Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Σάνια Βέλκοβα, Γκενοβέβα Τσερβενάκοβα

Το καφενείο της ελληνικής διασποράς στη Βουλγαρία 1878-1941

Το θέμα για τα καφενεία και πρώτα απ’ όλα για τα λεγόμενα λογοτεχνικά καφενεία δεν είναι καινούριο στην ελληνική γραμματεία: συναντάται σε πολλά απομνημονεύματα, αλλά και σε κείμενα εξειδικευμένου περιεχομένου. Συνήθως ερμηνεύεται με αφορμή και παράλληλα με άλλα, διαφορετικά θέματα - ωστόσο υπάρχουν και μελέτες όπου εξετάζεται άμεσα το θέμα αυτό. Χαρακτηριστκά παραδείγματα είναι οι μονογραφίες του Αδ. Παπαδήμα Λογοτεχνικά Χρονικά. Η πορεία μιας γενιάς. Αθήνα, Εκδοτικός οίκος Ωρίων, Αθήνα 1943, Λογοτεχνία και ζωή, Εκδοτικός οίκοςΤ. Δημακαράκος, Αθήνα 1976, Σπ. Παναγιωτόπουλος, Άνθρωποι, χρόνοι, τόποι, Εκδοτικός οίκος Σιδέρη, Αθήνα, 1964, Ι. Καιροφίλας, Η Αθήνα και οι Αθηναίοι, Εκδοτικός οίκος Φιλιππότη, τ. 2, Αθήνα, 1982, Μ. Χ. Σκαλτσά, Κοινωνική ζωή και τόποι κοινωνικής συναναστροφής στην Αθήνα κατά τον 19ο αιώνα. Θεσσαλονίκη, 1983.

Από μεθοδολογική άποψη μία παρόμοια έρευνα απαιτούσε δύο χειρισμούς – διαχρονικό και σύγχρονο, για να πετύχουμε την απαραίτητη βαθύτητα της μελέτης και την ανάλογη πειστικότητα των πορισμάτων. Η διαχρονική ανάλυση προϋποθέτει παρακολούθηση της εξέλιξης των οικισμών στο έδαφος της σημερινής Βουλγαρίας, η δε σύγχρονη ανάλυση στοχεύει στην εντόπιση παραδειγματικών στοιχείων της αστικής δομής σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.

Ενόψει των σκοπών της έκθεσης η μελέτη έπρεπε να ακολουθήσει δύο παράλληλες γραμμές. Από τη μία, να περιγράψουμε τη σύσταση και τη διανομή της ελληνικής διασποράς στα βουλγαρικά εδάφη στην εξεταζόμενη περίοδο (από την Απελευθέρωση του βουλγαρικού κράτους έως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο) και από την άλλη, να επιστήσουμε την προσοχή μας σε μία από τις κοινωνικές (και γιατί όχι τελετουργικές) πρακτικές αυτής της κοινότητας: στην επίσκεψη των καφενείων. Η τελευταία αυτή πτυχή του προβλήματος εξετάζεται σε συγκριτική βάση, έχοντας πάντα υπόψη τα αναλόγα φαινόμενα ανάμεσα στους έλληνες από το εθνικό ελληνικό κράτος.

Παρακολουθήσαμε την ιστορία των οικισμών με ελληνικό πληθυσμό στο έδαφος της Βουλγαρίας, από την ίδρυσή τους έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ως τόποι συμπαγούς ελληνικής διασποράς, ξεχωρίζουν οι πόλεις στη Μαύρη Θάλασσα (Σοζώπολ, Νεσέμπαρ, Πομόριε, Αχτόπολ, Βάρνα, Καβάρνα, Μπουργκάς κ. α.), καθώς και Πλόβντιβ, Στενήμαχος, Ρούσε, Μπιάλα. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, οι πρώτοι Έλληνες μέτοικοι σε αυτά τα εδάφη είναι από την αρχαία Μίλητο. Οι πρώτοι οικισμοί που εμφανίζονται είναι οι λεγόμενες εμπορίες – εμπορικοί σταθμοί - και αργότερα διαμορφώνονται και οι πόλεις. Η πρώτη φάση του ελληνικού αποικισμού, ως γνωστόν, χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα πρ. Χρ. και η δεύτερη – στα μέσα του δεύτερου ήμισυ του 6ου αιώνα πρ. Χρ. Έτσι βαθμιαία οι ακτές της Μαύρης Θάλασσας περιλαμβάνονται στον κόσμο του ελληνικού πολιτισμού. Κατά τον 8ο – 6ο αιώνα πρ. Χρ., ως αποτέλεσμα πολλών σύνθετων αιτιών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών, ορισμένα κοινωνικά στρώματα από τις πόλεις ηπειρωτικής Ελλάδας εγκαταλείπουν τις γενέτειρές τους και κατευθύνονται προς τις ακτές των κοντινών θαλασσών. Ακριβώς σ’ αυτήν την περίοδο στη σημερινή βουλγαρική ακτή της Μαύρης Θάλασσας εμφανίζονται και οι πόλεις Απολλωνία (Σοζώπολ), Μεσημβρία (Νεσέμπαρ), Οδησσός (Βάρνα), Αγχίαλος (Πομόριε) κ.α.

Αν φανταστούμε και ακολουθήσουμε μια γραμμή από Βάρνα προς το νοτιοδυτικό Τοπόλοβγκραντ με σύνορα προς ανατολή τη Μαύρη Θάλασσα, θα περιγράψουμε το έδαφος που είναι συγκεντρωμένοι στους αιώνες οι Έλληνες κάτοικοι σ΄ αυτά τα εδάφη αιώνες πριν ιδρυθεί το πρώτο βουλγαρικό κράτος. Φυσικά, στις διαφορετικές περιόδους ανασχηματισμού των κρατικών συνόρων, ή αλλαγής των κατευθύνσεων των εμπορικών συμφερόντων τους, οι Έλληνες στη Βουλγαρία εγκαθίστανται μόνιμα και σε άλλα μέρη της Βουλγαρίας, όπου και σήμερα ζουν απόγονοί τους, όπως Πλόβντιβ, Ρούσε, Ασένοβγκραντ (Στενήμαχος), Σόφια, Χάσκοβο κ. α.

Η Σωζόπολη είναι μία από τις παλαιότερες πόλεις που εμφανίστηκε ως αποτέλεσμα της ελληνιστικού αποικισμού της ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Εδώ, το 610 πρ. Χρ., Έλληνες από τη Μίλητο της Μικράς Ασίας ιδρύουν στο νησί του Αγίου Κήρυκα δική τους αποικία. Ο νέος οικισμός παίρνει το όνομα του Απόλλωνα - Απολλωνία - και αργότερα, το 431, μετονομάζεται Σοζώπολη, δηλαδή «πόλη της σωτηρίας», που εκφράζει και το νόημα του ονόματος του Απόλλωνα.

Η Μεσημβρία, γνωστή στους αρχαίους συγγραφείς ως Μεσάμβρια, Μεσέμβρια ή Μεσημβρία, έχει μακρά χιλιετή ιστορία. Οι παλαιότεροι κάτοικοί της είναι οι Θράκες που ιδρύουν εδώ δικό τους οικισμό κατά την πρώτη χιλιετηρίδα πρ. Χρ. Οι κάτοικοι της μεγαρικής αποικίας Χαλκηδών διευρύνουν, εδραιώνουν και βελτιώνουν την πόλη, όπου φαίνεται βρίσκουν καταφύγιο και κάτοικοι της πόλης του Βυζαντίου, μετά την αποτυχημένη εξέγερση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας ενάντια στους Πέρσες (στα τέλη του 5ου αιώνα πρ. Χρ.)

Πριν από είκοσι τέσσερις αιώνες (περίπου 400 χρόνια πρ. Χρ.) μέτοικοι από την Απολλωνία (σημερινή Σωζόπολ), την παλαιότερη ελληνική αποικία στον Εύξεινο Πόντο, θέτουν τα θεμέλια της πόλης Πομόριε. Η αρχαία Αγχίαλος (Παλαιόκαστρο) βρισκόταν σε απόσταση περίπου 3ων χιλιομέτρων βορειοδυτικά της σημερινής πόλης και ανατολικά από τους δύο θρακικούς τύμβους.

Όπως οι περισσότερες πόλεις στον Εύξεινο Πόντο, έτσι και η Αχτόπολ εμφανίζεται ως ελληνική αποικία και παίρνει το όνομα της εγγονής του Δία – Αγάθη. Τα τελευταία ιστορικά μνημεία που ανακαλύφθηκαν τεκμηριώνουν ότι στα τέλη του 5ου αιώνα πρ. Χρ. στον τόπο αυτό ήδη υπύρχε αθηναϊκή αποικία (κληρουχία), η οποία μετεξελίχθηκε σε πόλη που έφερνε το όνομα Αγαθούπολη.
Στις ελληνικές αποικίες, τις οποίες μέτοικοι από την αρχαία Μίλητο ιδρύουν στη δυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, ανήκει και η Οδησσός, η οποία μετονομάστηκε Βάρνα κατά τον 7ο αιώνα μ. Χρ. Όπως ανακοινώνουν οι πηγές, η πόλη ιδρύθηκε στα χρόνια του Αστυάγη, βασιλιά της Μηδίας (584-550 πρ. Χρ.)

Το Μπουργκάς συνεχίζει την παράδοση της αρχαίας ρωμαϊκής πόλης Ντεμπέλιους και των βυζαντινών χωριών Πύργος, Φόρος, Πόρος και Στραβιακό. Ιδρύθηκε από ψαράδες της Αγχιάλου και της Σωζόπολης που πήγαιναν εκεί για ψάρεμα και είχαν στήσει τις καλύβες τους όπου έβρισκαν καταφύγιο από τις άσχημες συνθήκες καιρού. Η σημερινή ονομασία της πόλης δόθηκε το 1727.

Η πόλη Πλόβντιβ είναι από τις πόλεις με αξιοσημείωτη ιστορία. Στη θέση της οι θράκες ιδρύουν τον οικισμό Ευμολπία. Σύμφωνα με τον μύθο, το όνομα αυτό ήταν του Ευμόλπου, του άνδρα της όμορφης νύμφης Ροδένας. Αργότερα μετονομάζεται από τους θράκες Πουλπουντέβα. Το 342 πρ. Χρ. ο βασιλιάς Φίλιππος Β΄ δίνει στην πόλη το όνομά του και από τότε η ίδια φέρνει το όνομα Φιλιππούπολη.

Μετά την εμφάνιση του βουλγαρικού κράτους (681), οι οικισμοί με κατ’ εξοχήν ελληνικό πληθυσμό αλλάζουν πολλές φορές τον κυρίαρχό τους. Ανάλογα με το αποτέλεσμα των πολυάριθμων πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, αυτές οι πόλεις ή ενσωματώνονται στο μεσαιωνικό βουλγαρικό κράτος, ή και μπαίνουν στα βυζαντινά εδάφη. Ούτως ή άλλως, όμως, ανεξάρτητα από τις αλλαγές των συνόρων, η εθνική σύνθεση του πληθυσμού στις περιοχές αυτές παραμένει σχεδόν ίδια κατά όλοκληρο το Μεσαίωνα.

Η εμφάνιση του Οθωμανικού κράτους στη Λαλκανική χερσόνησο προκαλεί μεγάλες αλλαγές στον αριθμό, την εθνική δομή και τη διανομή του πληθυσμού στα βουλγαρικά εδάφη εν γένει, φυσικά και στις πόλεις εν μέρει. Σε πολλές πόλεις οι επιδρομείς βαθμιαία αρχίζουν και υπερτερούν από δημογραφική άποψη. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων πολλών παρευξείνιων πόλεων, καθώς επίσης και της Στενημάχου. Αν συνοψίσουμε τα στοιχεία που διαθέτουμε για τη δημογραφική κατάσταση αυτής της περιοχής κατά την περίοδο 17ο – 19ο αιώνα, προκαλεί εντύπωση το γεγονός, ότι ανεξάρτητα από τις πολλές αλλαγές, η συστοιχία ανάμεσα στα διαφορετικά εθνοτικά στοιχεία διατηρείται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου. Το βασικό εθνοτικό συστατικό παραμένει το ελληνικό στοιχείο. Οι τούρκοι που κατοικούν στην περιοχή, σε σύγκριση με τον αριθμό του πληθυσμού ως σύνολο, ποτέ δεν υπερβαίνουν το 10%. Ανεξάρτητα από την βαθμιαία αύξηση του βουλγαρικού πληθυσμού στις παραθαλάσσιες περιοχές, που φθάνει το 22%, το ίδιο δεν μετατρέπεται σε αποφασιστικό δημογραφικό παράγοντα στην βουλγαρική ακτή του Μαύρης Θάλασσας αυτήν την περίοδο.[1]

Μετά την Απελευθέρωση της Βουλγαρίας ακολουθεί γρήγορη «βουλγαροποίηση» των πόλεων, κυρίως λόγω της μετοίκησης τούρκων και ελλήνων και την εισροή ανθρώπων από την ενδοχώρα, όπου υπερισχύει ο βουλγαρικός πληθυσμός. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία απογραφής του πληθυσμού κατά το 1903, μεγάλες ομάδες ελληνικού πληθυσμού συγκεντρώνονται στις εξής πόλεις: Σόφια – 687 άτομα, Πλόβντιβ – 5 000, Μπουργκάς – 21 527, Βάρνα – 15 249, Ρούσε – 780, Ασένοβγκραντ – 9 000, Καβάρνα – 9 000, Γκολιάμ Μαναστίρ – 1 800, Πομόριε – 6 170, Νεσέμπαρ – 1 750, Μπιάλα – 1 200 κ.λ.π., καθώς οι οικισμοί με ελληνικό πληθυσμό απαριθμούν 76. Κατά την επίσημη στατιστική εκείνη την εποχή στο έδαφος της Βουλγαρίας υπάρχουν 85 000 έλληνες. Μέχρι το 1944 σχεδόν δεν μένουν πόλεις όπου ο αριθμός των βουλγάρων να μην υπερέχει απέναντι στις υπόλοιπες εθνοτικές ομάδες. Πόλεις με σημαντικό ελληνικό πληθυσμό μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παραμένουν οι Νεσέμπαρ, Πομόριε, Σοζώπολ και Τοπόλοβγκραντ. (Στην τελευταία αυτή πόλη υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται για εξελληνισμένους Βούλγαρους). Αρκετοί Έλληνες, όμως, εκείνη την εποχή ζουν και στο Ασένοβγκραντ, Πλόβντιβ, Μπουργκάς και Βάρνα.[2]
Στην πορεία της έρευνάς μας, εφόσον η εξεταζόμενη αποδεικτική ύλη έδειξε αδιαμφισβήτητα ότι κατά την εξεταζόμενη περίοδο (από το 1878 μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο) η παρουσία της ελληνικής διασποράς στο έδαφος του βουλγαρικού κράτους γίεται όλο και πιο μικρή, ωστόσο δεν παύει να προσδιορίζει κατά μεγάλο βαθμό την φυσιογνωμία αρκετών βουλγαρικών πολεων. Οι προσπάθειές μας επομένως στράφηκαν σε δύο κατευθύνσεις. Από τη μία, συγκεντρωθήκαμε στη μελέτη των απομνημονευμάτων η έκδοση των οποίων γνωρίζει πραγματική ακμή μετά την Απελευθέρωση της Βουλγαρίας. Σ΄αυτά τα κείμενα ανακαλύψαμε διατηρημένη την εικόνα της βουλγαρικής πόλης μετά την Απελευθέρωση και ειδικότερα των οικισμών με ελληνικό πληθυσμό. Από την άλλη, επιστήσαμε το ενδιαφέρον μας στον ελληνικό τύπο στη Βουλγαρία μετά το 1878 ως προς την παρουσία διαφημίσεων, άρθρων κλπ. που σχετίζονται με το θέμα των καφενείων.[3]

Μετά την Απελευθέρωση του ελληνικού κράτους και την ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου (1830) η πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή αναπτύσσεται πολύ δυναμικά και αυτό το γεγονός έχει την άμεση υλική έκφρασή του. Αυξάνεται ο πληθυσμός της χώρας και αυτή η δημογραφική αλλαγή φέρει μαζί της εντατική ανοικοδόμηση, συμπεριλαμβανομένων και δημοσίων κτιρίων, όπως θεάτρων, κινηματογράφων, εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων και επίσης πολλών καφενείων.

Στη Βουλγαρία αμέσως μετά το 1878 η γενική όψη των πόλεων, χαρακτηριστική για την οθωμανική περίοδο, διατηρείται σχεδόν άθικτη. Στη δομή των πόλεων υπάρχει ο έντονος διαχωρισμός μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Στο κέντρο είναι τα δημόσια κτίρια, η αγορά, τα πανδοχεία, τα διάφορα μαγαζιά, οι ταβέρνες, τα καφενεία, η εκκλησία, τα μεγάλα τζαμιά, το σχολείο και τα πνευματικά κέντρα. Στην περιφέρεια δημόσια κτίρια σχεδόν δεν υπάρχουν - με εξαίρεση οι εκκλησίες και τα τζαμιά στις γειτονιές, τα αρτοποιία, τα παντοπωλεία και τα καφενεία. Ο πληθυσμός των πόλεων ζει σε συνοικίες (μαχαλάδες), που έχουν διαμορφωθεί σε εθνοτική βάση, στο κέντρο των οποίων συνήθως υπάρχει η μικρή πλατεία περικυκλωμένη από από τα καφενεία και τις ταβέρνες.

Στους βασικούς εμπορικούς δρόμους στο Πλόβντιν, στη Βάρνα και στο Μπουργκάς υπήρχαν καφενεία όλων των εθνοτήτων που ζουν σ’ αυτές τις πόλεις, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής κοινότητας. Στην οδό Τζουμαγιάτα του Πλόβντιβ υπήρχαν κάμποσα καφενεία, που τα καλοκαίρια έβγαζαν έξω στο πεζοδρόμιο τα τραπεζάκια, ακόμη και στον δρόμο. Εκεί κάθονταν με τις ώρες βούλγαροι, έλληνες, τούρκοι, αρμένιοι, έπιναν καφέ, κάπνιζαν και συνομιλούσαν. Ένα από τα πιο γνωστά ελληνικά καφενεία στο Πλόβντιβ ήταν το καφενείο του Καραμάνη, πίσω από το τζαμί της «Τζουμαγιάτα», όπως και το καφενείο «Ακρόπολη», οι βιτρίνες του οποίου καταστράφηκαν με την έξαρση των ανθελληνικών διαθέσεων στην πόλη, τον Απρίλιο του 1905.

Το κοινωνικό κέντρο της ελληνικής συνοικίας στη Βάρνα ήταν το «Μπαλάκ Παζάρ». Αυτό ήταν το πλέον εξευρωπαϊσμένο τμήμα της πόλης μετά την Απελευθέρωση, όπου είχουν ανοίξει διάφορα μαγαζιά, καταστήματα και καφενεία. Σύμφωνα με αναμνήσεις συγχρόνων, ακόμη και μετά το 1878, η βουλγαρική γλώσσα μπορούσε να ακουστεί μόνο στο καφενείο του Πέταρ Γιάνεφ στον τούρκικο μαχαλά, κάτι που αποδεικνύει ότι οι ιδιοκτήτες τέτοιου είδους καταστημάτων είναι κατ’ εξοχήν Έλληνες που αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Βάρνας. Σε κάθε παραθαλάσσια πόλη της Βουλγαρίας, συμπεριλαμβανομένης της Βάρνας και του Μπουργκάς, συνήθως οι ταβέρνες και τα καφενεία ήταν αρκετά, λόγω της χαρακτηριστικής εποχιακής απασχόλησης των κατοίκων.

Το καφενείο είναι στενά συνδεδεμένο με τη ζωή του Έλληνα στην Ελλάδα. Ήταν και έως ένα μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι ο τόπος όπου με τον πιο άμεσο τρόπο γίνεται η συναναστροφή των ανθρώπων (των ανδρών), ο τόπος όπου μπορούν να συναναστρέφονται ανάλογα με τα ενδιαφέροντα τους, τις πεποιθήσεις και τις διαθέσεις τους και να συζητήσουν κοινά θέματα. Τα θέματα δύναται να έχουν προσωπικό ή περισσότερο γενικό χαρακτήρα, ή να έχουν σχέση με την επίκαιρη πολιτική κατάσταση. Το καφενείο, επίσης, είναι ο τόπος όπου συχνάζουν οι εκπρόσωποι των μποέμ της πόλης, καθώς και χώρος χαλάρωσης, όπου οι εργαζόμενοι περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους.
Οι συζητήσεις στα καφενεία του ελληνικού κράτους συνοδεύονται από ποτά και πρώτα απ’ όλα από καφέ που ήταν πάντα μία από τις αγαπημένες απολαύσεις των Ελλήνων. Πολύ συχνά στις δεκαετίες που ακολούθησαν αμέσως μετά από το 1830, τονιζόταν η ανάγκη ύπαρξης περισσότερων καφενείων, ώστε υπογραμμιζόταν ο σημαντικός κοινωνικός ρόλος τους. Θεωρούνταν ότι στο καφενείο και μέσω του καφενείου συγκεντρώνεται η εμπειρία και η ώριμη σκέψη του νέου ελληνισμού.[4]

Υπάρχει και ένα άλλο είδος καφενείου τόσο στη Βουλγαρία, όσο και στην Ελλάδα (ιδιαίτερα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη), τόπος συναντήσεων των διανοουμένων, των λογοτεχνών και γενικά των ανθρώπων της τέχνης. Αυτοί οι χώροι γίνονται γνωστοί ως λογοτεχνικά καφενεία, τα οποία μετατρέπονται σε χώρους που πλαισιώνουν αναβρασμούς και αναζητήσεις, διαμορφώνοντας και κατευθύνοντας σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα των επισκεπτών τους. Σε πολλά από αυτά έχουν δημιουργηθεί πολιτιστικά προγράμματα, λογοτεχνικά έργα και έργα τέχνης γενικά, έχουν ιδρυθεί οργανώσεις – με άλλα λόγια, τα καφενεία έχουν μετεξελιχθεί σε δημιουργικά στέκια.
Αυτά τα λογοτεχνικά καφενεία στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα έχουν επηρεαστεί σε έναν μεγάλο βαθμό από τον τρόπο, με τον οποίο οργανώνονται παρόμοιοι χώροι στην Ευρώπη και πρώτα απ’ όλα στο Παρίσι. Η επίδραση, όσο πρόκειται για τα καφενεία, βασίζεται όχι μόνο στις προσωπικές επαφές μεμονωμένων συγγραφέων και ανθρώπων της τέχνης με τα γαλλικά πρότυπα, αλλά και στις πολυάριθμες ανταποκρίσεις και στα δημοσιεύματα στον ντόπιο τύπο, που έχουν ως θέμα τα καφενεία, κατ’ εξοχήν στη γαλλική πρωτεύουσα. Τα ονόματα των καφενείων αποτελούν αντικείμενο «μίμησης» - αυτή η τάση διαφαίνεται σαφώς και στο στυλ της επίπλωσης και στον εξοπλισμό τους. Στην ελληνική περίπτωση π. χ. η απομάκρυνση του ναργιλέ και η καθιέρωση του μπιλιάρδου, ως υποχρεωτικό στοιχείο του εξοπλισμού σε ένα μέρος των καφενείων, αποτελεί την αφορμή για διαφήμιση συγκεκριμένων χώρων, αλλά και κατηγορηματική ένδειξη μόδας. Αυτό ισχύει και για την πρόσληψη επίλεκτων ζαχαροπλαστών των Παρισίων, κάτι που εκφράζει τις προσπάθειες από πλευράς ιδιοκτητών των καφενείων και ζαχαροπλαστείων να προσεγγίσουν τα ευρωπαϊκά πρότυπα.[5]

Δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογούμε για πολλοστή φορά το γνωστό γεγονός, ότι σε σύγκριση με τον πληθυσμό που ζει στο εθνικό κράτος, η διασπορά είναι πάντα πιο συντηρητική και διατηρεί πιο αρχαϊκά διακριτικά γνωρίσματα και πρακτικές. Το ίδιο ισχύει και για την ελληνική διασπορά στη Βουλγαρία σε ότι αφορά τον χαρακτήρα των καφενείων της και τις συνήθειες που έχουν καθιερωθεί στους χώρους αυτούς. Φυσικά, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Βουλγαρία, οι επισκέπτες των καφενείων είναι κατ’ εξοχήν άνδρες, αλλά οι ασχολίες τους στη δεύτερη περίπτωση ήταν ακόμη πιο παραδοσιακές. Τα πλέον καθιερωμένα παιχνίδια ήταν τα χαρτιά και το τάβλι. Στους τοίχους του καφενείου του Καραμάνη στο Πλόβντιβ, π. χ. , πέρα από κάποιους πίνακες, ήταν κρεμασμένη και μία ταμπέλα χωρίς κορνίζα, η οποία ανακοίνωνε, με μεγάλα γράμματα στους ιδιοκτήτες καφενείων και ουζερί ότι «Το τάβλι και τα χαρτιά απαγορεύονται. Όποιος παραβιάσει αυτή την εντολή, θα υποστεί πρόστιμο δύο ρουβλίων». Αυτό μας δείχνει ότι εκείνη την εποχή πιθανόν στους χώρους αυτούς τα τυχερά παιχνίδια να ήταν, τουλάχιστον επίημα, ανεπιθύμητα.

Οι συνήθειες και οι προδιαθέσεις σε ότι αφορά τα τρόφιμα και τα ποτά που καταναλώνονται στα ελληνικά καφενεία στη Βουλγαρία ακολουθούν και πάλι τη λογική για τήρηση της παράδοσης. Αντί για τη σοκολάτα που ήταν της μόδας στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία υπερέχουν, ως κορυφή της ζαχαροπλαστικής, τα διάφορα είδη γλυκών του κουταλιού και αντί για το άρωμα των επίλεκτων γαλλικών λικέρ, επικρατεί η δυνατή ευωδιά του γλυκάνισου.

Το καφενείο στην Ελλάδα επίσης πολλές φορές είναι ο τόπος όπου οι νέοι άνθρωποι συναναστρέφονται με εκπροσώπους των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και πρώτα απ’ όλα της διανόησης. Αυτή η ανταλλαγή ιδεών επιφέρει συχνά πολύ θετικά αποτελέσματα λόγω του ότι ανταποκρίνεται στις αναζητήσεις των νέων στο χώρο των γενικότερων σύγχρονων τάσεων της τέχνης και γενικά συνδέεται με την πνευματική διαμόρφωση της νεολαίας, μετατρέποντας το καφενείο σε ένα ιδιαίτερο είδος σχολής για φοιτητές, αλλά και για άλλους νεαρούς ανθρώπους.
Ανακαιφαλαιώνοντας, πρέπει να τονίσουμε ακόμη ένα από τα γνωρίσματα του ελληνικού καφενείου στη Βουλγαρία: η έλλειψη κοινωνικής διαφοροποίησης, την οποία παρατηρούμε στην Ελλάδα. Όλοι οι εκπρόσωποι της κοινότητας έχουν την ίδια ελεύθερη πρόσβαση σε οποιοδήποτε καφενείο. Κάποια ιεράρχηση υπάρχει μόνο όσον αφορά την κατανομή των θέσεων μέσα στο χώρο. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές του προβλήματος, ακριβώς η ανάμειξη διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων στον χώρο του καφενείου αποτελεί αιτία να μην διαμορφωθούν στη Βουλγαρία τόσο εξεζητημένα καφενεία και ζαχαροπλαστεία που να εκπροσωπούν τις απαιτήσεις μιάς συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Το γεγονός αυτό έχει τη λογική εξήγησή του στα συμφραζόμενα ύπαρξης της ελληνικής κοινότητας. Καθοριστικό ρόλο παίζει στην προκειμένη περίπτωση η διαχώριση ελλήνων – βουλγάρων και όχι η κοινωνική διαφοροποίηση ανάμεσα τους, την οποία οι ίδιοι ξεπερνούν εύκολα με την ιδέα και τον σκοπό της συσπείρωσης και της διατήρησης της εθνικής ταυτότητάς τους.

Και εν κατακλείδι, μία λεπτή, αλλά και πολλή σπουδαία διαφορά ανάμεσα στα καφενεία των ελλήνων στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία: ενώ στην Ελλάδα τα καφενεία διαμορφώνονται ως πολιτιστικά και πολιτικά στέκια, όπου γίνονται ζωηρές συζητήσεις πάνω σε επίκαιρα σύγχρονα θέματα, οι ίδιοι χώροι στη Βουλγαρία μετατρέπονται στο τελευταίο φρούριο της ανάμνησης και του νόστου για την περασμένη εποχή, χώρος όπου συγκεντρώνονται οι ηλικιωμένοι Έλληνες και μέσα στα σύννεφα καπνού από τα τσιγάρα τους φλυαρούν για τα περασμένα χρόνια και θυμούνται φίλους που προ πολλού έχουν εγκαταλείψει αυτό τον κόσμο. Αυτό που τους συνδέει, έστω και για λίγο, είναι η μαγεία του καφέ...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Алваджиев, Н. Пловдивска хроника. Издателство Хр. Г. Данов, Пловдив, 1984.
  2. Английски пътеписи за Балканите ( края на Х V І – 30-те години на ХІХ в. ). Издателство Наука и изкуство, София, 1987.
  3. Арменски пътеписи за Балканите XVII - XIX в. Издателство Наука и изкуство, София, 1984.
  4. Бейкър, Дж. Европейска Турция. Издателство Иван Вазов, София 1995.
  5. Вакарелски, Хр. Етнография на България. Издателство Наука и изкуство, София, 1977.
  6. Велков, Ив. Наши старинни градове. Издателство Народна младеж, София, 1960.
  7. Гаврилова, Р. Градът символи , образи , идентичности. София, 2002.
  8. Бурбулон, Граф Робер дьо. Български дневници. Издателство Колибри, София, 1995.
  9. Гълъбов, Ив. Несебър и неговите паметници. Издателство Наука и изкуство, София, 1961.
  10. Данилов, Г. Изследвания върху демографията на България. Сборник БАН, кн. ХХІV, Издателство на БАН, София, 1930.
  11. Денчев, Б. Варна след О свобождението едно закъсняло възраждане на българщината. Издателство Анубис, София, 1998.
  12. А. Иширков, Град Варна. Културно-географски бележки. Държавна печатница, София, 1904.
  13. Казакова, В. Гръцкото присъствие по Черноморието – В: Море, 1998, 5-6, с. 41.
  14. Казасов, Д. Някогашните наши градове. Издателство на ОФ, София, 1975.
  15. Кесякова, Е. Книга за Пловдив. Издателство Полиграф, Пловдив, 1999.
  16. Кираджиев, Св. Българските градове. Издателство Свят, София, 2001.
  17. Кутра, Ж. Криза на града мъжки и женки пространства. Издателство ΗURA, София, 2002.
  18. Марушкакова, Е. Етническа картина в България. Издателство Клуб 90, София, 1993.
  19. Немски и австрийски пътеписи за Балканите ( XVII – средата на XVIII в. ) Издателство Наука и изкуство, София, 1986.
  20. Панчев, М. Старите селища разказват. Издателство Отечество, София, 1980.
  21. Пенков, И., В. Дойков. Градовете на България. Издателство Парнас, София, 2000.
  22. Райчевски, Ст. Източна Тракия . История, етноси, преселения Х V -ХХ в. Издателство НМБКП, София, 2002.
  23. Станев, Ст. Перспективи на градските центрове в България. Издателство на БАН, София, 1973.
  24. Статистически годишник на Царство България 1881–1928.
  25. Стоянов, П. Стара Варна . В първите години след Освобождението 1978-1890. Издателство СТЕНО, Варна, 1995.
  26. Тодоров, Н. Балканският град Х V- ХІХ век. Издателство Наука и изкуство, София, 1972.
  27. Френски пътеписи за Балканите ХІХ . Издателство Наука и изкуство, София, 1981.
  28. Хайнц-Герхард Хаупт. Места на всекидневието. Издателство ЛИК, София, 2002.
  29. Челеби, Ев. Пътепис . София, 1972.
  30. Юбилеен сборник 80 години от освобождението на Бургас. Бургас, 1958.
  31. Ι. Παπακώστας. Καφενεία και σαλόνια της Αήνας. Αθήνα 1994.

 

[1] Η πρώτη τακτική απογραφή πληθυσμού στη Βάρνα οργανώθηκε την 1 Ιανουαρίου 1881. Η πόλη τότε απαριθμούσε 24 561 κατοίκους. Οι μεμονομένες εθνοτικές κοινότητες μέ δείκτη τη μητρική τους γλώσσα διανέμονται ως εξής:

 

Γλώσσα

Αριθμός
1881

Ποσοστά/αναλογία

Αριθμός
1901

Ποσοστά/αναλογία

1.

Βουλγαρικά

6 721

27,36%

15 601

44,67%

2.

Τουρκικά

8 903

36,25%

5 985

17, 42%

3.

Ελληνικά

5 367

21,85%

5 913

16%

4.

Αρμενικά

1 181

4,81%

3 897

11,16%

5.

Ταταρικά

837

3,41%

948

2,72%

(Βλ. А. Иширков, Град Варна. Културно-географски бележки. Държавна печатница, София, 1904. p. 29.)
Τα στοιχεία αποδεικνύουν μία σχετικά μικρή αύξηση του ελληνικού πληθυσμού (ή του πληθυσμού με μητρική γλώσσα την ελληνική) η οποία μπαίνει σε αντίθεση με την φυσιολογική αύξηση του πληθυσμού. Η τελευταία δεν είναι κάτω από 1% ετησίως. Αυτή η σχετική μείωση δεν οφείλεται σε μετανάστευση ή σε κάποα άλλη αιτία, αλλά στην αποκοπή της ομάδας των λεγομένων gagaouzi, πληθυσμού με ορθόδοξη θρησκεία, τουρκική μητρική γλώσσα, που κατοικεί στη Βάρνα και στα χωριά βόρεια από την πόλη και μέχρι τα ρουμανικά σύνορα. Στις πρώτες απογραφές αυτή η ομάδα δηλώνει ως μητρική γλώσσα την ελληνική και στις επόμενες απογραφές – τα βουλγαρικά ή και τα τουρκικά. (А. Иширков, op. cit., p. 32).

[2] Σύμφωνα με τα στοιχεία στις στατιστικές επετηρίδες του Βασιλείου της Βουλγαρίας για τη διανομή του πληθυσμού ως προς τη μητρική γλώσσα, ο αριθμός των βουλγάρων πολιτών η μητρική γλώσσα των οποίων είναι η ελληνική, έχει ως εξής:

Έτος

1887

1892

1900

1905

1910

1920

1926

1934

Αριθμός

58 326

58 518

70 887

69 820

50 889

46 759

12 782

9 601

Αυτοί οι αριθμοί πρέπει να ερμηνεύονται πολύ προσεκτικά για τους λόγους ότι πάντα υπήρχε αρκετά μεγάλη απόκλιση στα επίσημα δηλωμένα αποτελέσματα μιάς τέτοιας απογραφής από την πραγματική κατάσταση. Πολλές φορές έπαιζαν σπουδαίο ρόλο παράγοντες πολιτικού και άλλου χαρακτήρα, όπως και πιέσεις διαφορετικής προέλευσης.

[3] Οι περιοδικές εκδόσεις στα ελληνικά μετά το 1878 είναι συνολικά 18. Ο εκδόσεις αυτές έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και ρυθμό έκδοσης. Με αλφαβητική σειρα είναι οι ακόλουθες: Ο αμερόληπτος, Βάρνα 1899· Ανεξαρτησία, Βάρνα,1897· Εύξεινος, Βάρνα, 1894-1895· Φωνή, Βάρνα, 1900-1901· Ειδήσεις του Αίμου, Πλόβντιβ, 1897-1906· Υγεία, Πλόβντιβ, 1905-1906· Ο κοσμοπολίτης, Πλόβντιβ, 1883· Μηνιαίον φιλολογικόν καιεπιστημονικόν παράρτημα του Ειδήσεων του Αίμου, Πλόβντιβ, 1906· (Monitor του Άιμου, Πλόβντιβ, 1895)· Οδησσός, Βάρνα, 1891-1894· Οδησσός εύξεινος, Βάρνα, 1897· Ο mnitus του Αίμου, Πλόβντιβ, 1895· Πανδαισία, Βάρνα, 1897-1900· Φιλιππούπολις, Πλόβντιβ, 1879-1881· Φιλιππούπολις, Πλόβντιβ, 1885-1895, 1902-1903, 1903-1904,· Telegraph , Βάρνα, 1881· Θεατής, Μπουργκάς, 1899.

[4] Ι. Παπακώστας. Καφενεία και σαλόνια της Αθήνας. Αθήνα 1994, σ. 36-37.

[5] Ι. Παπακώστας, σ. 46-47.