Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Σόνια Ιλίνσκαγια

Έλληνες μαντατοφόροι της ρωσικής λογοτεχνίας

Η ανακοίνωσή μου στηρίζεται στην πολύχρονη συλλογική έρευνα με τους φοιτητές μου και τους υποψήφιους διδάκτορες στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Καρπός της ο τόμος Η ρωσική λογοτεχνία στην Ελλάδα. 19ος αιώνας, που πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα»[1]. Περιέχει καταλόγους μεταφράσεων της ρωσικής λογοτεχνίας, των δοκιμίων περί ρωσικής λογοτεχνίας και των σημειωμάτων και αναφορών (πιο σπαρταριστός ο τελευταίος - αναβιώνει την ατμόσφαιρα της εποχής καθώς συμπεριλαμβάνει ατόφια κείμενα των σχετικών δημοσιευμάτων). Παραπλεύρως υπάρχουν εκτενές ανθολόγιο και συνοδευτικά ερμηνευτικά δοκίμια.

Στην πορεία των ερευνών μας πιστεύω πως καταρρίψαμε μερικές αστήρικτες πάγιες αντιλήψεις. Αποδείξαμε πως η προβολή της ρωσικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα αρχίζει νωρίς, με τα πρώτα κιόλας βήματα των λογοτεχνικών εντύπων, και οφείλεται όχι μόνο και όχι τόσο στις δυτικές πηγές (Αναφέρω ενδεικτικά τους ισχυρισμούς ότι οι Ρώσοι κλασικοί συγγραφείς «δεν μπόρεσαν να περάσουν τα ελληνικά γλωσσικά σύνορα παρά μόνο μ’ ένα γαλλικό, αγγλικό ή γερμανικό διαβατήριο»[2]), αλλά στον καταπληκτικό άθλο των συνδεδεμένων με τη Ρωσία Ελλήνων. Θα ξεχωρίσω εδώ μερικά μόνο συμπεράσματα της έρευνάς μας, επιχειρώντας να παρουσιάσω ένα μοντέλο της διαπολιτισμικής επικοινωνίας που, νομίζω, μπορεί να προκαλέσει γενικότερο ενδιαφέρον.

Το σημείο εκκίνησης είναι η σύσταση του ελληνικού κράτους, τα παράθυρα που φροντίζει ν’ ανοίξει προς την Ευρώπη, κατ’ αρχήν με δυτικό προσανατολισμό. Αποκεί έρχεται και η πρόκληση για στροφή «προς Ανατολάς», αφού στα μέσα του αιώνα η θριαμβευτική ανά τον κόσμο πορεία της ρωσικής λογοτεχνίας συνειδητοποιείται πια ως γεγονός καθολικής εμβέλειας. Από τη Δύση λοιπόν (προ πάντων από τη Γαλλία) καταφθάνουν στην Ελλάδα οι μεταφράσεις ρωσικών έργων, που αξιοποιούνται από τα περιοδικά κυρίως έντυπα με έναν ιδιόμορφο όμως τρόπο που σαφώς δεν αποσκοπεί παρά στην προσφορά των «ωφέλιμων και τερπνών» αναγνωσμάτων. Λ.χ. η τόσο έγκυρη Πανδώρα δημοσιεύει τα διηγήματα του Α. Πούσκιν «Η χιονώδης θύελλα» και της Ε. Γκαν «Τζαλλαλεδδίν» (1850), καθώς και το μυθιστόρημα του Λέρμοντωφ Ο ήρωας του καιρού μας (1862, ως ρωσσικά διηγήματα) χωρίς να αναφέρει τα ονόματα των συγγραφέων. Δεν υπήρχε πρόθεση ουσιαστικής γνωριμίας με τη λογοτεχνία του Άλλου, δεν έγιναν οι συστάσεις, δεν πραγματοποιήθηκε η επαφή.

Μελετώντας τον ελληνικό περιοδικό τύπο του 19ου αιώνα, βρίσκουμε συχνά πικρές διαπιστώσεις για την αδράνεια της ελληνικής πλευράς που δεν αξιοποιεί και δεν συνεχίζει την παράδοση των πολιτισμικών σχέσεων με τη Ρωσία. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απαισιόδοξα. Φτάνει να υπολογίσουμε τα πρόδρομα και πολύ αξιόλογα αυτόνομα ανοίγματα προς τη Ρωσία, όπως του περιοδικού Αποθήκη των Ωφελίμων και Τερπνών Γνώσεων (1847-1949, στην ακμάζουσα τότε Σύρο), όπου στη ρωσική λογοτεχνία δόθηκε μεγάλη και συστηματική προβολή χάρη στον εκδότη Ιάκωβο Γ. Πιτζιπίο (είχε ζήσει σε πολλά κοσμοπολίτικα κέντρα, μεταξύ άλλων και στην Οδησσό) και στον Κωνσταντίνο Τζορμπαντζόγλου (ή Τσορβατζόγλου) που αναφέρεται στον κατάλογο των συγγραφέων της Αποθήκης ως «πρώην Καθηγητής της Τουρκικής εν τω εν Πετρουπόλει Σχολείω των Ανατολικών Γλωσσών». Σ’ εκείνον ανήκει όλη η παρουσίαση της ρωσικής λογοτεχνίας στις σελίδες της Αποθήκης, που, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής, γίνεται ανώνυμα[3]. Το εναρκτήριο δοκίμιο «Περί Ρωσσικής Φιλολογίας» είναι ενδεικτικό της επόμενης πορείας. Η έμφαση δίνεται «εις την εποχήν των σπαργάνων» της ρωσικής γραμματείας που επηρεάστηκαν άμεσα από τον βυζαντινό πολιτισμό. Τονίζεται η πολιτισμική συγγένεια και η ανάγκη για μια καλύτερη γνωριμία.
Είναι φυσικό σε φάση έντονης αναζήτησης της εθνικής αυτογνωσίας και αυτοπεποίθησης το ενδιαφέρον να στρέφεται και στις χώρες, με τις οποίες η Ελλάδα είχε παλιές πατροπαράδοτες σχέσεις που επανεξετάζονται και ενσωματώνονται στον σχηματιζόμενο τώρα ενιαίο κορμό της εθνικής ιστορίας. Μεγάλο εκδοτικό γεγονός θα αποτελέσει η μνημειώδης έκδοση της Ιστορίας της Ρωσικής Αυτοκρατορίας του Νικόλαου Καραμζίν σε μετάφραση του Κ.Σ. Κροκιδά[4], που ολοκληρώθηκε στο διάστημα 1855 - 1859. Ας σημειώσουμε ότι λίγο πριν (1853) κυκλοφόρησε σε πρώτη σύντομη μορφή η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κ. Παπαρρηγόπουλου και η πλήρης εξάτομη έκδοση ακολούθησε αμέσως μετά τον Καραμζίν (1860-1872). Στην πυρετώδη ατμόσφαιρα της διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης, στον αναβρασμό ποικίλων ιστορικών, ιδεολογικών, πνευματικών προβληματισμών το έργο του Καραμζίν είχε αισθητή παρουσία στην τράπεζα συζητήσεων: οι κατάλογοί μας καταγράφουν σημαντικό αριθμό σχετικών ανταποκρίσεων με άρθρα και αναφορές.

Επιστρέφοντας στο καθαρά λογοτεχνικό πεδίο, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι οι πρώιμες επιλογές της Αποθήκης αποδείχτηκαν πολύ εύστοχες και κατά κάποιον τρόπο προφητικές. Ο Πούσκιν και ο Κριλόφ, που συνέβαλαν αποφασιστικά στις ριζικές μεταρρυθμίσεις των αρχών του 19ου αιώνα με καθιέρωση στη ρωσική λογοτεχνία της καθομιλουμένης και, παράλληλα, με τη ρεαλιστική κριτική προσέγγιση της εθνικής πραγματικότητας, θα τυχαίνουν στον ελληνικό πνευματικό χώρο όλο και πιο προσεκτικής ανάγνωσης από πολλές και αξιόπιστες μεταφράσεις που θα γίνονται από το πρωτότυπο. Θα αναγνωριστούν ως εθνικοί ποιητές της Ρωσίας, όταν η ελληνική κριτική όλο και πιο επίμονα θα προβληματίζεται για το ρόλο που μπορεί και οφείλει να παίξει η λογοτεχνία στα εθνικά δρώμενα και για την πρωτεύουσα σημασία της καθομιλουμένης ως γλώσσας της λογοτεχνίας. Η υποδοχή και η αποδοχή του Άλλου γίνεται, ως συνήθως, κάτω από το πρίσμα των εγχώριων ζητούμενων.

*

Στο σημείο αυτό νομίζω πως έχει νόημα να διαχωρίσουμε (προς ευκολία της ανάλυσης) δύο ρεύματα – των ελληνικών φιλολογικών κειμένων και των ρωσικών λογοτεχνικών (μεταφρασμένων) έργων. Το γεγονός ότι ο κατάλογός μας των δοκιμίων είναι πολύ πιο ισχνός από τον κατάλογο των μεταφράσεων, δηλώνει μια κάποια αμηχανία από την ελληνική πλευρά της κριτικής προσέγγισης στη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία. Την επισημαίνει στο γράμμα του προς την Πανδώρα[5] ένας εθελοντής, ο Σ.Μ. Κέπετζης, από τους «περί Κερδώον» ασχολούμενους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, που έμαθε τα ρωσικά για επαγγελματικούς λόγους, διάβασε όμως «συγγράμματα διάφορα πρωτοτύπως εν τη γλώσση ταύτη γεγραμμένα» και εκφράζει την απορία του πώς οι διαμένοντες στη Ρωσία Έλληνες λόγιοι «δεν εφρόντισαν να καταστήσωσι γνωστήν και παρ’ ημίν την ξένην ταύτην φιλολογίαν δια μεταφράσεων των κατ’ αυτήν αριστουργημάτων ή και της Γραμματολογίας αυτής». Προσφέρει μάλιστα τη συνδρομή του – δύο χαρακτηριστικά για τη θεματική επιλογή του κείμενα: «Βίος του Ρώσσου μυθογράφου Κροιλώφ» και «Εποχή της εισαγωγής του Χριστιανισμού εν Ρωσσία»[6], τεκμηριωμένα με αναφορές στη ρωσική βιβλιογραφία.

Ως σοβαρές δοκιμιακές προσφορές που εμφανίζονται από τη δεκαετία του 1870, πρέπει να ξεχωρίσουμε το δοκίμιο του Στέφανου Καραθεοδωρή «Περί Ρωσσικής Φιλολογίας», καθώς και την αρθρογραφία του Κ.Α. Παλαιολόγου και του Θ.Α. Βελλιανίτη. Ο πρώτος, Στέφανος Καραθεοδωρή, επιφανής διπλωμάτης της Υψηλής Πύλης, διετέλεσε γραμματέας και έπειτα επιτετραμμένος της οθωμανικής πρεσβείας στην Πετρούπολη. Εγκαταλείποντας τη Ρωσία, έδωσε το 1871 στην Κωνσταντινούπολη διάλεξη που δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου της Πόλης[7]. Πρόκειται για την πρώτη στα ελληνικά γράμματα συνοπτική σκιαγράφηση της ιστορίας της ρωσικής λογοτεχνίας που φτάνει μέχρι τα πλέον πρόσφατα, τους κορυφαίους πεζογράφους του 19ου αιώνα. Είναι φανερό ότι αξιοποιεί γαλλικές πηγές, δεν λείπουν λάθη και ανακρίβειες, νιώθεται ωστόσο μια βιωμένη αντίληψη για τα περίπλοκα προβλήματα της πνευματικής ζωής στη Ρωσία και τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της λογοτεχνίας της. Κάνουν λ.χ. εντύπωση οι απροσδόκητα τολμηρές παρατηρήσεις του πως «η φιλολογία εν Pωσσία έλαβε ροπήν όλως κοινωνικήν. Άπαντες οι ρώσσοι ποιηταί του δεκάτου εννάτου αιώνος εισίν εν ταυτώ εχθροί αμείλικτοι και κατήγοροι των καθεστώτων· έκαστος εξ αυτών εθεμελίωσε την δόξαν του μαχόμενος κατά του ψεύδους, της διαφθοράς και υπέρ του κοινού καλού, ούτω δε και τα ρωσσικά γράμματα ελάμβανον χροιάν κατά το μάλλον ή ήττον επαναστατικήν».

Γέννημα και θρέμμα της ελληνικής παροικίας της Οδησσού είναι ο δεύτερος δοκιμιογράφος Κ.Α. Παλαιολόγος, λόγιος με ιστορικά και λογοτεχνικά ενδιαφέροντα, συνεργαζόμενος στις δεκαετίες 1870-1880 με πολλά ελληνικά έντυπα. «Ο λόγιος και φιλόπατρις ούτος κύριος πολλαχώς συντελεί εις πάντα αγαθόν υπέρ Ελλάδος σκοπόν εκ της εν Οδησσό διαμονής του και τα χρήσιμα πάντοτε ανακοινεί ημίν», αποτιμούσε την δραστηριότητά του ο σχολιαστής της Εφημερίδος του Κορομηλά (12.1.1878), έχοντας υπόψη κυρίως την αρχειακή σειρά «Ρωσικά περί Ελλάδος Έγγραφα», που ο Παλαιολόγος από το 1877 μέχρι και το 1883 δημοσίευε στον Παρνασσό. Θα προσθέσουμε εδώ τη μεγάλη πραγματεία του «Ο εν τη Νοτίω Ρωσία Ελληνισμός. Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς»»[8], καθώς και τα λογοτεχνικά - τα σημαντικά μελετήματά του «Ο Ρώσος ποιητής Πούσκιν ως φιλέλλην εξεταζόμενος»[9] και «Η αρχαία ρωσσική φιλολογία και η επ’ αυτής επιρροή του βυζαντινισμού»[10]. Από τις μεταφράσεις του επιλέγουμε τη συλλογή διηγημάτων του Πούσκιν, που κυκλοφόρησε το 1872 στην Ερμούπολη Σύρου (ήταν η δεύτερη αυτοτελής έκδοση του Πούσκιν στην Ελλάδα[11], η πρώτη με μετάφραση «εκ του Ρωσσικού»), και πρώτες, σύμφωνα με τις καταγραφές μας, μεταφράσεις στην Ελλάδα του Τουργκένιεφ (1881, 1882).

Ο τρίτος δοκιμιογράφος Θ. Βελλιανίτης είχε δυναμικές επιδόσεις στην εκλαΐκευση της ρωσικής λογοτεχνίας. Έφηβος πήγε στους συγγενείς του στη Ρωσία, ολοκλήρωσε εκεί τις εγκύκλιες σπουδές του, έμαθε καλά τη γλώσσα, απέκτησε αρκετές γνώσεις για τη ρωσική ιστορία και λογοτεχνία και όταν γύρισε στην Ελλάδα, μέσω της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας, διατήρησε με τη Ρωσία συνεχή ζωντανή επαφή. Ανάμεσα στους πολύ αξιόλογους μεταφραστές της ρωσικής λογοτεχνίας, τους οποίους θα αναφέρουμε σε λίγο, ξεχώριζε με τις δοκιμιακές του εργασίες για τους Πούσκιν, Τουργκένιεφ, Οστρόφσκι, αλλά και τον αγαπημένο του Νάντσον (τον είχε γνωρίσει και είχε μεταφράσει ποιήματά του), καθώς και με ένα εκτενές συνοπτικό του κείμενο (διάλεξη στον «Παρνασσό») «Σύγχρονος Ρωσική Φιλολογία»[12].

Βαδίζοντας στη γραμμή που χάραξε ο Καραθεοδωρή (χωρίς να τον μνημονεύει), ο Βελλιανίτης τονίζει την «κοινωνιστικήν ροπήν» που έλαβε η ρωσική λογοτεχνία: «Οι συγγραφείς γενόμενοι κατήγοροι των κοινωνικών και πολιτικών καθεστώτων και αμείλικτοι εχθροί αυτών, εθεμελίωσαν εις το έργον τούτο την δόξαν των, και συνέδεσαν την ύπαρξίν των προς την πολιτικήν αναγέννησιν της πατρίδος των. Εγένοντο επαναστάται και μάρτυρες της ιερωτέρας ιδέας, και εδώ δέον να ζητήση τις το μυστήριον της φανατικής λατρείας του ρωσσικού λαού προς τους συγγραφείς του». Η δυναμική του ανάμιξη στα ελληνικά – πολιτικά και λογοτεχνικά – δρώμενα[13] τον ωθεί να προβαίνει σε συγκρίσεις με αντίστοιχα ελληνικά δεδομένα, να αποκομίζει διδάγματα, να κατακρίνει τα οικεία κακώς κείμενα. Επικαλείται την γνώμη του Βογκυέ πως «ίνα αναζωογονηθή η γαλλική φιλολογία, δέον να λάβη νέους χυμούς εκ της ρωσσικής». Και συμπεραίνει: «Αν τούτο θεωρείται απαραίτητον διά την πλουσίαν γαλλικήν φιλολογίαν, δύνασθε να φαντασθήτε, πόσον δύναται να αποβή ωφέλιμος διά την λιποψυχούσαν ημετέραν, ήτις όμως έχει ενώπιόν της πλούσιον μεταλλείον τον εθνικόν βίον και τας εθνικάς παραδόσεις, αίτινες δύνανται και εν τω δράματι και εν τω διηγήματι και εν τη ποιήσει να επιδράσωσι και παρ’ ημίν, όπως αλλαχού, επί της κοινωνικής και πολιτικής αναπλάσεως της ημετέρας πατρίδος».

Ιδιαίτερη θέση σ’ αυτό το χώρο κατέχει ο Ε.Δ. Ροΐδης με το δοκίμιό του «Ο Δοστογέφσκη και το έργον του Έγκλημα και Τιμωρία», που προλόγιζε στην Εφημερίδα του Κορομηλά την ανώνυμη μετάφραση του Παπαδιαμάντη.

Δίπλα στα λιγοστά πράγματι δείγματα ελληνικής δοκιμιογραφίας έρεε μια συνεχής ενημέρωση για τρέχοντα λογοτεχνικά γεγονότα, αντλούμενη κυρίως από δυτικά λογοτεχνικά έντυπα. Μέσα σ’ αυτό το ρεύμα εντοπίζονται μερικά πολύ κατατοπιστικά δημοσιεύματα όπως λ.χ. το πρώτο φιλολογικό κείμενο (ανώνυμο, μετάφραση «εκ του Γαλλικού»[14]) με παρουσίαση των λογοτεχνικών εξελίξεων στη Ρωσία στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, επικεντρωμένη στους Πούσκιν, Λέρμοντωφ και Γκόγκολ. Από την δεκαετία του 1880, με την εισαγωγή στην Ελλάδα των μεγάλων ρώσων πεζογράφων (Τουργκένιεφ, Ντοστογέφσκι, Τολστόι), αρκετές δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις αποκτούν σοβαρό περιεχόμενο.

Εντυπωσιακή η προβολή του Τουργκένιεφ που προωθήθηκε σημαντικά από την πλούσια ειδησεογραφία για τον θάνατό του στη Γαλλία (1883), για την προσωπικότητά του και το έργο του. Τα διηγήματα και οι νουβέλες του θα πλημμυρίσουν τα ελληνικά έντυπα. Η Εστία που προηγήθηκε με τρία διηγήματα της συλλογής του Ημερολόγιο ενός κυνηγού, στη μικρή ανώνυμη εισαγωγή την εντάσσει στο κλίμα που καλλιεργούσε η άνοδος της ελληνικής ηθογραφίας: «…ο συγγραφέας περιγράφει σκηνάς του ρωσσικού βίου, παρουσιάζων εις τον αναγνώστην εν τη ποικιλία των επεισοδίων άτινα εκτίθησιν, εικόνα ζωηροτάτην όσο και αληθή των ηθών και αισθημάτων του ρωσσικού λαού. Ύφος αφελές και έντονον, ακρίβεια παρατηρήσεως και δύναμις περιγραφική είνε τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά των έργων του Τουργκένιεφ, άτινα και δια τούτο πολύ εκτιμώνται απανταχού της Ευρώπης»[15]. Λίγα χρόνια αργότερα, παράλληλα με την θριαμβευτική ανάδειξη του λογοτεχνικού έργου του Τολστόι, στον καθημερινό κυρίως τύπο θα έχει μόνιμη παρουσία ο Τολστόι στοχαστής, ηθικός ηγέτης. Ενδεικτικός ο τίτλος μιας ανταπόκρισης: «Μια γνώμη που την περιμένει όλος ο κόσμος» (Ακρόπολις, 10.4.1899).

*

Αν στον τομέα της ενημέρωσης και της κριτικής προσέγγισης της ρωσικής λογοτεχνίας οι δυτικές πηγές προσέφεραν υπολογίσιμες υπηρεσίες, στο χώρο της μετάφρασης αναμφισβήτητη πρωτιά ανήκει στους Έλληνες, που διέμεναν στη Ρωσία ή είχαν μ’ αυτήν στενούς δεσμούς. Αναλάμβαναν ως αποστολή της ζωής τους την προβολή της ρωσικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα με μεταφράσεις απευθείας από το πρωτότυπο. «…δεν ειμπορείτε να φαντασθήτε την αγανάκτησίν μου, όταν βλέπω Ρωσσικά έργα, μεταφραζόμενα εις την γλώσσαν μας όχι εκ του Ρωσσικού αλλ’ εκ μεταφράσεων ξένων. Νομίζω, ότι μου κλέπτουν τους θησαυρούς μου. Μερικοί ξένοι μεταφράζουν τόσον επιπολαίως», σημειώνει ο Αγαθοκλής Κωνσταντινίδης, ένας από τους πιο δόκιμους μεταφραστές της ρωσικής ποίησης, πεζογραφίας και δραματουργίας. «Οι Ρώσσοι είνε εις όλα μεγάλοι· εις την φιλολογία, εις την ποίησιν, εις την μουσικήν, εις την καλλιτεχνίαν εν γένει, εις τον όγκον, εις όλα, εις όλα. Αλλά τι πλούτος φιλολογίας, ικανός να καταπλημμυρίση την υφήλιον όλην, να τέρψη, να διδάξει, να συγκινήση πάσας και πάντας»[16]. Πρόκειται για συνειδητή επιθυμία διαμεσολάβησης που φέρει τελικά πολύ γόνιμους καρπούς και ευτυχώς βρίσκει γενναία αναγνώριση.

Να μνημονεύσουμε κατ’ αρχήν τους δύο Έλληνες εκπαιδευτικούς της νότιας Ρωσίας - τον Aδαμάντιο Xαραμή Λέριο και τον Xαράλαμπο Bουλόδημο. Ο πρώτος χρημάτισε δάσκαλος στην οικογένεια Σκαραμαγκά στο Tαγκανρόγκ και έπειτα διευθυντής στο ελληνικό κοινοτικό σχολείο της πόλης. Ο δεύτερος διετέλεσε διευθυντής της Ελληνεμπορικής Σχολής της Οδησσού. Και οι δυο μετέφραζαν Πούσκιν. Οι μεταφράσεις του πρώτου κυκλοφόρησαν το 1887 στην Αθήνα, του δεύτερου τον επόμενο χρόνο στην Οδησσό[17].

Θα σταθούμε όμως ειδικά σε τρεις πάλι Έλληνες μαντατοφόρους της ρωσικής λογοτεχνίας, που σημείωσαν τη μεγαλύτερη επιτυχία. Είναι οι Π.Α. Αξιώτης, Α. Κωνσταντινίδης και ο Θ. Βελλιανίτης.
Ο πρεσβύτερος, Παναγιώτης Α. Αξιώτης (1840-1918), τελειώνοντας το γυμνάσιο, πήγε στη νότια Ρωσία για να ασχοληθεί με το εμπόριο σιτηρών. «Τόσο νέος, όταν ξεκίνησε, χωρίς μια λέξη ρωσική…», διαβάζουμε στις τρυφερές σελίδες που του αφιερώνει στο βιβλίο της Το σπίτι μου η εγγονή του Μέλπω Αξιώτη. Μυήθηκε όμως γρήγορα στα ρωσικά γράμματα και από το 1879 αρχίζει να στέλνει τις μεταφράσεις του στα ελληνικά περιοδικά. Διακρίθηκε με τη απόδοση των μύθων του Κριλώφ. «Απαράμιλλος μυθογράφος του αιώνος ημών», γράφει η Εβδομάς για τον Ρώσο ποιητή και διαπιστώνει πως ο «ευστοχώτατος» μεταφραστής τον «κατέστησεν ήδη γνωστόν και προσφιλή εις το Ελληνικόν κοινόν»[18]. Το 1892 ο Αξιώτης θα προχωρήσει σε μια συγκεντρωτική έκδοση: I.A. Kριλώφ. Mύθοι. Kατά μετάφρασιν Π.A. Aξιώτου. Eκδίδοντος Aγαθοκλέους Γ. Kωνσταντινίδου. Eν Aθήναις 1892. «… και μόνον δια του έργου του τούτου θα κατέκτα θέσιν περίβλεπτον εν πάση φιλολογία», εκτιμά την προσφορά του η Εβδομάς[19].

Η εξαιρετική δημοτικότητα που γνωρίζουν στην Ελλάδα οι μύθοι του Κριλώφ[20], αναμφίβολα υποστηρίζεται από την άνοδο της ελληνικής ηθογραφίας, από τη στροφή του ενδιαφέροντος στα ήθη και τα έθιμα του λαού, στις πολιτισμικές ρίζες του τόπου. Πέρα όμως από την αναγνώριση πως οι μύθοι του Κριλώφ είναι «πλούτος και συγκεφαλαίωσις της δημώδους σοφίας», «η φιλολογική ενσάρκωσις του εθνικού πνεύματος της Ρωσίας», γίνεται κατανοητή και πιστευτή και η άλλη διαπίστωση για τη σατιρική τους διάσταση: «πολλάκις προσεγγίζουσι προς την πολιτικήν σάτυραν, πλήττουσι τολμηρώς τας κοινωνικάς καταχρήσεις». Στους μύθους του Κριλώφ, όπως στα αρχέτυπα, θα καταφεύγει η ελληνική κριτική σκέψη, προκειμένου να στιγματίσει κάποια οικεία δεινά.
Από άλλες δημοφιλείς μεταφράσεις του αναφέρουμε ενδεικτικά το δράμα Βορίς Γοδουνώφ του Πούσκιν και το ποίημα του Λέρμοντωφ Δαίμων. Και οι δύο μεταφράσεις κυκλοφόρησαν στην Αθήνα σε αυτοτελείς εκδόσεις το 1893 και το 1895 αντίστοιχα.

Ο έτερος της ισχυρής τριάδας των ρωσομαθών μεταφραστών είναι ο Αγαθοκλής Κ. Κωνσταντινίδης (1854-1920). «Λόγω της κατά την νεότητά του μακράς του διαμονής εν Ρωσία, γράφει γι’ αυτόν στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ο Τέλλος Άγρας, εξέμαθε τελείως την ρωσικήν», καθώς και τη ρωσική λογοτεχνία, την οποία «εφιλοδόξησε να γνωρίση εις την γενέτειραν εκ των πρωτοτύπων κειμένων...» Από το 1892 διετέλεσε διερμηνέας της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα και από το 1902 υποπρόξενος της Ρωσίας στον Πειραιά.

Χάρη σ’ αυτόν οι Έλληνες αναγνώστες είχαν επιτέλους τη δυνατότητα να γνωρίσουν πληρέστερα το έργο του Πούσκιν – ποιήματα, διηγήματα, δραματικά. Ήταν ένα εντυπωσιακά πλατύ άνοιγμα που μπορεί να συγκριθεί με την πολύ περισσότερο γνωστή προβολή που θα κάνει από τις αρχές του 20ού αιώνα της πεζογραφίας και τη δραματουργίας του Τσέχωφ.
Προς τη δραματουργία έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία. Ανάμεσα στις τραγωδίες του Πούσκιν και τα θεατρικά του Τσέχωφ μεσολάβησαν το 1893 η μετάφραση της κωμωδίας του Γκόγκολ Παντρολογήματα (για την παράσταση «δια πρώτην φοράν από ελληνικής σκηνής» στο θέατρο Τσόχα[21]) και το 1895 το δράμα του Λ. Τολστόι Το Κράτος του Ζόφου. Ή «Πιάστηκε από το νύχι – χάθηκε όλο το πουλί» (Ανατύπωσις εκ του μηνιαίου περιοδικού Παρνασσού). «Η απαράμιλλος, η μοναδική μετάφρασις του κ. Αγαθοκλέους Κωνσταντινίδη, ο οποίος τόσον πιστώς και τόσον καλλιτεχνικώς απέδωκε την γλώσσαν του χωρικού», έγραψε ο Γρ. Ξενόπουλος (Παναθήναια, 31.1.1902, 264), όταν η «Νέα Σκηνή» ανέβασε Το κράτος του Ζόφου. «Αριστουργηματική» την χαρακτήρισε αργότερα και ο Τέλλος Άγρας.

Παρόμοιους επαίνους είχε εισπράξει και ο Θεόδωρος Βελλιανίτης (1863-1934). Έκανε ορμητική εμφάνιση τη δεκαετία 1880 με τον αέρα του πρωτοπόρου που ανακαλύπτει μια άγνωστη ήπειρο, και η αντίληψη πως έτσι ήταν τα πράγματα εντοπίζεται ακόμα και στις μέρες μας, λ.χ. στο λήμμα ενός βιογραφικού λεξικού: «Υπήρξε επίσης ο πρώτος που γνώρισε στο ελληνικό κοινό με άρθρα, διαλέξεις και μεταφράσεις την άγνωστη ως τότε ρωσική λογοτεχνία», επανάληψη της παλαιότερης διατύπωσης του αντίστοιχου λήμματος στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια.

Σε σύγκριση με τους άλλους δύο συναδέλφους του στο ρωσικό πεδίο είχε μεγαλύτερη εμβέλεια και κινητικότητα: ενώ υστερούσε σε όγκο και στη συστηματικότητα της μεταφραστικής δουλειάς, υπερτερούσε, όπως ήδη σημειώσαμε, στο δοκίμιο (όπου οι άλλοι έμπαιναν σπάνια και με δισταγμό) και σε δημόσια παρουσία. Αδιαφιλονίκητη επιτυχία του ήταν η πρώτη καταγραμμένη από την έρευνά μας μετάφραση στα ελληνικά του Ντοστογέφσκι – του διηγήματος «Το δέντρον των Χριστουγέννων και γάμος» (Ακρόπολις, 24.12.1886). Στο σύντομο σημείωμα που το συνόδευε, ο μεταφραστής δικαίως υπογράμμιζε ότι ο Ρώσσος συγγραφέας, «εις των υπάτων ψυχολόγων του αιώνος», αναγνωρισμένος «πανταχού εν Ευρώπη», είναι τελείως άγνωστος στην Ελλάδα. Για τα Χριστούγεννα του 1889 θα δώσει στην Ακρόπολη μετάφραση ενός άλλου διηγήματός του «Δια τα καϋμένα τα παιδάκια. Η γιόλκα του Χριστού» (Ακρόπολις, 16.12.1889)), προτρέποντας στον πρόλογο τον αναγνώστη για δραστική ανταπόκριση στο κοινωνικό μήνυμα που εκπέμπεται: «Ας διαβασθή, ας ξαναδιαβασθή το διηγημάτιον του Δοστογιέφσκη, δια να συγκινηθούν και αι πέτραι, δια να νιώση η κοινωνία μας ότι πρέπει να πάρη υπό την προστασία της τα άπορα παιδιά…».

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Βελλιανίτης έγραψε μια μεγάλη σειρά από Ρωσικές Αναμνήσεις (Ακρόπολις, 1886-1887) που φιλοδοξούσαν να σχηματίσουν ένα πολύπτυχο πανόραμα της ρωσικής ζωής, και πλήθος ανταποκρίσεις από τα δημοσιογραφικά του ταξίδια, όπως λ.χ. μια άλλη σειρά - «Κριμαϊκαί εντυπώσεις» ( Εφημερίς, 1892).

*

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με την εισροή στην Ελλάδα σημαντικού αριθμού κλασικών έργων της ρωσικής λογοτεχνίας αρχίζει και η οικειοποίησή τους από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Ο κατάλογος «Κριτικά σημειώματα και αναφορές» αποτυπώνει αρκετές στιγμές βιωμένων προσεγγίσεων, καθώς και τη διαδικασία της συγκριτικής συμπαράθεσης με τα πάτρια που, ως συνήθως, αποβαίνει γόνιμη. «Αγαπώ πολύ τους Ρώσσους συγγραφείς και τους μεταφραστάς τους θεωρώ ευεργέτας μου», έγραφε στις 16 Νοεμβρίου 1896 στη στήλη της αλληλογραφίας ο ανώνυμος συντάκτης της Φιλολογικής Ηχούς εν Κωνσταντινουπόλει.

 

 

[1] Σόνια Ιλίνσκαγια. Εποπτεία έρευνας, επιμέλεια. Η ρωσική λογοτεχνία στην Ελλάδα. 19ος αιώνας. Αθήνα (Ελληνικά Γράμματα), 2006.

[2] Γιώργος Βελουδής, Παράταιρα, Μελέτες-Κριτικές-Επιφυλλίδες, Αθήνα (Δωδώνη), 1995, σελ. 65-66.

[3] Στοιχείο επιβεβαίωσης μας έδωσε στην πορεία των ερευνών μας το δοκίμιο του Στέφανου Καραθεοδωρή «Περί Ρωσσικής Φιλολογίας». Ανακοινώθηκε στη ΣΠΔ’ συνεδρίαση του ΕΦΣΚ στις 26.4.1871 και δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά του Συλλόγου: Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος (1872). Εκεί (σ. 77) σημειώνεται πως συνεργάτης της Αποθήκης, που δημοσίευσε στις σελίδες της «εξαίρετες» μεταφράσεις του Κριλώφ, «ο κ. Κ. Τσορβατζόγλου βυζάντιος εχρημάτισεν επί πολλά έτη καθηγητής εις την εν Πετρουπόλει Ακαδημίαν των ανατολικών γλωσσών», ενώ προηγουμένως (σ. 71) του αποδίδεται και η ανώνυμη μετάφραση από τον Πούσκιν.

[4] Για το χρονικό της έκδοσης, την αξιολόγηση της μετάφρασης και την απήχηση του έργου βλ. το ειδικό δοκίμιο της Όλγας Αλεξανδροπουλου «Η Ιστορία του Καραμζίν. Η παρουσίαση και η αποδοχή της στην Ελλάδα» (Η ρωσική λογοτεχνία στην Ελλάδα. 19ος αιώνας, σελ. 393-412).

[5] Πανδώρα, τ. 15, τχ. 337, 1.4.1864, σελ. 7.

[6] Πανδώρα, 1.4.1864, σελ.7-9 και 15.6.1864, σελ. 185-188.

[7] Βλ. την υποσημείωση 3.

[8] Παρνασσός, 1881, τ. 5, τχ. 5-7.

[9] Παρνασσός, 1879, τ. 3, τχ. 2, σελ.159-165. Σχετικά με το θέμα του φιλελληνισμού του Πούσκιν, που έθεσε ο Παλαιολόγος, βλ. Σ. Ιλίνσκαγια, «Ο φιλελληνισμός του Πούσκιν και η ελληνική αξιολόγησή του» (Η ρωσική λογοτεχνία στην Ελλάδα. 19ος αιώνας, σελ. 445-456).

[10] Έσπερος, 1882, τ. 1, τχ. 21-26.

[11] Η πρώτη – νουβέλα Η κυρία του Δόρατος (Δάμα της Πίκας), «μεταφρασθείσα εκ της Γαλλικής μεταφράσεως του Π. Μεριμέ υπό Τ.Ν.Γ.» - κυκλοφόρησε το 1855 στην Πάτρα.

[12] Παρνασσός, 1889, τ.12, τχ. 5, σελ. 253-274.

[13] Εκτός από δημοσιογράφος (σε όλα τα σημαντικά έντυπα της εποχής) και λογοτέχνης με πλούσιο έργο, υπήρξε και πολιτευτής – βουλευτής, αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός.

[14] Ευτέρπη, 1851, τ. 4, τχ. 45, σελ. 1073-1077.

[15] Εστία, 1883, τ. 15, τχ. 382, σελ. 257.

[16] Αγαθοκλής Κωνσταντινίδης, «Δυο λόγια για τη Ρωσσική Φιλολογία», Φιλολογική Ηχώ, 1896, τχ. 20, σελ. 159.

[17] α) Αδαμαντίου Χαραμή Λερίου. Έργα ανέκδοτα. Τ. Α΄. Περιέχων μεταφράσεις εκ των ποιημάτων του Ρώσσου ποιητού Αλεξάνδρου Πούσκιν. Αθήνα 1887. β) Αλεξάνδρου Σεργιάδου Πούσκιν. Εκλεκτών Ποιημάτων Μετάφρασις υπό Χαραλάμπους Βουλοδήμου, Καθηγητού. Τ. Α΄. Εν Οδησσώ, 1888.

[18] Εβδομάς, 1889, τ. 6, τχ. 21, σελ. 9.

[19] Εβδομάς, 1892, τ. 9, τχ. 27, σελ. 10.

[20] Βλ. σχετικά: Σ. Ιλίνσκαγια, «‘‘Εις Ρώσσος μυθογράφος’’ στην Αθήνα» (Η ρωσική λογοτεχνία στην Ελλάδα. 19ος αιώνας, σελ. 413-423).

[21] Θα εκδοθεί το 1901 από τη Βιβλιοθήκη Μαρασλή, όπως και το άλλο θεατρικό σε δική του πάλι μετάφραση - Ο γάμος του Κρετσίνσκι του Α. Σούχοβο-Κομπίλιν. Ας σημειώσουμε επίσης ότι στον Κωνσταντινίδη ανήκει και η πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα του Γκόγκολ-πεζογράφου με το διήγημα «Η άμαξα» (1890).