Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Αντώνης Δρακόπουλος

ΤΟ ΚΑΒΑΦΙΚΟ «ΣΥΜΠΑΝ» ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ

Α

Η καβαφική ποίηση είναι μια ποίηση που ανοίγεται στο μέλλον, όχι μόνο γιατί έτσι την χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Καβάφης,[1] αλλά κυρίως γιατί, εβδομήντα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, συνεχίζει επίμονα να ικανοποιεί αναγνώστες με διαφορετικές αλλά και με παραπλήσιες αναγνωστικές, πολιτισμικές ή εθνικές προσλαμβάνουσες και να υπόσχεται την περιπέτεια μιας ακόμη καινούριας ανάγνωσης. Η ικανότητα αυτή του έργου του να αναπροσαρμόζει το περιεχόμενό του σε νέες αναγνωστικές ανάγκες και έτσι να παρουσιάζεται κάθε φορά σαν να γράφτηκε για έναν ενεστώτα χρόνο, όσο κι αν το προθεσιακό του νόημα αφορμάται από το παρελθόν, φαίνεται άμεσα συνδεδεμένη με τον ξεχωριστό τρόπο με τον οποίο ο Καβάφης αντιμετωπίζει το φαινόμενο του κατακερματισμού και της διάσπασης της μοντέρνας κοινωνίας, και κυρίως την υποχώρηση των κοινών σημείων αναφοράς και αντιλήψεων που μοιράζονταν παραδοσιακότερες κοινωνίες.

Το φαινόμενο αυτό, αποτέλεσμα της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης του αστικού πολιτισμού, διαμορφώνει ένα νέο κόσμο και δρομολογεί νέους τρόπους αντίληψης της πραγματικότητας. Η εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση, η ολοένα αυξανόμενη τάση προς τον καταμερισμό της εργασίας και την εξειδίκευση, η αύξηση της ταχύτητας στη διακίνηση πληροφοριών και η ευκολότερη πρόσβαση σε άλλους κόσμους, έφερε, με ένα μοναδικό τρόπο, στην επιφάνεια την ύπαρξη διαφορετικών οπτικών γωνιών, με αποτέλεσμα το ίδιο φαινόμενο να βιώνεται, να γίνεται αντιληπτό ή να νοηματοδοτείται με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Κατά την εποχή που γράφει ο Καβάφης, γίνεται πλέον φανερό πως τα μέλη της κοινωνίας δεν αντλούν πλέον από το ίδιο ή από ένα παραπλήσιο σύστημα κοσμοαντίληψης, αλλά αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και τη θέση τους στον κόσμο μέσα από διαφορετικές και ενίοτε αντικρουόμενες βιοθωρίες. Ο κόσμος διασπάται, έτσι, σε μικρότερες σχετικά αυτόνομες ή ημιαυτόνομες κοινωνικές σφαίρες που λειτουργούν με τους δικούς τους κανόνες και όρους.

Στο χώρο της τέχνης, και της ποίησης ειδικότερα, το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται συχνά σαν μια επικοινωνιακή πρόκληση. Ο καλλιτέχνης προσπαθεί να το ξεπεράσει αναζητώντας κοινά σημεία αναφοράς με βάση τα οποία ενδέχεται να καταστεί δυνατή η επικοινωνία με άτομα που αντιλαμβάνονται και ερμηνεύουν την πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο. Όταν αυτά δεν υπάρχουν στο παρόν, καταφεύγει σε παλαιότερα κοινωνικο-πολιτισμικά πλαίσια. Ένας τέτοιος τρόπος έκφρασης, για παράδειγμα, θα μπορούσε να θεωρηθεί η «μυθική μέθοδος»[2] του Έλιοτ, μία από τις πιο αποτελεσματικές, ή τουλάχιστον ενδιαφέρουσες, μεθόδους αντιμετώπισης αυτού του ζητήματος. Ένας συγκεκριμένος μύθος, με την προϋπόθεση ασφαλώς να τον γνωρίζει έστω στοιχειωδώς ο αναγνώστης, μπορεί να λειτουργήσει ως το μέσο μετάπλασης μια δεδομένης προσωπικής εμπειρίας με τέτοιο τρόπο ώστε αυτή να προσφέρεται με οικεία στοιχεία πρόσβασης σε διαφορετικούς αναγνώστες. Ο καλλιτέχνης μπορεί, έτσι, να προσδώσει μια ενότητα, έστω πλασματική, σε έναν κόσμο από τον οποίο η ενότητα απουσιάζει, να εγκαταστήσει έναν κοινό ιστό ανάμεσα στις διαφορετικές εμπειρίες του ίδιου φαινομένου και συνεπώς να βάλει τάξη στο «άναρχο σύμπαν» του μοντέρνου κόσμου. Κατ’αυτόν τον τρόπο, ένα δεδομένο προσωπικό βίωμα, συναίσθημα ή μια εμπειρία μπορεί να «αντικειμενοποιηθεί», να ξεπεράσει, δηλαδή, το προσωπικό και να υψωθεί σε ένα διυποκειμενικό επίπεδο.

Στον Καβάφη, η κατατμημάτευση του σύγχρονου κόσμου γίνεται αντιληπτή ήδη από το 1896, εποχή των Τειχών.[3] Μάλιστα στο ποίημα αυτό, ο αφηγητής παρουσιάζεται ενήμερος όχι μόνο για τη διάσπαση του κοινωνικού συνόλου, αλλά και για την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να βιώσει μια συγκεκριμένη εμπειρία στην πληρότητά της. Αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, τα «Τείχη» εδώ δεν υπάρχουν για να προσφέρουν προστασία στο άτομο, όπως συνέβαινε στην αρχαία πόλη, ούτε βέβαια, για να προσφέρουν την άνεση και την οικειότητα του δικού του χώρου. Κατά παράδοξο τρόπο, να είσαι εντός σημαίνει να είσαι εκτός, ανήμπορος, δηλαδή, να ζήσεις τη ζωή στην πληρότητά της, αφού δεν έχεις πρόσβαση στις εμπειρίες και στη ζωή που απλώνεται πέρα από τα όρια της πόλης. Εκτός, όμως, από τη διχοτομία ανάμεσα στη ζωή εντός και εκτός των Τειχών, το ποίημα έμμεσα εγκαθιδρύει και μια διχοτομία ανάμεσα στην περίοδο πριν και στην περίοδο μετά την οικοδόμηση των Τειχών. Στην πρώτη, το άτομο είχε, ή πίστευε ότι είχε, πρόσβαση στην πιθανότητα της ολότητας της εμπειρίας. Μπορούσε, ασχέτως αν το έκανε ή όχι, να κινηθεί με άνεση εκεί που δεν μπορεί να κινηθεί τώρα. Μετά την ανέγερση των Τειχών όμως, η πιθανότητα αυτή δεν υπάρχει και έτσι η εμπειρία του θα είναι λειψή και ανολοκλήρωτη. Ο κόσμος του ποιητή (κατ’αναλογία και ο μοντέρνος κόσμος) είναι ένας κόσμος διασπασμένος και κατακερματισμένος. Προσφέρει ένα πλαίσιο ύπαρξης εντός του οποίου, το άτομο θα αναζητά συνεχώς το όλο, αλλά θα έχει πρόσβαση μόνο στο μέρος.

Β

Τη στιγμή που ο Καβάφης είναι ενήμερος γι’ αυτό το πρόβλημα είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε τι είδους τεχνικές έκφρασης υιοθετεί για να το αντιμετωπίσει. Ας σημειώσουμε εξ αρχής ότι η καβαφική επιλογή, αντίθετα από άλλους νεοτερικούς ποιητές, δεν φαίνεται να κατευθύνεται από την αναζήτηση κοινών σημείων αναφοράς, αλλά από την επιδίωξη να αναπαρασταθεί η πραγματικότητα όπως είναι: στιγματισμένη, δηλαδή, από την ύπαρξη διαφορετικών φωνών και οπτικών γωνιών.

Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της καβαφικής αναπαράστασης της πραγματικότητας του μοντέρνου κόσμου είναι το ζήτημα της σύλληψης και ποιητικής απόδοσης της στιγμής, που πολλές φορές, αλλά όχι αποκλειστικά, παρουσιάζεται συνδεδεμένη με ένα συγκεκριμένο ιστορικό περιστατικό. Θα έλεγε μάλιστα κανείς πως η ποιητική αναπαράσταση περιθωριακών ή δευτερευόντων ιστορικών περιστατικών έχει τις περισσότερες φορές στόχο να συλλάβει την πραγματικότητα μιας συγκεκριμένης στιγμής: τα αισθήματα ή τις ενδόμυχες σκέψεις ενός ή περισσοτέρων χαρακτήρων, τις έγνοιες ή τις ανησυχίες τους, ή ακόμη τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται, εσωτερικεύουν, αντιμετωπίζουν ή τοποθετούνται απέναντι σε ένα δύσκολο γεγονός, σε μια ήττα ή σε μια αποτυχία.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ποίημα Εν Σπάρτη,[4] το οποίο αντλεί το υλικό του από τους Βίους Παράλληλους του Πλουτάρχου. Στο δεδομένο ιστορικό περιστατικό, ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης Γ΄, μετά από μια σειρά επιτυχών και ανεπιτυχών πολεμικών επιχειρήσεων, είχε αναγκαστεί να ζητήσει τη βοήθεια του Πτολεμαίου Γ΄για να πολεμήσει τους Μακεδόνες και την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Ο Πτολεμαίος είχε δεχθεί να προσφέρει βοήθεια με την προϋπόθεση να κρατήσει ως εγγύηση στη Αίγυπτο τη μητέρα του βασιλιά της Σπάρτης, Κρατισίκλεια. Το ποίημα δραματοποιεί μια συγκεκριμένη στιγμή σ’αυτό το περιστατικό, τη στιγμή που ο Κλεομένης, αναγνωρίζοντας πως ίσως δεν έχει άλλη επιλογή παρά να υποστεί την εξευτελιστική πρόταση του Πτολεμαίου, προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξή του, προσπαθεί εναγωνίως να βρει τον κατάλληλο τρόπο με τον οποίο θα ανακοινώσει το ταπεινωτικό αίτημα του Πτολεμαίου στη μητέρα του. Το ποίημα μας παρουσιάζει τρεις βασικές οπτικές γωνίες: α) του Κλεομένη, ο οποίος βιώνει τη δεδομένη στιγμή σαν μια στιγμή δισταγμού και αναποφασιστικότητας, β) της Κρατισίκλειας, που με την αποφασιστικότητα και τη γενναιοφροσύνη της προσφέρει τη λύση στο δίλημμα του Κλεομένη και γ) του Πτολεμαίου Γ΄, όπως αυτή παρουσιάζεται διαμεσολαβημένη και σχολιασμένη από την Κρατισίκλεια.

Ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται η συγκεκριμένη στιγμή από τον Καβάφη παραπέμπει σε ένα πολυσύνθετο σημείο χρόνου και χώρου στο οποίο επενεργούν διαφορετικές προοπτικές και το οποίο σημασιοδοτείται και νοηματώνεται από διαφορετικές «φωνές». Η πραγματικότητα της στιγμής αποδίδεται όπως την είδαν ή την έζησαν συγκεκριμένα άτομα. Κατά συνέπεια δεν έχει ένα, αλλά διαφορετικά νοήματα που αντιστοιχούν στον τρόπο με τον οποίο βιώνουν και εκλαμβάνουν τη στιγμή τα άτομα που συμμετέχουν σ’ αυτήν. Οι διαφορετικές, ωστόσο, αυτές σημασιοδοτήσεις του πραγματικού λειτουργούν σχεδόν ανεξάρτητα η μια από την άλλη και γι’αυτό τις περισσότερες φορές δεν μπορούν να ενταχθούν σε μια και μόνο οπτική γωνία. Οι ήρωες των καβαφικών ποιημάτων, όπως είναι φτιαγμένοι, δεν τίθενται, δηλαδή, στην υπηρεσία ενός ενιαίου νοήματος και δεν εξυπηρετούν την ανάδειξη μιας και μόνο ιδέας, ή ενός συναισθήματος. Έχουν τη δύναμη να σημαίνουν από μόνοι τους και κατ’ επέκταση προβάλλουν τις ίδιες αξιώσεις και απαιτούν τις ίδιες δικαιοδοσίες στη νοηματοδότηση του πραγματικού που έχει και ο ποιητής. Μπορεί, πολλές φορές, από ένα ποίημα να αναδύεται κάποια προτίμηση ή κάποιος θαυμασμός της φωνής της αφήγησης για τη στάση που υιοθετεί ένας δεδομένος χαρακτήρας, η στιγμή, ωστόσο, δεν σημασιοδοτείται αποκλειστικά και μόνο από την παρουσία αυτού του χαρακτήρα, όπως δεν σημασιοδοτείται αποκλειστικά και μόνο από κάποια άλλη φωνή του ποιήματος. Καμμιά από τις φωνές, συμπεριλαμβανομένης και της φωνής του ποιητή, δεν πριμοδοτείται με μια προνομιακή θέση. Ο ποιητής και οι ήρωές του αποτελούν ισότιμα μέλη στη διαδικασία νοηματοδότησης του πραγματικού. Ο ρόλος του ποιητή, έτσι, περιορίζεται στην οικοδόμηση ενός περιγράμματος εντός του οποίου διαφορετικές συνειδήσεις και διαφορετικοί κόσμοι συναντιούνται και εμπλέκονται σε ένα διάλογο.

Ο χρονότοπος [5] της στιγμής λειτουργεί με εξαιρετικά περίπλοκο τρόπο. Στα χρονικά όρια του συγκεκριμένου ιστορικού περιστατικού στο οποίο αναφέρεται ένα ποίημα, η πραγματικότητα εκπέμπει σήματα που εκλαμβάνονται διαφορετικά από διαφορετικά άτομα. Επιτρέπει, δηλαδή, σε διαφορετικούς χαρακτήρες να δουν ή να βιώσουν μόνο κάποιες πλευρές της, ανάλογα με τη θέση τους στο χώρο και στο χρόνο αλλά και ανάλογα με την προσωπικότητα ή την ιδιοσυγκρασία τους. Η πολυφωνία της στιγμής διαπερνά επίσης και τους χαρακτήρες τους ίδιους. Τα αντίρροπα αιτήματα της στιγμής όπως τα βιώνει ένας ήρωας γεννούν άλλες φωνές που ακούγονται εντός της συνείδησής του. Οι νοηματοδοτήσεις, ωστόσο, αυτών των φωνών (είτε λαμβάνουν χώρα στον εσωτερικό, είτε στον εξωτερικό κόσμο ενός υποκειμένου) δεν παραμένουν στατικές και ακινητοποιημένες στο χρόνο. Ταξιδεύουν στις διαφορετικές εποχές κατά τις οποίες ενδέχεται να αναγνωστεί το ποίημα και συνεπώς απλώνονται στους διαφορετικούς χρονότοπους της εκάστοτε ανάγνωσης. Παράλληλα, όμως, άλλα νοήματα και άλλες πραγματικότητες έρχονται στη στιγμή από το παρελθόν αλλά και από το μέλλον. Πρόκειται εδώ κυρίως για τα στοιχεία εκείνα που αποσιωπούνται στα ποιήματα και τα οποία, λιγότερο ή περισσότερο, εμπλέκονται στα διαδικασία της ανάγνωσης: η βιογραφία των χαρακτήρων, τα περιστατικά που προηγήθηκαν ή που ακολούθησαν, τα κείμενα από τα οποία αντλεί το υλικό του ο ποιητής και φυσικά οι ευαισθησίες και οι προτιμήσεις των διαφορετικών αναγνωστών.

Η στιγμή συνιστά έτσι έναν χρονότοπο διασταύρωσης και διά-δρασης φυγόκεντρων και κεντρομόλων νοηματώσεων που επενεργούν στο ίδιο χρονικό σημείο: φωνών που απλώνονται από το δεδομένο σημείο σε άλλους τόπους και χρόνους, αλλά και φωνών που επιστρέφουν από διαφορετικά σημεία στο συγκεκριμένο χρονότοπο. Δεν έχουμε, επομένως, στον Καβάφη τη συνηθισμένη ενότητα του ποιήματος, όπου τα επί μέρους στοιχεία στηρίζουν τον ίδιο νοηματικό άξονα και εξυπηρετούν την ανάδειξη μιας κεντρικής ιδέας. Δεν έχουμε καν ένα και μόνο νοηματικό άξονα, αλλά διαφορετικά κέντρα που εκπέμπουν και δέχονται σήματα. Το μόνο ίσως στοιχείο που συγκροτεί την ενότητα του εκάστοτε ποιήματος είναι ο χρονότοπος της στιγμής, που ανάλογα με το που θα σταθούμε και πως θα κοιτάξουμε την καβαφική ποίηση μπορεί να είναι: η στιγμή του συγκεκριμένου γεγονότος, η στιγμή της δημιουργικής διαδικασίας, ή ακόμη η στιγμή της ανάγνωσης. Η ματιά του ποιητή, λοιπόν, δεν απλώνεται από ένα σημείο στο χώρο προς μια και μόνη κατεύθυνση, αλλά από ένα χρονικό σημείο σε διαφορετικές κατευθύνσεις στο χώρο και στο χρόνο, με αποτέλεσμα το νόημα των ποιημάτων του να παραμένει ανοιχτό σε νέες αναγνωστικές προσεγγίσεις.

Γ

Η πολυφωνική ενορχήστρωση των καβαφικών ποιημάτων λειτουργεί ακόμη πιο περίπλοκα στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες συνυφαίνεται με τον ειρωνεία. Συχνά πυκνά, στις περιπτώσεις αυτές, όπως λόγου χάριν συμβαίνει στο ποίημα Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης,[6] ένας δεδομένος χαρακτήρας παρουσιάζεται από δύο ή περισσότερες οπτικές γωνίες, οι οποίες προβάλλουν διαφορετικές εκφάνσεις της προσωπικότητάς του, διαμορφώνοντας έτσι για τον αναγνώστη το ερώτημα της πραγματικής υπόστασης αυτού του χαρακτήρα. Όταν κοιτάξουμε συγκριτικά τις εκδοχές του συγκεκριμένου ήρωα (πράγμα άλλωστε που μας καλούν να κάνουμε τα ίδια τα ποιήματα) βλέπουμε ότι όλες οι εκδοχές οικοδομούν ή παραπέμπουν σε μια νοηματική ένταση ανάμεσα σε αυτό που ίσως πραγματικά είναι ο δεδομένος χαρακτήρας και στον τρόπο με τον οποίο εκλαμβάνεται από κάποιους άλλους, ή ανάμεσα στις διαφορετικές προσλήψεις του χαρακτήρα του ήρωα όπως αυτές εκφράζονται από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες στο ποίημα. Η εκάστοτε, λοιπόν, οπτική γωνία σ’αυτά τα ποιήματα λειτουργεί με διπλό τρόπο. Αφενός παρουσιάζει μια εκδοχή ενός συγκεκριμένου προσώπου και αφετέρου δημιουργεί μια ειρωνική απόσταση ανάμεσα σε ένα «φαίνεσθαι»και σε ένα «φαινομενικό είναι». Κάθε μία από τις εκδοχές αυτές προβάλλεται με την αξίωση της γνώσης του αληθινού ήρωα. Όλες μαζί όμως λειτουργούν με τέτοιο τρόπο, ώστε η μία να ακυρώνει την ισχύ της άλλης. Με την κυκλική αυτή αλληλοαναίρεση το «είναι»της εκάστοτε οπτικής γωνίας μετατρέπεται σε «φαίνεσθαι»,[7] με αποτέλεσμα στο τέλος να μην επιβιώνει κανένας καταφατικός ισχυρισμός, πέρα από την κατάφαση της απουσίας του όλου.

Με την ειρωνική υπονόμευση αυτού που κάθε φορά θεωρείται ως αληθές, ο Καβάφης, ωστόσο, δεν στοχεύει να πλήξει την απάτη του «φαίνεσθαι» για να αποκαλύψει τη βεβαιότητα του «είναι», να φανερώσει, δηλαδή μιαν απόλυτη αλήθεια, στη βάση ενός λογικού επιχειρήματος ή σε αντιστοιχία με κάποια «αντικειμενικά στοιχεία». Ούτε επιδιώκει να μας οδηγήσει σε ένα προνομιακό σημείο θέασης από το οποίο να μπορούμε να δούμε, αν όχι όλη την αλήθεια, τουλάχιστον μία, συγκριτικά με τις άλλες οπτικές γωνίες, πληρέστερη εικόνα του αντικειμένου καθεαυτού.

Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, βέβαια, ως «όλο», ως το αντικείμενο καθεαυτό, βρίσκεται εκεί. Τον βλέπει ή νομίζει πως τον βλέπει κανείς για ένα απειροελάχιστο χρονικό διάστημα, για μια φευγαλαία στιγμή, τη στιγμή της ειρωνικής ακύρωσης. Εκείνη τη στιγμή σαν να αναδύεται μέσα από τα συντρίμμια η θολή του εικόνα όπως πραγματικά είναι. Σαν να την πλησιάζουμε έστω για λίγο γιατί βρισκόμαστε, ως αναγνώστες, στο πλαίσιο μιας υποδηλούμενης ολότητας. Η στιγμή της καταστροφής υπαινίσσεται το πράγμα καθεαυτό, γιατί διαμορφώνει την προσδοκία πως μέσα από την αναίρεση της εκάστοτε αναπαράστασης θα αποκαλυφθεί η ορθή εκδοχή του όλου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το «όλο» αναδύεται ως πιθανότητα ύπαρξης. Το βλέπουμε όμως για πολύ λίγο, τόσο όσο αρκεί να πιστέψουμε πως μάλλον υπάρχει, αλλά και τόσο όσο δεν αρκεί για να το δούμε καθαρά στην πληρότητά του. Πριν προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε τις πραγματικές του διαστάσεις γίνεται πάλι σκόνη και χάνεται. Το μόνο που κερδίζουμε είναι η αίσθηση ότι μάλλον υπάρχει, χωρίς όμως να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά και χωρίς να ξέρουμε πως και ποιο ακριβώς είναι.[8]

Πέρα όμως από την έμμεση αναφορά στο «όλο», η ειρωνική απόσταση που οικοδομούν αυτά τα ποιήματα, έχει μια δεύτερη εξίσου σημαντική λειτουργία, εφόσον υποδηλώνει ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι συνδέεται πάντα με μια δεδομένη οπτική γωνία και συνεπώς προκύπτει από τη διά-δραση της ανθρώπινης διάνοιας με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Ωστόσο, επειδή αυτό που γνωρίζουμε δεν είναι ποτέ ταυτόσημο με το αντικείμενο το ίδιο, η γνώση αυτή θα είναι αναπόφευκτα ελλιπής και προβληματική. Έτσι, μολονότι μπορεί να έχουμε την πεποίθηση ότι γνωρίζουμε το πραγματικό, αυτό που όντως γνωρίζουμε δεν είναι τίποτε άλλο από μια ατελή μιμητική αναπαράστασή του. Κάθε τρόπος ή μεθοδος σύλληψης του πραγματικού είναι, μέσα από αυτή την προοπτική, ένα διάτρητο δίχτυ. Πάντα θα διαφεύγει κάτι. Τη στιγμή, όμως, που η γνώση μας για τα πράγματα είναι πάντα μια γνώση σε-σχέση-σε-μας, είναι επόμενο πως θα είναι παγιδευμένη στο πεδίο του ειρωνικού. Ο Καβάφης που φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει το πρόβλημα δεν έχει ίσως άλλη επιλογή παρά να εγγράψει αυτή την προβληματική στον τρόπο με τον οποίο αναπαριστά μια δεδομένη πραγματικότητα, να παρουσιάσει, δηλαδή, και ταυτόχρονα να αποσταθεροποιήσει διαφορετικές αντιλήψεις γι’αυτήν και κατ’αυτόν τον τρόπο να μας ωθήσει σ’αυτό που σκέφτεται κι όχι σ’αυτό που λέει.

Καθώς, όμως, προβληματίζει τη βεβαιότητα του νοήματος ανοίγει συνάμα την προοπτική ενός πλουσιότερου νοήματος με τρόπο ίσως απρόσμενο και ασυνήθιστο. Με την ειρωνεία ο Καβάφης μας οδηγεί σε μια γνώση για το αντικείμενο καθεαυτό με τη μέθοδο της αντιστροφής, ανάλογη με την ειρωνεία των πλατωνικών διαλόγων. Παρακάμπτει την κατά μέτωπον επίθεση για να επιτεθεί στο αντικείμενό του με μια κυκλοειδή κίνηση, με μια προσπάθεια να φωτισθεί το αντικείμενο καθεαυτό από διαφορετικές ακόμη κι αντικρουόμενες οπτικές γωνίες. Πρόκειται για μια ματιά που κινείται από τη μία οπτική γωνία στην άλλη, περνώντας έτσι τον αναγνώστη από τα διαφορετικά σημεία της περιφέρειας μιας έλλειψης,[9] από τα οποία μπορεί να κοιτάξει προς το κέντρο του νοήματος, να βρθεί πλησιέστερα ή μακρύτερα από αυτό, χωρίς όμως ποτέ να μπορέσει να ταυτισθεί μαζί του ή να συλλάβει την ολότητά του. Αυτός είναι ο δεύτερος σημαντικός τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι οπτικές γωνίες στον Καβάφη.

Δ

Και στις δύο περιπτώσεις που παρουσιάσαμε παραπάνω, η αναπαράσταση του πραγματικού με βάση τις ενδεχόμενες οπτικές γωνίες λειτουργεί με παραπλήσιο τρόπο. Η βασική της λειτουργία είναι πως το νόημα των ώριμων καβαφικών ποιημάτων δεν περιορίζεται και δεν ακινητοποιείται σε μια κεντρική ιδέα, αλλά ανοίγεται σε διαφορετικές αναγνωστικές ανάγκες και προσδοκίες. Επιμένοντας στην πολυφωνική αναπαράσταση του πραγματικού, αποσταθεροποιώντας με την ειρωνεία εκείνο που κάθε φορά εκλαμβάνεται ως αληθές, αλλά και εγγράφοντας την προβληματική του περί αναπαράστασης του πραγματικού στα ποιήματά του, ο Καβάφης προσφέρει σε αναγνώστες που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικο-πολιτισμικές σφαίρες διαφορετικά σημεία πρόσβασης στο έργο του. Με το πέρασμα από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες ανοίγονται για τον αναγνώστη δύο βασικές επιλογές. Η πρώτη είναι η πανοραμική θεώρηση των υπαρκτών επιμέρους σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στις οπτικές γωίες και στο καθεαυτό αντικείμενο. Ο αναγνώστης μπορεί να αποκομίσει ό,τι έχουν να του προσφέρουν οι διάφορες οπτικές γωνίες και συνάμα να είναι ενήμερος για τα μειονεκτήματά τους. Η δεύτερη επιλογή του αναγνώστη είναι να τοποθετηθεί σε ένα από τα σημεία της περιφέρειας της έλλειψης ή της σφαίρας που διαγράφουν οι οπτικές γωνίες, υιοθετώντας μια από αυτές. Μπορεί έτσι να θαυμάσει έτσι σε κάποιον χαρακτήρα τη στάση που δεν μπορεί να κρατήσει ο ίδιος, ή ακόμη να ελπίσει αφού κάποτε υπήρξαν άνθρωποι με τη μεγαλοθυμία ή τη στωικότητα αυτών των χαρακτήρων. Και σ’αυτή την περίπτωση όμως, δεν του επιτρέπει να έχει την ψευδαίσθηση πως γνωρίζει το όλο. Τον αποτρέπει από κάτι τέτοιο, γιατί του δείχνει πως αν το κάνει πέφτει στο πεδίο της απλοϊκής και μονοδιάστατης οπτικής γωνίας την οποία η ειρωνεία και η πολυφωνία προσπαθούν να υπονομεύσουν. Το αφήνει έτσι να υιοθετήσει μια δεδομένη σκοπιά, προσφέροντάς του όμως την επίγνωση ότι αυτή φωτίζει μόνο μια πλευρά του όλου αντικειμένου.

Το νόημα, έτσι, στον Καβάφη δεν είναι μονοδιάστατο, ούτε διασφαλισμένο στο πεδίο της βεβαιότητας. Κι αυτό γιατί ο ποιητής αναγνωρίζει πως, παρα την όποια ανάγκη ενός σταθερού νοήματος, αναζητώντας αυτό το σταθερό νόημα κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε σε ένα κλειστό σύστημα αντίληψης και στη μεροληψία μιας δεδομένης οπτικής γωνίας. Ο λοξός τρόπος της ειρωνείας και η συστηματική χρήση της πολυφωνίας είναι δύο από τις βασικές μεθόδους που επιστρατεύει για να ξεπεράσει αυτόν τον κίνδυνο. Είναι τα μέσα με τα οποία αντιμετωπίζει το ζήτημα του διαφεύγοντος όλου, γιατί του δίνει την ευκαιρία να παραπέμψει έμμεσα σε αυτό, αλλά και γιατί έτσι χειραγωγεί την πλάνη της δογματικής γνώσης. Με τις μεθόδους αυτές αντιστέκεται στην αλαζονεία και στην έπρση του ισχυρισμού που διεκδικεί το «απόλυτο νόημα», γιατί ο ίδιος ξέρει να μην συγχέει την υποκειμενική γνώση της χρονικότητας με το καθεαυτό της αιωνιότητας. Γι’αυτό άλλωστε μας οδηγεί επίμονα στην απώλεια, καλλιεργεί τη δυσπιστία και μας υποχρεώνει να σκεφτούμε. Με τις τεχνικές αυτές μας φέρνει κοντά σε μια διαφορετική αλήθεια, ίσως χρησιμότερη από την αλήθεια του μονοσήμαντος συστήματος κοσμοαντίληψης, αλλά όχι στην αλήθεια. Πάντα όμως μας ωθεί παραπέρα.

Ο Καβάφης χτίζει, έτσι, μια ποίηση στην οποία το νόημα είναι και δεν είναι εκεί, ή όπως επιτυχημένα επισημαίνει ο Σεφέρης, μια ποίηση που προσφέρει «τη συγκίνηση που θα είχαμε από ένα άγαλμα που δεν είναι πια εκεί που ήταν εκεί, το είδαμε, και το έχουν τώρα μετατοπίσει.»[10] Ο ποιητής ξέρει, επομένως, να υπόσχεται ένα οριστικό και πλήρες νόημα, το οποίο όμως αρνείται να ακινητοποιηθεί, όσο κι αν η γραφή του διαβεβαιώνει πως είναι εκεί. Παίζοντας αυτό το κρυφτό με τον αναγνώστη, ο Καβάφης ανοίγει την ποίησή του σε μελλοντικές ερμηνειες και προσεγγίσεις. Γίνεται όπως ο ίδιος είχε ειρωνικά προβλέψει στο γνωστό «Αυτοεγκώμιό του» του, ο «ποιητής των μελλουσών γενεών»...

 

 

[1] Στο γνωστό «[Αυτοεγκώμιο]», ο ποιητής σημειώνει «Ο Καβάφης, κατά τη γνώμη μου, είναι ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών. Εκτός από την ιστορική, ψυχολογική και φιλοσοφική αξία του, η λιτότητα του ύφους του, που εγγίζει ενίοτε τον λακωνισμό, ο ζυγισμένος ενθουσιασμός του που ελκύει προς τη διανοητική συγκίνησι, η ορθή φράσις του, αποτέλεσμα μιας αριστοκρατικής φυσικότητος, η ελαφρά ειρωνεία του, αντιπροσωπεύουν στοιχεία που θα εκτιμήσουν ακόμη περισσότερο οι γενεές του μέλλοντος ». Κ. Π. Καβάφη, Ανέκδοτα Πεζά Κείμενα, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος Φέξη, 1963, σ. 83-85. Οι υπογραμμίσεις δικές μας.

[2] Βλ. T. S. Eliot, Selected Prose, (F. Kermode επ.), London, Faber and Faber, 1975, σ. 175-178.

[3] Κ. Π. Καβάφης, Άπαντα Ποιητικά, Αθήνα, Ύψιλον, 1990, σ. 8.

[4] Κ. Π. Καβάφης, ό.π., σ. 169. Τα παραδείγματα, βέβαια, αφθονούν. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στο Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον (αυτόθι, σ. 49), όπου ο Αντώνιος πρέπει να αναμετρηθεί με τη στιγμή της ύψιστης αποτυχίας, στη Σατραπεία (αυτόθι, σ. 45), όπου έχουμε τη στιγμή κατά την οποία ο ήρωας ξανασκέφτεται και αποτιμά την απόφασή του να συνεργαστεί με τους Πέρσες, στο Ο Ιωάννης Καντακουζινός Υπερισχύει (αυτόθι, σ. 147), τη στιγμή κατά την οποία, ο πρωταγωνιστής συλλογίζεται τις συνέπειες της απόφασής του να προσεταιριστεί το «κόμμα ... της Άννας» και στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς (αυτόθι, σ. 57-8), τη στιγμή της τελετής των δωρεών. Στο επίπεδο της ποιητικής, το ζήτημα αυτό τίθεται ίσως με τον πιο σαφή και χαρακτηριστικό τρόπο στο ποίημα ο Δαρείος (αυτόθι, σ. 123-4), όπου ο ποιητής Φερνάζης απασχολείται ακριβώς με την ποιητική σύλληψη και απόδοση των συναισθημάτων του Δαρείου Υστάσπου κατά τη συγκεκριμένη στιγμή που παραλαμβάνει την βασιλεία.

[5] Για την έννοια του χρονότοπου βλ. M. Bakhtin, The Dialogic Imagination: Four Essays, (C. Emerson & M. Holquist μτφ.), (M. Holquist επ.), University of Texas Press, Minneapolis & London, 1981 και M. Bakhtin, Problems of Dostoevsky’s Poetics, (C. Emerson μτφ. και επ.), Minneapolis, University of Minnesota Press, 1993.

[6] Κ. Π. Καβάφης, ό.π., σ. 173.

[7] Βλ. Και R. Beaton, “C. P. Cavafy: Irony and Hellenism”, Slavonic and Eastern European Review, τομ. 59, 4(Οκτ. 1981), σ. 519 και Ch. Robinson, C. P. Cavafy, Bristol Classical Press, Bristol, 1988. Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως η ένταση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι»και στο «φαινομενικό είναι»διαπερνά αρκετά καβαφικά ποιήματα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ποιημάτων που συνδυάζουν το ζήτημα αυτό με την υπόσταση ενός συγκεκριμένου ατόμου αποτελούν τα: Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ. (αυτόθι, σ. 178-80) και Μέρες του 1896 (αυτόθι, σ. 162). Το τελευταίο ειδικότερα, όπως και ο Ηγεμόνας, θέτει το ερώτημα της πραγματικής υπόστασης ενός νέου, αντιπαραβάλλοντας τρεις οπτικές γωνίες. Κι εδώ, όμως, η μία οπτική γωνία σκοντάφτει στην άλλη: η άποψη της κοινωνίας στην άποψη μιας φωνής που υπερασπίζεται την επιλογή του νέου να θέσει πάνω «απ’ την τιμή, και την υπόληψί του» «της καθαρής σαρκός του την καθαρή ηδονή» και η αποφασιστικότητα της φωνής στην υποδηλούμενη οπτική γωνία του ίδιου του νέου, για τον οποίο το ποίημα δεν μας διαφωτίζει ως προς το πως βιώνει την αντιπαράθεση ανάμεσα στις κοινωνικές απαιτήσεις και τις προσωπικές του επιθυμίες. Η διαφορά με τον Ηγεμόνα είναι ότι εδώ δηλώνεται ρητά πως η εκδοχή της φωνής δεν διεκδικεί την αποκλειστικότητα της γνώσης του αληθινού νέου, αλλά συνιστά μια οπτική γωνία, ανάμεσα σε άλλες: «Μια άποψις άλλη υπάρχει που αν ιδωθεί από αυτήν/φαντάζει συμπαθής φαντάζει, απλό και γνήσιο του έρωτος παιδί». Κι εδώ, όμως, η κατακλείδα του ποιήματος φαινομενικά μόνο δίνει μια οριστική απάντηση στο ερώτημα. Στην πραγματικότητα διαιωνίζει το δίλημμα κοινωνία-επιθυμία κι έτσι συμβάλλει καθοριστικά στην πολυσημία του ποιήματος.

[8] Ίσως σ’αυτή τη φευγαλαία στιγμή να οφείλεται η επιτυχημένη διατύπωση του Σεφέρη πως τα ποιήματα του Καβάφη «τραβούν τη συγκίνηση δια του κενού. ... δείχνουν τη συγκίνηση που θα είχαμε από ένα άγαλμα που δεν είναι πια εκεί που ήταν εκεί, το είδαμε και το έχουν τώρα μετατοπίσει. Αλλά δείχνουν τη συγκίνηση.» (Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, τομ Α΄, Αθήνα, Ίκαρος, 1981, σ. 348-9). Η άποψη αυτή, όπως άλλωστε σημειώνει ο Σεφέρης, προέρχεται από τον Π. Βλαστό, ο οποίος κάποια χρόνια πριν τον Σεφέρη είχε παρατηρήσει για την καβαφική ποίηση: «Βάθρα μας δείχνει επιγραμματικά μα που τους λείπουν τ’αγάλματά τους. Γυρεύει να μας συγκινήσει με το άδειο, να μας αρχαιολογήσει με τα μαρμαρένια συντρίμμια που τα παράτησε ορφανά η δόξα της πλαστικής μορφής». (Π. Βλαστός, Ο Καβάφης ο Στωικός», Η Ελληνική και Μερικές Άλλες Παράλληλες Διγλωσσίες, Αθήνα, Εστία, 1934, σ. 188.)

[9] Έλλειψη: “το γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει από την τομή κυλίνδρου σε επίπεδο μη κάθετο προς τον άξονά του.» (Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., 1998, σ. 595.)

[10] Γ. Σεφέρης, ό.π., σ. 348-9.