Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Αθανασία Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη

Δημήτριος Νοταράς και Emanuele Tesauro: Μια ανέκδοτη μετάφραση αριστοτελικής ηθικής και ο ρόλος των διανοουμένων της Διασποράς στη διακίνηση των ιδεών

Στην ανακοίνωση αυτή προτίθεμαι να εξετάσω στο πλαίσιο των νέων ρευμάτων ιδεών που δημιουργήθηκαν από την επαφή της Δύσης με τον ελληνικό πολιτισμό, κυρίως μετά τον 15ο , την ανέκδοτη ελληνική μετάφραση της αριστοτελικής έμπνευσης ηθικής του Εmanuele Τesauro La filosofia morale derivate dall alto fonte del grande Aristotele Stagirita , έργοπου εκδόθηκε το1655 στην Βενετία. Τη μετάφραση αυτή - που σώζεται στον κώδικα 59(422) της Ρουμανικής Βιβλιοθήκης,[1] τον οποίο έχω μεταγράψει και προτίθεμαι να εκδώσω στο εγγύς μέλλον, καθώς και στο χειρόγραφο 681 της Βιβλιοθήκης του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη, ενώ φαίνεται πως σωζόταν και στο χειρόγραφο 100 της Βιβλιοθήκης της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου,[2] - εκπόνησε στις αρχές του 18ου αιώνα ο Δημήτριος Νοταράς ο Πελοποννήσιος, «αρχίατρος του υψηλοτάτου ηγεμόνος πάσης Ουγγροβλαχίας, ανήρ ελλόγιμος, ειδήμων της ελληνικής, λατινικής και ιταλικής φωνής»,[3] γνωστός ως Δημήτριος Γεωργούλης Νοταράς.[4] Ο Δημήτριος Γεωργούλης Νοταράς καταγόταν από τα Τρίκαλα της Κορινθίας, όπως και ο εκ μητρός θείος του Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος Νοταράς, και διατήρησε σχέσεις με αυτόν, όπως και με τον άλλο του θείο τον Νεόφυτο Νοταρά, σε όλη του τη ζωή συνεργαζόμενος στενά με αυτόν.[5] Η προσωπικότητα και το πνευματικό, εκπαιδευτικό, συγγραφικό και εκκλησιαστικό έργο του Χρύσανθου είναι γνωστά,[6] αξίζει ωστόσο να μνημονευθεί η παρουσία του στις ρουμανικές χώρες και οι σχέσεις του με τους ηγεμόνες και λόγιους της εποχής του, γιατί συνετέλεσε , όπως και άλλοι έλληνες λόγιοι που βρέθηκαν στη Βλαχία και τη Μολδαβία, στις αρχές του 18ου αιώνα στη διάδοση της γνώσης και την οργάνωση της παιδείας των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Αυτό το πέτυχε με την έκδοση εντύπων και βιβλίων, με τη συγκέντρωση χειρογράφων, με μεταφράσεις που ανέθετε σε συνεργάτες του, με την ίδρυση σχολείων και την αποστολή υποτρόφων στην Πάδοβα, όπου είχε σπουδάσει και ο ίδιος ως υπότροφος, με την ίδρυση τυπογραφείων και την αναδιοργάνωση της Αυθεντικής Ακαδημίας του Βουκουρεστίου, την οποία ο ηγεμόνας Κωνσταντίνος Μπασσαράμπας προσπάθησε να αναδιοργανώσει με τη βοήθεια του Χρύσανθου, μετά τον θάνατο του πρώτου αυτής διευθυντή, του Σεβαστού Κυμινήτη (1702).[7] Το ενδιαφέρον αυτού για τη διδασκαλία αριστοτελικών κειμένων είναι εμφανές από το πρόγραμμα της Σχολής, το οποίο είναι αντίστοιχο με αυτό της Πατριαρχικής Ακαδημίας της Κωνσταντινούπολης,[8] αλλά φαίνεται να έχει ομοιότητες και με τα προγράμματα διδασκαλίας του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, αφού ορίζει ο ένας εκ των τριών δασκάλων της Ακαδημίας να διδάσκει υπομνήματα στα αριστοτελικά έργα της λογικής, ρητορικής και μεταφυσικής αλλά και στα περί φυσικής ακροάσεως, περί ουρανού, περί γενέσεως και φθοράς και περί ψυχής.

Με την παρούσα μελέτη επιδιώκεται ωστόσο να αναδειχθεί αφ’ενός ο ρόλος του Δημητρίου Γεωργούλη - Νοταρά στη διάδοση της αριστοτελικής ηθικής φιλοσοφίας και αφ’ετέρου η σημασία του μεταφραστικού εγχειρήματος στην πρόσληψη των αριστοτελικών ιδεών που διαχέονται στην Ιταλία κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα και μετακενώνονται στον ελλαδικό χώρο. Παράλληλα επιδιώκεται να επισημανθεί το θέμα των δανείων και αντιδανείων και η αναγκαιότητα μελέτης των επιδράσεων που ασκούνται στη Δύση, και ειδικότερα στην Πάντοβα, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας, από τη γνωριμία του ελληνικού πολιτισμού, κυρίως μετά τον 15ο αιώνα. Οι επιδράσεις αυτές είναι ιδιαίτερα εμφανείς και αποτελεσματικές στην περιοχή της τέχνης, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, τόσο στη Δύση όσο και στην καθ’ ημάς Ανατολή.
Ορισμένως, το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας υπήρξε από τα πλέον σημαντικά πνευματικά κέντρα της Ευρώπης και στο τέλος του 16ου αιώνα θεωρούνταν αντάξιο των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και των Παρισίων, δεδομένου ότι τα παλαιότερα Πανεπιστήμια της Μπολώνια, της Φερράρα και της Πίζα ήσαν πλέον σε παρακμή, ενώ αυτά της Ρώμης και της Νεαπόλεως ήσαν άμεσα ελεγχόμενα από την παπική αυλή, που ήταν άκρως συντηρητική.[9] Στην Πάδοβα, χάρη στην ανεκτικότητα της Βενετικής Δημοκρατίας, η διδασκαλία στο τμήμα των τεχνών, όπου συγκαταλέγονταν οι σχολές της θεολογίας, της φιλοσοφίας, της μαθηματικής και της ιατρικής, ήταν η πιο φιλελεύθερη στην Ιταλία, και ίσως σε όλη την Ευρώπη, σε μια εποχή που η έννοια της ανεκτικότητας ήταν άγνωστη σε όλον τον ευρωπαϊκό χώρο.[10] H αριστοτελική φιλοσοφία διδασκόταν βέβαια στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα από τον 13ο αιώνα, σύμφωνα με τις μεταφράσεις και τα σχόλια των αράβων σχολιαστών, και ιδίως αυτά του Αβερρόη (Ibn Roschd, 1126-1198), που παρερμήνευαν ωστόσο το αριστοτελικό κείμενο. Από το τέλος του 14ου αιώνα, με την εισαγωγή της ελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο αυτό, και ιδίως μετά την ίδρυση της πρώτης έδρας της ελληνικής γλώσσας το 1463, την οποία ανέλαβε ο αθηναίος Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, δημιουργήθηκε ζωηρό ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα και γραμματεία. Ειδικότερα με την εισροή στη Βενετία βυζαντινών λογίων, κυρίως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), οι οποίοι έγιναν αιτία αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για τον ελληνικό πολιτισμό,[11] αλλά κυρίως με την εμφάνιση των πρώτων εκδόσεων ελληνικών κειμένων από το τυπογραφείο του βενετού τυπογράφου και εκδότη ΄Αλδου Μανούτιου[12] και του εκ Κρήτης καταγομένου Ζαχαρία Καλλιέργη,[13] δημιουργήθηκε ένας ελληνικός αριστοτελισμός που στηριζόταν στην γύρω από τον Μανούτιο παρουσία ενός κύκλου διανοουμένων, ελλήνων και δυτικοευρωπαίων, που συγκρότησαν την « Academia Aldina» , και με το έργο τους συνέβαλαν στον ουμανισμό της Πάδοβα. Η κατά τον Απρίλιο του 1497 έναρξη διδασκαλίας του Αριστοτέλη μέσω των ελληνικών κειμένων θεωρείται ιστορική και ως ένδειξη μιας νέας κατάστασης πραγμάτων που θα απήλασσε πλέον τη φιλοσοφική διδασκαλία από παλαιότερες πρακτικές.[14] Αναμφίβολα, l’ aristotelismo veneto έστρεψε το ενδιαφέρον προς τη διδασκαλία της ρητορικής και της ποιητικής, της φιλοσοφία της φύσεως και της λογικής, της μεταφυσικής και της ηθικής φιλοσοφίας, ακόμη και προς τη σπουδή της ψυχολογίας, και οδήγησε σε εκδοτικές δραστηριότητες, που σταδιακά έφεραν σε παραμερισμό του αβερροϊσμού.[15] Ο Μάρκος Μουσούρος και άλλοι έλληνες δάσκαλοι , όπως ο Μιχαήλ Αποστόλης και ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος, καθώς και οι ιταλοί μαθητές τους, συνετέλεσαν σε μια γόνιμη πνευματική επανάσταση, εγκαινιάζοντας μια αληθινή σταυροφορία κατά των αβερροϊστών και του αραβικού αριστοτελισμού και υπέρ του ελληνικού αριστοτελισμού, ο οποίος στηριζόταν πλέον στη μελέτη και ερμηνεία των ελληνικών κειμένων του Αριστοτέλη αλλά και των σχολίων των ελλήνων υπομνηματιστών, κυρίως του Αλεξάνδρου Αφροδισιέως, του Θεμιστίου, του Σιμπλικίου, του Ιωάννου Φιλοπόνου κ.ά. Στην Πάδοβα κατά τον 16ο αιώνα συνυπάρχουν άλλωστε oι Zabarella και Cesare Cremonini οι οποίοι δίδασκαν τα αριστοτελικά κείμενα, αν και είχαν διαφορετικές προς τον Αριστοτέλη ο καθένας στάση, και επηρέασαν πολλούς έλληνες μαθητές τους. Η ίδρυση από το άλλο μέρος των ελληνικών φροντιστηρίων στην Ιταλία, όπως η Φλαγγίνειος Σχολή Βενετίας, το Κωττουνιανό Κολλέγιο της Πάδοβα, η Σχολή του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη, στις οποίες αποστέλλονται έλληνες υπότροφοι από τα Ιόνια νησιά, την Πατριαρχική Ακαδημία και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αποδεικνύει τη βούληση της εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας του τουρκοκρατούμενου βαλκανικού χώρου για ευρύτερη μόρφωση, που οδήγησε άλλωστε πολλούς έλληνες υποτρόφους για σπουδές κυρίως στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα της οποίας η πνευματική ζωή πόλη είχε ενισχυθεί κατά πολύ από την παρουσία της ελληνικής «διασποράς», που απαρτιζόταν από εμπόρους και ναυτικούς .

Είναι γνωστό πως μετά το 1453 ο Ελληνισμός , αναζητώντας στηρίγματα για την επιβίωσή του, στράφηκε στη Δύση και στις ρουμανικές χώρες, οι οποίες αποτελούσαν ασφαλές καταφύγιο για τους ΄Ελληνες και τους άλλους Βαλκάνιους διανοούμενους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στις ρουμανικές, άλλωστε, χώρες, ήδη από τον 16ο αιώνα και κυρίως στο δεύτερο μισό του 17ου , φωτισμένοι ηγεμόνες, όπως ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος Καντακουζηνός (1640-1716) και ο ανεψιός του Κωνσταντίνος Μπασσαράμπας, ηγεμόνας της Βλαχίας (1688-1714), που είχαν στενούς δεσμούς με τη βυζαντινή πνευματική παράδοση και την Ορθοδοξία, συνεργάσθηκαν με διακεκριμένους έλληνες λογίους, που τους χρησιμοποίησαν ως συμβούλους ή γραμματικούς. Οι λόγιοι αυτοί, φορείς του ουμανιστικού πνεύματος της Δύσης , αφού μέσω των σπουδών τους στα δυτικά πανεπιστήμια μετέφεραν στον βαλκανικό χώρο την παιδεία της αναγεννημένης Ευρώπης , αλλά και εκπρόσωποι του φαναριωτικού κόσμου, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή των Ηγεμονιών και γενικότερα του Ελληνισμού.[16] Η δημιουργία, άλλωστε, ελληνικών σχολείων στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και η εν συνεχεία ίδρυση της Αυθεντικής Ακαδημίας του Βουκουρεστίου (1690 ci.), όπου η διδασκαλία των μαθημάτων γινόταν στην ελληνική, η παρουσία σε αυτή των ελλήνων λογίων, όπως ο Καρυοφύλλης, οι Νοταράδες, Δοσίθεος και Χρύσανθος, ο Κυμινήτης, οι δάσκαλοι και οι υπότροφοι της βλαχικής αυλής στην Ευρώπη, οι εκκλησιαστικοί ουμανιστές και οι αυλικοί λόγιοι, οι έμποροι και οι γιατροί, οι αποκαλούμενοι ιατροφιλόσοφοι, οι artisti σύμφωνα με την δυτική ορολογία, συνετέλεσαν με ποικίλους τρόπους στην ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας στις ρουμανικές χώρες, και συνέβαλαν στις πολιτικές και πνευματικές εξελίξεις που σημειώθηκαν σε αυτές κατά την προ-φαναριωτική περίοδο (1670-1714) και στη δημιουργία ενός φιλελεύθερου πνεύματος που οδήγησε στο νεοελληνικό Διαφωτισμό.[17] ΄Ενας από αυτούς ήταν και ο Δημήτριος Γεωργούλης-Νοταράς ο οποίος ανήκει στην τάξη των ιατροφιλοσόφων οι οποίοι από τις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα αποτελούν τμήμα της τάξης των λογίων και υπηρετούν στη βλαχική αυλή.[18]

Αναμφίβολα η παρουσία των Ελλήνων δασκάλων στις αυλές των Παραδουναβίων Ηγεμονιών υπήρξε έντονη, ιδίως από τα μέσα του 17ου αιώνα. Εκτός του διδακτικού τους έργου οι δάσκαλοι αυτοί ανέλαβαν, μετά από προτροπή τόσο της φωτισμένης ηγεσίας του Μπασσαράμπα και του Καντακουζηνού όσο και του Χρύσανθου Νοταρά, να εκπονήσουν μεταφράσεις ή να εξηγήσουν στην απλή ελληνική κείμενα της αρχαίας και βυζαντινής γραμματείας. Η περίπτωση του Σεβαστού Κυμινήτη (1630-1701/2), ο οποίος ανέπτυξε μακρόχρονη διδακτική δραστηριότητα σε τρία πνευματικά κέντρα του Ελληνισμού, αφού δίδαξε διαδοχικά στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινουπόλεως (1671-1681/2), στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντος (1682-1689) και στην Αυθεντική Ακαδημία του Βουκουρεστίου (1690 -1702) είναι ενδεικτική, αφού απέδωσε στην απλή ελληνική κείμενα της αρχαίας και βυζαντινής γραμματείας που παρείχαν σειρά ηθικών και πολιτικών κανόνων που ήταν χρήσιμοι για την τήρηση της εξουσίας, όπως οι παραινετικοί λόγοι του Ισοκράτη, του Αγαπητού Διακόνου, του Συνεσίου, του Θεοφύλακτου Βουλγαρίας[19]. Ο ίδιος ο Χρύσανθος Νοταράς, με εντολή και προτροπή του Κωνσταντίνου Μπασσαράμπα Μπρανκοβάνου μεταγλώττισε τα Βασιλείου Μακεδόνος Κεφάλαια Παραινετικά[20] , έργο που εντάσσεται στο πλαίσιο των κειμένων πολιτικής και ηθικής νουθεσίας της αρχαίας και βυζαντινής γραμματείας, που είναι γνωστά ως «κάτοπτρα ηγεμόνων», τα οποία μεταγλωττίζονται με την προτροπή του ηγεμόνα για διδακτική χρήση. Επιβάλλεται να αναφερθεί εδώ πως τα Βασιλείου Μακεδόνος Κεφάλαια Παραινετικά προσεγγίζουν το πρόβλημα των αρετών και κακιών το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τους νεοέλληνες λόγιους οι οποίοι έγραψαν σχόλια στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη ή ασχολήθηκαν με την αρετολογική ηθική σε διδακτικά εγχειρίδια. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Σεβαστού Κυμινήτη που ερμήνευσε σε απλή ελληνική την ψευδοαριστοτελική πραγματεία Περί αρετών και κακιών, που συνοψίζει την επί του θέματος αυτού αριστοτελική προβληματική, η οποία ήταν ιδιαίτερα έντονη στον αναγεννησιακό ουμανισμό .[21]

Για να περιοριστούμε τώρα στην περίπτωση του Δημητρίου Γεωργούλη- Νοταρά, γιατρού του ηγεμόνος ,[22] και ανεψιού από αδελφή του Χρύσανθου Νοταρά, στο μεταφραστικό έργο του οποίου θα αναφερθούμε στη συνέχεια, αυτός σπούδασε αρχικά στη Ρώμη και στη συνέχεια στη Πάδοβα. ΄Ηταν ίσως ο πρώτος από τους νέους τον όποιο ο Χρύσανθος έστειλε για σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα, όπου αυτός ενεγράφη, αρχικά στη σχολή των Legisti, από το 1708 μέχρι το 1710, όπως εμφαίνεται στις πράξεις εγγραφής των ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου, όπου είναι εγγεγραμμένος ως Demetrius Georgulius Peloponensius,[23] , ενώ το έτος 1711 φέρεται εγγεγραμμένος στο σχολή των Αrtisti ως Signor Demetrius, filius di Signor Georgius.[24] Οι έλληνες σπουδαστές που ήσαν ενταγμένοι στο τμήμα των Αrtisti, σπούδαζαν συνήθως ιατρική, γνωρίζουμε μάλιστα πως ο Γεώργιος Καλαφάτης(1652-1718), καθηγητής της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα, ήταν ένας από τους καθηγητές του Δημητρίου Νοταρά.[25] Το ενδιαφέρον του Χρύσανθου Νοταρά για τους υποτρόφους που σπούδαζαν στην Πάδοβα, και ιδιαίτερα για τις σπουδές του ανεψιού του Δημητρίου,[26] αποτυπώνεται σε επιστολές που αυτός ανταλλάσσει με καθηγητές του, όπως ο Νικόλαος Κομνηνός Παπαδόπουλος,[27] ή ο Γεώργιος Τραπεζούντιος .[28] Μετά τις σπουδές του ο Δημήτριος Νοταράς επιστρέφει στις ρουμανικές χώρες και πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως ιατρός του Ηγεμόνα αλλά συγχρόνως συμμετέχει σε ομάδα μεταφραστών που είχε συγκροτήσει ο θείος του Χρύσανθος Νοταράς σε μια προσπάθεια εισαγωγής νέων ιδεών στις χώρες αυτές. Στο πλαίσιο συγκεκριμένων επιλογών του θείου του μεταγλωττίζει εκ της γαλλικής κατάλογο των αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως , μετάφραση που είναι ακόμη ανέκδοτη,[29] ενώ ανέκδοτα ακόμη παραμένουν τα «Σημειώματα περί οξέων πυρετών, συλλεχθέντα παρά Δημητρίου Γεωργούλη Νοταρά ιατρού του Κορινθίου».[30]

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ωστόσο δύο επίσης ανέκδοτες μεταφράσεις του, οι οποίες αφορούν βιβλία που σχετίζονται με την ηθική και την πολιτική φιλοσοφία. Το 1715 μεταγλωττίζει, μετά από προτροπή του θείου του Χρύσανθου Νοταρά, από την λατινική στην ελληνική, το βιβλίο του Πολωνού Stanislaw Herakliusz Lubomirski (1642-1702) De vanitate conciliorum (Bαρσοβία,1700),[31] με τον τίτλο «Περί της των συμβουλίων ματαιότητος βιβλίον εν, εν ω η ματαιότης και η αλήθεια των ανθρωπίνων πραγμάτων πολιτικοίς και ηθικοίς λόγοις καθαρώς αποδείχνεται και διαλογικώς παραδίδεται» το οποίο υπογράφει ως « Δημήτριος Νοταράς ιατροσοφιστής εμεταγλώττισε το της εβδόμης Μούσης του Ηροδότου».[32] Το κείμενο αυτό εντάσσεται στα εγχειρίδια πολιτικής και ηθικής νουθεσίας[33] που βοηθούσαν τον ηγεμόνα στην άσκηση των καθηκόντων του, χρησίμευαν όμως και στη διδακτική πράξη ως κείμενα ηθικής διαμόρφωσης. Ανάλογης προβληματικής είναι, μεταξύ άλλων και οι ανέκδοτες μεταφράσεις σχετικού βιβλίου του ελευθερόφρονος γάλλου φιλοσόφου La Mothe le Vayer (1588-1672) που μεταφράστηκε τον 18ο αιώνα από τον Μίαρη ως Η πολιτική, ηθική, λογική, ρητορική και φυσική του ηγεμόνος , ή ακόμη η μετάφραση του έργου του Αbrosius Marlianus, Theatrum politicum in quo quid agendum sit a principe (Romae, 1631) το οποίο μεταγλώττισε το 1716 με τον τίτλο Πολιτικόν Θέατρον ο Ιωάννης Αβράμιος, και εκδόθηκε το 1758 στη Λειψία με όνομα του μεταφραστή αυτό του ηγεμόνα Νικολάου Μαυροκορδάτου .[34] Το τελευταίο χαρακτηρίζεται από τον Κ.Θ. Δημαρά ως « είδος εγκολπίου του ηγεμόνα, όταν η καινούρια τάξη παρασκευάζει τα διδακτικά της εγχειρίδια»[35], ένα δοκίμιο για τα όρια και τη φύση της πριγκιπικής εξουσίας, το οποία μπορεί να ενταχθεί με άλλα τέτοιας υφής έργα στο είδος ρητορικής τέχνης που είναι γνωστά ως « κάτοπτρα ηγεμόνων».

Ο Δημήτριος Νοταράς μεταγλωττίζει λίγο αργότερα, το 1717, κατά προτροπή του Χρύσαθου Νοταρά, το αριστοτελικής έμπνευσης ιταλικό σύγγραμμα ηθικής του Emanuele Tesauro με τίτλο: « Βιβλίον α΄, ήτοι ηθική φιλοσοφία προελθούσα εκ της μεγάλης πηγής του μeγάλου Αριστοτέλους του Σταγειρίτου, ήντινα συνέθεσεν ο κόμης και ιππεύς Εμμανουήλ Θησαυρός, ευπατρίδης του Τουρίνου…».[36]Με τη μετάφραση αυτή μεταφέρεται στην καθ’ ημάς Ανατολή η αριστοτελικής έμπνευσης αρετολογική ηθική ενός σημαντικού ιταλού διανοούμενου του 17ου αιώνα ο οποίος ήταν ιστορικός και λόγιος, από τους πολύ σημαντικούς στην εποχή του. Γιός του conte Alessandro, ο Emanuele Tesauro γεννήθηκε στο Τορίνο το 1591, όπου και πέθανε το 1675.[37] Σε ηλικία 24 ετών εισήλθε στο Τάγμα των Ιησουιτών από το οποίο απεχώρησε, λόγω διαφωνιών, με άλλους αδελφούς σε ηλικία 44 ετών, αν και παρέμεινε ιερέας σε όλη του τη ζωή. Πολυγραφότατος, απέκτησε μεγάλη φήμη, ιδιαίτερα με το έργο του Il Cannocchiale Aristotelico ,[38] το οποίο εκδόθηκε στη Βενετία για πρώτη φορά το 1655 και επανεκδόθηκε επανειλημμένως μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα. Στο έργο αυτό ο Tesauro, παρακινούμενος από τη τρίτο βιβλίο της αριστοτελικής ρητορικής, μελετά τη φύση του πνευματώδους και τις μορφές της γλώσσας, δίνει ένα πλήρη οδηγό της αρχιτεκτονικής της σύνθεσης, ασχολείται με τις έννοιες της μεταφοράς και της ρητορικής δεινότητας και προσφέρει ένα συνθετικό δοκίμιο όπου αναφέρεται στις τέχνες και τη λογοτεχνία, ενώ παράλληλα σ’ αυτό η ρητορική, η αλληγορία και η εμβληματική εξετάζονται με βάση τις αρχές του «θείου Αριστοτέλη». Είναι ένα βιβλίο που επιχειρεί συστηματική χρήση του “conceptismo”, δηλαδή μιας μορφής της λογοτεχνικής θεωρίας του μανιερισμού που αναπτύχθηκε στην Ισπανία κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα και επεδίωκε την ακριβή και ορθή χρήση της γλώσσας αλλά και υψηλές και απρόβλεπτες εικόνες και διαλογισμούς. Η θεωρία του “concettismo” του Tesauro, όπως εκφράστηκε στο Il Canocchiale Aristotelico, θεωρείται σπουδαιότερη από την ανάλυση της ποίησης που επιχείρησε ο ισπανός ιησουίτης Baltasar Gracián y Morales(1580-164), στο Argudeza y arte de ingenio (1648) αλλά και στο El Critic ó n (1656-57) . Aξίζει να αναφερθεί εδώ πως ο Gracián ήταν ερύτερα γνωστός στους έλληνες λόγιους της Βλαχίας και Μολδαβίας και έργα του είχαν μεταφραστεί και εκδοθεί στον 18ο αιώνα στις ρουμανικές χώρες ή κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφα και σε ιταλικές ή γαλλικές μεταφράσεις..[39]Κύριος εκφραστής του “conceptismo” , μιας στυλιστικής μορφής και πρακτικής που επιδίωκε την έκφραση πρωτότυπων και πνευματωδών ιδεών με την αντίθεση, τα επιγράμματα, τη μεταφορά και άλλα λεκτικά τεχνάσματα, o Gracián θεωρείται πως διαμόρφωσε την αισθητική του μανιερισμού στον 17ο αιώνα ενώ εξέφρασε στα δοκίμιά του El h é roe (1637) και El politico Don Fernando el Cat ó lico (1640) τις αντιλήψεις του για τις ιδανικές ιδιότητες του ηγεμόνα, όπως και στο Or á culo manual y arte de prudencia (1647), όπου ανευρίσκει κανείς αποφθέγματα και οδηγίες για την απόκτηση της σοφίας. Το El critic ó n (1651-1657), μυθιστόρημα αλληγορικό, ηθικοπαιδαγωγικής υφής, όπου εξετάζεται η σύγχρονή του ηθική κατάπτωση και η σημασία της ατομικής ολοκλήρωσης και γίνεται σύγκριση του πρωτόγονου και του σύγχρονου του πολιτισμού, γνωρίζουμε πως μεταφράσθηκε από την γαλλική γλώσσα στην ελληνική από τον Ιωάννη Ραζή και δημοσιεύθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας το 1754. [40] Ωστόσο το έργο του Τesauro, όπου αυτός υποστηρίζει πως όλα τα πράγματα, και όχι μόνο οι λέξεις, μπορούν να συλληφθούν ως σημεία ή σύμβολα και πως «η μεταφορά είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των τεχνών», το οποίο μεταθέτει την αισθητική θεωρία από το ωραίο σε μια άλλη έννοια, προαναγγέλλοντας την νεότερη θεωρία της αισθητικής [41] και υπερβαίνει το περίφημο έργο του Βaltasar Gracian.[42] , δεν είχε την ανάλογη προς αυτό μεταφραστική ή εκδοτική τύχη στην καθ’ ημάς Ανατολή. [43]

Αναμφίβολα ο Tesauro εκφράζει τον αριστοτελισμό του Μπαρόκ,[44] και την πρόσληψη της αριστοτελικής ποιητικής στον ιταλικό 17ο αιώνα, θεωρείται μάλιστα πως μαζί με τον Gracián και τον Boileau [45] είναι αυτοί που οικειοποιήθηκαν μεταποιώντας την αριστοτελική ποιητική θεωρία.

Καθηγητής της ρητορικής στις σχολές των Ιησουητών στην Κρεμόνα και το Μιλάνο ο κόμης Emanuele Τesauro, ασχολήθηκε συστηματικά με την ιστορία,[46] την ηθική φιλοσοφία, τη θεολογία, και ειδικότερα με την ποίηση, γράφοντας λατινικούς στίχους, ωδές, επιγράμματα, εμβλήματα και διάφορα έργα που σχετίζονται με την επιστήμη των εικόνων, την «εικονομαντεία». Γράφει λόγους εγκωμιαστικούς και πανυγηρικούς, αλλά και θεατρικά έργα, όπως τις τραγωδίες Ermegildo , Edipo , Ippolito(1661), ή μελοδράματα, όπως L Alcesti o sia l amor sincero (Torino, 1766) . Ο Δημήτριος Νοταράς επιλέγει, ωστόσο, κατά προτροπή του θείου του Χρύσανθου, την αρετολογική ηθική αυτού, η οποία έχει μεταφραστεί και στα ρωσικά, και τη μεταγλωττίζει, γιατί αυτή είναι ένα φιλοσοφικό κείμενο ηθικής διαπαιδαγώγησης και συμπεριφοράς που την εποχή αυτή τόσο στη Δύση όσο και στην καθ’ ημάς Ανατολή ήταν στις προτεραιότητες των λογίων οι οποίοι θεωρούσαν πως η ηθική θεωρία συμβαδίζει με την ηθική πρακτική. ΄Ηδη από τον μεσαίωνα αλλά και στην αναγέννηση αφθονούν στη Δύση τα σχόλια στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη , έργο που σχολιάζεται και χρησιμοποιείται ευρύτατα και στην Ανατολή. Κείμενα ηθικής διδασκαλίας, όπως του Αριστοτέλη, του Πλουτάρχου, ή των στωικών, που εκδίδονται από ΄Ελληνες στον 18 αιώνα αλλά και αργότερα,[47] είτε συγγράμματα όπως τα «κάτοπτρα των ηγεμόνων» που μεταγλωττίζονται, στα οποία ήδη αναφερθήκαμε, αλλά και εγχειρίδια ηθικής, που μεταφράζονται στα ελληνικά στο 18ο αιώνα, όπως αυτά του Μuratori ή του Soave[48] ή βιβλία με ηθικά αποφθέγματα αλλά και εγχειρίδια ηθικής συμπεριφοράς δυτικοευρωπαίων φιλοσόφων και στοχαστών φανερώνουν το έντονο ενδιαφέρον των νεοελληνων λογίων για την ηθική της αρχαιότητας.[49]

Αξίζει να δούμε το περιεχόμενο του έργου αυτού του Τesauro το οποίου παρέχει μια περιεκτική ανασύνθεση της αρετολογικής αριστοτελικής ηθικής, διαιρεμένη σε βιβλία και κεφάλαια, όπου όμως ενσωματώνονται και άλλες αντιλήψεις της αρχαίας ηθικής, όπως λ.χ. των στωϊκών, αλλά και της χριστιανικής. Από τα αναλυτικά περιεχόμενα που προηγούνται του μεταφρασμένου κειμένου διαπιστώνουμε την αντιστοιχία της ηθικής του Tesauro με την αριστοτελική, αφού ήδη από το πρώτο κεφάλαιο γίνεται λόγος για το τέλος της ηθικής φιλοσοφίας , που είναι η ανθρώπινη ευδαιμονία, και για το άκρον αγαθόν, αλλά και τον γλαφυρό τρόπο έκφρασης των ιδεών οι οποίες εκφράζονται με εικόνες και μεταφορές που καθιστούν πιο προσιτό το κείμενο στον μέσο αναγνώστη. Στα κεφάλαια που ακολουθούν γίνεται λόγος για τη φύση της αρετής, για τις τέσσερις πρωτεύουσες αρετές, αλλά και διάκριση των αρετών και των κακιών, καθώς και ιδιαίτερη ανάλυση κάθε μιας από αυτές, με ιδιαίτερη προσέγγιση στη σωφροσύνη, την εγκράτεια, την ελευθεριότητα, τη μεγαλοπρέπεια, την μεγαλοψυχία, την κοσμιότητα, την πραότητα, την επιείκεια, τη δικαιοσύνη, τη φιλαλήθεια, τη φρόνηση και τη φιλία. Οπωσδήποτε η ηθική του Τesauro είναι σύνθεση μιας αριστοτελικής και χριστιανικής ηθικής που συνδέει την θεωρία με την πράξη. Η συγκριτική μελέτη του μεταφρασμένου με το πρωτότυπο φανερώνει πιστότητα και ακρίβεια, γλαφυρή χρήση της γλώσσας και συνέπεια, όπως φαίνεται από το παράθεμα που ενδεικτικά παραθέτω το οποίο αναφέρεται στην ελευθεριότητα: « … Η ελευθεριότης λοιπόν είναι μία αρετή, ήτις κάμνει μετρίαν την ανθρωπίνην διάθεσιν περί το χαρίζειν, και λαμβάνει τον πλούτον, μόνον δι’ αίτιον της σεμνότητος… Λοιπόν δεν δύναται καθέκαστος ελευθέριος να είναι μεγαλοπρεπής, αλλά πάς μεγαλοπρεπής δύναται να είναι ελευθέριος , διότι όταν ένας δυνάστης, και μέγας πρίγγεψ δίδει δώρα μέτρια, τυχαίνει να ονομασθή ελευθέριος, ουχί δε μεγαλοπρεπής, και όταν κάμνη έργα μεγάλα και πολυτελή, πρέπει να λέγεται μεγαλοπρεπής και ουχί ελευθέριος. Και με ταύτην την διάκρισιν εστοχάσθησαν και εγνώρισαν οι σοφοί, ότι ο αιώνιος μονάρχης θεός , όταν επρομήθευσε, και οικονόμησε δια τα πτηνά, και δια τους μύρμηκας φυτικάς τροφάς εμεταχειρίσθη την αυτού ελευθεριότητα, αλλά όταν ήγειρε το αστροφόρον στερέωμα του ουρανού δια αδαμάντινον έδαφος αγγέλων, και χρυσόπλεκτον στέγην των ανθρώπων, έβαλεν εις πράξιν την αυτού θεϊκήν μεγαλοπρέπειαν… Κανένας δεν γίνεται πλέον ελευθέριος, παρ’ όστις κληρονομεί ένα φιλάργυρον πατέρα, και κανένας πλέον φιλάργυρος, παρ’ όστις γίνεται διάδοχος ενός πατρός ελευθέριου »(βλ. φφ. 211-216). Είναι φανερό πως το κείμενο αυτό του Τesauro είναι ένα παράδειγμα θεωρητικού στοχασμού που πρέπει να γίνει αντιληπτό σε σχέση με την αριστοτελική ηθική αλλά και με το πολιτικό κλίμα της εποχής. Περιέχει ένα σύνολο ηθικών αρχών και παραγγελμάτων, που δίδονται με τρόπο απλό και με παραδείγματα από την καθημερινή εμπειρία . Είναι προτρεπτικό δοκίμιο για ενάρετο βίο με σκοπό την ατομική και κοινωνική ευδαιμονία και εντάσσεται στα ηθικοπαιδαγωγικά έργα της εποχής αυτής που είχαν ως σκοπό όχι μόνο την αγωγή των ηγεμόνων αλλά και των πολιτών και προέτρεπαν στον ενάρετο βίο δίδοντας κανόνες ηθικής συμπεριφοράς. Η επιλογή του για να μεταφρασθεί εντάσσεται στο παιδαγωγικό πνεύμα της εποχής και σε μια προσπάθεια ενίσχυσης, εκ μέρους τόσο της πολιτικής όσο και εκκλησιαστικής εξουσίας, της παρεχομένης από τα κείμενα της αρχαίας και βυζαντινής φιλοσοφικής και εκκλησιαστικής παράδοσης διδασκαλίας , που σκοπεύει στην ηθική και πολιτική νουθεσία.


Αθανασία Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη,
Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών

 

 

[1] Βλ. Litzica, χφ.59 (422), σ.44, και A.Camariano-Cioran, Les Académies Princières de Bucarest et de Jassy et leurs professeurs, Thessalonique, 1974, σσ. 221 και 312.

[2] Βλ. σχετικά Δ. Γ. Αποστολόπουλος,«“Περί της των Συμβουλίων Ματαιότητος”. ΄Ένα ακόμα φαναριώτικο εγχειρίδιο πολιτικής», Ερανιστής, 21(1987), σ. 36.

[3] Βλ. Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Γ΄. σ.500.

[4] Βλ. Πηνελόπη Στάθη, Χρύσανθος Νοταράς, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Πρόδρομος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Σύνδεσμος των εν Αθήναις Μοσχοπολιτών, Αθήνα, 1999, σσ.51,69, 69/120,70,11,128/413, 238/238,239,239/243,271,285. Για τους Νοταράδες της Πελοποννήσου γενικότερα, βλ. Σ. Κουτίβας, Οι Νοταράδες στην υπηρεσίαν του ΄Εθνους και της Εκκλησίας, Αθήναι, 1968. Βλ. και κατωτέρω, σημ. 20 και 21.

[5] Πληροφορίες για την οικογένεια του Χρύσανθου Νοταρά, βλ. Αρχιμ. Κύριλλος Αθανασιάδης, «Χρύσανθος Ιεροσολύμων ο Νοταράς», Εκκλησιαστική Αλήθεια, Δ΄(1883), σσ. 83-84, 148-150.

[6]Βλ. ειδικότερα, Πηνελόπη Στάθη, Χρύσανθος Νοταράς, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Πρόδρομος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ό.π. Βλ. επίσης Αθανάσιος Καραθανάσης, Οι ΄Ελληνες λόγιοι στη Βλαχία (1670-1714) .Συμβολή στη μελέτη της ελληνικής πνευματικής κίνησης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες κατά τη προφαναριωτική περίοδο, ΄Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου -194, Θεσ/νίκη,1982, σσ. 114 κ. εξ.

[7]Αξίζει να αναφερθεί ότι η Σχολή του Βουκουρεστίου, επειδή βρισκόταν μέσα στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα, που ήταν στη δικαιοδοσία του Παναγίου Τάφου, τελούσε υπό την προστασία των Πατριαρχών Ιεροσολύμων, για τον λόγο αυτό και ανετέθη στον Χρύσανθο, ο οποίος από το 1707 είχε αναρρηθεί στο θρόνο των Ιεροσολύμων, να συντάξει υπόμνημα, σχετικό με το πρόγραμμα διδασκαλίας, το οποίο υπέβαλε υπό τον τίτλο Περί των διδασκάλων της εν Βουκουρεστίω σχολής και τι έκαστος αυτών οφείλει διδάσκειν. Βλ. σχετικά E. Legrand, Receuil des documents grecs concernant les relations du patriarcat de Jérusalem avec la Roumanie (1569-1728), Bibliothèque grecque vulgaire, τ. VII, Paris, 1903, σσ. 72-77. Βλ. σχετικά Α. Σκαρβέλη - Νικολοπούλου, Μαθηματάρια των ελληνικών σχολείων κατά την Τουρκοκρατία, διδακτορική διατριβή, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων , Αθήναι, 1994, σσ. 195-197. Βλ. γενικότερα C. .Dragan Dima, “ Le patriarche Chrysanthe Notaras de Péloponnese et la culture Roumaine », Πρακτικά Α΄Διεθνούς Συνεδρίου Πελοπονησιακών Σπουδών, τ. Γ΄(1975), σσ. 99-100. Βλ. επίσης, Π. Στάθη, ο.π.

[8] Βλ. N.Iorga, Byzance après Byzance, Bucarest, 1971, σ. 217.

[9] J.H. Randall, The School of Padua and the Emergence of Modern Science, Padova, 1961.

[10] Στις αρχές του 16ου αιώνα το τμήμα των τεχνών περιείχε τις σχολές της Θεολογίας, της Φιλοσοφίας, της Μαθηματικής και της Ιατρικής. Η θεολογική περιελάμβανε μια έδρα θωμιστικής θεολογίας, μια σκωτικής θεολογίας, μια έδρα θωμιστικής μεταφυσικής, μια έδρα σκωτικής μεταφυσικής , μια έδρα της Αγίας Γραφής και μια της Εκκλησιαστικής ιστορίας. Η φιλοσοφική περιείχε δυο έδρες φιλοσοφίας, και δυο έδρες εξειδικευμένης φιλοσοφίας. Σε αυτές δίδασκαν μέρος της αριστοτελικής φυσικής, τα δύο βιβλία του Περί γενέσεως και φθοράς, τα τρία βιβλία του Περί Ψυχής και τα τέσσερα βιβλία του Περί του Ουρανού και του Σύμπαντος. Παράλληλα υπήρχαν τρεις έδρες λογικής, δύο σοφιστικής, μια ειδική έδρα για τη διδασκαλία των Μικρών φυσικών και μια για την ηθική φιλοσοφία. Στη μαθηματική υπήρχαν μια έδρα αστρονομίας και μαθηματικών, μια γεωμετρίας και μια άλλη ναυτικής, καθώς και μια για τα επαγγέλματα. Στην ιατρική, υπήρχαν πέντε έδρες θεωρητικής ιατρικής, πέντε πρακτικής ιατρικής, δύο για τον Κανόνα του Αβικέννα, μια χειρουργικής και μια ανατομίας. Βλ.L. Mabilleau, Etude historique sur la philosophie de la Renaissance en Italie : Cesare Cremonini, Paris, 1881 . Βλ. επίσης E.Troilo, Averoismo e aristotelismo padovano, Firenze, 1938.

[11] Βλ. D. Geanakoplos, Greek Scholars in Venice: Studies in the Dissemination of Greek Learning from Byzantium to Western Europe, Cambridge, Mass., 1962.

[12]Ο Μανούτιος δημοσίευσε σε πλήρη έκδοση τα Opera Graeca του Αριστοτέλη (1495-8, 5 vols), έκδοση που ολοκληρώθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα, και σχεδίαζε να δημοσιεύσει ένα corpus με τους έλληνες σχολιαστές του Αριστοτέλη, στο οποίο θα περιελάμβανε τα σχόλια των Αμμωνίου, Σιμπλικίου, Πορφυρίου, Αλεξάνδρου και Θεμιστίου. Μέχρι το 1515 , έτος του θανάτου του, είχε δημοσιεύσει τα σχόλια στην αριστοτελική λογική του Αμμωνίου, του Φιλοπόνου, και του Αλεξάνδρου Αφροδισιέως, ενώ οι κληρονόμοι του συμπλήρωσαν την έκδοση των σχολιαστών μεταξύ του 1520 και 1530. Κυρίως ασχολήθηκαν με την αριστοτελική φυσική φιλοσοφία: 1526 Σιμπλικίου Φυσικά και Περί Ουρανού, 1527 Φιλοπόνου Περί γενέσεως και φθοράς, Αλεξάνδρου Μετεωρολογικά, Σιμπλικίου Περί ψυχής, Αλεξάνδρου και Μιχαήλ Εφέσου Μικρά φυσικά, 1536 Ευστρατίου Νικαίας Ηθικά . Βλ. σχετικά M. Lowry, The World of Aldus Manutius: Business and Scholarship in Renaissance Venice, Oxford, Blackwell, 1979; M. Davies, Aldus Manutius, Printer and Publisher of Renaissance Venice, London, British Library, 1995. Charles H. Lohr, “ Renaissance Latin Translations of the Greek commentaries on Aristotle”, in Humanism and Modern Philosophy, ed. by Jill Kraye and M.W.F. Stone, Routledge , London and New York, 2000, pp. 24-40. Για παλαιότερες μελέτες σχετικές με το θέμα, βλ. A. Firmin-Didot, Alde Manuce et l’hellénisme à Venice, Paris, 1875.

[13]Το πρώτο ελληνικό κείμενο που τυπώθηκε από τον Νικόλαο Βλαστό ήταν τα Σχόλια του Σιμπλικίου στις αριστοτελικές κατηγορίες, στις 26 Οκτωβρίου του 1499 στο τυπογραφείο του Καλλιέργη, ενώ στο ίδιο χώρο τυπώθηκαν στις 22 Μαίου 1500 τα Σχόλια στις πέντε φωνές του Αμμωνίου .

[14] Βλ. Ε. Renan, Averroès et l’averroisme, Paris, 1852.

[15]Βλ.F. Lucchetta, “ Recenti studi sull’ averroismo padovano”, στο L’Averroismo in Italia, Roma , 1979, σσ. 91-120, και L. Minio-Paluello, “ L’ attività filosofico-editoriale aristotelica dell’ umanesimo”, στο Umanesimo europeo e umanesimo veneziano, Firenze, 1964, σσ.245-62.

[16] Βλ. Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης, Οι ΄Ελληνες λόγιοι στη Βλαχία (1670-1714), Συμβολή στη μελέτη της ελληνικής πνευματικής κίνησης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες κατά την προφαναριωτική περίοδο - (194 ) ΄Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσ/]κη, 1982,, σσ. 23 κ.εξ.

[17] Α. Καραθανάσης, ο.π., σσ. 206 κ.εξ.

[18] Στο ίδιο, σσ. 126-127 και 232-233.

[19]Βλ. Α. Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, «Η παράδοση της ρητορικής στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και οι έλληνες διανοούμενοι», στο Νεοελληνική φιλοσοφία. Θέματα πολιτικής και ηθικής , εκδ. Παν/μίου Αθηνών, Αθήνα, 2001, σσ.331-380.

[20] Βλ. σχετικά Βασιλείου Μακεδόνος Αυτοκράτορος Ρωμαίων κεφάλαια παραινετικά εξήκοντα έξι, προς τον αυτού υιόν Λέοντα τον Σοφόν και Αυτοκράτορα ομοίως Ρωμαίων…άτινα επιτροπή του εκλαμπροτάτου υψηλοτάτου και μεγαλοπρεπούς αυθέντου και ηγεμόνος πάσης Ουγκροβλαχίας Κυρίου Κυρίου Ιωάννου Κωνσταντίνου Μπασσαράμπα Βοεβόνδα νυν πρώτον εις την απλήν των ρωμαίων γλώσσαν μετηνέχθησαν παρά Χρυσάνθου Ιερομονάχου του Πελοποννησίου και Αρχιμανδρίτου του Πααναγίου και δεσποτικού Τάφου του Νοταρά, και ετυπώθησαν δαπάνη τε και διορθώσει του αυτού διαληφθέντος , Χρυσάνθου, εν τη περιφήμω πόλει Μπουκουρέστι της Ουγκροβλαχίας, εν έτει σωτηρίω αχζα΄ κατά μήνα οκτωβριον, παρά Ανθίμου ιερομονάχου. Πρόκειται για την έκδοση του 1691.

[21] Βλ. Α. Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, « ‘ Η περί αρετών και κακιών εξήγησις’ του Σεβασού Κυμινήτη και η νεοελληνική αρετολογική ηθική», στο Νεοελληνική φιλοσοφία…, ο.π., 271-298.

[22] Α. Στεργέλλης, Τα δημοσιεύματα των ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Πάδοβας τον 17ο και 18ο αι., Αθήνα, 1970, σ. 186. Προσωπογραφικό υλικό για τον Δημήτριο Νοταρά είχε συγκεντρώσει ο καθηγητής Β. Σκουβαράς. Βλ. σχετικά Α.Καραθανάσης, ο.π., σ.205, σημ. 3.

[23] Βλ. Γ.Σ. Πλουμίδης, « Αι πράξεις εγγραφής των ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Παδούης. Μέρος Β΄ Leggisti 1591-1809», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, 38 (1971), σσ. 84-195.

[24] Βλ. Του Ιδίου, « Αι πράξεις εγγραφής των ελλήνων σπουδαστών της Παδούης. Μέρος Α΄Αrtisti, Συμπλήρωμα , έτη 1674-1701», Θησαυρίσματα, 8 (1971), σσ. 188-204.

[25] Βλ. Α. Στεργέλλης, Τα δημοσιεύματα των ελλήνων σπουδαστών, ο.π., σσ. 158-159.

[26] Για τις σπουδές του Δημητρίου Νοταρά, βλ. Δημητρίου Προκοπίου, «Επιτετμημένη επαρίθμησις των κατά τον παρελθόντα αιώνα λογίων Γραικών και περί τινων εν τω νυν αιώνι ανθούντων », έκδ. από Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη,τ. Γ΄, Βενετία, 1872, σσ. 480-503, ιδίως σ. 500. Βλ. επίσης Σ.Κουτίβας, Οι Νοταράδες , Αθήναι, 1968, σσ.171-172.

[27] Βλ. Μ. Γεδεών, Πατριαρχικαί Εφημερίδες. Ειδήσεις εκ της ημετέρας εκκλησιαστικής ιστορίας, 1500-1912, Αθήναι, 1936-1938, σ.214.

[28] Ο.π., σ. 214,σημ.

[29] « Πίναξ χρονλογικός των αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως μεταφρασθείς εκ της γαλλικής γλώσσης εις την ημετέραν απλήν παρά Δημητρίου Γεωργούλη Νοταρά», Βρεταννικό Μουσείο, χφ. 10077, φ.142-195. Βλ. Παρθενίου Ι. Κιρμίτση, «Χειρόγραφα της Βρεττανικής Βιβλιοθήκης αναφερόμενα εις την Κύπρον», Κυπριακαί Σπουδαί, Ν΄(1986),σ σ. 103-104, όπως αναφέρεται στο Πηνελόπη Στάθη, ο.π., σ 238.

[30] Βλ. Μihai Carataşu, Catalogul manuscriselor Grece ş ti din Biblioteca Academiei Rom â ne, volumul III, Βουκουρέστι, 2005, χφ. 1095, φφ. 4-14, σ.67..

[31] Βλ. σχετικά Δ. Αποστολόπουλος, «‘Περί της των Συμβουλίων Ματαιότητος’. ΄Ένα ακόμα φαναριώτικο εγχειρίδιο πολιτικής»,Ο Ερανιστής, 21(1987), και ειδικότερα, «Το πρωτότυπο του “ Περί της των συμβουλίων ματαιότητος”» , Ο Ερανιστής , 22 (1999), σσ. 251-252.

[32] Βλ. Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, τ..ΙV, σσ. 96-97, και Litzica, σ. 44, χφ. 58 (498). Βλ. επίσης Πηνελόπη Στάθη, Χρύσανθος Νοταράς…, ο.π., σ. 238.

[33] Βλ. Α.Glycofrydi-Leontsini, “Moral and Political Texts in the Age of the Greek Enlightenment: Tradition and Innovation”, Σύγκριση /Comparison, 12 (2001), σσ. 71-79. Βλ. επίσης Θανάσης Παπαδόπουλος, Η νεοελληνική φιλοσοφία από το 16ο έως το 18ο αιώνα, Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1988.

[34] Βλ. Για το θέμα της πατρότητας της μετάφρασης , βλ. Α.Καραθανάσης, ο.π.., σσ. 156-57. Βλ. επίσης γενικότερα, Α. Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, « Η παράδοση της ρητορικής στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και οι έλληνες διανοούμενοι», στο Νεοελληνική φιλοσοφία. Θέματα πολιτικής και ηθικής, ό.π., σσ. 331-357, ιδίως σσ. 337-344.

[35]Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΄Ικαρος, Αθήνα, 1964, σ. 102.

[36] Litzica, σ. 44, χφ. 59 (422), και A. Camariano-Cioran, Les Acad é mies.., σσ. 221 και 312. Βλ. επίσης Πηνελόπη Στάθη, ο.π., σ. 238.Ο Δημήτριος σε επιστολή του προς τον Χρύσανθο τον πληροφορούσε πως κατά τη διάρκεια των ανωμαλιών του πολέμου έχασε κάποιο τετράδιο της μετάφρασης (Βλ. Hurmuzakι, ΧIV3, σ.127). Η ολοκλήρωση της μεταγραφής του κώδικος και η σύγκριση με το πρωτότυπο κείμενο θα δείξει το κενό και θα καταστεί δυνατή η επαλήθευση αυτής της πληροφορίας.

[37] E. Dervieux, E . Tesauro , Cenni biografici e bibliografici in Miscellanea di storia italiana, 23 (1933), 651 ff.

[38] Il Cannochiale AristotelicoO sia Idea dell ’arguta e ingeniosa elocutione che serve a tutta l ’arte oratoria, lapidaria, et simbolica, esaminata co’ principii del divino Aristotele dal Conte a Cavalier Gran Croce D. Emanuele Tesauro, Patritio Torinese, Quinta impressione, In Torino, MDCLXX per Bartolomeo Zavatta Co licenza de’ Superiori.

[39] Βλ. Σχετικά, Ariadna Camariano-Cioran, Les Acad é mies princi è res de Bucarest et de Jassy et leurs professeurs , ό.π.., Θες/νικη, ΙΜΧΑ, σσ. 270-271 και Λ. Βρανούσης, « Βηλαρικά σημειώματα», Ο Ερανιστής, 2 (1964), σς. 53-54. Βλ. επίσης Εμμ. Κριαράς, «Γαβριήλ Καλλονάς, μεταφραστής έργων του Locke kai toy Gracián», Ελληνικά, 13(1954), σ. 308.Βλ. επίσης Α.Ταμπάκη, Περί νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ρεύματα ιδεών και δίαυλοι επικοινωνίας με τη δυτική σκέψη, εκδ. Εrgο, Aθήνα, 2004, σσ.206-208.

[40] Το έργο μεταφράστηκε, κατά την απόδοση του γαλλικού τίτλου, ως Ο της απάτης απαλλαγείς ή το Κριτικόν Βαλτασάρ Γρατιανού Μεταφασθέν εκ της Γαλλικής φωνής παρά Ιωάννου Ράλη[ sic ] , πρώηνΜεγάλου Στολνίκου του εκ Μυτιλήνης, τόμος πρώτος, Εν Ιασίω της Μολδαβίας, 1754. Για τη γαλλική μετάφραση, βλ. L’ Homme détrompé ou El Criticón, Traduit de l’espagnol[par G.de Maunory], 1η έκδ., 3 τόμ.,Paris, 1696.

[41] Βλ.W. Tatarkiewicz, History of Aesthetics, III Moder Aesthetics, ed. By D. Petsch, Mouton, The Hague-Paris, Waszawa, σσ. 318, 365, 385, 388-391,394-395, 441.

[42] B. Croce, I trattatisti italiani del Concettismo e Baltasar Gracián in Problemi di estetica, Bari, 1940, pp. 313-348. Του Ιδίου, Storia dell et à barocca in Italia, 2nd ed., 1964, σ. 188.

[43] Το έργο του Gracián, El Oraculo manual y Arte de prudencia , σε γαλλική μετάφραση ( L Homme de Cour , traduction par Amelot de la Houssaye, 1684) και σε ιταλική( L’huomo di corte del Graziano,Venezia, 1703) βρίσκεται στα κατάλοιπα της προσωπικής βιβλιοθήκης του ηγεμόνα Κ. Μαυροκορδάτου. Βλ. Σχετικά ΄Αννα Ταμπάκη, Περί νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ρεύματα ιδεών και δίαυλοι επικοινωνίας με τη δυτική σκέψη, εκδ. Εrgo, Αθήνα, 2004, σσ. 106-108.

[44] F. Croce, Le poetiche del barocco in Italia in Momenti e problemi di storia dell estetica , , στο Momenti e problemi di storia dell estetica, I, Milano, 1959, 547-575.

[45] Βλ. H. Hatzfeld, «Three national deformations of Aristotle: Tesauro, Gracián, Boileau», στο Biblioteca dell Archivum Romanicum, 64 (1962), σσ. 3-21.

[46]Campeggiamenti overo istorie del Piemonte, 1643-1645; Del Regno d Italia sotto i Barbari, 1664 ; Historia della augusta citt à di Torino, 1679.

[47] Για την παρουσία των στωικών στη νεοελληνική φιλοσοφία , βλ. Α.Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, Η παρουσία της στωϊκής φιλοσοφίας στο νεοελληνικό στοχασμό», στο Νεοελληνική φιλοσοφία. Θέματα πολιτικής και ηθικής, ο.π., σσ. 299-329, και Της Ιδίας, « Ο Πίναξ του Κέβητος και η παρουσία του στη δυτική και ελληνική γραμματεία. Ut pictura philosophia”, στο Αισθητική και τέχνη. Κριτικές Θεωρήσεις,(2005), 2η έκδ., Συμμετρία, Αθήνα, σσ. 232-260.

[48]Βλ. A. Glycofrydi-Leontsini, “ Traduzioni di testi filosofici italiani durante l’illuminismo neogeco (Genovesi, Muratori, Soave), Testi letterari italiani tradotti in greco ( Dal ‘500 ad oggi ), in cura di Mario Vitti, Rubbettino, 1994, σσ. 203-218.

[49] Α.Tambaki-A.Sphini, “Typologie des manuels d’éthique et de comportement en langue grecque vers la fin du XIIIe :l’évolution du genre, reflect du processus de modernisation du sud-est », Revue des études sud-est Européennes, civilisations-mentalités, XXX(1992), σσ. 253-268.