Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Günther S. Henrich

Η παλαιότερη ελληνική παράφραση βολταιρικού έργου, ο Μέμνων (1766), και o Έλληνάς της ποιητής

Αποτελεί σήμερα communis opinio το ότι και η ελληνική ποιητική παράφραση του βολταιρικού διηγήματος Memnon γράφτηκε από τον πολυΐστορα Ευγένιο Βούλγαρη.[1] Εάν όμως κάποιος είχε διαβάσει οτιδήποτε άλλο έργο του Βούλγαρη, από την περιοχή της φιλοσοφίας ή των θετικών επιστημών, και αν έπειτα έπιανε στα χέρια του την παράφραση του βολταιρικού Mέμνονα που βγήκε ανώνυμη αλλά επισυνημμένη στη 2η έκδοση της Βοσπορομαχίας του "Senior Momars"[2] (Βενετία 1792, τυπογραφείο Δημ. Θεοδοσίου), θα ήταν εντελώς αδύνατο να υποθέσει πως ο παραφραστής και ο συγγραφέας εκείνου του επιστημονικού βιβλίου είναι το ίδιο πρόσωπο: κάθε υφολογική σύγκριση θα κατέληγε στο καθαρό συμπέρασμα ότι οι συγγραφείς των δύο ελληνικών κειμένων αποτελούν δύο σαφώς ξεχωριστά άτομα, εφόσον απλούστατα η γλώσσα των δύο έργων είναι διαφορετικότατη. Δηλαδή, ενώ στα επιστημονικά συγγράμματα του Βούλγαρη χρησιμοποιείται αρχαΐζουσα λόγια γλωσσική μορφή που τείνει συχνά προς τα αττικά, η παράφραση του Memnonείναι γραμμένη σε κομψή νεοελληνική καθομιλουμένη του 18ου αιώνα, βασισμένη στις ποικιλίες της Κωνσταντινούπολης και νησιών του Ιονίου, με λίγα μόνο λόγια στοιχεία γενικής χρήσης.

Φυσικά ακόμα λιγότερο ο υποθετικός μας φίλος της ελληνικής λογοτεχνίας του Διαφωτισμού θα μπορούσε να πιστέψει ότι οι μεταφράσεις του Βεργιλίου που εκπόνησε o Boύλγαρης σε προχωρημένη ηλικία (Γεωργικά 1786, Αινειάδα 1791/92) και η παράφραση του Μέμνονα προέρχονται από τον ίδιο συγγραφέα, διότι οι δύο μεταφράσεις έγιναν όχι μόνο σε ομηρίζουσα γλώσσα αλλά και στον αρχαίο εξάμετρο, ενώ ο Μέμνων σε 426 δημώδεις ομοιοκατάληκτους 15σύλλαβους 'πολιτικούς' στίχους.

Θα ανυπομονείτε ήδη και θα θέλατε να μάθετε πώς γνωρίζουμε ότι - παρά τα τόσα βιβλία του Βούλγαρη σε λόγια ή σχεδόν αρχαία γλώσσα - ο ίδιος ήταν πραγματικά και ο παραφραστής του Μέμνονα. Όσο ξέρω, συστηματική απάντηση δε δόθηκε ακόμα· γι' αυτό θα προσπαθήσω να τη βρω: Ώς εδώ λόγος έγινε μόνο για τη δεύτερη έκδοση της Βοσπορομαχίας και του τυπωμένου μαζί ελληνόγλωσσου Μέμνονα. Στην πρώτη όμως έκδοση (Λιψία[3] 1766) ο λόγιος άντρας κρύβεται λιγάκι πίσω από τα αρχικά Ε.Β. στο τέλος του ενός προλόγου για τη Βοσπορομαχία τού ξένου. Γεννιούνται βέβαια δύο ερωτήματα, α) εάν τα αρχικά αυτά πρέπει αποκλειστικά να σημαίνουν Ευγένιος Βούλγαρις[4], και β) αν και ο παραφραστής τού βολταιρικού διηγήματος απαραιτήτως ήταν ο ίδιος με το συγγραφέα του προλόγου της Βοσπορομαχίας. Τρεις λόγοι δίνουν αναμφισβήτητα καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα:

  1. Την ίδια χρονιά, το 1766, ο Κερκυραίος λόγιος εξέδωσε, μάλιστα επίσης στη Λιψία, και τη δική του Λογική.
  2. πιο σπουδαίο - εκείνη την εποχή δεν υπήρχε στην ίδια πόλη κανένας άλλος Έλληνας μ' εκείνα τα αρχικά, ο οποίος θα ήταν ικανός για τέτοια εκδοτική (και ενδεχομένως, προκειμένου για το Μέμνονα, παραφραστική) εργασία.
  3. Και πολύ αργότερα ακόμη ο Βούλγαρης χρησιμοποίησε την ίδια συντομογραφία του ονόματός του σε τίτλους άλλων συγγραμμάτων του.

Αλλά και για τη δεύτερη ερώτηση υπάρχουν τρία επιχειρήματα:

  1. Στο Μέμνονα αναγράφεται ως όνομα του Γάλλου συγγραφέα το Ουολταίρος και στη σύγχρονη μ' αυτό το ποίημα Λογική το ακόμα πιο επιτηδευμένο Ουολταΐριος.Αυτούς τους τύπους με την - αδικαιολόγητη - αρχαιότερη ελληνική μεταγραφή ΟΥ για το κλασικό λατινικό προφωνηεντικό V [w] μεταχειρίστηκε, αντί της μεταγραφής Β του γαλλικού V [v], όσο γνωρίζω, μόνον ο Βούλγαρης.
  2. Γλωσσική ανάλυση του ελληνικού Μέμνονα δείχνει ότι ο παραφραστής συνδυάζει κυρίως εφτανησιώτικα και πολίτικα γλωσσικά στοιχεία· αυτό το σημείο ας το διαπραγματευτούμε παρακάτω λεπτομερέστερα.
  3. Ο Βούλγαρης εφάρμοσε στο τέλος του Μέμνονα ένα σύστημα απόκρυψης του ονόματος του ποιητή, το οποίο είχε πολύ μεγάλη έκταση στον ελληνικό έμμετρο λόγο και που το ονόμασα 'κρυπτοσφραγίδα': Στους τελευταίους στίχους (421-26) έτσι βγαίνει δύο φορές Ο ΕΥΓΕΝΙΟΣ (σε κατιούσα και ανιούσα κρυπτοσφραγίδα). Δυστυχώς εδώ δε θα έφτανε η ώρα για να εξηγήσω αυτό το σύστημα απόκρυψης του ονόματος του συγγραφέα, το οποίο διαπίστωσα πρώτα στο Μανόλη Λιμενίτη (παλαιότερα: Εμμ. Γεωργηλλάς, 15ος αιώνας) και εξέθεσα ήδη σε μερικά άρθρα.[5]

Δίνω τώρα για το 2ο σημείο της απόδειξης ότι κάποιος Επτανήσιος που είχε ζήσει επίσης στην Κωνσταντινούπολη και στη Βόρεια Ελλάδα ήταν ο παραφραστής τού Μέμνονα, τα ιδιωματικά στοιχεία του ποιήματος, τα οποία - καθώς θα δούμε - αντανακλούν επακριβώς τα διάφορα στάδια της βιογραφίας του Βούλγαρη σ' ελληνικούς τόπους, πριν εγκατασταθεί στη Λιψία. Παίρνω ως βάση για το κείμενο την έκδοση της Μισμαγιάς από την Άντεια Φραντζή, όπου συμπεριλαμβάνεται και ο Μέμνων.[6]

Α. Φωνητικά:

Α 1. Ζακυθινή απουσία της συνίζησης σε δημοτικές λέξεις – λογαριάζονται μόνον όσα λεξήματα δεν έχουν δίπλα τους λόγιο αντίστοιχο (πάντα χωρίς συνίζηση):

Στ. 35β "και τα καλά κρασία"
219β "φθορά πολλών σπιτίων"
370β "αυτής της φαμιλίας"
(Και οι τρεις λέξεις στα τέλη στίχων ομοιοκαταληκτούν με τους λόγιους τύπους συνοδ<ε>ία, εκ θεμελίων, επ' αληθείας αντίστοιχα.) Η μη πραγματοποίηση της συνίζησης του προφωνηεντικού τονισμένου [i] αποτελεί αρχαϊσμό ιδιαίτερα χαρακτηριστικό του ιδιώματος της Ζακύνθου[7], όπου ο Βούλγαρης πέρασε την παιδική του ηλικία.

Α 2. Προθετικό [a-]σε δύο ρήματα, φαινόμενο επίσης εφτανησιώτικο:

Στ. 103β "Ένα μου υποστατικόν, λέγ', είχε μ' ασηκώσει" και
133α "Και πάλιν ασηκώνει τα"
377β "Αληθινά μονόμματος έχεις να απεράσης"και
416α"πως όλα απερνούν καλά".
Ένα απέρασεν βρίσκουμε και σε γράμμα του Βούλγαρη προς το Ζακυθινό του εξάδελφο παπα-Δημήτρι(ο)[8] - πρέπει να συμπληρωθεί εδώ πως και οι ιδιωτικές του επιστολές συχνά περιλαμβάνουν αρκετή δόση δημοτικών και μάλιστα ιδιωματικών στοιχείων.[9] Ο Σολωμός έχει την παραλλαγή απέρασε, στην Ανάμνησι, στ. 5.[10] Ήδη ο Ζήσης Δαούτης, ο οποίος επιμελήθηκε την 3η έκδοση του Μέμνονα (Βιένη 1818)[11], αισθάνθηκε ιδιωματικό το ασηκώνω και αφαίρεσε το α- και στα δύο χωρία γράφοντας στο στ. 103 "... είχε με σηκώσει", και στον 133 "Και πάλιν δε [= όμως] σηκώνει τα".

Α 3. Το εφτανησιώτικο και ηπειρώτικο ρηματικό πρόθεμα ματα- (αντί μετα-):

Στ. 193α "πιε, ματαπιέ κι ακόμη πιε, και άλλο ένα πάλιν".
A 4. 'Βόρεια', μη επτανησιακή, στένωση ('κώφωση') του άτονου [ε] > [i]:
Μόνο στο ουσ. σιρ(γ)ιάνι, στ. 76 και 227, < σερ(γ)ιάνι (< τουρκ. seyran) – ο Δαούτης τη μία φορά γράφει σεργιάνι, την άλλη αντικαθιστά το "κάνουν εκεί σιριάνι"με το "εκεί περιπατούσιν". (Ο ίδιος ο Βούλγαρης στο στ. 280 έχει τον κοινό τύπο σεριανίζει.) Είναι γνωστό πως ο πολυΐστορας κατά τα νεανικά του χρόνια έμεινε κυρίως στην Ήπειρο (Άρτα και ιδίως Γιάννινα), το 1737-38, από το 1742 ώς το '46 και πάλι στα 1749-52. Ενδιάμεσα (1747-48) ήταν σχολάρχης στην Κοζάνη, τόπο επίσης με βόρειο φωνηεντισμό.[12]

Β. -οι και ως κατάληξη της ον. πληθυντικού αρχαίου πρωτόκλιτου ουσιαστικού:

Στ. 325β Σατράποι – εδώ αυτός ο τύπος χρειάζεται στο συγγραφέα από ανάγκη της ρίμας, γιατί ο επόμενος στίχος λήγει στη λέξη ντουλάπι. Πρόκειται βέβαια για έντονα ιδιωματική κατάληξη, χαρακτηριστική για τα ελληνικά της Μακεδονίας (και ορισμένων Κυκλάδων). Σε άλλο χωρίο, στο εσωτερικό του στ. 339, απαντά φυσικά το παραδοσιακό Σατράπαι. Μπορούμε, νομίζω, να το θεωρήσουμε πιθανόν ότι ούτε το σιρ(γ)ιάνι (Α 4.) ούτε το Σατράποι θα υπήρχαν στο κείμενο, αν δεν είχε περάσει ο Βούλγαρης δεκατρία περίπου χρόνια στην Ήπειρο και την Κοζάνη.

Γ. Μεταβατικά ρήματα, τα οποία στη σημερινή κοινή είναι αμετάβατα:

Υπάρχουν 12 τέτοιες περπτώσεις στο Μέμνονα· περιορίζομαι σε 3 παραδείγματα:
Στ. 37α "Με φθάνει να ενθυμηθώ"
109α "Εσύ με φαίνεσ' άνθρωπος" – ο Δαούτης 'διορθώνει' εδώ με το αρχαίο μοί !
131α "Λαλεί τον η Αρχόντισσα".
Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει τα βόρεια και βορειοανατολικά νεοελληνικά[13] και ήταν ιδιαίτερα εμφανές στην Κωνσταντινούπολη, όπου έζησε ο Βούλγαρης επίσης κάμποσα χρόνια, πριν από τη μετοίκησή του στη Λιψία (1764).

Δ. Χαρακτηριστικό λεξιλόγιο:

Δ 1. Επτανησιακές λέξεις ελληνικής ετυμολογίας:

Στ. 162β καταλαχού 'τυχαία' (οι εκδόσεις: κατά λ.)μάλλον < καταλαχών. Ο τύπος καταλαχού και στον Παστόρ φίδο του Μιχ. Σουμμάκη από τη Ζάκυνθο (έκδ. Βενετίας 1658), Ε 681.[14]
200β "κι' ακόμι τέσσαρες φορές παράνω, στην παρόλα" (οι εκδόσεις: παρ' άνω). Ο Ανδριώτης[15] δίνει ως 'διάδοχο' του παράνω των παπύρων μόνο το σύγχρονο παράνου της Μπόβας (Καλαβρία)· προφανώς όμως το σύνθετο σώζεται και αλλού στα δυτικά του ελληνόγλωσσου χώρου.

Δ 2. Ιταλιανισμοί (εν χρήσει περισσότερο στα Επτάνησα):

Στ. 200β παρόλα < parola 'λόγος τιμής'
202β "μαλώνουν, κ' ένας φίλος του επάνω του σαλδίζει" 'τον χτυπάει άσχημα'· < saldare ή βεν. saldar, κυριολεκτικά 'ξεκαθαρίζω λογαριασμό'. Ο ελληνικός τύπος φαίνεται να είναι ακόμη αθησαύριστος. Ο Δαούτης προσπαθεί να 'διορθώσει': "ορμά, τον ανδραλίζει " [= εντραλίζει].
262β "της Κούρτης τες κολόνες" < colonna ή βεν. colòna – αυτή η λέξη όμως ήταν τότε μάλλον γενικής χρήσης, πβ. το Καβο-Κολόνες 'Σούνιο'.
276β "και είχαν ιντερέσσα" < interesse 'συμφέρον, τόκος', σήμερα ακόμα νιτερέσο. 'Καθαρίζοντας' ο Δαούτης εφευρίσκει νέο ημιστίχιο "κανένας δεν προσείχε" που λόγω ομοιοκαταληξίας τον αναγκάζει και στον προηγούμενο στίχο να παρέμβει ριζικά.
313α "Χίλϊα Μιλλϊούνϊα μίλλια μακράν απέχουν" < milione – και αυτή η λέξη βρισκόταν σε γενική χρήση, εφόσον ο Κοραής δεν είχε ακόμα σχηματίσει το εκατομμύριον. (Ο ωραίος στίχος με την τριπλή παρήχηση του [m-]πιθανόν να εμπνεύστηκε από το λαϊκό αίνιγμα Χίλιοι μίλιοι καλογέροι ... Άλλωστε και δεύτερον λαμπρό στίχο για το απέραντο διάστημα πέτυχε ο Βούλγαρης: 393 "Εις χιλϊάδας χίλϊας, μυρίας μυρϊάδας".)
Δίπλα σ' αυτές τις λίγες λέξεις ιταλικής προέλευσης που εν μέρει (παρόλα, σαλδίζω) υπαινίσσονται επτανησιακή προέλευση του παραφραστή συναντούμε 20 περίπου τουρκισμούς.

Δ 3. Τουρκισμοί (εν χρήσει στη στεριά και ιδίως στην Κωνσταντινούπολη):

Οι μισοί από αυτούς τους τουρκισμούς ή 'ανατολισμούς' - δε θα δώσω όμως εδώ τα απώτερα, αραβικά ή περσικά, έτυμα - και τώρα ακόμα είναι γνωστοί: εκτός από τα σιρ(γ)ιάνι και σεριανίζω, για τα οποία ήδη έγινε λόγος, πρόκειται για τα μπελάς (στ. 68), οντάς (69) - πβ. το κατανοητό ακόμα μουσαφίροντας 'δωμάτιο για ξένους', χάλι (113), σοφάς (129) - στο αντίστοιχο χωρίο άλλωστε ήδη ο Βολταίρος είχε το sopha, γλεντζές (196) - εδώ ακόμα με την τουρκική σημασία του eğlence'διασκέδαση', σοκάκι (286), ντουλάπι (326) και χάψι (366).
Το άλλο μισό των τουρκισμών του κειμένου μας όμως σήμερα έχει ξεχαστεί:
Στ. 105 Σερέτης 'πανούργος, δολερός' < seret και 108 σερετιλίκι < seretlik[16], 135 λακριδί 'συνομιλία' < lakιrdι, 217 μουφλούζης 'χρεοκόπος' < müflisκαι 218 μουφλουζιλίκι < müflislik[17], 224 αρζεχάλι 'αναφορά, αίτηση' < arz-ι hal[18], 247 αρσίζης 'αδιάντροπος, θρασύς' < arsιz[19] – ο Βούλγαρης στο στ. 253 σχηματίζει μάλιστα και τον τολμηρό συγκριτικό αρσιζώτερος, για τον οποίο θα περίμενε κανείς βέβαια ένα θετικό *αρσίζος, 272 κονεμένος και 412 κονεύει 'εγκαθίσταται' < konmak, 359 τζελεμπί(ς) 'κύριος, αφέντης' < çelebi, 363 σανδακάτι 'αφοσίωση' < sadakat[20], 367 Καρδάσης 'αδελφός' < kardaş/kardeş και 407 ντιμαρχανάς 'φρενοκομείο' < timarhane. Φυσικά ο Δαούτης πολλές φορές προσπαθεί πάλι να εξοβελίσει τους ξενισμούς. Πρόκειται κατά κανόνα για εκφράσεις που εκείνη την εποχή ήταν εύχρηστες και στα ελληνικά των τουρκοκρατούμενων περιοχών για έννοιες της διοίκησης και ιδίως των κοινωνικών σχέσεων. Είναι, νομίζω, σαφές ότι ο Βούλγαρης αφομοίωσε κατά τη μακρόχρονη παραμονή του στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και ιδίως την Κωνσταντινούπολη όσους από αυτούς τους ξενισμούς δεν ήξερε ήδη από τα Επτάνησα.

Η μετρική των 'πολιτικών' στίχων του είναι άψογη, και στην ομοιοκατάληκτη στιχουργία ο Βούλγαρης ήταν επίσης δόκιμος. Τα κωμικά και ειρωνικά στοιχεία καταλαμβάνουν περισσότερο χώρο στο δικό του ποίημα απ' ό,τι στο πεζό πρωτότυπο. Συνοπτικά μπορεί να ειπωθεί πως το πολύ λιτό και μάλλον απλό μικρό διήγημα του Βολταίρου (μόνον 8 σελίδες σχήματος ογδόου στην έκδοση που μου ήταν προσιτή, Λονδίνο 1772) κερδίζει σημαντικά από την παράφραση του Βούλγαρη.

Έγινε λοιπόν, καθώς ελπίζω, κατανοητό με βάση τα έξι κριτήρια που αναφέρθηκαν ότι κατά πάσα πιθανότητα ο Ευγένιος Βούλγαρης, γνωστός ως συγγραφέας πάμπολλων επιστημονικών έργων σε λόγια, συχνά αρχαΐζουσα γλώσσα, χρησιμοποίησε και μία μοναδική φορά τη σύγχρονή του δημοτική, για την παράφραση του βολταιρικού Memnon.

Οι νεοελληνιστές θα λυπούνται που ο πολυΐστορας, ο οποίος βέβαια δικαίως συγκαταλέγεται στους Διδάσκαλους του Γένους, παρά την ευφυΐα που έδειξε και σ' αυτό το πεδίο, δε συνέχισε το δρόμο του ποιητή - ή τουλάχιστον του παραφραστή - σε δημώδη γλώσσα. Πιθανότατα να τον εμπόδισε και η γλωσσική του ιδεολογία.[21]

 

[1 Πβ. π.χ. Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, Ιστορίατηςνεοελληνικήςλογοτεχνίας, Αθήνα, 4η έκδ. 1968, 133, ή Μartin Κnapp, Evjenios Vulgaris im Einfluß der Aufklärung: Der Begriff der Toleranz bei Vulgaris und Voltaire (Bochumer Studien zur Neugriechischen und Byzantinischen Philologie, 6), Amsterdam 1984, 23· ο Κnapp μιλά για ιδιόχειρον κατάλογο με 61 έργα του Βούλγαρη (γραμμένον μεταξύ 1801 και 1804), από τον οποίον όμως λείπει ο Μέμνων – υποθέτω πως ο λόγιος ντράπηκε γι' αυτό το γλωσσικό του 'αμάρτημα'.

[2] O Albrecht Berger έδειξε πρόσφατα ("Die Bosporomachia des Senior Momars", στο: Zwischen Polis, Provinz und Peripherie, Wiesbaden 2005, 749-769, ιδίως 750-757) πως ο Caspar Ludwig Momarz συνέγραψε τη Βοσπορομαχία, διερμηνέας της αψβουργικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, πιθανόν γερμανόφωνος. Θα διορθωθεί λοιπόν το "Γάλλος Momars" του Δημαρά, Ιστορία ... (βλ. σημ. 1) 114. Για "διερμηνέα Momars" μιίλησε ήδη ο Linos Politis, GeschichtederneugriechischenLiteratur, Κολωνία 1984, 83.

[3] Προτιμότερο το τοπωνύμιο να μη γράφεται με -ε-, γιατί δεν προέρχεται από το γερμ. Leipzig αλλά από το μεσν. λατινικό Lipsia, το οποίο με τη σειρά του ανάγεται πάλι στο σοραβικό (σλαβικό) Lipska 'Φλαμουρότοπος'.

[4] Το επώνυμο ως προπαροξύτ. γραφόταν τότε με -ι- και κλινόταν στη λόγια γλώσσα Βουλγάρεως κτλ.

[5] G.S. Henrich, α) "Sprachlich-Philologisches zu M. Limenitēs; seine Autorschaft der Άλωσις", στο: Origini della letteratura neogreca 2, Βενετία 1993, 319-329· β) "Als Kundschafter der Johanniter in Rumelien – zu Leben und Werk des rhodischen Dichters M. Limenitēs (15. Jh.)", στο: ΦιλερήμουΑγάπησις(τιμ. τόμ. Α. Τσοπανάκη), Ρόδος 1997, 155-183 (με ελληνική περίληψη)· γ) "Ο Κορνάρος ποιητής και της Θυσίας", στα ΠρακτικάτουΒ' ΕυρωπαϊκούΣυνεδρίουΝεοελληνικώνΣπουδών (Ρέθυμνο, 10-12 Μαΐου 2002), τ. Α', Αθήνα 2004, 85-94· δ) "Die Kryptosphragis bei einigen byzantinischen Dichtern", στο: Zwischen Polis, Provinz und Peripherie, Wiesbaden 2005, 649-661· ε), υπό εκτύπωση: " 'O Ghortacis o Gieorgios' – η μαρτυρία των κρυπτοσφραγίδων για τον ποιητή τουΣτάθη", για τα Πρακτικάτων Neograeca Medii Aevi VI (Γιάννινα, 1η Οκτωβρίου 2005).

[6] Μισμαγιά - Ανθολόγιο φαναριώτικης ποίησης κατά την έκδοση Ζήση Δαούτη (1818), Αθήνα (Εστία) <1993>, επιμέλεια: Άντεια Φραντζή· ο Μέμνων στις σσ. 51-73.

[7] Πβ. Μανόλη Α. Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική Γραμματική, τ. Α', Ιστορική Εισαγωγή, Αθήνα 1938, 239-240.

[8] Απόσπασμα του γράμματος (Ιούλ. 1775) στο Δημαρά, Ιστορία ... (βλ. άνω, σημ. 1) 135-136, όπου και το απέρασεν. Ολόκληρο εξέδωσε το γράμμα ο Σπυρίδων Λάμπρος, Νέος Ελληνομνήμων 13 (1916) 334-339.

[9] Χαρακτηριστικό είναι π.χ. στο ίδιο γράμμα το αυτοειρωνικό "το περίφημόν μας καψογαϊδούρικο γένος των Βουλγαράτων": Δημαρά, Ιστορία ... (βλ. άνω, σημ. 1) 135-136.

[10] Λίνος Πολίτης (εκδ.), Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, τ. Α': Ποιήματα, Αθήνα ²1961, 49.

[11] Βλ. την ως άνω σημ. 6.

[12] Πβ. π.χ. G.S. Henrich, "Evjénios Vúlgaris, ein griechischer Polyhistor im Leipzig des 18. Jahrhunderts", στο: Griechen in Leipzig – damals/heute, Λιψία 2001 (Europa-Haus Leipzig), 33-39, ιδίως 33. Όσο για τα όρια του 'βόρειου' φωνηεντισμού, πβ. π.χ. το χάρτη στον Τριανταφυλλίδη, Ιστορική Εισαγωγή (βλ. άνω, σημ. 7), δίπλα στη σ. 80.

[13] Τριανταφυλλίδης, Ιστορική Εισαγωγή (βλ. σημ. 7), 66 ζ και 67.

[14] Κατά Εμμαν. Κριαρά, Λεξικό της μεσαιωνικής ελλ. δημώδους γραμματείας, τ. Η', Θεσ/νίκη 1982, 15.

[15] Nikolaos Andriotis, Lexikon der Archaismen in neugriechischen Dialekten (Schriften der Balkan-Kommission, Österreichische Akademie der Wissenschaften, phil.-hist. Klasse, 22), Bιένη 1974, αρ. 4673.

[16] Όχι < *seretli, όπως διαβάζεται στο Γλωσσάρι της Μισμαγιάς (βλ. άνω, σημ.6) 246.

[17] Όχι < *müflisli κατά το Γλωσσάρι της Μισμαγιάς (βλ. άνω, σημ. 6) 245.

[18] Κarl Steuerwald, Türkisch-deutsches Wörterbuch, Wiesbaden 1972, στο λήμμα arzuhal.

[19] Η λέξη στο Γλωσσάρι της Μισμαγίας (βλ. άνω, σημ. 6) 245 χαρακτηρίζεται "τ. και α.", δηλ. "τουρκική αραβικής προέλευσης"· ακριβέστερα πρόκειται για το αρ. ār 'αιδώς, ντροπή' + το τ. -sιz 'χωρίς, α-'.

[20] Στο Γλωσσάρι της Μισμαγιάς (βλ. άνω, σημ. 6) 245 λείπει το t της λέξης.

[21] Έχω ασχοληθεί και μία φορά στα γερμανικά με το ίδιο θέμα: "Als Denker Archaist, als Dichter auch Demotizist - zu Vúlgaris' Paraphrase des Voltaireschen Memnon", στο: G.S. Henrich (εκδ.), EvgeniosVulgarisunddieneugriechischeAufklärunginLeipzig(Konferenz an der Universität Leipzig, 16.-18. Oktober 1996), Λιψία (Universitätsverlag) 2003, 99-113 (ελληνική περίληψη 112-113).