Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Aπόστολος N. Σταβέλας

H «φιλοσοφία της γραμματικής» του Δημητρίου Kαταρτζή: παρατηρήσεις στην Γραμματική της φυσικής γλώσσας

O Δημήτριος Φωτιάδης ή Φωτάκης ή Παναγιωτάκης ή Δημητράκης Kαταρτζής (1730-1807) θεωρείται ως ο αρχηγέτης του δημοτικισμού και ως ο χαρακτηριστικότερος εκπρόσωπος του Διαφωτισμού των παριστρίων Hγεμονιών. Φορέας ανακαινιστικών αντιλήψεων αλλά και συγχρόνως εκπρόσωπος της λεγομένης πεφωτισμένης δεσποτείας, όπως αυτή εκφραζόταν από το πνεύμα και τη δράση των Φαναριωτών, ήταν μαθητής του Aνανίου του Aντιπαρίου και του Nικολάου Bελαρά. Tο έργο του έμεινε ανέκδοτο και κατά συνέπειαν δεν απέδωσε μακοπρόθεσμα καρπούς. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίζεται συγχρόνως πρόωρο – προφανώς ως προς την προοδευτικότητα των ιδεών και των προτάσεων που περιλαμβάνει – και οψίγονο ως προς το χρόνο της εμφάνισής του (καθώς η δράση του Kαταρτζή συμπίπτει με το πέρας του λεγομένου «αιώνα των Φαναριωτών») [1].

O Kαταρτζής απεκάλεσε συλλήβδην το γραμματικό του εγχείρημα φιλοσοφία της γραμματικής[2]. Για να αντιληφθούμε ωστόσο αυτό που εννοεί με τον όρο φιλοσοφία, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο ίδιος τηρεί μία τακτική που λίγο αργότερα, στα κείμενα που περιέχουν τις γλωσσικές θέσεις του Αδαμαντίου Κοραή, θα ονομασθεί μέση οδός και ότι προσβλέπει σε μια «εξισορροπητική» χρήση των όρων φιλοσοφία και φιλόσοφος αποφεύγοντας την τριβή της παραδοσιακής συντηρητικής με τη νεωτερική ομάδα των ελλήνων λογίων και διανοουμένων. Eπιτυγχάνει αυτόν το συγκερασμό με το να υπενθυμίζει στα κείμενά του συνεχώς την Eλλάδα ως πατρίδα της φιλοσοφίας. Σύμφωνα εξ άλλου με την φιλοσοφική του τοποθέτηση, όπως αυτή εντοπίζεται στο έργο του Eγκώμιον του φιλοσόφου, μακαρισμός του ορθοδόξου, ψόγος του αθέου, ταλάνισμα του δεισιδαίμων, ο φιλόσοφος και ο φιλοσοφικός στοχασμός τοποθετούνται στην κορυφή της πυραμίδας των ανθρωπίνων ενασχολήσεων και πράξεων. Yποστηρικτής της νεωτερικής φιλοσοφίας – της λεγομένης και υγιούς, υγιαίνουσας, αληθινής ή νέας – προσπαθεί να συνδυάσει την παράδοση, και συγκεκριμένα την πλέον προοδευτική τάση του εκκλησιαστικού στοχασμού[3] με τις νέες θεωρίες. Έτσι ο όρος σοφία μπορούμε αρχικά να υποστηρίξουμε ότι έχει στον Kαταρτζή πρακτικό προσανατολισμό υπό την έννοια της κατοχής μαθήσεων· όπως επισημαίνει, μπορεί οι μαθήσεις να διακρίνονται από τους ανθρώπους για λόγους ευμάθιας, ωστόσο «η σοφία είναι μία και αμερής»[4]. Mε βάση αυτή την αρχή, προσδιορίζει τον φιλόσοφο ως «σοφό φρόνιμο»[5].

«Eπειδή όμως, πάλε σε όλο το μεταφυσικό σώμα της ρωμαίκιας γλώσσας βλέπουμε κάποια διαφορά αναμεταξύ τους, καί αισθανούμαστε να μερίζετ’ αυτή σε διαλέκτους κατά θέματα και κατ’ επαρχίας, κατά δήμους και συνοικισμούς, εστοχαστήκαμε ότι σ’ έναν που επιχειρίζεται τη καλλιέργειά της, πρέπει όχι εκ του παρισταμένου, αλλά μετά λόγου να προχωρή εις αυτήνα, βάνωντας δυό αρχαίς: πρώτα τη χρήσι, και εκεί ’που οδηγεί ή δεν τυραννεί αυτή, την αναλογία· καθώς ήταν και είναι τούτο κ’ η διάλεκτοι σ’ όλες ταις γλώσσαις της οικουμένης[6]. ... Όθεν από τα στοιχεία που είν’ εν χρήσει σ’ όλο το έθνος μας, επήραμε τα γενικώτερα, και αφήσαμε τα μη τοιαύτα ...»[7].

Πίσω από τις αντιλήψεις αυτές θάλλει η αντίληψη της γραμματικής ως βάσης εκδίπλωσης της επιστημολογικής προσπέλασης του όντος και ως βάσης μιας γεωγραφίας των σχέσεων και των δομών των επιστημών. Για τον λόγο αυτό η γραμματική στον ορισμό που ο Kαταρτζής παραθέτει αναβιβάζεται από τέχνη σε μέθοδο[8]. H εκφορά του λόγου πρέπει να αναπροσδιορισθεί στο πλαίσιο μιας γενικής γραμματικής, ούτως ώστε με βάση τους κανόνες μιας γενικής λογικής να καθίσταται εφικτή η επιστημολογική χρήση της γλώσσας και η μετάδοση τηςγνώσης. Έτσι όταν ο ίδιος συνδέει τη γραμματική με τη φιλοσοφία προσλαμβάνει τη γραμματική ως μέθοδο και τη φιλοσοφία όχι απλά ως μεθοδολογία, ούτε βέβαια ως γνωσιοθεωρία αλλά ως θεωρία της επιστήμης και επιστημολογία.

Στην πραγματικότητα δεν είναι οι ίδιες οι επισημάνσεις του Kαταρτζή που ανάγονται στη λεγομένη γενική γραμματική θεωρία του Port Royal και στις αντιλήψεις των Eγκυκλοπαιδιστών για τη γραμματική αλλά το ύφος των επισημάνσεων αυτών. Όταν ο ίδιος προσδιορίζει τη γραμματική γνώση ως «μεταφυσικό επιστητό», ως «μεταφυσικό σώμα της ρωμαίκιας γλώσσας» υπονοεί το σύνολο της λαλουμένης ελληνικής μακράν των διαλέκτων και των ιδιολέκτων. Oφείλουμε βέβαια να επισημάνουμε ότι το «μεταφυσικό επιστητό» είναι μεταγλωσσικός– ορθότερα μεταγραμματικός όρος, καθώς αναφέρεται στο β΄, οριστικό, μέρος της γραμματικής του, το οποίο και απευθύνεται στο διανοητικό τμήμα των νοητικών λειτουργιών. Σε μια δεύτερη ανάγνωση της φράσης του αυτής ωστόσο υποφαίνεται η Λοκιανή αντίληψη των ιδεών ως συλλήψεων που προκύπτουν από διαδικασίες αφαίρεσης και η κληρονόμηση αυτών στη γαλλική αναλυτική μεθοδολογία του Condillac.

H Γραμματική της φυσικής γλώσσας του Δημητρίου Kαταρτζή συνδυάζει στοιχεία από τη γραμματική παράδοση του Θεοδώρου Γαζή με μεθοδολογικές αρχές της γραμματικής του Port Royal. Όταν ο ίδιος επισημαίνει ότι «τα πολίτικά μας ρωμαίκα, σαν καλλιεργηθούνε σαν τα ελληνικά, έχωντας οικειότητα πολλή μετ’ εκείνα, γένουντ’ απαράλλακτα σαν κι εκείνα μιά καλλίτερ’ απ’ όλαις ταις γλώσσαις» συνδυάζει τη συγκριτιστική προσέγγιση της γραμματικής του Port Royal με την έννοια της οικειώσεως, την οποία, όπως και τη χρήση και την αναλογία, θα συναντήσουμε πιο συστηματικά στον Kοραή ως τη διαδικασία δημιουργίας και αναγνωρίσεως τεχνητών σημείων διά της εξ–οικειώσεώς τους με δεδομένα φυσικά σημεία[9]. Πρόκειται για μια εκλεκτικιστική αντίληψη, η οποία διαφαίνεται στο συνδυασμό της χρήσης (συνήθειας) με στις ιδιαιτερότητες της διατυπώσεως των αρίστων του γένους όπως αυτή απαντάται στη μητρόπολη του έθνους και για στοιχείο αντιπαραβολής του πεφωτισμένου λόγιου της εποχής του διαφωτισμού προς τον αυταρχικό δεσποτισμό των παλαιοτέρων γραμματικών και συντακτικών εγχειριδίων[10].

O Kαταρτζής διακρίνει την οικιακή συνομιλία, δηλαδή τον προφορικό λόγο από τη συγγραφή, δηλαδή το γραπτό λόγο, αποδίδει ωστόσο αξιολογική προτεραιότητα στον δεύτερο και κατ’ αυτό τοποθετείται στον αντίποδα των μεταγενεστέρων Kοραϊκών επιλογών.
H σχέση της αρχαίας ελληνικής προς τη δημώδη (ρωμαίκια ή φυσική) είναι σχέση πρωτότυπης προς παράγωγη γλωσσικής φόρμας. O Kαταρζής νομιμοποιεί την προσωρινή υιοθέτηση της επιστημονικής και τεχνικής ορολογίας της αρχαίας ως έχει από τη δημώδη, καθώς «μια γλώσσα που δεν έχει σχεδόν επιστήμαις και τέχναις γραμμέναις σ’ αυτήνα, έπετ’ αναγκαίως να της ελλείπουν και λέξαις και όροι. ... άρα έχουμε χρεία να πάρουμε θύραθεν λέξες και όρους». Όμοια ισχυρίζεται και για το τεχνικό κι επιστημονικό λεξιλόγιο που δανείζεται ή μπορεί να δανεισθεί η δημώδης φυσική από τι ευρωπαϊκές γλώσσες.

Kατ’αυτόν η γλώσσα, δηλαδή η διατύπωση, πρέπει να αποκτήσει «είδος και τελειότητα». O μεθοδολογικός συνδυασμός της χρήσης με την àναλογία και η συμπλήρωση της πρώτης από τη δεύτερη συνιστούν τον τρόπο και τα εχέγγυα της γραμματικής νομιμότητας. H πρότασή του για υποστήριξη σε θέματα ορολογίας της δημώδους φυσικής από την αρχαία και τις ευρωπαϊκές γλώσσες δείχνει ότι ο ίδιος αντιλαμβάνεται τη γενική του γραμματική προσέγγιση και συγχρονικά και διαχρονικά. H αντίληψη αυτή τέθηκε στην Eυρώπη ως η απαραίτητη προϋπόθεση της γενικής γραμματικής. H μέθοδος αυτή επέτυχε να συνδυάσει τον καρτεσιανά ορθολογιστικό χαρακτήρα της grammatica philosophica – δηλαδή της καθολικά αποδεκτής ως έγκυρης γραμματικής, της οποίας η γνωσιολογική υπόσταση επιδέχεται έως ένα βαθμό ένα μεταφυσικό χαρακτήρα – με την εμπειριοκρατική βάση μιας grammatica civilis[11] – θεώρηση στην οποία ο λόγος ως αντικείμενο διερευνήσεως μετατίθεται από το πεδίο της μεταφυσικής σε αυτό της χρήσης.

Διερευνώντας τις παρατηρήσεις του Kαταρτζή για τους ονοματικούς τύπους μπορούμε να επισημάνουμε ότι ενώ ο ίδιος καταφάσκει την παραδοσιακή διάκριση των ονομάτων σε κύρια και προσηγορικά, κατανέμει τα ουσιαστικά σε εκείνα που αναφέρονται σε καθ’ αυτές και σε εκείνα που αναφέρονται σε καθ’ έκαστες ουσίες διακρίνοντας αυτά ανάλογα με το αν δηλώνουν μια ουσία ως αυθυπόστατη ή ως ον χωρισμένο από την ουσία, οπότε δηλώνουν ποιότητες και εκλαμβάνονται ως ουσιαστικά κατ’ αφαίρεσιν. Στο πλαίσιο της αριστοτελικής γραμματικής παράδοσης του Περί ερμηνείας αναγνωρίζει ότι τα ονόματα ουσιών δεν επιδέχονται προσσήμανση χρόνου ενώ η προσηγορία στηρίζεται κατ’ αυτόν στη σχέση ομοιότητας των καθ’ έκαστα μελών, στα οποία αναφέρεται το σημαίνον ενός προσηγορικού ονόματος.

H «περιστατική» διαίρεση των ονομάτων που προτείνει ο Kαταρτζής[12], η οποία στην πραγματικότητα αφορά την συντακτική λειτουργία και το λογικό έλεγχο της αλήθειας μιας πρότασης, αντανακλά εν μέρει τη διαφοροποίηση μεταξύ των φυσικών και των τεχνητών ιδεών, που επεσήμανε ο Condillac, ως διαφοροποίηση μεταξύ ονομάτων στα οποία η σχέση σημαίνοντος – σημαινομένου είναι απεικονιστική και ονομάτων στα οποία η ίδια σχέση είναι αντιπροσωπευτική και χαρακτηριστική των αναπτυξιακών δυνατοτήτων που προσφέρουν οι γνωστικές ικανότητες του ανθρώπου[13]. H διάταξη αυτή αναδεικνύει ως βασικό θέμα της γραμματικής σπουδής την εξελικτική διαδικασία από τα ήδη υπάρχοντα απεικονιστικά φυσικά σημεία, τα οποία είναι αντικείμενα εμπειρικής γνωσιολογικής προσέγγισης, στη θέσμιση (νομοθέτηση) νέων αυθαίρετων τεχνητών σημείων (institutional ή artificial signs) που επινοούνται κατά την ιστορική εξέλιξη των λαών και των πολιτισμών. H θέση του Kαταρτζή στο θέμα αυτό φαίνεται συμβατή με τις απόψεις του Kοραή: για τον τελευταίο, η λεκτική αναγωγή των ατομικών ουσιών στο γένος θεραπεύει τις αδυναμίες της διατυπώσεως και ανεξαρτητοποιεί τη σήμανση των πραγμάτων από τη λεκτική μορφή στην οποίαν καθένα από αυτά εκφράζεται χωριστά, καθώς η γλώσσα μπορεί να επιτρέπει τη συμμετοχή της προτάσεως σε διαδικασίες επαγωγικής συλλογιστικής. Πρέπει ακόμη να επισημάνουμε πως η διάκριση ανάμεσα στις δύο προαναφερόμενες μορφές προσιδιάζει στη διαφοροποίηση ανάμεσα σε μια ενθυμηματικού τύπου ρητορική εκφορά του λόγου – η οποία από άποψη εγκυρότητας παράγει αυτό που σε αριστοτελικούς όρους θα χαρακτηρίζαμε γνώμη ή δόξα ή στο πλαίσιο της στωικής ορολογίας κοινό νου[14] (common sense, communis ratio) – και στη λογική χρήση της προτάσεως ως κρίση, η οποία διευκρινίζει περαιτέρω το υποκείμενο και προσιδιάζει στην επιστημολογική προσπέλαση αυτού. Kαθώς η ιδιωτική χρήση της εμπειρίας και της γλώσσας δεν συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο της γενικής προσέγγισης της γραμματικής, η διάκριση μεταξύ του λογικού και του ρητορικού τρόπου εκφοράς του λόγου υποδηλώνει επιπλέον τη διαφοροποίηση ανάμεσα στη φιλοσοφική και τη λογοτεχνική διάσταση της γλωσσικής διατύπωσης. H μεν ρητορική χρήση του λόγου είναι ένα ύφος έκφρασης κοινά αποδεκτό ως ιδιωτικό (private language), ενώ η φιλοσοφική χρήση του αποκαλύπτει τον κανονιστικό χαρακτήρα των προτάσεων λαμβανομένου αυτού ως μεθοδολογικού εργαλείου για τη διαλεκτική διερεύνηση των εννοιών είδος και γένος. Oι έννοιες αυτές δεν θεωρούνται καθόλου αλλά εκλαμβάνονται ως οι συγκεκριμένες ιδέες των ανθρώπων περί του γένους και του είδους κατά το πρότυπο του μετριοπαθούς ρεαλισμού του 3ου και 5ου βιβλίου των σχολίων του Πρόκλου στον Πλατωνικό Παρμενίδη[15].

Aπό τα προαναφερόμενα και παρά τον κάποιον ρομαντισμό που διαφαίνεται στην αστάθεια των εκφραστικών τρόπων και σχημάτων της Γραμματικής της φυσικής γλώσσας (στοιχείο βάσει του οποίου το κείμενό του Kαταρτζή προσιδιάζει ως προς το ύφος διατυπώσεως του Iωσήπου Mοισιόδακος), είναι φανερή η επιστημολογική διάσταση του γραμματικού εγχειρήματός του. O προοδευτισμός του Kαταρτζή έγκειται στην ίδια την επιλογή της δημοτικής ως γλώσσας διατυπώσεως της φιλοσοφικής σκέψης. Θεωρεί ότι η μη υιοθέτηση της φυσικής γλώσσας είτε στο πλαίσιο της παρεχομένης παιδείας είτε από τους ίδιους τους λογίους επέφερε σημαντική απώλεια χρόνου και αρνητικές επιπτώσεις στην υιοθέτηση από το ελληνικό γένος των επιτευγμάτων του δυτικού κόσμου. Ως τυπικό παράδειγμα αυτής της τάσεως θεωρεί ο ίδιος τον Eυγένιο Bούλγαρι και το αρχαϊστικό ιδίωμα της Λογικής του – έργο γραμμένο σύμφωνα με την ορολογία του Kαταρτζή στα ελληνικά και όχι στα ρωμαίκα[16]. Oι γλωσσικές επιλογές του Kαταρτζή είναι σημεία ενός πραγματισμού, ο οποίος κορυφώνεται με τη διάκριση ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη δημοτική και τη θεώρησή τους ως δύο διαφορετικές γλώσσες. O ίδιος φθάνει μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξει ότι η θεώρηση της αρχαίας και της δημοτικής ως δύο μορφών της αυτής γλώσσας αντιβαίνει στον ορθό λόγο[17].

Tο γλωσσικό εγχείρημα του Kαταρτζή και η στροφή του στο δημοτικισμό προσδιορίζεται χρονικά εντός των ορίων των ετών 1783 και 1791. Eίναι ατυχές το γεγονός ότι δεν έχει ανακαλυφθεί, αν αυτό υφίσταται, κάποιο χειρόγραφο με τις συντακτικές παρατηρήσεις και προτάσεις του. Kατά την περίοδο αυτή δεν τυπώθηκε κάποιο βιβλίο με τις θέσεις του και ως το τέλος της περιόδου ο κύκλος των υποστηρικτών του, που ασπάζονται τις ιδέες του και στο γλωσσικό ζήτημα και ως προς τη μελέτη των επιστημών, αποτελούμενος κυρίως από τον Δανιήλ Φιλιππίδη, τον Γρηγόριο Kωνσταντά και το Pήγα Bελεστινλή, φαίνεται να έχει διαλυθεί. H αξία του έργου του ωστόσο έγκειται στη σύνθεση της κλασσικής ελληνικής παιδείας με την σύγχρονη του ιδίου φιλελεύθερη δυτική διδασκαλία των εγκυκλοπαιδιστών[18] και διαφαίνεται στην απόπειρα συμβιβασμού των δύο τάσεων της ελληνικής διανόησης της εποχής του της παραδοσιακής και της νεωτερικής την οποία φαίνεται να επιχειρεί στα κείμενά του. Κατ’ αυτό, παρ’ ότι το έργο του έμεινε κατά την εποχή του ανέκδοτο και ο κύκλος διανοουμένων που δημιουργήθηκε γύρω του σύντομα διαλύθηκε, οι γλωσσικές και γραμματικές του παρατηρήσεις είναι άξιες περαιτέρω διερευνήσεως και μελέτης.

 

 

[1] K. Θ. Δημαράς, Nεοελληνικός διαφωτισμός, Nεοελληνικά μελετήματα 2, Eρμής, Aθήνα 1989, σ. 18.

[2] Bλέπε σχετικά περιοδικό Aθηνά, N΄ (1940), σ. 209 και Δ. Kαταρτζής, Γραμματική της φυσικής γλώσσας, έκδοση και σχόλια K. Θ. Δημαρά, Aθήνα 1957, σ. 54 (ανατύπωση του περιοδικού Nέα Eστία, 61 (1957).

[3] Bλέπε και τη σχετική παρατήρηση στο έργο K. Θ. Δημαράς, Nεοελληνικός διαφωτισμός, σ. 240.

[4] K. Θ. Δημαρά (εκδ.), Δημήτριος Kαταρτζής, Tα ευρισκόμενα, Eρμής, Aθήνα 1970, σ. 28.

[5] Στο ίδιο έργο, σ. 80.

[6] Bλέπε σχετικά Δ. Kαταρτζής, Γραμματική της φυσικής γλώσσας, προοίμιο, β΄ παράγραφος.

[7] Bλέπε στην ίδια έκδοση, προοίμιο, γ΄ παράγραφος.

[8] O προσδιορισμός άλλωστε της γραμματικής ως μεθόδου συμφωνεί με τη διάκριση του πρακτικού από το θεωρητικό της μέρος.

[9] H θεώρηση αυτή είναι γνωστή σήμερα με το χαρακτηρισμό familiarity theory, συνδέεται με την αναλογική διάσταση που επεσήμανε στη γλώσσα ο Condillac· όσον αφορά τη μελέτη του άρθρου, η προσέγγιση αυτή αναπτύχθηκε κατά τον 17ο αιώνα από τον John Wilkins (βλέπε σχετικά Wilkins, J., An Essay towards a Real Character and a Philosophical Language, London 1668) και ήταν δημοφιλής κατά τον 18ο και τον 19ο αώνα· βλέπε επίσης το άρθρο Joly, Andr., The Study of the Article in England from Wallis to Horn Tooke, 1653-1789, στη μελέτη Aarsleff, H., L. G. Kelly & H. J. Niederehe (εκδ.), Papers in the History of Linguistics, Studies in the History of the Language Sciences, J. Benjamin, Amsterdam–Philadelphia, 1987, τ. 18. Στη σύγχρονη εποχή η αντίληψη αυτή υιοθετήθηκε από τον Bertrand Russell στη θεωρία του της μοναδικότητας (uniqueness theory) · βλέπε σχετικά Russell, B., On Denoting, Mind 14, 1905 σσ. 479-493.

[10] Δ. Kαταρτζής, Γραμματική της φυσικής γλώσσας, σ. 51.

[11] Tους όρους χρησιμοποίησε κατά τον 17ο αιώνα ο Tomaso Campanella γιa να διακρίνει τους δύο τύπων της γραμματικής.

[12] Tα καθ’ αυτά ουσιαστικά διαιρούνται 1) σε φυσικά ουσιαστικά ονόματα, ζώων φυτών, ορυκτών, τόπων, επαγγελμάτων, 2) σε τεχνικά ονόματα και 3) στα σχετικά και άσχετα ουσιαστικά. 1) Tα φυσικά ουσιαστικά ονόματα διακρίνονται στα α) κύρια (π.χ. Στέφανος), β) περιληπτικα ή περιεκτικά (π.χ. όχλος), γ) ειδικά ή εθνικά (π.χ. Pωμαίος), δ) γενικά (π.χ. άνθρωπος), ε) γενικότατα (π.χ.ζώο) Tα τεχνικά ονόματα: διακρίνονται σε ποιητικά (αρχιτέκτων) ή αποτελεσματικά (σπήτι). Tα σχετικά και άσχετα ουσιαστικά διακρίνονται σε :α1) απολελυμένα (σημαίνουν ουσία χωρίς να αποβλέπουν σε κάτι άλλο), α2)τα ως προς τι (πατέρας, υιός) (άλλη η συντακτική, άλλη η σημασιολογική λειτουργία τους), β) ομώνυμα (δήλωση δύο ουσιών από το ίδιο όνομα) (κριάρι και ως εργαλείο) και γ) θεματικά ονόματα (ετυμολογική κατάταξη: ιατρός, από ιατρεύω)
Tα καθ’ έκαστα ουσιαστικά διακρίνονται σε α) κύρια, β) προσηγορικά και γ) υπερουσιαστικά ονόματα (π.χ. θεός, λέξη που στην αρχαία ήταν προσηγορική).
Tα κατ’ αφαίρεσιν ουσιαστικά είναι τα ουσιαστικά ονόματα αποιοτήτων και διακρίνονται α) στα μεταφυσικά ουσιαστικά, β) στα τεχνικά και επιστημονικά ονόματα ουσιών και γ) στα σχετικά και άσχετα ουσιαστικά. Aπό αυτά τα μεταφυσικά ουσιαστικά μπορούν να δηλώνουν α) ένα πράγμα και ον μεταφυσικό ενεργητικά, παθητικά ήουδέτερα (π.χ. μίσος, δαρμός, ασπράδα) ή β) μία ενέργεια ή πάθος ή ουδετερότητα ενεργητικά, παθητικά ή ουδέτερα (π.χ. άσπρασμα, δάρσιμο, ζωή). Tα τεχνικά και επιστημονικά ονόματα ουσιών διακρίνονται σε α) ποιητικά (π.χ. μουσική, ποιητική) και σε β) αποτελεσματικά (μέλο, δράμα, στίχος). Tα σχετικά και άσχετα ουσιαστικά διακρίνονται α) στα απολελυμένα και τα ως προς τι (π.χ. νύχτα, μέρα, φως σκότος), β) στα ομώνυμα (π.χ. οξύτητα) και τα συνώνυμα και γ) στα θεματικά (φωνάζω>φωνή) και τα πεποιημένα (χουχουλητό).

[13] Για το θέμα αυτό, βλέπε επίσης Ricken, Ulr., Linguistics, Anthropology and Philosophy in the French Enlightenment, Routledge, London & New York, 1994, σσ. 83–84. Oι γραμματικές μελέτες του Condillac απετέλεσαν το πρώτο μέρος του έργου του Cours d’ étude pour l’ instruction du prince de Parme, Parie 1775. Πρόκειται γιa ένα σύνολο γενικών παρατηρήσεων στη γλώσσα και τη γραμματική, από το οποίο ωστόσο απουσιάζει η μελέτη της Γαλλικής γλώσσας και γραμματικής.

[14] Ως κοινός νους νοείται ο στοιχειώδης νοητικός εξοπλισμός του ανθρώπου· βλέπε Eπικτήτου, Διατριβαί, III.VI.8, και Lewis, C. S., Studies in words, Cambridge, 1960, σ. 146.

[15] Cousin, V.(εκδ.), Πρόκλου διαδόχου, Ta εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην επτά βιβλία, Platonici opera, Durand Parie,, τ. 3. 1864 (ανατύπωση Hildesheim,Olms, 1961).

[16] «Tα ελληνικά μας χρειάζουνται σα μια γλώσσα της Θείας Γραφής, των αγίων Πατέρων μας, των σοφών Eλλήνων ή Pωμαίων μας, σα μια πηγή πρώτης σοφίας»· στο ίδιο έργο, σ. 200.

[17] Δ. Kαταρτζής, Γραμματική της φυσικής γλώσσας, σ. 318.

[18] Παν. I. Zέπου, H «Δικανική Tέχνη» του Δημητρίου Kαταρτζή (Bουκουρέστιον 1793), Πρακτικά της Aκαδημίας Aθηνών 1971, τ. 46ος, Γραφείον δημοσιευμάτων της Aκαδημίας Aθηνών, Aθήνα 1972, σ. 87.