Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Θανάσης Αγάθος

Από το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη στο Zorba the Greek του Μιχάλη Κακογιάννη: η παράλληλη πορεία μέσα στον χρόνο ενός μυθιστορήματος και της κινηματογραφικής μεταφοράς του

Τόσο το μυθιστόρημα Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) όσο και η ταινία Zorba the Greek / Αλέξης Ζορμπάς (1964) αποτελούν ορόσημα για τον νεοελληνικό πολιτισμό. Με αφετηρία την άποψη του Jauss ότι η ποιότητα και η αξία ενός λογοτεχνικού έργου (και, ευρύτερα, ενός έργου τέχνης) «δεν είναι δυνατόν να προκύψουν ούτε μόνον από τις βιογραφικές και ιστορικές συνθήκες της γένεσής του ούτε από τη θέση που κατέχει στην ανέλιξη ενός γένους, αλλά βάσει πολύ πιο σύνθετων κριτηρίων, όπως είναι η επίδραση, η πρόσληψη και η υστεροφημία του»[1], θα επιχειρηθεί μία παράλληλη ανάγνωση των δύο έργων, στηριγμένη στην ιστορία της πρόσληψής τους.

Η αρχική υποδοχή του μυθιστορήματος στην Ελλάδα

Το μυθιστόρημα γράφεται την περίοδο της Κατοχής και εκδίδεται στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1946 από τον «Αρχαίο Εκδοτικό Οίκο Δημ. Δημητράκου Α.Ε.», κλείνοντας μια δραστήρια χρονιά για τον Καζαντζάκη (παραίτηση από την κυβέρνηση Σοφούλη, παρουσίαση του Καποδίστρια από το Εθνικό Θέατρο, υποψηφιότητα για Νόμπελ Λογοτεχνίας, εγκατάσταση στο Παρίσι).
Κοινός τόπος στις κριτικές ελληνικών εφημερίδων και λογοτεχνικών περιοδικών την περίοδο του Εμφυλίου είναι οι ενθουσιώδεις αναλύσεις του χαρακτήρα του Ζορμπά, που αντιμετωπίζεται από τον Βάρναλη[2] και τον Χάρη[3] στο πλαίσιο της διαλεκτικής αντιπαράθεσής του με τον χαρακτήρα του συγγραφέα, θεωρείται από τον Βαρίκα πρότυπο ζωής[4], ενσαρκώνει, κατά τον Γιαλουράκη, τον διονυσιακό άνθρωπο, που αμφισβητεί πατρίδα, θρησκεία και ηθική[5] και εκλαμβάνεται από τον Χατζίνη ως ο άνθρωπος της δράσης που θα επιθυμούσε να είναι ο Καζαντζάκης[6].
Επαινούνται, επίσης, η γλώσσα[7], το προσωπικό ύφος[8], ο ιδιαίτερος ρυθμός[9], η διαγραφή των χαρακτήρων[10], οι συναρπαστικές περιγραφές[11] και επιχειρείται συσχετισμός με τον Φάουστ του Goethe[12].
Παρά τις επιμέρους ενστάσεις (η μορφή του συγγραφέα κρίνεται προβληματική και αδύναμη[13], οι κριτικοί της Αριστεράς ελέγχουν τον πεσσιμιστικό μηδενισμό[14] και την απουσία αναφορών στην Κατοχή[15], αμφισβητείται η μυθιστορηματική φόρμα του έργου[16]), ο Ζορμπάς χαρακτηρίζεται από τον Βαρίκα «το καλύτερο μυθιστόρημα από όσα εμφανίσθηκαν μετά τον πόλεμο»[17] και από τον Βάρναλη έργο αξιόλογο, που ξεχωρίζει από τη «βιβλιοπλημμύρα της μετριότητας»[18] της περιόδου.
Παραφωνία αποτελεί η εμπαθέστατη κριτική του Μπαστιά, που επικρίνει τον Καζαντζάκη, επειδή παρουσιάζει αυτή την «ασυνάρτητη κοπρολογία» ως Τέχνη και «τη χυδαιότητα ενός τζουτζέ κυνικού ως κανόνα ζωής»[19].

Η αρχική πρόσληψη του βιβλίου στο εξωτερικό

Η πρώτη γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος γίνεται το 1947. Στις υμνητικές κριτικές της εποχής τονίζεται ο ρόλος της φιλίας και του χορού στην πορεία προς τη λύτρωση από την υπαρξιακή αγωνία[20] και επιχειρούνται διακειμενικοί συσχετισμοί με το Ταξίδι του Céline[21] και τον Κολοσσό του Μαρουσιού του Miller[22]. Το 1954, με την ευκαιρία της βράβευσης του έργου ως «καλύτερου ξένου βιβλίου», ο Brion εντοπίζει ομοιότητες του Ζορμπά με τους χαρακτήρες του Hamsun και του Rabelais, θεωρώντας τον άξιο να εισέλθει στη χορεία των «λογοτεχνικών τύπων»[23].
Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί και στη Σουηδία το 1949, σε μετάφραση Börje Knös. Οι υποθέσεις διακειμενικής συσχέτισης διατυπώνονται και εδώ γενναιόδωρα, με παράλληλη έμφαση στην ελληνικότητα και τον ενστικτώδη πρωτογονισμό του ήρωα: η σχέση των δύο ανδρών θυμίζει Δον Κιχώτη και Σάντσο Πάντσα, ενώ ο «Μακεδόνας αλήτης» κατατάσσεται στην τυπολογία του Σεβάχ του Θαλασσινού και παραπέμπει σε ήρωες του Istrati και του Giono, παραμένοντας «ακέραια ελληνικός τύπος»[24].
Το έργο, υπό τον τίτλο Zorba the >Greek, κυκλοφορεί μεταφρασμένο από τον Carl Wildman το 1952 στην Αγγλία, όπου οιTimes το χαρακτηρίζουν «μυθιστόρημα ενός ποιητή», αποκαλώντας τον Ζορμπά έναν σπουδαίο χαρακτήρα της σύγχρονης πεζογραφίας[25], ενώ ο Painter απορεί πώς ένα μυθιστόρημα τόσο ηθελημένα στερημένο πλοκής δίνει μια τόσο συναρπαστική αίσθηση κίνησης προς τα εμπρός[26].
Όταν η παραπάνω μετάφραση κυκλοφορεί το 1953 στις ΗΠΑ, οι διθύραμβοι ξεπερνούν κάθε προηγούμενο. Όλοι οι κριτικοί επιδίδονται σε εκτενή ψυχογραφήματα του Ζορμπά: ο Fuller τον θεωρεί περισσότερο δαιμονικό παρά κωμικό[27], ενώ το Time τον χαρακτηρίζει σύμβολο της Δύναμης της Ζωής, που κάνει πολλούς νεότερους λογοτεχνικούς ήρωες να φαίνονται «δυσπεπτικά φαντάσματα»[28]. Προβάλλεται η αισιόδοξη πλευρά του βιβλίου[29], επιχειρούνται παραλληλισμοί με την ομηρική Οδύσσεια[30], ενώ αρκετοί μιλούν για «αριστούργημα»[31].

Η μεταγενέστερη πρόσληψη του μυθιστορήματος σε Ελλάδα και εξωτερικό

Από την τεράστια υστερότερη βιβλιογραφία αρκετοί εστιάζουν στον συμβολισμό του Ζορμπά: για τον Βρεττάκο είναι «τύπος ανθρώπου που αντιπροσωπεύει ένα πνεύμα ζωής»[32], για τον Merlier είναι η επιτομή του ελληνικού λαού[33], για τον Σαχίνη εκφράζει την αντισυμβατική πτυχή του Καζαντζάκη[34], για την Πολίτη αποτελεί τον φίλο-ανταγωνιστή, την απωθημένη, αυθεντική ταυτότητα του αλλοτριωμένου αφηγητή[35]. Ο Θεοτοκάς εντάσσει τον χαρακτήρα σε μια ομάδα ηρώων της νεοελληνικής πεζογραφίας (μαζί με τη Φραγκογιαννού, τον Πατούχα, τον Τουρκόγιαννο), οι οποίοι «ζουν έξω από τα βιβλία»[36].
Παράλληλα μελετάται η φιλοσοφική βάση του μυθιστορήματος. Για τον Mirambel ο Ζορμπάς απαντά στον Νιτσεϊσμό[37], ενώ για τον Izzet είναι φόρος τιμής στον Bergson[38]. Ο Κορδάτος κατακρίνει το νιχιλιστικό στοιχείο[39]. Ο Πρεβελάκης εντοπίζει επιδράσεις από τον πραγματισμό του William James[40]. Ο Bien βλέπει το μυθιστόρημα ως παράδειγμα της συγχώνευσης ανόμοιων δυνάμεων, τις οποίες ο Nietzsche και ο Καζαντζάκης «βλέπουν σαν τόσο μοναδικά κι αιώνια ελληνικές»[41].
Πολλοί μελετητές προσανατολίζονται στην αντίθεση Ζορμπά-συγγραφέα. Ο Χουρμούζιος επαινεί τη μορφή διαλεκτικού λόγου με την οποία αντιπαρατίθενται οι βιοθεωρίες των δύο προσώπων[42]. Ο Φιλιππίδης, στο πλαίσιο της διπολικής αντίθεσης των δύο χαρακτήρων, υπογραμμίζει ότι η λαϊκή θυμοσοφία των μικροαφηγήσεων του Ζορμπά διαφοροποιείται από το λόγιο ύφος των σκέψεων του αφηγητή[43].
Άλλοι ερμηνεύουν το έργο στο πλέγμα των ιστορικών συμφραζομένων της εποχής του. Ο Kerényi τονίζει την αμφισβήτηση της εθνικής ελευθερίας από τον Ζορμπά[44]. Κατά τον Szabó, η σύνθεση μιας τέτοιας εμβληματικής λαϊκής φιγούρας ήταν σημαντικότερη καλλιτεχνική πράξη από τη σύνθεση ενός μυθιστορήματος άμεσα σχετιζόμενου με την Εθνική Αντίσταση[45]. Την άποψη αυτή προεκτείνει ο Bien, διαβάζοντας το έργο ως αλληγορία για την αισιοδοξία και την αντοχή του Έλληνα στην περίοδο της Κατοχής[46], ενώ η Καστρινάκη θεωρεί το μυθιστόρημα «ακραιφνώς διεθνιστικό»[47].
Για τον Beaton, η προσωπική αναζήτηση της παράδοσης που επιχειρεί ο Καζαντζάκης στον Ζορμπά (με την ακροβασία της μορφής μεταξύ συναξαρίου και σύγχρονου πλατωνικού διαλόγου), πλησιάζει τη σύνθεση του παρελθόντος που είχε επιχειρήσει ο Παλαμάς στην αρχή του εικοστού αιώνα[48].

Η υποδοχή της ταινίας στο εξωτερικό

Την άνοιξη του 1964 στην Κρήτη ο Κακογιάννης (με νωπές τις δάφνες από την Ηλέκτρα) αρχίζει την κινηματογράφηση του καζαντζακικού best-seller, με την τριπλή ιδιότητα του σκηνοθέτη, σεναριογράφου και παραγωγού (για λογαριασμό της 20th Century Fox). Βασικοί συντελεστές είναι οι Walter Lassally (φωτογραφία), Μίκης Θεοδωράκης (μουσική) Βασίλης Φωτόπουλος (σκηνικά-κοστούμια) και πρωταγωνιστές οι Anthony Quinn (Ζορμπάς), Alan Bates (συγγραφέας), Lila Kedrova (Ορτάνς), Ειρήνη Παπά (χήρα).
Η παγκόσμια πρεμιέρα πραγματοποιείται στις 17 Δεκεμβρίου 1964 στον κινηματογράφο Sutton της Νέας Υόρκης. Οι αμερικανικές κριτικές εκθειάζουν την «θριαμβευτική» ερμηνεία του Quinn[49], τη φωτογραφία[50] και τη βακχική διάσταση της σκηνοθεσίας.[51]. Η ταινία χαρακτηρίζεται «συναρπαστική τραγικωμωδία»[52] και προβλέπεται επιτυχία στα Όσκαρ[53]. Αδυναμίες που εντοπίζονται είναι η έλλειψη μιας καθοριστικής σύγκρουσης με τον κεντρικό χαρακτήρα[54] και το χαλαρό μοντάζ[55].
Στο Παρίσι η ταινία κάνει πρεμιέρα στις 3 Μαρτίου 1965 στο Theâtre des Champs Elysées, με την παρουσία Ελλήνων και Γάλλων πολιτικών, διπλωματών και διασημοτήτων (Αριστοτέλης Ωνάσης, Μαρία Κάλλας, Πρίγκηπας Μιχαήλ). Την παράσταση κλέβει ένα κρητικό χορευτικό συγκρότημα, ενώ ο Πρόεδρος του ΕΟΤ παρασημοφορεί τον Κακογιάννη και τον Quinn στο κοσμικό Maxim[56]. Οι κριτικοί επαινούν το ομοιογενές ύφος και τις επιρροές από την τραγωδία και υμνούν τους Quinn, Kedrova και Παπά[57], θαυμάζοντας την επινοητική σκηνοθεσία της «πιο ελληνικής ταινίας που υπάρχει»[58], παρά την αγγλική γλώσσα. Οι ελάχιστες αρνητικές κριτικές (που χαρακτηρίζουν το φιλμ χυδαίο[59] ή «ταπεινωτικό, επιδειξιομανές»[60]) δεν αποθαρρύνουν τους Γάλλους θεατές.
Ο θρίαμβος της ταινίας στη Γαλλία συνοδεύεται από ενθουσιασμό για τον χορό των δύο πρωταγωνιστών στο φινάλε. Ο «χορός του Ζορμπά»[61] (συνδυασμός χασαποσέρβικου και κρητικού χορού) λανσάρεται επισήμως στις 24 Μαρτίου 1965, σε παρισινό κλαμπ, που μετατρέπεται σε απομίμηση της Ακρόπολης[62], και η μόδα εξαπλώνεται παγκοσμίως.
Στην Αγγλία η πρεμιέρα δίνεται στον κινηματογράφο Carlton στις 9 Μαρτίου 1965. Οι κριτικοί σημειώνουν ότι το μυθιστόρημα κινηματογραφήθηκε με το πάθος και τη μεγαλοπρέπεια της αρχαίας τραγωδίας[63] και αναφέρονται διεξοδικά στην πληθωρική προσωπικότητα του Ζορμπά-Quinn[64].

Η κριτική υποδοχή της ταινίας στην Ελλάδα

Την επίσημη αθηναϊκή πρεμιέρα στο «Αττικόν» στις 15 Μαρτίου 1965 παρακολουθούν στελέχη της κυβέρνησης της «Ένωσης Κέντρου», ενώ η βασιλική οικογένεια προτιμά να παρευρεθεί στο «Παλλάς», στην πρεμιέρα της χολλυγουντιανής υπερπαραγωγής Η κίτρινη Ρολλς-Ρόυς.
Η Παπαδοπούλου, η πλέον διθυραμβική από τους Έλληνες κριτικούς, μιλάει για έργο «ανθρώπινο και βαθύ σαν δημοτικό, βουνήσιο τραγούδι»[65]. Αναγνωρίζονται η εικονογραφική δύναμη[66] και η ένταση της σκηνοθεσίας[67], η πιστότητα στο μυθιστόρημα[68]. Όλοι θαυμάζουν τις ερμηνείες του Quinn και της Kedrova: ο πρώτος χαρακτηρίζεται τέλεια ενσάρκωση του Ζορμπά[69], η δεύτερη «ασύγκριτη» Ορτάνς[70]. Επαινούνται, επίσης, το «έξοχα λιτό παίξιμο» της Παπά[71], η φωτογραφία του Lassally[72], και η σκηνογραφία του Φωτόπουλου[73]. Παραδόξως, διχάζει η μουσική του Θεοδωράκη: αν ο Μοσχοβάκης μιλάει για «θαυμαστή μαεστρία»[74], ορισμένοι επικρίνουν το γεγονός ότι αποτελεί απάνθισμα γνωστών μοτίβων του συνθέτη[75] και η υβριστική κριτική της Εστίας τη βρίσκει «αναξία λόγου»[76].
Επικρίνεται η ερμηνεία του Bates[77], στάση που συνδυάζεται με αμφισβήτηση (από τον Πλωρίτη) της μεταμόρφωσης του συγγραφέα σε Άγγλο[78]. Επιπλέον, ο σκηνοθέτης κατηγορείται για τουριστική απόδοση του μυθιστορήματος[79], στα χνάρια της ταινίας Ποτέ την Κυριακή[80].
Έντονα συζητώνται οι σκηνές της δολοφονίας της χήρας και της σκύλευσης της νεκρής Ορτάνς. Η Παπαδοπούλου αναγνωρίζει τη δύναμή τους και εντοπίζει μπουνιουελικές αποχρώσεις στη δεύτερη[81], η Μητροπούλου υποστηρίζει ότι, παρά τις διαφορές τους από το βιβλίο, έχουν αποδοθεί συγκλονιστικά[82]. Ωστόσο, η Σώκου τις θεωρεί μισογυνικές[83], η Καλκάνη χαρακτηρίζει απαράδεκτη και προσβλητική για την Κρήτη «την ωμή, αποκρουστική και περίτεχνη περιγραφή»[84] του λυντσαρίσματος της χήρας, που στο μυθιστόρημα αποδίδεται ελλειπτικά, χωρίς τη φρικιαστική έκταση της εικόνας, ενώ ο αριστερός Μοσχοβάκης εντοπίζει στο βιβλίο τη ρίζα του κακού για τον αποτροπιασμό που προκαλούν οι συγκεκριμένες σκηνές[85].

Οι αντιδράσεις του ελληνικού κοινού

Οι δύο παραπάνω σκηνές ενοχλούν έντονα ένα μέρος του ελληνικού κοινού: πέρα από τους θερμόαιμους θεατές που δημιουργούν επεισόδια στους κινηματογράφους[86], η Παγκρήτιος Ένωσις χαρακτηρίζει την ταινία τερατούργημα[87], ενώ η Ιερά Σύνοδος της Κρήτης θεωρεί ότι προσβάλλονται η ορθοδοξία και η εθνική αξιοπρέπεια[88]. Το θέμα λαμβάνει και πολιτικές διαστάσεις, με τις εφημερίδες να φιλοξενούν τις γνώμες πολιτικών[89] και τον κυβερνητικό βουλευτή Ι. Διαμαντόπουλο να ζητά επέμβαση της λογοκρισίας[90]. Ενδεικτικό του κλίματος που διαμορφώνεται, με τη βοήθεια μερίδας του Τύπου, είναι ένα εμπρηστικό δημοσίευμα της Βραδυνής, κατά το οποίο ομάδες Κρητικών απειλούν «να καταστρέψουν την ταινία που τους υβρίζει σαν λαό με αξιοπρέπεια και ιστορία»[91]. Στα όρια του αντικομμουνιστικού φανατισμού και της στείρας αντιπολιτευτικής διάθεσης κινούνται και οι παραπολιτικές στήλες της Εστίας, όπου επικρίνεται η προβολή «του ανθελληνικού, ηλιθίου και κακοήθους έργου [...] το οποίον τόσον εξεθείασεν και επαρασημοφόρησεν, εν Παρισίοις, η αριστερά Κυβέρνησις του κ. Παπανδρέου [...] ενώ καθυβρίζει, κυριολεκτικώς, τους Κρήτας...»[92].
Στη διαμάχη παρεμβαίνουν πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Βασιλικός[93], ο Παναγιωτόπουλος[94], ο Ψαθάς (θεωρεί ότι η ταινία ενισχύει την κακή εικόνα που καλλιεργεί η τουρκική προπαγάνδα για τους Έλληνες, εν όψει της αντιμαχίας για το Κυπριακό[95]), ο Καμπανέλλης (υποστηρίζει ότι οι επίμαχες σκηνές «βγήκανε νοσηρά κακές»[96]), καθώς και η Ελένη Καζαντζάκη (υπενθυμίζει με πικρία ότι οι Έλληνες που διαμαρτύρονται είναι αυτοί που φέρθηκαν απρεπώς στον νεκρό Καζαντζάκη[97]).

Η μεταγενέστερη πρόσληψη της ταινίας

Η μεταγενέστερη κριτική χαρακτηρίζει τον Ζορμπά μία από τις καλύτερες ταινίες γύρω από το θέμα της ανάπτυξης»[98], ανιχνεύει επιδράσεις από τον ιταλικό νεορεαλισμό[99] και, παραμερίζοντας το φολκλορικό στοιχείο, διαπιστώνει ότι «οι κεφαλαιώδεις σκηνές δεν φέρουν ίχνος ρυτίδας»[100].

Το βιβλίο και η ταινία σήμερα

Σήμερα το πολυδιαβασμένο καζαντζακικό μυθιστόρημα έχει καταλάβει περίοπτη θέση σε εγκυκλοπαίδειες παγκόσμιας λογοτεχνίας[101]. Σημαντική καταξίωση, επίσης, συνιστά το γεγονός ότι είναι το μόνο έργο της νεότερης ελληνικής γραμματείας που συμπεριλαμβάνεται σε λίστα της βρετανικής εφημερίδας The Guardian με τα 100 καλύτερα βιβλία όλων των εποχών (2002), πλάι σε κλασσικά αριστουργήματα (μεταξύ άλλων Ιλιάδα, Οδύσσεια, Οιδίπους Τύραννος, Μήδεια, Μεταμορφώσεις, Δον Κιχώτης, Μαντάμ Μποβαρύ, Έγκλημα και τιμωρία, Οδυσσέας, Ο Γέρος και η θάλασσα, Το μαγικό βουνό, Λολίτα[102]).
Η ταινία του Κακογιάννη, πέρα από τις θριαμβευτικές εισπράξεις της κατά την πρώτη προβολή (9,4 εκατομμύρια δολλάρια διεθνώς)[103] και τις άπειρες επανεκδόσεις, έχει επίσης περάσει στη σφαίρα του κλασσικού. Για τους ξένους είναι η ταινία με την οποία συνδέεται κυρίως η Ελλάδα, δημιουργώντας τεράστιο τουριστικό ρεύμα προς τα ελληνικά νησιά. Για τους νεκρούς πλέον Quinn, Bates και Kedrova, είναι η ταινία-σταθμός στην καριέρα τους, αυτή που πρώτα αναφέρθηκε στις νεκρολογίες τους στις εφημερίδες όλου του κόσμου. Πρόκειται για τη μόνη ελληνική (έστω ελληνοαμερικανική) ταινία στην οποία σταθερά αφιερώνουν εκτενή λήμματα όλες οι κινηματογραφικές εγκυκλοπαίδειες [104].

Συμπεράσματα

Αντί επιλόγου, ορισμένες συμπερασματικές παρατηρήσεις:

  1. Η πρόσληψη του βιβλίου και της ταινίας είναι επικεντρωμένη στην ανάλυση του γοητευτικού κεντρικού χαρακτήρα, που σημαδεύεται ανεξίτηλα από την ερμηνεία του Quinn, σε βαθμό ταύτισης.
  2. Οι ενστάσεις για τον «αδύναμο» χαρακτήρα του συγγραφέα στο βιβλίο «καταδιώκουν» και την ερμηνεία του Bates στην ταινία.
  3. Η ένταξη του έργου στο παγκόσμιο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και οι διακειμενικές συσχετίσεις που εμφανίζονται τόσο συχνά στις ξένες βιβλιοκρισίες, σπανίζουν εντυπωσιακά στην πρώιμη ελληνική πρόσληψη.
  4. Οι δύο σκηνές της ταινίας που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στους Έλληνες αποδέκτες, δεν τυγχάνουν ιδιαίτερης μνείας στις κριτικές του βιβλίου.
  5. Ο καζαντζακικός φιλοσοφικός προβληματισμός επικρίνεται από τους Έλληνες μαρξιστές κριτικούς τόσο του βιβλίου όσο και της ταινίας.
  6. Οι παραμελημένοι από την πρόσληψη του βιβλίου γυναικείοι χαρακτήρες αναδεικνύονται στην κινηματογραφική μεταφορά, χάρη στις ερμηνείες της Kedrova και της Παπά.
  7. Εξαιτίας της μουσικής του Θεοδωράκη και του «χορού του Ζορμπά» η ταινία και το βιβλίο συχνά εξετάζονται σε ένα πλαίσιο τουριστικής εμπορευματοποίησης και γραφικότητας που δεν είχαν, πιθανότατα, υποπτευθεί οι δημιουργοί τους.
  8. Η πολύμορφη πρόσληψη του μυθιστορήματος και της ταινίας είναι βέβαιο ότι συνεχίζει να είναι υπό εξέλιξη και να επεκτείνεται και σε άλλους χώρους (θέατρο, χορός), επιβεβαιώνοντας τον διαλογικό χαρακτήρα του έργου τέχνης[105].

[1] Hans Robert Jauss, Η θεωρία της πρόσληψης,εισαγωγή – μετάφραση – επίμετρο Μίλτος Πεχλιβάνος, Αθήνα, Εστία, 1995, σ. 28.

[2] Κ. Βάρναλης, «Τα βιβλία», Ο Ρίζος της Δευτέρας, 23/12/1946, σ. 2.

[3] Πέτρος Χάρης, «Τρία φιλολογικά γεγονότα», Ελευθερία, 13/2/1947, σ. 2.

[4] Βάσος Βαρίκας, «Το χρονικό του βιβλίου», Τα Νέα, 7/5/1947, σ. 2.

[5] Μαν. Γιαλουράκης, «Κριτική του βιβλίου», Αλεξανδρινή Λογοτεχνία, Αλεξάνδρεια 1947, σ. 67.

[6] Γιάννης Χατζίνης, «Τα βιβλία», Νέα Εστία, τχ. 507, 15/8/1948, σ. 1053.

[7] Άριστος Καμπάνης, Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Εστία, 1948, σ. 379.

[8] Βάρναλης, ό.π., σ. 2.

[9] Χάρης, ό.π. σ. 2.

[10] Α. Κόμης, «Κριτική. Βιβλίο», Ελεύθερα Γράμματα, τχ. 61, 1/3/1947, σ. 60.

[11] Μιχ. Ροδάς, «Ο κόσμος των βιβλίων», Το Βήμα, 13/4/1947, σ. 2.

[12] Κόμης, ό.π., σ. 60.

[13] Βαρίκας, ό.π., σ. 2.

[14] Βάρναλης, ό.π., σ. 2.

[15] Κόμης, ό.π., σ. 2.

[16] Χατζίνης, ό.π., σ. 1053, Ροδάς, ό.π., σ. 2.

[17] Βαρίκας, ό.π., σ. 2.

[18] Βάρναλης, ό.π., σ. 2.

[19] Κωστής Μπαστιάς, «Ο Αλέξης Ζορμπάς ή ο ξεπεσμός μιας λογοτεχνίας», Εθνικός Κήρυξ Νέας Υόρκης, 24/8/1949, σ. 4.

[20] «Ο Άλέξης Ζορμπάς’ στα Γαλλικά», Ο Αιώνας μας, τχ. 5 (17), 1/7/1948, σ. 159.

[21] «Ειδήσεις», Νέα Εστία, τχ. 518, 1/2/1949, σ. 196.

[22] Maurice Nadeau, “Le nouveau mythe grec”, Combat, 21/5/1948.

[23] «Ενθουσιώδης κριτική του Μαρσέλ Μπριόν δια τον Έλληνα συγγραφέα Καζαντζάκην», Το Βήμα, 28/12/1954, σ. 3.

[24] «Η σουηδική κριτική για δύο βιβλία του Ν. Καζαντζάκη», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τ. 5, τχ. 12, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 1952, σ. 471.

[25] “Greek Fire”, TheTimesLiterarySupplement, 3/10/1952, σ. 641.

[26] G. D. Painter, “New Novels”, NewStatementandNation, τ. 44, 6/9/1952, σ. 271.

[27] Edmund Fuller, “The Wild and Wily Zorba”, TheNewYorkTimesBook Review, 19/4/1953, σ. 4.

[28] “Life Force à la Grecque”, Time, τ. 61, τχ. 16, 20/4/1953, σ. 122.

[29] Anthony West, “Happy and Happy-Go-Lucky”, New Yorker, τ. 29, 25/4/1953, σσ. 114, 117.

[30] William Du Bois, “Books of the Times”, TheNewYorkTimes, 15/4/1953, σ. 29, “Life Force...”, ό.π., σ. 126.

[31] “Life Force...”, ό.π., σ. 126, Kimon Friar, “A Minor Masterpiece”, The New Republic, τχ. 128, 27/4/1953, σσ. 20-21.

[32] Νικηφόρος Βρεττάκος, Νίκος Καζαντζάκης. Η αγωνία του και το έργο του, Αθήνα, Π. Σύψας & Σία, 1960, σ. 653.

[33] Octave Merlier, «Πρόλογος στην ‘Ασκητική’ του Νίκου Καζαντζάκη, Νέα Εστία, τχ. 779, 25/12/1959, σ. 101.

[34] Απόστολος Σαχίνης, Πεζογράφοι του καιρού μας, Αθήνα, Εστία, 1967, σσ. 40-41.

[35] Τζίνα Πολίτη, Η ανεξακρίβωτη σκηνή, Αθήνα, Άγρα, 2001, σσ. 22-23.

[36] Γιώργος Θεοτοκάς, «Η τέχνη του μυθιστορήματος», Εποχές, τχ. 20, 1/12/1964, σ. 10.

[37] André Mirambel, «Η σημερινή Ελλάδα μέσα στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη», Νέα Εστία, τχ. 779, 25/12/1959, σ. 110.

[38] Aziz Izzet, “Nikos Kazantzaki”, CahiersduSud, τχ. 377, 1964, σ. 353.

[39] Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική, 1962, σσ. 466-467.

[40] Παντελής Πρεβελάκης, Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, Αθήνα, Ελένη Καζαντζάκη, 1984 (19651), σσ. λζ΄-λη΄.

[41] Peter Bien, «Ο ‘Αλέξης Ζορμπάς’, ο Νίτσε και η αιώνια ελληνική τάξη», Νέα Εστία, τχ. 1067, 25/12/1971, σ. 85.

[42] Αιμίλιος Χ[ουρμούζιος], «Το μέγιστο μάθημα», Η Καθημερινή, 23/4/1953, σ. 2.

[43] Σ. Ν. Φιλιππίδης, Αμφισημίες, Αθήνα, Ίνδικτος, 2005, σσ. 157-158.

[44] Karl Kerényi, «Νίκος Καζαντζάκης, συνεχιστής του Νίτσε στην Ελλάδα», Νέα Εστία, τχ. 779, 25/12/1959, σ. 57.

[45] Kálmán Szabó, “Zorbas: A New Model of Unalienated Man”, FoliaNeohellenica, τ. 3, 1981, σσ. 149-150.

[46] Peter Bien, Kazantzakis-Novelist, Bristol, Bristol Classical Press, 1989, σσ. 11-27.

[47] Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, Αθήνα, Πόλις, 2005, σ. 100.

[48] Roderick Beaton, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα, Νεφέλη, 1996, σσ. 229-232.

[49] Margaret Hartford, “‘Zorba’ Fascinating Tragicomedy”, TheLosAngelesTimes, 18/12/1964, σ. D 17.

[50] Bosley Crowther, “‘Zorba the Greek’ Is at Sutton”, TheNewYorkTimes, 18/12/1964, σ. 25.

[51] “Bacchanalian Bash”, Time, τ. 84, τχ. 27, 25/12/1964.

[52] Hartford, ό.π., σ. D17.

[53] Στο ίδιο, σ. D17. Πράγματι η ταινία κέρδισε τρία Όσκαρ (β΄γυναικείου ρόλου για την Kedrova, ασπρόμαυρης φωτογραφίας για τον Lassally, και ασπρόμαυρης σκηνογραφίας για τον Φωτόπουλο) και ήταν υποψήφια για άλλα τέσσερα (καλύτερης ταινίας, α΄ανδρικού ρόλου για τον Quinn, σκηνοθεσίας και σεναρίου).

[54] Crowther, ό.π., σ. 25.

[55] Wanda Hale, “Zorba the Greek Is an Unforgettable Movie”, Daily News, 18/12/1964, σ. 84.

[56] Eric Leguebe, “Zorba le Grec: Le tout-Athènes a rejoint le tout-Paris”, Le Parisien Liberé, 5/3/1965, σ. 6.

[57] Samuel Lachize, “Que signifie sage?”, LHumanité, 10/3/1965, σ. 4.

[58] “Le dernier faune”, LExpress, 8/3/1965.

[59] Jean de Baroncelli, “Zorba le grec”, Le Monde, 9/3/1965.

[60] Henry Chapier, “Zorba le grec”, Combat, 10/3/1965.

[61] Δημήτρης Παπανικολάου, «Ο ‘Ζορμπάς’ του Θεοδωράκη και ο ‘Καπετάν Μιχάλης’ του Χατζιδάκι: Ιχνηλατώντας δύο τρόπους ανάγνωσης του καζαντζακικού έργου», στο: Διεθνές επιστημονικό συνέδριο: Νίκος Καζαντζάκης: Το έργο και η πρόσληψή του: Ρέθυμνο 23-25 Απριλίου 2004, Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, Ηράκλειο Κρήτης 2006 (υπό έκδοση).

[62] «Οι Παρισινοί θα χορεύουν το ‘συρτάκι’», Ελευθερία, 24/3/1965, σ. 3.

[63] «Επαινούν και οι Άγγλοι τον ‘Ζορμπά’», Ελευθερία, 11/3/1965, σ. 2.

[64] Kenneth Tyran, “Zorba the Menace”, The Observer, 14/3/1965.

[65] Μαρία Παπαδοπούλου, «Αλέξης Ζορμπάς», Έθνος, 16/3/1965, σ. 2.

[66] Μάριος Πλωρίτης «Η αντιστροφή του ‘Ζορμπά’», Ελευθερία, 17/3/1965, σ. 2.

[67] Βίων Παπαμιχάλης, «‘Γαλαξίας’ από αστέρια με φαβορί τον ‘Ζορμπά’ του Κακογιάννη», Ακρόπολις, 16/3/1965, σ. 2.

[68] Μόνα Μητροπούλου, «Αλέξης Ζορμπάς: Δον Κιχώτης και Σάντσο Πάντσα σε μια δυνατή ελληνική σύνθεση», Αθηναϊκή, 16/3/1965, σ. 2.

[69] Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 2.

[70] Γ. Ν. Μακρής, «Ζορμπάς ο Έλληνας», Νέα Εστία, τχ. 907, 15/4/1965, σ. 557.

[71] Γ. Κ. Πηλιχός, «Αλέξης Ζορμπάς», Τα Νέα, 16/3/1965, σ. 3.

[72] Αντώνης Μοσχοβάκης, «Αλέξης Ζορμπάς», Η Αυγή, 16/3/1965, σ. 2.

[73] Λ. Β. Κ., «Αρετές και αδυναμίες του ‘Ζορμπά’», Το Βήμα, 16/3/1965, σ. 2.

[74] Μοσχοβάκης, ό.π., σ. 2.

[75] Αντ. Κυριακόπουλος, «Ρεσιτάλ Κουήν στον ‘Ζορμπά’», Η Βραδυνή, 16/3/1965, σ. 2.

[76] «Αι ταινίαι της εβδομάδος», Εστία, 16/3/1965, σ. 1.

[77] Ειρήνη Καλκάνη, «Οι προβαλλόμενες ταινίες», Απογευματινή, 16/3/1965, σ. 2.

[78] Πλωρίτης, ό.π., σ. 2.

[79] Μακρής, ό.π., σ. 557.

[80] Ροζίτα Σώκου, «Η κινηματογραφική εβδομάς», Η Καθημερινή, 17/3/1965, σ. 4.

[81] Παπαδοπούλου, ό.π., σ. 2.

[82] Μητροπούλου, ό.π., σ. 2.

[83] Σώκου, ό.π., σ. 4.

[84] Καλκάνη, ό.π., σ. 2.

[85] Μοσχοβάκης, ό.π., σ. 2.

[86] «Επεισόδια χθες κατά την προβολή του ‘Ζορμπά’», Απογευματινή, 16/3/1965, σ. 2.

[87] «Οι Κρήτες επικρίνουν τον ‘Ζορμπά’», Έθνος, 19/3/1965, σ. 2.

[88] «Η Ιερά Σύνοδος της Κρήτης θεωρεί ότι η ταινία ‘Ζορμπάς’ συκοφαντεί τον Κρητικόν λαόν», Ελευθερία, 28/3/1965, σ. 16.

[89] «Εμ. Μπακλατζής: ‘Η ταινία κακέκτυπος και ισχνή απεικόνισις του έργου του Καζαντζάκη’», Αθηναϊκή, 18/3/1965, σ. 2.

[90] «Βάλλεται ο ‘Ζορμπάς’», Μεσημβρινή, 23/3/1965, σ. 4.

[91] Γ. Λύδιας, «Αγανάκτησις του Κρητικού λαού για το κατασκεύασμα του Κακογιάννη», Η Βραδυνή, 22/3/1965, σ. 11.

[92] «Δύσι Κυρίοις!...», Εστία, 16/3/1965, σ. 1.

[93] Βασίλης Βασιλικός, «Άρτος και θεάματα», Ο Ταχυδρόμος, τχ. 572, 27/3/1965, σ. 21.

[94] Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «Ένα πολύπλευρο θέμα», Ελευθερία, 29/3/1965, σ. 1.

[95] Δημήτρης Ψαθάς, «Ζορμπάς... ο Τούρκος», Τα Νέα, 29/3/1965, σ. 1.

[96] Ιάκωβος Καμπανέλλης, «Σιωπή-Ζορμπάς», Ελευθερία, 2/4/1965, σ. 3.

[97] Ελένη Καζαντζάκη, «Γιατί όλη αυτή η μικροψυχία;», Ελευθερία, 21/3/1965, σ. 9.

[98] Jean-Marie Ackermann, Films of a Changing World, Washington D.C., Society for International Development, 1972.

[99] SR, “Zorba the Greek”, στο: Jürgen Müller (ed.), Movies of the 60s, Köln, Taschen, 2004, σ. 242.

[100] Δημήτρης Δανίκας, «Επικράτηση παππούλη και Άλιεν για τα μπάζα», Τα Νέα, Πανόραμα, 20/3/1998, σ. 4.

[101] Merrriam-Webster (ed.), Merriam-Webster’s Encyclopedia of Literature, New York, Touchstone, 1996, σ. 314.

[102] “The top 100 books of all time”, TheGuardian, 8/5/2002.

[103] “Business Data for Alexis Zorbas (1964)”, http://www.imdb.com/title/tt0057831/business.

[104] SR , ό.π., σσ. 242-247.

[105] Gaëtan Picon, Introduction à une esthétique de la littérature, Paris, Gallimard, 1953, σ. 34.