Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Νεόφυτος Χαριλάου

Εκδόσεις αρχαίων κειμένων την περίοδο του νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Οι εκδόσεις του Νεόφυτου Δούκα.

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους αιώνες, το ενδιαφέρον για τη μελέτη και έκδοση των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων είναι πολύ περιορισμένο στον ελληνικό χώρο, λόγω κυρίως των πολιτικοκοινωνικών συνθηκών που επικρατούν. Η ενασχόληση των Ελλήνων λογίων περιορίζεται κυρίως σε συγγραφείς που εξυπηρετούν τις διδακτικές ανάγκες της εποχής, οι οποίοι είτε αντιγράφονται και εντάσσονται σε χειρόγραφα μαθηματάρια είτε συμπεριλαμβάνονται σε εκδόσεις ερανιστικού χαρακτήρα, όπως η Εγκυκλοπαιδεία του Ι. Πατούσα (1710). Συστηματική ενασχόληση και έκδοση των αρχαίων συγγραφέων, παρατηρείται στο χώρο της Δυτικής Ευρώπης από τον 16ο αιώνα μέχρι και τα νεότερα χρόνια στους κύκλους των Ευρωπαίων λογίων.
Από ελληνικής πλευράς η στροφή προς τη μελέτη της Αρχαιότητας συντελείται μετά το δεύτερο μισό του 18ου και ιδιαίτερα στις αρχές του 19ου αιώνα, κατά την περίοδο δηλαδή του νεοελληνικού Διαφωτισμού, όταν διαμορφώνονται νέες ευνοϊκές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στον ελληνικό χώρο. Τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα η τάση για αρχαιομάθεια παρουσιάζει μια αύξουσα τάση, αφού στο σύνολο της βιβλιοπαραγωγής οι εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων, τα αντίστοιχα λεξικά και μελέτες για την αρχαία φιλολογία και γλώσσα, κατέχουν ποσοστό 5%, όπως μας πληροφορεί ο Φίπιππος Ηλιού.[1]
Το ενδιαφέρον για την αρχαιότητα είναι συνυφασμένο με τη γενικότερη ανάπτυξη της παιδείας την περίοδο αυτή και εντάσσεται κατά κύριο λόγο στη διαφωτιστική προσπάθεια των Ελλήνων λογίων, οι οποίοι αναζητούν κυρίως μέσα από την έκδοση των κειμένων την ανάδειξη της ιστορίας των προγόνων τους και ταυτόχρονα την εμβάπτιση των υποδούλων στο πνεύμα της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845)[2], ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) και άλλοι λόγιοι εκδίδουν μεγάλο αριθμό αρχαιοελληνικών κειμένων τα οποία διοχετεύουν σε δεκάδες σχολεία της εποχής. Η έκδοση αρχαιοελληνικών κειμένων την περίοδο του Διαφωτισμού αποτελεί μέρος της παιδευτικής στοχοθεσίας των Ελλήνων λογίων για την ηθική και πνευματική αναγέννηση του υπόδουλου γένους.
Ποιους όμως από τους αρχαίους συγγραφείς εκδίδουν οι Έλληνες λόγιοι και ειδικότερα ο Νεόφυτος Δούκας και γιατί;
Εξετάζοντας το σύνολο των εκδεδομένων αρχαίων συγγραφέων της δεκαετίας 1801-1820, διαπιστώνουμε ότι τα κείμενά τους εντάσσονται κατά κύριο λόγο σε τρεις θεματολογικές κατηγορίες: 1ον Ιστορία και γεωγραφία. 2ον Φιλοσοφία, ηθική ρητορική και μυθολογία. 3ον Λογοτεχνία. Οι συγγραφείς τοποθετούνται χρονολογικά στην κλασική και ρωμαϊκή περίοδο. Αναφέρω ενδεικτικά: Ιπποκράτης, Θουκυδίδης, Ξενοφώντας, Αριστοτέλης, Δημοσθένης, Λυσίας, Αισχίνης, Γοργίας, Ανδοκίδης, Ισοκράτης, Απολλόδωρος ο Αθηναίος, Πλούταρχος, Δίων Χρυσόστομος, Μάξιμος Τύριος, Πολύαινος, Αρριανός, Ηρωδιανός, Στράβων, κ.α. Από το χώρο της λογοτεχνίας έχουμε μικρή εκδοτική παραγωγή, αν εξαιρέσουμε τον Όμηρο, ο οποίος εκδόθηκε επανειλημμένως. Από το αρχαίο δράμα έχουμε ως αυτοτελείς εκδόσεις τις τραγωδίες, Πέρσαι του Αισχύλου, Αίας του Σοφοκλή, Ιφιγένεια εν Ταύροις και Άλκηστις του Ευριπίδη. Άξιες μνείας είναι οι δύο εκδόσεις ερωτικών μυθιστορημάτων του 3ου μ.Χ. αιώνα, τα Αιθιοπικά του Ηλιοδώρου και το Κατά Δάφνιν και Χλόην του Λόγγου.
Η έκδοση κυρίως αρχαίων κειμένων με ιστορικό και ηθικό - φιλοσοφικό περιεχόμενο σε συνδυασμό με την έκδοση άλλων κειμένων παρόμοιου περιεχομένου, καταδεικνύει ότι το ενδιαφέρον των Ελλήνων λογίων επικεντρώνεται σε δύο επιμέρους στόχους: στην ανάδειξη της ιστορίας ως βασικής συνιστώσας πάνω στην οποία θα στηριζόταν η νέα παιδεία του αναγεννώνου έθνους και ταυτόχρονα στην ηθική διαπαιδαγώγηση, με τη διαμόρφωση ενός νέου ανθρώπινου τύπου, απαλλαγμένου από τη δεισιδαιμονία, την ηθική κατάπτωση και την πνευματική αδράνεια. Ειδικότερα, οι αρχαίοι ιστοριογράφοι, που στο παρελθόν διδάσκονταν μόνο μέσα στο κύκλωμα του γλωσσικού μαθήματος, τώρα καθίστανται το βασικό παιδευτικό μέσο για το ξύπνημα των συνειδήσεων. Παράλληλα, τα πεζά κείμενα αποτελούσαν την γλωσσική ύλη για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, γεγονός που δικαιολογεί και την σχεδόν παντελή απουσία ποιητικών κειμένων την περίοδο αυτή.
Η θεματολογία των εκδιδόμενων κειμένων της περιόδου αυτής ακολουθεί την παράδοση των προηγούμενων δεκαετιών των Ελλήνων διαφωτιστών. Ο Ιώσηπος Μοισιόδακας στα 1761 μετέφρασε και εξέδωσε την Ηθική Φιλοσοφία του Antonio Muratori γιατί πίστευε ότι η ιστορική και ηθική γνώση ήταν αυτό που χρειαζόταν περισσότερο το γένος για την πνευματική αναγέννησή του. Το περιεχόμενο της νέας εκπαίδευσης έπρεπε να βασίζεται σε πρόγραμμα σπουδών που θα απαιτούσε από τους μαθητές στοχασμό και κρίση. Η απαγγελία και ερμηνεία πατερικών κειμένων θα έπρεπε να αντικατασταθούν από κείμενα αρχαίων συγγραφέων που παρουσιάζουν ουσιαστικό ενδιαφέρον.
Παρόμοιες απόψεις εκφράζει αρκετά αργότερα και ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος θεωρούσε ως πρωταρχική ανάγκη του γένους την παιδεία και την ηθική διαπαιδαγώγηση, η οποία ήταν δυνατόν να προέλθει κυρίως από τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων. Αποκλείει από το εκδοτικό του πρόγραμμα την καθαρώς λεγόμενη λογοτεχνία.[3] Οι συγγραφείς που τον ενδιαφέρουν είναι οι ηθολόγοι: Πλούταρχος, Ισοκράτης, Επίκτητος, Μάρκος Αυρήλιος κ.α οι οποίοι εικονίζουν με τον ακριβέστερο τρόπο τα ιδανικά του εκδότη: την αρετή και την πρακτική φιλοσοφία.[4]
Στην ίδια προβληματική εντάσσονται και οι εκδόσεις του Νεόφυτου Δούκα. Εκδίδει ιστορικούς, φιλοσόφους, ρήτορες, μυθογράφους. Οι ποιητές απουσιάζουν παντελώς από το προεπαναστατικό εκδοτικό του πρόγραμμα. Θα τους συναντήσουμε όμως αργότερα στη δεύτερη εκδοτική του εξόρμηση, όταν πια η Έλληνες απέκτησαν ελεύθερη πατρίδα και οι μείζονες εκπαιδευτικές προτεραιότητες είχαν διαφοροποιηθεί.
Οι εκδόσεις του Δούκα δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φιλολογικές εκδόσεις, αφού δεν έχουν υποστεί ουσιαστικά κριτική επεξεργασία. Προσφέρονται για διάβασμα στον φιλαναγνώστη ή αποσκοπούν, όπως και ο ίδιος το δηλώνει, για σχολική χρήση. Ο Ηπειρώτης λόγιος δεν σκοπεύει να κάνει μια κριτική, όπως θα λέγαμε σήμερα, έκδοση η οποία προϋπέθετε άρτια φιλολογική κατάρτιση, εμπειρία στην κριτική έκδοση κειμένων και γνώση ξένων γλωσσών για βιβλιογραφική ενημέρωση. Γι’ αυτό, στην κριτική που ασκούν οι αντίπαλοί του στις εκδόσεις του, ότι δεν υπομνηματίζει τους παλαιούς εκδότες, ο Δούκας απαντάει ότι κύριος στόχος των εκδόσεών του είναι η χρήση τους από τους Έλληνες μαθητές και όχι οι ευρωπαίοι εκδότες. Αναφέρει σχετικά: «[…] δεν περιεργάσθην την Μόδαν των εκδοτών της Ευρώπης, ότι πρέπει να υποσημειώνω ό,τι ποτέ και άλλος ή εννόησε το αυτό, ή κακώς το εννόησεν, επειδή και δεν έλαβον ουδεμίαν φιλοτιμίαν προς τούτο να αρέσω προς τους αλλογενείς, εξ ου ουδεμία ωφέλεια φαίνεται εις των νέων την τρυφερότητα, όπερ ην μοι τον σπουδαζόμενον εξ αρχής».[5] Η μετάφραση του κειμένου, οι βοηθητικοί πίνακες και τα λεξικά, οι χάρτες, τα γλωσσάρια, τα γνωμικά που ενσωματώνει στους δεκάδες τόμους που εκδίδει παρέχουν χρήσιμο υλικό στον μαθητή αλλά και στον δάσκαλο.
Το συνολικό προεπαναστατικό εκδοτικό έργο του Δούκα πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά στην Βιέννη, την περίοδο από 1804 έως 1815, ενώ το μετεπαναστατικό στην Αίγινα και στην Αθήνα, την περίοδο από 1834 έως 1845. Περιλαμβάνει μια ευρεία θεματολογία: Γραμματική, λεξικά, πρωτότυπα γλωσσικά και φιλοσοφικά κείμενα για σχολική χρήση, μεταφρασμένες ιστορίες, χάρτες, φυλλάδια γλωσσικού και εκπαιδευτικού περιεχομένου, αρχαίους συγγραφείς, επιστολές. Οι εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων σε αριθμούς ανέρχονται συνολικά σε σαράντα και πλέον ονόματα, σε δεκαέξι εκδόσεις και σε πενήντα εννέα τόμους. Ειδικότερα, την δεκαετία 1805-1814 που μας ενδιαφέρει, ο Δούκας εξέδωσε με δικές του δαπάνες τριάντα και πλέον αρχαίους συγγραφείς, σε εννέα εκδόσεις και σε τριάντα έξι τόμους.
Είναι σκόπιμο όμως να γίνει μια σύντομη παρουσίαση κάθε έκδοσης, ώστε να δοθεί η ακριβής εικόνα της εκδοτικής παραγωγής του Ηπειρώτη λόγιου και να αναδειχθεί η στοχοθεσία του.[6]
Στα 1805 -1806 ο Δούκας στα τυπογραφεία της Ιωάννας Σχραίμβλ και Γεωργίου Βενδότη στη Βιέννη, όπου είχε εκδώσει σχεδόν το σύνολο των έργων του, εγκαινιάζει την έκδοση των αρχαίων συγγραφέων με τη δεκάτομη έκδοση το Θουκυδίδη. [7] Είναι η πρώτη έκδοση του αρχαίου ιστορικού από Έλληνα που συνοδεύεται από μετάφραση και εκτενή υποσελίδια σχόλια. Στους δέκα τόμους περιλαμβάνονται τα οκτώ βιβλία του Θουκυδίδη και τα σχετικά κεφάλαια από τα Ελληνικά του Ξενοφώντα.
Η έκδοση είναι πολυτελής και επιμελημένη και περιλαμβάνει το κείμενο και τη μετάφραση (μάλλον παράφραση) στις εκατέρωθεν σελίδες και τις γραμματικές, συντακτικές και πραγματολογικές σημειώσεις αποκάτω. Κριτική του κειμένου δεν υπάρχει ούτε και βιβλιογραφία, μόνο επεξηγηματικές παραπομπές σε αρχαίους και νεότερους σχολιαστές. Σε δύο ξεχωριστούς τόμους ενσωματώνονται λεξικά των ενδόξων ανδρών και φράσεων, χάρτες και άλλα βοηθητικά στοιχεία για τον αναγνώστη.[8]
Η έκδοση του Θουκυδίδη έκανε τον Δούκα ευρύτερα γνωστό, αφού με την έκδοση ασχολήθηκαν αρκετοί Έλληνες και ξένοι φιλόλογοι, φιλολογικά περιοδικά και εφημερίδες. Ενδεικτικά αναφέρω τον Α. Κοραή, τον Π. Ιωαννίδη, τον J. C. Hobhause, τα περιοδικά Λόγιος Ερμής, Ελληνικός Τηλέγραφος, Jenaische Allgemeine Literatur-Zeitung, Allgemeine Literatur-Zeitung.
Το 1807 εκδίδει σε δύο τόμους την Επιτομή της Ρωμαϊκής Ιστορίας του Ευτροπίου σε μετάφραση του Παιανίου. Η έκδοση περιλαμβάνει τα δέκα βιβλία της ιστορίας του Ευτρόπιου, άλλες σύντομες διατριβές ιστορικού περιεχομένου και δύο λεξικά. Το πρωτότυπο κείμενο συνοδεύεται από μετάφραση σε αντικριστές σελίδες και εκτενή υποσελίδια σχόλια. Το 1809 εκδίδει τα Σωζόμενα Αρριανού σε επτά τόμους, ενσωματώνοντας παράλληλα διατριβές του Επίκτητου. Παρατίθενται εκτός κειμένου χαλκογραφημένη παράσταση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των τεσσάρων αρχιστρατήγων του, χρονολογικοί και γεωγραφικοί πίνακες και λεξικά. Το αρχαίο κείμενο και η μετάφραση σε αντικριστές σελίδες χωρίς σχολιασμό.[9] Το 1810 εκδίδει πρώτα τους Ογδοήκοντα Λόγους του Δίωνος Χρυσοστόμου σε τρεις τόμους και αργότερα τους Σαράντα ένα Λόγους του Μαξίμου Τυρίου σ’ ένα τόμο. Τα πρωτότυπα κείμενα και στις δύο εκδόσεις δημοσιεύονται αυτή τη φορά χωρίς μετάφραση αλλά με υποσελίδια σχόλια και πίνακες πραγμάτων και λόγων.[10] Το 1811 εκδίδει τη Βιβλιοθήκη ή περί θεών του Απολλόδωρου του Αθηναίου, μαζί με κείμενα άλλων ιστορικών και φιλοσόφων (του Παλαίφατου, Ηράκλειτου, Σαλούστιου, Φουρνούτου και Δημοφίλου) σ’ ένα τόμο. Το κείμενο εκδίδεται χωρίς μετάφραση αλλά με υποσημειώσεις του εκδότη.[11] Το 1812 και 1813 εκδίδει σε δέκα τόμους τους Αττικούς Ρήτορες, όπου περιλαμβάνονται λόγοι του Δημοσθένη, Αισχίνη, Λυσία, Δεινάρχου, Λυκούργου, Ανδοκίδη, Ισαίου, Αντιφώντος κ.α. Το πρωτότυπο κείμενο εκδίδεται χωρίς μετάφραση και σχόλια. Σε κάποιους τόμους παρατίθενται λεξικά, πίνακες και επιστολές σχετικές με τα κείμενα. Την ίδια χρονιά, το 1813 εκδίδει επίσης το έργο Ιστορίαι της μετά Μάρκον Βασιλείας του Ηρωδιανού, χωρίς μετάφραση αλλά με σημειώσεις και λεξικό. Οι εκδόσεις αρχαίων κειμένων του Δούκα ολοκληρώνονται τον επόμενο χρόνο, το 1814, με την έκδοση του φιλοσοφικών Διαλόγων του Αισχίνου του Σωκρατικού. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρατίθεται το κείμενο χωρίς μετάφραση αλλά με υποσημειώσεις του εκδότη, λεξικό και ένας χάρτης εκτός κειμένου, ενώ στο δεύτερο μέρος ο Δούκας δημοσιεύει δικούς του φιλοσοφικούς διαλόγους κατά το πρότυπο των διαλόγων του Αισχίνη.
Ας δούμε επίσης πολύ σύντομα τις μετεπαναστατικές εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων του Δούκα για να δοθεί μια πλήρης εικόνα του συνόλου των εκδόσεών του. Μετά την δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, ο γηραιός δάσκαλος επιστρέφει στην Ελλάδα και αναπτύσσει μια νέα λαμπρή εκδοτική δράση με την οικονομική συνδρομή του Ανδρέα Κορομηλά. Κατά την περίοδο 1834 έως και 1845 εκδίδει σχεδόν το σύνολο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Εκδίδει λοιπόν όλα τα έργα του Ομήρου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Θεόκριτου, του Θέογνη και του Πινδάρου σε σύνολο είκοσι τριών τόμων. Ας σημειωθεί δε ότι σε όλες οι εκδόσεις παρατίθεται παράφραση και σχολιασμός του κειμένου, μαζί με άλλα βοηθητικά στοιχεία για την νοηματική εξομάλυνση του κειμένου.
Οι αρχαίοι συγγραφείς που εκδίδει ο Δούκας κατά την πρώτη φάση τοποθετούνται χρονολογικά στην κλασική περίοδο (5ος - 4ος, π. Χ) και στην ρωμαϊκή περίοδο (2ος π.Χ, 2ος - 4ος μ. Χ) της δεύτερης σοφιστικής. Τα εκδεδομένα έργα μπορούν να καταταχθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: Ιστορικά, φιλοσοφικά και ρητορικά. Η θεματολογία των έργων συνδέεται με τις μείζονες διαφωτιστικές προτεραιότητες του, δηλαδή την καλλιέργεια ιστορικής συνείδησης στους σύγχρονους Έλληνες, την πνευματική και ηθική αναμόρφωσή τους μέσω της μελέτης της αρχαίας σοφίας και την καλλιέργεια της γλώσσας μέσω δόκιμων αρχαίων συγγραφέων.
Η έκδοση ιστορικών συγγραφέων από τον Δούκα εντάσσεται στη γενικότερη τάση που επικρατεί στην εποχή του και σχετίζεται με τη νέα θεώρηση της ιστορίας ως παιδευτικού μέσου για τη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης. Η επιλογή του αυτή δείχνει ότι αντιλήφθηκε την ανάγκη για γνωριμία και αξιολόγηση του παρελθόντος όχι με θρησκευτικούς αλλά με κοσμικούς όρους, τους οποίους προσέφερε το ιστορικό υλικό των έργων της αρχαιότητας. Η νέα προσέγγιση στη μελέτη του παρελθόντος, με άξονα πλέον τον πολιτισμό, αποτέλεσε το δίαυλο μέσω του οποίου οι Έλληνες διαφωτιστές και εν προκειμένω ο Δούκας μεταλαμπάδευσαν τις πολιτικές ιδέες και τις ηθικές αξίες της κλασικής εποχής στην ελληνική σκέψη.[12]
Ο Δούκας πίστευε ότι η ιστορία αποτελούσε το προσφορότερο μέσο για την εθνική αυτογνωσία, αφού τη θεωρούσε «διδάσκαλον των αιώνων, [...] προφήτιν του μέλλοντος και παιδαγωγόν του παρόντος».[13] Η ιστορία του Θουκυδίδη επί παραδείγματι ήταν το πλέον ενδεδειγμένο πολιτικό κείμενο, το οποίο μπορούσε να εξοικειώσει τους Νεοέλληνες με την ιστορία, τους θεσμούς και τον πολιτισμό των αρχαίων προγόνων τους. Στην έκδοση του Αρριανού, αφού δημοσιεύει προσωπογραφία του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, σημειώνει στην εισαγωγική επιστολή: «το γένος των Ελλήνων πήχεσιν επιδίδωσιν ανευρήσειν την αρχαίαν ευδαιμονίαν».[14] Η ιστορία συμβάλλει επίσης και στην ηθική αναμόρφωση της κοινωνίας, αφού, όπως σημειώνει, η γνώση των «παρεληλυθότων διδασκαλίαν εγγυάται τοις ανθρώποις εν απάσαις του βίου ταις περιστάσεσιν προς κόσμον ηθών καί χρηστότητα». [15]
Παιδευτικό ρόλο όμως δεν παίζει μόνο η ιστορία, αλλά και η αρχαία σοφία. Η έκδοση φιλοσοφικών και ρητορικών κειμένων από τον Δούκα καθοδηγείται από την πίστη του για την ανάγκη πνευματικής και ηθικής αναγέννησης των συμπατριωτών του. Οι αρχαίοι πρόγονοι ήταν οι πνευματικοί και ηθικοί δάσκαλοι, έτσι από τα βιβλία τους οι απόγονοι θα μπορούσαν να καρπωθούν στοχασμό, ηθική, πολιτική, γνώσεις και εν τέλει βιοτροπία. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να συνεισφέρει αποφασιστικά η φιλοσοφία, και ιδιαίτερα η πρακτική φιλοσοφία, την οποία θεωρούσε το θεραπευτικό μέσο για την πνευματική αναγέννηση των συμπατριωτών του. Γράφει χαρακτηριστικά: «Φιλοσοφίαν λέγω, της οποίας η παρουσία πέφυκε να διαλύη το συνιστάμενον νέφος της δυστυχίας, και να συνεισάγη άμα την αιθρίαν της ευζωΐας, να διασκεδάση το σκότος της αμαθίας, της ανομίας, της βαρβαρότητος, και να φέρη το φως της πολυμαθείας, ευνομίας και μετριότητος, φιλοσοφίαν, ήτις […] διδάσκει, τι εστίν ευάρεστον τω κυρίω, αγαθή παιδαγωγός προς το κρείττον, και ανορθωτής από του χείρονος άριστος, ως ηγεμονίς επί πάντων προς την αρετήν γινομένη η τελεία τέχνη πασών των τεχνών, και των επιστημών υψηλή επιστήμη και τέλος η καθηγήτρια της προς τον πλησίον αγάπης, και διδάσκαλος του καθήκοντος προς την μητέρα πατρίδα [...]».[16]
Ο τρίτος και πολύ σημαντικός στόχος συνδέεται με τις γλωσσικές αντιλήψεις του Δούκα, ο οποίος υπήρξε ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του αρχαϊσμού κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η γλωσσική του θέση αποτελεί το ουσιαστικό μέρος της συνολικής παιδευτικής του πρότασης, η οποία θεμελιωνόταν στην πίστη πως η λύση στο πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης μπορούσε να δοθεί με τη στροφή στην κλασική παιδεία. Ο γλωσσικός αρχαϊσμός του Δούκα είναι συνδεδεμένος με το όραμα του μεγαλείου της αρχαίας Ελλάδας και με την πεποίθηση, ότι με τη μίμηση θα μπορούσαν οι Έλληνες να πλησιάσουν τους ένδοξους προγόνους τους. Γράφει σχετικά: «Αν και φράσεις μιμώμεθα, τα καλά των λόγων μιμούμεθα, και των προγόνων μίμησιν έχομεν».[17]
Έτσι, δεν είναι τυχαίο που επιλέγει να εκδώσει τους αττικούς ρήτορες και αττικιστές συγγραφείς της περιόδου της δεύτερης σοφιστικής. Η γραμματική διδασκαλία, η λεξικογραφία, η μίμηση του αττικού ύφους, χαρακτηριστικά των συγγραφέων της περιόδου αυτής, συναντώνται και στον Δούκα. Γι’ αυτό, η εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με τη διδασκαλία δόκιμων συγγραφέων, είναι μείζων εκπαιδευτική προτεραιότητα. Τα ποιητικά κείμενα σ’ αυτή τη φάση δεν εξυπηρετούν τον εκπαιδευτικό του σκοπό, γιατί δεν τα θεωρεί κατάλληλη γλωσσική ύλη για τους μαθητές. Γράφει κάπου: «και κατά αλήθειαν, αν στοχασθή τις απρολήπτως, η ποιητική έχει μεν πολλά άλλα καλά, διαφθείρει όμως την γλώσσαν. λάβε βιβλίον ποιητικόν των νεωτέρων ποιητών της νυν διαλέκτου, και σκεψάμενος, θέλεις καταλάβη πόσην μεταβολήν λαμβανουσιν αι φωναί εκ της βίας των μέτρων».[18] Έτσι, όπως ήταν φυσικό, απέκλεισε από το εκδοτικό του πρόγραμμα την ποίηση, μεταθέτοντας τον στόχο αυτό είκοσι χρόνια αργότερα.
Η θεματική αυτή μεταβολή στην έκδοση των αρχαίων συγγραφέων, παρά το γεγονός ότι εκπορευόταν από την ίδια νοοτροπία, την κλασικίζουσα, αποκαλύπτει και τη γενικότερη αλλαγή στα γραμματολογικά πράγματα, που είχε σχέση με τις επιδιώξεις και τους εν γένει προσανατολισμούς του πρώτου νεοελληνικού κράτους. Είναι η στροφή προς το ρομαντισμό, που σηματοδοτεί την μετατόπιση των προβλημάτων της παιδείας στο επίπεδο της τέχνης από εκείνο της τέχνης του λόγου, δεδομένου ότι είχε πλέον καθιερωθεί ως επίσημη γλώσσα η αρχαΐζουσα.
Ο Δημαράς, αναφερόμενος σ’ αυτή την μεταβολή, αναφέρει ότι «η επιλογή της ύλης στην καινούρια εκδοτική προσπάθεια του Δούκα σημαίνει ότι οι λόγιες σκοπιμότητες του εκδότη, αναφορικά με τον αρχαίο κόσμο επέρασαν από την ηθική στην αισθητική»,[19]ένα τρίτο στάδιο αποτίμησης του αρχαίου από τον νεότερο ελληνισμό. Η ιεράρχηση των θεμάτων είναι ήδη διαφορετική και η επιλογή του Δούκα να εκδώσει σχεδόν όλους τους ποιητές αυτήν την ιεράρχηση υπηρετεί, για να μην πούμε ότι συντελεί αποφασιστικά στη διαμόρφωσή της.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο Νεόφυτος Δούκας με τις πολυπληθείς εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων συνέβαλε αποφασιστικά στην ακτινοβολία της παιδείας στον ελληνικό χώρο και στην πνευματική αφύπνιση των συμπατριωτών του. Το εκδοτικό του έργο, παρά τις αδυναμίες του, αποτελεί ένα τεράστιο πνευματικό επίτευγμα για την εποχή του και δίκαια μπορεί να τον τοποθετήσει στη χορεία των σημαντικότερων φιλολόγων και εκδοτών της νεότερης Ελλάδας.

[1] Φ. Ηλιού, Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα, τομ. 1ος, Βιβλιολογικό Εργαστήρι, ΕΛΙΑ, Αθήνα 1997, σελ. νζ.

[2] Βλ. Ν. Χαριλάου, Ο Νεόφυτος Δούκας και η συμβολή του στο νεοελληνικό Διαφωτισμό. Αθήνα 2002.

[3] Για τις εκδόσεις του Κοραή βλ. Ν. Καλοσπύρος, Ο Αδαμάντιος Κοραής ως κριτικός φιλόλογος και εκδότης:ένα κεφάλαιο στην Ιστορία των Κλασικών Σπουδών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα (το χφ. Χίου 490). Αθήνα 2004.

[4] Κ. Θ. Δημαρά, «Η Παρουσία της αρχαίας παιδείας μέσα στην νεοελληνική συνείδηση (1750-1850)», Απόψεις, 7, Μάιος 1995, σελ. 21.

[5] Ν. Δούκα, Απάντησις. Προς Αλέξανδρον Βασιλείου, Βιέννη 1809, σ. 35.

[6] Αναλυτική παρουσίαση των εκδόσεων του Δούκα βλ. Ν. Χαριλάου, ό. π. σελ. 507-552.

[7] Το κείμενο της έκδοσης το δανείστηκε από την έκδοση του Άμστερνταμ (1731) του Καρόλου Ανδρέου Δουκέρου, (C. A. Dukerus), Λόγιος Ερμής, 1 (1811), σ. 34. Περισσότερα για την έκδοση βλ. Ν. Χαριλάου «Η πορεία του Θουκυδίδη στη νεοελληνική σκέψη. Η έκδοση του Νεόφυτου Δούκα (1805-1806)», Μνήμων 20 (1998), σελ. 30-44.

[8] Ν. Δούκα, Θουκυδίδου του Ολόρου περί του Πελοποννησιακού πολέμου[…], τομ. 10ος , Βιέννη 1805, σελ. 253.

[9] Η έκδοση στηρίχθηκε κυρίως στην έκδοση του Αρριανού του Fr. Schmieder (1798), του Επίκτητου από τον J. Schveighaeuser (1799) και στη γαλλική μετάφραση του Αρριανού από τον Pierre Jean- Baptiste Chaussard (Παρίσι1802).

[10] Και οι δύο εκδόσεις στηρίχτηκαν στις εκδόσεις του J. J. Reiske ( Λειψία 1798 και 1774-5 αντίστοιχα).

[11] Η έκδοση στηρίζεται σ’ αυτήν του Heyne (Γοττίγη 1782).

[12] Για το θέμα Βλ. Π. Κιτρομηλίδη, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Αθήνα 1996, σελ. 95-104.

[13] Ν. Δούκα, Ευτροπίου Επιτομή της Ρωμαϊκής Ιστορίας, Βιέννη 1809, σελ. ιβ΄.

[14] Ν. Δούκα, Αρριανού τα σωζόμενα […], «Τω Ιλαρίωνι Σιναΐτη […], Βιέννη 1809, σελ. 7.

[15] Ν. Δούκα, Ευτροπίου […], σελ. ια.

[16] Ν. Δούκα, «Παραίνεσις Β΄ προς τους εν Βιέννη Έλληνας προς σύστασιν σχολείου ελληνικού », στο Κ. Θ. Δημαρά, Νεοελληνική επιστολογραφία, Αθήνα 1955, Βασική Βιβλιοθήκη, τομ. 9, σελ. 262.

[17]Ν. Δούκα, Ερμού του Λογίου αποβλήματα, Βιέννη 1813, σελ. 34.

[18] Ν. Δούκα, Γραμματική Τερψιθέα. Πρόλογος, Βιέννη 1808, σελ. κγ.

[19] Κ. Θ. Δημαρά, « Η παρουσία […]» ό. π. σελ. 24.