Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Λουίζα Χριστοδουλίδου

Το γλωσσικό ζήτημα στην Κύπρο: Μια πρώτη προσέγγιση

«Η γλώσσα σφυρηλατείται στο αμόνι των
προικισμένων συγγραφέων και λογίων
κάθε έθνους, που είναι οι κύριοι
ανανεωτές της γλώσσας, από κοινού με
τις γλωσσικές δημιουργίες των απλών
ανθρώπων του λαού.»
Γεώργιος Μπαμπινιώτης[1]

Αυτή η εργασία διαρθρώνεται γύρω από τρεις άξονες. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο μας απασχολεί η απήχηση που είχε στην Κύπρο η διαμάχη καθαρεύουσας - δημοτικής στην Ελλάδα, από τα τέλη του 19ου αιώνα, σε ένα δεύτερο η μετατόπιση αυτής της διαμάχης σε πολιτικο-ιδεολογικό επίπεδο και σε ένα τρίτο η εμπλοκή της ποίησης στη διένεξη αυτή.

H γλώσσα διεκδικεί το μερίδιό της στην ιστορικότητα του χώρου που γράφεται και λειτουργεί ως ακατάλυτη ιστορική παρουσία στο χρόνο. Η γλώσσα[2] νομιμοποιείται να αλλάζει τη μορφή της, όταν καινούρια δεδομένα το επιβάλλουν, σύμφωνα πάντα με τη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας, στην περίπτωσή μας της ελληνικής. Συμμεριζόμαστε την άποψη, επεκτείνοντας τον παρακάτω συλλογισμό και για τη γλώσσα, ότι «και η τέχνη λοιπόν, ένας ζωντανός οργανισμός, δε μένει παντού και πάντα η ίδια, μα αλλάζει στις διάφορες εποχές και στους διάφορους λαούς και τόπους. Σημαδεύεται από την κληρονομικότητα, παίρνει από τον περίγυρο, καθρεφτίζει τη σύγχρονη ζωή κάθε φορά.»[3]

Η σταδιακή επικράτηση της δημοτικής[4] γλώσσας έναντι της καθαρεύουσας[5] αποτελεί σημαντικό γεγονός και δύσκολο, παράλληλα, εγχείρημα και στην Κύπρο. Η γλωσσική προσαρμογή κρίνεται αναγκαία για να ταυτιστεί, η Κύπρος εν προκειμένω, με τα εν Ελλάδι λογοτεχνικά τεκταινόμενα. Από τη μια οι Έλληνες της Κύπρου, οφείλουν να προσαρμοστούν στη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής τους. Από την άλλη, η συμπόρευση με την Ελλάδα επιβάλλεται ως αναγκαία σε «δύσκολες» εποχές και αποτελεί πολιτική βούληση και συνειδητή επιλογή. Να θυμίσουμε ότι η Κύπρος, αυτή την περίοδο, είναι βρετανική αποικία. Η γλώσσα είναι φορέας ιδεολογίας, ως εκ τούτου αυτή η διαμάχη δεν είναι μόνο φιλολογική, αλλά κοινωνική – πολιτική. Δεν είναι όμως γνωστό σε ποιο βαθμό αυτό έχει συνειδητοποιηθεί την εποχή που εκδηλώνεται και συντελείται στην Κύπρο αυτή η διένεξη.

Το εθνικό και κοινωνικό ζήτημα ανήγαγε το γλωσσικό ζήτημα σε φορέα ιδεών με τις συμβολικές εθνικές παραμέτρους του και η εμπλοκή του με την εκπαίδευση τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο το κατέστησε και θέμα «πολιτικό». Ο όρος «πολιτικό» σε σχέση με το γλωσσικό ζήτημα πρωτοειπώθηκε από το Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, ο οποίος υποστήριξε ότι «Τάχα το ζήτημα περί γλώσσης ήτο μοναχώς φιλολογικόν; Πολλού γε και δει. ήτο προσέτι, και ίσως κατά μείζονα λόγον, πολιτικόν» έγραφε στα 1852 ο Ζαμπέλιος[6], άποψη, η οποία θα βρει απήχηση και στον Ψυχάρη[7]. Ο τελευταίος, όπως άλλωστε κι ο Φραγκούδης θα τονίσει τον εθνικό της χαρακτήρα. ο Ψυχάρης θα πει : «Ένα έθνος, […] άμα δείξει που ξέρει τι αξίζει η δημοτική του γλώσσα κι άμα δεν ντραπεί γι’ αφτή τη γλώσσα, βλέπουμε που τόντις είναι έθνος. Πρέπει να μεγαλώση όχι μόνο τα φυσικά, μα και τα νοερά του τα σύνορα. Γι’ αφτά τα σύνορα πολεμώ»[8] κι ο Φραγκούδης θα προτάξει τη «δημοτική ως το προπύργιο για εθνικούς αγώνες[9]».

Θα συμφωνήσουμε με τον Αλέξη Ζήρα, για τον «τρόπο [που] εμφανίζεται ο δημοτικισμός στην κυπριακή λογοτεχνία, στο γύρισμα ακριβώς του 19ου αιώνα, σε συνδυασμό και συνάφεια με μια γενικότερη στροφή προς τη λαϊκή παράδοση και μια εντονότερη ενασχόληση ιδεολογικά καθορισμένη, με τον πολιτισμό που αυτή η παράδοση αντιπροσωπεύει.»[10] Στην Κύπρο, όπως εξάλλου και στη μητροπολιτική Ελλάδα, όπως ήταν φυσικό, υπήρξε διάχυτη η ιδέα μιας «ρομαντικής» νοσταλγίας για το παρελθόν. Αυτό οφείλεται στον Κωστή Παλαμά που, αντιλαμβανόμενος τη μεγάλη αξία των δημοτικών τραγουδιών, αξιοποίησε τις ιδέες που αντηχούσαν και υιοθέτησε ουσιαστικά, χωρίς έμφαση, με αισιοδοξία, τις έγνοιες και τις βαθιές επιθυμίες του ελληνικού λαού μέσα στην ποίησή του.[11] Είναι λοιπόν με τη γενιά του Παλαμά που θα αρχίσουν να αξιοποιούνται τα ζωντανά στοιχεία του σύγχρονου ελληνισμού. Είναι αναγκαία η καταφυγή στην παράδοση και σε ό,τι αυτή σημαίνει και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Αυτή τη στροφή, την οποία ο Α. Ζήρας[12] θα χαρακτηρίσει ως «ρομαντική ενατένιση του λαϊκού στοιχείου (της παράδοσης) ως καθαρτήριας δύναμης στο ιστορικό γίγνεσθαι» και, κατ’ επέκταση, στη δημοτική γλώσσα, τη γλώσσα που γράφτηκαν τα ακριτικά, τα δημοτικά, τα κλέφτικα τραγούδια κι ο Ερωτόκριτος[13], καθώς και στη γλώσσα του Σολωμού και του Παλαμά, μπορεί να εκληφθεί και να ερμηνευθεί ως μια προσπάθεια προσεταιρισμού της ιδέας του ελληνισμού, ως μιας ακόμη έκφρασης της ελληνικότητας, ως ομογενοποιητικού στοιχείου του έθνους. Συναντάται, ως εκ τούτου, η δημοτική γλώσσα με την εθνική αυτογνωσία και καθίσταται συνιστώσα της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης.

Οι ζυμώσεις μέχρι την πλήρη επικράτηση της δημοτικής θα περάσουν από τη φανατική εμμονή και αντιπαράθεση δύο τάσεων, στις οποίες οδήγησαν λόγοι ιστορικοί. Η μεν μία τάση, ωθούμενη από πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα και διάθεση νεοτερισμού, είναι αυτή που θα θελήσει να αναδείξει τη δημοτική ως αντιρρητικό λόγο γι’ αυτό και συχνά φτάνει σε ακρότητες[14]. Η άλλη τάση είναι αυτή που προασπίζεται επίμονα και με πάθος την καθαρεύουσα την οποία θεωρεί ως πανάκεια για το εθνικό μέλλον της Κύπρου, μια και είναι συνταιριασμένη με παραδοσιακά πρότυπα της εθνικής και θρησκευτικής ζωής του τόπου. Να υπενθυμίσουμε εδώ τη μεγάλη χρονική διάρκεια που είχε ο ρομαντισμός στην Κύπρο, σε αντίθεση με την Ελλάδα, ρεύμα[15] που είναι απόλυτα συνυφασμένο με την καθαρεύουσα. Υπέρμαχοι της καθαρεύουσας είναι ένθερμοι ενωτικοί[16], οι οποίοι θεωρούν ότι η καταφυγή στη δημοτική εμβολίζει και απεμπολεί τα εθνικά σχέδια, εφόσον θεωρούν την καθαρεύουσα ως το μοναδικό φορέα εθνικών ιδεών και συμβόλων. Εμμένοντας σ’ αυτήν διεκδικούν τη φυλετική καθαρότητα[17] έναντι των δημοτικιστών που «οι ίδιοι αυτοί μαλλιαροί θέλουν να χαλάσουν τη θρησκεία, γιατί είναι άθεοι και μασόνοι. Κι όχι μόνο τούτο παρά και αναρχικοί, μπολσεβίκοι, ανήθικοι, ενάντια στην οικογένεια, στην πατρίδα, στην κοινωνία και σε κάθε τάξη.[18]»

Κι οι δυο τάσεις, για να υποστηρίξουν τις πολιτικές τους απόψεις -αλλά ως γλωσσικές εκφραζόμενες- προβάλλουν το λογοτεχνικό παρελθόν και τους ιδεολογικούς άξονες που απορρέουν απ’ αυτό, με έμφαση η μεν μία στην ελληνική παράδοση, τα δημοτικά τραγούδια[19] και την ποίηση του Σολωμού[20], η δε άλλη στην κλασική παιδεία[21] και τα συμφραζόμενά της, και προσδίδουν έτσι, ένα βαρύ ιδεολογικό φορτίο στις γλωσσικές τους επιλογές. Εκείνο στο οποίο οι δύο αντίθετες ροπές συγκλίνουν είναι στην εθνική προβληματική, ότι δηλαδή η γλώσσα οφείλει να είναι ενιαία, για να εξασφαλίζει την εθνική συνέχεια και ενότητα, κι αυτό βέβαια έχει ιδιαίτερη βαρύτητα κυρίως για τους Έλληνες της Κύπρου που είναι εκτός ελληνικών συνόρων αλλά έχει βαρύνουσα σημασία και για το θέμα του «μεγαλώματος» της Ελλάδας. Ο Βάρναλης το επισημαίνει: «Στο βάθος δε διαφέρανε και πολύ. Κι οι δυο τους ζητούσανε τα ίδια πράματα. Μεγαλείο της πατρίδας, ανάκτηση της πατρικής κληρονομιάς, αναβίωση του αρχαίου πνεύματος. Η Μεγάλη Ιδέα τους ένωνε, ο γλωσσικός τύπος τους χώριζε. Κι αυτή η ‘εξωτερική’ διαφορά έπαιρνε και στα δυο στρατόπεδα τη σημασία του αγώνα ‘υπέρ όλων’ ή της προδοσίας των ιερών και των οσίων της φυλής…[22]» Και οι δύο τάσεις διατείνονται ότι η γλωσσική τους επιλογή, δημοτική ή καθαρεύουσα, «εξεκολάφθη ως γνησία κόρη της αρχαίας[23]» αλλά και οι συνειρμοί με την προγονική κληρονομιά είναι συχνοί κι από τις δυο πλευρές, μόνο που η κάθε μια τους προβάλλει αυτή τη διάσταση με διαφορετικό πνεύμα. Ο δημοτικιστής Μενέλαος Φραγκούδης[24], σε ένα του γράμμα στο Νουμά, δημοσιευμένο και στην Αλήθεια[25], γράφει: «ας ζήσουμε την εθνική μας ζωή σύμφωνα με την εποχή και τις ανάγκες του Έθνους, αγωνιζόμενοι στον παγκόσμιο ανταγωνισμό να κρατήσουμε τη θέση της δοξασμένης φυλής, που τη βαραίνει αλλοίμονο τόσο βαρειά κληρονομιά. Τότες και μόνο θε νάμεθα άξιοι ν’ αντικρύσουμε τους Προγόνους, σαν μπορέσουμε κάτι κ’ εμείς μια μέρα να καταφέρουμε δικό μας στα Γράμματα, στις Επιστήμες και στην Τέχνη». O Ψυχάρης «καταφέρνει να τοποθετήσει τη δημοτική με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρεί απόσταση από την αρχαιότητα αλλά ταυτόχρονα να εξασφαλίζει την οικειοποίησή της[26]» ενώ ο καθαρευουσιάνος Μητροπολίτης Κιτίου, με την ευκαιρία των εγκαινίων του Παρθεναγωγείου Λεμεσού, θα πει : «Η κοινή αύτη γλώσσα βαδίζουσα εν τη εξελίξει αυτής την μέσην οδόν μεταξύ της αρχαίας και της δημοτικής, μετ’ εκείνης μεν συνδέεται όσον είναι πρέπον να συνδεώμεθα μετά των προγόνων ημών, ώστε να φαινώμεθα γνήσιοι απόγονοι αυτών, μετά της δημοτικής δε όσον να είναι ζώσα εν τη εκδηλώσει εννοιών και αισθημάτων και εξίσου εύληπτος και ευμαθής υπό πάντων των τμημάτων του Έθνους.[27]» Η ελληνική γλώσσα, είτε καθαρεύουσα λέγεται είτε δημοτική, αντιμετωπίζεται στην Κύπρο ως η συνισταμένη της ιστορίας του έθνους και της συνειδητοποίησης της ελληνικής ταυτότητας, με τις ιδεολογικές εξακτινώσεις και είναι το κοινό σημείο αναφοράς, ο συνδετικός κρίκος των Ελλήνων της Κύπρου και αυτών της Μητρόπολης.

Η υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας ήταν σταδιακή και υπόθεση όχι εύκολη, ομολογουμένως, αφού προσέκρουε σε καθιερωμένους και πατροπαράδοτους τρόπους ζωής που υποστηρίζονταν ένθερμα από μια κοινωνική μερίδα του λαού. Οπωσδήποτε η δημοτική θεωρείται συνώνυμο της προόδου –έστω κι αν αυτό ακούγεται δογματικό-, ένα ελεύθερο γλωσσικό όργανο, όχι βέβαια κύρους για την εποχή που μιλάμε, ενώ αντίθετα η καθαρεύουσα ταυτίζεται με τη συντήρηση ή εν πάσει περιπτώσει θεωρείται ένα κριτήριο γλωσσικής ποιότητας. Είναι γνωστό ότι, από κάποια στιγμή κι ύστερα, το ζητούμενο δεν ήταν τόσο η γλωσσική επιλογή, ανάμεσα σε δημοτική και καθαρεύουσα, όσο οι καινούριες αντιλήψεις περί ζωής. Η σύγκρουση τελικά δεν αφορά στην επιλογή καθαρεύουσας ή δημοτικής η οποία αποδεικνύεται επιφάνεια, αλλά μια δυναμική αντιπαράθεση πολιτικοκοινωνικών θεωριών, γι’ αυτό και οι υποστηρικτές της δημοτικής αποκαλούνται και σοσιαλιστές - δημοτικιστές. Ο αρχικός στόχος, της επιβολής της δημοτικής στο γραπτό λόγο, ως μορφή γλωσσικής επιλογής, μετατοπίζεται λοιπόν και σε άλλα επίπεδα και η εικόνα της δημοτικής εκφράζεται με πολλές προτάσεις, σε κάθε τομέα της κοινωνίας, που απηχούν κοινωνικοπολιτικές συμπεριφορές. Η επίδραση στην Παιδεία και την κοινωνία ήταν αναπόφευκτο γεγονός, πέραν του αρχικού αιτήματος, μια και το γλωσσικό όργανο συνδέεται άμεσα με όλα αυτά και κατ’ επέκταση με το έθνος.

Ο Δημοτικισμός, ως κίνημα που συνδέθηκε με τον εκσυγχρονισμό και τη νεωτερικότητα, έχοντας υιοθετήσει τα διδάγματα και τις ιδέες του Διαφωτισμού, που υπαινίσσονταν κοινωνική και επιστημονική ελευθερία, απομάκρυνση από παραδοσιακά σχήματα ζωής καθώς και από την εκκλησιαστική εξουσία και συνεπώς την από αυτήν απορρέουσα χειραγώγηση, δημιουργούσε αρνητικά αισθήματα στους υπέρμαχους της καθαρεύουσας που, πιστοί στα παραδοσιακά οικοδομήματα, φοβόντουσαν αλλοιώσεις στον εθνικό και θρησκευτικό χαρακτήρα του τόπου.
Μια ομάδα νέων ανθρώπων, στην Κύπρο, θα πάρει δυναμικά τη σκυτάλη στο θέμα της γλώσσας και θα προσπαθήσει να αλλάξει τα δεδομένα. Όμως τα αποτελέσματα αυτής της πρώτης προσπάθειας θα γίνουν πιο εμφανή μετά το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Αυτοί οι σκαπανείς είναι: Ν. Αντωνιάδης, Ευγ. Ζήνων, Ν. Λανίτης,[28] Σ. Μενάρδος, Μ. Φραγκούδης. Είναι οπαδοί του Ψυχάρη[29], πρώτ’ απ’ όλα, του Δραγούμη και του Βλαστού, άρα και της Μεγάλης Ιδέας[30]. Έχουμε την πεποίθηση ότι λόγια όπως αυτά του Ψυχάρη λειτούργησαν ως απόφθεγμα και ως κινητήρια δύναμη στη στροφή των Κυπρίων στη δημοτική γλώσσα : «Θέλει όμως [=ένας λαός] και γλώσσα δική του, γλώσσα καινούρια κι όχι παλιά. Μόνο με τέτοια γλώσσα, βγάζει εθνική φιλολογία κι έχει σωστή λεφτεριά, ανεξαρτησία ολάκερη»[31].

Ο Μεν. Φραγκούδης[32] με το άρθρο του «Η γλώσσα των εφημερίδων μας» (Σάλπιγξ Δεκέμβρης, 1893) σηματοδοτεί την έναρξη του κριτικού διαλόγου και στην Κύπρο, κάνοντας έτσι την επανάστασή του, αφού έφερε επί τάπητος πια στο κυπριακό προσκήνιο το γλωσσικό ζήτημα που εδώ και καιρό απασχολούσε τους φιλολογικούς κύκλους στην Ελλάδα. Μέσ’ από το κείμενό του, προεκτείνοντας τα λόγια του Ψυχάρη: «Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. ή για τη γλώσσα πολεμάς ή για την πατρίδα, την ίδια δουλειά κάμνεις κι ο γέρος Όμηρος είπε τι είναι αφτή η δουλειά. αμύνεσθαι περί πάτρης»,[33] θα τονίσει την αναγκαιότητα «της δημοτικής γλώσσας ως προπυργίου εθνικών αγώνων» μια και η «ζωηρότητα και δύναμη και χάρη» της θα συμβάλουν στην πνευματική αναγέννηση του λαού και την επιτυχή έκβαση των εθνικών πόθων, και μάλιστα η εφημερίδα που θα εγκαινιάσει τη δημοτική γλώσσα «με τα λόγια τ’ απλά θα γίνη το βαγγέλιο της Ιδέας της μεγάλης, το βαγγέλιο της αληθινής, της πνευματικής λευτεριάς ενός δουλωμένου λαού. […] Θα ζωντανέψει το αίσθημα της μεγάλης Πατρίδας, από την οποίαν τον έχουν χωρισμένο από τόσους αιώνες. Αυτός και όχι άλλος πρέπει νάναι ο ρόλος της εφημερίδας σ’ ένα τόπο σκλαβωμένο. Να πολεμάη με τη γλώσσα της την εύκολη, με τη γλώσσα της, που όλοι την καταλαβαίνουν, να πολεμάη να βαστά άσβυστη τη φωτιά της εθνικής ιδέας, άσβυστη την ιδέα, πως μια μέρα με το χέρι του θα λευτερωθεί ο λαός! Η εφημερίδα πρέπει νάναι ο φάρος, τ’ αστέρι το Πολικό, που πάνω θάχει πάντα στραμμένο τ’ απελπισμένο του μάτι ο δυστυχισμένος αυτός ναύτης της στεριάς, που τον λεν σκλαβωμένο λαό, στες μεγάλες εθνικές φουρτούνες, που του φέρνουν της τύχης οι άνεμοι![34]»

Η Βουλή των Ελλήνων θα καθιερώσει, με συνταγματική διάταξη, την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους το 1911. Μεταξύ των χρόνων 1911 – 1912 οξύνεται και η αντιπαράθεση για το γλωσσικό ζήτημα στην Κύπρο, με αφορμή την ομιλία του Λορέντζου Μαβίλη στη Βουλή των Ελλήνων για το ίδιο ζήτημα, που αναζωπυρώνει το θέμα και πληθαίνει η σχετική με το θέμα αρθρογραφία[35].

Συστηματικός αγώνας για την επικράτηση της δημοτικής θα διεξαχθεί, μέσα από τις εφημερίδες. ιδιαίτερα η Αλήθεια[36]του Μ.Δ. Φραγκούδη, θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα για την κατάθεση ιδεών και από τις δύο πλευρές. Συχνά θα αρθρογραφήσουν για το θέμα ο Μ. Δ. Φραγκούδης[37] και ο Νικόλαος Κλ. Λανίτης. Από την πλευρά της εφημερίδας Ηχώ της Λάρνακας, θα ξεχωρίσει για τη μαχητικότητά του, ο πρωτεργάτης δήμαρχος Γ. Αραδιππιώτης, φανατικός καθαρευουσιάνος. Τα σκωπτικά γράμματα, με καυστικά και έξυπνα λογοπαίγνια, που αντάλλασσαν μεταξύ τους οι δύο τάσεις[38] έσπαγαν τη σοβαρότητα και προσέδιδαν μια χαριτωμένη νότα στην όλη υπόθεση. Δημοσιεύτηκαν μάλιστα και δύο επιστολές, η μεν πρώτη, με τίτλο, «Δέφτερο στελνούμενο» και υπογραφή ‘Ο περίεργος’ στο Νέον Έθνος[39]και το δεύτερο, με τίτλο, «Επιστολαί τη Ηχοί» με υπογραφή ‘Περίεργος ο Β΄ στην Ηχώ[40].

«Δεύτερο στελνούμενο»
Σκάλα 8 Δεφτεροβρόχη.
Στον Κύριο Διαφτυντή του ‘Νέου Έθνου’.

Η ‘Ηχώς’ ανακάτωσε τώρα στερνά το ζήτημα της Δημοτικής Εχπαίδεφσης της Ρωμιοσύνης.
Για την υπόθεση τούτηνε παρακαλώ πολλά τη δική σου αφεντιά να τραβήξη στο πούπλικο και μια δική μου σκέψη, πιστέβοντας πως έτσι θα καταφέρνουμε την πρόκοψη της Νήσους μας, που πάει να χαθή με τις σταματισμένες τις αντίληψες κείνωνε που κάνανε τα παλαιά Σκολειά. […]

Διαφτυντής να μπη ο Φαγέθοντας, που κάμνει σπούδαση της δικηγοροσύνης.

Αποκατινός Διαφτυντής ο Τάλας Ανεμογιάννης, ο δυνατός κονφερατίστας του Πέρση ποιητάρη Ναζάμη.

Δασκάλοι Γιορτάνης ο προχωρητικός (προοδευτικός), Μ. Τίτας Φρούτος ο ορεχτικός, Ντιλετάντες ο ανάερος, Φώσουρος ο μεγαλόσκεφτος κι ούλοι οι τωρινοί γραφιάδες και γραμματιζούμενοι δωπέρα.

Παιδονόμο να βάλουνε τον το Διαφτυντή της ‘Ηχώς’ γιατί δε μπορεί να δασκαλέψη.

Μ’ αυτουνουνούς χτυπώντας τη κλάσικη σπούδαση, με νέα φιλολογία σαν κείνη των Διαφτυντώνε, με νέα μωραγωγική (παιδαγωγική) σαν κείνη του Γιορτάνη, με νέα λογοτέχνηση σαν ολωνών των άλλωνε, θα πάνε ούλα πρίμα. Κι η νήσο της Αφροβγαλμένης, που παραδέρνει τόσα τώρα χρόνια στη φώτιση των παλιώνε και των νειώνε, βλέποντας και ξεχωρίζοντας το καθετί σαν είνι, θαύρη το γλυτωμό της μια για πάντα από τόσα τέρτια. Θάχη λεύτερο το πνέγμα της και ανοιχτά τα μάτια της να βλέπη το γήλιο τα μεσάνυχτα και τάστρα μεσ’ το μεσημέρι, να ροκανίζη τα διάφανα νερά και να ροφά τα παξιμάδια, να ψαίλνει τα χειλάκια για κρινόλεφκα και πράσινα να ζωγραφίζη τα δοντάκια, να τραγουδά τα παιχνιδάκια της χηλιδονιάς πα στις ρωμάντζες της και να θυμάται του πειρ Λοτί τα κόρτε, στο Πρωτομήνα να τραβά στην εξοχή, μεσ’ στο λιοπύρι να φανή σουρτούκο, να περπατά με το κεφάλι της και να φιλοσοφά με τα ποδάρια.

Μ’ αυτά στα σίγουρα η Κύπρο θα σταθή στα κότσια της (θα ορθοποδήσει)!

Ο ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ

«Επιστολαί τη ‘Ηχοί’».

Ενθάδε, Πυανεψιώντος μεσούντος.
Τω φίλω διευθυντή της ‘Ηχούς’, χαίρειν.

Μελέτην εποιησάμην της εν τω ‘Κενώ (=Νέω) Έθνει’ εξενηνεγμένης γνώμης ‘Περιέργου τινός και βούλομαι, ίνα αντιφθέγξωμαί τινα, δι’ ώνπερ δήλον θα ποιήσωμαι ότι ουχ οίον τ’ έστιν εισαχθήναι την των εραστών της χυδαίας λαλιάς γλώτταν εν τοις ημετέροις των Μουσών ενδιαιτήμασι. Διαμαρτυρόμενος ουν επί τη αντεθνική ταύτη αποπείρα μεθ’ απαξαπάντων των λατρευόντων τοις ιεροίς κανόσι και φιληδούντων ταις γλυκυτάταις των αρχαίων φωναίς, συνιστώ τους μεν καρηκομόωντας (=μαλλιαρούς) ριφθήναι εις το πυρ το εξώτερον, ιδρυθήναι δε παραχρήμα πρότυπον Πανεπιστημείον ένθεν περ εξελεύσονται επί πάντας τους πεπεινηκότας και δεδιψηκότας της τε θύραθεν και εγκυκλίου παιδείας τα αείζωα φώτα.

Πρύτανιν αυτού δει διορισθείναι τον τοις πάσι γνωστόν πολυμήτιν και πολύπλαγκτον Οδυσσέα δια το πεπειραμένον αυτού, όπερ προσεκτήσατο τη χρήσει των αυτοκινήτων ως σωφέριος, καθηγητήν δε τον κλεινόν στοιχειοθετήρα Σαρίπολον, ίνα διδάξη δι’ αντιγραφών μεν το Συνταγματικόν Δίκαιον, εμπράκτως δε την πολιτικήν οικονομίαν, άτε ιδιαιτέρως εις πλουτοπαραγωγικάς μεθόδους εγκύψας. Δια τον έτερον δε των τριών μεγίστων φωστήρων του τρισηλίου ‘Περιέργου’ μεγαλόσχημον Αίαντα της νομικής επιστήμης θα ώριζον τινά έδραν, ει μη χθες έτι υπ’ αυτών τούτων των εαυτού φίλων ασυζητητεί απερρίπτετο ως υποψήφιος του Κεντρικού Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και ουτωσί άμοιρος των εκπαιδευτικών ανεκηρύττετο. Ειμί άλλως τε εν ελπίδι ότι ως τάχιον, αποταξάμενος την χυδαϊκήν πλάνην, την των αρχαίων διαλέγεσθαι άρξεται, ως δι’ απάσας τα έως νυν γνώμας του εποίησε δια λόγους αγνώστους.

Τούτων ούτως εχόντων, πάντες οι παιδείας ημμένοι, εν οις και ο ημέτερος συμπολίτης κ. Ζαχαρίας Σ. Ζαχαριάδης, θερμός της θαυμασίως ευαρμοστούσης καθαρευούσης γλώττης οπαδός, έχω δια πεποιθήσεως ότι λίαν ασπασίως θα δέξωνται την εμήν πρότασιν, δι’ ης ο ιερός σφυρηλατηθήσεται άκμων, εφ’ ου οι κλεινοί γλωσσαμύντορες θα στήσωσι το τρόπαιον της νίκης της προϊστορικής εποχής κατά του εικοστού αιώνος.

ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ Ο Β΄[41]

Η συμβολή των περιοδικών στον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας θα είναι εξίσου σημαντική με αυτή των εφημερίδων. Η Μούσα (1917) και η Νέα Εποχή (1921 – 1922) της Αμμοχώστου του Γ. Σταυρινού – Οικονομίδη θα στηρίξουν ένθερμα τη δημοτική γλώσσα. Ο Κυπριακός Φύλαξ όμωςθα αναφέρει σχετικά με την κυκλοφορία του πρώτου τεύχους της Μούσας : «γεγραμμένον δε εις παράδοξον και τερατώδες γλωσσικόν μείγμα μακαρονομαλλιαροψευδοδημοτικόν. Ανάλογον είναι και το περιεχόμενον αυτού. Πεποίθαμεν ότι τοιούτο πνευματικόν εξάμβλωμα ουδεμιάς θα τύχει προσοχής παρά τω φιλομούσω Κοινώ και περιττόν θεωρούμεν ν’ ασχοληθώμεν και ημείς περαιτέρω.[42]»

Το περιοδικό Αβγή (1924 – 1925) όμως είναι που θα συνδράμει, με τη σύντομη αλλά καταλυτική παρουσία του, στην επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Οι συνεργάτες του περιοδικού Αβγή, έγραψαν σε δημοτική γλώσσα[43] σε μια προσπάθεια να αποβάλουν το παλιό ένδυμα της καθαρεύουσας, υιοθετώντας το πνεύμα της εποχής του δημοτικισμού. Κατόρθωσαν να εκφράσουν, με καθαρό τρόπο, το πνευματικό στίγμα του τόπου τους, όσο κράτησε η σύντομη παρουσία του περιοδικού. Ήταν οι λεγόμενοι σοσιαλιστές δημοτικιστές που ακολουθούσαν τα διδάγματα του Σκληρού και του Δελμούζου και ανέδειξαν τη δημοτική γλώσσα σε σύμβολο ανατρεπτικού λόγου. Έχουμε την εντύπωση ότι με την Αβγή[44] ξεπεράστηκε η γλωσσική αφετηρία του ζητήματος και στην Κύπρο και αναδείχθηκε, μέσ’ από την υιοθέτηση της δημοτικής, ο απώτερος σκοπός του περιοδικού και μια νέα αντίληψη για τη ζωή και την κοινωνία : νεωτερικότητα, αποσκίρτηση από παραδοσιακά πρότυπα, κοινωνική χειραφέτηση. Στην επανέκδοση του περιοδικού διαβάζουμε σχετικά : «Νέοι με ένθερμη ανάγκη για έκφραση προσπαθούν να θρυμματίσουν το σκληρό κέλυφος της καθαρεύουσας που μεσουρανούσε τότε. Ευαίσθητοι δέκτες των τεκταινομένων της εποχής τους συντονίζουν τις πνευματικές συνιστώσες του χώρου όπου έζησαν.»[45] Μέσα στις προδιαγραφές και διακηρύξεις του περιοδικού Κυπριακά Γράμματα (1934-1937) και (1939-1956) είναι η προβολή της δημοτικής γλώσσας η οποία εξαίρεται με ένθερμο τρόπο. Εκτενείς αναφορές σε πρωτεργάτες του δημοτικισμού και το γλωσσικό ζήτημα θα παρελάσουν από τις σελίδες του περιοδικού με έμφαση στους Μ. Φιλήντα[46], Κ. Παλαμά[47], Γ. Ψυχάρη[48], Αλέξ. Πάλλη[49] και Π. Βλαστό[50]. Το περιοδικό Πάφος (1935 - 1947) στις εξαγγελίες του θα προβάλει τη δημοτική γλώσσα, αφού απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημοσίευση ενός άρθρου ή κριτικού σημειώματος είναι να είναι γραμμένο σ’ αυτήν. Το αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού για το Κίνημα του δημοτικισμού, την Πρωτοχρονιά του 1940, θα καταδείξει τη μαχητικότητα της Πάφου και την προσπάθεια που καταβάλλει για την επικράτησή του. Σημειώνουμε ότι και τα τρία αξιόλογα περιοδικά συνδράμουν προς την κατεύθυνση της ανάδειξης της δημοτικής γλώσσας ως της μόνης αρμόζουσας κι ο Πέτρος Βλαστός θα ομολογήσει : «Αρχίζω να πιστεύω πως η Κύπρο μας τοιμάζει μεγάλα πράματα στο γλωσσικό ζήτημα[51]

Παρενθετικά, να αναφερθούμε σε ένα επεισόδιο, που συνέβη το 1914, ανάμεσα στη δασκάλα Ελένη Αυτονόμου -Νικολαϊδου τότε- και το Μητροπολίτη Κιτίου, Μελετίου Μεταξάκη[52], που πήρε διαστάσεις και καταγράφηκε στην ιστορία του κυπριακού δημοτικιστικού κινήματος, ως μείζον θέμα. Η ίδια η πρωταγωνίστρια του περιστατικού ξεκαθαρίζει τα πράγματα, 26 χρόνια μετά για να άρει τις ανακρίβειες, που έχουν κατά καιρούς γραφτεί, για το «επίμαχο» θέμα και να αποκαταστήσει την αλήθεια. Το ιστορικό έχει ως εξής : Η Ελένη Νικολαϊδου, σε τιμητική εκδήλωση για τα σαραντάχρονα της Πολυξένης Λοϊζιάδος, προσφώνησε τη δασκάλα της σε «μια άδολη και καθάρια δημοτική»[53]. Σύμφωνα με την ίδια, οι φανατικοί δημοτικιστές, Μ. Φραγκούδης και Ευγ. Ζήνων, για να πειράξουν το Μητροπολίτη, επευφημούσαν έντονα την ομιλήτρια και προκάλεσαν τη δικαιολογημένη αντίδραση του Δεσπότη ο οποίος είπε : «Ναι, αλλά την γλώσσαν αυτήν ούτε το σχολείον ούτε η Εκκλησία την επιδοκιμάζει.» Φεύγοντας ο Ιεράρχης, σε μια αποστροφή του προς την ομιλήτρια, της είπε : «Σας προσηλύτισαν δυστυχώς δεσποινίς, σας προσηλύτισαν». Η Ελ. Νικολαϊδου του απάντησε κλαίγοντας : «Μιλούσα στη μάνα μου, Πανιερώτατε και δε μπορούσα παρά σ’ αυτή τη γλώσσα να μιλήσω.» Η ίδια προσθέτει ότι τότε μίλησε αυθόρμητα χωρίς να θέλει να παραστήσει «την υπέρμαχο του Δημοτικισμού»,[54] απλά «μιλούσε στη μάνα» της, άρα χρησιμοποίησε τη φυσική γλώσσα του λαού και όχι στην επιβαλλόμενη.

Να προσθέσουμε ότι και η ποίηση ενεπλάκη σ’ αυτή τη διαμάχη. Μια πρώτη έρευνα μας οδήγησε στο ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη: «Δημωδών ζηλοτυπία, ποια θα πάρει τα πρωτεία» και «Στους μαλλιαρούς» του Ι. Περδίου. Το 1903, χωρίς πάθη και φανατικές εμμονές, ο Β. Μιχαηλίδης όχι μόνο θα σατιρίσει τη διγλωσσία, εμπλέκοντας στο παραπάνω ποίημα, μορφές γλώσσας, όπως αυτήν της Στερεάς Ελλάδας, την Κρητική, την Κυπριακή, τη Χιώτικη και την Κασιώτικη, αλλά θα προτάξει ως πιο «δημώδη[55]» την κυπριακή διάλεκτο. Η «δροσερή» σάτιρα για τη γλωσσική διαμάχη του Β. Μιχαηλίδη[56] επιλέγεται εδώ, όχι φυσικά για να αποδειχθεί το «δημωδέστερον» της κυπριακής σε σύγκριση με άλλες, (ως ζήτημα αυτό είναι οπωσδήποτε αντιεπιστημονικό) αλλά επιλέγεται ενδεικτικά ως τεκμήριο της πεποίθησής του για την υπεροχή της κυπριακής διαλέκτου όσον αφορά στη γνησιότητα και στον αυθορμητισμό και προτάσσεται ως αμιγής δημώδης, όπως φαίνεται στο παρατιθέμενο απόσπασμα από το «Δημωδών ζηλοτυπία, ποια θα πάρει τα πρωτεία» :

Στερεάς Ελλάδος :
«Την βασίλισσαν που χρόνια εις τον
κόσμον βασιλεύει και ο κόσμος την λατρεύει
[…]
Ήρθαν εις εμέ και μου’παν
τα σκουτιά μου να μαζέψω
και να πα να βασιλέψω
κ’ εγώ τώρα στην Αθήνα.
θα κατέβω μια χαρά
κι όλους κι όλα θα τα κάμω
μαλλιαρούς και μαλλιαρά.
[…]
κι ο λαός θα μ’ αγαπά
και θα μπω μες στα σχολεία
και θα μπω στες Εκκλησιές
και εις το στόμα του παπά
[…].

Κυπριώτικη :
Κόρη πελλολαωμένες
που σας όποια κι αν γυρέψει
για να πα να βασιλέψει
ούλλες θα μας ρεζιλέψει
Είναι λόγια που λαλείτε
και βασίλισσες θα βγείτε;
Εγώ είμαι πιο δημώδης
κι είμαι ολόχρυσα ντυμένη
και διαμάντια φορτωμένη.
Από πάνω μ’ επλουτίσαν
της Ευρώπης τα Μουσεία
κι είμαι πάντοτε πλουσία.» [57]

Ο Β. Μιχαηλίδης σατιρίζοντας την προσπάθεια επικράτησης της δημοτικής γλώσσας παρουσιάζει με δραματική - θεατρική μορφή τη γλωσσική διαμάχη ως αγώνα των δημωδών γλωσσών να κερδίσουν τα πρωτεία. Σημαντική είναι και η τελική διπλωματική θέση του ποιητή όταν, μέσω της Κασιώτικης, ακούγεται η άποψη της «λογικής». Έχοντας επίγνωση της ποικιλότητας, της ποικιλομορφίας και της πολλαπλότητας των γλωσσικών παραλλαγών, η Κασιώτικη επισημαίνει τον κίνδυνο της γελοιοποίησής τους λόγω της υπερφύαλης διεκδίκησης της κυριαρχίας. Ενώ υποστηρίζει ότι «βασίλισσα» όλων είναι η γλώσσα της θείας Λειτουργίας, της Καινής Διαθήκης, των εκκλησιαστικών κειμένων, η τελευταία παρουσιάζεται ως φέρουσα ιδιαίτερο μεγαλείο και λαμπρότητα και σ’ αυτήν υποκλίνονται η κλασική παράδοση, η Ευρώπη κι η Ασία. Σ’ αυτήν αρμόζει τελικά «το βασίλειο και η αρχή». Ο Μιχαηλίδης προβάλλει την κοινή πεποίθηση δημοτικιστών και καθαρολόγων για την ανάγκη ύπαρξης μιας ενιαίας γλώσσας, ήδη καταξιωμένης, δίνοντας όμως το προβάδισμα στην καθαρεύουσα[58]. Η κατάληξη εμφανίζεται συντηρητική, προσεκτική, φρόνιμη και συνετή, είναι όμως αυτή που διαιωνίζει το κατεστημένο και αποκλείει την αλλαγή με δικαιολογία το σεβασμό στο δοκιμασμένο και ήδη καταξιωμένο.

Αντίθετα, ο Ιωάννης Περδίος απορρίπτει ολοκληρωτικά τους μαλλιαρούς, απευθυνόμενος με οξύτητα προς αυτούς στο ομώνυμο ποίημά του :

Στους Μαλλιαρούς[59]

Assurez que ma muse est froide ou téméraire,
que mes vers sont mauvais, que ma rime est vulgaire :
je l’ai bien fait exprès ; votre chagrin m’ est doux,
Je serais bien fâché qu ils fussent bons pour vous.

Τους επαίνους σας δεν θέλω, Μαλλιαροί ξεμυαλισμένοι,
γιατί τότε -Φευ!…κι εμένα θα με κράζουν Μαλλιαρό,
θέλω μόνον επικρίσεις να μου λέτε λυσσασμένοι
και της λύσσης σας με γέλοιο να κυττάζω τον αφρό!

Κι αν απ’ τη φρικτή σας γλώσσα την σαχλή και σιχαμένη
το φαρμάκι σας κυλήση κι αν ηχήσουν σαρκασμοί,
την Κυπριακήν μας Μούσαν δεν θα δείτε ντροπιασμένη,
τους αϊτούς δεν τους τρομάζουν των κοράκων οι κρωγμοί![60]

Διακρίνεται εδώ σχεδόν χαιρεκακία. Η γλωσσική διαμάχη υπερβαίνει τα όρια της απλής ιδεολογικής ή έστω πολιτικής αντιπαράθεσης σε διανοητικό επίπεδο και αποκτά αδικαιολόγητο μένος, πάθος, αλλά και επικίνδυνο φανατισμό. Με την ίδια αυθαιρεσία με την οποία οι δημοτικιστές υπερασπίζονται τη δημώδη, ακριβώς κατ’ ανάλογο τρόπο, η γλώσσα τους χαρακτηρίζεται από τους καθαρολόγους ή έστω αυτούς που ήθελαν τη δημοτική χωρίς τις ακρότητές της (τον Περδίο στη συγκεκριμένη περίπτωση) «φρικτή», «σαχλή», «σιχαμένη», «γεμάτη φαρμάκι». Ιδιαίτερα ομιλητικές λοιπόν, είναι πραγματικά οι απόψεις για τη γλώσσα που με καυστικό τόνο εκφέρονται «Στους Μαλλιαρούς»του Περδίου, όπου μάλιστα η χρήση της δημοτικής στην κυπριακή ποίησηαντιμετωπίζεταιως όνειδος, καθιστώντας εμφανές το αντιδημοτικιστικό μένος[61] που διακρίνει το ποίημα. Σημαντικό επίσης είναι πως ο λόγος αφορά την κυπριακή μούσα για την οποία εμμέσως δηλώνει ότι θα προφυλαχθεί, ώστε να μη μιανθεί από τη δημοτική. Αξιοσημείωτο οφείλει να θεωρηθεί και το γεγονός ότι το ποίημα διαθέτει μεν στοιχεία καθαρεύουσας («φευ», «λύσσης»), αλλά με τα σύγχρονα τουλάχιστον δεδομένα πρέπει να θεωρηθεί γραμμένο σε γλώσσα μικτή. Συνεπώς δημιουργείται ένα σχήμα οξύμωρο με την ευρύτερη έννοια του όρου. Ο ποιητής βάλλει εναντίον της καθαρεύουσας με όπλο μια γλώσσα που ρέπει προς τη δημοτική. Να επισημάνουμε ότι η χρήση της δημοτικής στην ποίηση, όπως φαίνεται από τους «Μαλλιαρούς», εμφανίζεται ως καθαρό φιλολογικό θέμα και όχι ως πολιτικό και εθνικό ζήτημα.

Διαβλέποντας το ποιητικό αδιέξοδο και τα σημεία των Καιρών καθώς και μια ιδιαίτερη λογοτεχνικότητα της δημοτικής, λόγω της ευκαμψίας και της πλαστικότητάς της, οι συνειδητοί δημοτικιστές ποιητές υπεραμύνονται της δημοτικής γλώσσας, όχι μόνο με θεωρητικά κείμενα, αλλά και γράφοντας στίχους σ’ αυτήν αδιαφορώντας αν τους αποκαλούν μαλλιαρούς. Παράλληλα, αρκετοί γράφουν σε μια μεικτή γλώσσα, δημοτική /καθαρεύουσα ή δημοτική με λόγια στοιχεία, πράγμα που είναι αυτονόητο, διότι προφανώς δεν είναι εύκολο να μεταπηδήσει κανείς εύκολα από τη μια μορφή στην άλλη. Όσοι εκ των ποιητών έγραψαν σε μια μεικτή γλώσσα, ίσως ηθελημένα θέλησαν να υπερβούν το σχήμα της πόλωσης : δημοτική γλώσσα = μαλλιαρή / καθαρεύουσα = μακαρονίστικη, διότι σημαντικό είναι να βρεθούν δίοδοι ώστε οι δυο μορφές γλώσσας να μπορούν να συνυπάρχουν γόνιμα και να επικοινωνούν μέσα στο ίδιο το κείμενο. Όπως είναι απόλυτα θεμιτή και αποδεκτή, ποιητική αδεία, η γλωσσοπλαστική ικανότητα του ποιητή, έτσι του παραχωρείται και το «δικαίωμα», όταν ο ίδιος το κρίνει χωρίς να φτάνει σε αφύσικες ακρότητες, να αντλεί το ποιητικό του λεξιλόγιο από τη λόγια και τη δημώδη γλώσσα. το αποτέλεσμα αυτής της σύμμειξης θα είναι η νεοελληνική κοινή, ένας φυσικός λόγος, στον οποίο μπορεί να παρεμβάλλει ακόμη και ιδιωματικά στοιχεία. Αυτό συμβαίνει ανάλογα με τη διάθεση του συγγραφέα, το περιεχόμενο του ποιήματος, τον ιστορικό χρόνο στον οποίον γράφεται το ποίημα ή και στον οποίον αναφέρεται. Πάντως, η λανθάνουσα ποιητική παραγωγή άρχισε να ανανεώνεται, μόλις το δημοτικιστικό κίνημα ξαπλώθηκε και ο γραπτός λόγος μπόρεσε έτσι να βρει το εκφραστικό του όργανο. Η δημοτική γλώσσα παίρνει περίοπτη θέση στην κυπριακή ποίηση και απελευθερωμένη πια η γλώσσα θα καταγράψει τον παλμό του λαού. Ο στίχος βελτιώνεται καθώς η καταφυγή στη δημοτική γλώσσα του δίνει την ελευθερία που χρειάζεται για να του προσδώσει συγκίνηση[62] και ποιητικότητα. Δεν είναι τυχαίο που ενώ στα δοκίμια της Πολυξένης Λοϊζιάδος κυριαρχεί η καθαρεύουσα και ο αρχαϊσμός, στην ποίηση συναντούμε μεν την καθαρεύουσα αλλά πιο συχνά τη δημοτική, όπου παρεμβάλλονται και λόγια στοιχεία- ακριβώς γιατί αντιλήφθηκε έγκαιρα την αντιποιητικότητα της καθαρεύουσας, λόγω της δυσκαμψίας της.

Τα «πρότυπα γλώσσας[63]» που δεν είναι άλλα από τα σύγχρονα κείμενα της εθνικής λογοτεχνίας, καθώς και τα παλαιότερα κείμενα είναι αυτά στα οποία ανατρέχει ο Έλληνας, ο οποίος επιθυμεί τη «γλωσσική του συγκρότηση» η οποία «θα είναι λειψή και ρηχή αν παράλληλα προς τα μεγάλα νεότερα κείμενα, τον Σολωμό και τον Παλαμά, τον Κάλβο και τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη και τον Μυριβήλη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη δε διαβάσει Ροϊδη και Παπαδιαμάντη, αλλά και Ερωτόκριτο και δημοτική ποίηση και Ρωμανό τον Μελωδό και Καινή Διαθήκη και Λουκιανό και Ξενοφώντα και Πλάτωνα και Σοφοκλή και Θουκυδίδη και Όμηρο. Κι αυτό, γιατί κανένας σοβαρός μελετητής της γλώσσας μας, λαμβάνοντας υπόψη τις περιπέτειες της ελληνικής γλώσσας και τα αλλεπάλληλα επιστροφικά της κινήματα (αττικισμό, αρχαϊσμό, καθαρεύουσα), δεν μπορεί πειστικά και ρεαλιστικά να ισχυριστεί ότι η δημιουργική χρήση και κατανόηση της γλώσσας μπορεί να στηριχθεί μόνο σε μια επιφανειακή πρόσκτηση της σύγχρονης εξελικτικής φάσης της γλώσσας μας.[64]»

Η εργασία αυτή πραγματεύτηκε την απήχηση που είχε το γλωσσικό ζήτημα στην Κύπρο, το οποίο προσεγγίστηκε κυρίως από ιστορικής πλευράς. Ό,τι συνέβαινε στην Κύπρο συνιστούσε απόηχο των τεκταινομένων στην Ελλάδα, όπως εξάλλου συνέβαινε τότε σε όλους τους τομείς των Γραμμάτων. Θελήσαμε να δείξουμε την ευρεία απήχηση που είχε το γλωσσικό ζήτημα στην Κύπρο, αφού σημαντικά φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής αφιέρωσαν πολλές στήλες τους με θέσεις και αντιθέσεις. Και οι δυο πλευρές, πότε άλλοτε με ηπιότητα και πότε με βαναυσότητα διακήρυσσαν την πίστη τους στην καθαρεύουσα ή στη δημοτική (στην ουσία σπάρασσαν μία και την αυτή γλώσσα που έτσι κι αλλιώς διαθέτει μηχανισμούς αυτοπροστασίας και επιβίωσης). Πίσω απ’ τη διαμάχη υπέφωσκε πάντοτε η πολιτική αντιπαράθεση. Δημιουργήθηκαν έντονες αντιπαλότητες ιδεών και συμπεριφορών, στις οποίες ενέπλεξαν βέβαια και το εθνικό θέμα, αφού η αναμέτρηση ανάμεσα σε δημοτικιστές και καθαρολόγους συνδέθηκε με ιδεολογικά συνειδησιακά φαινόμενα και μετατοπίστηκε σε πολιτικό επίπεδο.

 

 

[1] «Η συνείδηση της γλώσσας ως συνείδηση ταυτότητας», Η γλώσσα ως αξία, Αθήνα, Gutenberg, 1999, σ. 21.

[2] Η γλώσσα εκφράζει τη σκέψη – πρόκειται δηλαδή για τον ανθρώπινο λόγο (langue) και Λόγο (raison) και φυσικά δεν είναι κοινωνικά αθώα αλλά φορέας του υποκειμένου που μέσω αυτής εκφράζεται και επικοινωνεί. Έτσι, ένα μήνυμα δεν εκφράζει μόνο ό,τι η κυριολεκτική σημασία των λογικά συνδεδεμένων λεκτικών σημείων – λέξεων, αλλά κυρίως ένα σύνολο κοινωνικών συνιστωσών. Η γλώσσα λοιπόν είναι μέρος της κοινωνικής συμπεριφοράς και δεν έχει κανένα νόημα έξω από αυτήν. Η επικοινωνία εντός της κοινωνίας επιτυγχάνεται με το «σεβασμό κανόνων» που διέπουν τη γλώσσα. Η τέχνη, με υλικό τη γλώσσα, συνίσταται στη δυνατότητα του ποιητή (γλωσσικού δημιουργού) να παραβιάσει αυτούς τους κανόνες – συμβάσεις, όχι καταστρέφοντας, αλλά επιδιώκοντας μια νέα οπτική στην επικοινωνία που προσφέρει μήνυμα μαζί με αισθητική απόλαυση.

[3] Κώστας Προυσής, «Couleur locale», Τέχνη και Ζωή, Κυπριακά Γράμματα, έτος Α΄, αρ. 1, 15 Σεπτ. 1934, Λευκωσία, σ. 27.

[4] Δημοτικιστές υπήρξαν οι Γ. Διαγκούσης, Π. Βαλδασερίδης (P. Baldaséra), G. Laffon. Σε καθαρεύουσα αλλά και σε δημοτική έγραφαν οι Σ. Λεοντιάς, Ιω. Καραγεωργιάδης, Χρ. Παπαδόπουλος, Ι. Περδίος, Πολ. Λοϊζιάς, Περς. Παπαδοπούλου, Βασ. Μιχαηλίδης, Δημ. Λιπέρτης.

[5] Καθαρευουσιάνοι υπήρξαν οι Ιερ. Βαρλαάμ, Θεμ. Θεοχαρίδης, Θεόδ. Κωνσταντινίδης, Θεμ. Ρώπας, Σ. Μενάρδος, Γ. Σταυρίδης – Ραγιάς, Γ. Σ. Φραγκούδης, Δημ. Σταυρινίδης.

[6] Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, Κέρκυρα, 1852, σ. 368.

[7] «Το γλωσσικό ζήτημα είναι πολιτικό. ό,τι πολεμά να κάμη ο στρατός για τα φυσικά σύνορα, θέλει η γλώσσα να το κάμη για τα σύνορα τα νοερά.» Γ. Ψυχάρης, ό.π.,σ. 201.

[8] Στο ίδιο, σ. 37.

[9] Μενέλαος Δ. Φραγκούδης, «Η γλώσσα των εφημερίδων μας», Σάλπιγξ, Δεκέμβριος 1893. Αλλά ακόμη και το 1935, 42 χρόνια μετά, εφόσον η Κύπρος εξακολουθεί να παραμένει αποικιοκρατούμενη, ο ποιητής Γλαύκος Αλιθέρσης θα συνδέσει το γλωσσικό ζήτημα με το εθνικό : «Με τον ποιητή της ‘Αργώς’ θυμούμαι πάντα την Κύπρο. […] Πόλεμους εσωτερικούς για λευτεριά και μάθηση. […] Τότε αναπνέαμε την ανάταση της φυλής μας με τους Βαλκανικούς πολέμους. Μας θέρμαινε και θερμαίναμε την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας. Ποθούσαμε την αποκατάσταση την πιο τέλεια, και την προσδοκούσαμε γρήγορα. Πρώτα την εθνική, μαζί την εκπαιδευτική (=γλωσσική) και την κοινωνική. ‘Κάποια ρόδα είν’ έτοιμα ν’ ανθίσουν…’ Ο Παλαμάς ενθουσίαζε. ο Ψυχάρης κήρυχνε. ο Βενιζέλος πραγματοποιούσε. Ο Βλαστός συνένωνε την τριαδική μας θεότητα. Δίδασκε, οραματίζονταν κι έσπρωχνε στη δράση. Πολεμούσε την πρόληψη, έθελγε τη φαντασία μας, καθόριζε τα ιδανικά μας. Χτυπούσε το Χριστιανισμό με την αρωστεμένη ψυχή, και την προγονοπληξία και την καθαρεύουσα. Τη φαντασία μας την ταξίδευε και τη μεθούσε με την καλλιτεχνική μορφή του λόγου. Και θάπρεπε να καλυτερέψουμε τη φυλή σκοτώνοντας το λογιοτατισμό και ξαναγυρίζοντας στην απλή ζωή και τη φύση.» Γλαύκος Αλιθέρσης, «Ο ποιητής Πέτρος Βλαστός», Κυπριακά Γράμματα, έτος Α΄, 15 Μάη-1 Ιούνη, αρ. 17-18, Λευκωσία, Κύπρος, 1935, σ. 565.

[10] Αλέξη Ζήρας, «Η κυπριακή Ποίηση. Θεματικές, γλωσσικές και υφολογικές διαστρωματώσεις της», Αφιέρωμα στην Κυπριακή λογοτεχνία, περ. Σημείο, τ. 4, Λευκωσία, 1996, σσ. 226-227.

[11] «Η παρουσία του (Παλαμά) στα νεοελληνικά γράμματα συνδέθηκε με ένα γενικότερο λογοτεχνικό κίνημα, που ήταν συγχρόνως και κίνημα εθνικής αυτογνωσίας: το Δημοτικισμό». Π.Δ. Μαστροδημήτρης, «Εξελικτικές περίοδοι της ποίησης του Κωστή Παλαμά», αφιερ. Νέα Εστία, τ. 1595, Χριστούγεννα, 1993, σ. 28.

[12] Αλέξης Ζήρας, ό.π., σ. 226.

[13] Να πούμε ότι τα κυπριακά ποιήματα, οι Ρίμες Αγάπης, τα λεγόμενα και «πετραρχικά» και οι Ασσίζες του φράγκικου βασιλείου της Κύπρου είχαν γραφτεί στη δημοτική γλώσσα όπως μας το υπενθυμίζει άλλωστε κι ο Πέτρος Βλαστός σε γράμμα του προς τον Α. Ιντιάνο (27.1.1936), Κυπριακά Γράμματα, Στ΄, Λευκωσία, σ. 77.

[14] «Σε μερικές περιπτώσεις η ιδεολογία του δημοτικισμού περιχαρακώνει και υποσκάπτει την κριτική σκέψη και τη λογοτεχνική έκφραση.» Λευτέρης Παπαλεοντίου, Κυπριακά λογοτεχνικά περιοδικά στα χρόνια της αγγλοκρατίας, Λευκωσία, Κέντρο επιστημονικών ερευνών, 2001, σ. 237.

[15] «Μα στο σύνολο σχεδόν όλης της ρομαντικής ποίησης των ετών αυτών (1830-1888) ακούεται μια ολοφυρόμενη ρητορεία σε στίχους της καθαρεύουσας.», Μάρκου Αυγέρη, «Η γλώσσα και ο Ψυχάρης», Έλληνες Λογοτέχνες, Αθήνα, Ίκαρος, 1993, σ. 73.

[16] Κάποιοι τους αποκαλούν εθνικιστές, εμείς θεωρούμε πολύ βαρύ αυτό τον χαρακτηρισμό και μάλιστα με την αρνητική χροιά που έχει σήμερα, διότι την εποχή εκείνη δεν είμαστε σίγουροι ότι μπορούμε να τους αποκαλούμε εθνικιστές, μάλλον ελληνολάτρες σε υπερβολικό βαθμό αλλά κι αυτό μπορεί να ερμηνευθεί λόγω των ιστορικών συγκυριών.

[17] Δημήτρης Δημηρούλης, «Καθαροί και χυδαίοι : ιδεολογήματα του γλωσσικού ζητήματος», Παραλλάξ, Σύμμεικτα για τη λογοτεχνία και τη γλώσσα, Αθήνα, Ψυχογιός, 2002, σσ. 98-111.

[18] Δ. Α. Γληνός, Έθνος και Γλώσσα, Αθήνα, 1922, σ. 3.

[19] «Η δημοτική γλώσσα ολονέν εξελισσομένη […] έφθασε βαθμηδόν εις τον τύπον των δημοτικών τραγουδιών, τα οποία ανεφάνησαν, ευθύς άμα ως έπεσεν εις τας χείρας του κατακτητού των πόλεων η η Βασιλίς, το προπύργιον εκείνο της Εκκλησίας και του Γένους. Ο Ελληνισμός […] προσέφυγε, ουχί εις την γλώσσαν των βιβλίων, ήτις τίποτε δεν του διήγειρεν εις την καρδίαν, αλλ’ εις την ζωντανήν, την μητρικήν αυτού γλώσσαν και εις την οποίαν έμαθε παιδιόθεν να εξωτερικεύη τα ιερότερα αυτού αισθήματα.» «Δια την γλώσσαν», Αλήθεια, 2 Δεκ. 1905, αρ. φύλλου (423) 1287. Ανυπόγραφο άρθρο, πιθανόν της σύνταξης, γραμμένο σε καθαρεύουσα, που υπερασπίζεται με επιχειρήματα τη δημοτική γλώσσα, κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στην ελληνική γλώσσα και την εξέλιξή της δια μέσου των αιώνων.

[20] Να θυμηθούμε εδώ τη ρήση του Δ. Σολωμού : «Μήγαρις έχω τίποτες άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».

[21] Βέβαια, και ο Ψυχάρης υπεστήριζε ότι ακριβώς «Πρέπει να σπουδάξουμε καλύτερα την αρχαία για να καταλάβουμε την ιστορική αξία της δημοτικής». Γιάννης Ψυχάρης, Το ταξίδι μου, Αθήνα,Εστία, 1993, σ. 38. Τα Είδωλα (1892) του Εμμανουήλ Ροϊδη, γράφτηκαν μεν σε μια φροντισμένη καθαρεύουσα αλλά για να υπερασπιστούν τη δημοτική γλώσσα. Η εμπιστοσύνη απέναντι στη δημοτική επιτυγχάνεται ευκολότερα μέσα από την αδιαμφισβήτητη πιστοποίηση του άψογου χειρισμού της καθαρεύουσας. Η γλώσσα εξελίσσεται, η δημοτική είναι το αποτέλεσμα-συνέχεια της αρχαίας (π.χ. η «απώλεια» της δοτικής πτώσης δεν είναι στοιχείο αλλοτρίωσης της γλώσσας).

[22] Κώστας Βάρναλης, «Δημοτικιστές και καθαρευουσιάνοι», Πάφος, τεύχος αφιερωμένο στα πενηντάχρονα του δημοτικιστικού κινήματος, τχ. 1, χρονιά Ε΄, Πρωτοχρονιά 1940, Πάφος, σσ. 93-94.

[23] «Δια την γλώσσαν», Αλήθεια, 2 Δεκ. 1905, αρ. φύλλου (423) 1287.

[24] Μ. Φραγκούδης (1871-1931) : γεννήθηκε στη Λεμεσό, λόγιος, δάσκαλος, ποιητής και δημοσιογράφος. Εκδότης της πολύ σημαντικής εβδομαδιαίας εφημερίδας Αλήθεια (1897-1931), Λεμεσός. Δημοσίευσε στην εφημερίδα Σάλπιγγα το πρώτο (;) ποίημα σε δημοτική γλώσσα : «Στο κελλί της Τροοδίτισσας», (Λόγια του χωριού), Σάλπιγξ, φύλλο 601, 1896.

[25] «Το κακό κ’ η γιατρειά του», Αλήθεια, 30 Σεπτ. 1905, αρ. φύλλου 414 (1279).

[26] Ρένα Σταυρίδη – Πατρικίου, Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτική, Αθήνα, Ολκός, 1999, σ. 29.

[27] «Ο Μητροπολίτης Κιτίου επί τοις εγκαινίοις του Παρθεναγωγείου Λεμεσού», Σάλπιγξ, 13.1.1912, αρ. φύλλου 1468.

[28] Να πούμε ότι ο Νικόλαος Κλ. Λανίτης δεν αρέσκεται σε ακρότητες αλλά ακολουθεί το παράδειγμα του Δ. Σολωμού και κατ’ επέκταση τις προτροπές του Λ. Μαβίλη, όπως φαίνεται μέσα από τη μετριοπαθή αρθρογραφία του. Σε ένα άρθρο του –σε συνέχειες- στην εφημερίδα Αλήθεια, 8.7.1911, αρ. φύλλου (713) 1377, με τίτλο «Το γλωσσικόν ζήτημα» θα πει : «Είμεθα υπέρ της οδού της κειμένης μεταξύ Μιστριωτισμού και Ψυχαρισμού ακριβώς διότι εις την οδόν αυτήν ευρίσκεται σήμερον δια της δια των αιώνων εξελίξεως αυτής η Ελληνική γλώσσα. »

[29] «Κι απ’ τον καιρό που ο Ψυχάρης ξεπρόβαλε με μια ακατάσχετη ορμητικότητα για ν’ ανακόψει το κατρακύλισμα του λογιοτατισμού και της άκαρπης σχολαστικότητας, το γλωσσικό ζήτημα γεννιέται και στην Κύπρο, ριζώνει, μεγαλώνει, πλαταίνει και δημιουργεί μιαν πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.» Αντ. Ιντιάνος, «Ο Ψυχάρης και η Κύπρος», Κυπριακά Γράμματα, έτος Α΄, 15 Οκτ. 1934, τχ. 3, Λευκωσία, 1934, σ. 97.

[30] Λέει ο Ψυχάρης, υπεραμυνόμενος της Μεγάλης Ιδέας, : «ό,τι πολεμά να κάμη ο στρατός για τα φυσικά σύνορα, θέλει η γλώσσα να το κάμη για τα σύνορα τα νοερά. Πρέπει και τα δυο τους να πάν πολύ πιο μακριά, να πάρουν πιώτερο τόπο.» Γ. Ψυχάρης, Το ταξίδι μου, Αθήνα, Εστία(1993), σ. 201.

[31] Στο ίδιο.

[32] Ο Φραγκούδης είχε σπουδάσει στο Παρίσι, γνωρίστηκε και συνδέθηκε στενά με τον Ψυχάρη, με τον οποίο αλληλογραφούσε όταν επέστρεψε στην Κύπρο.

[33] Γ. Ψυχάρης, ό.π.,σ. 201.

[34] Μενέλαος Δ. Φραγκούδης, «Η γλώσσα των εφημερίδων μας», Σάλπιγξ, 1893.

[35] Ενδεικτικά αναφέρουμε : Νικ. Κλ. Λανίτης, «Το γλωσσικόν ζήτημα», Αλήθεια, 12.5.1911, του ιδίου «Το γλωσσικόν ζήτημα», Αλήθεια, 3.6.1911, του ιδίου «Για τον Παλαμά», Αλήθεια, 9.6.1911, του ιδίου «Το γλωσσικόν ζήτημα», Αλήθεια, 8.7.1911, αρ. φύλλου (713) 1377, Β. Λανίτης, «Το γλωσσικό ζήτημα», Αλήθεια, 19.8.1911, αρ. φύλλου (719) 1583, Νικ. .Κλ. Λανίτης, «Το γλωσσικόν ζήτημα», Αλήθεια, 26.8.1911, αρ. φύλλου (720) 1584. «Ο Μητροπολίτης Κιτίου επί τοις εγκαινίοις του παρθεναγωγείου Λεμεσού», Σάλπιγξ, αρ. φύλλου 1468, 13.1.1912. Μ.Δ. Φραγκούδης, «Γεννηθήτω φως», Αλήθεια, 19.1.1912, αρ. φύλλου (741) 1605 και του ιδίου η συνέχεια «Γεννηθήτω φως» Β΄, στο φύλλο (743) 1607, 2.2.1912. Ανυπόγραφο «Και πάλιν δια το γλωσσικόν ζήτημα», Αλήθεια.

[36] Ενδεικτικά αναφέρουμε τα παρακάτω άρθρα : Γ. Ψυχάρης, «Το άρθρο του κου Ψυχάρη», Αλήθεια, 22.6.1901, αρ. 1058. «Δια την γλώσσαν», Αλήθεια, 2.12.1905, 9.12.1905. και 16.12.1905. Ονήσιλος [=Μ.Δ. Φραγκούδης], «Το γλωσσικόν ζήτημα και ο Κος Αμπελάς», Αλήθεια, 19.11.1909. Μ.Δ. Φραγκούδης, «Το κακό κ’ η γιατρειά του», Αλήθεια. «Ένα γράμμα του κ. Ψυχάρη», Αλήθεια. Νικ. Κλ. Λανίτης, «Το γλωσσικόν ζήτημα», Αλήθεια, 12.5.1911, 20.5.1911, 3.6.1911, 8.7.1911, αρ. 713, 19.8.1911, 26.8.1911. Η επιτροπή Παλαμά του Παρισιού, «Για τον Παλαμά», Αλήθεια, 9.6.1911. Μ.Δ. Φραγκούδης, «Γεννηθήτω Φως», Αλήθεια, 19.1.1912, αρ. 741 και 2.2. 1912, αρ. 743.

[37] «Τα κείμενα του Φραγκούδη, που δημοσιεύονται στο περιοδικό Νουμάς αναδημοσιεύονταν στην εφημερίδα Αλήθεια από το 1905». Λεύκιος Ζαφειρίου, Η νεότερη κυπριακή λογοτεχνία, Λευκωσία, 1991, σ. 26.

[38] Ο Άντης Περνάρης γράφει : «Ταμπουρωμένοι οι δημοτικιστές στην ‘Αλήθεια’ της Λεμεσού κι οι καθαρευουσιάνοι στην ‘Ηχώ’ της Σκάλας αλληλομάχονταν. Τα πειράγματα έδιναν κι έπαιρναν. Τότε φάνηκαν στην ‘Ηχώ’ καθαρευουσιάνικα δημοσιεύματα με το πειραχτικό επίτιτλο ‘Στελνάμενα στην ‘Αλήθεια’, και σε τούτη πάλι δημοτικιστικά με το επίτιτλο ‘Επιστολαί τη Ηχοί’.» Άντη Περνάρη, «Στιγμές αγωνίας», περ. Πάφος, Αφιέρωμα στα πενηντάχρονα του δημοτικιστικού κινήματος, τχ. 1, χρ. Ε, Γενάρης 1940, σ. 86. Οι επιστολές αυτές αναδημοσιεύθηκαν σ’ αυτό το τεύχος της Πάφου (σ.σ. 178-179). Στο 2ο τεύχος της Πάφου (χρ. Ε, Φλεβάρης 1940, σ. 176) ο Σάβας Θεοδ. Χρίστης θα διορθώσει τον Άντη Περνάρη : «Η Ηχώ της Κύπρου ποτέ δεν έγινε ταμπούρι των καθαρευουσιάνων. ο διευθυντής της μάλιστα σ’ ένα χρονογράφημα του τον Αύγουστο του 1913 σατίρισε τη γλώσσα που ήτανε μεταφρασμένος ο νόμος του κυνηγιού πάνω στις σχετικές άδειες για πληροφορία τάχα του αδειούχου κυνηγού. […] Το επεισόδιο με το ‘στελνούμενο’ και το ‘επιστολαί’ σχετίζεται με την πρώτη περίπτωση που έμπασε τη δημοτική στα σχολειά ο μεγάλος πολιτικός, μακαρίτης Βενιζέλος, στα 1917.»

[39] Φύλλο 1247, 28)10 11. 1917.

[40] Φύλλο 247, 2)15. 11. 1917.

[41] Πάφος, τχ. 2, χρονιά Ε΄, Φλεβάρης, 1940, σσ. 178-179.

[42] «Άμουσος Μούσα», Κυπριακός Φύλαξ, 17 Οκτ. 1917.

[43] Είναι γνωστό ότι ο τίτλος του περιοδικού Αβγή, με το β να φιγουράρει στη θέση του υ, «προκάλεσε» το γλωσσικό αίσθημα των καθαρευουσιάνων και το πρώτο τεύχος του περιοδικού επεστράφη από αρκετούς απ’ αυτούς..

[44] Οι συντελεστές του περιοδικού είναι οι : Αντ. Ιντιάνος, Αιμ. Χουρμούζιος, Γ. Λεύκης και Χρ. Χριστοδουλίδης. Γύρω απ’ αυτούς και εξίσου σημαντικοί συνεργάτες είναι οι Γλ. Αλιθέρσης, Ν. Νικολαϊδης, Π. Βαλδασερίδης, Δ. Μ. Δημητριάδης, Π. Κριναίος, Ξ. Λυσιώτης, Γ. Σ. Οικονομίδης, Γ. Φυλαχτού, Λ. Παυλίδης, Ζ. Ρωσσίδης, Τ. Φραγκούδης.

[45] Ανδρέας Χατζηθωμάς (έκδ. επιμ. της λογοτεχνικής έκδοσης Αβγή (1924-1925),«Λίγα ιστορικά», στη σελίδα που προτάσσεται της επανέκδοσης, Αβγή, Λευκωσία, 1992, σ. 39.

[46] Κυπριακά Γράμματα, έτος Α΄, αρ. 1, 15 Σεπτ. 1934, σ. σ. 28-30 και έτος Β΄, αρ. 25, Οκτ. 1935, Λευκωσία, σσ. 750-751.

[47] Στο ίδιο,Α΄, αρ. 7-8, 15 Δεκ. – 1 Ιαν. 1934 -1935, σσ. 235-236.

[48] Στο ίδιο, έτος Α΄, αρ. 11, 15 Φλεβάρη 1935, σ. σ. 338-340 και έτος Β΄, αρ. 27, Δεκ. 1935, σσ. 147-152 και αρ. 28, σσ. 196-202 .

[49] Στο ίδιο,έτος Α΄, αρ. 14 – 15 –16, 15 Απριλίου – 15 Μαϊου 1935, σσ. 517- 519.

[50]Στο ίδιο, έτος Α΄, αρ. 17-18, 15 Μάη – 1 Ιούνη 1935, σσ. 565-571 και έτος Στ΄, αρ. 73, Ιούλιος 1941, σσ. 73-77.

[51] Πέτρος Βλαστός, γράμμα προς τον Α. Ιντιάνο (27.1.1936), Κυπριακά Γράμματα, Στ΄, σ. 77.

[52] Ο Μητροπολίτης Μελέτιος Μεταξάκης είναι ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης και Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Κλείτος Ιωαννίδης, «Αβγή ή η κυπριακή φάση του Αιμίλιου Χουρμούζιου», Επετηρίς ΧΙΧ 1992, Λευκωσία, Κέντρον επιστημονικών ερευνών, 1992, σ. 629.

[53] Α. Ιντιάνος, «Μια σελίδα από τη λογοτεχνική μας ιστορία», Πρωϊνή, 2.1.1934.

[54] Ελένη Θρ. Αυτονόμου, «Ο Μεταξάκης κι η δημοτική», Στο περιθώριο της τέχνης, Πάφος, χρ. Ε΄, τχ. 2, Φλεβάρης, 1940, Πάφος, σσ. 212-215.

[55] Έτσι εξηγείται γιατί έγραψε τα καλύτερά του ποιήματα στην κυπριακή διάλεκτο.

[56] Να υπενθυμίσουμε βέβαια εδώ ότι «Μα και πολύ πριν βγει το ξακουσμένο εκείνο βιβλίο του, [του Γ. Ψυχάρη] το «Ταξείδι» (1888), υπήρχαν στο νησί άνθρωποι που έγραφαν στίχους (μονάχα στίχους), όπως ο Βασίλης Μιχαηλίδης κι άλλοι, σε μια δειλή κουτσουρεμένη και νοθεμένη δημοτική, μια μειχτή πιο πολύ, επηρεασμένοι περισσότερο από τον Παράσχο και το Ζαλοκώστα». Αντ. Ιντιάνος, «Ο Ψυχάρης και η Κύπρος», Κυπριακά Γράμματα, έτος Α΄, 15 Οκτ. 1934, τχ. 3, Λευκωσία, 1934, σ. 97.

[57] «Δημωδών ζηλοτυπία, ποια θα πάρει τα πρωτεία» (1903). Αφορά σε «μια σάτιρα απάνω στο γλωσσικό ζήτημα γραμμένη αμέσως μετά τα Ευαγγελικά της Αθήνας, το Γάμο, τα Ποικίλα κτλ. Σ’ αυτά πρέπει να προστέσουμε κι όλα εκείνα που έγραφε για τους διανομείς της «Σάλπιγγας» και της «Αλήθειας» κάθε πρωτοχρονιά.» Α. Κ. Ιντιάνου, «Ο Βασίλης Μιχαηλίδης και η πολύμορφη σάτιρά του», εφ. Πρωινή, 27 Αυγούστου 1933, σ. 3.

[58] Ο μελετητής του Β. Μιχαηλίδη Γιάννης Κατσούρης θα γράψει : «Με το στόμα του κασιώτικου ιδιώματος, ο ποιητής θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίσημη γλώσσα του έθνους πρέπει να είναι εκείνη που καταξιώθηκε από τους Ευαγγελιστές, τους Πατέρες, τους ‘Πλουτάρχους’ τους ‘Αισχύλους’ και τους ‘Θουκυδίδας’, δηλαδή η αρχαϊζουσα καθαρεύουσα», Βασίλης Μιχαηλίδης, η ζωή και το έργο του, Λευκωσία, Χρ. Ανδρέου, 1987, σ. 142.

[59] Ο Λορέντζος Μαβίλης σε ένα του σονέττο με τον παρεμφερή τίτλο «Μαλλιαρός» -δεν γνωρίζουμε αν ο Περδίος το είχε υπόψη του- προσπαθεί να δείξει τις δυνατότητες και την πλαστικότητα που έχει η δημοτική γλώσσα, μέσα από ένα χαριτωμένο λογοπαίγνιο, συνδέοντας έτσι την αρχαία παράδοση (χρήση αρχαίων ονομάτων) με τη νέα γλωσσική πραγματικότητα αποδεικνύοντας έτσι τη συνέχεια της χωρίς να την υπερασπίζεται θεωρητικά, έχοντας ήδη εκθέσει τις απόψεις του για το γλωσσικό θέμα, το 1911 στη Βουλή των Ελλήνων : «Μάλαμα εφέγγαν τα μαλλιά σου πλήθια, / Ω Απόλλωνα, σαν έψαλλαν οι Μούσες / Γύρω σου, και γυμνές σαν την αλήθεια / Οι χάριτες χορεύανε μαλλούσες. / Και, Όμηρε, εσύ τα μαλλιαρά τα στήθια / Των παλαιών παλληκαριών υμνούσες / Που μέσα στα χρυσά σου παραμύθια / Φιλούσαν και θεές γλυκογελούσες. / Στου πόθου ή στης μαλιάς το πάλεμα, όσα / Δόξα ερωτιάς χαρίζουν ή θανάτου : / Πλιο λαμπρά ονειροϋφαίνει κι άλλα τόσα / Ο Μαλλιαρός – που, αν πέσαν τα μαλλιά του, / Μα απ’ το τραγούδι εμάλλιασέ του η γλώσσα / Κι απ’ την αγάπη εμάλλιασε η καρδιά του.»

[60] Ιωάννης Περδίος (1881-1930),K υπριακή Μούσα, τόμος Β΄, Λευκωσία, 1909, σ. 24.

[61] Το 1929, όμως ο Ιωάννης Περδίος θα θρηνήσει το θάνατο του Ψυχάρη με το παρακάτω ποίημα : «Για τον Ψυχάρη σήμερα τόσοι και τόσοι κλαιν/που πάλαισε σαν Γίγαντας για μόνο την ιδέα/κι εζήτα Γλώσσαν λαϊκή να γράφουν και να λεν/που ζωντανή την εύρισκε κι ας ήταν και χυδαία!/Άφθονο σπόρον έσπειρε στον εθνικό αγρό/κι αν είχεν αίφνης και κουφό μες στον γερό τον άλλο,/όμως κακό δεν έκαμε στην Ποίηση, θωρώ,/αφού μ’ αυτόν και Παλαμά μας έδωσε μεγάλο!»

[62] « Η ποίηση δε γίνεται με αισθήματα, ούτε με ιδέες. γίνεται με λέξεις’ έγραψε στο φίλο του Degas, ο Mallarmé. Και ο Richards : ‘Η ποίηση είναι η υπέρτατη μορφή συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας’, δηλαδή μια ορισμένη λειτουργία της ίδιας της γλώσσας. Αυτά τα δύο μας δείχνουν, νομίζω, αρκετά καλά τις σχέσεις ποίησης και γλώσσας». Θανάσης Νάκας, «Σχέσεις ποίησης και γλώσσας», Πρακτικά του Α΄ συμποσίου ποίησης, Πάτρα (3-5 Ιουλίου 1981), Αθήνα, Γνώση, 1983, σ. 65 και Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Γλωσσολογία και Λογοτεχνία, Αθήνα, 1984, σ. 122.

[63] Γ. Μπαμπινιώτης, «Η συνείδηση της Γλώσσας ως Συνείδηση ταυτότητας», Η γλώσσα ως αξία, Αθήνα, Gutenberg, 1999, σ. 19.

[64] Στο ίδιο, σσ. 19-20.