Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Ιφιγένεια Τριάντου-Καψωμένου

Η σχέση ανάμεσα στον « Ανώνυμο του 1789» και τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού

Τα πολιτισμικά φαινόμενα, σύμφωνα με τον Κ.Θ. Δημαρά, παρουσιάζουν διαφορετική πυκνότητα σε διάφορες εποχές. Η ένταση με την οποία παρουσιάζονται και η πυκνότητά τους συμβάλλουν στην περιοδίκευση του ιστορικού χρόνου και τη διαμόρφωση των γενεών. Οι πιο γνωστές γενιές στη λογοτεχνία μας είναι εκείνη του 1880 και η γενιά του 1930.

Σε αντιστοιχία με τις γενιές αυτές, ο σημαντικότερος μελετητής της εποχής του Διαφωτισμού, οδηγείται να προτείνει να εισαχθεί στα γράμματά μας και η γενιά του 1800,επειδή « πραγματικά, η δεκαετία που κλείνει τον αιώνα των Φώτων αποτελεί «χρόνο» ουσιαστικό μέσα στην ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας. Στα χρόνια αυτά οι ποικίλες εκδηλώσεις (άμεσα συνδεδεμένες με την πνευματική ζωή ή αντανακλώντας επάνω της) εμφανίζονται με τέτοιαν πυκνότητα ώστε θα μπορούσε κανείς να πει ότι προεικονίζουν σε μικρογραφία ολόκληρη την ιστορία του ανερχόμενου νέου Ελληνισμού. Παρακολουθούμε, από χρόνο σε χρόνο, τη σκλήρυνση του θρησκευτικού ουμανισμού, την παγίωση της αντιδραστικής ιδεολογίας, τη διαμόρφωση του φιλελεύθερου πνεύματος, την βαθμιαία απελευθέρωση της «κοσμικής» σκέψης.»[1]

Η δεκαετία 1791-1800 ορίζεται ιστορικά από τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου και την αλλαγή της στάσης της αυτοκράτειρας της Ρωσίας προς τις προοδευτικές ιδέες της εποχής. Η συντηρητική αυτή στροφή έχει ως αποτέλεσμα και τη στροφή του Πατριαρχείου που επιδεικνύει νομιμοφροσύνη προς την Υψηλή Πύλη. Οι επιθέσεις ενάντια στο νεωτεριστικό πνεύμα πολλαπλασιάζονται και στρέφονται κυρίως ενάντια στην επαναστατική Γαλλία και τον Βολταίρο. Το καινούριο πνεύμα της εκκλησίας εκφράζεται μέσα από έργα όπως: «Τρόπαιον της ορθοδόξου πίστεως…προς …αναίρεσιν των φληνάφων δυσσεβών», «Επιστολή Ευγενίου του Βουλγάρεως…προς αναίρεσιν τινός φληνάφου δυσσεβούς»(1791), «Βιβλίον καλούμενον έλεγχος κατά αθέων και δυσσεβών»(1792), «Η αθλιότης των δοκησισόφων» , «Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντιχρίστου Χριστοδούλου», «Νεκρικοί διάλογοι» (1793), «Απόδειξις του κύρους…ή ανασκευή της του Βολταίρου βίβλου» (1794) κ.ά.

Οι συγκεντρωμένεςκαι βίαιες σχεδόν αντιδράσεις της εκκλησίας φαίνεται πως είναι αντίδραση σε κάποια αντίστοιχη δράση:
Από μια πλευρά φαίνεται πως είναι ένας τρόπος αντίστασης ενάντια στην εξάπλωση των ιδεών του γαλλικού Διαφωτισμού, των ορθολογιστών φιλοσόφων και του αντικληρισμού που συνδέεται με τη γαλλική επανάσταση και την εξάπλωσή της. Το Πατριαρχείο παρακολουθεί τις δραστηριότητες των Ελλήνων ορθοδόξων της Ευρώπης και αναλαμβάνει την αναίρεση των διδασκαλιών τους που αμφισβητούν την Εκκλησία, όχι πάντα με θεωρητικά μέσα.[2]

Προκαλείται έτσι και η αντίδραση των υπερασπιστών του ορθολογισμού και του αντικληρισμού , ίχνη της οποίας συνάγουμε μέσα από κάποια κείμενα τα οποία έχουν βρεθεί (παραδόξως ) σε ένα μόνο αντίτυπο . Τέτοια κείμενα είναι : Ο «Ανώνυμος του 1789»[3], « Η Σάλπιγξ της Αλήθειας» του 1792, λίβελλος με ηθολογικό περιεχόμενο, και η απάντηση του Χριστόδουλου Παμπλέκη στους κατηγόρους του, «Απάντησις ανωνύμου προς τους αυτού άφρονας κατηγόρους, επονομασθείσα περί Θεοκρατίας», έργο που εμπεριέχει και στοιχεία θεωρητικής αναίρεσης του χριστιανισμού.

Ο Δημαράς υποθέτει πως υπάρχουν κινήσεις της Εκκλησίας ανάλογες με αυτή που γνωρίζουμε συγκεκριμένα, όπως π.χ. η εκκλησιαστική εγκύκλιος του 1798, που ζητά τη συλλογή και την αποστολή στο Πατριαρχείο(για να μην βρίσκονται στη διάθεση του αναγνωστικού κοινού) όσων αντιτύπων βρεθούν από την «Νέα πολιτική Διοίκηση» του Ρήγα Φεραίου.[4]

Αποκορύφωμα αυτής της αντιδραστικής κίνησης της Εκκλησίας αποτελεί η κυκλοφορία της «Πατρικής διδασκαλίας» (1798) που προσπαθεί να αποτρέψει τους ΄Ελληνες από κινήσεις για την ελευθέρωση της πατρίδας τους, στην οποία απαντά ο Αδαμ. Κοραής με την περίφημη «Αδελφική Διδασκαλία» του το 1800.

΄Όλα αυτά τα κείμενα αποτελούν τεκμήριο της βιαιότητας των πνευματικών συγκρούσεων αυτά τα χρόνια. Την πρώτη μαρτυρία αυτής της σύγκρουσης αποτελεί το κείμενο που ονομάσθηκε ο «Ανώνυμος του 1789». Ο Δημαράς, που είναι ο πρώτος που το παρουσίασε, το είχε αρκετό χρόνο στο συρτάρι του πριν αποβάλλει τους δισταγμούς του, εξ αιτίας της ελευθεροστομίας του έργου, και το παρουσιάσει ως το πρώτο αφηγηματικό κείμενο του νέου ελληνισμού, το οποίο διαθέτει λογοτεχνικές αρετές: «Είναι ένα αφήγημα φανερά εμπνευσμένο από το είδος των contes και των facé ties του Βολταίρου. Το χαρακτηρίζουν άξια λόγου αφηγηματικά προσόντα, […] αλλά και μία χωρίς προηγούμενο και χωρίς επόμενο ελευθεροφροσύνη και αθυροστομία: χλευάζει και ευτελίζει όχι μόνο τον κλήρο και τους θεσμούς της Εκκλησίας, αλλά και τα Μυστήρια της χριστιανικής θρησκείας· με τον ίδιο τρόπο φέρεται και προς τις ηγέτιδες κοινωνικές τάξεις. Στην αυγή της νέας περιόδου της ελληνικής γραμματείας, το πρώτο τούτο νεοελληνικό πεζογράφημα, ο «Ανώνυμος του 1789», αποτελεί χαρακτηριστικό ορόσημο».[5]

Οι εξελίξεις οδηγούν σε έξαρση του επαναστατικού πνεύματος που καταλήγει στην επανάσταση του 1821. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα καταδικάσει το κίνημα σε μια του εγκύκλιο, αλλά διαθέτει ελάχιστη πειστικότητα.

Τα δέκα χρόνια, όμως, ανάμεσα στην εκδήλωση της επανάστασης και τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους το 1830, αποτελούν ένα ρήγμα στην πνευματική ανάπτυξη: Αναστέλλεται απότομα η εκδοτική δραστηριότητα, και η ανάπτυξη των σχολείων έξω από τον ελληνικό χώρο. Διακόπτεται η δημιουργική σχέση δασκάλων-μαθητών και οι νέοι στρέφονται μάλλον προς τη διεκδίκηση δημόσιων αξιωμάτων. Η εμφάνιση του ρομαντισμού από το 1830 θα βαθύνει το ρήγμα αυτό και το νέο ελληνικό κράτος μοιάζει να προχωράει προς το μέλλον αγνοώντας την αγωνιστική και την πνευματική παράδοση που προετοίμασε την αυτοδύναμη ύπαρξή του.

Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις· ανάμεσα στις εξαιρέσεις, νομίζω ότι θα πρέπει να συμπεριληφθεί και ο Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος οδηγείται στην απομόνωση, δουλεύοντας το έργο του πάνω στις γραμμές και τις αξίες που είχε χαράξει η αγωνιστική πνευματική πρωτοπορία των προεπαναστικών χρόνων.

Σε όλη του τη ζωή δουλεύει και ξαναδουλεύει ποιητικές συνθέσεις που αναδεικνύουν το πνευματικό και ηθικό περιεχόμενο του αγώνα για την ελευθερία. Ανάμεσα στα ποιητικά του έργα και ένα σατιρικό πεζό κείμενο, η «γυναίκα της Ζάκυθος», που διαφέρει από τα άλλα του έργα –ακόμα και τα σατιρικά του- εξαιτίας του ακραίου ρεαλισμού του , ο οποίος συνδυάζεται οργανικά με οραματικά και εξωπραγματικά στοιχεία. « Η γλώσσα, εξ άλλου,και η όλη υποβλητικότητα του ύφους δε θα’πρεπε να θεωρηθούν απ’ τις μικρότερες αρετές. Γιατί «Η γυναίκα της Ζάκυθος» δεν είναι μόνο έργο σημαντικό για τη στιγμή που γράφτηκε. Αν και ατέλειωτο, - ή, έστω, χωρίς την οριστική του μορφή-, γίνεται ταυτόχρονα κι ένα ορόσημο για το ύφος και τη γλώσσα του, σε μια ώρα που η αφηγηματική πεζογραφία απουσίαζε».[6]

Ο Σολωμός άρχισε να γράφει το έργο αυτό το 1826 στη Ζάκυνθο, επηρεασμένος από την πτώση του Μεσολογγιού και έδωσε από την πρώτη γραφή μια ολοκληρωμένη περίπου μορφή. Το ξαναδούλεψε στην Κέρκυρα (1828-9) και το εγκατέλειψε ξανά. Η τρίτη φάση επεξεργασίας του έργου γίνεται το 1833-4.[7]

Ο Πολυλάς δεν το περιέλαβε στα Ευρισκόμενα(1859),αλλά περιέλαβε στα Προλεγόμενά του το τρίτο κεφάλαιο, χωρίς αναφορά στο έργο.[8]
Το πεζό αυτό κείμενο έγινε δεκτό με θαυμασμό, αλλά ποικίλα προβλήματα παρουσιάσθηκαν και πολλές υποθέσεις έγιναν για τον γυναικείο χαρακτήρα του έργου, την απαίσια και φριχτή γυναίκα που αντιμάχεται τις Μεσολογγίτισσες και τον εθνικό αγώνα. ΄Ηταν αλληγορία ή σάτιρα; Αναφερόταν σε πραγματικό πρόσωπο και ποιο θα μπορούσε να ήταν αυτό; Γίνεται ωστόσο σαφής από την πρώτη στιγμή η σχέση του πεζού αυτού κειμένου με το πρώτο Σχεδίασμα των «Ελεύθερων πολιορκημένων», αφού το πεζό απόσπασμα 1, με τους γνωστούς στίχους στο τέλος, αποτελεί πολύ κοντινή παραλλαγή των παραγράφων 7-10 του πέμπτου κεφαλαίου της «Γυναίκας της Ζάκυθος».
Η ανάγνωση του έργου δείχνει πως πρόκειται για μια φαινομενική σάτιρα που μπορεί να συμβολίζει έννοιες καθολικότερες. Οι ιταλικές σημειώσεις του έργου στην τρίτη του γραφή φανερώνουν πως ο Διάβολος , επρόκειτο να παίξει σημαντικότερο ρόλο στην σχεδιαζόμενη τελική γραφή του έργου.[9] Αντιπρόσωπός του γίνεται η συγκεκριμένη γυναίκα, έκφραση και όργανο του Κακού, μορφή του δαιμονιακού υψίστου[10] που ντύνεται ένδυμα αντεθνικό.

Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη « μπορεί η σάτιρα να ξεκινά εδώ από ένα πρόσωπο, προεκτείνεται όμως κι ακτινοβολεί πολύ πιο μακριά, κι ακόμα υψώνεται σε μια σφαίρα καθολικότερη και υπερφυσικότερη, έτσι που σύνδεση με το πραγματικό πρόσωπο να είναι πια εντελώς χαλαρή, τόσο που να μην ενδιαφέρει κάν. Η σάτιρα ολόκληρη πραγματώνεται σε μια σφαίρα υπερατομική, και τούτο δικαιολογεί και τον προφητικό και αποκαλυπτικό τόνο.[…]΄Εχουμε μια δημιουργία καθαρά ποιητική κι αυτό είναι που ξεχωρίζει τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» από τις άλλες σάτιρες του Σολωμού και που της δίνει την ασύγκριτην αξία της».[11]

Στα 1960 η Μαριέττα Γιαννοπούλου σε δημοσίευμά της [12] έδειξε τη σχέση του έργου αυτού με την «Υπερκάλυψη» του Φώσκολου, που εκδόθηκε το 1816 στη Ζυρίχη, όταν ο Σολωμός βρισκόταν ακόμη στην Ιταλία. Η Μ. Γιαννοπούλου παρατηρεί ομοιότητες στην κατάταξη της ύλης, στο διαχωρισμό σε κεφάλαια από μικρές αριθμημένες παραγράφους, κάποιες φραστικές ομοιότητες και αντιστοιχίες στο περιεχόμενο και το βιβλικό και αποκαλυπτικό ύφος.[13]

Κοινά στοιχεία ανάμεσα στη μορφή της «Γυναίκας της Ζάκυθος» του Σολωμού και σε μια αντίστοιχη γυναικεία μορφή στο κείμενο του «Ανώνυμου του 1789», παρατήρησε πρώτος ο καθηγητής Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος μάλιστα παραθέτει παράλληλα και ένα αντίστοιχο απόσπασμα από την «Υπερκάλυψη» του Φώσκολου.[14]

Ο Γ. Π. Σαββίδης δε σχολιάζει καθόλου στο άρθρο του τη σχέση ανάμεσα στα τρία κείμενα, αφήνοντας τη ομοιότητα μεταξύ τους να μιλήσει…

Η αναφορά του αφορά κύρια τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Δ. Σολωμού, κάνοντας μια αποτίμηση της σημασίας του έργου, καθώς και των μελετών που αποτελούν συμβολή στην προσέγγιση του έργου αυτού.

Το σχόλιό του στον «Ανώνυμο του 1789», πως, δηλαδή, πρόκειται για κείμενο που μάλλον δε γνώριζε ο Σολωμός, παρά την ομοιότητα που βρίσκει να υπάρχει ανάμεσα στην περιγραφή της γυναίκας που παρουσιάζεται εκεί και τη «Γυναίκα της Ζάκυθος», αποτέλεσε τον πυρήνα του προβληματισμού μου σχετικά με τη σχέση των δύο έργων.

Αν πραγματικά ο Σολωμός δε γνώριζε το κείμενο αυτό, το οποίο προηγείται χρονικά των δύο άλλων, τότε δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια σύμπτωση αλλά σε έναν κοινό τόπο της εποχής του Διαφωτισμού με προεκτάσεις τουλάχιστον ως την εποχή του 1830, κοινό τόπο ο οποίος συνδυάζεται με τη σάτιρα, και οι αρχές του οφείλουν να τύχουν διερεύνησης.

Στη μελέτη μας θα προσπαθήσουμε να δούμε τη σχέση ανάμεσα στον «Ανώνυμο του 1789» και τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Δ. Σολωμού, με επίκεντρο τη μορφή της γυναίκας που παρουσιάζεται και στα δύο κείμενα ως προσωποποίηση της ασχήμιας.
Παραθέτουμε τα αντίστοιχα αποσπάσματα:

Α. « Η Γυναίκα της Ζάκυθος»:

« 1. Το λοιπόν, το κορμί της γυναικός, ήτανε μικρό και παρμένο.
2. Και το στήθος σκεδόν πάντα σημαδεμένο από τες αβδέλες που έβανε για να ρουφήξουν το τηχτικό, και από κάτου εκρεμόντανε δυο βυζιά ωσάν καπνοσακούλες.
3. Και αυτό το μικρό κορμί επερπατούσε γοργότατα, και οι αρμοί της εφαινόντανε ξεκλείδωτοι.
4. Είχε το μούτρο της τη μορφή του καλαποδιού, και έβλεπες ένα μεγάλο μάκρο, αν εκοίταζες από την άκρη του πηγουνιού ως την άκρη του κεφαλιού,
5. εις την οποία ήτανε μία πλεξίδα στρογγυλοδεμένη, και αποπάνου ένα χτένι θεόρατο.
6. Και όποιος ήθελε σιμώσει την πιθαμή για να μετρήσει τη γυναίκα, ήθελ’ έβρει το τέταρτο του κορμιού στο κεφάλι.
7. Και το μάγουλό της εξερνούσε πάντα σάγριο, πότε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο.
8. Και άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν’ αναγελάσει τους άλλους, και έδειχνε τα κάτου δόντια τα μπροστινά μικρά και σάπια που εσμίγανε με τα απάνου που ’τανε λευκότατα και μακρία.
9. Και μ’ όλον που ’τανε νια, οι μηλίγγοι και το μέτωπο, και τα φρύδια, και η κατεβασία της μύτης γεροντίστικα.
10. Πάντα γεροντίστικα, όμως ξεχωριστά όταν ακουμπούσε το κεφάλι της εις το γρόθο το δεξί μελετώντας την πονηριά.
11. Και αυτή η θωριά η γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δυο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο.
12. Και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν.
13. Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σε έκανε να στοχαστείς, ότι η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την τρικυμίσει.
14. Και τούτη ήταν η κατοικιά της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής.»

Πριν προχωρήσουμε σε άλλες παρατηρήσεις για την σύμπτωση ομοιοτήτων ανάμεσα στα δυο έργα, ας παραθέσουμε ένα απόσπασμα από το κείμενο του

« Ανώνυμου του 1789» , όπου παρουσιάζεται, επίσης, μια πολύ άσχημη γυναίκα:

«…και παραχρήμα εκεί ευρέθημεν, μα ω άδη τι φάντασμα, τι τεράστιον υπέπεσε εις τας αισθήσεις μας! ΄Ενα είδος γυναικός, το οποίον αν ποτέ η πανούκλα ήθελε φανεί εις τους ανθρώπους, βεβαίως ήθελε εκλέξει διά να δώσει μία ιδέα του εαυτού της.
- Θέλω δοκιμάσει αν είναι δυνατόν να βοηθήσω την φαντασίαν των αναγνώστων μου δια να λάβουν μίαν ιδέαν.

Περιγραφή

΄Ητον μία ήμισυ πήχη αψηλή, το πλάτος το ίδιον μέτρος, εις όλα της τα μέλη μία εξαίσιος αναλογία, τόσον συμμέτρως κατασκευασμένη οπού το κεφάλι της περίπου το τρίτον μέρος ήτον του σώματός της· λαιμός στήθος, και το επίλοιπον του σώματός της τόσον επιτηδείως κολλημένα το ένα με το άλλο, οπού δεν εδύνατο τινάς να ιδεί πού το ένα αρχίζει, και το άλλο τελειώνει· το πιγούνι της υπερμέτρως μακρύ, και μολοντούτο το πρόσωπόν της επαράσταινε ένα σύμμετρον τετράγωνον, με το να ήτον τόσον χαμηλόν το μέτωπόν της, όσον το πιγούνι της μακρύ· τα μάτια της ήτον τόσον στ(ρ;)όγγυλα και έξω απετασμένα, οπού εδύνατο τινάς να την δώσει το όνομα βιώπις οπού ο παπαλίκης ΄Ομηρος άλλοτε εμεταχειρίσθη· το στόμα της ήτον τόσον μεγάλο, όπου ένα μίλο δομνέστε να χώσει τινάς μέσα, τρόπος ήτον χωρίς κίνδυνον να πειραχθεί από τα εξαίσια της οδόντια· και αν ποτέ τις των ποιητών ήθελε κάμει τα χείλη της καθέδρα, και κατοικετήριον των Χαρίτων, ομολογώ ότι δυνατόν ήτον εις χρείαν χορού, αυταί αι θεαί με μερικούς ΄Ερωτας να χωρέσουν εκεί με κάθε κομοδιτά.[…]».

Σύγκριση των δύο κειμένων:

Μορφολογικά κοινά στοιχεία :

Και στις δύο περιπτώσεις η ροή των γεγονότων διακόπτεται για χάρη της περιγραφής της ασχήμιας της γυναίκας. Στον «Ανώνυμο» η διακοπή αυτή και ο τίτλος «περιγραφή» ,αποτελεί μια μοναδική παρέκβαση στο σύνολο του κειμένου , το οποίο παραδίδεται σε συνεχή αφηγηματική μορφή. Η μορφή του συνεχούς κειμένου δε διακόπτεται ούτε για χάρη της αλλαγής του σκηνικού των διάφορων χώρων/τόπων που ο αφηγητής (υποτίθεται πως) επισκέπτεται, ούτε για χάρη των διαφορετικών προσώπων που συναντά, και που, όπως παρατηρεί και ο Δημαράς, είναι πρόσωπα υπαρκτά [ τόποι: Ιάσιο, Μολδαβία, Τριέστι, Αθωνιάδα Σχολή / πρόσωπα: Δημήτριος Βενιέρης (Ποστελνικοβενιεροδημητράκης), Θωμάς Κάρας , ο νομικός της Μολδαβίας, ο ιατρός Φώτης από το Ιάσιο (ο τζαρλατάνος Φωτάκης), ο Δανιήλ Φιλιππίδης ( Δανιηλιερομοναχοθαυμαστάνθρωπος)].

Δεν υπάρχει, δηλαδή, χωροχρονική διάταξη κεφαλαίων στον «Ανώνυμο του 1789».

Με τον τρόπο αυτό η ενδιάμεση παρέκβαση με τίτλο περιγραφή, τονίζει ιδιαίτερα μέσα στο γενικό κείμενο την απαίσια εικόνα της γυναίκας που εμφανίζεται ως το άκρον άωτον της ασχημίας και της δυσπλασίας

Στο κείμενο του Σολωμού υπάρχουν τα επιμέρους κεφάλαια, αλλά ένα απ’ αυτά αφιερώνεται ολόκληρο στην περιγραφή της γυναίκας που εμφανίζεται, επίσης, ως το άκρον άωτον της ασχημίας και της δυσπλασίας.

Επί μέρους κοινά στοιχεία της περιγραφής (1-Ανώνυμος, 2-Σολωμός):

Α) ΄Υψος –διάπλαση του σώματος:

  1. «Ήτον μία ήμισυ πήχη αψηλή»
  2. « Το λοιπόν το κορμί της γυναικός ήτανε μικρό και παρμένο»

Και στις δύο περιπτώσεις το σώμα της γυναίκας είναι πολύ μικρό. Στον Ανώνυμο το ύψος είναι τόσο μικρό που γίνεται αντιρεαλιστικό. Στο Σολωμό η γυναίκα είναι μικρόσωμη σε ρεαλιστικά μέτρα, αλλά ο Σολωμός προσθέτει τη λέξη παρμένο γιανα καταδείξει τα ακραία όρια της ασχημίας σε μια ρεαλιστική διάπλαση σώματος.

Β) Συμμετρία των μελών του σώματος:
1) «το κεφάλι της περίπου το τρίτο μέρος ήτον του σώματός της»
2)» και όποιος ήθελε σιμώσει την πιθαμή για να μετρήσει τη γυναίκα
ήθελ’ εύρει το τέταρτο του κορμού στο κεφάλι.»

Γ) Πηγούνι

  1. «το πιγούνι της υπερμέτρως μακρύ»
  2. «είχε το μούτρο της τη μορφή του καλαποδιού, και έβλεπες ένα μεγάλο μάκρο αν εκοίταζες από την άκρη του πιγουνιού ως την άκρη του κεφαλιού».


Δ) Μάτια

  1. «τα μάτια της ήτον τόσο στρόγγυλα και έξω απετασμένα όπου εδύνατο τινάς να την δώσει το όνομα βιώπις όπου ο παπαλίκης Όμηρος άλλοτε εμεταχειρίσθη»
  2. « και αυτή η θωριά η γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δύο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο»


Ε) Στόμα

  1. «το στόμα της ήταν τόσο μεγάλο, όπου ένα μίλο δομνέστε να χώσει τινάς μέσα […]με κάθε κομοδιτά»
  2. « κι άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν’ αναγελάσει τους άλλους, με τα απάνου πούτανε λευκότατα και μακρία».

Από τη σύγκριση φαίνεται πως οι δύο περιγραφές έχουν αρκετά κοινά στοιχεία.

Πιο σημαντική, όμως, από την απαρίθμηση των συγκεκριμένων στοιχείων είναι η γενική σύλληψη και η αντίληψη πως το πρόσωπο αυτό και στις δύο περιπτώσεις είναι σύμβολο του κακού.

Ας προσέξουμε όμως λίγο περισσότερο το αφηγηματικό πλαίσιο του κειμένου :

Στον «Ανώνυμο του 1789» είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η πόλη στην οποία βρισκόταν αυτό το τέρας ασκήμιας ανέδιδε μια αφόρητη μυρωδιά: " βρώμα μεγάλη έβγαινε από την πόλιν, ερώτησα το αίτιον, ο κύρ Εωσφόρος me είπεν πως είναι η ευωδία της ΑΔΙΚΙΑΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΚΑΙ βαρβαρότητος, αίτιναι εύρον εύλογον να εκλέξουν αυτήν την πόλιν διά να κατοικήσουν… »

Στο κείμενο του Διονυσίου Σολωμού η Γυναίκα της Ζάκυθος περιβάλλεται επίσηςαπό βρωμιά. Σε διάφορα σημεία του κειμένου περιγράφονται, εσκεμμένα, όπως φαίνεται κι από τις σημειώσεις του συγγραφέα, στοιχεία που παραπέμπουν σε βρωμιά. Στο κεφάλαιο VI το κρεβάτι όπου κείτεται η Γυναίκα είναι καλυμμένο από πολλή μύγα κουλουμωτή(εν.13), ενώ τα σεντόνια είναι λερωμένα, ξεντερολοϊσμένα και αιματωμένα (εν.17).

Στο κεφάλαιο VII αναφέρεται πως εξεσκεπάστηκε σκεδόν όλη από το λερωμένο σεντόνι και εφάνηκε ένα ψοφογάτσουλο που ήταν σκεπασμένο από την κοπριά και έρχεται ένας ανεμοστρούφουλας και το ξεσκεπάζει (εν.11).

Στο κεφάλαιο ΙΧ σε ένα δραματικό μονόλογο της Γυναίκας, όταν βλέποντας στον καθρέφτη τον εαυτό της, δεν τον αναγνωρίζει( νομίζει πως βλέπει την αδελφή της που μισούσε), εκστομίζει βρισιές που υποτίθεται πως στρέφονται ενάντια στην αδελφή της. Στην πραγματικότητα, όμως, βρίζει το είδωλο του εαυτού της με βρώμικα λόγια, που υπογραμμίζουν την ανήθικη φύση της. : ΄Αα! Είσ’ εσύ, μπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα του σπιταλιού, τσίμπλα της γουρούνας, γαϊδούρα, κοπρολόγα, σκατή!(εν.11).

Και στα δυο κείμενα η ασχήμια συνοδεύεται από βρωμιά. Στον Ανώνυμο η βρωμιά συνδέεται άμεσα με την «αδικία, τυραννία και βαρβαρότητα». Στη Γυναίκα της Ζάκυθος η βρωμιά συνδέεται αμεσότερα με την ηθική κατάπτωση της Γυναίκας . Την κατάπτωση έχει κάνει όμως φανερή η αντεθνική στάση της Γυναίκας που αποκαλείταιαπό το πρώτο κεφάλαιο έχθρισσα θανάσιμη του γένους.

Εξαιρετικής σημασίας, νομίζω πως, είναι και η αναφορά των δύο κειμένων στην αδικία.

Για τον Ανώνυμο, φαίνεται πως η παράθεση των λέξεων δεν λέξεων δεν είναι κενή νοήματος, αλλά έχουν αλυσιδωτή σχέση αιτίου/ αποτελέσματος. Η επιθυμία να αδικήσει κανείς τους άλλους ανθρώπους έχει ως αποτέλεσμα την τυραννία· κι εκείνη με τη σειρά της οδηγεί στην εκβαρβάρωση σε όλες της τις εκφάνσεις: πολιτική, ηθική και πνευματική ζωή υποτάσσονται σ’ αυτό τον αέναο κύκλο που γεννιέται από την αδικία και αναπαράγεται από τα τυραννικά καθεστώτα μέσα στη βαρβαρότητα.

Μέσα στο ίδιο κλίμα κινείται και το σολωμικό κείμενο: Η όλη έναρξη της πλοκής, στο κεφάλαιο Ι, ξεκινά όταν ο Ιερομόναχος Διονύσιος με τα δάχτυλα στο φιλιατρό ξεκινά να μετρήσει τους δίκαιους και τους άδικους. Η υπεροχή των άδικων σε σχέση με τους δίκαιους είναι τόσο συντριπτική, ώστε ο Ιερομόναχος ομολογεί: Και ο νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό.

Εξάλλου, η θετική γυναικεία θεότητα που εμφανίζεται στο κεφ. V της Γυναίκας της Ζάκυθος και αντιπαρατίθεται στο Κακό ,κρατάει τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο…

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι οι ιδεολογικές συσχετίσεις ανάμεσα στα δυο κείμενα είναι πολύ βαθύτερες από την επιφανειακή περιγραφή των δύο γυναικών, τεράτων της ασχήμιας.[15]

Και στις δύο περιπτώσεις συσχετίζεται το θέμα της ασχήμιας με την αδικία, την τυραννία, την κοινωνική και ηθική βαρβαρότητα.
Επομένως, αν η δαιμονική μορφή της γυναίκας και στα δύο έργα συνδέεται με την τυραννία, και η τυραννία συνδέεται - με βάση τη δυαδική αντίθεση- με την ελευθερία.

Ο Σολωμός έχει ήδη δημιουργήσει μια μορφή της ελευθερίας στον «΄Υμνο », όπου η μορφή της θεότητας Ελλάδας/ Ελευθερίας παρουσιάζεται να βγαίνει μέσα από τα κόκαλα των παιδιών της, που πέθαιναν αγωνιζόμενα για τη λευτεριά της πατρίδας τους.
Όταν κάποιος παρουσιάζει ένα τέρας ασχήμιας, το οποίο ταυτίζεται με την τυραννία και αμέσως μετά παρουσιάζει ένα πλάσμα υπέροχης ομορφιάς, είναι φυσικό και επόμενο η δομή της ανθρώπινης σκέψης να ταυτίσει το πρόσωπο αυτό με το αντίθετο του συμβόλου της τυρανίας/ ασχημίας, δηλαδή με την ελευθερία/ομορφιά.

Αυτό κάνει και ο Ανώνυμος του 1789.

Την περιγραφή του τέρατος άμεσα ακολουθεί η περιγραφή μιας ουράνιας γυναικείας ομορφιάς: « ακολουθώντες το δρόμον μας απεράσαμεν από τον κοπόν, μα ω ουρανέ τι επαραστήθη έμπροσθεν εις τα ομμάτια μας, ένα κάλλος του οποίου το περιπάτημα είχε τι θείον, του οποίου το ανάστημα μας έκανε να αμφιβάλλωμεν αν μία των θνητών ήτον, ο Diable boiteux όμως, μας εβεβαίωσεν πως ναι θνητή ήτον και η πατρίς της η Κωνσταντινούπολις, το δε όνομά της ωραία Ρωξάνδρα, να περιγράψω τας χάριτάςτης και κάλλη της, γνωρίζω καλώτατα, ότι την εικώνα οπού θέλω παραστήσει, θέλει είναι πολλά κατώτερη από το προτώτυπον, όθεν ευχαριστούμαι να ειδοποιήσω όποιον, θέλει να να λάβη μίαν ιδέαν ταύτης, να φανταστή όλας τας χάριτας ενομένας εις ένα πρόσωπον χωρίς κουσούρι, και πάλιν ας αμφιβάλλη ανέφθασε να ιδεασθή εκείνο το πλάσμα, ή καλλίτερα να ειπώ ας φαντασθή μία τεττάρτην χάριν ήτις στολισμένη με όλα τα δώρα των άλλων τριών έχει τι περισσότερον οπού εκείναι υστερούνται·[...]».

Παρατηρούμε ότι ο ανώνυμος συγγραφέας, δεν περιγράφει το πρόσωπο αυτό καθαυτό, όσο την εντύπωση της ωραιότητος που του προκάλεσε, όπως κάνει και ο ΄Ομηρος, τον οποίο είχε επικαλεστεί στην προηγούμενη ενότητα, ο οποίος δεν περιγράφει την ωραία Ελένη άμεσα, αλλά την εντύπωση που προκαλεί στους γέροντες Τρώες.

Ο Ανώνυμος προκαλεί τον αναγνώστη του να ιδεαστεί εκείνο το πλάσμα, το οποίο συμπυκνώνει στον ανώτατο βαθμό την ομορφιά και τη χάρη, ώστε να αποτελεί μια νέα θεότητα. Πρόκειται για μια θεότητα την οποία μόνο να ιδεασθεί θα μπορούσε κανείς.

Η λέξη που χρησιμοποιεί ο ανώνυμος συγγραφέας λέει πολύ περισσότερα από όλα τα σχόλια που θα μπορούσαμε να παραθέσουμε, σχετικά με τη θεϊκή φύση της γυναίκας αυτής .Η θεότητα παρουσιάζεται να έχει τόπο κατοικίας την Κωνσταντινούπολη.

Ο Σολωμός, αντίστοιχα, δημιουργεί, επίσης, μια νέα θεότητα, για να την αντιπαραθέσει στην αρνητική μορφή της Γυναίκας της Ζάκυθος.
Πρόκειται για τη γυναικεία μορφή που παρουσιάζεται στο Κεφάλαιον 5 , με υπότιτλο: « Προφητεία απάνου στο πέσιμο του Μισολογγιού».

Η θεική αυτή μορφή παρουσιάζεται να βρίσκεται στο Μεσολόγγι:

«-7. Κι εγώ άκουσα μέσα μου μεγάλη ταραχή και με συνεπήρε το πνεύμα στο Μισολόγγι[…]
-8. Και ύψωσα τα μάτια και τα χέρια κατά τον ουρανό για να κάμω δέηση με όλη τη θερμότητα της ψυχής, και είδα μες τον καπνόν φωτισμένη από μιαν ακατάπαυστη σπιθοβολή μια γυναίκα με μια λύρα στο χέρι που εσταμάτησε ανάερα μες την καπνούρα.
-9. Και μόλις έλαβα καιρό να θαμάξω για το φόρεμά της που ήτανε μαύρο σαν του λαγού το αίμα, για τα μάτια της κτλ., εσταμάτησε η γυναίκα… ». ( σελ. 42-43 ).

Το πνεύμα του Μεσολογγίου προσωποποιείται αντίστοιχα σε μια γυναικεία μορφή που προκαλεί το θαυμασμό και συνδέει τον αγώνα των Ελλήνων με την ελευθερία.

Κοινό στοιχείο του Σολωμού με τον Ανώνυμο του 1789 , είναι εδώ η σύμπτωση(;) της απουσίας συγκεκριμένων περιγραφικών στοιχείων της ωραίας γυναίκας-θεάς.

Ο Ανώνυμος δε δίνει στοιχεία της περιγραφής με τη δικαιολογία ότι κάθε περιγραφή θα ήταν κατώτερη της πραγματικότητας.
Ο Σολωμός δίνει μερικά γενικά στοιχεία της μορφής, αλλά μόλις αναφέρεται σε κάτι συγκεκριμένο (" για τα μάτια της » ) αντιπαρέρχεται την περιγραφή (με το «κτλ.»). Πρόκειται για παρόμοια συγγραφική συμπεριφορά, γιατί η περιγραφή υπήρξε πολύ συγκεκριμένη και λεπτομερής στο αρνητικό της αντίστοιχο, τόσο στη Γυναίκα της Ζάκυθος, όπως και στον Ανώνυμο.

Ο Ανώνυμος του 1789 βεβαιώνει πως πρόκειται για θνητή, παρά τα καθαρά θεϊκά στοιχεία της αναφοράς του.

Ίσως, όμως, αν η μορφή προτείνεται να είναι η Ελευθερία, να θέλει έμμεσα να βεβαιώσει πως το καθεστώς της ελευθερίας δεν είναι ένα άπιαστο ιδανικό αλλά έχει την ύπαρξή του στον κόσμο των θνητών, όταν επικρατεί ελευθερία και ισοπολιτεία (Ελληνική Νομαρχία).
Αν η Ελευθερία στη μια περίπτωση έχει κατοικία της την Κωνσταντινούπολη και στην άλλη περίπτωση το Μεσολόγγι, αυτό μπορεί να οφείλεται στις διαφορετικές εποχές όπου γράφηκαν τα δυο έργα. Ίσως, ο Ανώνυμος να ήθελε να υπενθυμίσει ( την εποχή που γράφει ο αγώνας για την ανεξαρτησία δεν έχει ακόμη ξεκινήσει ) πως η Κωνσταντινούπολη , πριν από την κατάληψή της από τους Τούρκους που σήμανε και την επικράτησή τους, ήταν το κέντρο του Ελληνισμού.

Επομένως, η απελευθέρωση των Ελλήνων από τους Τούρκους θα αποκαθιστούσε την Ελευθερία στην πρότερή της θέση, με εθνικό κέντρο του ελευθερωμένου κράτους τη μεγαλύτερη πόλη του Ελληνισμού, την παλιά Βασιλεύουσα, την Κωνσταντινούπολη.

Την εποχή που γράφει ο Σολωμός, ο αγώνας έχει πάρει πια συγκεκριμένη μορφή και το κέντρο του αγώνα είναι το Μεσολόγγι.
Πάντως , και στις δύο περιπτώσεις η μορφή της ωραίας γυναίκας - θεότητας έχει τον ίδιο αντίχτυπο και στους δυο δημιουργούς· σε ορισμένα σημεία μάλιστα συμπίπτει και η έκφραση. Ο " Ανώνυμος του 1789 » γράφει : « την επλησίασα, μα τι μεταβολή παρευθύς εις την καρδίαν μου, τι μεταμόρφωσις εις τας αισθήσεις μου, μία σύγχυσις, ένας ενθουσιασμός την ψυχήν μου εκυρίευσε, το νου μου κατετρόπωσε, και εξ ολοκλήρου με κατεξουσίασε · όλαι αι πρωτιτητεριναί μου ιδέαι εξαλείφθησαν, νέαι αισθήσεις εφαίνοντο να εγεννήθησαν εις τα εντόσθια μου, διά να αισθανθώσιν με περισσοτέραν ισχύν τα φαρμακερά βέλη των θελγητρών της· οπού σχεδόν από εκείνην την στιγμήν,
ο νους μου κατεσάστησε, και η καρδιά σκλαβώθη,
μέλος μου δε δεν έμεινε οπού να μην πληγώθη·»

Οι αντιδράσεις αυτές φαίνεται να έχουν στοιχεία ενός ερωτικού πάθους, αλλά είναι πολύ πιθανόν, να σχετίζονται με τον έρωτα προς τη θεότητα, που είναι η Ελευθερία.

Μοιάζουν με τα αισθήματα πάθους από τα οποία διακατέχεται ένας άνθρωπος που αναλαμβάνει αγώνα για ένα υψηλό σκοπό που προσωποποιείται σε μια γυναίκα θεόμορφη: την Ελευθερία.

Από την κατάσταση του δούλου όπου βρίσκεται ο ίδιος και η πατρίδα του (κατάσταση στέρησης),οραματίζεται την ελευθέρωσή του (κατάσταση πλήρωσης) και αισθάνεται τόσο ενθουσιασμό για τον αγώνα αυτό, ώστε τα αισθήματα αυτά να επικρατούν πάνω στις προηγούμενες ιδέες και αντιλήψεις του, όπως συμβαίνει και στο ερωτικό πάθος. Ο εαυτός του " σκλαβώνεται " στον αγώνα αυτόν που προκαλεί ταραχή εις τα " εντόσθιά του ".

Και στο Σολωμό, αντίστοιχα, ο Ιερομόναχος Διονύσιος " άκουσε μέσα του μεγάλη ταραχή " βλέποντας τη θεά στο Μεσολόγγι να αναδύεται μέσα από τους καπνούς της μάχης, και αναφέρει τα αισθήματά του :" και τα σωθικά μου πάλι φοβερά εταραχτήκανε, και μου φάνηκε πως εκουφάθηκα και εστραβώθηκα ".

Αξίζει να επισημάνουμε τη συνάφεια των αισθημάτων ταραχής που προκαλεί στους δημιουργούς, -στα εντόσθια στη μια περίπτωση, στα σωθικά στην άλλη περίπτωση-, η θέα της εξαιρετικής μορφής της γυναίκας και στα δύο κείμενα.
Υπάρχει μάλιστα άλλη μια σύμπτωση που φέρνει κοντά τις δύο μορφές: Είναι σε αυτό το σημείο όπου η παρουσία της ωραίας γυναίκας προκαλεί λυρική έξαρση και στους δύο δημιουργούς. Είναι εδώ, όπου παρεμβάλλεται στο κείμενο ένα σύντομο στιχούργημα, το μοναδικό σε όλη την έκταση της αφήγησης και στα δύο έργα.

Στον " Ανώνυμο " το στιχούργημα το λέει ο ίδιος ο ήρωας-αφηγητής, ενώ στο Σολωμό είναι το τραγούδι που ψάλλει η θεά κρούοντας τη λύρα που κρατάει:

Το χάραμα επήρα
Του ήλιου το δρόμο
Κρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ώμο,
Κι απ’ όπου χαράζει
Κι ώς όπου βυθά κ.τ.λ.[17]

Πρόκειται για τον πρώτο πυρήνα της ποιητικής μορφής των Ελεύθερων Πολιορκισμένων, που διατηρείται σχεδόν αυτούσιος και στο Α΄ Σχεδίασμα του έργου που έμελλε να απασχολήσει το Σολωμό σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ζωής του.

Τα δύο κείμενα διαφέρουν στα επιμέρους στοιχεία της εξέλιξης της αφήγησης· στον «Ανώνυμο» οι μορφές των δύο γυναικών βρίσκονται στο τέλος του αφηγήματος· πρώτα υπάρχει η περιγραφή της άσχημης και κατόπιν της ωραίας γυναίκας. Το έργο τελειώνει με την περιγραφή της μορφής της ωραίας γυναίκας και την ταραχή που προκαλεί στα σωθικά του αφηγητή. [18]

Στο Σολωμό η περιγραφή της άσχημης γυναίκας βρίσκεται στην αρχή του έργου (δεύτερο κεφάλαιο ) και συνδυάζει τα εξωτερικά περιγραφικά στοιχεία της ασχήμιας με τα ηθικά στοιχεία της γυναίκας, με τρόπο αναλυτικό. Στη συνέχεια, το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται ξεχωριστά στις Μεσολογγίτισσες , το τέταρτο αναφέρεται στη συνάντηση της «Γυναίκας της Ζάκυθος» με τις γυναίκες του Μεσολογγιού, που την επισκέπτονται στο σπίτι της για να διακονέψουν ο,τιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει τον αγώνα τους. Εκείνη τις αποπέμπει με τρόπο τέτοιο, ώστε να φανούν στην πράξη τα αντεθνικά της αισθήματα .

Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η θεότητα στο Μεσολόγγι και η ταραχή που προκαλεί η θέασή της στον αφηγητή του σολωμικού κειμένου.

Παρατηρούμε πως η δομή των δύο κειμένων είναι πανομοιότυπη ως προς το συγκεκριμένο θέμα, άσχετα από τη συνολική τους έκταση.
Το κείμενο του Σολωμού, έχει σχεδόν μοναδικό κέντρο αναφοράς τη Γυναίκα της Ζάκυθος, και είναι φυσικό να είναι περισσότερο εκτεταμένο. Είναι φανερός, όμως, μέσα στη διαδοχή του κειμένου, ο σκοπός του συγγραφέα να αντιπαραθέσει τη Γυναίκα με τις Μεσολογγίτισσες για να αποκαλυφθεί το μέγεθος της ηθικής (και αντεθνικής) της ασχήμιας.

Ουσιαστικά, με την αντιπαράθεση της Γυναίκας της Ζάκυθος με τις Μεσολογγίτισσες, προσχεδιάζεται και η εμφάνιση της γυναικείας θεότητας, για να ολοκληρωθεί η αντιθετική αντιπαράθεση της Γυναίκας με την Ελευθερία, στις πραγματικές εθνικές, ηθικές και πνευματικές της διαστάσεις.

΄Όπως επισημαίνει ο Κώστας Στεργιόπουλος, αν ο Σολωμός στις σημειώσεις των Ελεύθερων Πολιορκημένωνγυρεύει «να μελετηθεί καλά η φύση της Ιδέας, και το υπερφυσικό και γεννητικό βάθος της να πετάξει έξω το φυσικό μέρος, και τούτο να τεθεί αβίαστα εις όργανα εθνικά»,[19] στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε να έχει σημειώσει το αντίστροφο: ότι δηλαδή το κακό πρέπει να συμβολιστεί με πρόσωπο, που σκέπτεται και φέρεται αντιπατριωτικά».[20]

Και ο Λίνος Πολίτης υποστηρίζει πως «Η γυναίκα της Ζάκυθος αποτελεί το αρνητικό αντισήκωμα απέναντι στο θετικό αντίκρυσμα της πράξης του Μεσολογγίτη αγωνιστή που αντιπροσωπεύουν οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».[21]

Ο αντιπατριωτισμός και ο φιλοτουρκισμός της Γυναίκας σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή για τον αγώνα και την εξέλιξή του, είναι ολοφάνερος. Η γυναίκα αυτή είναι Ελληνίδα αρχοντικής γενιάς,[22] που κατοικεί όμως σε μια περιοχή της Ελλάδας που υπάγεται στην κηδεμονία ξένων δυτικών χωρών, οι οποίες αρνούνται το δικαίωμα της ανεξαρτησίας στη χώρα της και στηρίζουν με τον τρόπο τους τη διαιώνιση της τουρκικής κυριαρχίας στην πατρίδα της.

Πρόκειται, επομένως, για πρόσωπο που έχει χάσει την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα.

Στον Ανώνυμο του 1789, ο αφηγητής παρουσιάζεται φίλος και γραμματέας του κεντρικού προσώπου που ονομάζεται Μουσταφά αγάς, υιός του Δούκα χαχάμπαση του Ιερομονάχου, του οποίου πατρίς εστί η Μέκα καθέδρα της Αγγλιτέρας, και κατοικεί εις την επαρχίαν της ανυπάρκτου, εις την πόλιν ονομαζομένην νούλλαν. Όπως ο ίδιος ο Μουσταφά αγάς ομολογεί στην τελευταία του εξομολόγηση: « Εγεννήθην εις Μέκαν καθέδραν της Αγγλιτέρας, ο πατήρμου κατάγεται από το γέννος του Κατακουζινού α Μουράτ αλή πατησσά της Ολλάνδας […]». [23]

Τα στοιχεία του ονόματος και της καταγωγής του κεντρικού προσώπου δίνουν ένα συνονθύλευμα εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό: το όνομα είναι τούρκικο, όμως είναι γιος Ιερομόναχου(!),και μάλιστα έχει το δυτικό αξίωμα ευγενείας του Δούκα (!)με ευγενική Βυζαντινή καταγωγή από το γένος των Καντακουζηνών!

Επομένως, και το κεντρικό πρόσωπο του Ανώνυμου παρουσιάζεται σκόπιμα να ανήκει σε αρχοντική γενιά αλλά χωρίς συγκεκριμένη εθνική, θρησκευτική και πολιτισμική ταυτότητα, όπως και η Γυναίκα της Ζάκυθος.

Στην περίπτωση του Ανώνυμου το στοιχείο της -μη- ταυτότητας αναφέρεται άμεσα, στην αρχή του αφηγήματος, και έτσι διευκρινίζεται καλύτερα το προφίλ του προσώπου και εξηγείται η ανήθικη διαγωγή του, ενώ στη Γυναίκα της Ζάκυθος υποβάλλεται στην προϊούσα εξέλιξη του έργου και αποτελεί τελικά ένα κλειδί για την αποκωδικοποίηση της αρρωστημένης προσωπικότητας της Γυναίκας.

Τα στοιχεία που συνδέουν τα δύο έργα και ιδιαίτερα η περιγραφή της ενσάρκωσης του Κακού, δεν μπορούν κατά τη γνώμη μας να θεωρηθούν τυχαία σύμπτωση.

Και τα δύο κείμενα ανήκουν στη σάτιρα με στοιχεία μυθοποιημένου λίβελλου. Και στα δύο κείμενα παρουσιάζεται ο διάβολος στο κρεβάτι του θανάτου να διεκδικεί τα κεντρικά πρόσωπα. Η ψυχή τους του ανήκει πριν το θάνατό τους.

Ο αρνητικός ήρωας του «Ανώνυμου», ο Μουσταφά αγάς, επιλέγει το διάβολο τη στιγμή του θανάτου του, όταν διάβολοι και άγγελοι διεκδικούν την ψυχή του: «Κουμπάροι κυρ αγγέλοι δείξετέ μοι τους πλάταις σας, εγώ υπάγω με τους κυρ θείους μου διαβόλους».
Ο διάβολος είναι, επίσης, παρών και στο κρεβάτι του θανάτου της «Γυναίκας της Ζάκυθος. Ο αφηγητής Ιερομόναχος Διονύσιος –alter ego του Διονυσίου Σολωμού- έχει προαναγγείλει τη σχέση της γυναίκας αυτής με το διάβολο από το πρώτο κεφάλαιο όταν, με τα δάχτυλα στο φιλιατρό, μετράει τους δίκαιους και τους άδικους του κόσμου αυτού, ενώ το καταχθόνιο διαβολικό γέλιο έρχεται μέσα από το πηγάδι, απ’ όπου προβάλλουν τα κέρατα του διαβόλου και ο Ιερομόναχος σκέπτεται πρώτ’ απ’ όλους τη γυναίκα αυτή: «Και μου ήρθε στο νου μου περσότερο από όλους αυτούς η Γυναίκα της Ζάκυθος, η οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους.»

Η παρουσία του διαβόλου γίνεται φανερή στη συνέχεια (κεφ. ΙV, IX), αλλά ιδιαίτερα στην τελευταία επεξεργασία του κειμένου 1833-4, όπου ο διάβολος έχει μεγαλύτερο «σκηνικό» ρόλο και μάλιστα παίρνει διάφορες μορφές ( του φιδιού ή του νάνου), ενώ ο συγγραφέας γράφει στους Στοχασμούς του : « Και εδώ η παρουσία του Διαβόλου· την οποία πρέπει να διαφοροποιείς. Την πρώτη φορά μπορεί να είναι ένα φιδάκι που βγαίνει από το πηγάδι, έπειτα γιγαντώνεται και φανερώνεται ο Διάβολος. Στη μέση του συνθέματος Άλλο Πράμα (στοχάσου), στο τέλος ένας νάνος».Υπάρχουν αρκετοί στοχασμοί σχετικοί με την εμφάνιση του διαβόλου, που ισχυροποιούν την παρουσία του.[24]

Ο Δημαράς θεώρησε πως ο Ανώνυμος του 1789 ήταν το πρώτο δείγμα δημιουργικής πεζογραφίας των νεότερων χρόνων× το ίδιο ειπώθηκε και για τη Γυναίκα της Ζάκυθος.

Η ανηθικότητα της διαγωγής των κεντρικών προσώπων καταδεικνύει μέσα από την τολμηρή σάτιρα την ηθική υποδούλωση της ψυχής τους στο Κακό, που έχει ως συνέπεια την επιλογή της τυραννίας ή και το αντίστροφο.

Σε γενικές γραμμές, το κλίμα είναι κοινό, και στα δύο έργα και μαρτυρά κάτι περισσότερο από μια κοινή σύμπτωση στην περιγραφή δύο άσχημων γυναικών.

Αυτές είναι μερικές παρατηρήσεις που θα μπορούσαμε να κάνουμε εξετάζοντας συνολικά τη σχέση ανάμεσα στον «Ανώνυμο του 1789» και τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διον. Σολωμού.

Το θέμα μένει ανοιχτό× χρειάζεται μεγαλύτερη και συστηματικότερη διερεύνηση.

Σε άλλη περίπτωση, μη άμεσης δηλαδή σχέσης, θα μπορούσε να υπάρχει έμμεση σχέση με κείμενο που δε γνωρίζουμε κι υπήρξε «πρότυπο» και για τα δύο έργα, πέρα από τα γνωστά αρχετυπικά πρότυπα της Θείας Κωμωδίας και της Αποκάλυψης.

Οι συγκυρίες έφεραν τα δύο κείμενα στην ίδια μοίρα× να μείνουν δηλαδή άγνωστα στα γράμματά μας για πολλά χρόνια μετά τη συγγραφή τους: ο Δημαράς βρήκε το «σπάραγμα» του «Ανώνυμου» [25] στη βιβλιοθήκη του Αθανασίου Βερναρδάκη και το έδωσε στη δημοσιότητα δύο περίπου αιώνες μετά τη συγγραφή και την πρώτη του δημοσίευση. Ο Καιροφύλλας βρήκε το χειρόγραφο της «Γυναίκας της Ζάκυθος» του Σολωμού, το οποίο δημοσίευσε για πρώτη φορά το 1927, έναν αιώνα περίπου μετά την πρώτη του γραφή, ενώ πέρασαν ακόμη κάμποσα χρόνια για να έχουμε μιαν αξιόπιστη έκδοση για τους μελετητές και το κοινό (έκδοση Λίνου Πολίτη, 1944). «Αυτό το, με κάθε έννοια, πρωτοποριακό έργο της νεότερης αφηγηματικής πεζογραφίας μας, ενώ εγράφηκε πριν από ενάμισυ αιώνα και πλέον, έμεινε θεληματικά κρυμμένο επί εκατό χρόνια χάρη στη σιωπηρή συνενοχή του Πολυλά», λέει ο Γ. Σαββίδης, ο οποίος τολμά να κατατάξει τον Δ. Σολωμό στους καταραμένους ποιητές πεζογράφους της λογοτεχνίας μας (μαζί με το Βιζυηνό και τον Καρυωτάκη). Αυτούς « δεν τους εκαταράστηκε ο Θεός, αλλά η εθιμόφρονη κοινωνία τους και η συμμορφωτική ευλάβεια των συγγενών και φίλων τους.»[26] Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι συγγενείς και οι φίλοι πιθανόν να ήθελαν να τους «προφυλάξουν» από την εθιμόφρονη (επιεικώς)κοινωνία τους.

Το τολμηρό τους έργο, ιδιαίτερα το σατιρικό, δεν ήταν εύκολα αποδεκτό σε μια ελληνική κοινωνία όπου έχουν ηττηθεί οι προδευτικές της δυνάμεις. Καθώς λέει ο Δημήτρης Χατζής αναφερόμενος στο Σολωμό : «…Η Ελλάδα, που μπαίνει στον αγώνα και βγαίνει από τον αγώνα, δεν έχει πάψει να βρίσκεται στο Μεσαίωνα. Και ο Σολωμός επιχειρώντας συνειδητά να γίνει μέσα σ’ αυτήν ο δημιουργικός πρωτοπόρος μιας νεοελληνικά ευρωπαϊκής, μιας ευρωπαϊκά νεοελληνικής ποίησης, πέφτει στο κενό: πίσω από την ατομική, καλλιτεχνική τραγωδία του βρίσκεται μια εθνική, πνευματική νομοτέλεια.»[27] Ο Δ. Χατζής διαπιστώνει πως ο Σολωμός « …βρίσκεται στα 1824 στην παλιά μαχητική γραμμή του ηττημένου πια Διαφωτισμού. […] Η Ελλάδα του Μεγάλου Αγώνα και η Ελλάδα η μεταπελευθερωτική παρουσιάζει την εικόνα μιας θερισμένης άνοιξης,[…] Καμμιά πνοή ιδεολογική, καμμιά άνθιση πνευματική. Ο παγωμένος αέρας της επικράτησης των Φαναριωτών έχει νεκρώσει τα πάντα»(ό.π., σ. 45)

Είναι φανερό πως και ο Σολωμός και ο Ανώνυμος βρίσκονται στην ίδια πλευρά : τους εμπνέουν οι αρχές του Διαφωτισμού…Αντλούν και οι δυο την έμπνευσή τους από την ίδια παράδοση και τις ίδιες αξιολογικές αρχές…[28]
Θα πρέπει, ίσως, να περάσουμε από τους κοινούς τόπους ανάμεσα σε κείμενα της ίδιας περιόδου, σε θέματα διακειμενικότητας ανάμεσα στα έργα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, για να δούμε αν υπάρχουν νήματα που δεν κόπηκαν τη δεκαετία 1820-1830, και φανερώνουν τη συνέχεια, τη διατήρηση της σπίθας του πνεύματος του Διαφωτισμού.

 

 

[1] Δημαράς, Κ. Θ.,Νεοελληνικός Διαφωτισμός(Νεοελληνικά μελετήματα), «Δέκα χρόνια ελληνικής παιδείας στην ιστορική τους προοπτική (1791-1800),σελ. 245-262, (σελ.246), εκδ. Ερμής, Αθήνα 1989.

[2] Παράδειγμα, η καταδίωξη με όλα τα μέσα του Χριστόδουλου Παμπλέκη. Βλ. Γερ. Ηρ. Παπατρέχα, Χριστόδουλος Παμπλέκης Ακαρνάν, ο από Μπαμπίνης Ξηρομέρου, 1733-1793. ΄Εκδ. κοινότητας Μπαμπίνης Αιτωλοακαρνανίας, 1997.

[3] Η χρονολόγηση έγινε από τον Κ.Θ. Δημαρά μέσα από μια σειρά συλλογισμών που περιορίζει την έκδοση σε ένα ή δύο χρόνια (πιθανώς του 1790). Η έκθεση των συλλογισμών βρίσκεται στον ίδιο τόμο, όπως παραπάνω, στις σελίδες 413-460, που αφιερώνονται στην εισαγωγή του συγγραφέα και την παράθεση του ίδιου του κειμένου (και σε φωτομηχανική επανέκδοση).)

[4] Κ.Θ.Δημαράς, ό. π., σελ. 250.

[5] Κ.Θ. Δημαράς, ό. π. σελ. 250.

[6] Κώστα Στεργιόπουλου,Περιδιαβάζοντας, τόμος Β΄,Ηγυναίκα της Ζάκυθος, εκδ. Κέδρος,Αθήνα 1986, σελ.25.

[7] Η άποψη αυτή, των τριών φάσεων επεξεργασίας του έργου, προτείνεται από τον Louis Coutelle και φαίνεται πως γίνεται γενικά αποδεκτή από τους μελετητές του Δ. Σολωμού: Louis Coutelle, Formation poétique de Solomos (1815-1833), Athènes, εκδ. Ερμής, 1977, σελ. 373-396 [La femme de Zante].

[8] Το έργο, που βρήκε σε ατιτλοφόρητο χειρόγραφο, δημοσίευσε το 1927 ο Κώστας Καιροφύλλας στον τόμο «Σολωμού ανέκδοτα έργα», και αργότερα (1944) ο Λίνος Πολίτης βασισμένος περισσότερο στο αντίγραφο καμωμένο με το χέρι του Πολυλά , που είναι φανερό πως το γνώριζε πολύ καλά.

[9] Ελένη Τσατσάνογλου, «Διονύσιος Σολωμός», στον τόμο «Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα. Από το Σολωμό ως το Σεφέρη», Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας,1979, σελ.7-45.Η κ.Τσατσάνογλου εξετάζοντας συνολικά το σατιρικό έργο του ποιητή, και βασισμένη στο αυτόγραφο τετράδιο αρ. 11 της Ζακύνθου (Ζ11), όπου ο ποιητής κάνει μια απόπειρα σύνθεσης σατιρικών και λυρικών στοιχείων, σε επίπεδο αντιπαράθεσης ηθικής στάσης (ηθικό=λυρικό vs ανήθικο=σάτιρα), προτείνει να θεωρηθούν ως θέματα αυτής της ενιαίας σύνθεσης τέσσερα σατιρικά κείμενα του Σολωμού (:Η τρίχα, Δεύτερο όνειρο, Ο φουρκισμένος, Η μετατόπιση του αγάλματος του Μέτλαντ) και τέσσερα λυρικά (: Το όραμα του Λάμπρου, Ο Φυλακισμένος, Ο Κρητικός, Η Φαρμακωμένη στον ΄Αδη). Το σύνθεμα αυτό φαίνεται να σχεδιάζεται μετά την τελευταία απόπειρα επεξεργασίας της Γυναίκας της Ζάκυθος και των αδιεξόδων μπροστά στα οποία βρέθηκε ο Σολωμός για να καταφέρει να συνδυάσει αυτά τα στοιχεία στα πλαίσια ενός έργου.( ό.π. σελ. 20-21).
΄Οταν συλλαμβάνει αυτό το συνθετικό σχέδιο ο Σολωμός γράφει ιταλικά στην εσωτερική σελίδα του εξωφύλλου του Ζ 11, τον ακόλουθο στοχασμό στα Ιταλικά: «Είναι καλύτερο να κάμεις ένα σύνθεμα μάλλον μακρύ που να είναι το μισό σοβαρό και υψηλό και το άλλο φαρμακερό και κωμικό. Στο πρώτο μέρος μπορεί να είναι η Αρχή του καλού, που μάχεται με την Αρχή του κακού στο δεύτερο. ΄Ετσι το σύνθεμα θα μπορέσει να έχει κοινή ωφέλεια, κρύβοντας κάτω από το πέπλο της ποίησης ένα μέρος ενεργητικό, βαθύ- και σ’αυτό παρεπιπτόντως θα ονειδίζεται ο νέος. (Σκέψου βαθιά την ουσία και τη μορφή τούτου του συνθέματος).
Ουσιαστικά ο Σολωμός διατηρεί το αξονικό θέμα της Γυναίκας της Ζάκυθος, δηλ. τον αγώνα ανάμεσα στο καλό και το κακό, ενώ ο σατιρικός στόχος θα επιτυγχάνεται «παρεπιπτόντως»…

[10] Στέφανου Ροζάνη, Το δαιμονιακό ύψιστο, Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 1974 ( και στον τόμο του Στέφανου Ροζάνη, Σπουδές στον Διονύσιο Σολωμό, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1982.

[11] Λίνου Πολίτη, έκδοση του Σολωμού , Η γυναίκα της Ζάκυθος, ΄Ικαρος, Αθήνα 1944, σελ.19-20.

[12] Μαριέττα Γιαννοπούλου, Η «Υπερκάλυψη» του Φώσκολου και «Η γυναίκα της Ζάκυθος». Συγγένεια και ομοιότητες των δύο κειμένων. Εφημερ. «Η Βραδυνή»,31 Οκτωβρίου, 7, 14 και 21 Νοεμβρίου 1960.

[13] Σύμφωνα με την Μ.Γιαννοπούλου: «τόσο το φωσκολιανό όσο και το σολωμικό κείμενο, έχουν ένα τόνο βιβλικό και είναι γεμάτα συμβολικές εικόνες και περιγραφές, που θυμίζουν άμεσα την ‘‘ Αποκάλυψη’’, αλλά πολύ συχνά και τη ‘‘ Θεία Κωμωδία’’ του Ντάντε. Έχοντας πλάι στην ‘‘ Υπερκάλυψη’’ τη ‘‘ Γυναίκα της Ζάκυθος’’ βρίσκεσαι στην ίδια ατμόσφαιρα, αναπνέεις τον ίδιο αέρα, δίχως βέβαια να ξεχωρίζεις μια μίμηση δουλική » (ό.π., 31 Οκτωβρίου 1960 )
Το κείμενο της ‘‘ Υπερκάλυψης’’ μεταφρασμένο από τα λατινικά, με σχόλια του μεταφραστή Αντρέα Μπελεζίνη, στο περιοδικό «Σπείρα», τριμηνιαίο περιοδικό θεωρίας και τέχνης, τεύχος 2-3, Φθινόπωρο – Χειμώνας 1984, σελίδες 5-42.

[14] Γ. Π. Σαββίδης, «Εισήγηση σε μια νέα ανάγνωση της «Γυναίκας της Ζάκυθος», περιοδικό Περίπλους,
τ. 9-10, 1986.
Και ηΕλένη Τσατσάνογλου παραδέχεται την –πιθανή- σχέση του Ανώνυμου 1789 με τη Γυναίκα της Ζάκυθος: «Η μορφολογική οργάνωση του κειμένου σε αριθμημένα κεφάλαια και σε επίσης αριθμημένες παραγράφους, ορισμένα συντακτικά χαρακτηριστικά ύφους, η συνύπαρξη φυσικών και υπερφυσικών σκηνών που συνθέτουν το δραματικό μέρος του έργου, χαρίζοντάς του τον βιβλικό και προφητικό τόνο του, συνδέουν τη Γυναίκα της Ζάκυθος γενικά με την παράδοση της οραματικής προφητικής λογοτεχνίας και ειδικά με τη θεολογική Αποκάλυψη του Ιωάννη, ή με την καλυμμένα κοσμική εκδοχή της, την Υπερκάλυψη του Ούγο Φόσκολο και, κατά πάσα πιθανότητα, με τον Ανώνυμο του 1789, ένα τολμηρό σατιρικό κείμενο, αρκετά σκοτεινό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον.»: Ελένη Τσατσάνογλου, Διονύσιος Σολωμός, Η γυναίκα της Ζάκυθος, Εκδ. Ωκεανίδα, 1993,σελ. 13-4.
Παρόλο που δεν θα μας απασχολήσει εδώ η σχέση ανάμεσα στο έργο του Σολωμού και την Υπερκάλυψη του Φώσκολου, παραθέτουμε το απόσπασμα που επιλέγει να θέσει κοντά στα δύο άλλα ο Γ. Π. Σαββίδης, σε μετάφραση από τα λατινικά του Ανδρέα Μπελεζίνη, με το σχόλιο πως πρόκειται για κείμενο που ο Σολωμός είχε αναμφίβολα διαβάσει στο λατινικό του πρωτότυπο, πιθανότατα πριν καταπιαστεί να καταγράψει τα οράματα του Διονυσίου Ιερομόναχου.( Για τον Ανώνυμο του 1789 σημειώνει αντίστοιχα πως πρόκειται για κείμενο που ενδέχεται να μη το γνώριζε ο Σολωμός.):
«[…] ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
1.Λόγος πάνω στη γριά ποιήτρια.
2.Και ιδού εικόνα γυναίκας γυμνής εξήντα χρονώ ·σαν αλεπού που γυρεύει το θήραμα στην ερημιά, έψαχνε παντού στα κατάβαθα των λάκκων με τα τετράποδα·και έφτασε κάτω από το φως του ουρανού που σκοτείνιαζε.
3.Στριφογυρίζοντας τα μάτια, με βλέμμα θρασύ, με δόντια σπασμένα, με τα βυζιά μαραμένα, με τα μπούτια λερωμένα από τις ακαθαρσίες, με τα κανιά στραβά.
4. Στο κεφάλι της φαλάκρα και δεν ήξερε να στέκεται σταθερά.
5. Και κρατούσε στ’αριστερό χέρι πένα.
6.Και ξέθαβε τα ψοφίμια των τετράποδων και μάζευε τις σάπιες σάρκες στο στόμα της.
7. Και έφτυνε το μασημένο κρέας· και έπηζε στο μελανοδοχείο του συγγραφέα.
8.΄Υστερα κουνώντας ένα τεράστιο κοκκινωπό φίδι, χτυπούσε με το δεξί χέρι τα κωλομέρια της καγχάζοντας·
9.Και αμέσως τα μάτια της εξηντάρας γυναίκας παραλόησαν από τη γλύκα·
10. Κι ανατρίχιασα σ’ όλο μου το κορμί. […]».

[15] Σύμφωνα με τον ΄Αρη Μαραγκόπουλο : « Από τη στιγμή που η όποια επίδραση [ του Ανώνυμου 1789] αφορά επιδερμικές επιρροές και όχι τη σολωμική μορφική ουσία (που είναι) και το αυθεντικό περιεχόμενο του έργου, το γεγονός έχει τελικά μικρή σημασία.» Χρηστική έκδοση της Γυναίκας της Ζάκυθος από την εφημερίδα τα ΝΕΑ, επιμ. έκδοσης ΄Αρης Μαραγκόπουλος [ και απόδοση στη σύγχρονη νεοελληνική], Ιούνιος 2006, σημείωση 5, σελ. 22. Την εντύπωση για επιδερμική σχέση υποβάλλει τελικά η ασχολίαστη παράθεση των τριών κειμένων από το Γ. Σαββίδη, παρόλο που φαντάζομαι εκείνος θα ήθελε να επεξεργαστεί σε άλλη στιγμή τις σχέσεις και τις ομοιότητες αυτές.
Σύμφωνα με τον ΄Αρη Μαραγκόπουλο « Μόνον ο Γιώργος Σεφέρης υποπτεύθηκε σε όλο της το εύρος τη σκοτεινή αλληγορία της Γυναίκας της Ζάκυθος. Οι ΄Εξι νύχτες στην Ακρόπολη, εμπνέονται αφενός από τη Γυναίκα και αφετέρου από το ουσιαστικό δάνειο εκείνης: το δαντικό αρχέτυπο της Θείας κωμωδίας
΄Ο. π. σημ. 13, σελ. 23-4.
Νομίζω πως έχει δίκιο να συνδέει τη Γυναίκα της Ζάκυθος με τις ΄Εξι νύχτες στην Ακρόπολη· υπάρχει η σχέση με το δαντικό έργο ,το κλίμα είναι το ίδιο ζοφερό σε ορισμένα σημεία του έργου, και υπόκειται η αλληγορία πάνω σε θέματα εθνικά.

[16] Ο Ανώνυμος της «Ελληνικής Νομαρχίας» μιλάει για θείον έρωτα προς την πατρίδα, στην εισαγωγή του: «Και συ, ιερά Πατρίς, εγκαρδίωσον και στερέωσον την προς σε αγάπην μου, με την ενθύμησιν των παλαιών τερατουργημάτων σου, δια να παραστήσω με σαφήνειαν εις τα τέκνα σου τας φοβεράς χρείας σου, και να ενθουσιάσω τας ελληνικάς των καρδίας με τον θείον σου έρωτα.», Εκδ. Κάλβος, σελ.11.

[17] Η Ελένη Τσατσάνογλου προσθέτει στην έκδοσή της της «Γυναίκας της Ζάκυθος», δέκα οκτάστιχες στροφές της «Ωδής» του Α΄σχεδιάσματος των Ελεύθερων πολιορκημένων,( σε αντικατάσταση του «κ.τ.λ.» του Δ. Σολωμού).[Διονύσιος Σολωμός, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Ωκεανίδα, 1993] Ο Στυλ. Αλεξίου απαλείφει στη δική έκδοση το απόσπασμα της «Ωδής» και προσθέτει στο σημείο αυτό τη φράση που παραδίδει ο Πολυλάς πως άκουσε από το Σολωμό: «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι!»[Δ. Σολωμός, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Στυλ. Αλεξίου, Στιγμή, Αθήνα, 1994]

[18] Αυτό είναι το τέλος του ανολοκλήρωτου κειμένου. Ο Δημαράς ονομάζει τα κομμάτια του κειμένου που εξέδωσε «σπαράγματα βιβλίου». Πρόκειται,όπως λέει, για τις σελίδες [3]-30, δηλαδή τα δύο πρώτα τυπογραφικά φύλλα ενός βιβλίου, διαστάσεων εκ. 105/172. Από το πρώτο λείπουν οι δύο σελίδες του τίτλου και από το δεύτερο οι δύο τελευταίες, το περιεχόμενο των οποίων είχε σχέση με την χαμένη συνέχεια του βιβλίου. (ό.π. ,σελ.413).

[19] Διονυσίου Σολωμού: «Άπαντα», Τόμος πρώτος, «Ποιήματα» Επιμέλεια-Σημειώσεις, Λίνου Πολίτη. Εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1948, σ. 208-9

[20] Κ Στεργιόπουλος: «Περιδιαβάζοντας», ό.π. σελ. 23

[21] Δ. Σολωμού: «Η γυναίκα της Ζάκυθος», έκδ. Λίνου Πολίτη, ΄Ικαρος, Αθήνα 1944, σ. 22.
Ο Δ. Σολωμός στη συγκεκριμένη περίπτωση αρχίζει από το αρνητικό πρότυπο για περάσει στο θετικό, κάτι που πραγματοποιείται εν μέρει μέσα στα πλαίσια του έργου η Γυναίκα της Ζάκυθος. Η ανάπτυξη του θετικού σκέλους υλοποιείται εκτενέστερα στους Ελεύθερους Πολιορκισμένους.

[22] ΄Όπως σχολιάζει η Ελένη Τσατσάνογλου (ό.π.,1979, σημείωση 9): «Υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής σε όλους τους σατιρικούς στίχους του Σολωμού και αυτός είναι η ανώτερη κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν οι σατιριζόμενοι. Η διαπίστωση αυτή, η οποία απομονωμένη είναι ευεξήγητη, αν λάβουμε υπόψη ότι η σάτιρα ως λογοτεχνικό είδος σκοπεύει κυρίως σε πρόσωπα με κάποια θέση διοικητική, επαγγελματική, οικονομική, πνευματική, συνδυασμένη με την παρατήρηση ότι στα τέσσερα λυρικά ποιήματα του Συνθέματος και σχεδόν σε ολόκληρο το υπόλοιπο λογοτεχνικό έργο του ποιητή, οι ήρωες που προβάλλονται με την ηθική-τους στάση είναι άτομα ανώνυμα και λαϊκά, δίνει στο σατιρικό-του έργο μιαν ευρύτερη πολιτική διάσταση.» Σχολιάζοντας μάλιστα στη συνέχεια ένα από τα εμβρυακά σατιρικά σχεδιάσματα του 1948, το « Che secc-Adioυdoύ»,[μια παράδοξη σύνθεση της κομμένηςιταλικής φράσης che seccatura ή che seccatore( = τι μπελάς ή τι ενοχλητικός άνθρωπος) και του αγγλικού How do you do, όπως ακουγόταν από τους Επτανήσιους], αποφαίνεται πως «ο γλωσσικός τραγέλαφος του ποιήματος χρησιμοποιείται από το Σολωμό ως σύμβολο της διπλοπροσωπίας και της υποκρισίας που έβλεπε στη ζωή της υψηλής κοινωνίας, της αριστοκρατίας του τόπου του, όπου ήδη η ιταλική πολιτιστική διείσδυση και η αγγλική πολιτική παρέμβαση είχαν ασκήσει επίδραση διαβρωτική.»(ό.π., σελ. 43)

[23] Ο συγγραφέας της μιμείται την Αληθινή Ιστορία του Λουκιανού, αλλά με το δικό του τρόπο και για τους δικούς του σκοπούς. Το κύριο σώμα της αφήγησής του έχει τον τίτλο Αληθής ‛Ηστορία καιαποτελεί μια αφήγηση συνεχών μετακινήσεων σε διάφορες πόλεις με αφορμή ένα πρώτο γεγονός που του δίνει την αφορμή, που είναι ο θάνατος του Μουσταφά αγά και η επιθυμία του να δει μερικούς ανήθικους, σαν και τον εαυτό του φίλους ,πριν παραδώσει την ψυχή του στο διάβολο.
Το στοιχείο του υπερφυσικού και του ακατόρθωτου που χρησιμοποιεί ο Λουκιανός ως πρώτη ύλη ( για να σατιρίσει τους συγγραφείς που χρησιμοποιούν υπερβολικές και φανταστικές αφηγήσεις για εξωτικούς τόπους, και που επιμένουν πως είναι αληθινές), για να μιλήσει για πράγματα που πραγματικά συμβαίνουν, ενώ μοιάζουν εξωπραγματικά, χρησιμοποιεί και ο ανώνυμος συγγραφέας. Η Αληθινή Ιστορία του Λουκιανού υποκρίνεται πως μιλά για φανταστικές περιπέτειες, χωρίς πραγματική βάση, ενώ στην πραγματικότητα σατιρίζει τη εποχή του και μάλιστα τις μυθικές δοξασίες και τους προγενέστερούς του συγγραφείς.

[24] Στην έκδοση της Γυναίκας της Ζάκυθος της Ελένης Τσατσάνογλου(ό.π.,1993), υπάρχει επίμετρο του κειμένου του Γ΄σταδίου επεξεργασίας (σελ.78-85). Περισσότερα σχόλια για το θέμα στη μελέτη της ίδιας, Σάτιρα και πολιτική, 1979, ό.π.,σελ. 19 κ.ε.

[25] Τα τυπογραφικά στοιχεία της έκδοσης του «Ανώνυμου» οδηγούν στην Τεργέστη, σύμφωνα με έρευνα που έκανε ο Κώστας Στάϊκος για λογαριασμό του Κ. Θ. Δημαρά. (Νεοελλ. Διαφωτισμός, ό.π. σελ. 414). Δεν είναι απίθανο, λοιπόν, κάποιο διασωθέν αντίτυπο να είχε πέσει στα χέρια του Σολωμού.

[26]Γ. Σαββίδης, περ. Περίπλους, ό.π. σελ. 11.

[27] Δημήτρη Χατζή, Ο θρυμματισμός στο έργο του Σολωμού, περ. ΑΝΤΙ, τεύχος 297,16 Αυγ. 1985, σελ. 46 (σελ. 44-46).

[28] Τη δικαιοσύνη και τις ηθικές αρχές που υπερασπίζονται τα δύο κείμενα εκθέτει με τρόπο πιο άμεσο ο Σολωμός σε γράμμα του προς τον Τερτσέτη: «… Και για το σήμερα τι να ειπώ; Η διαφθορά είναι τόσο γενική κι έχει τόσο βαθιές τις ρίζες, που σε κάνει να σαστίζεις. Μόνο όταν οι αφορμές της διαφθοράς εξολοθρευτούν πέρα ως πέρα, θα μπορέσουμε να έχουμε μια ηθική αναγέννηση. Τότε το μέλλον μας θα είναι μεγάλο, όταν όλα στηριχτούν στην ηθική, όταν θριαμβεύσει η δικαιοσύνη, όταν τα γράμματα καλλιεργηθούν όχι για μάταιη επίδειξη παρά για το όφελος του λαού που έχει ανάγκη από παιδεία και από μόρφωση όχι σχολαστική. Τότε θα έχουμε-ή μάλλον θα έχουν τα παιδιά μας- μια ηθική αναγέννηση και το μέλλον θα είναι μεγάλο.»