Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Ιουλία Γ. Κριβορούτσκο

Ελληνοσλαβικές γλωσσικές επαφές τον 18ο-20ο αιώνα: η επίδραση της Ελληνικής στην ρωσική διάλεκτο της Οδησσού

Η προσέλευση των ελλήνων εμπόρων, ναυτικών και στρατιωτών στις παρευξείνιες περιοχές της Ουκρανίας και τα παράλια της Κριμαίας μετά τα Ορλοφικά και τον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο (1768-1774) είχε ως αποτέλεσμα την επαφή των εκεί κατοίκων με την ελληνική γλώσσα. Oι ιστορικές μελέτες των τελευταίων δεκαετιών συνέβαλαν αρκετά στην κατανόηση των εμπορικών και κοινωνικών σχέσεων που δημιουργήθηκαν στην περιοχή κατά τον 18ο-20ο αιώνα. Όμως, η γλωσσολογική ανάλυση των σλαβικών διαλέκτων της περιοχής ελάχιστα επηρεάστηκε από την πρόοδο της ιστορικής επιστήμης. Η σύντομη ανάλυση που θα παρουσιάσουμε αισιοδοξεί να γεφυρώσει το χάσμα αυτό.

 

Ιστορικά συμφραζόμενα

Η πόλη της Οδησσού ιδρύθηκε στην θέση του παλαιού φρουρίου Γενί-Ντουνιά ή Χατζιμπέι που κατελήφθη από τα ρωσικά στρατεύματα στις 14 Σεπτεμβρίου 1789. Η ονομασία Odessa, εμπνευσμένη από το όνομα της αρχαίας ελληνικής αποικίας Οδησσός, επελέγη από την ίδια την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ το 1794.

Οι Έλληνες ήταν μεταξύ των πρώτων κατοίκων της νεοϊδρυθείσας πόλης. Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου εύκολο να προσδιορίσουμε πόσοι ακριβώς κατοικούσαν στην περιοχή στο τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, και ποιά ήταν η πληθυσμιακή αναλογία μεταξύ ελληνοφώνων και σλαβοφώνων.[1] Στο ζήτημα αυτό οι γνώμες των ειδικών διίστανται κατά πολύ. Η άποψη πως η Οδησσός υπήρξε κυρίως ελληνική πόλη, με απόλυτη αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων εκφράζεται συχνά στην ελληνική ιστοριογραφία, αλλά και από ξένους μελετητές. Π.χ., η Όλγα Κατσιαρδή-Hering την βλέπει ως «μια πόλη που ξεκίνησε εκ θεμελίων από τους έλληνες πολεμιστές-αποίκους του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1768-1774» (βλ. ΠΕ). Σύμφωνα με τα δεδομένα της τοπικής απογραφής του 1795, στην πόλη κατοικούσαν 223 Έλληνες, δηλ. περίπου 10% του συνόλου των κατοίκων, κι αν συνυπολογίσουμε τους άνδρες της Ελληνικής Μοιραρχίας, το ποσοστό θα φτάσει στο περίπου 20%. Ωστόσο, η απογραφή δεν περιλάμβανε τους ευγενείς, δημοσίους υπαλλήλους και άλλους στρατιωτικούς, καθώς και τους εμπόρους καταγραμμένους στις συντεχνίες της πόλης. Τα δημογραφικά στοιχεία των επόμενων δεκαετιών είναι εξίσου αβέβαια. Ο Γ. Πιατιγόρσκι πιστεύει πως το 1820 οι Έλληνες της πόλης ήταν περισσότεροι από 1500 (Piatigorskii, σ. 50). Διαφορετική άποψη υποστηρίχθηκε από τον Γρηγόριο Αρς σύμφωνα με τον οποίο «η έκταση της ελληνικής αποδημίας στη Ρωσία μετά το 1812 αναμφισβήτητα μειώθηκε» (Arsh, σ.139) και επομένως, «το 1814 το ποσοστό των Ελλήνων στην πόλη ήταν μικρότερο από ότι το 1795» (ό.π., σ.141).

Η διαπερατότητα των χερσαίων και θαλασσίων συνόρων στη περιοχή συνέβαλε οπωσδήποτε στη μεγάλη κινητικότητα του πληθυσμού. Μερικοί ερευνητές της μεταγενέστερης οδησσινής ιστορίας υποθέτουν πως οι περισσότεροι κάτοικοι των παραλιμάνιων συνοικιών, και μεταξύ τους πολλοί Έλληνες, δεν ήταν νόμιμοι και επομένως δεν κατεγράφησαν ποτέ (Herlihy 1977, σ. 59, Sylvester, σ.31).

Σημαντικά μεγαλύτερη ομογνωμία υπάρχει ως προς την γενική κατεύθυνση της εξέλιξης της ελληνικής κοινότητας. Η ολοένα φθίνουσα υποστήριξη των αυτοκρατορικών αρχών, οι μη ευνοϊκές συγκυρίες στη διεθνή αγορά και η αύξηση συναγωνισμού συνέβαλαν στη σταδιακή υποβάθμιση του ελληνικού στοιχείου. Η τάση προς την αποχώρηση των Ελλήνων ενισχύθηκε ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Εν τω μεταξύ, η ανθούσα πόλη εξακολουθούσε να προσελκύει μεταναστατικά κύματα από τις γύρω περιοχές, αποτελούμενα στην πλειοψηφία από τους Εβραίους και τους Σλάβους. «Χαρακτηριστικό είναι», - γράφει η Όλγα Κατσιαρδή-Hering, - «πως η πόλη σχεδιάστηκε αρχικά να περιλαμβάνει δύο τομείς: τον στρατιωτικό και τον ελληνικό. Σύντομα όμως έλαβε χαρακτήρα πολυπολιτισμικής πόλης: στους δρόμους της κυκλοφορούσαν Ρώσοι, Ουκρανοί κοζάκοι, Εβραίοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Τάταροι, Πολωνοί, Γερμανοί (μεννονίτες και καθολικοί), Ιταλοί και Άγγλοι έμποροι, ο καθένας με την ενδυμασία και τη λαλιά του» (ΠΕ). Στον κατάλογο αυτό θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τους Γάλλους, Ελβετούς, Ρουμάνους, Βούλγαρους, Αλβανούς, Λευκορώσους, Καραΐμους και πλήθος άλλων εθνικοτήτων. Ο Γερμανός περιηγητής I.G. Kohl που επισκέφτηκε την νότια Ρωσία στην αρχή των 1830, ονόμαζε την Οδησσό «αληθινή Βαβυλωνία» (στο Atlas, σ.97)[2]. Ο ίδιος μας πληροφορεί πως στο ίδιο θέατρο παίζονταν παραστάσεις σε πέντε διαφορετικές γλώσσες (στο Ζipperstein, σ.38 υπομν.62). Η διγλωσσία και η πολυγλωσσία συνηθίζονταν ευρύτερα, αφού εκτός από τις μητρικές τους γλώσσες και την εμπορική lingua franca, την ιταλική, οι κάτοικοι έπρεπε να επικοινωνήσουν με την περιφερειακή διοίκηση στα ρωσικά.

Η φυγή των Ελλήνων συνεχίσθηκε, και στο τέλος του 19ου αιώνα οι ελληνόφωνοι δεν αποτελούσαν πλέον παρά ισχνή μειοψηφία μεταξύ των Οδησσινών. Κατά την πρώτη καθολική απογραφή πληθυσμού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το 1897, μόνο 1,25% των κατοίκων της πόλης δήλωσαν την ελληνική ως μητρική τους γλώσσα (Herlihy 1977, σ.418). Συνολικά δε στην πόλη ομιλήθηκαν τότε πάνω από πενήντα (!) διαφορετικές γλώσσες. Σήμερα, έναν αιώνα περίπου αργότερα, οι Έλληνες είναι λιγότεροι από 0,1% του πληθυσμού, και η απόλυτη πλειοψηφία τους δεν αναγνωρίζει την ελληνική ως μητρική τους γλώσσα (Stepanov, σ.33).

Για την κοινωνιογλωσσική έρευνα καθοριστική σημασία έχουν, ασφαλώς, όχι μόνο οι αναλογίες των πληθυσμών που ομιλούν κάποιες γλώσσες, αλλά και το συσχετικό κύρος τους. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η ελληνική ήταν μια γλώσσα αποδεκτή από την ευρύτερη κοινωνία και την άρχουσα ελίτ. Eλληνική επιγραφή κοσμούσε τον επίσημο θυρεό της πόλης μαζί με την ρωσική, την γερμανική και την ιταλική. Πολλοί περιηγητές, όπως ο Ιταλός Luigi Serristori το 1822, Άγγλος John Moore το 1824 κ.ά., σημειώνουν ότι η ελληνική διακρινόταν ως η ευρύτερα ομιλούμενη γλώσσα της πόλης (Herlihy 1977, σ. 402-3). Ορισμένοι συνιστούσαν ακόμα και τη διδασκαλία της νέας Eλληνικής στα ρωσικά σχολεία ως χρήσιμης για το εμπόριο. Και ήταν πράγματι αναγκαία, αφού μεταξύ 1833 και 1860 οι Έλληνες μεγαλέμποροι συγκέντρωναν στα χέρια τους 62% του εξωτερικού και 26% του γενικού εμπορίου της πόλης (Καρδάσης, σ. 201-5). Αρκετοί Ρώσοι, Ουκρανοί και Εβραίοι εργάζονταν στην υπηρεσία των Ελλήνων μεγιστάνων, ο πλούτος των οποίων προκαλούσε έντονη ζήλια. Η ξενοφοβία ενίοτε έπαιρνε και μορφή μισελληνισμού. Π.χ. ο F. Wiegel, υψηλό διοικητικό στέλεχος της ρωσικής κυβέρνησης, στο «Υπόμνημα για την Κερτς» (1827) έγραφε: «[Οι Έλληνες] είναι ύπουλοι, κακόψυχοι ... πιο φιλοκερδείς κι από τους Ιουδαίους... Έκαστος από αυτούς έχει από μια ή δυο οικογένειες ειλώτων... Οι έμποροί μας αγοράζουν από τους Έλληνες παστά ψάρια με αντίτιμα ζωντανούς ανθρώπους! Ω της ντροπής του ρωσικού ονόματος! η καρδιά μας σκίζεται με τους αναστεναγμούς των ομογενών βασανιζόμενων υπό των αθλιότερων των επηλύδων!» (στο Atlas, σ.82).

Μια γενεά αργότερα, το 1863, ο αντισυνταγματάρχης A. Schmidt, συντελεστής του ογκώδους συλλογικού έργου «Στοιχεία για την γεωγραφία και την στατιστική της Ρωσίας συλλεγέντα από τους αξιωματικούς του Γενικού Επιτελείου», αγανακτεί: «Αν θα έπρεπε η πόλη της Οδησσού να επιλέξει μια σημαία, ανάλογα με την εθνικότητα που επικρατεί σ’ αυτήν, θα ήταν μάλλον εβραϊκή ή ελληνοεβραϊκή... Κοιτάξτε τις επιγραφές στις θύρες των καλύτερων σπιτιών της Οδησσού: σχεδόν παντού θα δείτε τα επώνυμα που τελειώνουν σε -άφη, -άκη, -πουδο, -πουλο…» (στο Atlas, σ. 141). Παρατηρούμε, επομένως, οτι ενώ η προκοπή των Ελλήνων προξενεί ακόμα την ζηλοφθονία, στα μέσα του 19ου αιώνα οι Έλληνες παραμερίζονται από τους Εβραίους.

Συμπεραίνοντας, μπορούμε να πούμε ότι το πρώτο μισό του 19ου αιώνα υπήρξε περίοδος ακμής της ελληνικής κοινότητας και επομένως και της ισχυρότερης γλωσσικής επιρροής της. Και αφού οι περισσότεροι Έλληνες άφησαν την περιοχή ή μοιράστηκαν την κυρίαρχη τους θέση με ομιλητές άλλων γλωσσών, ακολούθησε και η εξασθένιση της γλωσσικής επίδρασης.

 

Έρευνα της οδησσινής διαλέκτου: ιστορική ανασκόπηση

Για λόγους μεθόδου, παραθέτουμε το χρονοδιάγραμμα ανάπτυξης της οδησσινής διαλέκτου που πρότεινε ο Γιεβγκένι Στεπάνοβ (σσ. 82-91):

α’

1790-1820

διαμόρφωση της διαλέκτου

β’

1830-1890

ανάπτυξη της διαλέκτου

γ’

1900-1930

εξάπλωση των φαινομένων της διαλέκτου στην πανρωσική καθομιλουμένη και στη γλώσσα της λογοτεχνίας

δ’

1940-2000

βαθμιαία υποχώρηση της διαλέκτου


Η ιδιομορφία της οδησσινής διαλέκτου έχει γίνει αντιληπτή τουλάχιστον από τα μέσα του 19ο αιώνα. Η αντιμετώπισή της ήταν διπλής φύσεως. Από τη μια πλευρά, οι λόγιοι που θεωρούσαν φυσική την κωδικοποίηση της ρωσικής σύμφωνα με τους βόρειους γλωσσικούς κανόνες, καταπολεμούσαν την νότια αυτή διάλεκτο. Την θεωρούσαν παρεφθαρμένη, με ξενισμούς και, κυρίως, ανεπιθύμητες ουκρανικές επιμείξεις. Στιγματίζοντας την «λανθασμένη» χρήση, μέσα από το αποδοκιμαστικό τους ζήλο κληρονόμησαν στους σημερινούς γλωσσολόγους πολύτιμα διαλεκτικά δεδομένα (βλ. π.χ. Dolopchev).

Από την άλλη πλευρά, οι λογοτέχνες, κυρίως οι οπαδοί της καλούμενης νοτιοδυτικής σχολής στις αρχές του 20ου αιώνα (Ι. Μπάμπελ, Κ. Παουστόβσκι, Β. Κατάγεβ, Ε. Μπαγρίτσκι, Ι. Ιλφ, Γ. Πετρόβ), έκαναν ευρύτερη χρήση της διαλέκτου για να προσθέσουν το «ντόπιο χρώμα» στα έργα τους. Πολλά διηγήματα, αλλά και μυθιστορήματα στολίστηκαν με την «νόστιμη» ντοπιολαλιά. Η επιτυχία της νοτιοδυτικής σχολής συνέβαλε στο να συντεθούν στο ίδιο ύφος και τα απομνημονεύματα γνωστών Οδησσινών, όπως ο λαϊκός τραγουδιστής Λ. Ουτέσοβ κ.ά. Την παράδοση συνέχισε η νεώτερη γενιά οδησσινών συγγραφέων (Λ. Καρμεν, Μ. Πόιζνερ, Α. Λβοβ, Σ. Ντονσκάγια, Μ. Ζβανέτσκι κ.ά.), επιδιώκοντας πλέον κατά κύριο λόγο τα κωμικά εφέ.

Δυστυχώς, κατά την εποχή της ακμής της οδησσινής διαλέκτου, δεν εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για την συστηματική καταγραφή του εντόπιου προφορικού λογου ή έστω τη λεπτομερή γλωσσολογική περιγραφή του. Τα δείγματα που διαφυλάχθηκαν χάρη στην «οδησσολατρεία» της νοτιοδυτικής σχολής, αποτελούν μάλλον νύξεις και γρίφους για τους γλωσσολόγους, παρά το αυθεντικό υλικό των ονείρων τους.
H διάλεκτος δέχτηκε ιδιαίτερα βαρύ πλήγμα κατά την φασιστική κατοχή, όταν ο πληθυσμός της Οδησσού ελαττώθηκε και άλλαξε η εθνογλωσσική του σύσταση. Συγκεκριμένα, μειώθηκε το ποσοστό όσων μιλούσαν γερμανοεβραϊκά (yiddish). Ακολούθησε η αστικοποίηση των αγροτών, καθώς η εντεινόμενη βιομηχανοποίηση απαιτούσε καινούργια εργατικά χέρια. Για ευνόητους λόγους, οι μεταπολεμικοί νεόφερτοι δεν γνώριζαν την παλαιά αστική διάλεκτο, με το παρεπόμενο την εξομάλυνση των φαινόμενων της διαλέκτου και την βαθμιαία της υποχώρηση. Δεν ήταν λιγότερο σημαντικός παράγων η υποχρεωτική σχολική εκπαίδευση στην τυποποιημένη ρωσική και τα ρωσόφωνα ΜΜΕ της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Σημειωτέον, πως η πίεση που ασκήθηκε στη διάλεκτο έγινε αντιληπτή στη δεκαετία της περεστρόικα ως μια από της αντιδημοκρατικές ενέργειες του σοβιετικού καθεστώτος (Zhvanetskii, σ.148).

Σήμερα, στην ανεξάρτητη Ουκρανία, η Οδησσός αποτελεί, ακόμα, μια νησίδα ρωσοφωνίας. Όμως, είναι αναμενόμενο πως με την πάροδο του χρόνου η χρήση της ρωσικής θα περιοριστεί, ενώ η διάλεκτος θα διαμορφώνεται στην κατεύθυνση της επίσημης γλώσσας του κράτους, της ουκρανικής. Με τις καινούργιες αλλαγές, τα ελληνικά στοιχεία που κατέφεραν να επιβιώσουν για περισσότερα από διακόσια χρόνια θα γίνουν όλο και πιο δυσδιάκριτα.

Στο τωρινό στάδιο της οδησσινής, οι ελληνικές επιδράσεις μπορούν, κατά τη γνώμη μας, να αναγνωρισθούν ακόμα σε πολλούς γλωσσικούς τομείς, όπως τη φωνητική, σύνταξη, λεξιλόγιο και πραγματολογία. Ας σημειωθεί ότι η διάκριση μεταξύ των ελληνικών και αλλογενών επιδράσεων είναι δυσχερής, αφού πολλά φαινόμενα της οδησσινής διαλέκτου μπορούν να εξηγηθούν με βάση διαφορετικές γλώσσες της εξαιρετικά πολύγλωσσης αυτής πόλης. Στην μέχρι σήμερα έρευνα κυριαρχεί η τάση να αντλούνται οι εξηγήσεις από τη γερμανοεβραϊκή ή διάφορα σλαβικά ιδιώματα., βλ. π.χ. (Στεπάνοβ). Ιστορικά όμως, η ελληνική επιρροή προηγήθηκε της εβραϊκής. Τα ρωσικά που μάθαιναν οι Εβραίοι θα έπρεπε να ήταν ήδη επηρεασμένα από τα ρωσικά που μιλούσαν οι Έλληνες και άλλοι κάτοικοι της πόλης. Άρα είναι λογικό να υποθέσουμε πως όσα φαινόμενα της ελληνικής δεν προσέκρουσαν δομικά στα σχετικά γερμανοεβραϊκά, περνούσαν απαρατήρητα για τους Εβραίους και εξακολουθούσαν να υπάρχουν στην ρωσική τους ομιλία. Όσο για τις σλαβικές ερμηνείες των «οδησσισμών», μπορούν να ευσταθούν μόνο αν στηριχτούν με ανάλογα ιστορικά δεδομένα.

Στη συνέχεια θα αναλύσουμε μερικά φαινόμενα, για τα οποία η ελληνική καταγωγή φαίνεται πιθανότερη από κάθε άλλη. Θα επικεντρωθούμε στο λεξιλόγιο και την πραγματολογία, σημειώνοντας τα συναφή μορφολογικά και φωνητικά θέματα.

 

Ελληνική επίδραση: λεξικός δανεισμός

Από τα επαγγέλματα που οι Έλληνες ασκούσαν παραδοσιακά στην πόλη ξεχωρίζουν οι αρτοποιοί (Piatigorskii σ.60, Atlas, σ. 97 υπομν.7, Arsh, σ.141). Το δημοφιλέστατο ψωμί λεγόταν απλώς grek. Η λέξη franzolia «στενόμακρο λευκό ψωμί» (Stepanov, σ.264) < φραντζόλα με [z] αντί για μη-υπαρκτό στα ρωσικά προστριβόμενο, θα είχε εξαπλωθεί πέρα από την Οδησσό σε νότιες περιοχές της αυτοκρατορίας (Dal’, σ.LXXIV). Η ετυμολογία της λέξης αυτής είναι συζητήσιμη: ο Γ. Μπαμπινιώτης την ανάγει σε tur. francala(Μπαμπινιώτης, σ. 1925), ενώ στην τουρκική λεξικογραφία εξηγείται από τα ιταλικά (πβλ. TRS, σ. 325 με διαφορετικό μάλιστα τονισμό; επίσης Fasmer, σ. 206). Όποια και να ήταν η καταγωγή της λέξης στο απώτερο παρελθόν, η πιθανότερη πηγή εισχώρησής της στην διάλεκτο της Οδησσού είναι η ελληνική.
Στα απομνημονεύματά του ο V.Zhabotinskii αναφέρει επίσης ένα είδος κουλουριού που το αποκαλούσαν semitat . Πιθανόν πρόκειται για την ποντιακή παραλλαγή τουαντιδάνειου σιμίτι, που διατήρησε το ετυμολογικό μέσο-χαμηλό φωνήεν του.

Πολλές ιστορικές πηγές μαρτυρούν ότι οι Έλληνες υπήρξαν οι κατ’ εξοχήν μανάβηδες της πόλης. Η κεντρική λαϊκή αγορά της Οδησσού του 19ου αιώνα ήταν η ελληνική Grecheskii bazar, όπου ψώνιζε κανείς τα καλύτερα και ακριβότερα τρόφιμα της πόλης (Stepanov, σ.310). Την πελατεία της αποτελούσαν οι ευκατάστατοι κάτοικοι της γύρω περιοχής και ο «καλός κόσμος», που έκανε τις βόλτες του στην οδό Δεριμπάσοβσκαγια και τη λεωφόρο Αλεκσάνδροβσκι, γνωστή ως «Ηλύσια πεδία της Οδησσού». Οι αγοραστές θα έπρεπε να είχαν υιοθετήσει την ορολογία των προμηθευτών τους. Κατά την μαρτυρία του Γ. Στεπάνοβ (ό.π.), ακόμα και σήμερα οι πρώτες ύλες της μαγειρικής, όπως φέτα, αρνάκι, χοιρινό και τα ψάρια όπως καλκάνι είναι γνωστά στους ντόπιους καλοφαγάδες με τις ελληνικές τους ονομασίες.
Η λεξική επιρροή της ελληνικής δεν περιορίζεται μόνο στις πρώτες ύλες, επεκτείνοντας στις τεχνολογίες και ονομασίες ποτών και πιάτων. Ο ντόπιος ιστοριοδίφης του 19ου αιώνα Β. Γιάκοβλεβ περιγράφει την ελληνική φιλοξενία με τα εξής ενθουσιαστικά λόγια: “Zdes’ greki ugostiat vas: ryboiu v vide “plaki” ili pod “skordel’iu”, “lufar’iu” so shkary; barashkom ... s bamniami, musakoiu...; pirozhnymi: baklavoiu, kataifom, khalvoiu...”, δηλ. «Εδώ οι Έλληνες θα σας προσφέρουν ψάρι πλακί ή με σκορδαλιά, λουφάρι στη σχάρα, αρνάκι ... με μπάμιες, μουσακά; και από γλυκά μπακλαβά, κανταΐφι και χαλβά...» (στο Stepanov, σ.276).

Παρατηρεί κανείς πως όλα τα ελληνικά ουσιαστικά σ’ αυτό το δείγμα απέκτησαν τη ρωσική κλίση, με μοναδική εξαίρεση το άκλιτο πλακί. Οι λέξεις πλακί, σκορδαλιά και λουφάρι είναι ακόμα αντιληπτοί ως ξενισμοί και τοποθετούνται σε εισαγωγικά, ενώ τα υπόλοιπα δάνεια εντάσσονται άνετα στο ρωσικό κειμενικό τους περιβάλλον. Η εμφάνιση του [n] στη λέξη bamniami < μπάμιες δείχνει πως ο συγγραφέας τη γνώρισε από την προφορική πηγή.

Η φωνητική των δανείων υποδεικνύει την διαλεκτική τους προέλευση: η αηχοποίηση στη λέξη kataif < κανταΐφι είναι χαρακτηριστική για τη ποντιακή διάλεκτο (Τομπαΐδης, σ.36-7), ενώ η (ασυνεπής) απόδοση του συμπλέγματος /συριστικό + υπερωικό/ ως [òk]/ [sk] μπορεί να οφείλεται σε κάποιο βορειοελληνικό υπόστρωμα (Κοντοσόπουλος, σ. 95), αλλά και στην ποντιακή (Τομπαΐδης, σ.40).

Η μορφολογία της διαλέκτου είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα καθώς παρουσιάζει πληθώρα παντοειδών φαινομένων που, όσο γνωρίζουμε, δεν έχουν περιγραφεί από προηγούμενους ερευνητές: τα ελληνικά θηλυκά διατηρούν το γένος τους και ενσωματώνονται στην α΄ ρωσική κλίση, ενώ τα περισσότερα τουρκικής προέλευσης ουδέτερα, όπως πιλάφι, καλκάνι, κανταΐφι, αποδίδονται ως αρσενικά δευτερόκλιτα. Στην περίπτωση του lufar iu όμως, το αποτέλεσμα είναι τριτόκλιτο, μάλλον λόγω της παρανάλυσης του [lufari] ως πληθυντικού με ουρανικοποιημένη βάση, ενώ το γένος προσδιορίστηκε κατά το θηλυκό υπερώνυμο ryba «ψάρι». Τα τουρκογενή σε -ας μετατρέπονται σε θηλυκά baklavoiu, musakoiu που υποδηλώνει την αιτιατική ως βάση δανεισμού. Στον τύπο skordel iuπαρατηρούμε την αλλαγή φωνήεντος κατ’ αναλογία με τους kupel , postel κ.ά., ενώ το ουρανικοποιημένο σύμφωνο ορίζει την ταξινόμησή του ονόματος ωςτριτόκλιτου.

Στις αρχές του 21ου αιώνα οι μη-Έλληνες Οδησσινοί χρησιμοποιούν ακόμα αρκετούς μαγειρικούς όρους, όπως fakes < φακές;kreopita < κρεόπιτα (ας σημειωθεί ο αρχαϊκότερος τύπος αντί για κρεατόπιτα); milopita < μηλόπιτα; psaropita ή με απλοποίηση του διπλού συμφώνου, saropita < ψαρόπιτα; shpanakopita ή panakopita < σπανακόπιτα. Ο τύπος spinopita δείχνει την προσπάθεια να συσχετιστεί η λέξη με το ρωσικό shpinat «σπανάκι». Εκτός από το προβλεπόμενο tiropita < τυρόπιτα συναντούμε και τον τύπο syropita, επηρεασμένη από το ουκρανικό syr «τυρί».

Η λέξη τσίπουρο χρησιμοποιείται σε μορφή θηλυκού tsepura (Stepanov, σ. 278), όπου ο μη επιτρεπόμενος για την δεδομένη μορφολογία τονισμός οδήγησε στηην καταβίβαση του τόνου κατά τα kultura, temperatura της κοινής ρωσικής ή των διαλεκτικών και λαϊκών τύπων όπως pechura. Ο φωνηεντισμός της λέξης ακολούθησε μάλλον το ουκρανικό chepurnyi «καθαρός, με προσεγμένη εμφάνιση» > «ποτό καλής ποιότητας?».

Η λέξη r á ki (ό.π.)< ρακί μετατράπηκε κατά την αφομοίωση σε πληθυντικό. Επειδή η κατάληξη –ί εμφανίζεται μόνο σε άκλιτα δάνεια (π.χ. popurri , konfetti) που δεν ευνοούνται από την ομιλούμενη, ο τόνος θυσιάστηκε και πάλι για χάρη της απλούστερης μορφολογίας.
Ορισμένοι όροι υφίστανται ακόμα βαθύτερες αλλαγές, π.χ. οι παλαιότερες ονομασίες φαγητού «γαριδοσαλάτα με μαγιονέζα» garides, garidaκαιgaridka < γαρίδες/ γαρίδα, παρετυμολογίζονται στο παρώνυμο gorodskoi«αστική (σαλάτα)», πβλ. το επίθετο * garidskii που θα παραγόταν από την λέξη γαρίδα σύμφωνα με τις κανόνες της ρωσικής γραμματικής. Επίσης, από το maruli < μαρούλι παράγουν το marusin«(σαλάτα) της Μαρούσιας (= χαϊδευτικό της Μαρίας)» που για τους ομιλητές της ρωσικής έχει το αναμφισβήτητο προσόν της ευδιάκριτης συντακτικής λειτουργίας ως επιθετικός προσδιορισμός του αρσενικού salat.

 

Ελληνογενείς σημασιακές επεκτάσεις

Έχει παρατηρηθεί πως το επίρρημα khorosho «καλά» συχνά χρησιμοποιείται στη οδησσινή διάλεκτο στη θέση άλλων επιρρημάτων με την κεντρική σημασία «πολύ», π.χ. αρκετά, υπερβολικά, δυνατά, γρήγορα, τέλεια, κτλ. (Stepanov, σ. 416, πβλ. Cukierman σ. 46), δηλ. ουσιαστικά για την ενίσχυση όποιας σημασίας έχει το ρήμα. Π.χ. Smotrite , kakoj khorosho gramotnyj! (Babel’, σ.147) αντιστοιχεί απόλυτα στο «Κοίτα τι καλομαθημένος/ καλοαναθρεμμένος είναι!» Η σημασιακή αυτή εξέλιξη είναι απολύτως ανάλογη με την εξέλιξη του ελληνικού μορφήματος καλο- (2) «α΄ συνθετικό για τον σχηματισμό ρημάτων, τα οποία δηλώνουν ότι αυτό που εκφράζει το β΄ συνθετικό, γίνεται σε επαρκή ή σε απόλυτο βαθμό» (Μπαμπινιώτης, σ. 822). Στην ίδια κατεύθυνση εξελίχτηκε στην διάλεκτο και το συνώνυμο επίρρημα πολωνικής προελεύσεωςshybko.
Επίσης, ορισμένα ρήματα παρουσιάζουν διεύρυνση του σημασιακού τους πεδίου παραπλήσια με την ελληνική. Π.χ., το ρήμα padat «πέφτω» στη φράση ia by shas pripal kuda nibut ' (OL), κυριολ. «θα έπεφτα τώρα κάπου» εξηγείται ως “ia by shas prileg pospat'”, “mne by pospat'”, δηλ. «θα ξάπλωνα να κοιμηθώ», πβλ. αντίστοιχη σημασία του ρήματος πέφτω: 5. ξαπλώνω για να κοιμηθώ, πλαγιάζω, κατακλίνομαι(ΛΚΝΕ, σ.1069).

 

Ελληνογενείς στερεότυπες φράσεις και εκφωνήματα

Οι ελληνικές επιδράσεις είναι αισθητές και σε χαρακτηριστικούς ιδιωματισμούς της οδησσινής διαλέκτου, μερικοί από τους οποίους αποτελούν μάλιστα την κατά λέξη απόδοση των ελληνικών τους πρότυπων.

Έτσι, για παράδειγμα, στο οικείο λόγο οι κάτοικοι της πόλης χρησιμοποιούν την έκφραση liuba moia zolotaia !,[3] κυριολ. «αγάπη μου χρυσή!» που εξηγείται από τους ομιλητές ως «ευγενική προσφώνηση στον άνθρωπο ανεξαρτήτως φύλου και ονόματος», πβλ. l i ubochka !, κυριολ. «αγαπούλα!», που περιγράφεται ως «προσφώνηση στον συνομιλητή ανεξαρτήτως φύλου» (OL). Πρέπει να σημειωθεί πως στη ρωσική οι παρώνυμες προσφωνήσειςliubov moia ! «αγάπη μου!»/liubimaia moia ! «αγαπημένη μου!» συνηθίζονται μόνο στην ερωτική σχέση. Έξω από τέτοια συμφραζόμενα ακούγονται πολύ έκτοπες, οπότε ο πληροφοριοδότης σπεύδει να διευκρινίσει πως δεν πρόκειται για αυτά, ούτε για το ομώνυμο υποκοριστικό Liubaτου κυρίου ονόματος Liubov . Στα ουκρανικά, liuba moia μπορεί κατ’ επέκταση να χρησιμοποιηθεί ως φιλική προσφώνηση, αλλά δεν νοείται η χρήση της προς τον αρσενικό συνομιλητή. Η φράση αποτελεί λοιπόν σαφή ελληνισμό.
Sho ti hochesh ot moiei zhisni !?! (ό.π.), ερμηνευμένο ως «τι θέλεις από μένα;» κυριολ. «τί θέλεις από τη ζωή μου;» αντιστοιχεί κατά λέξη στην ανάλογη λαϊκή έκφραση και χρησιμοποιείται με παρόμοιο τρόπο.

Ένα άλλο γνωστότατο εκφώνημα είναι ia vas umoliaiu!, κυριολ. «σας παρακαλώ /ικετεύω». Εκτελείται στην οδησσινή με τον ανιόντα επιτονισμό που ακολουθείται από απότομη κατάβαση, ώστε το τελικό σημείο είναι χαμηλότερο από το αρχικό. Στην βιβλιογραφία ξεχωρίζονται οι δύο σημασίες της φράσης: (1) «μην ανησυχείτε!», (2) «πράγματι το πιστεύετε?» (Stetsiuchenko, σ.90, Stepanov, σ.181). Και οι δύο εκφράζουν την υπεροχή του ομιλούντα και συνδυάζονται με χαμηλό έως οικείο ύφος. Ο επιτονικός περίγυρος της φράσης παρομοιάζει με αυτόν της ελληνικής σας παρακαλώ στην μαρκαρισμένη της μορφή, όταν δηλ. εκτελείται με εστίαση στην συλλαβή σας, πβλ. 3 (β) (Μπαμπινιώτης, σ.1337).

Οι πιθανόν ελληνογενείς οδησσισμοί που αναφέραμε καθαρώς δειγματοληπτικά, χρειάζονται βέβαια λεπτομερέστερη ανάλυση. Ελπίζουμε όμως πως αρκούν για να σχηματίσει κανείς μια εικόνα των έλληνο-σλαβικών γλωσσικών επαφών στην περιοχή.
Ιουλία Γ. Κριβορούτσκο

 

Arsh, G.L. (1970). Eteristskoje dvizhenije v Rossii: Osvoboditel'naja bor'ba grecheskogo naroda v nachale XIX v. i russko-grecheskije svjazi. Moscow.
Atlas, D.G. (1911= 1992). Staraia Odessa, ee druzia i nedrugi. Odessa.
Babel’, Ι.Ε. (1989). Konarmiia. Izbranyie proizvedeniia. Kiev.
Cukierman, W. (1980). "The Odessan Myth and Idiom in some early works of Odessa writers." Canadian-American Slavic Studies 14: 36-51.
Dal, V.I. (1978-80) Tolkovyi slovar’ zhivogo velikorusskogo iazyka. vol.1. Moscow.
Dolopchev, V. (1886). Opyt slovaria nepravil'nostei v russkoi razgovornoi rechi: (preimushchestvenno v Iuzhnoi Rossii). Odessa.
Fasmer, M. (1986-7). Etimologicheskii slovar’ russkogo iazyka. vol. 4. Moskva.
Herlihy, P. (1977). "The ethnic composition of the city of Odessa in the Nineteenth century." Harvard Ukrainian Studies 1: 53-78.
Herlihy, P. (1986). Odessa: A History, 1794-1914, Harward University Press.
Herlihy, P. (1989). "The Greek community in Odessa, 1861-1917." Journal of Modern Greek Studies 7: 238.
Herlihy, P. (1979-80). Greek merchants in Odessa in the Nineteenth Century. Harvard Ukrainian Studies 3: 399-420.
Iakovlev, V.A. (1894). Koe-chto ob inoplemennikah v istorii g. Odessy. Iz proshlogo Odessy. Odessa. 372-393.
Καρδάσης, Β. (1998). Έλληνες ομογενείς στη Νότια Ρωσία, 1775-1861. Αθήνα..
Κοντοσόπουλος, Ν. (1994). Διάλεκτοι και ιδιώματα της νέας ελληνικής. Αθήνα.
ΛΚΝΕ = Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. (1998). Λεξικό της κοινής νεοελληνικής γλώσσας. Θεσσαλονίκη.
Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα.
OL= Odessa Language Dictionary. http://www.odessit.com/databases/dcread.shtml
ΠΕ=Κατσιαρδή-Hering, O. (1999). Παροικιακός ελληνισμός 15ου -19ου αι., στο
http://www.fhw.gr/projects/migration/15-19/gr/v3/russia.html
Piatigorskii, G. M. (1985). "Vostochnyi krizis 20-h godov XIX v. i grecheskaia emigraciia Odessy." Sovetskoie Slavianovedeniie 1: 50-63.
Stepanov, E. M. (2004). Rosiis'ke movlennia Odesy. Odessa.
Stetsiuchenko, Α., Ostashko, A. (1999). Samouchitel' poluzhivogo odesskogo iazyka. Moscow.
Sylvester, R.P. (2005). The Tales of Old Odessa. DeKalb, IL.
Τομπαίδης, Δ.Ε. (1988). Η ποντιακή διάλεκτος. Αθήνα.
TRS = Magazanik, D. A. (1931). Turetsko-russkii slovar’. Moskva.
Zhabotinskii, V. Moia stolitsa, στο http://community.livejournal.com/odessa_mama/89521.html#cutid1
Zhvanetskii, M. (1993). Moia Odessa. Moscow.
Ζipperstein, S. (1985). The Jews of Odessa: A Cultural History, 1794-1881. Stanford. Ρωσσική μεταφρ.: (1995). Moscow-Jerusalem.

 

 

[1] Αναφερόμαστε στον «ελληνόφωνο πληθυσμό», επειδή πιθανόν την Ελληνική την χειρίσθηκαν όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και κάποιοι Αλβανοί, Μολδαβοί ή Βούλγαροι, ως δεύτερη γλώσσα ή γλώσσα διακοινοτικής ή εμπορικής επικοινωνίας.

[2] Δυστυχώς, οι περισσότερες παλαιές πηγές και στατιστικές μας ήταν απρόσιτες. Παραπέμπουμε λοιπόν στην δευτερεύουσα βιβλιογραφία.

[3] Τα παραδείγματα από το διαδίκτυο παρουσιάζονται αναλλοίωτα, χωρίς τις ορθογραφικές αλλαγές, αφού έτσι αποδίδεται πιστότερα η διαλεκτική τους προφορά. Έχει γίνει μόνο ελάχιστη συστηματοποίηση της μεταγραφής τους σε λατινικούς χαρακτήρες.