Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Παναγιώτα Ξηρογιάννη

Ο Κοραής – ο Μπεκαρία – ο Φουκώ : « Η ίαση και η ποινή»

Ο Κοραής (1748-1833), ο ιατρός, ο μεγαλοφυής λόγιος του Νέου Ελληνισμού έζησε στη Σμύρνη και στη Γαλλία και αφοσιώθηκε στις επιστημονικές έρευνές του. Οι έρευνές του αφορούσαν στην ιατρική επιστήμη και στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Μεταξύ των μεταφράσεών του είναι και η μετάφραση της πραγματείας του Ιταλού νομικού και διαφωτιστού Μπεκαρία (Cesare Beccaria, 1764 Λιβόρνο) «Περί αδικημάτων και ποινών» (1802,1823)

Ο Beccaria (1738-1794) προάσπιζε την ιδέα της ελευθερίας και της ισότητος ως αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου. Επίσης ήταν ενάντιος σε κάθε τυραννική ποινή εφόσον το πνεύμα του είχε «διαποτισθεί» από το πνεύμα του διαφωτισμού. Αντιλαμβανόταν τον κόσμο ως μια πολιτεία εντός της οποίας η δικαιοσύνη, η ελευθερία και η ισότητα μεταξύ των ανθρώπων εξασφαλίζονται χωρίς τη θεϊκή επέμβαση και συνδρομή. Επομένως η πολιτεία είναι ένας οργανισμός, ο οποίος για να είναι υγιής πρέπει να εξασφαλίζεται η ισορροπία των συστατικών του. Ενώ, όταν υπάρχει η μονομέρεια, η κυριαρχία ενός συστατικού του «σώματος» της πολιτείας, τότε υπάρχει η μοναρχία και η ασθένεια :

«Υγεία είναι η ισονομία των συστατικών δυνάμεων
του σώματος ενώ η μοναρχία η μονομερής δηλαδή
κυριαρχία μιας απ’ αυτές, σημαίνει αρρώστια»[1]

Η ασθένεια θεραπεύεται μόνον όταν αποκατασταθεί η δημοκρατία εντός του σώματος της πολιτείας, αλλά και εντός του ανθρωπίνου σώματος, όταν εξασφαλισθεί η ισορροπία και αποκατασταθεί η υγεία.

Οι νόμοι αποτελούν το φάρμακον έναντι της αδικίας και τους προασπιστές της δικαιοσύνης εντός της πολιτείας και ο δικαστής είναι ο ιατρός. Δεν υποτάσσεται πλέον η ανθρώπινη ύπαρξη στο δεσπότη, στον τύραννο και στην αυθεντία της θρησκείας, αλλά υπακούει στους νόμους.

«Δεν έχομεν πλέον να υποτασσώμεθα εις τυράννους,
αλλά εις νόμους νομοθετημένους και κυρωμένους
απ’ όλον το γένος. Εις τα κριτήριά μας μέλλει του
λοιπού να μας απολύη ή να μας καταδικάζη, όχι
άνθρωπος, αλλ’ αυτή του νόμου η
απροσωπόληπτος φωνή»[2]

Συχνότατα στο όνομα της δικαιοσύνης και της θεότητος, αλλά και λόγω της προσωποληψίας της δικαστικής εξουσίας πραγματώθηκαν βασανιστήρια πέραν του λογικού και της ανθρωπιάς. Η φιλοσοφία διεφώτισε την ανθρωπότητα και την οδήγησε στην πραγμάτωση ποινών πέραν του παραδειγματισμού και εγγύτερα του σωφρονισμού και της ανθρωπιάς. Το δικαστήριο είναι δυνατό να θεωρήσει την ποινή ως προάσπιση της ελευθερίας και της ειρήνης εντός της ανθρώπινης κοινωνίας. Η ποινή ως θεσμός στόχο έχει τη μείωση του εγκλήματος και την ηθική δικαίωση του θύματος. Ο θύτης στερείται ό,τι πολυτιμότερο έχει, την ελευθερία του, γεγονός πολύ δυσάρεστο για εκείνον. Ωστόσο είναι αδύνατο να υπάρξει ατιμωρησία εντός της κοινωνίας :

«Ο φυσικός βίος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την
έλλειψη περιορισμού της ελευθερίας, από την αυθαιρεσία
και επομένως από την ατιμωρησία είναι βίος τυραννικός,
δεν αρμόζει στους ανθρώπους»[3]

Ωστόσο η ποινή και ο εγκλεισμός δεν εξαναγκάζουν την ανθρώπινη ύπαρξη σε μεταμέλεια και αλλαγή συμπεριφοράς, αν η ίδια η ύπαρξη δεν αντιληφθεί την ευθύνη της έναντι των άλλων ανθρώπων εντός του κοινωνικού συνόλου, αλλά και αν δεν αντιληφθεί και η ίδια η κοινότητα την ευθύνη της για το σχεδιασμό των θεσμών. Διότι για την ανθρώπινη ύπαρξη η ανάληψη της ευθύνης και ακλόνητη πίστη στους νόμους και στις δημοκρατικές αξίες αποτελούν ύψιστες αρετές.

Αν, ωστόσο, θεωρηθεί η ποινή ως πειθαρχική μέθοδος πειθούς - με σκοπό την εξόντωση του θύτη και τον ηθικό στιγματισμό του ως δείγμα της ανθρώπινης ισχύος και εξουσίας παρά ως «θεραπεία» του πολιτικού σώματος – κάτι τέτοιο βεβαίως είναι καταδικαστέο. Διότι η ζημία του θύτη δεν απαλείφει την αδικία που έχει διαπραχθεί εντός της ανθρώπινης κοινωνίας, η οποία έχει ως στόχο την ηθική τελείωση της ύπαρξης, το σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και των αξιών, τη συνεργασία και την επικοινωνία των μελών της.

«Εγίνοντο κατήγοροι και επρόσφεραν εις τον Θεόν
της ευσπλαχνίας άλλους κρεουργούντες με
βασανιστήρια θηριώδη, άλλους εξορίζοντες της
πατρίδος και άλλων δημεύοντες τα υπάρχοντα»[4]

Το κάθε μέλος της ανθρώπινης κοινότητας διαφέρει από κάθε έμβιο ον, εφόσον διαθέτει το λογικόν και την αγάπη προς το συνάνθρωπό του, σύμφωνα με την οποία σέβεται τον άλλο ως αυθύπαρκτη προσωπικότητα και όταν διαπράξει κάποιο έγκλημα. Ολόκληρη η πολιτεία συμπάσχει τότε και αισθάνεται το άλγος σε ολόκληρο το σώμα της. Ο νομοθέτης είναι ο «ιατρός» της πολιτείας, εκείνος που θα θεσμοθετήσει την ισονομία αλλά και θα προασπίσει το κοινωνικό σύνολο έναντι της φιλαυτίας του κάθε μέλους της και έναντι της ανισότητος, που ελλοχεύουν.

«Ορθώς εθίζοντος του νομοθέτου τους πολίτας,
ώσπερ ενός μέλη σώματος, συναισθάνεσθαι
και συναλγείν αλλήλοις»[5]

Σκοπός της ύπαρξης του κοινωνικού συνόλου είναι η ωφέλεια του κάθε μέλους της ξεχωριστά και η ελεύθερη υπακοή στους νόμους της πολιτείας και στους κυβερνώντες. Εντός της πολιτείας η εκμετάλλευση της κοινωνίας από το άτομο δεν είναι δυνατό να νοηθεί ως έκφραση της ελευθερίας του. Επίσης η ποινή δεν αποτελεί την ανταπόδοση του προηγηθέντος εγκλήματος, διότι ο συνάνθρωπος δεν είναι ο αντίπαλος τον οποίο εκμηδενίζει ο άλλος άνθρωπος, ανταποδίδοντας την κακή συμπεριφορά του με μια άλλη κακή συμπεριφορά.

Ο Διαφωτισμός προβάλλει την ανθρώπινη αξία και ένα ανώτερο ήθος, που απαρνείται την κηδεμονία των στερεοτύπων της θρησκείας, του δικαίου, του δεσποτισμού αλλά και που προασπίζει και την κοινωνία, η οποία ζημιώθηκε από τις ενέργειες του εγκληματία :

«Ο Μπεκαρία αναφερόμενος στους κλέφτες λέει :
Η προσωρινή υποδούλωση θέτει την εργασία και το
πρόσωπο του ενόχου στην υπηρεσία της κοινωνίας,
ώστε αυτή η θέση πλήρους εξάρτησης να την αποζημιώσει
για τον άδικο δεσποτισμό που άσκησε το πρόσωπο
αυτό παραβιάζοντας το κοινωνικό συμβόλαιο»[6]

Ο Beccaria ίσταται εναντίον των βασανιστηρίων και του θεσμού του εγκλεισμού ως λύση για τον περιορισμό των ατόμων, που καταπατούν την ελευθερία και την αξιοπρέπεια των συνανθρώπων τους, διότι δεν αποτρέπει – αυτό το σύστημα σωφρονισμού – την διάπραξη της εγκληματικής ενέργειας.

Ο άνθρωπος που διαπράττει το έγκλημα δέχεται την τιμωρία από την κοινωνία και βιώνει τον τρόμο, χωρίς να μπορεί να διακρίνει την τιμωρία από την εκδίκηση λόγω της ρήξης του κοινωνικού συμφώνου.

«Αρκετοί δικηγόροι και δικαστές καθώς και η
αναπτυσσόμενη κοινή γνώμη της εποχής του Beccaria,
άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι το βίαιο αλλά μη κανονικοποιημένο σωφρονιστικό σύστημα το οποίο
βασιζόταν στην τιμωρία ως παραδειγματική
και υπερβολική ανταπόδοση δεν ήταν απλώς απάνθρωπο,
αλλά δεν έπαιζε καν έναν αποτελεσματικό
αποτρεπτικό ρόλο κατά του εγκλήματος»[7]

Επομένως διαφαίνεται η βαθιά ανθρωπιά της θεωρίας του Beccaria, ο οποίος απορρίπτει την ποινή ως παντελή αφαίρεση της ασφάλειας, της ελευθερίας της ανθρώπινης υπάρξεως και αντιμετώπισή της ως μοναδική, η οποία χρήζει ανθρωπινότερης μεταχείρισης και όχι χρήση βίας και αντιμετώπισης του άλλου ανθρώπου ως ασθενούς μέλους της κοινωνίας, η οποία οφείλει να τον διαφωτίσει και να τον κάνει γνώστη των αξιών της. Αυτό βέβαια δεν πραγματώνεται μέσω του φόβου, αλλά με βοηθό το λόγο και όχι με την απομόνωση του εγκληματία, αλλά με την επανένταξή του εντός της κοινωνίας.

«Εις την φυλακήν εις τα δεσμά, εις αυτήν
την αγχόνην ο εγκαλούμενος πρέπει να έχει πάντοτε
την ασφάλειαν, ότι είναι ελευθέρας πολιτείας
πολίτης ελεύθερος»[8]

Ο βασανισμός του σώματος του εγκληματία αποτελεί μια ζοφερή τιμωρητική κατάσταση, που εκθέτει την ανθρώπινη ύπαρξη, αφού η τιμωρία αποτελεί ένα θέαμα με ανείπωτη φρίκη, που εκτελείται χωρίς οίκτο. Ο σωματικός πόνος, αλλά πολλές φορές και ο ψυχικός πόνος καταλύουν την ανθρώπινη ζωή και την «ακρωτηριάζουν»

«Το βασανισμένο κορμί, το διαμελισμένο…
η φυλάκιση, η κάθειρξη, τα καταναγκαστικά έργα,
το κάτεργο, η απαγόρευση διαμονής, η εκτόπιση,
που όλα τους κατέχουν τόσο σημαντική θέση στα
σύγχρονα ποινικά συστήματα είναι σωματικές ποινές»[9]

Αυτός ο βασανισμός του ανθρώπου από τον άνθρωπο δεν αποτελεί την πρόληψη του εγκλήματος και ο Διαφωτισμός καταδικάζει τα βασανιστήρια για τη φρικαλεότητά τους. Διότι μέσω των βασανιστηρίων δεν αποκαλύπτεται η αλήθεια του εγκλήματος και δε γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ του εγκλήματος που πρέπει να τιμωρηθεί και της ποινής που επιβάλλεται από την κρατική εξουσία. Μέσω του εγκλεισμού πραγματώνεται, επομένως, μια μοναξιά επιτηρούμενη[10] όπου δεν υπάρχει πλέον το φως και η υπόδειξη του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η τροποποίηση των συνθηκών που δημιούργησαν το έγκλημα αλλά η μόνωση του ανθρώπου προς τον έξω κόσμο με σκοπό τη διάκριση των κρατουμένων από τους νομοταγείς πολίτες. Η ανθρώπινη ύπαρξη συνεπώς βιώνει την ενοχή και τον πόνο, τη διχοτόμηση του καλού και του κακού, τη σχέση εξουσίας και γνώσεως.

Ο Beccaria δεν είχε σκοπό του την αντικατάσταση των βασανιστηρίων με τη φυλακή, αλλά πρότεινε έναν νόμο, που ίσχυε για όλους τους πολίτες, παρακάμπτοντας τον ηγεμόνα[11]. Τότε η δικαιοσύνη δεν πραγματώνεται εις βάρος των αρχομένων και η ποινή αποκαθιστά την ισορροπία εντός της κοινωνίας.

« Η ποινή θέτει έναν επιπλέον περιορισμό και
αποκαθιστά την ισορροπία των δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων που το έγκλημα έχει πλήξει»[12]

Διότι η ανθρώπινη ύπαρξη συχνότατα είναι ευάλωτη στην πραγμάτωση της ευτυχίας εντός του κοινωνικού συνόλου και η ποινή δεν είναι αυτοσκοπός αλλά το μέσο για την προστασία της ανθρώπινης κοινωνίας.

Ο Διαφωτιστές το γνώριζαν αυτό και θέλησαν να συνδέσουν την ποινή με το έγκλημα κατά τρόπο αυτοματοποιημένο στη σκέψη των ανθρώπων. Διότι η ποινή πρέπει να παρεμποδίζει το δράστη από τη διάπραξη νέων εγκλημάτων και να διορθώνει τη συμπεριφορά του. Σκοπός επομένως της ποινής είναι η ανταποδοτική δικαιοσύνη. Ο Beccaria επηρεάστηκε βεβαίως και από τον Montesquieu για την απονομή της δικαιοσύνης με δικαιότερο και μετριοπαθέστερο τρόπο.

Ισχυριζόταν δε ο Beccaria ότι η ποινή πρέπει να είναι φιλάνθρωπη και να επιδιώκεται ταχύτατα η απονομή της.

«Γενικά η νομοθεσία πρέπει να είναι ήμερη και
φιλάνθρωπη, να προσδιορίζεται με σαφήνεια
από το νόμο εκ των προτέρων και κατά τρόπο γενικό…
η ποινή πρέπει επίσης να επιδιώκεται ταχύτατα
στην απονομή της»[13]

Κατά τον Beccaria απορρίπτεται η ποινή του θανάτου και τα βασανιστήρια ανάλογα της εποχής της Ιεράς Εξετάσεως και η απονομή της δικαιοσύνης πραγματώνεται χωρίς καμιά προκατάληψη θρησκευτική ή ταξική.

Ο Foucault, (1929-1984) ο γάλλος φιλόσοφος του εικοστού αιώνος, γνωρίζοντας τους παλαιότερους τρόπους τιμωρίας του εγκληματία – με θανάτωση ή σωματική ποινή – στοχάζεται γύρω από το πρόβλημα της ποινής και το θεσμό του εγκλεισμού. Ο εγκλεισμός, η φυλακή είναι ο σύγχρονος τρόπος τιμωρίας.

Είναι γνωστό το έργο του «Επιτήρηση και τιμωρία», όπου αναλύεται ο ρόλος της ποινής και του εγκλεισμού με φιλελεύθερη ευαισθητοποίηση για την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως είχε υποδείξει και το πνεύμα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Βέβαια ο Foucault καταδεικνύει την έλλειψη ισορροπίας και μέτρου συγκρίσεως μεταξύ του ηγεμόνος και του εγκληματία. Έχει ασκήσει σημαντική επίδραση ο στοχασμός του γάλλου φιλοσόφου στην Ελλάδα, εφόσον ο ίδιος παρουσιάζει την επίδραση της ποινής στις ημέρες μας, καθώς και την επίδραση των άλλων πειθαρχικών κυρώσεων που επιβάλλονται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, στο στρατό, σε μοναστήρια και αλλού, με σκοπό την απομόνωση ατόμων που αποκλίνουν από την ενδεδειγμένη συμπεριφορά.

«Η επίδραση του έργου του είναι εμφανής
και στην Ελλάδα για την ευρύτητα των προβληματισμών
του, τη διεπιστημονική συνθετικότητα στην ανάλυση
αλλά και την τόλμη του Foucault στην επεξεργασία
ευαίσθητων για τις σύγχρονες κοινωνίες θεμάτων
όπως τα άσυλα φρενοβλαβών και οι φυλακές»[14]

Ο φιλόσοφος αναφέρεται στους εγκληματίες και στους ασθενείς, οι οποίοι απομονώνονται από το κοινωνικό σύνολο με στόχο την ομαλοποίησή τους και την επανένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο. Διερευνά τους λόγους (θεσμοθέτησης) ίδρυσης της φυλακής και της κλινικής και αντιμετώπισης της ανθρώπινης ύπαρξης ως αντικειμένου προς διερεύνηση, από έναν άλλο άνθρωπο που θεωρείται υπεύθυνος για τον εγκλεισμό του συνανθρώπου του. Διότι ο άνθρωπος βιώνει τον πόνο και την ενοχή λόγω της ασθένειάς του ή του εγκλήματος, που έχει διαπράξει και επιπλέον πρέπει να αποδεχθεί τον εγκλεισμό του στην κλινική ή στη φυλακή, όπου οι επαΐοντες, εκείνοι που κατέχουν τη γνώση και την εξουσία, θα αποφανθούν για εκείνον.

Βέβαια αυτή κατάσταση της πειθαρχίας και της υποταγής του ενός ανθρώπου στον άλλο, ακόμη και όταν πάσχει ψυχικά, δεν είναι κάτι που ενδείκνυται :

«Η εγκάθειρξη, πριν ακόμα αποκτήσει το ιατρικό
νόημα της εισαγωγής σε ψυχιατρεία που της έδωσαν
αργότερα είχε ελάχιστη σχέση με τη φροντίδα
της θεραπείας. Εκείνο που την επέβαλε ήταν η
προσταγή της εργασίας. Και το αίσθημα της φιλανθρωπίας
μας πολύ θα το’ θελε βέβαια να βρει ίχνη καλής θέλησης
γύρω από την αρρώστια»[15]

Η αντιμετώπιση επίσης του εγκληματία ή του ασθενούς ως του μιάσματος ή του λεπρού, που επρόκειτο να μεταδώσει κάτι κακό σε έναν άλλο άνθρωπο αποτελεί ένα δείγμα της έλλειψης ανθρωπιάς και επικοινωνίας, που χαρακτηρίζει και τη σύγχρονη εποχή μας.
«Κάθε άτομο είναι καθηλωμένο στη θέση του.

Κι αν τολμήσει να σαλέψει, το περιμένει ο θάνατος,
η μετάδοση της αρρώστιας ή η τιμωρία»[16]

Η ανθρώπινη ύπαρξη επομένως οφείλει να επαγρυπνεί και να περιχαρακώνεται στο «εγώ» της για να προασπίσει δήθεν το κοινό συμφέρον. Ο φόβος, ο θάνατος και η ασθένεια αποτελούν τις καταστάσεις, που δεν μπορεί να υπερβεί η ανθρώπινη ύπαρξη, αν δεν επικοινωνήσει με τον άλλο άνθρωπο και αυτός ο εγκλεισμός της καταλύει τις λεπτότερες πτυχές της ύπαρξης[17] και εκείνη οφείλει να σιωπά. Η ηθική ακεραιότητα του συνανθρώπου είναι η μοναδική εγγύηση της ίασης και της ποινής του. Τότε καλείται ο homo medicus για την προάσπιση των συμφερόντων των άλλων :

«Ο homo medicus δεν κλήθηκε στο κόσμο της
εγκάθειρξης για να παίξει το ρόλο διαιτητή, για
να κάνει τη μοιρασιά και να διαχωρίσει τι είναι
έγκλημα και τι τρέλα, τι κακό και τι αρρώστια,
αλλά μάλλον σαν φύλακας, για να προστατέψει
τους άλλους από το διάχυτο κίνδυνο,
που αποπνέουν οι τοίχοι της εγκάθειρξης»[18]

Τότε η ανθρώπινη ύπαρξη δεν αποτελεί πλέον αξία και ο βίος είναι τυραννικός και απάνθρωπος. Εντούτοις η αντικοινωνική συμπεριφορά θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με τη δέουσα ανθρωπιά, διότι ίσως να οφείλεται σε κάποιο ψυχοπαθολογικό στοιχείο της προσωπικότητας του εγκληματία και ο στόχος της παρέμβασης θα πρέπει να είναι η θεραπεία. Και η ποινή οφείλει να μην αποτελεί ένα μέσο τρομοκρατίας, βίας και αυθαιρεσίας, αλλά να ενδυναμώνει τις δημοκρατικές αξίες εντός του κοινωνικού συνόλου. Το κοινωνικό σύνολο κατά τον Beccaria και τον Foucault στηρίζονται στις αξίες της ελευθερίας, της ασφάλειας, της νομιμότητας και της αποφυγής της υπερβολής στην επιβολή των ποινών. Εντός μιας πολιτείας, η οποία ασθενεί, το «φάρμακο» είναι η εποχή του Διαφωτισμού των ιδεών και των επιστημών και ιατροί είναι οι «φωτισμένοι» άνθρωποι από το πνεύμα του Διαφωτισμού[19] όπως ήταν ο Κοραής, ο Beccaria αλλά και ο Foucault.

Το φως της επιστήμης αποτελεί το «φάρμακο» αντιμετώπισης κάθε ανθρώπινου πάθους το οποίο αντιμετωπίζεται με γαλήνη και όχι με άλλο πάθος. Και ο άνθρωπος χωρίς την ύπαρξη των νόμων και της δικαιοσύνης γίνεται ο χειρότερος μεταξύ των εμβίων όντων. Ο Ελληνικός κόσμος της εποχής του Διαφωτισμού αλλά και ο σύγχρονος χρειάζεται τις ξεχωριστές προσωπικότητες, οι οποίες ίστανται έναντι του μεσαιωνικού στοχασμού και αποτελούν σοφούς ανθρώπους και φίλους της ανθρωπότητας.

 

 

[1] Βέικου Θεόφιλου, Φύση και Κοινωνία, από το Θαλή ως το Σωκράτη, εκδ. Σμίλη, Αθήνα, 1991, σ. 158

[2] Κοραή Αδαμάντιου, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, Τόμος Δ΄, Αθήνα, Μ. Ι.Ε.Τ., 1995, σ. 66

[3] Γκιούλη Μ. Βιργινίας Φιλοσοφία της ποινής, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σ.18

[4] Κοραή Αδαμάντιου, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, Τόμος Δ΄, Αθήνα, Μ. Ι.Ε.Τ., 1995, σ. 69

[5] Ό.π., σ.105

[6] Φουκώ Μισέλ, Ο μεγάλος εγκλεισμός, μτφ. Παντελάκη Σ. εκδ. Μαύρη Λίστα, Αθήνα, 1999, σ.80

[7] Merquior J.G., Foucault, μτφ. Μέλλου Δ., εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2002, σ.151

[8] Κοραή Αδαμάντιου, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς Τόμος Δ΄, Αθήνα, Μ. Ι.Ε.Τ., 1995, σ. 78

[9] Φουκώ Μισέλ, Επιτήρηση και τιμωρία, η γέννηση της φυλακής, μτφ. Χατζηδήμου Κ. Ράλλη Ι., εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2004, σ.17,20 ομοίως βλέπε : Foucault Μ., surveiller et punir, naissance de la prison, Gallimard, Paris, 1975, σ.47

[10] ΄Ο.π., σ.266

[11] Φουκώ Μισέλ, Ο μεγάλος εγκλεισμός, μτφ. Παντελάκη Σ. εκδ. Μαύρη Λίστα, Αθήνα, 1999, σ.92

[12] Γκιούλη Μ. Βιργινία Φιλοσοφία της ποινής εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2003, σ.43

[13] Κουράκη Νέστωρος, Ποινική Καταστολή, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2005, σ.138

[14] Φουκώ Μισέλ, Επιτήρηση και τιμωρία, η γέννηση της φυλακής, μτφ. Χατζηδήμου Κ., Ράλλη Ι., εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2004, σ.413

[15] ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, Η ιστορία της τρέλας, μτφ. Αμπατζοπούλου Φ., εκδ. Ηριδανός, Αθήνα, 1977, σ.51

[16] ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, επιτήρηση και τιμωρία, η γέννηση της φυλακής, μτφ. Χατζηδήμου Κ., Ράλλη Ι., εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2004, σ.260

[17] ΄Ο.π., σ.262

[18] ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, Η ιστορία της τρέλας, μτφ. Αμπατζοπούλου Φ., εκδ. Ηριδανός, Αθήνα, 1977, σ.204

[19] Camariano – Cioran Ariadna, «L’ oeuvre de Beccaria Dei delitti e delle pene et ses traductions en langues grerque et roumaire», RESEE 5, 1967, σ.195, Ομοίως βλέπε : Νούτσου Παναγιώτη, Νεοελληνικός διαφωτισμός , τα όρια της διακινδύνευσης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2005, σ.113,114,478,479