Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Τάσοσ Α. Καπλανης

 

Θεωρία, τεχνολογία και σύγχρονες εκδόσεις νεοελληνικών κειμένων ή

ο Erasmus, ο Barthes, ο usus auctoris, ο θάνατος του συγγραφέα και εμείς*

 

Στο Δώρη Κυριαζή

 

Θα ήθελα να σας ζητήσω εξαρχής να με συγχωρέσετε για τον παραφορτωμένο, σχεδόν «μπαρόκ» τίτλο της ανακοίνωσής μου: μπορεί για τις περισσότερες και τους περισσότερους από εσάς να μην είναι διόλου ξεκάθαρο πώς μπορούν να σχετίζονται μεταξύ τους όλες οι έννοιες, οι όροι και τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτόν, θα ήθελα όμως να ελπίζω ότι μέχρι το τέλος της ανακοίνωσης θα έχω καταφέρει να δικαιολογήσω την επιλογή του ως ενδεικτικού των ζητημάτων που θα με απασχολήσουν και υπόσχομαι να μη σας ταλαιπωρήσω με το βασικό χαρακτηριστικό της μπαρόκ λογοτεχνίας, που είναι η λαβυρινθώδης δομή. Το σχέδιο μου, βέβαια, ενδέχεται να αποδειχτεί υπερβολικά φιλόδοξο, αλλά έστω και έτσι, και ζητώντας προκαταβολικά την κατανόησή σας, θα ξεκινήσω με τη θεωρία.

            Τα τελευταία 35 και πλέον χρόνια έχει γίνει πολύς λόγος στη θεωρία της λογοτεχνίας για την εξαφάνιση, την απουσία, τον εξοβελισμό, ακόμη και το «θάνατο του συγγραφέα»: το διάσημο άρθρο του Roland Barthes με τον ομώνυμο τίτλο  δημοσιεύεται ήδη το 1968,[1] ο Michel Foucault, ένας συγγραφέας αρκετά ζωντανός, όπως έγραφε ένας αμερικανός κριτικός,[2] ώστε να παρακολουθεί τι έκανε ο Barthes στην άλλη άκρη του Παρισιού, κάνει ένα χρόνο μετά λόγο για την «πρόσφατη απουσία» του συγγραφέα και προσπαθεί να αναλύσει μερικές από τις συνέπειες της θέσης αυτής και της θέασης των λογοτεχνικών κειμένων ως κειμένων «αγνώστου πατρός» (ή, για να ακριβολογήσω, ως κειμένων που έχουν αφηρημένες συγγραφικές λειτουργίες μάλλον παρά συγκεκριμένα ιστορικά πρόσωπα-συγγραφείς).[3] Φυσικά, ο υποβιβασμός του συγγραφέα ως παράγοντα για τον καθορισμό του νοήματος του κειμένου είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα: ήδη στη δεκαετία του 1910 και του 1920 οι ρώσοι φορμαλιστές αντιστρατεύονται την άποψη ότι «η λογοτεχνία αποτελεί απαύγασμα της ψυχής του συγγραφέα, ιστορικοκοινωνικό τεκμήριο ή εκδήλωση ενός φιλοσοφικού συστήματος»:[4] ο Roman Jakobson μάλιστα με το γνωστό ανεκδοτολογικό τρόπο («έως σήμερα ο ιστορικός της λογοτεχνίας έμοιαζε με αστυνομικό που στην προσπάθειά του να συλλάβει κάποιον, αρπάζει καλού κακού ό,τι και όποιον βρει στο διαμέρισμά του μαζί με όποιον τύχει να περνάει [εκείνη την ώρα] από τον δρόμο») μεταθέτει το ενδιαφέρον της επιστήμης της λογοτεχνίας από τη λογοτεχνία στη λογοτεχνικότητα (σε ό,τι δηλαδή μεταβάλλει ένα συγκεκριμένο έργο σε έργο λογοτεχνικό).[5] Αργότερα, στη δεκαετία του 1930 ο ίδιος ο Jakobson, αλλά και άλλοι μελετητές, όπως ο Jan Mukařovský, ως εκπρόσωποι πλέον της σχολής του τσέχικου δομισμού θα ασκήσουν δριμεία κριτική στην ψυχολογική αιτιοκρατία και στον ισχυρισμό ότι η «ποιητική επινόηση» αντανακλά την «ψυχική πραγματικότητα» του συγγραφέα – μια τακτική που οδηγούσε στον άκρατο βιογραφισμό, στην αναζήτηση δηλαδή της εξάρτησης του έργου από το βίο του ποιητή.[6] Στις δεκαετίες του 1930, του 1940 και του 1950 οι αμερικάνοι νέοι κριτικοί θα μιλήσουν για «προθεσιακή πλάνη», θα καταγγείλουν ως επιζήμια για τις λογοτεχνικές σπουδές κάθε προσπάθεια ανασύστασης της πρόθεσης που μπορεί να είχε ένας συγγραφέας όταν έγραφε ένα κείμενο και θα στρέψουν την προσοχή μας στα κρυμμένα μηνύματα που υπάρχουν μέσα στα κείμενα και που μπορούν να ανασυρθούν στην επιφάνεια με την προσφιλή τους μέθοδο της «εκ του σύνεγγυς ανάγνωσης» (close reading).[7] Ο «θάνατος του συγγραφέα» του Barthes μπορεί να ισχυριστεί κανείς δεν πέφτει ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά σίγουρα εγκαινιάζει ένα πρόγραμμα προσέγγισης της λογοτεχνίας, που έχει αποκληθεί «μεταδομιστικό», το οποίο ολοκληρώνεται στις δεκαετίες του 1970 και 1980 με την αποδόμηση του Jacques Derrida, για τον οποίο πλέον «δεν υπάρχει τίποτε εκτός κειμένου».[8] Οι θέσεις βέβαια αυτές προκαλούν την αντίδραση της παραδοσιακής κριτικής, αλλά κάποια στιγμή, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 η συζήτηση κλείνει, χωρίς κατά τη γνώμη μου να έχει ολοκληρωθεί.[9] Τι είχε συμβεί; Απλούστατα η αποδόμηση και ο μεταδομισμός έπαψαν να είναι πια της μόδας, έγιναν ένα «παλιό παιχνίδι», ένα vieux jeu, όπως το λέει ο Richard Rorty,[10] και η θεωρία στράφηκε προς άλλη κατεύθυνση, προς τις πολιτισμικές σπουδές. Ασφαλώς δε σκοπεύω να αναπτύξω εδώ καμία από τις θεωρίες στις οποίες αναφέρθηκα, ήθελα όμως να δείξω ότι η θέση που αναλογεί στο συγγραφέα στο χώρο των λογοτεχνικών σπουδών και η αρμοδιότητα που έχει αυτός, η πρόθεση και η βούλησή του να καθορίσουν το νόημα ενός κειμένου είναι ζητήματα που απασχόλησαν τους θεωρητικούς καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 20ού αιώνα.

            Την όλη συζήτηση έχει περιγράψει με εξαιρετική ενάργεια, σαφήνεια και ευστοχία ο Antoine Compagnon στο Δαίμονα της θεωρίας. Την περιγράφει μάλιστα ως διαμάχη των «προθετιστών», από τη μια, και των «αντιπροθετιστών», από την άλλη, και ως σύγκρουση[11]

 

ανάμεσα στους οπαδούς της λογοτεχνικής εξήγησης ως αναζήτησης της πρόθεσης του συγγραφέα (πρέπει να ψάχνουμε στο κείμενο αυτό που ο συγγραφέας ήθελε να πει) και στους θιασώτες της λογοτεχνικής ερμηνείας ως περιγραφής των σημασιών του έργου (πρέπει να ψάχνουμε στο κείμενο αυτό που λέει, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του συγγραφέα).  

 

Ο Compagnon κάνοντας μια από αυτές τις τόσο χαρακτηριστικές «κινήσεις» της θεωρίας,[12] μετατρέποντας δηλαδή το «πρέπει» των παραπάνω προτάσεων σε «μπορεί», προσπαθεί να συμφιλιώσει αυτές τις, φαινομενικά τουλάχιστον, διαμετρικά αντίθετες θέσεις. Έτσι, η συμφιλιωτική αναδιατύπωση του Compagnon μας λέει ότι:[13]

 

1. Μπορούμε να αναζητήσουμε στο κείμενο αυτό που λέει αναφορικά με τα αρχικά του (γλωσσικά, ιστορικά, πολιτισμικά) συμφραζόμενα και

2. Μπορούμε να αναζητήσουμε στο κείμενο αυτό που λέει αναφορικά με τα συγχρον[ικ]ά συμφραζόμενα του αναγνώστη του.

 

            Φυσικά είναι αδύνατον να συνοψίσω εδώ σε λίγες γραμμές αυτό που ο Compagnon κάνει σε ένα πολυσέλιδο κεφάλαιο.[14] Θα ήθελα όμως να υπογραμμίσω ότι ακόμη κι αν ξέρουμε σήμερα ότι κάποιες θέσεις των παλιότερων «αντιπροθετιστών» (των αμερικάνων νέων κριτικών λ.χ.) δεν είναι και τόσο «αντιπροθετιστικές» εντέλει (το περιβόητα κρυμμένα μηνύματα που βρίσκουμε στα κείμενα είναι, αν το καλοσκεφτεί κανείς, η πρόθεση του συγγραφέα μεταμφιεσμένη, γιατί βέβαια το κρυμμένο μήνυμα κάποιος το έβαλε μέσα στο μπουκάλι, στο κείμενο δηλαδή)· επίσης, ακόμη και αν κάποιος κριτικός βρίσκει τις θέσεις του Barthes, του Foucault ή του Derrida ακραίες, οφείλει ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις να αναγνωρίσει την εσωτερική συνοχή που παρουσιάζουν τα ερευνητικά τους μοντέλα, όταν εξετάζονται στο πλαίσιο της δικής τους λογικής, αφενός, και αφετέρου και ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνει κανείς σήμερα απέναντι στους «αντιπροθετιστές» δύο βασικά πράγματα οφείλει να τα παραδεχτεί:

πρώτον, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι αυτό που αποκαλούμε «αβάσιμο της πρόθεσης» ισχύει: η πρόθεση του συγγραφέα σχεδόν ποτέ δε μας είναι γνωστή. Για τα περισσότερα λογοτεχνικά έργα (και όταν λέω περισσότερα, εννοώ τη συντριπτική τους πλειοψηφία) δε γνωρίζουμε τι ακριβώς ήθελε να πει ο συγγραφέας τους όταν τα έγραφε. Ακόμη, όμως, και στις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις που έχουμε κάπου δηλωμένη την πρόθεση του συγγραφέα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που ήθελε να πει όταν έγραφε το έργο του είναι μία μόνο από τις πολλές πιθανές ερμηνείες του κειμένου. Και αυτό είναι το δεύτερο σημείο που οφείλουμε να παραδεχτούμε, ότι δηλαδή οι αναγνώστες μπορεί να είναι σε θέση να δουν πράγματα σε ένα κείμενο που ο ίδιος ο συγγραφέας ουδέποτε τα είχε φανταστεί και επιπλέον ότι ανάλογα με τις γνώσεις, τις ευαισθησίες και τις ικανότητές τους μπορεί να έχουν να προσφέρουν νέες ερμηνείες του κειμένου με συνοχή, νόημα, αλλά κάποτε και με ιστορική τεκμηρίωση.

            Αυτό τώρα δε σημαίνει ότι μπορούμε να απαλλαγούμε εντελώς από την πρόθεση του συγγραφέα ή ότι μπορούμε να υπογράψουμε με ελαφριά καρδιά τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του. Ομολογώ ότι βρίσκω τα περισσότερα επιχειρήματα των «προθετιστών» ελάχιστα πειστικά, γιατί καταλήγουν συνήθως στην πραγματιστική επίκληση της ύπαρξης του συγγραφέα ως προσώπου που γράφει το κείμενο (ας υποθέσουμε ότι είμαστε ρεαλιστές και το παραδεχόμαστε αυτό· αποτελεί μια διαπίστωση που δε λέει τίποτε περισσότερο από αυτό που λέει και σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τα επιχειρήματα των «αντιπροθετιστών» που είδαμε παραπάνω). Το μόνο πραγματικά πειστικό επιχείρημα που έχω διαβάσει προέρχεται και πάλι από τον Compagnon και θα μας φέρει κοντά στο δεύτερο βασικό θέμα της ανακοίνωσής μου, που είναι η εκδοτική.

            Ο Compagnon, λοιπόν, βρίσκει ένα «τυφλό σημείο» στον τρόπο με τον οποίο ο Barthes διαβάζει στο S/Z τον Balzac, και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο με τον οποίο ο Barthes χρησιμοποιεί τη μέθοδο των «παράλληλων χωρίων» για να τεκμηριώσει μία ερμηνεία του. Φαίνεται, γράφει ο Compagnon,[15]

 

πως κανένας κριτικός δεν εγκαταλείπει τη μέθοδο των παράλληλων χωρίων, η οποία, προκειμένου να φωτιστεί ένα σκοτεινό χωρίο, δείχνει προτίμηση σε ένα χωρίο του ίδιου συγγραφέα παρά σε ένα χωρίο άλλου συγγραφέα: κανένας κριτικός λοιπόν δεν αρνείται μια ελάχιστη υπόθεση για την πρόθεση του συγγραφέα ως κειμενική συνοχή [...] κανένας δε μεταχειρίζεται ως το τέλος τη λογοτεχνία ως κείμενο ‘ορφανό’. 

 

            Είναι άραγε αυτό αρκετό για να δεχτούμε την υπόθεση της συγγραφικής πρόθεσης; Κατά τη γνώμη μου, είναι. Γιατί τα κείμενα δεν είναι προϊόντα της τύχης: αν βάλουμε μια μαϊμού μπροστά σε μια γραφομηχανή, θα αρχίσει να χτυπάει τα πλήκτρα, ενδεχομένως να σχηματίσει κατά τύχη και κάποιες λέξεις που θα έχουν κάποιο νόημα σε κάποια γλώσσα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να γράψει ένα κείμενο (πολύ δε περισσότερο ένα λογοτεχνικό κείμενο). Ακόμη και οι πιο ακραίοι αντιπροθετιστές επικαλούνται τις δομές ή άλλα στοιχεία του κειμένου για να δικαιολογήσουν τις ερμηνείες τους. Αυτό, όμως, σημαίνει, όπως σωστά το θέτει ο Compagnon, ότι[16]

 

η έκκληση στο κείμενο ενάντια στην πρόθεση του συγγραφέα [...] καταλήγει [...] τις περισσότερες φορές να επικαλείται ένα κριτήριο ενδιάθετης συνοχής και συνθετότητας, που μόνο η υπόθεση μιας [συγγραφικής] πρόθεσης δικαιολογεί. Προτιμάμε μία ερμηνεία από μία άλλη, γιατί καθιστά το κείμενο πιο συνεκτικό και πιο σύνθετο. Μια ερμηνεία είναι μια υπόθεση, την οποία δοκιμάζουμε ως προς την ικανότητά της να λάβει υπόψη της τα περισσότερα δυνατά στοιχεία του κειμένου. Άρα, τι αξίζει το κριτήριο της συνοχής και της συνθετότητας, αν το ποίημα είναι προϊόν της τύχης;

 

Με άλλα λόγια, η αντικατάσταση του ερωτήματος που στοίχειωσε τα σχολικά μας χρόνια, «Τι θέλει να πει ο ποιητής;», με το ερώτημα «Τι λέει το κείμενο;» αποτελεί απλώς υπεκφυγή· γιατί το κείμενο δεν είναι ουρανοκατέβατο προϊόν της τύχης, αλλά παράγωγο μιας συγγραφικής συνείδησης που το συνέχει και το συγκροτεί σε σώμα.

            Αυτό που ο Compagnon απέδειξε με αρκετό κόπο[17] αποτελεί κοινό τόπο για το μέσο επιμελητή εκδόσεων παλαιότερων κειμένων, για το μέσο επιμελητή εκδόσεων δηλαδή, γιατί ως γνωστόν τα σύγχρονα κείμενα εκδίδονται με τη φροντίδα των ίδιων των συγγραφέων τους (ή έστω ας δεχτούμε ότι έτσι γίνεται).[18] Είναι αδύνατον, όπως αντιλαμβάνεστε, να συζητήσω αναλυτικά όλες τις τεχνικές των εκδόσεων, γι’ αυτό και πάλι θα περιοριστώ σε πολύ βασικά πράγματα, δικαιολογώντας το θέμα και τις επιλογές του τίτλου μου. Είναι γνωστό ότι η σύγχρονη εκδοτική πρακτική σε ό,τι αφορά την κριτική των κειμένων και την τεχνική των εκδόσεων, είτε μιλάμε για πρώιμα είτε για νεότερα ελληνικά κείμενα, συχνά καταφεύγει στις ίδιες εκδοτικές αρχές που εφαρμόζονταν ήδη στα μεγαλόπνοοα (αλλά, φευ, πάντα ανολοκλήρωτα) αρχαιοελληνικά εκδοτικά εγχειρήματα όχι μόνο από την εποχή του Διαφωτισμού (λ.χ. Κοραής) και μετά, αλλά ήδη από την εποχή της Αναγέννησης (βλ. λ.χ. το εκδοτικό πρόγραμμα του Aldus Manutius).[19] Πολλές από τις αρχές αυτές, που οδηγούν στην «αποκατάσταση» ενός αρχικού, «αυθεντικού» κειμένου, εκθέτει, επεξηγεί, αλλά κάποτε και πρώτος εισηγείται (βλ. λ.χ. την έννοια της lectio difficilior ή την έννοια του «αρχετύπου») o Desiderius Erasmus από το Ρότερνταμ ήδη στα 1516 στις διαβόητες Annotationes του στην πρώτη έκδοσή του της ελληνικής Καινής Διαθήκης.[20] Παρόλο που οι αρχές αυτές αναφέρονται σε ένα ιερό κείμενο προβληματικής «πατρότητας» (ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί θεωρούν ότι έχουμε να κάνουμε με το λόγο του ίδιου του Θεού), υιοθετήθηκαν από μεταγενέστερους εκδότες που πίστευαν ότι εφαρμόζοντάς τες θα μπορούσαν να φτάσουν σε ένα «αρχικό» κείμενο ακριβώς όπως το είχε γράψει ο εκάστοτε συγγραφέας. Όχι τυχαία, πιστεύω, η αντίληψη αυτή παρέμεινε κυρίαρχη στα εκδοτικά πράγματα όσον καιρό μεσουρανούσε στο λογοτεχνικό στερέωμα ο συγγραφέας (ή ο συγγραφέας μεταμφιεσμένος σε κείμενο) και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα.

            Σε αντίθεση λοιπόν με τη θεωρία, όπου τάσεις και μόδες φαίνεται να εναλλάσσονται με ταχείς ρυθμούς, η κριτική των κειμένων και η τεχνική των εκδόσεων παραμένει σε γενικές γραμμές σταθερή από την Αναγέννηση (με τα μεγάλα εκδοτικά προγράμματά της για την αρχαιότητα, με την εφεύρεση και επέκταση της τυπογραφίας, κλπ.) μέχρι σήμερα. Αυτό ακριβώς το γεγονός ζητά να υπογραμμίσει η παρουσία ενός τυπικού ουμανιστή λογίου, φιλολόγου και εκδότη της όψιμης Αναγέννησης, όπως είναι ο Έρασμος, στον τίτλο της ανακοίνωσής μου. Από την άλλη, ο usus auctoris είναι ένα μόνο, ενδεικτικό, εργαλείο που έχει στη διάθεσή του και χρησιμοποιεί ο εκδότης στη διάρκεια της εκδοτικής διαδικασίας και που μπορεί να στηρίξει, εμπειρικά τουλάχιστον, τη θέση ότι ένα κείμενο δεν είναι προϊόν της τύχης, αλλά μιας συγγραφικής συνείδησης που το συνέχει και το συγκροτεί σε σώμα. Έτσι, ο usus auctoris δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο συνηθίζει ένας δεδομένος συγγραφέας να γράφει κάτι και όλοι οι επιμελητές εκδόσεων γνωρίζουν, εμπειρικά τουλάχιστον, ότι συγκεκριμένοι συγγραφείς συνηθίζουν να χρησιμοποιούν συγκεκριμένες συντάξεις, συγκεκριμένες εκφράσεις, συγκεκριμένο λεξιλόγιο, που άλλοι συγγραφείς αποφεύγουν ή απλώς δε χρησιμοποιούν και, πάντως, κανένας σύγχρονος εκδότης δε θα διανοούνταν ποτέ να ισχυριστεί ότι οι συγγραφείς δεν υπάρχουν ή ότι έχουν πεθάνει ή ότι δε μας αφορούν.

            Θα αναφέρω λίγα μόνο, απλούστατα, παραδείγματα που προέρχονται από τη δική μου μικρή εκδοτική εμπειρία ενός κειμένου του 17ου αιώνα, της Πάλης του Ιωακείμ Κύπριου:[21] στο κείμενο αυτό, που αποτελείται από περισσότερους από 10000 15σύλλαβους στίχους που ομοιοκαταληκτούν ζευγαρωτά και από 122 εσωτερικούς τίτλους γραμμένους σε πεζή μορφή και που σώζεται σε αυτόγραφο κώδικα εδώ στο Βουκουρέστι, το τοπωνύμιο «Χανιά» απαντά 42 φορές στο χειρόγραφο με τη μορφή «Χανιά», 38 φορές με τη μορφή «Χανία» και 43 χωρίς τόνο.[22] Ως εκδότης είχα να αντιμετωπίσω το δίλημμα πώς να εκδώσω τους άτονους τύπους, χωρίς να μεταβάλω ουσιαστικά τα στατιστικά του κειμένου. Φυσικά σε κάποιες περιπτώσεις μπορούσα να διευκολυνθώ από το μέτρο, αλλά και πάλι οι περιπτώσεις που έμεναν αδιευκρίνιστες ήταν πολλές. Μέχρι που παρατήρησα, χάρη στη βοήθεια ενός προγράμματος ανάλυσης κειμένου, το Wordsmith Tools for Lexical Analysis,[23] ότι ο συγγραφέας μου συνήθιζε στους πεζούς τίτλους του έργου του να γράφει μόνο τον αρχαϊστικότερο τύπο «Χανία», ενώ στο έμμετρο κείμενο προτιμούνταν κατά κανόνα ο τύπος «Χανιά». Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, που είναι βέβαια απλούστατη, η συνήθεια του συγγραφέα διευκόλυνε τον εκδότη, δηλ. εμένα να αποφασίσω τι θα κάνω με τους διφορούμενους τύπους, δεδομένου ότι στο αυτόγραφο χειρόγραφο που είχα στη διάθεσή μου μπορούσε κανείς να διακρίνει σχετικά ξεκάθαρα μια συγκεκριμένη συγγραφική βούληση. Φυσικά τα πράγματα συνήθως είναι περισσότερο περίπλοκα. Για να αναφέρω μόνο λίγα ακόμη παραδείγματα: τι κάνει ένας σύγχρονος εκδότης με τις χρονικές αυξήσεις ε- σε ρηματικούς τύπους όπως «επήραν», «εφύγαν», κλπ. όταν προηγείται λέξη που τελειώνει σε [e], όπως λ.χ. «με πήραν», «και φύγαν», κοκ. Ή τι κάνει σε ανάλογες περιπτώσεις διπλοτυπιών, όπως λ.χ στην αντωνυμία «εκείνος»/ «κείνος», όταν προηγείται λέξη που τελειώνει σε [e];[24] Σε τέτοιες περιπτώσεις η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει πολύ, ιδιαίτερα ένα πρόγραμμα-πολυεργαλείο σαν το Wordsmith Tools που ουσιαστικά αποδομεί το κείμενο εις τα εξ ων συνετέθη και επιτρέπει στον εκδότη να πραγματοποιεί συνολικούς ελέγχους στο σώμα του κειμένου που εκδίδει και άρα να βασίζει την εκδοτική του δουλειά, που είναι πάντα δουλειά ερμηνευτική, σε στερεότερα κριτήρια. Θα αφήσω όμως κατά μέρος το πρόγραμμα για να επιστρέψω στην εκδοτική και στον usus auctoris.

            Αντιλαμβάνεται, ελπίζω, εύκολα κανείς ότι η εμπειρική γνώση του usus auctoris θα μπορούσε να είναι ένα επιχείρημα πολύ χρήσιμο στη συζήτηση για το θάνατο του συγγραφέα, αν οι θεωρητικοί είχαν λίγο μεγαλύτερη επαφή με την κριτική των κειμένων και την εκδοτική γενικότερα. Γιατί βέβαια τι νόημα έχει να αναζητήσει κανείς τη συνήθεια του συγγραφέα σε ένα κείμενο, αν ο συγραφέας έχει «πεθάνει» οριστικά. Το ότι η κριτική των κειμένων και η τεχνική των εκδόσεων μπορεί να φανεί χρήσιμη στη θεωρία δεν την καθιστά ένα φιλολογικό παράδεισο με όλα τα προβλήματά του λυμένα ή πολύ περισσότερο τη φιλολογική επιστήμη par excellence, όπως ίσως πιστεύουν κάποιοι ακόμη και σήμερα· κάθε άλλο μάλιστα θα έλεγα.

            Η κριτική των κειμένων όμως με τη σειρά της έχει ανάγκη τη θεωρία; Νομίζω πως ναι και θα προσπαθήσω να σας το δείξω διαβάζοντας ένα απόσπασμα από κείμενο εκδοτικής που αναφέρεται στη διαδικασία της emendatio (ή «διόρθωσης»):

 

«Στόχος της διόρθωσης είναι να παραγάγει το καλύτερο δυνατό κείμενο» […], το κείμενο δηλαδή που βρίσκεται όσο γίνεται πιο κοντά στις προθέσεις και τους εκφραστικούς τρόπους του συγγραφέα […]. Όταν πρέπει να παραμεριστούν ανωμαλίες που δεν μπορεί να εκφράζουν τη θέληση του συγγραφέα, κατά το εγχείρημα της διόρθωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη [διάφοροι] παράγοντες. [Πιο συγκεκριμένα] το κείμενο στο οποίο καταλήγει κανείς πρέπει να ανταποκρίνεται σε αυτό που ήθελε να εκφράσει (στην πρόθεση) ο συγγραφέας, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν να καθοριστεί από τα συμφραζόμενα. Θα πρέπει επομένως να ξεκινούμε από την «ουσία» ή από τις «σκέψεις» του συγγραφέα.

 

Η πρόταση που μόλις ακούσατε (να αναζητά δηλ. ο εκδότης την «πρόθεση» και τις «σκέψεις» του συγγραφέα) δεν έχει διατυπωθεί από κάποιον άγνωστο φιλόλογο στο 19ο αι., αλλά από έναν κορυφαίο σύγχρονό μας εκδότη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, τον Martin L. West, το 1973 στο εγχειρίδιό του Textual Criticism and Editorial Technique– και αναπαράγεται αυτούσια σχεδόν στο εγχειρίδιο του Gerhard ger Εinführung in die Klassische Philologie του 1980, από το οποίο και άντλησα το παράθεμα.[25] Υπενθυμίζω ότι και τα δύο κείμενα και ιδιαίτερα το βιβλίο του West χρησιμοποιούνται ως διδακτικά εγχειρίδια εκδοτικής και παλαιογραφίας σε όλα τα ελλαδικά τουλάχιστον πανεπιστήμια (και οι εκδοτικές αρχές που περιγράφουν, αν και αφορούν την αρχαία γραμματεία, είναι αποδεκτές και από τους νεοελληνιστές). Ας υποθέσουμε ότι ο West το 1973 ή ο ger το 1980 δεν είχαν ακούσει τίποτε για το θάνατο του συγγραφέα (στο κάτω-κάτω το 1968 ήταν μόλις λίγα χρόνια πριν). Δεν μπορεί όμως παρά να αναρωτηθεί εδώ κανείς: Είναι ποτέ δυνατόν να μην έχει ακούσει κανείς τους οτιδήποτε για την προθεσιακή πλάνη; Απ’ ό,τι φαίνεται είναι. Και δεν παραξενεύομαι: εκδότες και θεωρητικοί συστεγάζονται σήμερα στα ίδια τμήματα των φιλοσοφικών σχολών, αλλά κατά κανόνα διάγουν βίους παράλληλους, χωρίς ποτέ σχεδόν να συναντιούνται ή πολύ περισσότερο να συνεργάζονται.

            Ελπίζω ότι με τη σημερινή μου ανακοίνωση καταδείχτηκε σε κάποιον έστω βαθμό ότι μια τέτοια συνεργασία θα ήταν επιθυμητή και ευκταία και προπαντός χρήσιμη για όλους και κυρίως για την προαγωγή της επιστήμης μας που έχει ως ερευνητικό αντικείμενό της τα λογοτεχνικά κείμενα και την οποία διακονούμε όλες και όλοι, όπως και όσο μπορούμε. Θα ήθελα κλείνοντας να ευχαριστήσω την επιστημονική επιτροπή που έδωσε σε έναν εκδότη της πρώιμης νεοελληνικής περιόδου τη δυνατότητα να θεωρητικολογήσει και να θέσει ζητήματα παρά να λύσει και θα ήθελα επίσης να ευχηθώ στο μέλλον οι θεωρητικοί να στρέψουν τους προβληματισμούς τους και στην εκδοτική, οι επιμελητές εκδόσεων να αποκτήσουν μεγαλύτερη εξοικείωση με τη θεωρία, μα κυρίως, όπως θα έλεγε και ο προώρως γερασμένος και εκκωφαντικά σιωπηλός τα τελευταία χρόνια (πριν ασφαλώς από το θάνατό του) Αναγνωστάκης, «οι ποιητές όπως πάντα να γράφουν ωραία ποιήματα».

Σας ευχαριστώ για την αντοχή σας.  

 



* Το κείμενο της ανακοίνωσής μου δημοσιεύεται εδώ στη μορφή με την οποία εκφωνήθηκε, με την προσθήκη εκείνων μόνο των βιβλιογραφικών παραπομπών που κρίθηκαν απολύτως απαραίτητες. Ευχαριστίες οφείλω στο Πανεπιστήμιο Κύπρου για τις διευκολύνσεις που μου παρείχε, καθώς και στις/-ους φίλες/-ους Κώστα Δημάδη, Δώρη Κυριαζή, Φωτεινή Λίκα, Στράτο Μυρογιάννη, και τη σύζυγό μου Αθηνά Βαλδραμίδου για την υποστήριξη – το άρθρο αφιερώνεται στο Δώρη, γιατί δε θα είχε υπάρξει χωρίς τη δική του πρακτική μεν, αλλά καθοριστική βοήθεια. 

[1] Βλ. R. Barthes, «La mort de l’auteur», Mantéia, 5, 1968, σ. 12-17. Το κείμενο μεταφράστηκε στα αγγλικά στο R. Barthes, Image-Music-Text, Essays selected and translated by Stephen Heath, London: Fontana, 1977, σ. 142-148, το οποίο με τη σειρά του μεταφράστηκε στα ελληνικά· βλ. R. Barthes, Εικόνα-Μουσική-Κείμενο, προ-λόγος: Γιώργος Βέλτσος, μτφρ. Γιώργος Σπανός, Αθήνα: Πλέθρον, σ. 137-143.    

[2] Παραφράζω εδώ τον Jack Stillinger, Multiple Authorship and the Myth of SolitaryGenius, New York-Oxford: Oxford University Press, 1991, σ. 3.

[3] Για το κείμενο της διάλεξης που έδωσε o Foucault στο Collège de France στις 22/2/1969 βλ. Μ. Foucault, «Qu’est-ce qu’un auteur», Bulletin de la Société française de Philosophie, 63/3, 1969, σ. 73-104 (το κείμενο μεταφράστηκε στα αγγλικά στο M. Foucault, Language, Counter-Memory, Practice, edited with an introduction by Donald F. Bouchard, translated from the French by D. F. Bouchard and Sherry Simon, Ithaca, NY: Cornell University Press, 1977, σ. 113-138, ενώ υπάρχει άλλη μία αγγλική μετάφραση στο Josué V. Harari, (επιμ.), Textual Strategies: Perspectives in Post-structuralist Criticism, Ithaca, NY: Cornell University Press, 1979, σ. 141-160, βασισμένη σε αναθεωρημένη εκδοχή του κειμένου, που εκφωνήθηκε στο State University of New York στο Buffalo· όσο ξέρω δεν υπάρχει ελληνική μετάφραση).       

[4] Βλ. Peter Steiner, «Ρώσικος φορμαλισμός» στο Raman Selden, (επιμ.), Από τον φορμαλισμό στον μεταδομισμό, μτφρ. Αθηνά Βαλδραμίδου, Γιάννα Δεληβοριά, Ιωάννα Ναούμ, Άννα Παπανικολάου, Φαίη Χατζηιωαννίδου, θεώρηση μτφρ. Μίλτος Πεχλιβάνος, Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ-Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], 2004, σ. 30. Το κεφ. αυτό (σ. 30-54) αποτελεί την καλύτερη συνοπτική παρουσίαση του κινήματος που διαθέτουμε στα ελληνικά· για μια ανθολόγηση μεταφρασμένων κειμένων ρώσων φορμαλιστών βλ. Τzvetan Todorov, (επιμ.), Θεωρία λογοτεχνίας. Κείμενα των ρώσων φορμαλιστών, πρόλ. Roman Jakobson, μτφρ. Ηλίας Π. Νικολούδης, φιλολογική επιμ. Άννα Τζούμα, Αθήνα: Οδυσσέας, 1995· για γενικότερη ενημέρωση αξεπέραστη παραμένει η μονογραφία του Victor Erlich, Russian Formalism: History, Doctrine, fourth edition, The Hague: Mouton, 1980.

[5] Βλ. Steiner, «Ρώσικος φορμαλισμός», ό.π., σ. 33-34.

[6] Για τον τσέχικο δομισμό βλ. την ενδιαφέρουσα απολογία περισσότερο παρά απολογισμό του Lubomír Doležel, «Ο δομισμός της Σχολής της Πράγας» στο Selden, Από τον φορμαλισμό..., ό.π., σ. 57-89 (ιδίως σ. 74-5 για το θέμα που θίγεται εδώ). 

[7] Για την «προθεσιακή πλάνη» (intentional fallacy) βλ. το σχετικό λήμμα στο Meyer Howard Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφρ. Γ. Δεληβοριά, Σ. Χατζηιωαννίδου, Αθήνα: Πατάκης, 2005, σ. 408-9, καθώς και το ομότιτλο κείμενο του 1946 των William K. Wimsatt και Monroe C. Beardsley, «Η πλάνη των προθέσεων», μτφρ.-σημειώσεις Τάκης Καγιαλής και Μιχάλης Πιερής, Παλίμψηστον, 8, 1989, σ. 53-76.

[8] Πρόκειται για το γνωστό αφορισμό «Il n’y a pas de hors-texte» που συναντάμε στο Jacques Derrida, De la grammatologie, Paris: Ed. de Minuit, 1967, σ. 157. Τα σημαντικότερα έργα του Derrida έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά – περισσότεροι από 20 τίτλοι κυκλοφορούν στην ελληνική βιβλιαγορά· βλ. κυρίως τα Περί γραμματολογίας, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Γνώση, 1990 και Η γραφή και η διαφορά, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα: Καστανιώτης, 2003 (θεωρώ πιο πετυχημένη την απόδοση της ντεριντιανής différance ως διαφωράς, όπως προτείνουν οι μεταφράστριες Γ. Δεληβοριά και Σ. Χατζηιωαννίδου στο Abrams, Λεξικό..., ό.π., σ. 44). Για την αποδόμηση και το «μεταδομισμό» βλ. Jonathan Culler, On deconstruction. Theory and Criticism after Structuralism, Ithaca, NY: Cornell University Press, 1982, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε σε ελληνική μτφρ. (J. Culler, Αποδόμηση. Θεωρία και κριτική μετά το δομισμό, μτφρ. Απόστολος Λαμπρόπουλος, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2006), την οποία όμως δεν έχω ακόμη δει.    

[9] Μια καλή επισκόπηση της όλης συζήτησης γύρω από το θάνατο (αλλά και την τελική επιστροφή) του συγγραφέα προσφέρει το Seán Burke, The Death and Return of the Author. Criticism and Subjectivity in Barthes, Foucault and Derrida, first edition 1992, reprint of the second edition (1998), Edinburgh: Edinburgh University Press, 2004 – ευχαριστώ και από τη θέση αυτή τη Φωτεινή Λίκα για το αντίτυπο που μου έστειλε.

[10] Δανείζομαι εδώ την περιγραφή του Rorty για τη Νέα Κριτική σε σχέση με την αποδόμηση (βλ. R. Rorty, «Αποδόμηση» στο Selden, Από τον φορμαλισμό..., ό.π., σ. 255).  

[11] Βλ. A. Compagnon, O δαίμων της θεωρίας. Λογοτεχνία και κοινή λογική, μτφρ. Α. Λαμπρόπουλος, επιμ.-θεώρηση μτφρ. Ά. Τζούμα, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003, σ. 62. 

[12] Για τις οποίες αξίζει να διαβάσει κανείς τις παρατηρήσεις του J. Culler στο κεφ. «Τι είναι θεωρία;» από το βιβλίο του Λογοτεχνική Θεωρία. Μια συνοπτική εισαγωγή, μτφρ. Καίτη Διαμαντάκου, β΄ έκδ., Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2003, σ. 1-22.  

[13] Βλ. Compagnon, O δαίμων..., ό.π., σ. 115.

[14] Το κεφ. για το συγγραφέα είναι το εκτενέστερο του βιβλίου (βλ. Compagnon, O δαίμων..., ό.π., σ. 61-141).

[15] Βλ. Compagnon, O δαίμων..., ό.π., σ. 113.

[16] Βλ. Compagnon, O δαίμων..., ό.π., σ. 138.

[17] Χρειάστηκε να αφιερώσει στο θέμα ένα εκτενές κεφ. 80 σελίδων (βλ. παραπάνω σημ. 14), δηλαδή σχεδόν διπλάσιο σε έκταση σε σχέση με τα υπόλοιπα κεφ. του βιβλίου.   

[18] Το ότι δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα ούτε σήμερα ούτε ποτέ άλλοτε υποστηρίζει ο J. Stillinger στο Multiple Authorship..., ό.π. (σημ. 2), αλλά το ζήτημα χρειάζεται ξεχωριστή πραγμάτευση αλλού.  

[19] Για τον Κοραή βλ.την ενότητα «Ο Κοραής ως φιλόλογος, κριτικός και εκδότης κειμένων» στο Άννα Ταμπάκη, Περί νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ρεύματα ιδεών και δίαυλοι επικοινωνίας με τη δυτική σκέψη, Αθήνα: Ergo, 2004, σ. 190-200, καθώς και τα σχετικά λήμματα στο Δ.Γ. Αποστολόπουλος και Ε.Ν. Φραγκίσκος, (επιμ.),  Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Βιβλιογραφία 1945-1995, Αθήνα: ΚΝΕ/ΕΙΕ και Τομέας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 1998. Για τον Aldus Manutius βλ. το βιοεργο-γραφικό σημείωμα στο Evro Layton, The Sixteenth Century Greek Book in Italy. Printers and Publishers for the Greek World, Venice: Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Postbizantini di Venezia, 1994, σ. 381-387, όπου και βιβλιογραφία.  

[20] Ο Έρασμος συνέχισε να βελτιώνει το κείμενο και να εμπλουτίζει τις Annotationes σε όλες τις εκδόσεις της Καινής Διαθήκης που κυκλοφόρησαν όσο ζούσε (1516, 1519, 1522, 1526 και 1535). Φυσικά, η βιβλιογραφία γύρω από το ζήτημα είναι τεράστια. Για μια γενική συζήτηση της συμβολής του βλ. Jerry H. Bentley, «Erasmus' Annotationes in Novum Testamentum and the Textual Criticism of the Gospel», Archiv für Reformationsgeschichte, 67, 1976, σ. 33-53, καθώς και το κεφ. του Alastair Hamilton, «Humanists and the Bible» στο Jill Kraye, (επιμ.), The Cambridge Companion to Renaissance Humanism, Cambridge: Cambridge University Press, 1998, σ. 100-117. Για τα εκδοτικά γενικότερα βλ. τον τόμο Erika Rummel, (επιμ.), Editing texts from the age of Erasmus. Papers given at the Thirtieth Annual Conference on Editorial Problems, University of Toronto, 4-5 November 1994, Toronto and London : University of Toronto Press, 1996.

[21] Βλ. Τ. Α. Kaplanis, «Towards a Critical Edition of Ioakeim Kyprios’ Struggle» στο Elizabeth Jeffreys και Michael Jeffreys, (επιμ.), Αναδρομικά και προδρομικά. Approaches to Texts in Early Modern Greek. Papers from the Conference Neograeca Medii Aevi V, Exeter College, University of Oxford, September 2000, Oxford: χ.ε., 2005, σ. 33-46. Το κείμενο έχει προγραμματιστεί να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου το 2008. 

[22] Ως «τόνο» δέχομαι οποιοδήποτε διακριτικό (οξεία, βαρεία, περισπωμένη, ψιλή, δασεία, κουκκίδα).

[23] Το Wordsmith Tools for Lexical Analysis του Mike Scott διατίθεται σε παλιότερες εκδόσεις (και σε έκδοση επίδειξης) από το δημιουργό του στο http://www.lexically.net/wordsmith/ ή στην τελευταία έκδοσή του (4.0), μέσω διαδικτύου αποκλειστικά, από την ιστοσελίδα του Oxford University Press http://www.oup.co.uk/. Στο συνέδριο ο χρόνος δε μου επέτρεψε να παρουσιάσω το πρόγραμμα. Κατά βάση, λειτουργεί ως εξής: επιλέγετε ένα κείμενο που είναι γραμμένο σε μορφή ASCI (plain text) και μέσω του Wordlister το πρόγραμμα δημιουργεί αυτόματα πλήρη πίνακα λέξεων του κειμένου. Φυσικά, ο πίνακας αυτός χρειάζεται επεξεργασία, γιατί περιέχει ‘λέξεις’/αναφορές (tokens ή references) και όχι λεξικές μορφές ή λήμματα. Πάντως, ο πίνακας αυτός σε συνδυασμό με τη δυνατότητα που παρέχει το πρόγραμμα για παράλληλη χρήση «κονκορντάντσας»/πίνακα συμφραζομένων διευκολύνουν ιδιαίτερα τη δουλειά του σύγχρονου εκδότη. Το μόνο πρόβλημα που μπορεί να υπάρξει είναι η τεχνολογία να μας οδηγήσει σε μια τεχνητή συνοχή και συνέπεια, που μπορεί να κατακτιέται από τον εκδότη με τη βοήθεια του υπολογιστή, αλλά ενδεχομένως παραείναι τεχνητή και δεν αναταποκρίνεται στην πραγματική εικόνα καμίας γλώσσας κανενός συγγραφέα σε καμία ιστορική περίοδο.

[24] Για τις λύσεις που έδωσα στις συγκεκριμένες περιπτώσεις βλ. Anastasios (Tassos A.) Kaplanis, Ioakeim Kyprios’ Struggle (mid-17th century). A Study of the Text with an Edition of Selected Passages, Unpublished PhD thesis, University of Cambridge, 2003, σ. 162 σημ. 10.  

[25] Βλ. την ελληνική μτφρ. G. ger, Εισαγωγή στην κλασική φιλολογία, μτφρ. Δανιήλ Ι. Ιακώβ – Μίλτος Πεχλιβάνος, Αθήνα: Παπαδήμας, 1987, σ. 58-59. Το κείμενο του West αναφέρει: «Πρέπει να ανταποκρίνεται ως προς το νόημα σε αυτό που ήθελε να πει ο συγγραφέας, στο βαθμό που είναι δυνατό να καθοριστεί το νόημα αυτό από τα συμφραζόμενα» (βλ. M. L. West, Κριτική των κειμένων και τεχνική των εκδόσεων, όπως εφαρμόζονται στους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, μτφρ. Γιώργος Μ. Παράσογλου, Αθήνα: Ζαχαρόπουλος, 1989, σ. 65), ενώ προσθέτει παρακάτω: «Ο κριτικός [...] πρέπει να υποβάλλει στη βάσανο της κριτικής όλες τις λέξεις του κειμένου, εξετάζοντας αν η κάθε λέξη συμφωνεί με τη σκέψη και την έκφραση του συγγραφέα» (βλ. M. L. West, Κριτική..., ό.π., σ. 76).