργάτες των Νέων Γραμμάτων, που εξέφραζαν συχνά μέσα από τα κείμενά τους τα φιλοβενιζελικά τους αισθήματα και τις φιλελεύθερες ιδέες τους, αντιθέτως, μετά την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά οι πολιτικές τοποθετήσεις σχεδόν εξαφανίστηκαν από την ύλη του περιοδικού.[10] Μέχρι τότε, την άνοιξη του 1935 ο κύριος εκφραστής της πολιτικής ιδεολογίας των Νέων Γραμμάτων Γιώργος Θεοτοκάς έπλεκε το εγκώμιο του Βενιζέλου για τις παλαιότερες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του και έβαλλε εναντίον των φιλοβασιλικών κυβερνητών για την ανάσχεση της επικράτησης του δημοτικιστικού κινήματος χαρακτηρίζοντάς τους ως «σκοτεινές δυνάμεις, πιο βάρβαρες από πάντα», «κοτζαμπάσηδες», «τοκογλύφους» «δημοκόπους», «απατεώνες» και «πρίγκιπες του οίκου των Γλυξβούργων».[11] Τον Ιανουάριο του 1936 ο Καραντώνης υπενθύμιζε στους αναγνώστες του περιοδικού τις ανώμαλες πολιτικές συνθήκες της εποχής χωρίς να διστάζει καθόλου να προαναγγείλει για το δεύτερο χρόνο της κυκλοφορίας των Νέων Γραμμάτων πως «στο εξής, διατηρώντας πάντα σ’ αυτές τις σελίδες τα πρωτεία της λογοτεχνίας, θα αρχίσουμε να δημοσιεύουμε και εργασίες με περιεχόμενο φιλοσοφικό και κοινωνικό».[12] Πράγματι, από τον Ιανουάριο του 1936 ο Θεοτοκάς αναλαμβάνει στο περιοδικό τη στήλη «Κοινωνικά Θέματα».[13] Σε τέσσερις συνέχειες σε ισάριθμα τεύχη των Νέων Γραμμάτων ο Θεοτοκάς ερμηνεύει το κοινωνικό πρόβλημα ως ηθικό ζήτημα και προτείνει τη λύση του ελεγχόμενου καπιταλισμού από τον κρατικό παρεμβατισμό.[14] Ο Θεοτοκάς εκφράζει το φιλελεύθερο ουμανισμό του και καταδικάζει -λιγότερο αυστηρά είναι η αλήθεια απ’ ό,τι ο ίδιος δοκιμιογράφος έκανε παλαιότερα- τον κομμουνισμό, ενώ ταυτόχρονα κρούει με έμφαση τον κώδωνα του κινδύνου του φασισμού.[15] Στο ίδιο διάστημα, στο τεύχος του Απριλίου του 1936, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ανέλαβε να εκφράσει τα λατρευτικά αισθήματα που έτρεφαν απέναντι στον Ελευθέριο Βενιζέλο τόσο η διεύθυνση όσο και οι υπόλοιποι συνεργάτες του περιοδικού, με ένα σημείωμα γραμμένο πέντε μόλις ημέρες μετά το θάνατο του φιλελεύθερου πολιτικού στο Παρίσι.[16] Παρόλ’ αυτά, όμως, από την 4η Αυγούστου του 1936 και έπειτα, στα Νέα Γράμματα αποφεύγονται συστηματικά οι καταθέσεις των ιδεολογικών φρονημάτων των ανθρώπων του περιοδικού και εκλείπουν σχεδόν τελείως τα κείμενα πολιτικού στοχασμού και κοινωνικού προβληματισμού.[17] Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η τολμηρή καταγγελία από τον αξιόλογο δοκιμιογράφο Δημήτρη Νικολαρεΐζη την άνοιξη του 1937 της λογοκρισίας που επέβαλλε στην κριτική της τέχνης ο Γερμανός Υπουργός της Προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ Γκαίμπελς.[18]

Μία δεύτερη παρατήρηση που πρέπει να γίνει είναι ότι ο σημαντικός περιορισμός του πολιτικού λόγου των Νέων Γραμμάτων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά δεν σήμαινε την αυτόματη παράδοση του περιοδικού στην υπηρεσία του καθεστώτος. Σε αντίθεση με άλλα έντυπα, τα Νέα Γράμματα απέφυγαν τη δημοσίευση πανηγυρικών σημειωμάτων στις επετείους της 4ης Αυγούστου.[19] Επίσης σε αντίθεση με ό,τι έπραξαν αρκετοί συγγραφείς της εποχής, κανένας ούτε από τους Γ. Κατσίμπαλη, Α. Καραντώνη, Γ. Σεφέρη, Κ. Τσάτσο, Δ. Νικολαρεΐζη, Ο. Ελύτη και Δ. Ι. Αντωνίου, που αποτελούσαν το στενότερο πυρήνα του περιοδικού, ούτε από τους υπόλοιπους τακτικούς συνεργάτες του δεν συνεργάστηκε παράλληλα με το έντυπο όργανο της δικτατορίας Το Νέον Κράτος.[20] Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο Άγγελος Σικελιανός που πέραν της πυκνής συνεργασίας του με τα Νέα Γράμματα παραχώρησε στις φιλολογικές σελίδες του Νέου Κράτους το ποίημά του «Γιατί βαθειά μου εδόξασα».[21]

Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι ακόμη και όταν η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Τύπου του καθεστώτος λογόκρινε το 1938 ένα κείμενο της ύλης του περιοδικού, οι άνθρωποι των Νέων Γραμμάτων δεν δέχτηκαν τη λογοκρισία του αδιαμαρτύρητα και προσπάθησαν να την αποφύγουν.[22] Συγκεκριμένα, η επίμαχη για τη λογοκρισία φράση ήταν «το χοιρομηρικόν πάθος του αέρος της Γερμανίας» που, όπως αρκετά χρόνια αργότερα αποκάλυψε ο Αντρέας Καραντώνης, «εθεωρήθη ότι μπορούσε να προσβάλλει τους γερμανούς, τη γερμανική πρεσβεία, και την έσβησαν» και για την περίσωσή της «έγινε ολόκληρη μάχη, επήγε ο Κατσίμπαλης προσωπικά στο Νικολούδη, επήγε στο Σεφέρη πρώτα, -ο Σεφέρης είχε διστάσει σχετικά, ήταν τότε διευθυντής του εξωτερικού τύπου, και εδίστασε να αναμειχθεί, δεν ανεμείχθη στο θέμα, ήταν πολύ τυπικός στη δουλειά του-, κι αναγκάστηκε να πάει στο Νικολούδη ο ίδιος, και με διάφορα ανέκδοτα κι από δω κι από κει και διάφορα αστεία και μισο-απειλές περί μαγκούρας κατάφερε ν’ αφήσει η υπηρεσία».[23] Σχετικά με το θέμα της λογοκρισίας, πάντως, πρέπει να σημειωθεί επίσης το γεγονός ότι καθ’ ύλην αρμόδιοι στο Υπουργείο Τύπου ήταν ο κριτικός Κλέων Παράσχος και η πεζογράφος Ειρήνη η Αθηναία (ψευδώνυμο της Ειρήνης Μεγαπάνου, από το επίθετο των θετών γονιών της, ή Δημητρακοπούλου, από το επίθετο του για ένα διάστημα συζύγου της), που διατηρούσαν άριστες σχέσεις και με τους δύο διευθυντές των Νέων Γραμμάτων.[24] Στην ίδια κατάθεσή του ο Καραντώνης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ήταν να αντιμετωπίσουμε τους δυο αυτούς που ήταν και φίλοι και συνάδελφοι· και πρέπει να πω ότι έδειχναν κατανόηση, ουδέποτε μας ενόχλησαν».[25]

Ωστόσο, το ερώτημα που εύλογα προκύπτει στο σημείο αυτό δεν είναι τόσο το εάν η λογοκρισία ενοχλούσε τα Νέα Γράμματα όσο το εάν το ίδιο το περιοδικό προκαλούσε την ενόχληση της λογοκρισίας.[26] Η πραγματικότητα είναι ότι τα Νέα Γράμματα δεν ενοχλούσαν τη δικτατορία για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν, όπως προαναφέρθηκε, η μη φιλοξενία στην ύλη του περιοδικού από την 4η Αυγούστου του 1936 και ύστερα κειμένων πολιτικού στοχασμού και κοινωνικού προβληματισμού στα οποία θα μπορούσαν να εκφραστούν τα φιλελεύθερα και αντικαθεστωτικά φρονήματα των ανθρώπων των Νέων Γραμμάτων. Πρόκειται για μία σαφή αυτολογοκρισία που πρέπει να επεκτάθηκε ακόμη και σε κάποια από τα κείμενα συνεργατών του περιοδικού που συμπεριελήφθησαν στην ύλη του, αν δεχτούμε τη σχετική μαρτυρία του Σεφέρη: «Όταν συλλογιστώ τις δυσκολίες τις εξωτερικές (λογοκρισία) που ένιωθα γράφοντας το «Διάλογο» […] με πιάνει φρίκη».[27]

Ο δεύτερος, όμως, και πλέον ουσιαστικός λόγος για τον οποίο τα Νέα Γράμματα δεν προκαλούσαν την ενόχληση της λογοκρισίας ήταν επειδή αρκετές από τις ιδέες που εκφράζονταν μέσα από το περιοδικό συγγένευαν με τα ιδεολογήματα που διατυμπάνιζε η δικτατορία. Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι των Νέων Γραμμάτων υπερασπίζονταν τον πνευματικό εθνισμό και ουμανισμό που, μολονότι δεν ταυτιζόταν[28], διασταυρωνόταν ως ένα βαθμό με τον «κρατικό εθνικισμό» που επέβαλλε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου: Το κυριότερο σημείο της σύμπτωσής τους ήταν το κοινό αίτημα για την εθνική αναγέννηση διαμέσου της επιστροφής στις ρίζες της ελληνικής παράδοσης.[29] Από την αρχή της έκδοσης του περιοδικού ο διευθυντής του είχε αναγγείλει πως «τα Νέα Γράμματα θα προσπαθήσουν να θέσουν μια γέφυρα ανάμεσα στις γενεές και να αποκαταστήσουν τη συνέχεια του ελληνικού πνεύματος, που είναι πάντα μες σ’ όλες τις εκδηλώσεις του, ελευθερία και ομορφιά».[30] Ο Καραντώνης συντασσόταν με όσους «κατηγορήσανε δίκαια τη νεώτερη ποίησή μας ότι δε βύθισε τις ρίζες της βαθειά στο εθνικό χώμα, ότι δε συνδέθηκε με τη δική μας πραγματικότητα, ότι δεν απεικόνισε στους ρυθμούς της τίποτα το ελληνικό, -φυλετικά ιδανικά, ιστορικό παρελθόν, κοινωνική ζωή, φύση- […] συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία μιας ζωντανής και με ακατάλυτη εσωτερική ενότητα ποιητικής παράδοσης».[31] Σύμφωνα με τα παραπάνω, η εθνική θεματολογία, στα πλαίσια της οποίας περίοπτη θέση κατέχει η ποιητική απεικόνιση της ελληνικής φύσης, τίθεται από τη διεύθυνση ως κριτήριο για τη φιλοξενία των λογοτεχνικών κειμένων στην ύλη του περιοδικού. Παρόμοια, ο πνευματικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονταν οι κριτικές μελέτες του Τσάτσου για τον Παλαμά, του Ξύδη για τον Σικελιανό και του Καραντώνη για τον Σεφέρη που δημοσιεύονται στα Νέα Γράμματα, υπήρξε ο καθορισμός του ελληνισμού ως πνευματικού γεγονότος και της Ελλάδας ως γεωφυσικής πραγματικότητας.[32] Στα πλαίσια της επιχειρούμενης εθνικοποίησης των ποιητών από τους κριτικούς του περιοδικού αναπτύσσεται η θεωρία της φυλετικής ιδιοσυστασίας. Κατά συνέπεια, η συστηματική προσπάθεια των Νέων Γραμμάτων για την καθιέρωση του κανόνα της ελληνικότητας στη λογοτεχνία και την ανόρθωση του εθνικού πνευματικού βίου συνέπλεε με τα οράματα του καθεστώτος περί του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού». Λίγους μήνες μετά την επιβολή της δικτατορίας, τον Ιανουάριο του 1937, ο αποκλειστικός μελετητής του Σικελιανού στο περιοδικό Θεόδωρος Ξύδης υπογραμμίζει ότι η Δελφική Ιδέα του ποιητή «φτάνει σε μια θετική ελληνική αυτογνωσία και εθνικό ξεκίνημα» και ζητάει από το καθεστώς τη χρηματική, υλικοτεχνική και οργανωτική στήριξη της προσπάθειας του ποιητή επικαλούμενος τη «μεγάλη του Εθνικήν αποστολή».[33] Και ο Καραντώνης επανειλημμένως παραπέμπει στον πνευματικό κόσμο του Δραγούμη και του Σικελιανού που «προστάζουνε […] το ξεκίνημα και αυτό είναι αρκετό για τη δόξα τους»[34] και προσδιορίζουνε πως η Ελλάδα «είναι […] ένας τόπος ιδεατός, όλος φύση, κεκαθαρμένος από κάθε είδους μιζέρια, νεανικός και ανοιχτός προς ένα ελληνικώτατο μέλλον».[35] Την άνοιξη του 1938 και ο Οδυσσέας Ελύτης εκφράζει την αισιοδοξία του πως «σκύβοντας μ’ ασίγαστον έρωτα στην πατρική γη για ν’ ανάψη από κει την καινούργια φλόγα της νόησης» δεν θα αργήσει η ημέρα που «θα λάμψουν από παντού οι ευτυχισμένες δυνατότητες της δημιουργίας καινούργιου εθνικού πολιτισμού».[36]

Όπως, όμως, έχει επισημάνει ο καθηγητής Κ. Α. Δημάδης, η αναζήτηση εκ μέρους των φιλελεύθερων λογοτεχνών της ελληνικότητας και η επιστροφή τους στις ρίζες της παράδοσης δεν ήταν αποτέλεσμα καταναγκαστικής προσαρμογής στις επιταγές του μεταξικού καθεστώτος, αλλά αποτελούσε συνέπεια της ενδοαστικής κρίσης και του αδιεξόδου της βενιζελικής ιδεολογίας πριν από την επιβολή της δικτατορίας.[37] Δεν απέχει από την πραγματικότητα η κατάθεση του διευθυντή των Νέων Γραμμάτων σχετικά με τη διασταύρωση των πνευματικών κατευθύνσεων του περιοδικού και των αντίστοιχων κανόνων της μεταξικής δικτατορίας και των λογοκριτικών μηχανισμών: «Απ’ την άλλη μεριά βεβαίως δεν ενοχλήθηκαν από το περιεχόμενο, διότι εμείς δεν επρόκειτο, δεν το προσαρμόσαμε εις την ατμόσφαιρα, είχαμε αρχίσει από πριν με τη γραμμή την οποία σιγά-σιγά εμείς βρήκαμε, θα λέγαμε».[38] Πράγματι, από το 1935, πρώτο έτος της έκδοσης των Νέων Γραμμάτων, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του περιοδικού βρισκόταν, επί παραδείγματι, η καθιέρωση ρυθμιστικών κανόνων για τη δημοτική γλώσσα και τη λογοτεχνική της καλλιέργεια, που εκλαμβανόταν ως εθνική υπόθεση, αίτημα στο οποίο ανταποκρινόταν τρία χρόνια αργότερα, το 1938, η ανάθεση από τον Μεταξά στον Μ. Τριανταφυλλίδη της σύνταξης της Γραμματικής της Νεοελληνικής που εκδόθηκε το 1941.[39] Επίσης από το πρώτο έτος κυκλοφορίας των Νέων Γραμμάτων ο διευθυντής του περιοδικού καταδίκαζε την αρνητική επίδραση της απαισιοδοξίας του Καρυωτάκη στους νέους με ιδεολογικά και ηθικολογικά κριτήρια που ουσιαστικά δεν απείχαν καθόλου από τα μετέπειτα κηρύγματα της δικτατορίας για τη νεολαία.[40] Η διαπαιδαγώγηση της ελληνικής νεολαίας σύμφωνα με τις εθνικές παραδόσεις αποτελούσε μία από τις προτεραιότητες των Νέων Γραμμάτων αρκετούς μήνες πριν από την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.[41] Ενδεικτική της σύμπτωσης των περιεχομένων του περιοδικού με τα μεταγενέστερα συνθήματα της δικτατορίας του Μεταξά είναι ακόμη και η περίπτωση των ακροτελεύτιων στίχων «[…] τα καΐκια/ της χαράς, της υγείας, της αλήθειας» του ποιήματος «Άνοιξη» του Γιάννη Ρίτσου, που στα Νέα Γράμματα φιλοξενήθηκε με το ψευδώνυμο Κώστας Ελευθερίου.[42] Οι στίχοι που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό το Μάρτιο του 1936, αφαιρέθηκαν από την έκδοση της Εαρινής Συμφωνίας του ποιητή το 1938, προφανώς για να αποφευχθεί η ταύτισή τους με τη συνθηματολογία του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.[43]

Ωστόσο, σε μία περίπτωση η διεύθυνση των Νέων Γραμμάτων επηρεάστηκε καθοριστικά και προσαρμόστηκε απόλυτα στην ιδεολογία της δικτατορίας. Πρόκειται για την πραγματοποίηση του τριπλού τεύχους-αφιερώματος του περιοδικού στον Περικλή Γιαννόπουλο που, σύμφωνα με την παρουσίασή του από τον Αντρέα Καραντώνη, στόχο είχε «να μας εμπνεύσει το κήρυγμά του ένα σύστημα γνήσιων νεοελληνικών αξιών κι’ ένα σταθερό, συνειδητό συναίσθημα καθολικού ελληνισμού, καθαρίζοντας την όρασή μας από τα υπερπλεονάζοντα σκοτάδια της ποικιλλόμορφης δυτικής επίδρασης».[44] Στο σημείο αυτό ο Καραντώνης ευθυγραμμίζεται σαφώς με το σωβινισμό και τη μισαλλοδοξία του Γιαννόπουλου που, σε ένα χαρακτηριστικό κείμενό του που αναδημοσιεύεται στα πλαίσια του αφιερώματος των Νέων Γραμμάτων, υποστήριζε την ανωτερότητα της «ελληνικής γραμμής» έναντι της ευρωπαϊκής, η οποία «δεν έχει καμμίαν θέσιν εδώ, και δεν στέκεται και δεν χωνεύεται εδώ, διότι είναι : βάρβαρος».[45] Η υιοθέτηση εκ μέρους του διευθυντή του περιοδικού του ελληνοκεντρισμού του Γιαννόπουλου αποτελεί μία παραφωνία στα πλαίσια της έκδοσης των Νέων Γραμμάτων, καθώς είναι γεγονός ότι οι συνεργάτες του περιοδικού αναζητούσαν την ελληνικότητα στην τέχνη χωρίς να αποκλείουν παράλληλα τις ξένες επιδράσεις.[46] Προφανώς, η ξενοφοβική αντίδραση του Καραντώνη οφείλεται στην επιρροή που άσκησε στο νεαρό κριτικό η ρητορική του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.[47]

 

 

[1] Μεταξύ άλλων στις εργασίες γύρω από τα λογοτεχνικά περιοδικά του ελληνικού μεσοπολέμου εντάσσονται κατά χρονολογική σειρά οι εξής: Μαρία Μικέ, Το λογοτεχνικό περιοδικό Ο Κύκλος (1931-1939, 1945-1947), Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1988. Χ. Λ. Καράογλου, Το περιοδικό «Μούσα» (1920-1923), Νεφέλη, 1991. Γεωργία Λαδογιάννη, Κοινωνική κρίση και αισθητική αναζήτηση στον μεσοπόλεμο, Η παρέμβαση του περιοδικού Ιδέα, Εκδόσεις Οδυσσέας, 1993. Μαρία Σακελλαρίου, Το περιοδικό «Σήμερα» (1933-1934), University Studio Press, 1994. Λάμπρος Βαρελάς, Ελληνικά Γράμματα (1927-1930), Επίμετρο η εφημ. Τα Νέα (1930), 1995. Ερευνητική ομάδα, Εποπτεία Χ. Λ. Καράογλου, Περιοδικά λόγου & τέχνης (1901-1940), Τόμος Πρώτος, Αθηναϊκά περιοδικά (1901-1925), University Studio Press, 1996. Χριστίνα Ντουνιά, Λογοτεχνία και πολιτική, Τα περιοδικά της Αριστεράς στο μεσοπόλεμο, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996, Δεύτερη έκδοση 1999. Μαρία Σακελλαρίου, Νέοι Πρωτοπόροι (1931-1936), Εισαγωγή: Χριστίνα Ντουνιά, University Studio Press, 1999. Επιστημονικό συμπόσιο, Ο περιοδικός τύπος στον μεσοπόλεμο (26 και 27 Μαρτίου 1999), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), 2001. Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου (1918-1940), Τόμοι Α’ και Β’, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001. Ερευνητική ομάδα, Εποπτεία Χ. Λ. Καράογλου, Περιοδικά λόγου & τέχνης (1901-1940), Αναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση, Τόμος Δεύτερος, Αθηναϊκά περιοδικά (1926-1933), University Studio Press, 2002. Ερευνητική ομάδα, Εποπτεία Χ. Λ. Καράογλου, Περιοδικά λόγου & τέχνης (1901-1940), Συγκεντρωτικά Ευρετήρια, Τόμος Δεύτερος, Αθηναϊκά περιοδικά (1926-1933), University Studio Press, 2002.

[2] Την επίσημη γραμμή του κομμουνιστικού κόμματος ακολουθούσαν οι Νέοι Βωμοί (1924), η Νέα Επιθεώρηση στην πρώτη περίοδό της (1928-1929), οι Πρωτοπόροι (1930-1931) και οι συνεχιστές τους Νέοι Πρωτοπόροι (1931-1936). Στον ευρύτερο χώρο της αριστερής διανόησης ανήκαν ο Νουμάς (1903-1931), η Διανόηση (1925), η Αναγέννηση (1926-1928), η Λογοτεχνική Επιθεώρηση (1927), τα Ηλύσια (1927), οι Νέοι Άνθρωποι (1930), η τροτσκιστική Νέα Επιθεώρηση στη δεύτερη περίοδο της έκδοσής της (1933-1934), το σοσιαλιστικό Σήμερα (1933-1934) και ο Λυτρωμός (1933). Αναλυτικότερα βλ. Χριστίνα Ντουνιά, ό.π.

[3] Περιοδικά στρατευμένα στον αντικομμουνισμό ήταν τα Ελληνικά Γράμματα (1927-1930), η Ιδέα (1933-1934) και Το Ξεκίνημα (1932-1933). Αντίθετα, ενδεικτικό παράδειγμα των περιοδικών της αστικής διανόησης που δεν είχαν ως κύριο στόχο τους την ιδεολογική αντιπαράθεσή τους με τα αριστερά έντυπα, αποτελεί Ο Κύκλος (1931-1939 και 1945-1947). Ειδικότερα για τις διαφορετικές μεταξύ τους περιπτώσεις της Ιδέας και του Κύκλου βλ. Γεωργία Λαδογιάννη και Μαρία Μικέ ό.π., αντίστοιχα.

[4] Σχετικά με την εφαρμογή των αρχών του ιστορικού υλισμού στα πλαίσια της λογοτεχνικής κριτικής που ασκούν τα περιοδικά της αριστεράς του μεσοπολέμου βλ. Παναγιώτης Νούτσος, «Η λογοτεχνική κριτική της κομμουνιστικής αριστεράς του μεσοπολέμου», Τα Ιστορικά, τόμος τρίτος, τεύχος 6, Δεκέμβριος 1986, σσ. 428-431.

[5] Σχετικά με την αντιδιαστολή της αστικής και της αριστερής διανόησης ως προς τα κριτήρια θεώρησης της λογοτεχνίας και τη σχηματική κωδικοποίηση των μεταξύ τους διαφορών βλ. Δημήτρης Κόκορης, Όψεις των σχέσεων της αριστεράς με τη λογοτεχνία στο μεσοπόλεμο (1927-1936), Αχαϊκές εκδόσεις, 1999, σ. 116.

[6] Όπως παρατηρεί ο M. Vitti, «τα χρόνια ελεύθερου διαλόγου μένουν, έτσι, περιορισμένα ανάμεσα στο ’30 και το ’36». (Mario Vitti, Η ‘γενιά του τριάντα’, Ιδεολογία και μορφή, Νέα έκδοση επαυξημένη, Ερμής, 2004, σ. 56.) Και όπως επισημαίνει ο Αλ. Αργυρίου, «έως τότε κυκλοφορούν βιβλία της αριστεράς (εκτός από μικρά χρονικά διαστήματα) ελεύθερα», αλλά «ουσιαστικά όμως οι δυνατότητες διαλόγου έχουν συρρικνωθεί (μετά το ιδιώνυμο) απελπιστικά εξαιτίας του περιορισμού των ατόμων που είναι διατεθειμένα να διακινδυνεύσουν και είναι αποφασισμένα να αυτοθυσιαστούν». (Αλέξανδρος Αργυρίου, Το Βήμα, 8 Αυγούστου 1980.)

[7] «Ένα ακόμη χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιόδου υπήρξε η αναστολή της ελευθερίας της έκφρασης, η επιβολή της λογοκρισίας και οι εκτοπίσεις του Γληνού και του ‘άκακου’ Βάρναλη. Όλα αυτά και τα συναφή εξηγούν τις επιπτώσεις στην κυκλοφορία των Νέων Πρωτοπόρων». (Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου (1918-1940), Τόμος Α’, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001, σ. 487.)

[8] «Το τεύχος Ιουλίου των Νέων Πρωτοπόρων κατάσχεται από τα περίπτερα, όπως φυσικά και όλα τα κομμουνιστικά και κομμουνιστικοφανή έντυπα και βιβλία, που αποσύρονται από τα βιβλιοπωλεία, ενώ, κατά το ναζιστικό πρότυπο, καίγονται (με εντυπωσιακή τελετή σε κεντρική πλατεία κοντά στο Ζάππειο) όσα επαναστατικά βιβλία έχουν κατασχεθεί από τα σπίτια συλληφθέντων κομμουνιστών ή θεωρουμένων. Ανάμεσα στα βιβλία που κάηκαν ήταν και ο Επιτάφιος του Γ. Ρίτσου στη λαϊκή έκδοση του Ριζοσπάστη». (Αλέξανδρος Αργυρίου, ό.π., τόμος Β’, σ. 563.)

[9] Επισκοπώντας το 1935 ο Αλ. Αργυρίου παρατηρεί: «Προς το παρόν οι Νέοι Πρωτοπόροι αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες στην κυκλοφορία τους, ενώ Τα Νέα Γράμματα κυκλοφορούν όλο τον χρόνο (συγκριτικά) χωρίς προσκόμματα, όπως βέβαια και η Νέα Εστία. Επίσης η αδιατάρακτη κυκλοφορία των Μακεδονικών Ημερών (μόνο ένα διπλό τεύχος, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος) φανερώνει ότι και αυτές δεν είχαν πρόβλημα. Κοντολογίς, μπορούμε να δεχθούμε ότι η ανώμαλη πολιτική κατάσταση δεν έθιγε τη λογοτεχνία –δεν θέλω να ισχυριστώ ότι δεν την απασχολούσε- αλλά την Αριστερά». (Αλέξανδρος Αργυρίου, ό.π., τόμος Α’, σ. 487.) Εξετάζοντας την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά ο M. Vitti επισημαίνει: «Αν στην αρχή της δικτατορίας ο Μεταξάς αμυνόταν εφαρμόζοντας το ‘Ιδιώνυμο’, δεν άργησε να επινοήσει ένα αποτελεσματικότερο νόμο, τον «Περί Τύπου» (Α. Ν. 1092 της 22.2.1938, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τεύχος πρώτον, αρ. 68, σ. 447-59). […] Περιοδικά νεωτεριστικών τάσεων, σαν Τα Νέα Γράμματα και τις Μακεδονικές Ημέρες, συνέχισαν ανενόχλητα». (Mario Vitti, ό.π., σ. 186.)

[10] Σύμφωνα με την κατάθεση του διευθυντή των Νέων Γραμμάτων Αντρέα Καραντώνη σαράντα χρόνια αργότερα, το 1975: «Ως προς τη λογοκρισία: όταν βγήκε το περιοδικό δεν είχε ακόμα γίνει η δικτατορία του Μεταξά, ήμασταν τότε στο ’35, ήτανε μια πολύ δύσκολη χρονιά. Είχε αποτύχει το κίνημα του Βενιζέλου, στου οποίου την επιτυχία ελπίζαμε όλοι, γιατί είμαστε όλοι βενιζελικοί». (Ανδρέας Καραντώνης, «Παρέμβαση στη συζήτηση που έγινε μετά την παρουσίαση από το M. Vitti του βιβλίου του M. Peri για «Τα Νέα Γράμματα», στο Ιταλικό Ινστιτούτο της Αθήνας (18 Απριλίου 1975). Κείμενο απομαγνητοφωνημένο». Συμπεριλαμβάνεται σε Μassimo Peri, Το περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα», Επιτάσσονται δυο κείμενα των Mario Vitti και Α. Καραντώνη· πρόλογος και επιμέλεια Φώτης Δημητρακόπουλος, Περιοδικό «Παρουσία»-Παράρτημα Αρ. 6, Σύλλογος Διδακτικού Προσωπικού Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπ. Αθηνών, Αθήνα 1989, σ. 68. Στο εξής: Καραντώνης 1975.)

[11] Γιώργος Θεοτοκάς, «Ο Διωγμός του δημοτικισμού», Τα Νέα Γράμματα 7-8, Ιούλης-Αύγουστος 1935, σσ. 443-445. Το συγκεκριμένο άρθρο του Θεοτοκά συντάχθηκε υπό τη στενή καθοδήγηση του Γιώργου Κατσίμπαλη όπως αποδεικνύεται από την επιστολή του Κατσίμπαλη προς τον Θεοτοκά της 6ης Ιουλίου του 1935 που δημοσίευσε πρόσφατα ο Χ. Λ. Καράογλου (Χ. Λ. Καράογλου, «Από την αλληλογραφία Γιώργου Θεοτοκά και Γιώργου Κατσίμπαλη», Νέα Εστία, Έτος 79ο, Τόμος 158ος, Τεύχος 1784, Δεκέμβριος 2005, σσ. 1071-1073).

[12] «Με το τεύχος αυτό Τα Νέα Γράμματα αρχίζουν τη δεύτερη χρονιά τους. Η πρώτη ασφαλώς δεν υπήρξε καθόλου κατάλληλη για την ανάπτυξη και τη διάδοση ενός τέτοιου περιοδικού. Ο τόπος γνώρισε, κατά τη διάρκεια του 1935, ένα εμφύλιο πόλεμο, αρκετά πραξικοπήματα, ένα δυνατό πολιτειακό αγώνα, μια στρατιωτική δικτατορία και μια αλλαγή πολιτεύματος. Δυο φορές, την άνοιξη και το φθινόπωρο, μας επιβλήθηκε η λογοκρισία. Ωστόσο μες την ατμόσφαιρα αυτή, Τα Νέα Γράμματα κατόρθωσαν να ζήσουν και να διαδοθούν περισσότερο από ό, τι ελπίζαμε το Γενάρη του 1935 και να κρατήσουν πιστά τις υποσχέσεις που δώσαμε τότε στους αναγνώστες μας. […] Η πολύμορφη αυτή εργασία θα συνεχιστεί με την ίδια και περισσότερη αφθονία, και τη δεύτερη χρονιά, και ελπίζουμε να εντείνεται ολοένα περισσότερο ώστε να αποβούν Τα Νέα Γράμματα το πληρέστερο και αντιπροσωπευτικώτερο περιοδικό της τωρινής περιόδου της ελληνικής λογοτεχνικής ζωής. Ταυτόχρονα αισθανόμαστε την ανάγκη να πλαταίνουμε τον κύκλο του ενδιαφέροντος του περιοδικού και ξέρουμε ότι την ίδια ανάγκη αισθάνονται και πολλοί από τους αναγνώστες μας. Στο εξής, διατηρώντας πάντα σ’ αυτές τις σελίδες τα πρωτεία της λογοτεχνίας, θα αρχίσουμε να δημοσιεύουμε και εργασίες με περιεχόμενο φιλοσοφικό και κοινωνικό, εργασίες όμως που να μην είναι ειδικές, αλλά να στέκουνται στην περιοχή των γενικών ιδεών. Με τον τρόπο αυτό, και γενικά με το πλάτεμα του πνεύματος του περιοδικού, επιθυμούμε να κρατήσουμε την επαφή με τις πιο ζωντανές πραγματικότητες του καιρού μας». (Αντρέας Καραντώνης, «Απολογισμός.», Τα Νέα Γράμματα 1, Γενάρης 1936, σσ. 85-86.)

[13] Η πρωτοβουλία για την καθιέρωση της στήλης «Κοινωνικά Θέματα» στα Νέα Γράμματα ανήκε στον ίδιο τον Θεοτοκά όπως αποδεικνύεται από την επιστολή του Θεοτοκά προς τον Κατσίμπαλη της 20ης Δεκεμβρίου του 1935 που δημοσίευσε πρόσφατα ο Χ. Λ. Καράογλου (Χ. Λ. Καράογλου, ό.π., σ. 1069).

[14] Γιώργος Θεοτοκάς, «Κοινωνικά Θέματα I», Τα Νέα Γράμματα 1, Γενάρης 1936, σσ. 72-74, «Κοινωνικά Θέματα II», Τα Νέα Γράμματα 3, Μάρτης 1936, σσ. 252-255, «Κοινωνικά Θέματα III», Τα Νέα Γράμματα 4, Απρίλης 1936, σσ. 339-343, «Κοινωνικά Θέματα IV», Τα Νέα Γράμματα 7-8, Ιούλης-Αύγουστος 1936, σσ. 718-725.

[15] Σε αντίθεση με τον Θεοτοκά που εκφράζει τη διαφωνία του απέναντι στον κομμουνισμό με περισσότερη μετριοπάθεια από όση ο ίδιος είχε επιδείξει στον προγενέστερο πνευματικό βίο και δημόσιο λόγο του, ο Γιάννης Οικονομίδης σε ένα άρθρο του στα Νέα Γράμματα το Νοέμβριο του 1935 καταγγέλλει με φανατισμό το μαρξισμό και την ερμηνεία του δημοτικισμού από τους κομμουνιστές ως ενός ταξικού και όχι εθνικού ζητήματος. (Γιάννης Οικονομίδης, «Στοχασμοί γύρω απ’ τη νεοελληνική πνευματική ζωή», Τα Νέα Γράμματα 11, Νοέμβρης 1935, σσ. 629-641.) Με την τοποθέτησή του στα Νέα Γράμματα ο Οικονομίδης συνεχίζει την τακτική που τόσο ο ίδιος όσο και ο Θεοτοκάς είχαν εφαρμόσει λίγα χρόνια νωρίτερα στα πλαίσια της έκδοσης του περιοδικού Ιδέα του Σπύρου Μελά σύμφωνα με την οποία, όπως έχει επισημάνει σχετικά η Γ. Λαδογιάννη, «ο «δημοτικισμός» ξεκινά ως διμέτωπος αγώνας εναντίον του «καθαρευουσιανισμού» και του κομμουνισμού, γίνεται πολιτική θεωρία και θέτει ως τελικό στόχο την αποτελεσματική αντίκρουση του ελληνικού μαρξισμού και κομμουνισμού». (Γεωργία Λαδογιάννη, ό.π., σ. 203.)

[16] Κωνσταντίνος Δ. Τσάτσος, «Ελευθέριος Βενιζέλος», Τα Νέα Γράμματα 4, Απρίλης 1936, σσ. 332-338. Εκτός από τον Τσάτσο ανάλογο σημείωμα είχε συντάξει την επομένη του θανάτου του Βενιζέλου και ο Θεοτοκάς. Προτιμήθηκε, όμως, η δημοσίευση στο περιοδικό μόνο του επιμνημόσυνου άρθρου του Τσάτσου. Επίσης, ένα ακόμα πολιτικό «χρονικό» του Θεοτοκά, εναντίον του Κονδύλη, δεν δημοσιεύτηκε στα Νέα Γράμματα. Όλες τις παραπάνω πληροφορίες, που προκύπτουν από την αλληλογραφία Θεοτοκά με τον Κατσίμπαλη, δημοσιοποίησε πρόσφατα ο Χ. Λ. Καράογλου (Χ. Λ. Καράογλου, ό.π., σ. 1062).

[17] Στο διπλό τεύχος των Νέων Γραμμάτων υπ’ αρ. 7-8 των Ιουλίου-Αυγούστου του 1936 φιλοξενείται η τέταρτη και τελευταία συνέχεια της στήλης «Κοινωνικά θέματα» που μέχρι τότε κρατούσε ο Θεοτοκάς και έκτοτε δεν επαναλήφθηκε. Επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι μετά την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1937 ο Κωνσταντίνος Τσάτσος σε ένα σημείωμά του γραμμένο εξ αφορμής του θανάτου του Αλέξανδρου Παπαναστασίου δηλώνει προκαταβολικά: «Άλλοι άλλοτε και αλλού θα μιλήσουν για την πολιτική όψη της ζωής του. Σήμερα θέλω ν’ αγγίξω μιαν άλλη όψη […] θέλω να μιλήσω για την πνευματική του προσωπικότητα». (Κωνσταντίνος Τσάτσος, «Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, πνευματικός άνθρωπος», Τα Νέα Γράμματα 1, Γενάρης 1937, σσ. 69-71.) Λιγότερο προνοητικός ο Τσάτσος δύο χρόνια αργότερα, το 1939, εξορίστηκε στη Σκύρο: «Σ’ ένα πύρινο γράμμα του προς τον εξόριστο Κανελλόπουλο, εύχονταν τη νίκη των Δημοκρατιών στην κρίσιμη εκείνη στιγμή. Και ο Μεταξάς το θεώρησε προσωπική ύβρη. Τον εξόρισαν στη Σκύρο». (Ιωάννα Τσάτσου, Ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης, Πέμπτη Έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2000, σ. 368.)

[18] Δ. Νικολαρεΐζης, «Τα έργα της κριτικής», Τα Νέα Γράμματα 4, Απρίλης 1937, σσ. 254-273. Όπως επισημαίνει ο Αλ. Αργυρίου, «η θέση του Δ. Ν. εξόργισε τους επιτετραμμένους της γερμανικής πρεσβείας που διαμαρτυρήθηκαν εντόνως, αλλά η υπόθεση δεν είχε άλλη συνέχεια, δεδομένης της μικρής κυκλοφορίας του περιοδικού». (Αλέξανδρος Αργυρίου, «Θεωρήσεις και αναθεωρήσεις της κριτικής σκέψης στο μεσοπόλεμο», 30 Χρόνια (Πρακτικά διημέρου 7 και 8 Μαρτίου 2002), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 2002, σσ. 43-44.)

[19] Σχολιάζοντας την υποχρεωτική δημοσίευση υμνητικών για τη δικτατορία σημειωμάτων σε άλλα περιοδικά και πιο συγκεκριμένα στα Νεοελληνικά Γράμματα, που πρέπει να σημειωθεί ότι η εβδομαδιαία κυκλοφορία τους απευθυνόταν σε μεγαλύτερο αναγνωστικό κοινό από το αντίστοιχο της μηνιαίας έκδοσης των Νέων Γραμμάτων, ο Αλ. Αργυρίου τονίζει: «Υποθέτω ότι και οι αναγνώστες και εκείνου του καιρού και οι σημερινοί, μπορούν να αντιληφθούν ότι οι σελίδες που υμνούν τη δικτατορία σε κάθε επέτειό της, τον Αύγουστο, δεν είναι επιλογή του περιοδικού, αλλά τις απέστελνε για να δημοσιευτούν, υποχρεωτικά, ο Θεολόγος Νικολούδης». (Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου (1918-1940), τόμος Β’, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001, σ. 1024.) Σχετικά με την αποφυγή από τα Νέα Γράμματα της υποχρέωσης που τηρούσαν τα άλλα περιοδικά, ο Αντρέας Καραντώνης σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, το 1975, καταθέτει: «Η λογοκρισία, λοιπόν, δεν έδινε καμιά σημασία στα περιοδικά, για αυτό και δεν ενοχληθήκαμε εμείς προσωπικά, ώστε να μας επιβάλλουν τις απόψεις σε άλλα περιοδικά ή στον τύπο ή σε μεγαλύτερα περιοδικά, που είχανε και περιεχόμενο επιστημονικό, ξέρω ’γω, επαγγελματικό, βιομηχανικά περιοδικά· τα υπεχρέωνε τότε το υπουργείον τύπου να βάζουν ένα τετραγωνάκι, - ήτανε απαραίτητο, σαν γραμματόσημο, στο οποίον έβαζαν κάποιο ρητό του Μεταξά ή κάποιο αξίωμα, ας πούμε, της εποχής εκείνης. Εμάς δεν μας το επέβαλαν ποτέ, κι απορούσαμε γιατί. Εκ των υστέρων το εξηγώ ότι δεν έδιναν καμιά σημασία στο περιοδικό». (Καραντώνης 1975, σ. 69.) Τη μαρτυρία και του συνδιευθυντή με τον Καραντώνη και κύριου χρηματοδότη των Νέων Γραμμάτων Γιώργου Κατσίμπαλη για το συγκεκριμένο ζήτημα έχει μεταφέρει ο M. Peri: «Ότι η λογοκρισία δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στις δημοσιεύσεις του περιοδικού μού το επιβεβαίωσε προφορικά ο Γιώργος Κατσίμπαλης. Μου είπε ότι ουσιαστικά κατόρθωνε κανείς να δημοσιεύσει τα πάντα, κι ότι μάλιστα τα «Νέα Γράμματα» ήταν το μοναδικό περιοδικό που του είχε επιτραπεί να μην δημοσιεύσει καμιά «εγκωμιαστική είδηση» για την «4η Αυγούστου 1936». (Μassimo Peri, «Εισαγωγή στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα»», Μετάφραση: Ευριπίδης Γαραντούδης, σε Μassimo Peri, Το περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα», Επιτάσσονται δυο κείμενα των Mario Vitti και Α. Καραντώνη· πρόλογος και επιμέλεια Φώτης Δημητρακόπουλος, Περιοδικό «Παρουσία»-Παράρτημα Αρ. 6, Σύλλογος Διδακτικού Προσωπικού Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπ. Αθηνών, Αθήνα 1989, σ. 15.) Μία ακόμα σημαντικότερη πληροφορία για το ίδιο θέμα απέσπασε από τον Γιώργο Κατσίμπαλη ο M. Viti: «Ο ίδιος Γ. Κ. Κατσίμπαλης με πληροφόρησε (Σεπτέμβριος 1976) ότι απείλησε τον Νικολούδη πως προτιμούσε να κλείσει το περιοδικό παρά να δημοσιέψει παρόμοιο κείμενο». (Mario Vitti, ό.π., σ. 188.)

[20] «Τα ‘απολιτικά’ περιοδικά συνέχισαν να εκδίδονται και μόνο από ένα χρονικό διάστημα και έπειτα υποχρεώνονται να φιλοξενούν μια ή δυο σελίδες με εγκώμια – σε κάθε επέτειο της δικτατορίας. Ωστόσο, η μίζερη αυτή προβολή του καθεστώτος δεν κρίθηκε επαρκής στον ‘περιθωριακό’ αυτόν χώρο. Έτσι, ανέλαβε, όπως είπαμε, να τον ‘πλουτίσει’ ο Άριστος Καμπάνης ιδρύοντας Το Νέον Κράτος, που άμεσα και έμμεσα ανέλαβε τον ρόλο να καταστεί ιδεολογικό οχυρό και ‘κύμβαλον αλαλάζον’ του καθεστώτος στο χώρο του πνεύματος, ενώ οι συνεργάτες προσέρχονταν με το αζημίωτο, κίνητρο σοβαρό εφόσον ελάχιστα λογοτεχνικά περιοδικά, τότε, πλήρωναν τους συνεργάτες τους». (Αλέξανδρος Αργυρίου, ό.π., τόμος Β’, σ. 563.) Αναλυτικότερα για την ιδεολογική φυσιογνωμία και τους συνεργάτες του Νέου Κράτους βλ. Παναγιώτης Νούτσος, «Ιδεολογικές συνιστώσες του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου», Τα Ιστορικά, τόμος τρίτος, τεύχος 5, Ιούνιος 1986, σσ. 139-150, Αννίτα Π. Παναρέτου, «Το περιοδικό Το Νέον Κράτος», Τεύχη του ΕΛΙΑ, Αθήνα, τόμ. 3 (1993) σσ. 129-168, Γιώργος Γ. Αλισανδράτος, Τέσσερα περιοδικά ιδεών στη δεκαετία του ’30: Νέοι Πρωτοπόροι, Ιδέα, Σήμερα, Το Νέον Κράτος (Γενική επισκόπηση)», Επιστημονικό συμπόσιο, Ο περιοδικός τύπος στον μεσοπόλεμο (26 και 27 Μαρτίου 1999), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), 2001, σσ. 283-328.

[21] Άγγελος Σικελιανός, «Γιατί βαθειά μου εδόξασα», Το Νέον Κράτος, τχ. 6, Φεβρουάριος 1938, σ. 212. Όπως παρατηρεί η Χ. Ντουνιά, η μοναδική συνεργασία του Σικελιανού με το έντυπο όργανο της δικτατορίας «δεν σημαίνει ότι ο Σικελιανός συμφωνεί με τις θέσεις του περιοδικού Το Νέον Κράτος. Εξάλλου, με τη στάση του την εποχή της Κατοχής και της Αντίστασης, θα γίνει και για την Αριστερά εθνικός ποιητής». (Χριστίνα Ντουνιά, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001, σ. 219.) Εκτός από τον Σικελιανό, που αποτελούσε το μοναδικό από τους τακτικούς συνεργάτες των Νέων Γραμμάτων που συνεργάστηκε και με το Νέον Κράτος, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις μερικών ακόμη συγγραφέων, με μικρή, ωστόσο, παρουσία στο περιοδικό, που συμμετείχαν και στο έντυπο όργανο της δικτατορίας. Στη συγκεκριμένη κατηγορία ανήκουν ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Τ. Άγρας και ο Λ. Πηνιάτογλου.

[22] Πρόκειται για το κείμενο του Περικλή Γιαννόπουλου «Η ελληνική γραμμή και το ελληνικόν χρώμα» που αναδημοσιεύτηκε στα πλαίσια του τριπλού, των Ιανουαρίου-Μαρτίου 1938, τεύχους-αφιερώματος των Νέων Γραμμάτων στον Γιαννόπουλο από την εφημερίδα Το Άστυ όπου είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες από τις 3 έως τις 11 Σεπτεμβρίου 1904.

[23] Καραντώνης 1975, σ. 70. Η αλήθεια, που δεν αποσαφηνίζεται από τη μαρτυρία του Καραντώνη, είναι ότι τελικά η φράση δημοσιεύτηκε στο περιοδικό περικομμένη ως «το Χοιρομηρικόν Πάχος του Αέρος». (Περικλής Γιαννόπουλος, ό.π., σ. 157.) Μάλιστα, λίγα χρόνια μετά από το αφιέρωμα των Νέων Γραμμάτων, στις 14/3/1942, ο Γιώργος Σεφέρης έγραφε στο ημερολόγιό του πως ο ίδιος τότε διαφωνούσε με το «βλακώδη ακρωτηριασμό των κειμένων του Περικλή Γιαννόπουλου […] όταν τον τυπώναμε στα Νέα Γράμματα». (Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ’, 1 Γενάρη 1941-31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος 1977.) Για την εσωτερική σύγκρουση του Σεφέρη ως λογοτέχνη, που από το 1935 συνεργαζόταν με τα Νέα Γράμματα, και ως διπλωμάτη καριέρας, που από το 1938 εργαζόταν ως διευθυντής του γραφείου εξωτερικού τύπου στο Τμήμα Τύπου και Πληροφοριών του Υπουργείου της μεταξικής προπαγάνδας και για μία περίοδο τριών εβδομάδων αναπλήρωσε τον ομόλογό του σε θέματα εσωτερικής λογοκρισίας, βλ. Ρόντρικ Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης, Περιμένοντας τον άγγελο, Ωκεανίδα, Αθήνα 2003, σσ. 240-252.

[24] Χωρίς να αποτελούν τακτικούς συνεργάτες των Νέων Γραμμάτων ο Κλέων Παράσχος και η Ειρήνη η Αθηναία δημοσίευσαν, ωστόσο, ορισμένα κείμενά τους στο περιοδικό. Συγκεκριμένα, τόσο πριν από την 4η Αυγούστου του 1936 είχε δημοσιευτεί στα Νέα Γράμματα ένα κεφάλαιο από την ανέκδοτη μελέτη του Κλέωνος Παράσχου Η ζωή του Ίωνος Δραγούμη (Κλ. Παράσχος, «Έξοδος από το Εγώ», Τα Νέα Γράμματα 7-8, Ιούλης-Αύγουστος 1935, σσ. 403-414) όσο και κατά τη θητεία του Παράσχου ως λογοκριτή του καθεστώτος είχε αναδημοσιευτεί στο περιοδικό ένα κείμενο κριτικής του από τη Νέα Εστία της 1/10/1939 (Κλέων Παράσχος, «Ο ποιητής Δ. Ι. Αντωνίου Ι», Τα Νέα Γράμματα 7-12, Ιούλης-Δεκέμβρης 1939, σσ. 322-324). Επίσης, το 1938 ο Καραντώνης είχε παρουσιάσει στις βιβλιοκρισίες του την έκδοση ενός τόμου με κριτικές μελέτες του Παράσχου (Αντρέας Καραντώνης, «Κλέωνος Παράσχου: Δέκα Έλληνες Λυρικοί. (Κριτικές μελέτες).» Τα Νέα Γράμματα 6-7, Ιούνης-Ιούλης 1938, σσ. 572-575). Εκτός από τον Παράσχο και η Ειρήνη η Αθηναία κατά τη διάρκεια της θητείας της στην υπηρεσία της λογοκρισίας του καθεστώτος συνεργάστηκε με ένα κείμενό της με τα Νέα Γράμματα (Ειρήνη η Αθηναία, «Ο τελευταίος μιας γενηάς», Τα Νέα Γράμματα 6-7, Ιούνιος-Ιούλιος 1937, σσ. 428-429).

[25] «Αυτό είναι το γενικό κλίμα. Το ειδικότερο είναι το εξής: τη λογοκρισία τότε την ασκούσε στο υπουργείο, των περιοδικών, ο Κλέων Παράσχος, ο μακαρίτης, ένας κριτικός αξιόλογος, όπως θα ξέρετε, με πολλή ευαισθησία, και η Ειρήνη η Αθηναία, μια πεζογράφος η οποία είχε βεβαίως μια αξία εκείνη την εποχή, σήμερα είναι λησμονημένη απ’ όλους – ήταν αρκετά καλλιεργημένη γυναίκα – και για λόγους βιοποριστικούς επειδή επένοντο τότε οι λογοτέχνες κυριολεκτικά, είχαν αναλάβει αυτή τη δουλειά στο υπουργείο, χωρίς ίσως να θέσουν θέμα συνειδήσεως, εάν θα έπρεπε να είναι όργανα μιας όχι και τόσο πάρα πολύ τιμητικής αποστολής. Ήταν να αντιμετωπίσουμε τους δυο αυτούς που ήταν και φίλοι και συνάδελφοι· και πρέπει να πω ότι έδειχναν κατανόηση, ουδέποτε μας ενόχλησαν». (Καραντώνης 1975, σ. 69.)

[26] Αξίζει να αντιπαραβληθεί η περίπτωση των Νεοελληνικών Γραμμάτων που επίσης κυκλοφορούσαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας: Η Χ. Ντουνιά επισημαίνει την κατάσχεση του φύλλου της 9ης Απριλίου του 1938 βάσει του μεταξικού νόμου «Περί Τύπου» (22/2/1938) σημειώνοντας ότι «την επέμβαση της λογοκρισίας είχε προκαλέσει η συνέντευξη του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στη δημοσίευση της οποίας είχε περιληφθεί ένα αυτόγραφο ποίημά του, που θεωρήθηκε επικίνδυνο για τα χρηστά ήθη των αναγνωστών». (Χριστίνα Ντουνιά, ό.π., σ. 224.) Επίσης, ο Κ. Α. Δημάδης μεταφέρει την πληροφορία του Αλ. Αργυρίου πως «το φ. 171 (9.3.1940) κατασχέθηκε από τη λογοκρισία, εξαιτίας διεθνιστικού άρθρου του Δημ. Φωτιάδη» και «από το φ. 172 (16.3.1940), παρουσιάζεται ως διευθυντής ο Αντ. Νικολόπουλος». (Κ. Α. Δημάδης, Δικτατορία, Πόλεμος και Πεζογραφία (1936-1944), Δεύτερη Εμπλουτισμένη Έκδοση, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004, σ. 20.)

[27] Σύμφωνα με την ημερολογιακή καταγραφή του Γιώργου Σεφέρη την Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 1940 ( Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ’, Ίκαρος 1984, σ. 165).

[28] «Αν ο πνευματικός εθνισμός και ουμανισμός, που ορισμένοι Έλληνες διανοούμενοι οραματίστηκαν στη δεκαετία του ’30, ήταν μια μορφή αντίδρασης στην αναγκαστική σύμπτωση των γεωγραφικών ορίων έθνους και κράτους, η οποία συντελείται το 1923, η δικτατορία του Μεταξά, μη διαθέτοντας την ιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική του Μουσολίνι ή του Χίτλερ, επεχείρησε ένα είδος συμβιβασμού με τη νέα πραγματικότητα συμπιέζοντας αυτές τις δύο οντότητες κάτω από την έννοια του εθνικού κράτους. Ο πνευματικός εθνισμός, ως εκλεπτυσμένο υποκατάστατο του εδαφικού επεκτατισμού και της Μεγάλης Ιδέας, στηριζόταν σε μια αρχή επεκτατικού φιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε έθνος διατηρώντας την ταυτότητά του φιλοδοξούσε να συνδιαλλαγεί αλλά και να κυριαρχήσει πνευματικά στα άλλα έθνη ενώ ο «κρατικός εθνικισμός» της 4ης Αυγούστου διακατέχεται από απομονωτικό συγκεντρωτισμό. […] Τα κύρια γνωρίσματα του «κρατικού εθνικισμού» είναι ότι αναγορεύει το «εθνικόν κράτος» σε ηθική και πνευματική δύναμη που δεν αρκείται σε απλό εποπτικό ρόλο αλλά θεωρεί υποχρέωση να ρυθμίζει την υλική και πνευματική ανάπτυξη του συνόλου». (Δημήτρης Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο, Οδυσσέας, 1989, σσ. 141-142.)

[29] Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι ενός διηγήματος του Θανάση Πετσάλη και μίας κριτικής ζωγραφικής του Δημήτρη Καπετανάκη που δημοσιεύονται το 1937 στα Νέα Γράμματα: «Ξαναγύρισμα στην πηγή» (Τα Νέα Γράμματα 1, Γενάρης 1937, σσ. 51-59) και «Επιστροφή στις πηγές. Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης.» (Τα Νέα Γράμματα 12, Δεκέμβρης 1937, σσ. 783-788) αντίστοιχα.

[30] Αντρέας Καραντώνης, «Τα Νέα Γράμματα», Τα Νέα Γράμματα 1, Γενάρης 1935, σ. 48.

[31] Αντρέας Καραντώνης, «Η εξέλιξη του ποιητή Σεφέρη», Τα Νέα Γράμματα 11, Νοέμβρης 1936, σ. 907.

[32] Ενδεικτικός είναι ο εύγλωττος τίτλος της μελέτης του Τσάτσου για τον Παλαμά που δημοσιεύεται σε τρεις συνέχειες στα Νέα Γράμματα: «Ο Παλαμάς και η ελληνική γη», Τα Νέα Γράμματα 2, 3, 4, Φλεβάρης, Μάρτης, Απρίλης 1935, σσ. 66-76, 158-172, 206-223 αντίστοιχα. Επίσης, χαρακτηριστική είναι η πληροφορία που δίνει ο Καραντώνης σε επιστολή του προς το Σεφέρη της 4ης Δεκεμβρίου του 1936 σχετικά με τη μελέτη του κριτικού για τον ποιητή που δημοσιεύεται στο περιοδικό στο τελευταίο τεύχος του 1935 (Αντρέας Καραντώνης, «Η εξέλιξή του ποιητή Σεφέρη», Τα Νέα Γράμματα 11, Νοέμβρης 1936, 895-925): «Δεν είναι παρά μια φλυαρία, όσο κι’ αν άρεσε στη λογοκρισία». (Επιστολή υπ’ αρ. 8 σε Γιώργος Σεφέρης & Αντρέας Καραντώνης, Αλληλογραφία 1931-1960, Φιλολογική επιμέλεια Φώτης Δημητρακόπουλος, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1988, σ. 109.)

[33] Θ. Ξύδης, «Η Δελφική προσπάθεια του Σικελιανού.», Τα Νέα Γράμματα 1, Γενάρης 1937, σσ. 74-76.

[34] Αντρέας Καραντώνης, «Γιώργος Θεοτοκάς», Τα Νέα Γράμματα 8-10, Αύγουστος-Οχτώβρης 1937, σ. 573.

[35] Αντρέας Καραντώνης, «Κλέωνος Παράσχου: Δέκα Έλληνες Λυρικοί. (Κριτικές μελέτες).», Τα Νέα Γράμματα 6-7, Ιούνης-Ιούλης 1938, σ. 574.

[36] «Την ημέρα που μια παράταξη ανθρώπων με διεθνή πνευματικό εξοπλισμό, θα προσπαθήση να κάνη μιαν εσωτερική και γόνιμη αυτοεκκαθάριση σκύβοντας μ’ ασίγαστον έρωτα στην πατρική γη για ν’ ανάψη από κει την καινούργια φλόγα της νόησης, την ημέρα που θα προσαρμόση το καθαρά ελληνικό υλικό στα εκφραστικά μέσα της σύγχρονης εποχής που πάνω από κάθε τι ζητάει θάρρος, ειλικρίνεια κι’ ελευθερία θα λάμψουν από παντού οι ευτυχισμένες δυνατότητες της δημιουργίας καινούργιου εθνικού πολιτισμού». (Οδυσσέας Ελύτης, «Οι κίνδυνοι της ημιμάθειας.», Τα Νέα Γράμματα 4-5, Απρίλης-Μάης 1938, σ. 428.)

[37] Συγκεκριμένα ο Κ. Α. Δημάδης υπογραμμίζει «το γεγονός ότι μετά το αδιέξοδο του 1935 η αναζήτηση των εθνικών/ παραδοσιακών αξιών, που θα μπορούσαν να στηρίξουν το «παρόν» της ελληνικής κοινωνίας, είχε απομείνει το μοναδικό πεδίο κοινωνικού προβληματισμού για τη λεγόμενη φιλελεύθερη αστική διανόηση. Αυτός ήταν ο αναπόφευκτος περιορισμός που επέβαλε τη στιγμή εκείνη η ταξική θέση των βενιζελικών διανοουμένων και όχι η πίεση της λογοκρισίας». (Κ. Α. Δημάδης, ό.π., σ. 125.)

[38] Καραντώνης 1975, σ. 70.

[39] Στις βιβλιοκρισίες των Νέων Γραμμάτων του 1938 προαναγγέλλεται ενθουσιαστικά η έκδοση της Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη που ολοκληρώθηκε το 1941 (Γιώργος Γ. Αλισαντράτος, «Μανόλη Τριανταφυλλίδη : Νεοελληνική Γραμματική. Πρώτος τόμος : Ιστορική εισαγωγή με 13 χάρτες και 7 πίνακες. Αθήνα 1938 σχ. 8ο, σελ. 15+667 (Εκδ. οίκος Δημητράκου).», Τα Νέα Γράμματα 8-9, Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1938, σσ. 709-712).

[40] Αντρέας Καραντώνης, «Η επίδραση του Καρυωτάκη στους νέους», Τα Νέα Γράμματα 9, Σεπτέμβρης 1935, σσ. 478-486.

[41] Παραδείγματος χάριν, πριν από την 4η Αυγούστου του 1936 ο Ξύδης υποστήριζε πως «έτσι, συνεχίζοντας ο Σικελιανός την καθάρια ελληνική παράδοση, μπορεί ν’ αποβεί πνευματικός άξονας αυτή τη στιγμή, γύρω στον οποίο θα δύναται άφοβα και με ασφάλεια να περιστρέφεται η ελληνική νεότητα». (Θεόδωρος Ξύδης, «Ο δελφικός Σικελιανός», Τα Νέα Γράμματα 12, Δεκέμβρης 1935, 716.) Με τα ίδια σχεδόν λόγια και μετά την 4η Αυγούστου του ’36 ο Ξύδης υποστήριζε πάλι πως «την καθαρή ελληνική παράδοση συνεχίζοντας ο Σικελιανός, μπορεί να γίνεται, ως ποιητής, φορέας πνευματικός, στον οποίο μπορεί να εμπιστεύεται η ελληνική νεότητα, όταν θέλει γνήσιες συγκινήσεις, μένοντας μέσα στην παράδοσή μας». (Θεόδωρος Ξύδης, «Η “Μήτηρ Θεού” και ο λυρισμός του Σικελιανού», Τα Νέα Γράμματα 6-7, Ιούνης-Ιούλης 1938, σ. 485.)

[42] Κώστας Ελευθερίου, «Τρία ποιήματα», Τα Νέα Γράμματα 3, Μάρτης 1936, σσ. 202-205.

[43] «Η “Άνοιξη” κλείνει θριαμβευτικά, με τα “καΐκια της χαράς, της υγείας, της αλήθειας” να κοσμούν την τελική εικόνα του ποιήματος. Μία πολιτικά φορτισμένη δικαιολογία για τον εξοβελισμό των τριών τελευταίων στίχων της “Άνοιξης” από την Εαρινή Συμφωνία εκκινεί από τη διαπίστωση της ύπαρξης ενός ειρωνικού παιγνιδιού, που έπαιξαν ορισμένες λέξεις της γλώσσας σε έναν από τους ικανούς εργάτες της: οι ίδιες αυτές λέξεις (χαρά, υγεία, αλήθεια) έγιναν τα συνθήματα της “Νέας Τάξεως”, την οποία φιλοδοξούσε να επιβάλει η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, καθεστώς που εδραιώθηκε λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση των τριών ποιημάτων στα Νέα Γράμματα». (Δ. Κόκορης, ό.π., σσ. 187-188.)

[44] Αντρέας Καραντώνης, «Το τεύχος μας για τον Περικλή Γιαννόπουλο.», Τα Νέα Γράμματα 1-3, Γενάρης-Μάρτης 1938, σ. 293.

[45] «Ίδωμεν λοιπόν την Ευρωπαϊκήν αυτήν Γραμμήν· πού εγεννήθη, τι είναι, διατί είναι ό,τι είναι και διατί είναι ξένη και δεν έχει καμμίαν θέσιν εδώ, και δεν στέκεται και δεν χωνεύεται εδώ, διότι είναι : β ά ρ β α - ρ ο ς». (Περικλής Γιαννόπουλος, «Η ελληνική γραμμή και το ελληνικόν χρώμα», Τα Νέα Γράμματα 1-3, Γενάρης-Μάρτης 1938, σ. 126.)

[46] «Θα ήταν άδικο να ταυτίσουμε Τα Νέα Γράμματα με τέτοιου είδους μονομέρειες. Γιατί φυσικά η «δυτική επίδραση» δεν απορρίπτεται στο σύνολό της, όπως προκύπτει από τα μεταφρασμένα, αλλά και από τα πρωτότυπα έργα που δημοσιεύονται στο περιοδικό. Μπορεί να αποβαίνει δημιουργική όταν γονιμοποιεί νέες μορφές του ποιητικού λόγου χωρίς να στερεί από τη γνήσια τέχνη τον ελληνικό χαρακτήρα της». (Χριστίνα Ντουνιά, ό.π., σ. 211.)

[47] Όπως εξηγεί ο Μ. Vitti, «ο Π. Γιαννόπουλος, με τη συστηματική μισαλλοδοξία του και την εκλεπτυσμένη και εκρηκτική ξενοφοβία του, δεν μπορεί να μη φέρει στο νου του το δόγμα της ελληνικότητας μάλλον όπως το εφαρμόζει ο Μεταξάς, παρά όπως το αντιμετωπίζει η γενιά του Τριάντα». (Mario Viti, ό.π., σ. 200.) Σύμφωνα, μάλιστα, με την ερμηνεία του Δ. Τζιόβα, «αν και δεν μπορούμε να πούμε ότι η 4η Αυγούστου επηρέασε άμεσα τις συζητήσεις για την ελληνικότητα στα τέλη της δεκαετίας του ’30, η στροφή προς τις ρίζες που παρατηρείται μετά το 1936 μπορεί να εκληφθεί και ως αντίδραση αλλά και ως συμμόρφωση προς το Νέον Κράτος. Μπορεί αρκετοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι ή περιοδικά, όπως τα Νέα Γράμματα, να αρνήθηκαν συνεργασία με το νέο καθεστώς, ωστόσο ο αυταρχικός εθνοκεντρισμός του τους υποχρέωσε έμμεσα να κάνουν κι αυτοί τη δική τους συντηρητική στροφή προς τον «αισθητικό εδαφισμό» του Γιαννόπουλου ή να προβάλουν έναν αντίπαλο λαϊκισμό στις λαϊκίζουσες πομφόλυγες του Μεταξά, που προσπαθούσε να δώσει στη δικτατορία του την επίφαση της λαϊκής υποστήριξης». (Δ. Τζιόβας, ό.π., σσ. 144-145.)