Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Αλέξης Πολίτης

ΓΛΩΣΣΑ, ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Οι απόψεις του Διαφωτισμού για το γλωσσικό είχαν, πριν από το 1800 κιόλας, συγκροτηθεί σ’ ένα εξαιρετικά σθεναρό και συνεκτικό πρόγραμμα· καθαρή δημοτική σε όλες τις χρήσεις της γλώσσας, σχολείο, γραφειοκρατία, λογιοσύνη, λογοτεχνία. Το «γραφειοκρατία» μπορεί να μας ξενίζει κάπως, καθώς ανεξάρτητο ελληνικό κράτος δεν υπήρχε· ωστόσο εκτός από τις εκκλησιαστικές και τις κοινοτικές αυθεντίες, η ελληνική γλώσσα υπηρετούσε και άλλους θεσμούς: στην αυλή του Αλή πασά ένα μεγάλο μέρος της γραφειοκρατίας –διαταγές, αλληλογραφία, αγορές, πωλήσεις– γινόταν στα ελληνικά· το ίδιο συνέβαινε και στις ηγεμονίες, στη Βλαχία και τη Μολδαβία. Ας προσέξουμε μάλιστα ότι οι κορυφαίοι του δημοτικισμού, Καταρτζής στην παλιότερη γενιά, Χριστόπουλος, Ψαλίδας, Βηλαράς στη νεότερη, είχαν στενές σχέσεις με την υψηλή ιεραρχία· ανώτερα στελέχη των ηγεμονιών οι δύο πρώτοι, γιατρός κοντά στον Αλή ο τελευταίος – και τις ιδιότητες αυτές δεν τις υπενθυμίζω μονάχα ως κάποια συμπτωματικά βιογραφικά-τους στοιχεία.

«Επειδής βιβλία ρωμαίικα δεν έχομε πολλά», έγραφε ο Αθανάσιος Ψαλίδας στον Νεόφυτο Δούκα τον Οκτώβρη του 1815, «χώρια από τέσσερα, τον Ερωτόκριτο, οπού είναι άλλος Όμηρος, τον Χριστόπουλο, οπού ’ναι νέος Ανακρέοντας, την Ερωφίλη και τη Βοσκοπούλα, κι αν είναι κι άλλο κανένα δεν το είδα». Για να φανεί πόσο ριζοσπαστικές είναι οι απόψεις-του, πρέπει να προσθέσουμε όσα λέει λίγο παρακάτω για κάποια ακόμα βιβλία, όπως «την Αστρονομία του Λαλάνδη, τη Λογική του Κοντιλιάκη, τη Φιλοσοφία του Σοάβη», κι άλλα, ανάμεσα στα οποία προσθέτει και τα «προοίμια της Ελληνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού», δηλαδή του Κοραή. Όλα αυτά λοιπόν, που θα πει, τα πιο προωθημένα έργα του ελληνικού Διαφωτισμού, ο Ψαλίδας πιστεύει πως «όποιος τά ’χει, ή ας τα κάψει, ή ας τα δώσει να κλουριάσουν τυρί και χαβιάρι»[1]. Φανατισμός, θα μπορούσε να πει κανείς· ναι βέβαια, αλλά αυτό σημαίνει βαθιά πίστη σε κάποια αλήθεια – μας χρειάζεται λοιπόν να σταθούμε λίγο σ’ αυτήν την αλήθεια.

Ο καθαρός Διαφωτισμός λοιπόν, έτσι όπως αναπτύχθηκε στη Γαλλία, την Αγγλία ή την Πρωσία στα μέσα του 18ου αιώνα –να μου επιτρέψετε να είμαι λίγο σχηματικός– είναι μια κίνηση αριστοκρατική, που ξεκινάει από την κορφή κι επιδιώκει να διαχυθεί προς τα κάτω σημεία της κοινωνικής πυραμίδας. Δεν πρόκειται για τον απλό κόσμο που διεκδικεί κάποια δικαιώματα παρά για το αντίθετο, τους διανοούμενους των ανώτερων και των ανώτατων στρωμάτων –να θυμηθούμε μια στιγμή την καριέρα του Βολτέρου που παίζει πότε στην αυλή του Φρειδερίκου της Πρωσίας και πότε σ’ εκείνην της Μεγάλης Αικατερίνης– τους διανοούμενους λοιπόν, που έχουν τη διορατικότητα να εννοήσουν ότι η κοινωνική διαστρωμάτωση έχει αλλάξει, κι επομένως οι ηγεμόνες οφείλουν να αναπροσαρμόσουν νομοθεσία, εκπαίδευση, διοίκηση, έτσι ώστε να αναδειχθούν και να αναπτυχθούν πιο ελεύθερα οι μεσαίες κυρίως ομάδες. Όσοι ηγεμόνες αποδέχθηκαν αυτό το πολιτικό πρόγραμμα ονομάστηκαν «φωτισμένοι», και η κίνηση ολόκληρη πήρε το όνομα «φωτισμένη δεσποτεία». Κανένας διανοούμενος του Διαφωτισμού δεν έθεσε θέματα ριζοσπαστικά ως προς τη μορφή ή την πυραμίδα της εξουσίας· ανατροπή της μοναρχίας, δημοκρατία, αμφισβήτηση των κοινωνικών ιεραρχιών, ή το κρίσιμο για εμάς ζήτημα, διάλυση αυτοκρατοριών σε μικρότερα εθνικά σύνολα – ακόμα και το αίτημα του Συντάγματος είναι κάπως μεταγενέστερη υπόθεση. Ο Διαφωτισμός είναι μεταρρυθμιστικός, όχι επαναστατικός. Όσες αλλαγές προτείνει, θα γίνουν με τη συναίνεση του ηγεμόνα και θα ερείδονται στη βούλησή-του.

Σ’ αυτό το πολιτικό κλίμα κινούνται και οι δικοί-μας ακραίοι δημοτικιστές· ο στόχος-τους δεν είναι διόλου επαναστατικός ούτε εθνικός, είναι κοινωνικός. Το βασικό και κρίσιμο γι’ αυτούς είναι να δοθεί η δυνατότητα της γνώσης σε όσο γίνεται ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού· κύριο εμπόδιο, επομένως, η απόσταση ανάμεσα στην ομιλουμένη και τη γραφομένη, είτε μικρή είναι, όπως, ας πούμε, στην περίπτωση του Κοραή είτε μεγάλη όπως στους αρχαϊστές. Όπλο-τους η λογική, αντίπαλος οι προλήψεις· και πρόληψη είναι βέβαια η αντίληψη –δεν είχαν άδικο οι άνθρωποι– πως μια γλώσσα που να θυμίζει λίγο ή πολύ τη γλώσσα των αρχαίων κλασικών συγγραφέων πρέπει να εκλαμβάνεται ως καλύτερη, εκφραστικότερη, ευγενέστερη ή ό,τι άλλο. Έχει ενδιαφέρον όμως να προσέξουμε πώς ακριβώς ελπίζει να αντιμετωπιστεί η γλωσσική πρόληψη ο ίδιος ο Ψαλίδας σε άλλο σημείο του κειμένου που αναφέραμε και πιο πριν: «Εγο φηλε μου! τουτα δεν τα γραφο, γιατη στοχαζομε, πος μ’ αφτα θα καταπησομε τους προκομενους», τους μορφωμένους δηλαδή, «του γενου μας. Οχη βεβια. Δεν ετερλαθηκα να το πηστεψο αφτο. Επηδης ηξεβρο, οτη την προληψη, κε προκαταληψη την Αλεξαντρηνη», των γραμματικών της αλεξανδρινής εποχής, «αλο δεν τη λιονη, παρα ο θανατος ή μια δηνατη αφεντηκη προσταγη»[2]. Με δεδομένες τις στενές σχέσεις του Ψαλίδα με τον Αλή, είναι φανερό πως η «δυνατή αφεντική προσταγή» υπονοεί τη «φωτισμένη δεσποτεία» του ισχυρού Ηπειρώτη πασά. Άλλωστε ο ομοϊδεάτης-του από κάθε άποψη –γλωσσική, πολιτική– ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο ποιητής, τον συμβούλευε εκείνον ακριβώς τον χρόνο: «μεταχειριστείτε-τη λοιπόν», την απλή γλώσσα και την απλοποιημένη ορθογραφία, «εις την πολιτική κυβέρνηση του υψηλοτάτου βεζίρη-σας, γράφοντας μ’ αυτή τες προσταγές-σας και απόφασές-σας, κτλ.». Αξίζει μάλιστα να προσέξουμε ότι στην επόμενη παράγραφο του ίδιου γράμματος, ο Χριστόπουλος συστήνει στον Ψαλίδα να συμβουλέψει τον Αλή να ιδρυθεί στα Γιάννινα μια βιοτεχνία υφασμάτων· «αυτά όλα κατορθωτά είναι με την προσταγήν της εξουσίας», του γράφει[3]. Ο φωτισμένος δεσποτισμός κι εδώ, που φροντίζει για τη συνολική ευμάρεια, αποδεχόμενος το πολιτικό πλαίσιο δίχως να το αμφισβητεί.

Εκείνα λοιπόν τα χρόνια, λίγο πριν την Επανάσταση, είχε δημιουργηθεί ένας κύκλος φανατικών δημοτικιστών και διαφωτιστών με κέντρο τον Βηλαρά. Η μικρή αυτή ομάδα δεν μας είναι επαρκώς γνωστή, επειδή έξω από τον Βηλαρά και τον Χριστόπουλο, οι άλλοι δεν τύπωσαν τα λιγοστά έτσι κι αλλιώς έργα-τους. Πρόκειται για εφτά-οχτώ ανθρώπους –γιατροί, δάσκαλοι, εμπορευόμενοι, ιερείς– που αλληλογραφούν μεταξύ-τους, πάντα σε μια πολύ ζωντανή γλώσσα, χρησιμοποιώντας συχνά μια απλοποιημένη, ολότελα φωνητική γραφή[4], ανταλλάσσουν βιβλία και πληροφορίες, ειρωνεύονται τον Κοραή και τον Λόγιο Ερμή, πολύ περισσότερο μάλιστα παρά τους αρχαϊστές – οι επιστολές αυτές σώθηκαν, και είναι η μόνη-μας πηγή για την ομάδα αυτήν[5]. Ένας από την παρέα είναι ο Γιώργος Καλαράς, γιατρός που ζει στην Κόρινθο· όσο σπούδαζε ακόμα στην Ιταλία, 1804, είχε συντάξει μια Δοκιμή γραμματικής της γλώσσας-μας, γραμμένη σε απόλυτα φωνητική ορθογραφία, εξορίζοντας ακόμα και τα ψηφία ξ και ψ ως περιττά, και θέλησε να την τυπώσει, χωρίς ωστόσο να το πετύχει – τόσο ριζοσπαστικές λύσεις δεν έβρισκαν αποδέκτες. Ο Βηλαράς όμως ενδιαφέρθηκε, και του έστειλε τη Ρομεηκη γλοσα· έπειτα ακολούθησε κάποια αλληλογραφία μεταξύ-τους. Να σταθούμε σ’ ένα γράμμα του Βηλαρά που χρονολογείται στις 15 Αυγ. 1815· ο Γιαννιώτης ποιητής έγραφε ανάμεσα σ’ άλλα: «Δεν κατακρένω το μεγάλον ζήλον οπού έχουν μερικοί για τα ονόματα των προγόνων-τους. Δεν ήθελα όμως να στοχαστούμε πως ο Πλάτωνας ήταν μεγάλος φιλόσοφος γιατι τον ήλεγαν Πλάτωνα και όχι Κώστα. Ή να θαρρούμε πως ο Θεμιστοκλής ήταν μέγας στρατηγός γιατι τον ήλεγαν Θεμιστοκλή και όχι Τριαντάφυλλον. [...] Το όνομα δεν κάνει το πράγμα. Ξεχωριστά, τα ασυνήθιστα ονόματα στ’ αφτιά του λαού είναι σαν τ’ ασυνήθιστα φορέματα»[6].

Ενάμισι χρόνο όμως αργότερα, ο Καλαράς έγραφε σ’ ένα τρίτον της παρέας: «Εγώ τί κάνω; επανδρεύτηκα (ρώτα αν αυτή η λέξη είναι κατάλληλη). Απόχτησα παιδί εδώ και πενήντα μέρες, αν μπορέσω θα το ονομάσω Αρμόδιον, και ας συγχυσθεί ο φίλος-μου Βηλαράς. Αν κάμω και άλλο, θα βάλω το όνομά-του Αριστογείτονα, αν γενεί κορίτσι θα το βαφτίσω Λέαινα» – έτσι ονόμαζαν την ερωμένη του Αρμόδιου. «Όταν ακούω τον Αριστείδην του φίλου κυρ Θεοχαράκη, τον Τιμολέοντα τον βαφτιστικόν-μου, και την Ξανθίππην την αναδεξιμιά-μου, μου φαίνεται πως δεν είμαι μοναχός στην Ελλάδα, πως γεννιόνται ένας-ένας εκείνοι»[7].

Η νεοελληνική εθνική συνείδηση ρίζωσε, όπως ξέρουμε, στην προσπάθεια εξομοίωσης των νεότερων με τους αρχαίους προγόνους· προκειμένου να αποδείξουμε στους Ευρωπαίους αλλά και στους εαυτούς-μας ότι αξίζαμε την ελευθερία-μας, οι Νεοέλληνες βαλθήκαμε να τους μοιάσουμε. Η αποδοχή των αρχαίων ονομάτων, που θα παρακινούσε, υποτίθεται, τον κάτοχο ν’ αποκτήσει τις αρετές του ένδοξου προκατόχου, πρέπει να ξεκινά γύρω στα 1800 –αρχές του 1803 ο Κοραής ενθουσιαζόταν που οι ναυτικοί ονομάτιζαν τα καράβια-τους με αρχαιοελληνικά ονόματα αντί για αγίων– και πρέπει να φουντώνει εκεί γύρω στα 1815[8]. Ξέρουμε πως στα 1817 όλοι οι μαθητές στο σχολείο των Κυδωνιών άλλαξαν ονόματα, κι όπως θα δούμε, δύο χρόνια αργότερα ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ καταδικάζει τη συνήθεια· η αντίδραση της Εκκλησίας θα είχε βέβαια εκδηλωθεί και νωρίτερα – αυτό άλλωστε δηλώνει εκείνο το «αν μπορέσω θα το ονομάσω Αρμόδιον» του Καλαρά.
Αυτός ο Καλαράς λοιπόν φαίνεται να εγκαταλείπει τις αλύγιστες επιλογές του Διαφωτισμού για χάρη των εθνικών προτεραιοτήτων. Πραγματικά, άλλον ενάμισι χρόνο αργότερα, όταν η Φιλική Εταιρεία άρχισε να διαδίδεται και στην Πελοπόννησο, θα είναι ένας από τους πρώτους που θα προσχωρήσει, 28 Οκτωβρίου 1818· και αξίζει να προσέξουμε πως τον μύησε ο Θεοχάρης Ρέντης, δηλαδή ο φίλος-του ο «κυρ Θεοχαράκης», που κι αυτός Αριστείδη είχε βγάλει, είδαμε, τον γιο-του. Και ο Καλαράς και ο Ρέντης θα είναι δραστήριοι Φιλικοί, ενώ ούτε ο Βηλαράς ούτε ο Ψαλίδας ούτε κανένας άλλος από την στενή παρέα των φανατικών δημοτικιστών δεν αναγράφεται στους καταλόγους της Εταιρείας.

Εδώ χρειαζόμαστε μια κάποια εξήγηση. Έχουμε συνηθίσει να συνδέουμε την Επανάσταση του ’21 με τον Διαφωτισμό – δεν είναι λανθασμένη η άποψη, αρκεί να την αναδιαρθρώσουμε κάπως, να την εμπλουτίσουμε: μέσα στα σπλάχνα του Διαφωτισμού, χάρη στις συνθήκες δηλαδή που αυτός δημιούργησε, άρχισε να προκύπτει μια αντίρροπη τάση, η εξέγερση, η από τα κάτω ανατροπή της πυραμίδας – κάτι τέτοιο συνέβη και το 1789. Τα διάσπαρτα κοινωνικά δικαιώματα –κατάργηση των διακρίσεων, ισονομία, δικαίωμα στην περιουσία και την κοινωνική ανέλιξη– συνοψίσθηκαν τώρα σε μια ενιαία έννοια, σε μια λέξη: Ελευθερία. Σε όσα πολιτικά σύνολα μάλιστα υπήρχαν ισχυρές εθνοτικές διαφοροποιήσεις, όπως στην οθωμανική επικράτεια, όπου οι θρησκευτικές διακρίσεις διαχώριζαν κάθετα την κοινωνία –το να είσαι χριστιανός σήμαινε στέρηση κάποιων δικαιωμάτων– οι πολιτικές διεκδικήσεις συσπειρώθηκαν γύρω από έναν καινούριο πόλο, το έθνος. Λίγο μετά τη Γαλλική επανάσταση ο Ρήγας διεκδικούσε ακόμα μια ενιαία εξέγερση όλων των καταπιεσμένων από τον κακό ηγεμόνα – ακόμα και των οθωμανών, όπως ξέρουμε. Σε λιγότερο από μια γενιά το πλαίσιο άλλαξε· στόχος της εξέγερσης έμπαινε τώρα μια άλλου είδους ανατροπή –που σε έναν βαθμό εμπεριείχε και την κοινωνική, αλλά μονάχα σε έναν βαθμό, όχι απόλυτα– μια ανατροπή η οποία θα οδηγούσε σε μιαν άλλου τύπου οργάνωση των πολιτικών συνόλων. Οι επαναστάσεις στα Βαλκάνια θα ήταν πια εθνικές· τη δική-τους οι Σέρβοι, τη δική-τους οι Έλληνες – αργότερα και οι Βούλγαροι. Οι εθνικές συνειδήσεις είχαν γεννηθεί, μαζί-τους κι ο εθνικισμός, τέκνα του ώριμου Διαφωτισμού. Τέκνα ή τερατογενέσεις; Ας μην δαιμονοποιούμε την ιστορία, κι ας τα ονομάσουμε απλώς καινούριο στάδιο.

Η έννοια της εθνικής συνείδησης ωστόσο θεμελιώθηκε στην υποτιθέμενη αιώνια ή έστω μακρόχρονη υπόστασή-της· για να νομιμοποιηθεί έπρεπε ν’ αποδείξει την παλαιότητά-της. Εδώ, ανάμεσα σ’ όλους τους άλλους βαλκάνιους, μα και στους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς, οι Έλληνες διέθεταν ένα καταλυτικό πλεονέκτημα: διάσημους και αποδεκτούς από όλους προγόνους. Για να στεριώσουν την εθνική-τους συνείδηση δεν είχαν παρά να τους επιδείξουν. Η αναγωγή στις εθνικές ρίζες έμπαζε βέβαια τις αξίες του Ρομαντισμού από την πίσω πόρτα, διέλυε κάπως τη συνοχή της καθαρής λογικής, εκείνο το «δεν ήθελα όμως να στοχαστούμε πως ο Πλάτωνας ήταν μεγάλος φιλόσοφος γιατι τον ήλεγαν Πλάτωνα και όχι Κώστα». Ο Βηλαράς θα ενοχλήθηκε άμα έμαθε τις ανοησίες του φίλου-του, σίγουρα, γιατι ο ίδιος δεν είχε προτάξει ακόμα το εθνικό του κοινωνικού, όπως συγχύστηκε και ο Χριστόπουλος, άμα είδε το 1811, τα ποιήματά-του τυπωμένα με την ιστορική ορθογραφία: «Τα Λυρικά-μου ήταν όλα απλογραμμένα, ήγουν χωρίς την στραβογραφίαν την ελληνικήν, πλην με τα τύπωσαν, να κουρεύονται, καθώς τα βλέπεις. [. . .] Τί άλλο να σε γράψω; Άμποτε να μας χαροποιήσει η ειρήνη»[9]. Αυτά όλα γράφονται τον Νοέμβρη του 1811 προς τον Ψαλίδα, όταν οι νίκες έστεφαν τους στρατούς του Ναπολέοντα· η ειρήνη θα σταματούσε την πορεία-του προς τη Μόσχα – η παρέα των δημοτικιστών κλίνει πολιτικά προς την άλλη πλευρά.

Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Ναπολέων έχει νικηθεί οριστικά. «Η αιτία των μεγάλων ειδήσεων του κόσμου κοιμάται στην Αγία Ελένη», ειρωνευόταν ο Βηλαράς στις 24 Οκτωβρίου σε γράμμα-του προς τον Καλαρά. Και συνέχιζε, «Οι Σέρβοι σ’ ολίγο παραδίνουνται. Άμποτε ν’ ανασάνει ο κόσμος από τόσες ταραχές πολέμων, για να φαν κομμάτι ψωμί δίχως τρομάρα, και να τους πιάνει στην καρδιά»[10]. Ο Βηλαράς έβλεπε ακόμα και την εξέγερση των Σέρβων ως πηγή αναστάτωσης – τίποτα περισσότερο. Θυμίζω ότι η Ελληνική Νομαρχία θεωρούσε, αντίθετα, ότι «οι Σέρβοι μας δίνουν το μεγάλο παράδειγμα», ενώ σε μια παραλλαγή του «Πατριωτικού Ύμνου», μεταγενέστερη βέβαια του Ρήγα, βρίσκουμε τα εξής ενθουσιαστικά: «Κι εκείνοι που αποκοτούν | ό,τι κι αν θέλουν αποκτούν· | ιδείτε την Σερβίαν | πώς πήρ’ ελευθερίαν»[11]. Το στρατόπεδο λοιπόν του Διαφωτισμού δεν ήταν ενιαίο· εμπεριείχε αντίθετες ροπές: άλλοι επέλεγαν την κοινωνική βελτίωση, άλλοι την εθνική επανάσταση.
Μας χρειάζεται ίσως εδώ ένα μικρό σχόλιο· ετούτες οι αντιθέσεις μας φαίνονται τεράστιες, όταν τις νοούμε σε θεωρητικό επίπεδο, κι επομένως ασυμβίβαστες μεταξύ-τους· ωστόσο όταν περνάμε στις ατομικές συνειδήσεις τα πράγματα αλλάζουν: το ανθρώπινο μυαλό είναι πολυσυλλεκτικό, ανέχεται τις αντιφάσεις και δεν τις αποβάλλει παρά σπάνια – αν το πετύχει μια ισχυρή κι επίμονη λογική επεξεργασία.

Απέναντι στους φανατικούς δημοτικιστές υπήρχαν οι λάτρεις της αρχαίας γλώσσας· δεν πρέπει όλους να τους κατατάξουμε στον Διαφωτισμό, όμως μία μερίδα-τους εκεί ανήκε. Τυπικό παράδειγμα ο Νεόφυτος Δούκας· όταν τον ακούμε να μιλάει για τη γλώσσα, φρίττουμε, καθώς δυσκολευόμαστε ν’ αποδεχθούμε τους παραλογισμούς-του: «αν φράσεις μιμούμεθα», έγραφε, φράσεις των αρχαίων, εννοείται, «τα καλά των λόγων μιμούμεθα, και των προγόνων ημών μίμησιν έχομεν», κλπ.[12]. Όμως ο άνθρωπος αυτός, παρά τη χαμηλή-του μόρφωση και τις μικρές σχέσεις με την ευρωπαϊκή βιβλιογραφία, αναδείχθηκε σε ηγετική προσωπικότητα, συσπείρωσε γύρω-του αρκετούς και επηρέασε περισσότερους. Η σκέψη-του δεν ήταν συντηρητική· συχνά ήρθε σε αντίθεση με την Εκκλησία, καθώς είχε και θάρρος και φιλελεύθερες απόψεις – αλλά εδώ μας ενδιαφέρουν οι γλωσσικές-του επιλογές. Πίστευε, όπως φάνηκε κι από το σύντομο παράθεμα, πως με τη μίμηση θα εξισωνόμασταν κάποια στιγμή με τους ένδοξους προγόνους· η μαγική επίδραση του λόγου επί των πραγμάτων: κοινή πεποίθηση πολλών, με αυξητικές τάσεις τότε. Στα 1819 ο Θεόφιλος Καΐρης έγραφε στον Κοραή, «από όλας του ανθρώπου τας δυστυχίας η δουλεία είναι φρικτοτέρα· εγώ όμως, καθώς και άλλοι πολλοί, ήθελον υποφέρει και την πλέον σκληράν, εάν ήτο δυνατόν να ομιλεί το γένος την γλώσσαν των προγόνων-του»[13]. Ανεξάρτητα από τις γλωσσικές-του απόψεις, οι στόχοι του Δούκα βρισκόταν πιο κοντά στις επιλογές του Ανωνύμου της Ελληνικής Νομαρχίας παρά σ’ εκείνες των φανατικών δημοτικιστών.

Άλλωστε τον Ιούλιο του 1819 οι άνθρωποι της Φιλικής τον πλησίασαν, κι αυτός δέχτηκε αμέσως την πρόσκληση – μολονότι κόντευε πια τα 60. Βρισκόταν τότε στο Βουκουρέστι· το επόμενο φθινόπωρο έστειλε δύο ενθουσιώδη γράμματα στον Υψηλάντη, κι όταν λίγους μήνες αργότερα ξέσπασε η Επανάσταση στάθηκε στο πλευρό-του και συνέθεσε έναν μακρύ θούριο σε πεζό λόγο[14]. Παράλληλα ωστόσο με τις εθνικές προσπάθειες, προωθούσε και κοινωνικούς στόχους· ο Δούκας ονειρευόταν να συστήσει ένα ανώτερο σχολείο στην πατρίδα-του, το Ζαγόρι – μάζευε χρήματα, κινητοποιούσε ανθρώπους, και κάποια στιγμή σκέφτηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Αλή πασά. Η στιγμή ήταν άτυχη, Γενάρης του 1820, δηλαδή λίγο πριν ο πασάς κηρυχθεί έκπτωτος· δεν ξέρουμε λοιπόν ούτε αν έφτασε το γράμμα στα χέρια του Αλή ούτε ποια θα ήταν η αντίδρασή-του. Το ενδιαφέρον όμως βρίσκεται αλλού· στον σχεδιασμό που μεθόδευσε ο Δούκας: «Έχουν χρείαν», γράφει στο γράμμα-του, οι κάτοικοι του Ζαγορίου «από μίαν υψηλήν προσταγήν και παρακίνησιν να γένει τούτο το μέγα καλόν», το σχολείο, «εις το βιλαέτι· μία υψηλή προσταγή-σου ανέστησε τόσα κάστρα», εννοεί φαντάζομαι πόλεις, «εκρήμνισε βουνά, δύναται πάλι να τα σηκώσει· και ένα σχολείον δια τους πτωχούς Ζαγορίτας πόσον δεν είναι μικρότερον από όλα; μικρότερον εις τον κόπον, μεγαλύτερον δε εις την δόξαν»[15]. Όταν λοιπόν ο Δούκας επιλέγει την κοινωνική δράση, το σχολείο, ξεχνάει τους επαναστατικούς οραματισμούς της Φιλικής και επιζητεί την «υψηλήν προσταγήν» του φωτισμένου ηγεμόνα – κι όχι μόνον αυτό· στο γράμμα-του ξεχνάει και τα μεγάλα λόγια για την αρχαία γλώσσα, και επιλέγει να το συντάξει στη δημοτική κι αυτός.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις ποικίλες τάσεις –αρχαιοπρέπεια που θα μας εξομοιώσει με τους προγόνους, επαναστατικότητα της Ελληνικής Νομαρχίας και της Φιλικής, πολιτικά αδιάφοροι και «φιλήσυχοι» ακραίοι δημοτικιστές–υπήρχε και μια ακόμη, σαφώς πολυπληθέστερη, σαφώς πιο οργανωμένη κοινωνικά: πρόκειται για τον Κοραή και το περιβάλλον-του, όσοι δηλαδή συσπειρώνονταν γύρω από το περιοδικό Ερμής ο Λόγιος. Η ομάδα αυτή συμπορευόταν με τις βασικές επιλογές του Διαφωτισμού· διάδοση μιας παιδείας που θα βοηθούσε τη διανοητική απελευθέρωση, σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά επιτεύγματα, διάδοση του πλούτου, αντιπαλότητα με τις συντηρητικές δυνάμεις, ιδίως με το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Δεν έθετε την εθνική επανάσταση ως άμεσο στόχο, αλλά την αποδεχόταν ως απώτερο· έκρινε όμως ότι χρειαζόταν πρώτα ν’ αναπτυχθεί και να δυναμώσει μια μεσαία τάξη μορφωμένων, ώστε να ελέγχει αυτή τους εσωτερικούς συσχετισμούς στις ελληνικές κοινότητες.

Νομίζω πως οι προτάσεις του Κοραή, της ηγετικής φυσιογνωμίας της ομάδας, για το νεοελληνικό γλωσσικό όργανο είναι πολύ χαρακτηριστικές· ένα κράμα της απλής με την αρχαία, που από τη μια θα ήταν πιο εύκολη στην εκμάθηση –η κοινωνική διάσταση– κι από την άλλη θα καταδείκνυε τη συνέχεια με την αρχαιότητα – η εθνική διάσταση. Από μια άποψη μάλιστα οι συλλογισμοί του Κοραή, όταν επαινούσε την αρχαιοπρεπή ονοματοδοσία, συγγενεύουν μ’ εκείνους του Δούκα για τη γλώσσα: «Έν από τα σημεία της ενεργουμένης σήμερον αναγεννήσεως» του γένους, έγραφε στα 1815 ο Κοραής, «πρέπει να λογίζεται και ο ζήλος των ελληνικών ονομάτων»… «Πιθανόν ότι ο ονομασθείς, φερειπείν, Αριστείδης, εάν λάβει παιδείαν χρηστήν, θέλει μιμηθεί και την δικαιοσύνην του Αριστείδου» – η διαφορά βρίσκεται μονάχα στο ότι ο γέροντας ήταν πιο στοχαστικός, και πρόσθετε τη ρήτρα της χρηστής παιδείας· αλλιώς, έγραφε, «ο τοιούτος ζήλος καταντά εις κομπαστική γοητείαν»[16].

Φυσικά η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι μορφωμένοι πριν ο Κοραής να διατυπώσει τις προτάσεις-του, ήταν κάτι ανάμεσα στην απλή, την ομιλουμένη, και την αρχαία που τη μάθαιναν στα σχολεία – για να είμαστε ακριβέστεροι, προσπαθούσαν να τη μάθουν, γιατι λίγοι, πολλοί λίγοι το κατόρθωναν. Η θεωρητική διαφορά όμως ανάμεσα στις δύο εκδοχές είναι μεγάλη· η σχολική γλώσσα έπαιρνε ως βάση την αρχαία, και οι όποιες αποκλίσεις στο λεκτικό, τη γραμματική ή το συντακτικό αντιμετωπίζονταν ως αδυναμίες – που ο Δούκας δεν τις συγχωρούσε, και εδώ ήταν η διαφορά-του, γιατι επεδίωκε κάτι περισσότερο, την εθνική συνείδηση. Η γλώσσα του Κοραή, αντίθετα, ακολουθούσε όπως ξέρουμε τη δομή της ομιλουμένης, αλλά βελτίωνε συστηματικά ορισμένα σημεία στη μορφολογία-της, με στόχο η συνέχεια της γλώσσας να γίνεται ορατή: ομμάτιον αντί μάτι –όχι όμως οφθαλμόςθέλει γράψειν αντί θα γράψει – όχι όμως μονολεκτικός μέλλον[17]. Εμείς βέβαια σήμερα ως εξωτερικοί παρατηρητές μπορεί να λογαριάζουμε ασήμαντες τις διαφορές, και να θεωρήσουμε ότι οι άνθρωποι τσακώνονταν περί όνου σκιάς. Από μια άποψη έχουμε σίγουρα δίκιο, αλλά αυτή η άποψη παραγνωρίζει τη συμβολική αξία που μεταφέρει η κάθε γλώσσα. Όταν θέλεις να αλλάξεις την κοινωνία πρέπει να χρησιμοποιείς αναγνωρίσιμα ιδιόλεκτα – και αυτό έκαναν ο Κοραής και οι οπαδοί-του. Ο εμπλουτισμός της γλώσσας με χρήσιμους νεολογισμούς πλούτιζε την κοινωνική χρήση, οι μορφολογικές ιδιοτυπίες τόνιζαν περισσότερο την εθνική-της διάσταση.

Άρα δεν είχαν σημασία οι θεωρητικές διαφωνίες για το γλωσσικό· το κυρίως ζητούμενο βρισκόταν στις ιδεολογικές προεκτάσεις: για να αντικρούσει ο Γρηγόριος ο Ε΄ τις ανανεωτικές τάσεις του Κοραή και των ομοϊδεατών-του οχυρώθηκε, ακριβώς, πίσω από την αρχαία γραμματική και το συντακτικό. Όταν τον Μάρτη του 1819 άρχίζε η συντονισμένη επίθεση της Εκκλησίας με στόχο τα προπύργια του Διαφωτισμού, το πρώτο βήμα ήταν μια συνοδική εγκύκλιος προς όλα τα σχολεία, που καταδίκαζε τα μαθηματικά και τη φυσική, επειδή «κακοβούλως εμποδίζουσι […] την αληθή παιδείαν», και απαιτούσε η διδασκαλία να περιορίζεται στη σωστή εκμάθηση της αρχαίας γλώσσας – ταυτόχρονα όμως κατακρινόταν αυστηρά η «εισαχθείσα των παλαιών ελληνικών ονομάτων επιφώνησις», «ως μία καταφρόνησις της Χριστιανικής ονοματοθεσίας»[18].

Η χρήση της αρχαίας γλώσσας δεν σήμαινε λοιπόν από μόνη-της τίποτε· μονάχα άμα συσχετίσουμε τις γλωσσικές τάσεις με τις κοινωνικές-τους συνδηλώσεις μπορούμε να βγάλουμε κάποια άκρη. Το καλοκαίρι του 1804 ένας δεκαοχτάχρονος νεαρός από την Τσαρίτσανη της Θεσσαλίας αντικρίζει στη Ζαγορά πρώτη φορά τη θάλασσα. Καθώς τα κύματα είναι μεγάλα, παρακαλεί τον Ποσειδώνα να τα καλμάρει· νά πώς περιγράφει τη σκηνή ο ίδιος, δηλαδή ο Στέφανος Οικονόμος, σε γράμμα προς τον αδελφό-του Κωνσταντίνο: «Ικετευτικώς γαρ-τοι παρά τον αιγιαλόν προσελθών, και ως οίον-τε μεν κοσμίως εμαυτόν περιστείλας, πολύ δε το γεναίον αναλαβών, ‘‘αλλ’ εγώ-σοι, φημί δέσποτα Πόσειδον ικέτης του λοιπού αναγράφομαι σος, και τη σή σκέπη εμαυτόν παραδίδωμι. Ελλάς-μοι πατρίς, ευσεβής η χώρα τα προς θεούς, εγώ δε των σων οργίων αμύητος, ευμενής ουν-μοι είης, ενοσίγαιε!’’»[19]. Ας μην τα πάρουμε όλα κατά γράμμα· παίζει λιγάκι, χαριεντίζεται – αλλά όχι και τελείως: οι αναφορές στην αρχαιότητα δεν είχαν μονάχα εθνικού τύπου συνδηλώσεις, συνιστούσαν συνάμα μιαν απελευθέρωση από τις παραδοσιακές ιδεολογίες, δηλαδή και την Εκκλησία –ο Στέφανος μόλις είχε πετάξει τα ράσα και ξεκινούσε για την Ευρώπη– για μερικούς και τον χριστιανισμό. Έτσι στα 1815 ή 1816, ένας «Μιλτιάδης λεγόμενος Σοφιανόπουλος, φθάνων εις την πατρίδα-του Σοπωτόν», κοντά στα Καλάβρυτα, «και ευρίσκων τον πατέρα-του αποθαμένον, επήγε με μουσικά όργανα και εθυσίασεν επάνω εις το μνήμα-του ένα κριάριον, διά το οποίον, ως ειδωλολάτρης κατηγορηθείς, εξεδιώχθη»[20]. Αυτός ο «λεγόμενος» Μιλτιάδης, ιδιόρρυθμος και πολύ ανοιχτός στους νεοτερισμούς άνθρωπος –το βαφτιστικό-του, βέβαια, ήταν Παναγιώτης– είχε στενές σχέσεις με τους φανατικούς δημοτικιστές του Βηλαρικού κύκλου, αλλά, πολύ χαρακτηριστικά, οι αντιρρήσεις-του για τη γλώσσα-τους και τη φωνητική ορθογραφία ήταν έντονες[21].

Άλλες «ειδωλολατρικές» ή γενικότερα ρητά αθεϊστικές τάσεις δεν έχω εντοπίσει[22]· καθώς όμως η αρχαιότητα πάντως παρέπεμπε εξίσου και στις αρχαίες δημοκρατικές αξίες, οι συντηρητικοί κύκλοι, ιδίως της Εκκλησίας, διαρκώς κατηγορούσαν τους πολιτικούς-τους αντίπαλούς για άθεους – ήταν η εύκολη καταγγελία. Γράφει ο Ανώνυμος της Νομαρχίας για τους συγχρόνους-του: «Αφού ανέγνωσαν τον ηδύτατον Ξενοφώντα, τον νουνεχή Πλούταρχον, και τους λοιπούς ιστορικούς φιλοσόφους των προγόνων-μας, εγνώρισαν τον βόρβορον της τυραννίας, και κλαίουσι πικρώς δια την δυστυχίαν της Πατρίδος-μας· δεν προφέρουσι πλέον το όνομα της Ελευθερίας με φόβον –μήπως τους ακούσωσι οι προεστοί ή οι αρχιερείς και τους κηρύξωσι αθέους, ως πρότερον έκαμνον– αλλά το προφέρουσι με εκείνο το θάρρος» [23], κλπ. Η λέξη «ελευθερία», η ελεύθερη σκέψη γενικότερα, παρά τα όσα ευαγγελιζόταν ο Ανώνυμος στα 1806, προκαλούσε καταγγελίες κάθε άλλο παρά ακίνδυνες· την Μάρτη του 1821, ενώ είχε ήδη ξεσπάσει η επανάσταση του Υψηλάντη, συγκαλείται σύνοδος στο Πατριαρχείο προκειμένου να «καθαιρεθούν» τα φιλοσοφικά μαθήματα, και καταγγέλλεται ο Κούμας «ως διασπείρων αποστατικά φρονήματα»[24] – αυτά σε στιγμές βιαιοτήτων, όπου και η απλή υποψία αρκούσε για τους Τούρκους. Κι ενάμισι χρόνο μετά τα δραματικά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης και τους επάλληλους απαγχονισμούς και καρατομήσεις αρχιερέων και προκρίτων, ο άνθρωπος που εξέφραζε την πιο σκληροπυρηνική ίσως αντίδραση, ο Ιλαρίων ο Σιναΐτης, αποκαλούσε τους επαναστατημένους στον Μοριά σ’ ένα κείμενο που κυκλοφορούσε στο εσωτερικό του πατριαρχείου, «η αποτρόπαιος και θεομισής φατρία των αποστατών»[25]. Είχε απόλυτο δίκιο ο Παναγιώτης Κοδρικάς όταν στα 1818 δήλωνε πως οι γλωσσικές προεπαναστατικές διαμάχες δεν γίνονταν «περί δύο ή τριών Γραικοβαρβαρικών λεξιδίων», «αλλ’ είναι συζήτησις εθνική, πρόβλημα δημόσιον»[26].

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

 

 


[1] Αθαν. Ψαλίδας (Γιάννινα) προς Νεόφυτο Δούκα (Βιέννη), 5.10.1815, Ιωάννης Οικονόμου Λαρισσαίος, Επιστολαί διαφόρων, επιμ. Γιάνης Α. Αντωνιάδης και Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Αθήνα 1964, 251· έχω μεταφέρει στη δική-μας ορθογραφία τη φωνητική γραφή, και τροποποίησα τις πτώσεις, ώστε τα παραθέματα να εντάσσονται αβίαστα στο κείμενο. Η επιστολή αυτή είχε αποδοθεί παλιότερα στον Βηλαρά, και φαίνεται πως κυκλοφόρησε χειρόγραφη αρκετά· επρόκειτο μάλιστα να ενταχθεί σε ένα μανιφέστο υπεράσπισης της δημοτικής που θα κυκλοφορούσαν το 1821 από κοινού ο Βηλαράς με τον Ψαλίδα, βλ. Λ. Ι. Βρανούσης, «Κείμενα και χειρόγραφα του Βηλαρά και του Ψαλίδα», Νέα Εστία, 94 (Χριστούγεννα 1973) 51-86, πβ. και Ιωάννης Βηλαράς, Άπαντα, επιμ. Γ. Α. Βαρβαρέτος, Αθήνα 1935, 303-304.

[2] Επιστολαί διαφόρων, ό.π., 257.

[3] 7.7.1815, βλ. Αθανάσιος Χριστόπουλος, Άπαντα, επιμ. Γ. Βαλέτας, Αθήνα 1969, 588-589. Δεν κρατώ ούτε εδώ τη φωνητική γραφή του πρωτοτύπου.

[4] Έχει ενδιαφέρον ότι η πρόταση αυτή δεν θεωρήθηκε παράλογη από κάποιους ευρωπαίους λόγιους· βλ. την κριτική (μήπως του Κοπιτάρ;) για το Researches in Greece του W. M. Leake σε αυστριακή εφημερίδα που αναπαράγεται περιληπτικά στον Λόγιο Ερμή, 1816, 372-373.

[5] Πρόκειται για τον κώδικα που είχε συγκροτήσει ο Ιωάννης Οικονόμος Λαρισσαίος, ό.π. Αναλυτική περιγραφή του κώδικα και επισήμανση αβλετημάτων στην έκδοσή-του, βλ. Λ. Ι. Βρανούσης, «Κώδιξ επιστολών και άλλων κειμένων των ετών 1759-1824», Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου, 14 (1964) 265-311. Ανθολογία-της στο Βηλαράς, Ψαλίδας, Χριστόπουλος κ.ά, Η δημοτικιστική αντίθεση στην κοραϊκή «μέση οδό», επιμ. Εμμ. Ι. Μοσχονάς, Αθήνα 1981.

[6] Βηλαράς (Λάρισα) προς Καλαρά (Κόρινθο), Επιστολαί διαφόρων, ό.π., 260· το γράμμα μας είναι γνωστό κι από άλλο αντίγραφο, βλ. Βηλαράς, Άπαντα, ό.π., 282-283, πβ. Βρανούσης, ό.π. 295. Το πρωτότυπο σε φωνητική γραφή.

[7] Καλαράς (Κόρινθος) προς Χριστόδουλο Κονομάτη (Λαμία), 2.4.1817, ό.π., 319, επίσης σε φωνητική γραφή. Ο Γεώργιος Καλαράς έκανε και δεύτερο αγόρι, και το ονόμασε Αριστογείτονα· βλ. Άγγελος Ν. Παπακώστας, Γεώργιος Καλαράς, Αθήνα 1966, 33-36 (αναφορά του 1846)· πβ. και Μαίρη Ν. Βέη, Συμπληρωματικά δια την αναζήτησιν του αρχείου Γεωργίου Καλαρά, Αθήνα 1968, 21.

[8] Για τα ονόματα βλ. Λουκία Δρούλια, «Η εθιμική παράδοση στην ονοματοθεσία και ο Διαφωτισμός. Ένα παράδειγμα από την Αχαΐα», Μνήμων, 10 (1984) 187-201. Η αναφορά του Κοραή στο Mémoire sur l’état actuel de la civilisation dans la Grèce, Παρίσι 1803, ανατύπωση Κ.Ν.Ε.-Ε.Ι.Ε., 44-45.

[9] Αθανάσιος Χριστόπουλος, Άπαντα, ό.π., 587-588.

[10] Επιστολαί διαφόρων, ό.π., 265· το πρωτότυπο σε φωνητική γραφή.

[11] Για την Ελληνική Νομαρχία χρησιμοποιώ την ανατύπωση από τον Ν. Β. Τωμαδάκη, Αθήνα 1948, 185· πβ. και 188, 190· η παραλλαγή του «Ύμνου πατριωτικού» δημοσιεύτηκε από τον Κ. Άμαντο, «Ο Θούριος του Ρήγα», Ελληνικά, 8 (1935) 200.

[12] Νεόφυτος Δούκας, Ερμού του Λογίου αποβλήματα, [Βιέννη] 1813, 34· το χωρίο το έχει αναδείξει ο Κ. Θ. Δημαράς και το χρησιμοποιεί συχνά στο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 1977.

[13] Θεόφιλος Ν. Καΐρης, Αλληλογραφία, επιμ. Δημ. Πολέμης, Α΄1, Άνδρος 1994, 37· πβ. Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, έκδ. Ο.Μ.Ε.Δ., Δ΄, Αθήνα 1982, 135.

[14] Για την ένταξή-του στη Φιλική Εταιρεία, όπου τον μύησε ο Αναγνωστόπουλος, βλ. Βαλ. Γ. Μέξης, Οι Φιλικοί, Αθήνα 1937, 58· τότε γράφει ένα ενδιαφέρον γράμμα προς τον Κωσταντά που το δημοσιεύει ο Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως, Α΄, Αθήνα 1859, 337-338. Τα γράμματα προς τον Αλεξ. Υψηλάντη, 28.9 και 27.10.1820, στον Φιλήμονα, ό.π., 346-347· ο Θούριος στο Νεόφυτος Δούκας, Πανηγυριστής, Αίγινα 1835, 289-306. Για τις φιλελεύθερες ιδέες-του βλ. Κ. Θ. Δημαράς, «Ένας διώκτης του Νεόφυτου Δούκα, Σαμουήλ ο Άνδριος», Αφιέρωμα εις την Ήπειρον εις μνήμην Χρίστου Σούλη, Αθήνα 1956, 137-148· τα γεγονότα τα περιγράφει και ο Νεόφυτος Χαριλάου στην μη τυπωμένη διδ. διατριβή, Νεόφυτος Δούκας, ένας μεγάλος δάσκαλος και λόγιος, Ιωάννινα 1999.

[15] Νεόφυτος Δούκας, Πανηγυριστής, ό.π., 378· το γράμμα στις σελ. 371-380· χρονολογείται 15.1.1820. Ο τόνος της επιστολής είναι βέβαια κολακευτικός και δουλοπρεπής· ως «ελάχιστος των σκλάβων» του Αλή υπογράφει ο περήφανος Δούκας, και τον παραβάλλει με τον Μεγαλέξαντρο και τον Πύρρο, αλλά όσο κι αν υπερβάλλει, είτε όταν τονίζει πόσο το εμπόριο ωφελήθηκε από την ασφάλεια των δρόμων που πέτυχε ο πασάς είτε στα άλλα καλά της διακυβέρνησής-του, είναι φανερό ότι τον αντιμετωπίζει σαν «φωτισμένο», ανατολίτη βέβαια, ηγεμόνα.

[16] Στα προλεγόμενα της έκδοσης του Στράβωνα, βλ. Αδ. Κοραής, Προλεγόμενα…, Β΄, επιμ. Εμμ. Ν. Φραγκίσκος, Αθήνα 1988, 238.

[17] Βλ. πρόχειρα τα άρθρα του Vincenzo Rotolo «Η γλωσσική θεωρία του Κοραή. Ιδεολογικές ρίζες και ψυχολογικά κίνητρα», και Κ. Θ. Δημαρά, «Ο Κοραής και η γλώσσα. Η θεωρία», Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., Διήμερο Κοραή, Αθήνα 1984, 45-58 και 9-28· το τελευταίο αναδημοσιεύτηκε στο Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορικά φροντίσματα. Β΄, Αδαμάντιος Κοραής, επιμ. Πόπη Πολέμη, Αθήνα 1996, 105-119 (όπου και το άρθρο-του «Ο Κοραής και η γλώσσα. Η πράξη», σελ. 120-123)

[18] Την εγκύκλιο, που τυπώθηκε σε μονόφυλλο (φωτοτυπία-της σε σμίκρυνση: Δημ. Ζ. Σοφιανός, «Ανέκδοτο συνοδικό γράμμα (Ιούλ. 1826) του Οικουμενικού πατριάρχη Χρύσανθου Α΄», Χαριστήριος τόμος προς τιμήν του Οικουμενικού πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, Αθήνα 2000, 528), την αναδημοσιεύει ο Κ. Θ. Δημαράς, Ο Κοραής και η εποχή-του, Αθήνα 1953, 299-304· τα χωρία στις σελ.302 και 304. Ο Κωνσταντίνος και ο Στέφανος Οικονόμος κατάλαβαν πολύ καλά ότι η κύρια αιχμή στρεφόταν κατά του Φιλολογικού Γυμνασίου, γι’ αυτό και έσπευσαν ν’ απαντήσουν στο Γρηγόριο, προσπαθώντας να υπερασπίσουν, όσο γινόταν, τη θέση-τους, βλ. Κωνσταντίνος Οικονόμος, Αλληλογραφία, Β΄, επιμ. Κώστας Λάππας και Ρόδη Σταμούλη, Αθήνα 2002, 58-61, και 330-334 (όπου πολύτιμα σχόλια και βιβλιογραφία).

[19] Κωνσταντίνος Οικονόμος, Αλληλογραφία, επιμ. Κώστας Λάππας και Ρόδη Σταμούλη, Α΄, Αθήνα 1989, 21.

[20] Η πληροφορία από το ημερολόγιο του Στέφανου Καραθεοδωρή, εγγραφή της 10ης Νοεμβρίου 1816· βλ. Ηλίας Τανταλίδης, Βίος Στεφάνου Καραθεοδωρή ιατρού, Κωνσταντινούπολη 1868, 24.

[21] Βλ. την επιστολή-του προς τον Βηλαρά, 3.5.1815 από Σοπωτό, Ιωάννης Οικονόμος Λαρισσαίος, ό.π., 220-227· για τις αντιδράσεις της παρέας του Βηλαρά οδηγεί το ευρετήριο. Για μια προσωπογραφία-του, Μημ. Παλαιολογόπουλος, Παναγιώτης Σοφιανόπουλος. Ο πρώτος έλληνας οραματιστής του σοσιαλισμού (1786-1856), Αθήνα 1988.

[22] Βασ. Ν. Μακρίδης, «Ορθόδοξη εκκλησία και φορείς του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο: ιδιαιτερότητες μιας σχέσης», Κληρονομία, 29 (1997) 163-201 (μελέτη με γενικότερο ενδιαφέρον), και Παναγιώτης Κονδύλης, Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 1988, ιδίως τα κεφάλαια «Το πρόβλημα του υλισμού» και «Ο Ψαλίδας, ο Παμπλέκης και η θεία αποκάλυψη».

[23] Ελληνική Νομαρχία, 1806, 236· χρησιμοποιώ την έκδοση Τωμαδάκη, Αθήνα 1948, 178.

[24] Κώστας Λάππας, «Πατριαρχική σύνοδος ‘‘Περί καθαιρέσεως των φιλοσοφικών μαθημάτων’’ τον Μάρτιο του 1821. Μια μαρτυρία του Κων. Οικονόμου», Μνήμων, 11 (1987) 123-153· η φράση από το γράμμα του Οικονόμου, σελ. 125. Το γενικότερο κλίμα ανασυστήνεται στις μελέτες του Φίλιππου Ηλιού, Κοινωνικοί αγώνες και διαφωτισμός. Η περίπτωση της Σμύρνης (1819), Αθήνα 21986, και Τύφλωσον Κύριε τον Λαόν-σου, Αθήνα 1988.

[25] Βασ. Σφυρόερας, «Ιλαρίων Σιναΐτης ο Κρης», Ε.Ε.Φ.Σ.Π.Α., 20 (1969-70) 254.

[26] Παν. Κοδρικάς, Μελέτη της κοινής ελληνικής διαλέκτου, Α΄, Παρίσι 1818, σελ. γ΄ της πρώτης αρίθμησης και νβ΄.