Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος

Εκκλησία και Διπλωματία: Η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης κατά τη δεκαετία του 1960

Ο πρέσβυς Βύρων Θεοδωρόπουλος στο βιβλίο του «Εξωτερική Πολιτική, Διπλωματία και Διπλωμάτες» αναφέρει: «Η διαπραγμάτευση εξυπηρετεί το βασικό στόχο της διπλωματίας, την εξεύρεση δηλαδή τρόπου συμβιβασμού των αντιτιθέμενων συμφερόντων με στόχο την ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα στα κράτη και, όπου αυτό είναι δυνατό, την ανάπτυξη μιας επωφελούς και για τις δύο πλευρές συνεργασίας»[1].

Στον ανωτέρω ορισμό η διαπραγμάτευση περιγράφεται ως το κυριότερο και ίσως το δυσκολότερο αντικείμενο της διπλωματίας, που βρίσκει εφαρμογή μεταξύ εκπροσώπων κρατών. Τι γίνεται όμως όταν οι διαπραγματευόμενοι δεν είναι εκπρόσωποι κρατών αλλά εκκλησιών; Είναι εφικτή η εφαρμογή της «τέχνης του διαπραγματεύεσθαι» πέραν της πολιτικής; Η εκκλησιαστική ιστορία απαντά καταφατικά. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ορατή της, ανθρώπινη, πραγματικότητα καθώς, ως γνωστόν, από θεολογικής απόψεως τα πάντα εκχωρούνται «Χάριτι Θεία».
Στην παρούσα εισήγηση θα επιχειρηθεί μια διπλωματική-πολιτική ερμηνεία στο θέμα της προσέγγισης των Εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης, που έχει την απαρχή της λίγο πριν την αρχή της δεκαετίας του 1960 και την κορύφωσή της το Δεκέμβριο του 1965 με την υπογραφή των κειμένων της αμοιβαίας άρσης των αναθεμάτων του σχίσματος.

 

Η διάσταση Ρώμης-Κωνσταντινούπολης

Η καχυποψία, η ακαμψία εμπρός σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία και εν τέλει η απομόνωση ήταν οι κύριες συνιστώσες στις σχέσεις ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Oι αιτίες αυτού του φαινομένου ανάγονται πολύ πριν από τα μέσα του 11ου αιώνα όταν λόγοι πολιτικών συγκυριών[2] και λατρευτικών διαφορών[3], με επιπτώσεις σε δογματικά ζητήματα του χριστιανισμού οδήγησαν τον Ιούλιο του 1054 στον αφορισμό από τους εκπροσώπους της Εκκλησίας της Ρώμης με επικεφαλής τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο[4] -ο θρόνος της Ρώμης ήταν ακέφαλος λόγω του θανάτου του Πάπα Λέοντος Θ΄- του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριου. Με τη σειρά του ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος κατόπιν «συναινέσεως του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου» συγκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη η οποία αναθεμάτισε το ασεβές έγγραφο του Ουμβέρτου.
Η μελέτη της ιστορικής βιβλιογραφίας μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε μια σειρά προσπαθειών προσέγγισης Ανατολής και Δύσης που στηριζόταν συνήθως σε ιδιοτελή ευκαιριακά κριτήρια παρά στην ειλικρινή θέληση για ουσιαστική και οριστική άρση του σχίσματος. Ενδεικτικά μπορεί να γίνει αναφορά στην εξασθένηση της δύναμης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από την άλωση των Σταυροφόρων το 1204, στις προσπάθειες που οδήγησαν στη σύγκληση της Συνόδου της Λυών το 1268[5] με στόχο την επανένωση των χριστιανών και στη διάσταση που δημιουργήθηκε ως επακόλουθο αυτών των πρωτοβουλιών μεταξύ πολιτικής και θρησκευτικής ηγεσίας στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Το αυτό πνεύμα επικράτησε και κατά τη διάρκεια της σύγκλησης της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438-39, δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν τη πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ αντιλαμβανόμενος τον οθωμανικό κίνδυνο στράφηκε προς τη Δύση προσβλέποντας στη βοήθειά της και προσφέροντας ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών[6]. Ως γνωστόν κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου η βυζαντινή αντιπροσωπεία διχάστηκε καθώς εντός των κόλπων της επικρατούσαν τόσο ανθενωτικές όσο και φιλενωτικές στάσεις. Όταν λόγω της επιδημίας της πανώλης οι εργασίες της Συνόδου μεταφέρθηκαν από τη Φερράρα στη Φλωρεντία στις 26 Φεβρουαρίου 1439 η διάσταση των απόψεων περί της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος ήταν πλέον εμφανής[7]. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης φοβούμενος ότι ενδεχόμενη ρήξη θα του αποστερούσε την πολύτιμη βοήθεια που προσέβλεπε από τη Δύση πρότεινε μια συμβιβαστική λύση με αποτέλεσμα να διχαστεί ακόμη περισσότερο η ανατολική αντιπροσωπεία[8].

Παρά τα διαφαινόμενα προβλήματα, στις 5 Ιουλίου 1439 υπεγράφη ο «Όρος» το διάταγμα δηλαδή της Συνόδου όπου ουσιαστικά αποτελούσε και το κείμενο της ένωσης των δύο Εκκλησιών. Ο διχασμός μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών είχε ως αποτέλεσμα οι τρεις πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων να αποκηρύξουν την ένωση. Τα πράγματα είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε ο ενωτικός επίσκοπος Μόσχας Ισίδωρος να τελέσει στο ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη ενωτική θεία Λειτουργία στις 12 Δεκεμβρίου 1452, κατά τη διάρκεια της οποίας αναγνώστηκε το διάταγμα της Συνόδου «ως προσωρινή λύσις μέχρι απωθήσεως του τουρκικού κινδύνου, οπότε το όλον ζήτημα της ενώσεως θα αναθεωρείτο»[9]. Λίγα χρόνια μετά την Άλωση, το 1484, τοπική Σύνοδος ακύρωσε τα αποφασισθέντα στη Φλωρεντία[10]. Η ανακήρυξη του αλάθητου του Επισκόπου Ρώμης σε δόγμα από την Α΄ Βατικανή Σύνοδο το 1870 ενέτεινε έτι περαιτέρω τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων[11]. Σε αυτό το αρνητικό κλίμα θα πρέπει να προστεθούν και οι αντιδράσεις που προκάλεσε η εγκύκλιος που εξέδωσε στις 30 Νοεμβρίου 1894 Πάπας Λέων ΙΓ΄, «επιμενούσης εις την αρχήν του πρωτείου του Πάπα, την αρχήν ταύτην πάντων των κακών εν τη Εκκλησία»[12].

 

Η προσέγγιση των δύο Εκκλησιών

Η απομονωτική αυτή κατάσταση έμελλε μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο να δώσει τη θέση της στην προσέγγιση, στο διάλογο και σε μια σειρά χειρονομιών χάριν στις διαπραγματευτικές ικανότητες τόσο των ηγητόρων των δύο Εκκλησιών όσο και των άμεσων συνεργατών τους. Είχαν προηγηθεί δύο προσπάθειες προσέγγισης από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ το 1902 και 1904 οι οποίες λόγω των αντιδράσεων τόσο στο εσωτερικό του Φαναρίου όσο και στην ορθοδοξία γενικότερα δεν βρήκαν καρποφόρο έδαφος[13]. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να τοποθετηθεί και η πρωτοβουλία του τοποτηρητή του χηρεύοντος πατριαρχικού θρόνου Μητροπολίτη Προύσης Δωρόθεου ο οποίος το 1920 με εγκύκλιο που απέστειλε «προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού», διαμήνυε την ανάγκη εξουδετερώσεως της δυσφορίας και της δυσπιστίας στις μεταξύ τους σχέσεις και πρότεινε τη δημιουργία μιας μορφής «Κοινωνίας των Χριστιανικών Εκκλησιών», κατά το πρότυπο της Κοινωνίας των Εθνών, για την προώθηση του πνεύματος συνεργασίας σε πρακτικό επίπεδο[14]. Ο αιφνίδιος θάνατος του τοποτηρητή στο Λονδίνο το Μάρτιο του 1921 και η επακολουθήσασα μικρασιατική καταστροφή ανέκοψαν τις οικουμενικές πρωτοβουλίες του πατριαρχείου.

Βεβαίως, η διπλωματική προσέγγιση των δύο μεγαλύτερων χριστιανικών ομολογιών δεν συντελείται εν κενώ. Συνεπικουρείται από το ευνοϊκό διεθνές κλίμα το οποίο επιτάσσει την ανάγκη συσπείρωσης του δυτικού στρατοπέδου στο πλαίσιο της σταδιακής κορύφωσης του ψυχρού πολέμου. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, έχοντας στο ενεργητικό του και την εμπειρία της δεοκτάχρονης παρουσία του στην Αμερική ως Αρχιεπίσκοπος, στην ενθρονιστήρια ομιλία του στις 27 Ιανουαρίου 1948 είχε κάνει λόγο για το παραλήρημα καταδιώξεως μεταξύ των λαών, με σαφείς υπαινιγμούς κατά των μεθόδων της Σοβιετικής Ένωσης τονίζοντας επί λέξει «υπάρχουσι λαοί μισούντες σήμερον [...] και απειλούντες τους γείτονας αυτών δι’ εξαφανισμού»[15].
Οι παρουσίες του Πατριάρχη Αθηναγόρα[16] στο Φανάρι αφ’ ενός, και του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ (1958-1963)[17], καθώς και του διαδόχου του Παύλου Στ΄ (1963-1978)[18] στο Βατικανό αφ’ ετέρου, αποδεικνύονται ιστορικά καταλυτικές. Η συνύπαρξή τους δε με εκκλησιαστικές προσωπικότητες εγνωσμένης θεολογικής αντίληψης αλλά και διεθνούς κύρους, όπως ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων Χατζής[19] και ο Καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα[20], θα συμβάλει τα μέγιστα στη δημιουργία του απαραίτητου, για την έναρξη των διαπραγματεύσεων, κλίματος εμπιστοσύνης.

Έτσι, αν όπως υποστηρίζεται η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, στη γλώσσα της διπλωματίας η βολιδοσκόπηση[21] συνιστά το πρώτο βήμα μιας επιτυχούς πορείας προσέγγισης. Τα Χριστούγεννα του 1958, στο μήνυμά του, ο Πάπας Ιωάννης σχεδόν απαντώντας στην ενθρονιστήριο ομιλία του Αθηναγόρα, κατά την οποία είχε προσκαλέσει «τους σεπτούς αρχηγούς των χριστιανικών εκκλησιών της σεβασμίας Ρώμης της Εκκλησίας της Αγγλίας […] εις συνεργασίαν απέναντι των κατά της εκκλησίας και της κοινωνίας κινδύνων»[22], απευθύνει μήνυμα ενότητας προς όλους τους χριστιανούς «να προσεγγίσουν αλλήλους, να συναδελφωθούν και να ενωθούν»[23].

Η συνάντηση του νεοεκλεγέντος Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ιακώβου[24] με τον Πάπα Ιωάννη στην Αγία Έδρα, τον Απρίλιο του 1959, εκτός από τη βαρύτητα που κατέχει απέναντι στην ιστορία καθώς καταγράφεται ως η πρώτη επίσκεψη ορθόδοξου αρχιερέως μετά από πέντε αιώνες[25], θα επιβεβαιώσει την αμοιβαία αντίληψη για μια θετική διαχείριση του «προβλήματος». Αυτός είναι άλλωστε και ο ρόλος των προκαταρκτικών συνεννοήσεων σε μια διαπραγμάτευση: η διερεύνηση του πεδίου δράσης ώστε η μετέπειτα πορεία να έχει καρποφόρα αποτελέσματα[26]. Κατά τη συνάντηση ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος θέτει ως προϋπόθεση επιτυχίας τη μη επανάληψη εκ μέρους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας της πρόσκλησης στους «διαιρεμένους αδελφούς». Ο Ιωάννης διαβεβαίωσε τον Αρχιεπίσκοπο ότι η πρόσκληση θα ήταν «καρπός της αναζητήσεως του ενός υπό του άλλου»[27].

Στο εγχείρημα της διπλωματικής προσέγγισης των Εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η χρονική στιγμή κατά την οποία λαμβάνει χώρα. Το Φανάρι βρισκόταν αντιμέτωπο με την εχθρική στάση της Τουρκικής Δημοκρατίας λόγω αφενός της αναζωπύρωσης του Κυπριακού ζητήματος αφετέρου δε των επιπτώσεων που αυτό είχε για αυτή την ίδια την υπόστασή του στο μέλλον[28]. Βασικό σκεπτικό του Αθηναγόρα ήταν η διασφάλιση της συνέχειας της παραμονής του Πατριαρχείου σε μια χώρα η οποία το θεωρούσε ως ίδρυμα της περιφέρειας του Φαναρίου με ευρύτερη δυνατότητα παρέμβασης και στην εκλογή Οικουμενικού Πατριάρχη. Μοναδικός τρόπος για να εκπληρώσει το στόχο του ο Αθηναγόρας ήταν αφενός, να κάνει ευρέως γνωστή την ύπαρξή του Πατριαρχείου παγιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη θέση του στη διεθνή σκακιέρα και αφετέρου, να συσπειρώσει τη φωνή των ορθόδοξων Εκκλησιών ώστε να ενδυναμωθεί το κύρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι της ισχυρής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Η σύγκληση της Β΄ Βατικανής Συνόδου τον Οκτώβριο του 1962 στην οποία είχαν προσκληθεί να συμμετάσχουν 2.860 επίσκοποι από 141 χώρες αποτέλεσε το κορυφαίο γεγονός του 20ου αιώνα για την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καθώς στόχευε στη λήψη μεταρρυθμιστικών και αναμορφωτικών αποφάσεων[29]. Παράλληλα η σύγκλιση τριών πανορθόδοξων συνόδων για την Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1960, εκτός των άλλων, θα λειτουργήσει επικουρικά στην επίλυση εσωτερικών δυσλειτουργιών στο θέμα της προσέγγισης με σκοπό την αποφυγή εκτροπών[30]. Κορύφωση της πρώτης αυτής περιόδου συνομιλιών θα αποτελέσει το ταξίδι των δύο προκαθημένων στα Ιεροσόλυμα, τον Ιανουάριο του 1964. Δυόμιση χιλιάδες δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο καταγράφουν τη συνάντηση Αθηναγόρα και Παύλου ΣΤ΄, μεταφέροντας το επικοινωνιακό μήνυμα της έναρξης του διαλόγου και τη θραύση του αδιεξόδου μεταξύ Ρώμης-Κωνσταντινούπολης.[31] Το σκεπτικό του Πατριάρχη Αθηναγόρα ήταν σαφές: «Γνωρίζωμεν τι μας χωρίζει, αλλά είναι πολύ πιο πολλά και σημαντικά αυτά που μας ενώνουν»[32]. Υπ’ αυτό το πρίσμα, μια σειρά χειρονομιών, όπως η παραχώρηση της Κάρας του Αγίου Ανδρέα το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, από το Βατικανό, τόπο φύλαξή της από το 1462, η ανταλλαγή δώρων, η αποστολή παρατηρητών εκ μέρους του Πατριαρχείου κατά την Γ΄ περίοδο εργασιών της Βατικανής Συνόδου[33] καθιστούν τη διαδικασία προσέγγισης απτή πραγματικότητα και για το ευρύ κοινό επιτυγχάνοντας την άρση της καχυποψίας, καθώς προβάλλονται κατ’ αυτό τον τρόπο τα κοινά αναθήματα της χριστιανοσύνης.

 

Η Νομική Ρύθμιση του Ζητήματος

Το δημιουργηθέν θετικό κλίμα είχε θέσει τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση της προσέγγισης με μια πράξη συμφιλίωσης, νομικά δεσμευτικής για τα δύο μέρη. Η πρόταση του Μητροπολίτη Ηλιουπόλεως και Θείρων Μελίτωνα Χατζή, για την άρση των αναθεμάτων του σχίσματος από τη μνήμη των δύο εκκλησιών, φέρνει τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι άτυπες μέχρι τότε συναντήσεις θα δώσουν τη θέση τους σε μια Μικτή Επιτροπή Ιεραρχών και κορυφαίων θεολόγων της εποχής επιφορτισμένης να μελετήσει διεξοδικά το ζήτημα[34]. Η ιεράρχηση των θεμάτων έθετε ξεκάθαρα την όλη προβληματική: «Πού συναντώμεθα, τί επιζητούμεν, ποίοι οι αμέσως ενδιαφερόμενοι, εκ ποίων εκκλησιαστικών αρχών εκκινούμεν, ποίος ο χαρακτήρ της πράξεως (της άρσης), προοπτική και ωφελιμότης της πράξεως»[35].

Η ομιλία αυτή αποτελεί ένα διπλωματικό κείμενο, στο οποίο ο διαπραγματευτής εκθέτει τις θέσεις του κατά τρόπο τέτοιο ώστε να αποκλείεται κάθε περιθώριο παρερμηνείας. Σύμφωνα λοιπόν με τον Μητροπολίτη Ηλιουπόλεως: α) «Συναντώμεθα επί της οδού της αποκαταστάσεως αγάπης μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας…», β) «Επιζητούμεν όπως […] άρωμεν θλιβεράς πράξεις του παρελθόντος […] υπό την παρούσαν διάρθρωσιν των περί ημάς πραγμάτων προς διευκόλυνσιν της περαιτέρω αναπτύξεως των αδελφικών σχέσεων των δύο Εκκλησιών», γ) «…πρώτοι και άμεσοι ενδιαφερόμενοι είναι οι δυο θρόνοι της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως, των οποίων έργον δικαιοδοσίας, ευθύνης, δικαιοσύνης και διακονίας είναι η επανόρθωσις των πράξεων εκείνων…», δ) «Εκκινούμεν εκ των αρχών 1)Ότι η επιθυμία δι’ επανόρθωσιν υπάρχει κοινή… 2) Ότι η επανόρθωσις γενήσεται αμοιβαίως … 3) Ότι κοινή έσται η διακήρυξις της κοινής επιθυμίας, αποφάσεως και πράξεως…», «…η επανορθωτική πράξις έσται πράξις αγάπης, ήτις αίρει εν εμπόδιον εις την προσπάθειαν καλλιέργειας αδελφικών σχέσεων […], ε) Δια της πράξεως ταύτης δεν αποκαθίσταται (sic) η πλήρης κοινωνία μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθ’ όσον αύτη ουδεμίαν επιφέρει μεταβολήν εις την υφισταμένην σήμερον εν εκατέρα των δύο Εκκλησιών κατάστασιν δογματικής διδασκαλίας, κανονικής τάξεως, θείας λατρείας και εν γένει εκκλησιαστικού βίου, ουδέ σημαίνει αποκατάστασιν της κοινής μυστηριακής ζωής (sic)», στ) «…δέον αύτη να θεωρηθή […]εν νέον θετικόν βήμα και σπουδαίον ιστορικόν βήμα, διότι […] γίνεται απαρχή επανορθώσεως και άλλων ιστορικών σφαλμάτων, εδραιώνει την εμπιστοσύνην, δημιουργεί πρόσφορον ψυχολογικόν παράγοντα […]αλλά περαιτέρω θεραπεύει μίαν πρωταρχικήν του συγχρόνου κόσμου ανάγκην, τροφοδοτούσα παραδειγματικώς δι’ έργων την παγκόσμιον ειρήνην»[36].

Στο αυτό πνεύμα και η Ρωμαιοκαθολική αντιπροσωπεία υπό τον Επίσκοπο Ιωάννη σκιαγραφεί τις απόψεις της Δυτικής πλευράς: Παρόλο το γεγονός ότι ο Πάπας άφηνε κάθε ελευθερία κινήσεων στην Επιτροπή ως προς ην πορεία των συζητήσεων, συνιστούσε να αποφευχθεί η λεπτομερείς ανάλυση των ιστορικών γεγονότων, ώστε να γίνει εφικτή η εξυγίανση των σχέσεων μέσω του εις βάθος διαλόγου,με στόχο την προετοιμασία της κατάλληλης οδού που θα οδηγούσε στην κοινωνία μεταξύ των δύο Εκκλησιών[37].

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, παραμερίζεται ο παράγων της ισχύος και οι δύο πλευρές συνδιαλέγονται «επί ίσοις όροις», ενώ παράλληλα απομονώνονται τα θέματα «υψηλού κινδύνου», όπως στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν μια συζήτηση περί του πρωτείου του Πάπα. Η Μικτή Επιτροπή εστιάσε το ενδιαφέρον της τόσο στην υπογραφή της πράξης αυτής καθεαυτής όσο και στην ωφελιμότητά της που δεν ήταν άλλη από την οριστική άρση της ακοινωνησίας Ρώμης-Κωνσταντινούπολης, ως επενέργεια του σχίσματος του 1054 και από νομικής πλέον πλευράς. Θα πρέπει δε να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι από Ρωμαιοκαθολικής πλευράς υπήρχε η άποψη ότι το ανάθεμα εθεωρείτο άκυρο «ως γενόμενο καθ’ υπέρβασιν εντολής. Οι επιπτώσεις του αναθέματος- σύμφωνα πάντα με τη Δυτική Εκκλησία- περιορίζονταν στο πρόσωπο, δηλαδή τον Μιχαήλ Κυρουλάριο και έπαυαν να ισχύουν από τη στιγμή του θανάτου του». Πάρα ταύτα δεν παραβλέπονταν οι ιστορικές και άλλες επιπτώσεις της επίσημης διακήρυξης της άρσης των αναθεμάτων του σχίσματος από τη μνήμη των δύο Εκκλησιών. Σε αυτό όμως το σημείο εστιάζεται και η ικανότητα του καλού διαπραγματευτή: Στην ικανότητα του δηλαδή να βλέπει το θέμα και από την πλευρά του άλλου μέρους ώστε να αξιοποιήσει κατά το θετικότερο τις ευκαιρίες που του δίνονται, απομονώνοντας τα θετικά στοιχεία που ενώνουν τα ενδιαφερόμενα μέρη μη διστάζοντας να προχωρήσει ακόμα και σε ρηξικέλευθες προτάσεις, όπως στην περίπτωση μας είναι η πρόταση για την άρση των αναθεμάτων του σχίσματος και αυτό παρά το γεγονός ότι στη γνώμη της Καθολικής Εκκλησίας το ανάθεμα εστιάζονταν μόνο στο πρόσωπο και έπαυε να ισχύει μετά το θάνατο του. Η κατανόηση παρ’ όλα αυτά μιας τέτοιας πράξης και το αντίκτυπο που θα είχε ο συμβολισμός της στο πλήρωμα των δύο εκκλησιών πείθουν και τους πλέον διστακτικούς να προχωρήσουν.

Οι επίσημες τελετές της άρσης έλαβαν χώρα την Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 1965 συγχρόνως στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό προεξάρχοντος του Πάπα Παύλου Στ΄ και στον Πατριαρχικό Ναό στο Φανάρι μετά τη λήξη της Λειτουργίας η οποία τελέστηκε με Πατριαρχική και Συνοδική χοροστασία. Αντιπροσωπείες από τις δύο Εκκλησίες παρίσταντο αντιστοίχως στους δύο Καθεδρικούς Ναούς[38]. Αξίζει ίσως να αναφερθεί ότι στην εξαμελή πατριαρχική αντιπροσωπεία συμμετείχε, ως διάκονος τότε, ο σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος[39].
Τον Ιούλιο του 1967 ο Πάπας Παύλος Στ΄ μετέβη στην Κωνσταντινούπολη πραγματοποιώντας επίσημη επίσκεψη στο Φανάρι, κατά την οποία έγινε δεκτός με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια[40]. Την επίσκεψη αυτή θα ανταποδώσει ο Πατριάρχης Αθηναγόρας τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, μεταβαίνοντας στο Βατικανό[41].

 

Αξιολογήσεις

Στο βιβλίο του με θέμα «Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία» ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος αναφέρει: «…οι θρησκείες υπήρξαν συχνά παράγοντες φοβερών συγκρούσεων και αγεφύρωτων διαιρέσεων, […] δημιούργησαν στεγανά πολιτιστικά σύνολα και ανέστειλαν την πορεία προς παγκόσμια αρμονική συμβίωση»[42]. Σε μια περίοδο της ιστορίας κατά την οποία η διχαστική πολιτική του ψυχρού πολέμου άρχιζε να παίρνει απειλητικές διαστάσεις οι εκπρόσωποι της χριστιανοσύνης έτειναν χείρα συμφιλίωσης ο ένας στον άλλο καταθέτοντας με τη πράξη τους ένα δείγμα χριστιανικής αλληλεγγύης.
Κεντρικό παράγοντα στην επιτυχία της προσέγγισης των δύο εκκλησιών έπαιξαν τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν σε αυτήν, από τα οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν δύο άμεσοι συνεργάτες των προκαθημένων της Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας. Ο Καρδινάλιος Agostino Bea και ο Μητροπολίτης Μελίτων Χατζής. Στο πρόσωπο των δύο αυτών στενών συνεργατών τους, τόσο ο Πατριάρχης Αθηναγόρας όσο και ο Πάπας Παύλος βρήκαν τους κατάλληλους διαπραγματευτές για την προβολή και προώθηση των θέσεων των δύο εκκλησιών, δημιουργώντας το κατάλληλο πλαίσιο διαχείρισης του προβλήματος.
Εστιάζοντας στην ανάλυση μιας θρησκευτικής πράξης όπως η προσέγγιση των εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης υπό ένα αμιγώς διπλωματικό-πολιτικό πρίσμα παρατηρούμε ότι αυτή λαμβάνει χώρα υπό το «προστατευτικό πλαίσιο» του ψυχρού πολέμου. Καθώς εκλύονται οι παράγοντες της πολιτικής αντιπαράθεσης ανατολής-δύσης, με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, διαφοροποιούνται και οι προσανατολισμοί ορθοδοξίας-καθολικισμού, και αναφύονται ζητήματα εσωτερικών τριβών. Όπως η διελκυνστίδα μεταξύ των Πατριαρχείων Κωνσταντινουπόλεως-Μόσχας με την τελευταία να προβάλει επιτακτικά την επιθυμία της διεθνούς εκπροσώπησης της ορθοδοξίας στηριζόμενη στην αυξανόμενη ισχύ της σε σύγκριση με την πενία στελεχιακού δυναμικού που παρατηρείται στο Φανάρι. Επιπροσθέτως, η δυνατότητα ανάπτυξης ποιμαντικής δράσης στο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης από την Αγία Έδρα επέφερε συχνά αντιδράσεις στις σχέσεις τόσο των τοπικών εκκλησιών όσο και μεταξύ Ρώμης-Κωνσταντινούπολης με το φαινόμενο της Ουνίας να προεξάρχει ως ακανθώδες ζήτημα στις σχέσεις των δύο πλευρών.

Η υπογραφή της άρσης των αναθεμάτων του σχίσματος το Δεκέμβριο του 1965 συνιστά παράδειγμα διπλωματικού συμβιβασμού με στόχο την ειρηνική συνύπαρξη δύο διισταμένων πλευρών και την ανάπτυξη μιας επωφελούς μεταξύ τους συνεργασίας[43]. Τα οφέλη της επιτυχούς προσέγγισης θα γίνουν αντιληπτά, προϊόντος του χρόνου, τόσο σε εσωτερικό όσο κυρίως σε διεθνές επίπεδο, χωρίς να λείπουν και περίοδοι όξυνσης, που ωστόσο, δεν ακυρώνουν το θετικό αποτέλεσμα και τις συνέπειές του. Παρά ταύτα η προσέγγιση τους κατά τη δεκαετία του 1960 συνεχίζει να παραμένει ένα ισχυρό δεδομένο με δεσμευτική ιστορική συμβολή σε πολλαπλά επίπεδα.

 

 

[1] Θεοδωρόπουλος Βύρων, Εξωτερική Πολιτική, Διπλωματία και Διπλωμάτες, Φυτράκης, Αθήνα, 1994, σελ. 111.

[2] Οι απαρχές της σοβαρής διάστασης μεταξύ Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης σημειώνονται ήδη κατά το ένατο αιώνα όταν καταγράφεται η μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στον νεοεκλεγέντα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου Α΄ και τον Πάπα Νικόλαο Α΄, ο οποίος κατηγόρησε τον πρώτο «επί παρανόμω και αντικανονική αναρρήσει» στον πατριαρχικό θρόνο καθώς είχε εκλεγεί ως αποτέλεσμα της καθαίρεσης του Πατριάρχη Ιγνάτιου. Το 863 ο Πάπας Νικόλαος συγκάλεσε σύνοδο δια της οποίας αναθεμάτισε και καθαίρεσε τον Φώτιο. Η όλη διαμάχη έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις όταν ο Πάπας επιχείρησε να εισπηδήσει στην περιοχή του Ανατολικού Ιλλιρικού (σημερινή Εκκλησία της Βουλγαρίας) η οποία υπαγόταν εκκλησιαστικά στην Κωνσταντινούπολη. Η τακτική που ακολούθησε ο Πατριάρχης οδήγησε στην σύγκληση Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη το έτος 867, η οποία εκτός από την καθαίρεση του Πάπα Νικολάου, προέβη και στην καταδίκη της προσθήκης του “Filioque”, δηλαδή της αντίληψης ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, κατ’ αντίθεση των ήδη θεσπισθέντων στην Α΄ και Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι ήδη από τον ΣΤ΄ αιώνα το Σύμβολο της Πίστεως εκφωνείτο με την προσθήκη του Filioque, στην Ισπανία, προσθήκη η οποία γενικεύθηκε σε όλη τη Δύση από τον Η΄ αιώνα, σε αντίθεση με την Ανατολική Εκκλησία η οποία παρέμεινε πιστή στα υπό των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων θεσπισθέντα. Η πολιτική του Πατριάρχη Φωτίου είχε ως αποτέλεσμα τη σύγκληση νέας Συνόδου το 879 η οποία κατέληξε στην ειρήνευση των Εκκλησιών, παρά το γεγονός ότι η πλήρης αποκατάσταση θα επερχόταν το 899 επί πατριαρχείας Αντωνίου Β΄. Μπιλάλης Σπυρίδων, Ορθοδοξία και Παπισμός, κριτική του παπισμού, Η ένωσις των Εκκλησιών, Αθήνα, Ορθόδοξος Τύπος, 1969, σελ.14. Ιδίου, Η αίρεσις του Filioque, Κριτική και Ιστορική θεώρησις, Αθήνα, Ορθόδοξος Τύπος, 1972, σελ.127, Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το άρθρο του καθηγητή Σ. Αγγουρίδη, «Η ιστορική διάσταση του Filioque», στην εφημερίδα Το Βήμα,15 Ιουλίου 2001, σελ.Α58, στο οποίο αναπτύσσει το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν στη διάσταση μεταξύ των εκκλησιών τόσο τα εδαφικά συμφέροντα μεταξύ Ανατολής και Δύσης όσο και τα προσωπικά των εκάστοτε προκαθημένων.

[3] Σε ό,τι αφορά τις λατρευτικές διαφορές θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στη Δύση άρχισε να καθιερώνεται η χρήση άζυμου άρτου κατά τη Θεία Κοινωνία σε αντίθεση με την ανατολική εκκλησία όπου η χρήση του ένζυμου άρτου διατηρείται καθ’ όλη την ιστορία της καθώς θεωρείται ως το πραγματικό σύμβολο του «τέλειου Αμνού». Ο Ηλίας Μηνιάτης αναφερόμενος στα αίτια που οδήγησαν στο σχίσμα τα προσδιορίζει στην απολυταρχία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως αποτέλεσμα της παπικής πρωτοκαθεδρίας, στο περί εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος δόγματος του Filioque, στον τρόπο τέλεσης της Θείας Ευχαριστίας με τη χρήσης άζυμου άρτου και στον περί του Καθαρτηρίου τόπο ανάπαυσης των ψυχών μεταξύ παραδείσου και Κόλασης. Για τα θέματα αυτά βλέπε: Ηλίας Μηνιάτης, Πέτρα Σκανδάλου, ήτοι διασάφησις της αρχής και της αιτίας του σχίσματος των Εκκλησιών ανατολικής και δυτικής μετά των πέντε διαφωνουσών διαφορών, Αθήνα, Ιερά Μητροπολις Κεφαλληνίας, 1969, σελ. 103-107, και Γρηγορίου Π., Σχέσεις καθολικών και ορθοδόξων, Αθήνα, 1958, σελ. 452-473.

[4] Ο Πάπας Λέων Θ΄ είχε επιχειρήσει την εκκλησιαστική προσάρτηση των περιοχών της Κάτω Ιταλίας οι οποίες υπάγονταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ο Πατριάρχης Μιχαήλ αποφεύγοντας να έρθει σε ρήξη με τον Πάπα ανέθεσε στον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Λέοντα την αποστολή επιστολής προς τον Επίσκοπο Τρανίας Ιωάννη στην οποία εκτός των άλλων κατέκρινε τις επεκτατικές κινήσεις της Ρώμης. Ο Λέων αντέδρασε αποστέλλοντας προσωπική επιστολή στον Πατριάρχη διατάσσοντας παράλληλα την αποστολή ειδικής αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη με επικεφαλής τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο της Σίλβα-Κάβιδα της Σικελίας. Βλέπε: Μπούμης Παναγιώτης, Τα αναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινούπολης και η κανονικότης άρσεως αυτών, Αθήνα, 1980, σελ. 38

[5] Ο Πάπας Γρηγόριος Ι΄ συγκάλεσε το 1268 Σύνοδο στη Λυών στην οποία προσκάλεσε τους χριστιανούς ηγεμόνες να συμμετάσχουν συμπεριλαμβανομένου και του Αυτοκράτορα Μιχαήλ. Ο Πατριάρχης Ιωσήφ αντιτάχθηκε στη Σύνοδο σε αντίθεση με τον Αυτοκράτορα ο οποίος προσέβλεπε στη βοήθεια της Δύσης για την επίλυση των προβλημάτων της Αυτοκρατορίας. Η διάσταση απόψεων Πολιτείας και Εκκλησίας δίχασαν το λαό. Ο Πατριάρχης Ιωσήφ παραιτήθηκε και ο διάδοχός του Ιωάννης, υποστηρικτής της Ένωσης, σε σύμπλευση με τον Αυτοκράτορα επικύρωσε τα αποφασισθέντα στη Λυών, Ωστόσο παρά τις προσπάθειες για αποδοχή της Ένωσης η σφοδρότητα των αντιδράσεων ακύρωσε κάθε ενέργεια. Βλέπε: Γρηγορίου Π., Σχέσεις καθολικών και ορθοδόξων..., οπ.παρ., σελ. 488-493 και De Vries Wilhelm, Ορθοδοξία και Καθολικισμός, μετ. Μάρκου Ρώσσου, Αθήνα.

[6] Σταυρίδης Βασίλειος, Νέαι τάσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εις τας σχέσεις μετά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, Θεσσαλονίκη, 1974, σελ. 321.

[7] Σύμφωνα με τις διισταμένες απόψεις οι ορθόδοξοι με τη φράση ‘δι’ Υιού’ αποδέχονταν τον Υιό ως «αιτία» του Αγίου Πνεύματος, ενώ οι Λατίνοι με τη φράση «εκ του Υιού» αποδεχόνταν τον Υιό ως αρχή του Αγίου Πνεύματος ισότιμη με τον Πατέρα, εισάγοντας πρακτικά τη διαρχία της θεότητας. Βλέπε: Στεφανίδου Βασιλείου Εκκλησιαστική Ιστορία, Αστήρ, Αθήνα, 1990, σελ. 393.

[8] Μεταξύ εκείνων που είχαν ταχθεί υπέρ της Ένωσης ξεχώριζαν οι Μητροπολίτες Νικαίας Βησσαρίων και Μόσχας Ισίδωρος ενώ την αντίθεσή τους εξέφρασαν ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ο Μάρκος ο Ευγενικός ο Γεώργιος Σχολάριος.οι οποίοι και δεν υπέγραψαν το τελικό κείμενο.

[9] Γρηγορίου Π., Σχέσεις καθολικών και ορθοδόξων, Αθήνα, 1958, σελ. 501-511.

[10]Οι αντιδράσεις κατά της ένωσης με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχαν λάβει διαστάσεις παροξυσμού. «Κατά τον ιστοριογράφο Δούκα αναφέρεται ότι εάν άγγελος κατήρχετο εξ’ ουρανού και έλεγεν εις τους εντός του ναού, ότι εάν εδέχωντο την ένωσιν μετά της Δυτικής Εκκλησίας θα εξεδίωκε τον εχθρόν από την πόλιν (εννοεί τους Οθωμανούς), θα προτιμούσαν να παραδοθώσιν εις τον εχθρόν παρά εις την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν», Μανιάς Νικόλαος, Ιστορικά δεδομένα για το σχίσμα και την ένωσιν της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας, Αθήνα, 1964, σελ. 43.

[11] «...όταν από καθέδρας αποφαίνεται, τουτέστιν όταν επιτελών το καθήκον του Ποιμένος και Διδασκάλου πάντων των χριστιανών, καθ’ όσον καθορίζει δια της υπερτάτης Αποστολικής εξουσίας την διδασκαλίαν περί της πίστεως ή των ηθών, ήτις υπό της Καθολικής Εκκλησίας δέον να τηρήται, δια Θείας επιστασίας, επηγγελμένης αυτώ εν τω μακαρίω Πέτρω, εν τω αυτώ αλαθήτω ισχύει, εν τω οποίω ο Θείος Λυτρωτής ηθέλησεν ίνα η Εκκλησία αυτού, όταν ορίζη την διδασκαλίαν περί πίστεως και ηθών να είναι δερδιδαγμένη», Τρεμπέλας Παγαγιώτης, Αι μετά το έργον της Βατικανείου Συνόδου υποχρεώσεις μας, Εκκλησία, 1967, 16-17, σελ. 490

[12] Απάντησις της Μεγάλης Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως προς την Παπικήν εγκύκλιον του Λέοντος Γ΄ περί ενώσεως των εν Ανατολή Εκκλησιών, εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου Παρασκευά Λεώνη, 1895, σελ.9-10 και Εκκλησιαστική Αλήθεια, ΚΒ΄, 1903, σελ.15-16.

[13] Εκκλησιαστική Αλήθεια, ΚΓ΄, 1903, (14), σελ. 163

[14] Εκκλησιαστική Αλήθεια, 23 Νοεμβρίου 1919, (36-37), σελ. 277-279. Μητροπολίτης Ελβετίας Δαμασκηνός, Φειδάς Βασίλειος κ.α., Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκδ. Τζαφέρι, Αθήνα, 1989, σελ.312-313. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ οι αντιδράσεις των Διαμαρτυρομένων Εκκλησιών ήταν ενθουσιώδεις, εκείνες της καθολικής πλευράς θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από ψυχρές έως αποδοκιμαστικές. Maritati Gianni, Insieme verso il Sinai, il dialogo ecumenico e interreligioso nella prospettiva dell’Anno Santo del Duemila, Ed. Messagero, Padova, 1996, σελ.59.

[15] Το κείμενο της ενθρονιστηρίου ομιλίας Πατριάρχη Αθηναγόρα στο περιοδικό, Ορθοδοξία, 24, (1949), σελ.36-46.

[16] Ο Αθηναγόρας Σπύρου (1886-1972), επί μια πεντηκονταετία θα πρωταγωνιστήσει στα εκκλησιαστικά πράγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών (1922-1930), Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής (1930-1948) και Οικουμενικός Πατριάρχης (1948-1972) άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του όπου και αν υπηρέτησε την Εκκλησία. Η εκλογή του σε Οικουμενικό Πατριάρχη τάραξε τα ύδατα της τότε εποχής καθώς οι τουρκικές αρχές αναιρώντας τη νομοθεσία που απαγόρευε την εκλογή ενός μη τούρκου υπηκόου όχι μόνο επέτρεψαν αλλά προώθησαν
την υποψηφιότητα του Αρχιεπισκόπου Αμερικής ως δείγμα ευμένειας προς τις ΗΠΑ. Υπενθυμίζεται ότι οι ΗΠΑ θέλοντας να συγκτατήσουν Ελλάδα και Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο είχαν προβεί στη διακήρυξη του Δόγματος Τρούμαν που προέβλεπε την οικονομική βοήθεια Ελλάδος-Τουρκίας και στην υλοποίησή του με το Σχέδιο Μάρσαλ το 1947. Για τον Πατριάρχη Αθηναγόρα βλέπε: Martano Valeria, Atenagoras il Patriarca (1886-1972), Un cristiano fra crisi della coabitazione e utopia ecumenica, Il Mulino, Milano, 1966, Αναστασίου Ε. Ιωάννη (επιμέλεια), Αθηναγόρας Α΄ Οικουμενικός Πατριάρχης, ο Ηπειρώτης, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα, 1975, Δεληκοστόπουλος Αθανάσιος, Έξω από τα τείχη, Αθηναγόρας Α΄ ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Αλφα-Δέλτα, Αθήνα, 1988, Τσάκωνας Δημήτριος, Αθηναγόρας ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών, Αθήνα, 1976, Σαρρή Νεοκλή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτικές Εξελίξεις στην πρώτη Τουρκική Δημοκρατία, Η άνοδος της στρατογραφείας, Γόρδιος, Αθήνα, 1992.

[17] Ο Άγγελος Ρονκάλι είχε εκπροσωπήσει την Αγία Έδρα ως Αποστολικός Απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα και αργότερα μετετέθη στο Παρίσι όπου εκπροσώπησε το Βατικανό ως νούντσιος και πρύτανης του Διπλωματικού Σώματος στη Γαλλία. Ανυψώθηκε στο αξίωμα του Καρδιναλίου το 1952 και μετετέθη στην Αρχιεπισκοπή Βενετίας την οποία και ποίμανε μέχρι την εκλογή του στο αξίωμα του Ύπατου Ποντίφικα τον Οκτώβριο του 1958. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του -ήταν 78 ετών όταν εξελέγη Πάπας- έλαβε ρηξικέλευθες αποφάσεις όπως η σύγκληση της Β΄ Βατικανής Συνόδου, απόφαση επαναστατική για τα δεδομένα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας καθώς αναμόρφωσε πλήρως το τοπίο της. Για την προσωπικότητα και το έργο του βλέπε ενδεικτικά: Sgarbossa Mario, Giovanni XXIII, Sagezza del cuore, ed. Paoline, Milano, 2000, Kelli John, Vite dei Papi Pieuma Religiose.

[18] Η εκλογή του Ιωάννη-Βαπτιστή Μοντίνι Αρχιεπισκόπου Μεδιολάνων «εις τον Παπικόν Θρόνον δεν εξέπληξε ούτε τον Ρωμαιοκαθολικόν ούτε και τον λοιπόν διαχριστιανικόν και τον άλλον κόσμον. Η εκλογή του μάλλον ανεμένετο και ήτο ομολογουμένως εύστοχως». Το σχόλιο του περιοδικού «Απόστολος Ανδρέας» που εξέδιδε το Πατριαρχείο εκείνη την περίοδο είναι χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Πάπα Παύλου Στ΄ ως συνεχιστού του έργου του προκατόχου του. Για την προσωπικότητα και το έργο του βλέπε ενδεικτικά: Gonzalez S.L., Perez T., Paolo VI Montini, Il Pontefice del dialogo, ed. Paoline, Modena, 1968

[19] Ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων Χατζής συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες μορφές της ιεραρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τον 20ο αιώνα. Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου για δεκατρία χρόνια (1950-1963), με κοινωνικό και πνευματικό έργο, καλείται στο Φανάρι ως Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως και Θείρων (1963-1966) για να γίνει ο στενότερος συνεργάτης του Πατριάρχη Αθηναγόρα. Το 1966 προάγεται στην πρωτόθρονη Μητρόπολη Χαλκηδόνος, θέση την οποία κατέχει έως το θάνατό του το Δεκέμβριο του 1989. Διεγράφη ως ανεπιθύμητος από τις τουρκικές αρχές από τον κατάλογο των προς πατριαρχία εκλογίμων κατά την πατριαρχική εκλογή του 1972. Για την προσωπικότητα και το έργο του Μητροπολίτη Μελίτωνος Χατζή βλέπε: Χαριστήρια προς τιμή του Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος κ. Μελίτωνος, Θεσσαλονίκη, 1977 και Χαλκηδόνια μνήμη Μελίτωνος Χατζή, Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος 1913-1989, Σύνδεσμος των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών, Αθήνα, 1999.

[20] Ο γερμανός στην καταγωγή Καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα υπήρξε ο στενότερος συνεργάτης τόσο του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ όσο και του Πάπα Παύλου Στ΄ κατά την περίοδο της προσέγγισης των Εκκλησιών Ρώμης-Κωνσταντινούπολης. Για το έργο και τη ζωή του βλέπε τα βιβλία του Schmidt Stjepan, Agostino Bea, Ut Unum Sint, Diario di un Cardinale, ed. Paoline, Alba, 1970, Agostino Bea, Cardinale dell’ Ecumenismo e del dialogo, San Paolo, Cinisello Balsamo Milano, 1996, Agostino Bea, Il Cardinale dell’ Unita, Citta Nuova Editrice, Roma, 1987.

[21] Θεοδωρόπουλος Βύρων, Εξωτερική Πολιτική…, οπ.παρ., σελ. 112.

[22] Ορθοδοξία, 24,(1949), σελ. 36-46.

[23] Γρηγορίου Π., Πορεία προς την ενότητα..., οπ.παρ., σελ.50.

[24] Μια από τις αξιολογότερες εκκλησιαστικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα, ο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβος (1959-1996), κατά κόσμο Δημήτριος Κουκούζης, γεννήθηκε στους Αγίους Θεοδώρους της Ίμβρου το 1911, σπούδασε στη Θεολογική σχολή της Χάλκης και μετεκπαιδεύτηκε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1934. Το 1939 εγκαθίσταται στις Η.Π.Α., όπου το επόμενο έτος χειροτονείται πρεσβύτερος. Στις 6 Φεβρουαρίου 1956 χειροτονείται στην Κωνσταντινούπολη Επίσκοπος Μελίτης και διορίζεται μόνιμος αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην έδρα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στη Γενεύη. Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής εκλέγεται τον Ιανουάριο του 1959 καταφέρνοντας να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική, κοινωνική και πνευματική ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών. Παραιτήθηκε από το Θρόνο του στις 30 Ιουνίου 1996 και εφησύχασε στη Νέα Υόρκη μέχρι την ημέρα του θανάτου του στις 2 Απριλίου 2005. Για την προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου βλέπε: Φράγκου Π. Δημητρίου, Αφιέρωμα εις τον Γέροντα Αρχιεπίσκοπον Αμερικής Ιάκωβον, Επιστημονική Παρουσία Εστίας Θεολόγων Χάλκης, Τόμος Α΄, Αθήνα, 1987, Δεληκοστόπουλου Ι.Αθανασίου, Ο Αθηναγόρας Α΄ έξω από τα Τείχη, Άλφα-Δέλτα, Αθήνα, 1988, σελ. 126-127 και Μαλούχου Γεώργιου, Εγώ ο Ιάκωβος, Εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2002.

[25] Ο Πάπας Παύλος Γ΄ είχε δεχτεί τον Μητροπολίτη Καισαρείας Μητροφάνη έξαρχο του Πατριάρχη Διονυσίου Β΄, το Μάιο του 1547. Ο Μητροπολίτης Μητροφάνης εξελέγη το 1565 σε Οικουμενικό Πατριάρχη.

[26] Θεοδωρόπουλος Βύρων, Εξωτερική Πολιτική..., οπ.παρ., σελ 113.

[27] Ο Αθηναγόρας με τη σειρά του τόνισε ότι «η αποστολή μας είναι προετοιμασία της οδού προς τον διάλογον της αγάπης, έως ότου ούτος γίνει προσευχή και η προσευχή ένωσις», Πανώτης Αριστείδης, Οι Ειρηνοποιοί, Παύλος Στ΄Αθηναγόρας Α΄, Ίδρυμα Ευρώπης Δράγαν, Αθήναι, 1971, σελ.42.

[28] Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη πάνω από 60.000 Ρωμιοί. Η φιλελεύθερη πολιτική που είχε εγκαινιάσει η κυβέρνηση Μεντρέρες με ευεργετικές επιπτώσεις στην μειονότητα διεκόπη απότομα το Σεπτέμβριο του 1955, όταν στις 6 του μήνα υποκινούμενες ομάδες προκάλεσαν δηώσεις κατά του ελληνικού στοιχείου. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία καταστράφηκαν 1.004 οικίες, 4.348 καταστήματα, 110 εστιατόρια και καφενεία, 21 εργοστάσια, 11 κλινικές, 12 ξενοδοχεία, 27 φαρμακεία και 18 φούρνοι. Ο αριθμός των πληγέντων ναών ανερχόταν σε 83 εκ των οποίων 29 είχαν υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή. Η Άγκυρα θα επαναλάβει την πολιτική της κατά της ομογένειας με την οριστική απέλαση το 1964, 12.000 κατοίκων ελληνικής ιθαγένειας. Για την ενδιαφέρουσα αυτή περίοδο και τα γεγονότα βλέπε: Alexandris Alexis, The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish relations 1918-1974, Center of Asia Minor Studies, Athens, 1983, Σταματόπουλος Κώστας, Η Τελευταία Αναλαμπή, εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1993, Καλούμενος Δημήτριος, Η Σταύρωση του Χριστιανισμού, Αθήνα, 1966.

[29] Η πρώτη περίοδος της Συνόδου διεξήχθη από 11 Οκτωβρίου έως 8 Δεκεμβρίου 1962 υπό την προεδρεία του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄. Στις επόμενες τρεις περιόδους προέστη ο Πάπας Παύλος Στ΄ Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου πραγματοποιήθηκαν 168 γενικές συνεδριάσεις τα αποτελέσματα των οποία συντάχθηκαν σε 16 Θεσπίσματα, Διατάξεις και Διατάγματα. Βλέπε: Alberigo Giuseppe, Storia del Concilio Vaticano II, Peeters- Il Mulino, Milano, 1995, Palazzini G., Il Concilio Ecumenico Vaticano II tra cronaca e storia, Citta nuova Edirtice, Roma, 1966.

[30] Η Α΄ Πανορθόδοξη Σύνοδος (24 Σεπτεμβρίου- 3 Οκτωβρίου 1961) στη Ρόδο στόχευε στην άρση της απομόνωσης των Ορθόδοξων Εκκλησιών. Συμμετείχαν 61 εκπρόσωποι δώδεκα αυτοκέφαλων Εκκλησιών, ενώ τις εργασίες παρακολούθησαν τριάντα παρατηρητές από όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες. Συστάθηκε ειδική Επιτροπή για τις σχέσεις της Ορθόδοξης με τις Δυτικές Εκκλησίες. Με τη σύγκληση της Α΄ Πανορθόδοξης Συνόδου το Πατριαρχείο πέτυχε τη διακήρυξη της ενότητας των Ορθοδόξων την εδραίωση του δικαιώματός του να συγκαλεί διασκέψεις πανορθόδοξου χαρακτήρα. Κύριο θέμα σύγκλησης της Β΄ Πανορθόδοξης Συνόδου (26-28 Σεπτεμβρίου 1964) ήταν η αποστολή παρατηρητών στις εργασίες της β΄ φάσης της Β΄ Βατικανής Συνόδου και η πρόταση του Πατριαρχείου για διάλογο «επί ίσοις όροις» με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ως προς την αποστολή παρατηρητών αποφασίστηκε όπως κάθε Εκκλησία ενεργήσει αδεσμεύτως, ενώ το δεύτερο θέμα έγινε «... ομοφώνως αποδεκτόν υπό πασών των ορθοδόξων αντιπροσωπειών». Στην Γ΄ Πανορθόδοξη Σύνοδο (1-15 Νοεμβρίου 1964), το Φανάρι αποδεσμεύεται από τον εγκλωβισμό του σε ατέρμονες συζητήσεις που θα καθυστερούσαν την έναρξη του διαλόγου με το Βατικανό, καθώς παρατηρείται διάσταση απόψεων μεταξύ των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Περιοδικό Εκκλησία, 15 Δεκεμβρίου 1964 (24), σελ. 635

[31] Τελευταία φορά που είχε συναντηθεί Αρχιερέας της Νέας Ρώμης με Επίσκοπο της Πρεσβυτέρας ήταν το 1439. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας είχε δηλώσει κατά την αναχώρησή του από το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης «Τας συζητήσεις θα αφήσωμεν εις τους θεολόγους». Γρηγορίου Π., Χρονικόν Συναντήσεως Πάπα και Οικουμενικού Πατριάρχου, Αθήνα, 1964.

[32] Αμέσως μετά τη συνάντηση ο Πατριάρχης Αθηναγόρας δήλωσε: «Ελύθηκε σιωπή αιώνων και εγκαινιάζεται η αφετηρία μιας νέας ιστορικής πορείας», Περιοδικό Απόστολος ΑΝΔΡΈΑΣ, 22 Ιανουαρίου 1964, (653), σελ. 1, Olivier Clement, Atenagora, Chiesa Ortodossa e Futuro Ecumenico, Marucelliana, Brescia, 1995.

[33] Ο Αρχιμανδρίτης Παντελεήμων Ροδόπουλος, Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Βοστώνης και ο Καθηγητής Πρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης καθώς και ο Αρχιμανδρίτης Μάξιμος Αγιωργούσης ορίζονται παρατηρητές, Τηλεγράφημα του Τόμος Αγάπης, Βατικανό-Φανάρι (1958-1970), Rome-Istanbul, 1971

[34] Η Ρωμαιοκαθολική Επιτροπή αποτελούταν από τους Επισκόπου Μαυριανής Ιωάννη Βίλλεμπραντς, τους πρεσβυτέρους Μιχαήλ Μακαρόνε, Προέδρου της Ποντιφικής Επιτροπής Ιστορικών Επιστημών, Αλφόνσο Ράες Επόπτη της Βατικανής Βιβλιοθήκης, Αλφόνσο Στίκλερ Πρύτανη του Ποντιφικού Σαλεσιανού Πανεπιστημίου, Χριστόδορο Ντυμόν Διευθυντή του Κέντρου Istina, και τον ιερομόναχο Πιέρ Ντυπρέ. Την Ορθόδοξη Επιτροπή συγκροτούσαν οι Μητροπολίτες Ηλιουπόλεως και Θείρων Μελίτων Χατζής, Μύρων Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης Καθηγητής Δογματικής Θεολογίας, οι Αρχιμανδρίτες Γαβριήλ Πρεμετίδης, Ανδρέας Σκρίμας, ο Μεγάλος Οικονόμος Γεώργιος Αναστασιάδης και ο Μεγάλος Αρχιδιάκονος Ευάγγελος Γαλάνης. Τόμος Αγάπης..., οπ.παρ., 16 Νοεμβρίου 1965, σελ. 255 και Ορθόδοξος Παρουσία, Τόμος Β΄, Τεύχος 7 & 8, 1965, σελ. 293.

[35] «Προσφώνησις του Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων Μελίτωνος, συμπροέδρου της Μικτής Επιτροπής, εν τη αρχή των εργασιών αυτής», 22 Νοεμβρίου 1965, στο Τόμος Αγάπης..., οπ.παρ., σελ. 256-264.

[36] Τόμος Αγάπης…, οπ.παρ., «Προσφώνησις του Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων Μελίτωνος, συμπροέδρου της Μικτής Επιτροπής, εν τη αρχή των εργασιών αυτής», 22 Νοεμβρίου 1965, σελ.256-264.

[37] «…Καίτοι η Αυτού Αγιότης ο Πάπας, αφίνει πλήρη ελευθερίαν συζητήσεως και προτάσεων εις την επιτροπήν, αι προϋποθέσεις αυτού είναι: Όπως μη προσπαθήσει αύτη, ίνα αναλύση και αποκρυπτογραφήση πάσας τας μυστηριώδεις εισέτι λεπτομερείας της ιστορίας, αλλ’ ίνα εξυγιάνη την κατάστασιν […] επί τω τέλει όπως φθάσωμεν εις νέας σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών υμών, […] όπως καταστήσωμεν τον διάλογον βαθύτερον […], όπως καταστήσωμεν μεταξύ ημών κοινωνίαν αδελφικωτέραν […] πλέον εκκλησιαστικήν […], όπως ετοιμάσωμεν τας οδούς του Κυρίου, όστις θέλει οδηγήσει ημάς εις το πλήρωμα της εν Εαυτώ αγίας κοινωνίας». Τόμος Αγάπης…, οπ.παρ., «Αντιφώνησις του Θεοφιλεστάτου Ι. Βίλλεμπραντς, συμπροέδρου της μικτής επιτροπής, εις την προσφώνησιν του Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων Μελίτωνος», 22 Νοεμβρίου 1965, σελ. 267-269.

[38] L’ Osservatore Romano, 9-10 Δεκεμβρίου, (284), σελ. 7 και L’ Osservatore Romano, 12 Δεκεμβρίου, (286), σελ. 2. Την περιγραφή της τελετής στην εφημερίδα του Βατικανού υπογράφει το μέλος της παπικής αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη π. Μιχαήλ Maccarone.

[39] Δανιηλίδης Απόστολος, Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ο Α΄, Κατερίνη, Εκδ. Τέργιος, 1992

[40] Martano Valeria, Atenagoras Il Patriarca…, οπ.παρ., σελ. 495-501

[41] Οπ.παρ., 502-507.

[42] Αναστάσιος, Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας, Αθήνα, 2000, σελ.252-253.

[43] Ραυτόπουλος Ευάγγελος, Η διαδικασία εξομάλυνσης συγκρούσεων στο Διεθνές Σύστημα, Αθήνα, 1987-1988, σελ. 8-20.