Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Αλέξανδρος Καζαμίας

ΤΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ «ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»
Η εκστρατεία του Τρικούπη στην Αίγυπτο, Μάιος-Αύγουστος 1882.

«Την επομένην πρωΐαν, διαλυθέντος του πυκνού καπνού... εξήλθαμεν μετά του αγήματος...  Σφοδρώς έπαλλε πάντων ημών η καρδία, ότι το πρώτον επατήσαμεν το Αφρικανικόν έδαφος προηγουμένης της κυανολεύκου σημαίας, αντιπροσωπευούσης κατά την στιγμήν εκείνην τα ευγενέστερα των αισθημάτων, την φιλανθρωπίαν και την αυταπάρνησιν».

Απ’ την αναφορά του πολιτικού πράκτορα Κ. Ραγκαβή προς το Χ. Τρικούπη την επαύριο του βομβαρδισμού της Αλεξάνδρειας απ’ το βρετανικό στόλο, 20 Ιουλίου/1 Αυγούστου 1882.

Μόλις πληροφορήθηκε την αποστολή «12 Αγγλογαλλικών πλοίων» με σκοπό την ανατροπή του αντάρτη υπουργού Άχμεντ Οράμπι και την «κατοχή» της Αιγύπτου, ο Έλληνας πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης διέταξε την αποστολή μικρής ναυτικής δύναμης στην Αλεξάνδρεια.  Η φρεγάτα Ελλάς και το θωρηκτό Γεώργιος κατέφθασαν στο λιμάνι της πόλης  στις 23 Μαΐου 1882, και χαιρέτησαν «δια των συνήθων τηλεβολισμών πρώτην την Αιγυπτιακήν σημαίαν», ως ένδειξη φιλίας προς τον αντίπαλο του Οράμπι, Χεδίβη Τεουφίκ, «δεύτερη την Αγγλικήν και είτα την Γαλλικήν»,[1] απευθυνόμενη στο στόλο των δύο δυνάμεων που ήδη βρισκόταν εκεί από τις 20 Μαΐου.  Οι κανονιοβολισμοί αυτοί δεν ήταν τυχαίοι· δυο μέρες πριν, εν αναμονή των ελληνικών πλοίων, τα Αγγλογαλλικά θωρηκτά είχαν εξαπολήσει αλλεπάλληλες βολές προς τιμήν της ονομαστικής γιορτής του διαδόχου Κωνσταντίνου σκορπίζοντας τον πανικό μεταξύ των Αιγυπτίων.  Ο πολιτικός πράκτορας, Κλέων Ραγκαβής, ανησυχώντας για την ασφάλεια της ελληνικής παροικίας, έγραψε αμέσως στον πρωθυπουργό του:

«Εκλαμβόντως δε τούτο οι Άραβες ως αρχήν των εχθροπραξιών, άρχισαν κραυγάζοντες «πόλεμος», και ετοιμάσθησαν να επιτεθώσι κατά των Χριστιανών.  Αλλά το χείριστον αυτός ο αξιωματικός του παρά του λιμένα φυλακείου, τυφεκίσας αμέσως, και διατάξας τους στρατιώτας αυτού να ‘σφάξωσι τους σκύλους’, επέπεσε πρώτος κατ’ ατυχούς Έλληνος εμπόρου [...].  Το επισόδειον τούτο μαρτυρεί δυστυχώς ότι η πρώτη βολή τηλεβόλου θέλη προκαλέση επίθεσιν κατά των Ευρωπαίων, ου μόνον εκ μέρους των ιθαγενών, αλλά και αυτής της φρουράς».[2]

Ωστόσο, μιλώντας στη Βουλή στις 2/14 και 5/17 Ιουνίου, ο Τρικούπης αρκέστηκε στο να πει ότι «τα πλοία [...] εγένοντο δεκτά μετ’ ενθουσιασμού υπό της ελληνικής κοινότητος» κι ότι «παρά των Αιγυπτιακών αρχών και παρά του Αιγυπτιακού λαού [η άφιξή τους] δεν παρεξηγήθη».[3]  Για να αποδείξει μάλιστα την αλήθεια των λόγων του, κατέθεσε τα «ήττον απόρρητα» έγγραφα του Ραγκαβή στη Βουλή, έχοντας όμως αφαιρέσει προηγουμένως την παραπάνω επιστολή που βρίσκεται σήμερα στα χαρτιά του κι όχι στον επίσημο φάκελο του υπουργείου Εξωτερικών.  Αυτό δεν εκπλήσσει, αφού παρά τις ανησυχίες του Έλληνα πράκτορα, οι προκλητικοί κανονιοβολισμοί συνεχίστηκαν και μετά τις πολύνεκρες ταραχές της 11ης Ιουνίου.  Απ’ το κατάστρωμα της φρεγάτας στην οποία κατέφυγε αμέσως μετά, η οκτάχρονη τότε Πηνελόπη Δέλτα, θυμάται «μια μέρα, που έριξε το Ελλάς είκοσι μία κανονιές, ποιος ξέρει για ποιό χαιρετισμό». [4]

Ως γνωστόν, η ναυτική αυτή επίδειξη κατέληξε στον ολοήμερο βομβαρδισμό της Αλεξάνδρειας από το ναύαρχο Σέυμουρ στις 11 Ιουλίου και κατόπι στη βρετανική εισβολή και κατοχή της Αιγύπτου για τα επόμενα εβδομήντα δύο χρόνια.  Έκτοτε, η ανάμειξη της Ελλάδας στα γεγονότα αυτά έχει ερμηνευτεί με έναν τρόπο ιδιαίτερα προβληματικό που διέπεται ακόμη από την ίδια σύγχυση που δέσποζε και τότε στον τύπο της εποχής.  Η εύστοχη παρατήρηση της Λούβη πως στα 1882 Ο Ραμπαγάς «ενθουσιάζεται με την αποστολή των ελληνικών πλοίων [...] μολονότι κάτι τέτοιο είναι εντελώς αντίθετο με τις αρχές του αφού έτσι η Ελλάδα συμμετείχε σε μια ιμπεριαλιστική επέμβαση»,[5] ισχύει δυστυχώς και για όλη σχεδόν την ελληνική ιστοριογραφία, περιλαμβανομένου και του δικού της κειμένου με τον ενδεικτικό τίτλο: «Η αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας: Η ευκαιρία της Αιγύπτου»![6]  Συγκεκριμένα, αν εξαιρέσουμε τη μελέτη του Τσίρκα για τον Καβάφη,[7] μπορεί να διακρίνει κανείς δύο ιστοριογραφικές προσεγγίσεις γύρω από τα «Αιγυπτιακά» του Τρικούπη οι οποίες, παρά τις διαφορές τους, συγκλίνουν αρκετά στις τελικές τους διαπιστώσεις.

            Η πρώτη, που ξεκινά απ’ την επαύριο της Βρετανικής εισβολής, ακολουθεί τις αρχές της εθνικιστικής ιστοριογραφίας κι αποβλέπει στην υπεράσπιση της επίσημης πολιτικής του τότε πρωθυπουργού όπως αυτός την παρουσίασε στη Βουλή.  Σ’ αυτήν συγκαταλέγονται οι μαρτυρίες του τότε υποπροξένου Σκωτίδη,[8] τα σχετικά αποσπάσματα από βιογραφίες του Τρικούπη και γνωστές Ιστορίες της εποχής του,[9] οι αναφορές των Ιστοριών της ελληνικής παροικίας Αιγύπτου,[10] καθώς και η νεώτερη μελέτη του Κωστή Αιλιανού, που είναι και η πιο εμπεριστατωμένη που διαθέτουμε.[11]  Συνοπτικά, τα συμπεράσματα της προσέγγισης αυτής είναι τα εξής: α) Ότι η αποστολή της ναυτικής μοίρας στην Αίγυπτο ήταν μια ανεξάρτητη ελληνική πρωτοβουλία· β) ότι στόχος της ήταν «να δώσει μια [...] νέα ώθηση, υπέρ του συμφέροντος της χώρας» κι ότι η «ουδετερότητα» του Τρικούπη κατά το βομβαρδισμό της Αλεξάνδρειας «απαλλάσουν την πολιτική του από κάθε χαρακτήρα ιμπεριαλιστικό»·[12] και γ) πως «η τότε ελληνική κυβέρνησις ηναγκάσθη να πέμψη πολεμικά πλοία προς προστασίαν των εν Αιγύπτω Ελλήνων»,[13] δηλ. πως ο σκοπός της ήταν εντέλει «φιλανθρωπικός».[14]

            Η δεύτερη προσέγγιση, που πηγάζει από τη νεομαρξιστική σχολή της εξάρτησης, αμφισβητεί μεν τα συμπεράσματα αυτά, αλλά αδυνατώντας να τ’ ανατρέψει, τα ενστερνίζεται στο μεγαλύτερό τους μέρος.  Έτσι ο Τσουκαλάς αποδέχεται μεν ότι τα πλοία εστάλησαν «μετά από ‘αίτηση’ των ελληνικών προξενικών αρχών», αλλά τοποθετεί τη λέξη «‘αίτηση’» σε εισαγωγικά για να υπαινιχθεί συνάμα και το αντίθετο, ενώ η Λούβη, που επίσης αναγνωρίζει ότι «δεν υπήρχε καμία άλλη συμφωνία» πριν την αποστολή των καραβιών, εικάζει επιπλέον υποθετικά ότι «δεν αποκλείεται να συνενοήθηκε προφορικά ο Τρικούπης με τους πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας». [15]  Παρομοίως, ενώ και οι δύο χαρακτηρίζουν την ελληνική επέμβαση ως «ιμπεριαλιστική», ταυτόχρονα τη θεωρούν μια «θεαματική [...] πολιτική» και «μία καλή ευκαιρία για τον Τρικούπη να [...] προβάλλ[ει] την ανύψωση του διεθνούς γοήτρου της χώρας και την αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας».[16]  Τέλος, ενώ αμφισβητούν τα «φιλανθρωπικά» της κίνητρα, ταυτόχρονα επαναφέρουν τη διάσωση της παροικίας ως κεντρικό της στόχο, αλλά ως ένα ζήτημα καθαρά καπιταλιστικό και, μάλιστα, τύπου «κομπραντόρ»: «Στα πλαίσια των γενικότερων επιλογών του Τρικούπη τα συμφέροντα του ελληνικού παροικιακού κεφαλαίου έπρεπε να προστατευτούν με κάθε θυσία [... όντας] το βασικό στήριγμα για την προώθηση του αναπτυξιακού του προγράμματος».[17] 

Μεταξύ εξάρτησης κι εθνικισμού: οι αμφιταλαντεύσεις του Τρικούπη

Ο πρώτος λόγος που καθιστά και τις δύο αυτές προσεγγίσεις ανεπαρκείς είναι το γεγονός ότι και εδώ, όπως και σε μεγάλο μέρος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η αναζήτηση σαφούς διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στις ανεξάρτητες και τις εξαρτημένες αποφάσεις των ελληνικών κυβερνήσεων είναι συχνά μια μάταιη ενασχόληση.  Αν και δε βρίσκεται κανένα χειροπιαστό στοιχείο που να πιστοποιεί ότι ο Τρικούπης ενεπλάκη στην κρίση της Αιγύπτου κατόπι βρετανικής προτροπής, από την άλλη δεν είναι διόλου σαφές ότι κινήθηκε απολύτως ανεξάρτητα.  Πάλι με εξαίρεση τον Τσίρκα,[18]όλη η ελληνική ιστοριογραφία εστιάστηκε ως τώρα στην αναζήτηση προσυνενόησης ανάμεσα στον Έλληνα πρωθυπουργό και στο Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα˙ κι ανακαλύπτοντας πως τέτοια δεν υπήρξε, καθιέρωσε την άποψη ότι ο Τρικούπης έστειλε τα θωρηκτά, όπως ο ίδιος είπε στη Βουλή, «κατόπιν αιτήσεως του εκεί ημών πολιτικού πράκτορος».[19]  Εκείνο όμως που δε διερευνήθηκε ως τώρα είναι κάτω από ποιες συνθήκες δρούσε ο Ραγκαβής όταν ζήτησε να σταλούν θωρηκτά στην Αλεξάνδρεια.

            Είναι υπεράνω αμφιβολίας ότι ο Έλληνας πράκτορας συνεργαζόταν ήδη τότε στενά με το Βρετανό συνάδερφό του, Έντουαρντ Μάλετ, με στόχο την εξόντωση του Οράμπι και την προάσπιση του Χεδίβη Τεουφίκ, στον οποίο έτρεφε μάλιστα μεγάλη προσωπική αφοσίωση.  Ανάμεσα στις συνεργασίες τους ήταν και το «εν άκρα μυστικότητι» οργανωμένο «σχέδιο άμυνας» των παροικιών, που προέβλεπε τον εξοπλισμό «3-4.000 ανθρώπων» και, όταν θα έφταναν τα θωρηκτά στο λιμάνι, τη «μεταφορά πολεμοφοδίων» και «αξιωματικών» απ’ αυτά στο αιγυπτιακό έδαφος.[20]  Οι σχέσεις αυτές ήταν γνωστές στον Τρικούπη, αφού επανειλημένως ο Ραγκαβής του τόνιζε ότι είναι «εκ των ολίγων μεμηυμένων» ή ότι τον «ετήρησεν [...] εκ πρώτης αφετηρίας ακριβέστατα πληροφορημένον περί των διατρεχόντων, και αυτών έτι τω στενοτάτω μόνον κύκλω γνωστών».[21]  Ενδεικτική της εμπιστοσύνης του Τρικούπη στις μυστικές αυτές επαφές είναι και η απόφασή του να στείλει με τα θωρηκτά και «δύο επιτελάρχες στρατού»[22] για να αναλάβουν το συντονισμό του «σχεδίου άμυνας» των παροικιών, που έκτοτε θεωρείται δικαίως από Αιγύπτιους και Δυτικούς ιστορικούς ως μία από τις κύριες αφορμές των ταραχών της 11ης Ιουνίου.[23]

Μια μέρα πριν ζητήσει την αποστολή ναυτικής δύναμης, στις 3/15 Μαΐου, ο Ραγκαβής δεν ήταν στην έδρα του στην Αλεξάνδρεια, αλλά στο Κάιρο, όπου «διέμε[ινε] μέγα μέρος της ημέρας παρά τω Κεδίβη».[24]  Την ίδια εκείνη μέρα ο Μάλετ επισκέφτηκε το παλάτι μαζί με το Γάλλο συνάδερφό του για να ανακοινώσουν στο Χεδίβη ότι 

«μια Αγγλογαλλική μοίρα συγκεντρώνεται στον κόλπο της Σούδας και σύντομα θα εισέλθη στην Αλεξάνδρεια, και πως οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας επιφυλλάσονται κάθε δικαιώματος χρήσης οποιουδήποτε μέσου κρίνουν αναγκαίο για να καταστήσουν αποδεκτή την τάξη και να διαφυλάξουν την εξουσία του Χεδίβη».[25]                 

Αν και δεν υπάρχει έγγραφο που να πιστοποιεί ότι ο Ραγκαβής ήταν παρόν στη συνακρόαση αυτή, είναι ωστόσο βέβαιο ότι γνώριζε το περιεχόμενό της αφού την επόμενη έγραφε στον Τρικούπη «Αγγλογαλλική κατοχή αποφασισμένη».[26]  Δύο μέρες αργότερα, όταν έλαβε την είδηση ότι «η φρεγάτα Ελλάς και το θωρηκτό Γεώργιος αναχωρούν απόψε βράδυ προς Αλεξάνδρεια»,[27] ο Ραγκαβής έσπευσε να ενημερώσει «την Α.Υ. τον Κεδίβην και [...] τους Κ.Κ. Πράκτορας της Αγγλίας και Γαλλίας»,[28] δηλαδή τα τρία άτομα που βρίσκονταν στο παλάτι της Ισμαηλίας στο Κάιρο όταν εκείνος «διέμεινε» εκεί.  Στο άκουσμα της είδησης μάλιστα, όχι μόνο κανείς τους δεν εξέφρασε απορία, αλλά αντιθέτως, όλοι την καλοδέχτηκαν ως απολύτως φυσιολογική: 

Ο μεν Κεδίβης μοι εξέφρασε [...] άκραν ευχαρίστησιν [...] Ο δε Κος Malet μοι εδήλωσον ότι μετά χαράς ήθελεν είδη την Ελληνικήν σημαίαν κυματίζουσα παρά την Αγγλικήν, και ο Κος Sienkiewicz τέλος μοι απήντησεν ότι καλώς εγνώριζε την σπουδαιότητα των εν Αιγύπτω ημών συμφερόντων κ’ εύρισκε φυσικώτατον ότι εμεριμνώμεν περί υπεράσπισιν αυτών».[29]

Τα στοιχεία αυτά, βεβαίως, διόλου δεν αποδεικνύουν ότι το αίτημα του Ραγκαβή ν’ αποσταλούν τα θωρηκτά υπαγορεύτηκε απ’ τους Αγγλογάλλους πράκτορες στο Κάιρο, αλλά αφήνουν να φανεί ότι υπήρξε τελικά κάποια προσυνενόηση, αφού τα πλοία αναχώρησαν από τον Πειραιά το επόμενο βράδυ.[30]  Από τα παραπάνω όμως συνάγεται επίσης ότι το αίτημα του Ραγκαβή δεν ήταν μια απλή υπηρεσιακή απόφαση, αλλά το αποτέλεσμα μιας βαθιάς ανάμειξης εκ μέρους του, με πλήρη την ενθάρρυνση του Τρικούπη, σε ένα οξύτατα πολιτικοποιημένο περιβάλλον ιμπεριαλιστικών μηχανορραφιών που ως τώρα δεν έχει εξεταστεί.

            Μέσα από το θολό αυτό πλαίσιο, η εκστρατεία του Τρικούπη μετεξελίχθηκε κατόπι σε μία σειρά αμφιταλαντεύσεων ανάμεσα σε ανεξάρτητες εκφάνσεις ιμπεριαλιστικών προθέσεων και σε εξαρτημένες προσαρμογές συμμόρφωσης προς τις βρετανικές επιταγές.  Έτσι, τρεις βδομάδες μετά την άφιξη των θωρηκτών, στις 13 Ιουνίου, ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα, Φόρντ, πληροφορούσε το Λονδίνο ότι

«τρία ελληνικά πλοία είναι έτοιμα να αποσταλούν στην Αλεξάνδρεια με την πρώτη ειδοποίηση και στρατιώτες είναι έτοιμοι να επιβιβαστούν σ’ αυτά αν ο Έλληνας πρόξενος στην Αλεξάνδρεια θεωρήσει την εκστρατεία αναγκαία».[31]

Λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, ο Φόρντ προσδιόριζε ότι 

«η ελληνική κυβέρνηση είναι έτοιμη να αποστείλει αμέσως μικρή εκστρατευτική δύναμη επτακοσίων ανδρών στην Αλεξάνδρεια ακολουθούμενη, αν χρειαστεί, από μεγαλύτερη δύναμη πέντε χιλιάδων ανδρών».[32]

Οι αποφάσεις αυτές ελήφθησαν απ’ τον Τρικούπη μονομερώς.   Μάλιστα, όταν ο Φόρντ ρώτησε στις ποιές ήταν οι προθέσεις της προετοιμασίας αυτής, ο Έλληνας πρωθυπουργός του απάντησε ότι, εκτός απ’ τα τρία πλοία, «άλλα έτι ηδύναντο ν’ αποσταλώσι κατόπιν», και ότι η απόφαση αποστολής της δύναμης θα εξαρτηθεί από το Ραγκαβή: «αν το ημέτερον Πρακτορείον κρίνη την αποστολήν σκόπιμον, θέλει αύτη εκπεμφθή, άμα ως ληφθή η περί τούτου είδησις».[33]

            Την επόμενη ακριβώς μέρα, ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών, Ερλ Γκράνβιλλ, τηλεγράφησε στην Αθήνα προειδοποιώντας ότι «θα ήταν άκρως ανεπιθύμητο διάβημα εκ μέρους οποιασδήποτε Δύναμης να στείλει ευρωπαϊκά στρατεύματα αυτή τη στιγμή».[34]  Τότε ο Τρικούπης αρχικά δικαιολογήθηκε, εξηγώντας στο Φόρντ ότι όταν ανέθετε την απόφαση αποστολής της δύναμης στο Ραγκαβή, δεν ενοούσε ότι ο Έλληνας πράκτορας θα αποφάσιζε ανεξάρτητα αφού «έχει λάβει εντολές να ζητήσει και αυστηρώς να ακολουθήσει τις συστάσεις που θα λάβει από το Βρετανό και Γάλλο πράκτορα στην Αίγυπτο και ιδιαιτέρως εκείνες που θα παράσχει ο σέρ Ε. Μάλετ».[35]  Την επόμενη, 15 Ιουνίου, υποχώρησε ακόμη σαφέστερα, καθησυχάζοντας το Φόρντ ότι  «δεν πρόκειται να λάβει οποιαδήποτε μέτρα που ενδέχεται να θεωρηθούν ανεπιθύμητα από την Α.Υ. κυβέρνηση»,  και «ότι σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να σταλούν εκεί ελληνικά στρατεύματα εκτός και αν οι Δυνάμεις [η Αγγλία και Γαλλία] εκφράσουν τέτοια επιθυμία».[36]  Για να δικαιολογήσει περισσότερο τη στάση του, τη μεθεπόμενη μέρα εξηγούσε επιπλέον στο Φόρντ ότι «όταν οι ειδήσεις από τις πρόσφατες ταραχές στην Αλεξάνδρεια έφθασαν στην Αθήνα, [...] η ιδέα ανέκυψε στην ελληνική κυβέρνηση ότι θα ήταν χρήσιμο να στείλει μια εκστρατευτική δύναμη στην Αλεξάνδρεια». [37]  Αυτό ήταν, βεβαίως, ψέμα, αφού ήδη από τις 31 Μαΐου, δηλαδή δώδεκα μέρες πριν τις ταραχές, ο Τρικούπης έγραφε στο Ραγκαβή ότι «σε περίπτωση που τα δύο πλοία σας φαίνονται ανεπαρκή [...] να μας τηλεγραφήσετε τη γνώμη σας», ενώ από τις 2 Ιουνίου ο Γάλλος πρέσβης, Μογιύ, πληφορούσε το Παρίσι πως η αναμένεται να διατυπωθεί από τον Έλληνα πρωθυπουγό η ιδέα αποστολής τριών επιπλέον πλοίων.[38] 

Τα πολιτικά κίνητρα της εκστρατείας   

Αν και ορθά σημειώνει ο Αιλιανός ότι ο Τρικούπης ποτέ «δεν έκανε γνωστά [...] τα σχέδιά του» ,[39] γνωρίζουμε ωστόσο ότι συνέπλεε τουλάχιστο με την εξής εκτίμηση του Ραγκαβή: «Η Υ.Ε. γνωρίζει ότι πάντα τα ενταύθα συμβαίνοντα εθεώρησα ανέκαθεν ως υποκινούμενα υπό της Πύλης τη εισηγήση της Γερμανίας».[40]  Αν και η αντίληψη αυτή είναι απλουστευτική, διότι ο Οράμπι δεν υπήρξε ούτε όργανο της Πύλης ούτε του Μπίσμαρκ,[41] την ίδια στιγμή μας δείχνει εύγλωττα ότι οι πολιτικοί στόχοι της εκστρατείας του Τρικούπη ήταν δύο: η ανάδειξη της Ελλάδας ως βασικού περιφερειακού συμμάχου της Βρετανίας τη στιγμή της ιστορικής εισόδου της ως αποικιακής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο, και η συμβολή, έστω και με συμβολικό τρόπο, στην αφαίρεση της Αιγύπτου από την κυριαρχία του Σουλτάνου, στο πλαίσιο μιας  μεγαλοϊδεατικής στρατηγικής διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 

            Από εκεί και πέρα, η «εξύψωση του εθνικού φρονήματος» και η «αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας», είναι δυο δημαγωγικά συνθήματα που διέπονται από τέτοια αοριστία κι υποκειμενικότητα, ώστε η αναγωγή τους σε αναλυτικούς όρους δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ενδεικτική του λαϊκισμού εκείνων που τα χρησιμοποιούν.  Εξάλλου, στο βαθμό που οι φράσεις αυτές αναφέρονται σε στόχους όπως η άυξηση της λαϊκής εμπιστοσύνης προς στην κυβέρνηση ή η ενίσχυση του διεθνούς γοήτρου της χώρας, τότε είναι πολύ αμφίβολο αν η εκστρατεία της Αιγύπτου απέφερε τα αποτελέσματα αυτά.  Καθοριστικός παράγοντας της αποτυχίας της ήταν η αδυναμία του Τρικούπη να συλλάβει εγκαίρως ότι οι ίδιοι οι Βρετανοί, με τους οποίους ταύτισε την πολιτική του, ήταν αυτοί που θα του απαγόρευαν να αποσπάσει οποιοδήποτε μερίδιο της επικείμενης νίκης τους εις βάρος των Οθωμανών.   Γι’ αυτό, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Αιλιανού, η απόφασή του στις 15/27 Ιουνίου να «τηρηθεί από τα πολεμικά μας πλοία αυστηρή ουδετερότητα»[42] δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε δείγμα της «σωφροσύνης του», ούτε και «απαλάσσει την πολιτική του από κάθε ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα».[43]  Οι χαρακτηρισμοί αυτοί θα ίσχυαν αν ο Τρικούπης διέθετε εκείνη τη στιγμή οποιαδήποτε άλλη επιλογή πέρα από τη συμμόρφωση με τις απογορευτικές συστάσεις του  Γκράνβιλλ ή ακόμη, αν δεν επέμενε να διατηρεί τα ελληνικά θωρηκτά έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας για δύο επιπλέον μήνες, ελπίζοντας οι Βρετανοί να αλλάξουν στάση.   

Εντούτοις, για μία μόνο στιγμή, δυο μέρες μετά το βομβαρδισμό της Αλεξάνδρειας, οι ελπίδες του ν’ αποβιβάσει στρατεύματα στην Αίγυπτο επαληθεύτηκαν.   Υπό την εποπτεία 1000 βρετανών στρατιωτών, μια πολυεθνική δύναμη Γερμανών, Αμερικανών και 120 Ελλήνων πεζοναυτών αποβιβάστηκε στις 13 Ιουλίου στη βομβαρδισμένη πόλη.[44]  Αγνοώντας στην αρχή το γεγονός, ο Τρικούπης άρχισε τότε οργισμένα να ρωτά το Ραγκαβή «μπορείτε να εξηγήσετε γιατί οι πεζοναύτες μας δε συμμετέχουν»;[45]  Παρόλα αυτά, ο Αιλιανός υποστηρίζει ότι «η επιμονή του Τρικούπη [...] δε μπορεί να θεωρηθεί ως επιθυμία στρατιωτικής παρουσίας στην Αίγυπτο ή βοήθειας των Άγγλων, [...αφού] κι άλλες ουδέτερες χώρες [...] επρόκειτο να συμμετάσχουν στη δύναμη αστυνόμευσης».[46]  Η άποψη αυτή ίσως και πάλι να ίσχυε, αν ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν ήταν ο μόνος απ’ τις λεγόμενες «ουδέτερες» δυνάμεις που τέσσερις βδομάδες νωρίτερα προετοίμαζε αποβατικό στρατό 5.000 ανδρών· ή αν δεν αποσιωπούσε το γεγονός ότι ο Τρικούπης πίεζε εξίσου επίμονα το Ραγκαβή να επαναφέρει τους Έλληνες πεζοναύτες στην ξηρά μετά την οριστική ανάκλησή τους από το ναύαρχο Σέυμουρ στις 15 Ιουλίου.[47] 

Όμως είναι ανάγκη ακόμη να δοθεί και κάποια εξήγηση από την εθνοκεντρική ιστοριογραφία μας, μαρξίζουσα και μη, για το είδος εκείνο της διαστροφής που οδηγεί τον επίσημο λόγο του ελληνικού κράτους στο να ταυτίσει τα ύψιστα εθνικά ιδανικά με τα φθηνότερα οριενταλιστικά στερεότυπα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας επειδή μερικοί Έλληνες πεζοναύτες αποβιβάστηκαν για δύο εικοσιτετράωρα στο έδαφος της βομβαρδισμένης Αλεξάνδρειας.  Ιδού ορισμένα δείγματά της απ’ τις αναφορές του Ραγκαβή:

 «Αποβιβάσασα [η ελληνική αρχή] άγημα εξ’ 120 ανδρών [...] ανέδειξεν εν μικρώ τουλάχιστον την ελληνικήν σημαίαν αληθή πρόσκοπον της φιλανθρωπίας και του πολιτισμού εν Ανατολή. [...]  Ουδόλως υπερβάλλω λέγων ότι Χάρις εις της Β. Κυβερνήσεως την θαυμασίαν γενναιοφροσύνην και την μεγαλεπίβολον πρόθεσιν, σπανίως η Ελλάς επετέλεσεν έργον επισπάσαν γενικοτέρους και δικαιοτέρους επαίνους...».[48]   

Η εργαλειακή χρήση της ελληνικής παροικίας

Τέλος, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς τόσο της εθνικιστικής όσο και της νεομαρξιστικής ιστοριογραφίας, η επιχείρηση μεταφοράς 20-30.000 παροίκων στην Ελλάδα από τις 16 Ιουνίου και μετά,[49] δεν οφείλετο ούτε στα «φιλανθρωπικά» κίνητρα που επικαλέστηκε ο Τρικούπης στη Βουλή, ούτε και στα οικονομικά του σχέδια για τη μελλοντική εκμετάλλευση του παροικιακού κεφαλαίου.  Απ’ την αρχή, η προάσπιση της ελληνικής παροικίας ήταν γι’ αυτόν ένα ζήτημα καθαρά πολιτικό, αφού ήταν το μόνο μέσο που διέθετε για να δικαιολογήσει τη στρατιωτική του ανάμειξη σε μία επιχείρηση που τον ενδιέφερε για άλλους λόγους, δηλ. ως μια βρετανική επέμβαση στα οθωμανικά εδάφη.  Αυτό φαίνεται από τις διαβεβαιώσεις του στους πρέσβεις της Πύλης και της Βρετανίας στην αρχή της εκστρατείας ότι «τα συμφέροντα της Ελλάδας στην Αίγυπτο δεν περιείχαν κανέναν πολιτικό χαρακτήρα», και ότι «η περίπτωση της Ελλάδας ήταν ιδιάζουσα εξαιτίας της παρουσίας μεγάλου αριθμού ατόμων ελληνικής ιθαγένειας στην Αλεξάνδρεια».[50]

Κατά βάθος, στον πρώτο μήνα της εκστρατείας του, ο Τρικούπης δεν ήταν απλώς αδιάφορος για την ασφάλεια της παροικίας, αλλά φαίνεται πως είχε σαφείς προθέσεις να τη θέσει εσκεμμένα σε κίνδυνο, πιθανόν για να αποσπάσει την αφορμή που χρειαζόταν προκειμένου να στείλει στρατεύματα στην Αίγυπτο.  Αυτό επιβεβαιώνεται από την αδιαφορία του για τους προκλητικούς κανονιοβολισμούς των θωρηκτών, από την αποστολή επιτελαρχών με σκοπό την κλιμάκωση του «σχεδίου αμύνης» των παροικιών, κι από την πρόθεσή του να στείλει στρατεύματα ενώ η παροικία ήταν ακόμα εκεί.  Εκείνο όμως που δεν έχει επισημανθεί ακόμη είναι πως η επίχειρηση μεταφοράς της παροικίας δεν άρχισε να συζητείται παρά στις 13 Ιουνίου, δηλ. ένα μήνα μετά την προειδοποίηση του Ραγκαβή ότι «σφαγή ξένων ανά πάσα στιγμή πιθανή»,[51] κι αυτό διότι οι ταραχές της 11ης Ιουνίου προκάλεσαν τέτοια μαζική έξοδο των ξένων παροίκων προς το λιμάνι, ώστε τα πολεμικά πλοία που βρίσκονταν εκεί ήταν αδύνατο να τους χωρέσουν.[52]  Με άλλα λόγια, το «φιλανθρωπικό καθήκον» δε φαίνεται πουθενά να ήταν ανάμεσα στα κίνητρα της αιγυπτιακής εκστρατείας του Τρικούπη, ούτε με την ιδεαλιστική, ούτε και με την ταξική έννοια, αφού η επιχείρηση διάσωσης της παροικίας υπήρξε μια μεταγενέστερη απόφαση που επεβλήθη από τις συνθήκες, και μόνο εκ των υστέρων απεδόθη στις αρχικές προθέσεις του Έλληνα πρωθυπουργού.


Coventry University

 

[1] Ομόνοια, αλεξανδρινή εφημερίδα, 12/24 Μαΐου 1882.

[2] Αρχείο Χαριλάου Τρικούπη, ΕΛΙΑ, 24/17/j, Ραγκαβής προς Τρικούπη˙ η αόριστη ημερομηνία «Τρίτη, 2 μετά τα μεσάνυχτα», προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της επιστολής ως η 23η Μαΐου 1882.

[3]Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίασις ΠΕ’, 2/14 Ιουνίου 1882, σ.405 και ΠΗ’, 5/17 Ιουνίου 1882, σ.423.

[4] Π.Σ.Δέλτα Πρώτες Ενθυμήσεις, Αθήνα, Ερμής, 2000 (α’ έκδοση, 1980), σ.55.

[5] Λίνα Λούβη, Περιγέλωτος Βασίλειον, Αθήνα, Εστία, σ.37.

[6] Λίνα Λούβη «Η αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας: Η ευκαιρία της Αιγύπτου», στο Κ. Αρώνη-Τσίχλη και Λ. Τρίχα, Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η εποχή του, Αθήνα, Παπαζήσης, 2000, σ.σ.119-31.

[7] Στρατής Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του, Αθήνα, Κέδρος, 1958, σ. 93-119.

[8] Ν. Σκωτίδης, Η εν Αιγύπτω κρίσις εν έτει 1881 και 1882, Αθήνα, 1883, του ίδιου LEgypteContemporaineetOrabiPasha, Paris, 1888, Φ.Φ. Όδδης «Απομνημονεύματα οικογένειας προσφύγων», Νέον Σεράπειον, τ. 59, 1 Ιουνίου 1883, Αλεξάνδρεια, του ίδιου, Ελληνικός Διάκοσμος, Αλεξάνδρεια, 1911.

[9] Γεώργιος Τσοκόπουλος Χαρίλαος Τρικούπης, Βιογραφία, Αθήναι, 1896, Γεώργιος Φιλάρετος, Ξενοκρατία και Βασιλεία εν Ελλάδι, 1821-1897, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1973 (α’ έκδοση, 1897), σ.σ.233-34, 253-54, Δημήτριος Πουρνάρας Χαρίλαος Τρικούπης – Η ζωή και το έργο του, Αθήναι, 1939.

[10] Ηρακλής Λαχανοκάρδης Παλαιά και νέα Αλεξάνδρεια, Σπ. Γρίβα, Αλεξάνδρεια, 1927, Μανόλης Γιαλουράκης Η Αίγυπτος των Ελλήνων, Αθήναι, 1967, σ.141-49.

[11] Costis J. Ailianos “La Gréce et l’ affaire d’ Egypte, 1882 – Une analyse critique”, Südost-Forschungen, XLVI, 1987, Όλντεμπουργκ-Μόναχο, σσ.113-37.

[12] Στο ίδιο, σ.114, 128.

[13] Γεώργιος Φιλάρετος, Ξενοκρατία και Βασιλεία εν Ελλάδι, ό.π., σ.234.

[14] Costis J. Ailianos «La Gréce et l’ affaire d’ Egypte...», ό.π., σσ.114.

[15] Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Η ανορθωτική προσπάθεια του Χαρίλαου Τρικούπη, 1882-1895» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΔ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1977, σ.17, Λίνα Λούβη «Η αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας...», ό.π., σ.123.

[16]Στα ίδια, Τσουκαλάς, σ.17, Λούβη, σ.129.

[17]Στα ίδια, Τσουκαλάς, σ.17, Λούβη, σ.124-25, Σπύρος Τζόκας, Ο Χαρίλαος Τρικούπης και η συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, Αθήνα, Θεμέλιο, 1997, σ.130.

[18] Στρατής Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του, ό.π., σ.97, 99.

[19] Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίασις ΠΕ’, 2/14 Ιουνίου 1882, σ.405.

[20] Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (ΙΑΥΕ), ΑΑΚ/Μ’, Ραγκαβής προς Τρικούπη, έκθεση 477, 25 Μαΐου/6 Ιουνίου 1882, FO78/3436, Μάλετ προς Γκράνβιλλ, 11 Ιουνίου 1882.  

[21]ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Ραγκαβής προς Τρικούπη, εκθέσεις 407, 10/22 Μαΐου και 740, 20 Ιουλίου (1 Αυγούστου) 1882.

[22] FO 633/47,  Φόρντ προς Γκράνβιλλ, 19 Μαΐου 1882.

[23] Latifa Mohammαd Salem, Al-qowaal-igtimaeyafial-thawraal-‘urabeya, Κάιρο, Madbuli, 2004, σ.233, Elbert Farman, Egypt and its Betrayal, Νέα Υόρκη, Grafton, 1908, σ.304, Aleχander Schölch, Egypt for the Egyptians!, Λονδίνο, Ithaca, 1981, σ.250, Juan Cole, Colonialism and Revolution in the Middle East: Social and Cultural Origins of Egypt’s ‘Urabi Movement, Κάιρο, AUC, 1999, σ.254-55.

[24] ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Ραγκαβής προς Τρικούπη, έκθεση 375, 4/16 Μαΐου 1882.

[25] FO 78/3437. τηλγρ. 257, Μάλετ προς Γκράνβιλλ, 15 Μαΐου 1882.

[26]ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Ραγκαβής προς Τρικούπη, τηλγρ. 4/16 Μαΐου 1882.

[27]ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Τρικούπης προς Ραγκαβή, τηλγρ. 5/17 Μαΐου 1882.

[28]ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Ραγκαβής προς Τρικούπη, έκθεση 406, 10/22 Μαΐου 1882.

[29]Στο ίδιο.

[30] FO 633/47,Φόρντ προς Γκράνβιλλ, 19 Μαΐου 1882. 

[31] FO32/542, Φόρντ προς Γκράνβιλλ, 13 Ιουνίου 1882.

[32] FO32/542, Φόρντ προς Γκράνβιλλ, 14 Ιουνίου 1882.

[33]ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Φόρντ προς Τρικούπη, 1/13 Ιουνίου, Τρικούπης προς Φόρντ, 1/13 Ιουνίου 1882.

[34]FO32/538, και FO32/542, Γκράνβιλλ προς Φόρντ, 14 Ιουνίου 1882.

[35]FO32/542 και FO32/540, Φόρντ προς Γκράνβιλλ, 14 και 16 Ιουνίου 1882.

[36] FO32/542, Φόρντ προς Γκράνβιλλ, 15 Ιουνίου 1882.

[37] FO32/540, Φόρντ προς Γκράνβιλλ, 16 Ιουνίου 1882.

[38] ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Τρικούπης προς Ραγκαβή, 19/31 Μαΐου 1882. Costis J. Ailianos «La Gréce et l’ affaire d’ Egypte...», ό.π. σ.117, υπ.16.

[39] Costis J. Ailianos «La Gréce et l’ affaire d’ Egypte...», ό.π. σ.114.

[40] ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Ραγκαβής προς Τρικούπη, 22 Ιουνίου/4 Ιουλίου 1882.

[41] Wilfrid Scawen Blunt, Secret History of the English Occupation of Egypt, Λονδίνο, Martin Secker, 1907 (α’ έκδοση, 1895).  Στις 11 Ιουνίου 1882 ο Οράμπι δήλωνε στο φίλο του Μπλαντ, Σαμπούντζι, τα εξής: «Δεν πρόκειται να ενδώσω μείτε στην Ευρώπη μείτε στην Τουρκία.  Ας στείλουν ευρωπαϊκά, τουρκικά ή ινδικά στρατεύματα· όσο ανασαίνω, θα αμύνομαι τη χώρα μου», σ.248.

[42] ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Τρικούπης προς Ραγκαβή, 15/27 Ιουνίου 1882.

[43] Costis J. Ailianos «La Gréce et l’ affaire d’ Egypte...», ό.π. σ.128.

[44] ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Ραγκαβής προς Τρικούπη, έκθεση 740, 20 Ιουλίου (1 Αυγ) 1882· Ν. Σκωτίδη, Η εν Αιγύπτω κρίσις, ό.π., σσ. 194-200.

[45] ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Τρικούπης προς Ραγκαβή, 4/16 και 5/17 Ιουλίου 1882.

[46] Ό.π., σ.128, υπ.67.

[47] FO78/3439, Κάρτραϊτ προς Γκράνβιλλ, 16 Ιουλίου 1882.

[48] ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Ραγκαβής προς Τρικούπη, έκθεση 740, 20 Ιουλίου (1 Αυγ) 1882.  Βλ. επίσης και το απόσπασμα που τοποθετήθηκε ως μότο στην αρχή του κειμένου.

[49] ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Ραγκαβής προς Τρικούπη, τηλγρ. 1/13, 2/14, 5/17, 6/18, 11/23, 16/28 Ιουνίου 1882, έκθεση 740, 20 Ιουλίου (1 Αυγ.) 1882· εδώ αναφέρονται πότε 20.000 και πότε 30.000 πάροικοι.  Επίσης FO32/540, Φόρντ προς Γκράνβιλλ, 6 και 19 Ιουλίου 1882· αρχικά ο Τρικούπης ανέφερε στο Φόρντ τον αριθμό των ‘35.000 με 40.000’, αλλά κατόπι τον μείωσε στις 26.000. 

[50] FO32/540, Φόρντ προς Γκράνβιλλ, 24 Μαΐου 1882.

[51] ΙΑΥΕ. ΑΑΚ/Μ’, Ραγκαβής προς Τρικούπη, τηλγρ. 1/13 Ιουνίου, τηλγρ. 3/15 Μαΐου 1882.

[52] FO78/3436, Μάλετ προς Γκράνβιλλ, 17 Ιουνίου 1882.