Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Πολυξένη Μπίλλα

Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια ως αφετηρία πολιτικού και λογοτεχνικού προβληματισμού στη Δύση: Η συλλογή του Népomucène Lemercier (1824-1825)

Έως την έκδοση της δίτομης συλλογής του Fauriel, κατά τα έτη 1824-1825,[1] ελληνικά δημοτικά τραγούδια είχαν δημοσιευθεί κυρίως σε περιηγητικά χρονικά, καρπό φιλοπερίεργης περιδιάβασης στον ελληνικό χώρο, η οποία, όταν δεν αποτελούσε το πρόσχημα διατεταγμένων πολιτικών ή αρχαιοκαπηλικών αποστολών, συνιστούσε βασικό μέσο εμπλουτισμού της αρχαιογνωσίας.[2] Σ’ αυτό το πλαίσιο, η καταγραφή στοιχείων από τον νεότερο λαϊκό βίο ήταν επιλεκτική, καθώς προσέβλεπε στο να αναδείξει εκείνα τα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού πολιτισμού που συνιστούσαν επιβιώσεις της αρχαιότητας και θα μπορούσαν να συμβάλουν στον σχηματισμό της εικόνας του αρχαιοελληνικού κόσμου.

Ο εντοπισμός αυτών των επιβιώσεων αποτελούσε –στις καλύτερες των περιπτώσεων– μια επιβεβαίωση της ισχύος του αρχαιοελληνικού πνεύματος, το οποίο αυτάρεσκα ιδιοποιείτο ο δυτικός κόσμος. Ως ενσαρκωτής και φορέας της τελειοποίησης του πνεύματος αυτού στη σύγχρονη εποχή, η Ευρώπη των Φώτων διεκδικούσε για τον εαυτό της τον προσδιορισμό ενός καταλόγου πολιτισμικών χαρακτηριστικών τα οποία ανέμενε να επιβεβαιώσουν οι νεότεροι Έλληνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα παρατηρήσιμα δεδομένα του πολιτισμού τους τέθηκαν στην προκρούστεια κλίνη των δυτικών στερεοτύπων σχετικά με το τι θα έπρεπε να αντιπροσωπεύουν οι σύγχρονοι κάτοικοι της άλλοτε ένδοξης γης. Και στην πολιτισμική ιεραρχία των ιστορικών της παγκόσμιας ιστορίας[3] οι Έλληνες έπρεπε να αναπλάθουν πειστικά άρα αχρονικά το πολιτισμικό τους παρελθόν, ως σχηματοποιημένοι πρόγονοι των σύγχρονων Ευρωπαίων.

Το ξέσπασμα του Αγώνα της Ανεξαρτησίας έστρεψε την ευρωπαϊκή λογιοσύνη στο παρόν του ελληνικού κόσμου, και συνέβαλε στην καθολίκευση της πεποίθησης ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες αποδεικνύονταν, επιτέλους, αντάξιοι απόγονοι περικλεών προγόνων, ενσαρκώνοντας τον φιλελεύθερο και ηρωικό χαρακτήρα των αρχαίων προπατόρων τους. Οι όροι σύγκρισης σαφώς δεν είχαν αλλάξει, καθώς μέτρο της πολιτικής και πολιτισμικής συμπεριφοράς των Νεοελλήνων εξακολουθούσαν ν’ αποτελούν τα επιτεύγματα του αρχαιοελληνικού κόσμου και του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού ως πραγμάτωση, αυτά τα δεύτερα, των κλασικών μοντέλων σκέψης και διακυβέρνησης. Αυτό το οποίο, ωστόσο, ανέκυπτε πιο έντονα από ποτέ ήταν η ανάγκη να διερευνηθούν τα στοιχεία εκείνα τα οποία θα επέτρεπαν στους Ευρωπαίους να εκτιμήσουν «πιο σωστά και πιο δίκαια από ό,τι γίνεται συνήθως, τα έθιμα, τα χαρίσματα και τον χαρακτήρα των σημερινών Ελλήνων».[4]

Είναι η περίοδος κατά την οποία το κίνημα του Ρομαντισμού, με επίκεντρο την κατακερματισμένη Γερμανία των χρόνων του αυταρχικού διεθνισμού της ναπολεόντειας αυτοκρατορίας, είχε ήδη μετατοπίσει το ενδιαφέρον από την «οικουμενική ιστορία» στην «εθνική ιστορία», στο ζωντανό εθνικό παρελθόν ως πηγή των αισθημάτων και των παραδόσεων του λαού. Η στροφή αυτή από τη διερεύνηση των απαρχών και των σταδίων εξέλιξης της ανθρωπότητας στην αναζήτηση των ριζών του έθνους τοποθετούσε τον λαό και τη ντόπια λαϊκή κουλτούρα στο προσκήνιο ως εκφραστές του γνήσιου εθνικού χαρακτήρα. Ο εκ νέου προσδιορισμός του συλλογικού εαυτού μέσω της προβολής των «αυθεντικών» εκφράσεων του «πνεύματος του λαού» (: Volksgeist), εθνικοποίησε τις εκφράσεις αυτές, καθιστώντας τες βασικό μέσο αποκατάστασης της αίσθησης της μοναδικότητας και μέσο προαγωγής της εθνικής αναγέννησης.

Η μελέτη, ωστόσο, της «εθνικής ψυχής» και των υποτυπώσεών της στη λαϊκή ποίηση δεν εντάχθηκε αποκλειστικά στην υπηρεσία του εθνοκεντρισμού, κι ως εκ τούτου φορέας της δεν υπήρξε μόνον η εκάστοτε ντόπια ιντελιγκέντσια. Η περιέργεια για τους άλλους, χαρακτηριστική του κοσμοπολίτικου πνεύματος του αιώνα των Φώτων, δεν απέλιπε τους Ευρωπαίους των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα· την προβολή της, ωστόσο, στα ρομαντικά συμφραζόμενα της εποχής σηματοδότησε η μεταστροφή από τον πρωτογονισμό στον εξωτισμό, μεταστροφή η οποία προσέθεσε μια νέα διάσταση στο ενδιαφέρον για τον νέο Ελληνισμό.

Στο πλαίσιο αυτό της στροφής στη μελέτη της «εθνικής ψυχής», αλλά και του αυξανόμενου ενδιαφέροντος για τους Νεοέλληνες που δημιουργούσαν ο φιλελληνισμός και ο οριενταλισμός εύλογα τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια βρέθηκαν στο επίκεντρο του μεταφραστικού ενδιαφέροντος των λογίων της Δύσης ως γνήσια αποτύπωση της ελληνικών εθνικών χαρακτηριστικών. Από το 1824, οπότε εκδόθηκε ο πρώτος τόμος της συλλογής Fauriel, έως τη διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας, το 1830, κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη, σε πρώτη έκδοση ή σε επανέκδοση, είκοσι και πλέον τόμοι με ελληνικά δημοτικά τραγούδια.[5]

Ο πρώτος τόμος ο οποίος είδε το φως της δημοσιότητας λίγους μήνες ύστερα από τον αντίστοιχο της συλλογής Fauriel είχε τίτλο Chants roiques de montagnards et matelots Grecs· εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Népomucène Lemercier[6] (ποιητή, κριτικό και δραματουργό)[7] και επανεκδόθηκε το 1825 στις Βρυξέλλες,[8] ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε στο Παρίσι ο δεύτερος τόμος της συλλογής του με τίτλο Suite des chants héroiques et populaires des soldats et matelots Grecs.[9]

Το έργο του Lemercier παρέμεινε έκτοτε στη σκιά της συλλογής Fauriel, η οποία, δικαίως, αποτέλεσε σημείο αναφοράς τόσο των συλλογέων οι οποίοι ερανίστηκαν υλικό για τις δικές τους εκδόσεις όσο και των μελετητών του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού· δεκαετίες αργότερα, το 1881, ο Ιταλός Pirro Aporti, στον πρόλογο της συλλογής τραγουδιών σε ιταλική έμμετρη μετάφραση από την έκδοση του Fauriel, επιβεβαιώνει τον φιλελληνικό αντίκτυπο της πρώτης αυτής συλλογής, γράφοντας χαρακτηριστικά: «Από αυτές τις φωτεινότατες λάμψεις της ρωμαλέας και αγνής ποίησης δεν θαύμασα μόνο τη σθεναρή αντίσταση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος στις βαρβαρικές επιδρομές, αλλά έμαθα ως νέος ν’ αγαπώ σαν μεγαλύτερη αδερφή της πατρίδας μου τη δύστυχη και θαρραλέα Ελλάδα.»[10]

Η συλλογή του Lemercier, παρά το περιορισμένο ενδιαφέρον που ήγειρε έκτοτε στην ελληνική λογιοσύνη, φωτίζει, τόσο στον πρόλογο όσο και στα σημειώματα που συνοδεύουν τις μεταφράσεις του, τον ρόλο των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών ως καταλυτών πολιτικού και λογοτεχνικού προβληματισμού στη Δύση –και για τη συγκεκριμένη περίπτωση στη Γαλλία. Στην περίπτωση, μάλιστα του ίδιου του Lemercier, τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, όπως τα γνώρισε μέσα από τη συλλογή του Fauriel, αποτέλεσαν την αφετηρία για να εκφράσει την αντίθεσή του στις πολιτικές και λογοτεχνικές επιλογές πολλών από τους δυτικοευρωπαίους συγχρόνους του.

Πιο συγκεκριμένα, ο Lemercier προβαίνει μέσω της συλλογής του αφενός μεν σε μια ρητή καταδίκη της επίσημης ευρωπαϊκής πολιτικής στο ελληνικό ζήτημα, αφετέρου δε στη σύνταξη ενός αντιρομαντικού μανιφέστου, ενταγμένου στο ευρύτερο πλαίσιο της διαμόρφωσης ενός λογοτεχνικού κανόνα, όπως αυτό προσδιοριζόταν από τις διαφορετικές θεωρήσεις των χαρακτηριστικών ενός λογοτεχνικού έργου, τις οποίες εξέφρασαν κλασικιστές και ρομαντικοί των αρχών του 19ου αιώνα.

Όσον αφορά την πολιτική διάσταση του έργου του Lemercier, αυτή εδράζει τον φιλελληνικό και συνάμα ελευθερόφρονα χαρακτήρα της στην επισήμανση των ιδιοτελών κινήτρων της πολιτικής των «Μεγάλων Δυνάμεων», η οποία χαρακτηρίστηκε από την επιδίωξη διατήρησης στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης του status quo ως εγγυήτριας κατάστασης των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων τους. Δυαδικά ζεύγη, όπως αμυντικός - επιθετικός πόλεμος, ανιδιοτέλεια - καιροσκοπισμός, «υψηλή Πολιτική» - πολιτικός ωφελιμισμός, υποτυπώνουν με τον δεύτερο όρο της αντίστιξης τις κυρίαρχες διπλωματικές επιλογές των ξένων Δυνάμεων, απογυμνώνοντάς τες από οποιοδήποτε ανθρωπιστικό έρεισμα.

Από την πλευρά του ο Lemercier, στην ηρωική θεματολογία των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών αλλά και στον ίδιο τον απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων, αναγνωρίζει εξαρχής όχι μόνο μια πηγή έμπνευσης αλλά και μια ιδιαίτερη συνάφεια με την προσωπική του στάση ζωής:

Είναι αλήθεια ότι τα γεγονότα ανέκαθεν με καθοδήγησαν περισσότερο και με ενέπνευσαν καλύτερα από τα βιβλία· διότι, επιρρεπής σε μια παρόμοια ανεξαρτησία με αυτή των σχεδόν απομονωμένων ραψωδών της υπαίθρου, αν και έζησα συνήθως μέσα στον κόσμο, η ψυχή μου αισθανόταν συχνά μοναχή ανάμεσα στους ανθρώπους.[11]

Ο πρόλογός του με τίτλο «Σκέψεις πάνω στα δημοτικά τραγούδια της Ηπείρου και του Μοριά»[12] ξεκινά με τη βεβαίωση της συγκίνησης που αισθάνονται οι γενναίες ψυχές όλης της Ευρώπης για τον δίκαιο αγώνα των Ελλήνων εναντίον της «αποχαυνωτικής ασιατικής δουλείας».[13] Ο Lemercier, Ιδεολόγος, όπως άλλωστε και ο Fauriel, αποδοκίμαζε εκ πεποιθήσεως τη βία και τον πόλεμο· στον εθνικοαπελευθερωτικό όμως πόλεμο των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων ο Lemercier αναγνωρίζει τον αγώνα ενός χριστιανικού έθνους για την ίδια του την ύπαρξη· έναν αγώνα που δεν υπαγορευόταν από κυβερνητικά συμφέροντα αλλά από μια απόλυτη ανάγκη που πιστοποιούσε και τη νομιμότητά του. «Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο πόλεμος, όντας εξ ορισμού μια εγκληματική και αξιόποινη τρέλα, δεν καθίσταται νόμιμος παρά για λόγους φυσικής άμυνας», διακηρύσσει ρητά στον πρόλογό του.[14]

Ως εκφραστής, λοιπόν, μιας νομιμότητας αντίθετης με αυτή που η μοναρχική Ευρώπη στήριξε και στο όνομα της οποίας καταδίκασε άμα τη γενέσει της την Ελληνική Επανάσταση, ο Lemercier στρατεύεται στην υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, δηλώνοντας «ευτυχής» αν συμβάλει σ’ αυτήν «με την αδύναμή του πένα»[15] και τοποθετώντας πάνω από τη ματαιοδοξία της απήχησης του ποιητικού έργου του τη συμβολή του «στην καθαγίαση των μαρτύρων ενός δίκαιου και ευγενικού σκοπού».[16]

Ο Lemercier εξέδωσε το έργο του σε μια περίοδο κατά την οποία η Γαλλία, παρά τη μαζικότητα του φιλελληνικού κινήματός της, παρέμενε πιστή στη γραμμή της Ιερής Συμμαχίας. Η κυβέρνηση Villele, σταθερά αντίθετη σε οποιαδήποτε ενέργεια απειλούσε τη συνοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπονόμευε κάθε προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Ο φόβος επέκτασης της Ρωσίας υπήρξε η κύρια αιτία της πολιτικής της, η οποία συνδέθηκε με την ενίσχυση των στρατευμάτων καταστολής της Ελληνικής Επανάστασης.[17]

Χωρίς περιστροφές ο Lemercier δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει σκληρή γλώσσα, για να στηλιτεύσει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της χριστιανικής Ευρώπης:

Αν κάποιες πολιτικές φιλοδοξίες ή τα σφάλματα των παλαιών συστημάτων αντιστρατεύονται ακόμη την απελευθέρωση της Ελλάδας και θέλουν να ανακόψουν τον ηρωισμό της, οι εκφραστές τους καταλήγουν να είναι εγκληματίες εναντίον της ανθρωπότητας: δεν πρέπει να λογαριάζουμε τις αισχρές τους προσπάθειες παρά σαν μια επαύξηση των εμποδίων, τα οποία απομένουν ακόμη να υπερνικηθούν από το ψυχικό σθένος και την επίμονη μεγαλοψυχία, δυνάμεις σε τελευταία ανάλυση ανώτερες πάντοτε από τα τεχνάσματα των δολοπλόκων της σκληρής διπλωματίας.[18]

Μια σειρά από δεινά που διακύβευαν τις επιτυχίες των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων είχε αρχίσει, συνδεδεμένα εν πολλοίς με την πολιτικών σκοπιμοτήτων ξενοφιλία που επιδείκνυε ο ντόπιος παράγοντας. Η εκμετάλλευση αυτής της εσωτερικής πολιτικής και στρατιωτικής κρίσης από την ξένη διπλωματία, με στόχο την εξασφάλιση γοήτρου μεταξύ των Ελλήνων, καταδικάστηκε από τον Lemercier· «η εμπειρία διαλύει τις αυταπάτες και μας βοηθά να προβλέψουμε», γράφει χαρακτηριστικά, εκφράζοντας έτσι την αμφιβολία του για την ύπαρξη μιας «υψηλής Πολιτικής, της οποία η γενναιοδωρία αντιλαμβάνεται το πλεονέκτημα της ανιδιοτελούς υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των καταπιεσμένων.»[19]
Επισημαίνοντας δε τους κινδύνους της πολιτικής και οικονομικής πρόσδεσης της Ελλάδας στη Δύση, εύχεται στους Έλληνες να μπορέσουν να στηριχτούν αποκλειστικά στον Θεό και στις στρατιωτικές τους δυνάμεις και να θεμελιώσουν την ανάπτυξή τους στην ενεργό βιομηχανία και τις τέχνες, χωρίς να επικαλούνται «ως έκφραση ιπποτισμού οποιαδήποτε επικουρική σταυροφορία από άλλες χώρες», οι οποίες θα προσποιούνταν τους αρωγούς μόνο και μόνο για να καρπωθούν τα αποτελέσματα του ελληνικού ηρωισμού.[20]

Πέραν, όμως, των επαναστατικών συμφραζομένων, οι πνευματικές αναζητήσεις της γαλλικής διανόησης, προσδιορισμένες από μια διαρκή τάση για ανανέωση και εμπλουτισμό της λογοτεχνικής έκφρασης μέσω της ώσμωσης με τα ξένα ρεύματα, ανήγαγαν τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια σε βασικό φορέα ποικιλίας, η οποία θα αντιστάθμιζε τις εντροπικές τάσεις της εγχώριας δημιουργίας. Στο ευρύτερο αυτό κλίμα της λογοτεχνικής καινοτροπίας,[21] η μελέτη της δημοτικής ποίησης απέκτησε ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της ίδιας της τέχνης και τη διαμόρφωση μιας καινούριας αισθητικής.

Είναι η εποχή που στη Γαλλία ένας λογοτεχνικός «πόλεμος» μεταξύ των επιγόνων του Kλασικισμού και των Ρομαντικών έπαιρνε για τους πρώτους τη μορφή της ανταπάντησης στην προσπάθεια της γερμανικής λογιοσύνης να αποβάλει τα χαρακτηριστικά του γαλλικού πολιτιστικού μοντέλου μέσω της ανάδειξης της γηγενούς λαϊκής ποίησης. Στα ίδια τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια ο Ρομαντισμός είχε αναγνωρίσει μερικά από τα στοιχεία τα οποία ειχε αναγάγει σε κύρια χαρακτηριστικά του: τη λαχτάρα για τη φυσική ζωή, σε αντίθεση με τη συμβατικότητα των αστικοποιημένων κοινωνιών, την αγάπη για την εκφραστική ελευθερία και τον αυτοσχεδιασμό, αντίθετα προς την αρχή των κανόνων, της μίμησης και του σεβασμού στα καθιερωμένα κλασικιστικά πρότυπα, την έκφραση των προσωπικών συναισθημάτων, τη μελαγχολική διάθεση και την έξαρση της θρησκευτικής πίστης.[22]

Από την πλευρά του ο Lemercier ανταπαντά με τα ίδια μέσα· ανάγει την ελληνική δημοτική ποίηση σε πρότυπο ομηρικής φυσικότητας, λακωνικότητας και κλασικής αφαιρετικότητας, χαρακτηριστικά τα οποία αντιπαραθέτει στους σκοτεινούς ρεμβασμούς, στο αλλόκοτο και το υπερβολικό της ρομαντικής λογοτεχνίας. Περισσότερο εύγλωττα εκφράζεται αυτή η πολεμική στο σημείωμα που συνοδεύει το τραγούδι «Manole et le Janissaire» (: Ο Μανόλης και ο Γιανίτσαρης):

Η διαχυτική φρασεολογία και η κατάχρηση των περιγραφικών χρωμάτων της γερμανικής λογοτεχνίας τείνουν να αλλοιώσουν τη δική μας με τις υπερβολικές λεπτομέρειες και τον φόρτο εξεζητημένων συναισθημάτων, των οποίων η επίπλαστη αφθονία δεν είναι τίποτε άλλο παρά στειρότητα φαντασίας και θεματολογίας.[23]

Βρισκόμαστε, εν κατακλείδι, σε μια περίοδο, κατά την οποία τάσεις, άλλες κληρονομημένες από τον 18ο αιώνα και άλλες νεοτερικές, διαμόρφωναν τις πνευματικές εκείνες διευρύνσεις που επέτρεπαν νέες ή πληρέστερες αναγνώσεις των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Κατά καιρούς, μάλιστα, τα δημοτικά τραγούδια των Ελλήνων θεωρήθηκαν εφάμιλλα της αρχαίας ποίησης·[24] δεν επρόκειτο, όμως, για γενικευμένη θέση. Οι μεταξύ τους αναλογίες δεν εμπόδισαν τον Lemercier να επισημάνει ότι η νεότερη λαϊκή ποίηση βρίσκεται «μακράν ακόμη» της αρχαίας ποιητικής παραγωγής.[25] Όταν μάλιστα η σύγκριση γίνεται ανάμεσα στη λαϊκή και στη νεότερη λόγια ποίηση, οδηγεί σε συμπεράσματα που τείνουν στην αξιολόγηση του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού στο πλαίσιο των ευρύτερων ευρωπαϊκών πολιτισμικών συμφραζομένων.
Από τα ίδια τα λεγόμενα του Lemercier, δεν φαίνεται ο ίδιος να είχε κατανοήσει πλήρως τον τρόπο δημιουργίας και διάδοσης των δημοτικών τραγουδιών. Αναφερόμενος στους λόγους για τους οποίους προέβη στην έκδοσή τους σε γαλλική ποιητική απόδοση, αποκλείοντας από το corpus της συλλογής του αντίστοιχες μεταφορές έργων ζώντων Ελλήνων ποιητών, σημειώνει χαρακτηριστικά πως περιορίστηκε στα δημοτικά τραγούδια μιας «και οι συγγραφείς τους πέθαναν, χωρίς να καταστεί δυνατόν να τα αποδώσουν οι ίδιοι σε άλλα ιδιώματα πέραν του δικού τους».[26]
Η περίπτωση της συλλογής Lemercier είναι, τελικά, ενδεικτική της προσπάθειας να αξιοποιηθούν τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια και η ίδια η Επανάσταση με σκοπό τη διατύπωση προβληματισμών που ξεπερνούσαν την ελληνική υπόθεση και στρέφονταν εναντίον του ευρωπαϊκού πολιτικού κατεστημένου, αλλά και της εισροής του Ρομαντισμού στη γαλλική διανόηση.

Πολυξένη Μπίλλα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο

 

 

[1]. Βλ. Claude Fauriel, Chants populaires de la Grèce moderne, recueillis et publiés, avec une traduction française, des éclaircissements et de notes par —. Tome Ier. Chants historiques, A Paris, Chez Firmin Didot, père et fils, 1824, και Claude Fauriel, Chants populaires de la Grèce moderne, […] Tome Ι I. Chants historiques, romanesques et domestiques, A Paris, Chez Firmin Didot, père et fils, Dondey-Dupré, père et fils, 1825.

[2]. Για τους ξένους περιηγητές οι οποίοι επισκέφτηκαν τον ελληνικό χώρο από το 333 μ.Χ. έως το 1821, βλ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα. […], τόμ. Α΄ (333 μ.Χ.-1700), τόμ. Β΄ (1700-1800), τόμ. Γ΄1 (1800-1810), τόμ. Γ΄2 (1810-1821), Αθήνα, Εκδόσεις Στάχυ, 102001, 81999, 51999 και 51999, αντίστοιχα.

[3]. Οι ιστορικοί της παγκόσμιας ιστορίας της περιόδου του Διαφωτισμού, επηρεασμένοι από τα επιτεύγματα του Νεύτωνα (Sir Isaac Newton) στον τομέα των φυσικών επιστημών, επιχείρησαν να ανακαλύψουν τους «νόμους» που διέπουν την ιστορία της ανθρωπότητας και υποστήριξαν την ύπαρξη σταδίων στην ανθρώπινη εξέλιξη. Ιδιαίτερα δημοφιλές υπήρξε το σχήμα του William Robertson, «αγριότητα – βαρβαρότητα – πολιτισμός». Βλ. Paul A. Erickson, Liam D. Murphy, Ιστορία της ανθρωπολογικής σκέψης. Μετάφραση: Φανή Μπούμπουλη, Επιστημονική επιμέλεια και Εισαγωγικό σημείωμα: Φωτεινή Τσιμπιρίδου, [Αθήνα], Εκδόσεις Κριτική, [2002], σσ. 49-54.

[4]. Claude Fauriel, «Discours préliminaire» [στο:] Chants populaires de la Grèce moderne, […], tome Ier. ό.π. (σημ. 1), σ. [vii] (17). Εντός παρενθέσεως σημειώνεται ο αριθμός της αντίστοιχης σελίδας του τόμου Α΄ της ελληνικής έκδοσης της συλλογής Fauriel σε μετάφραση και επιμέλεια Αλέξη Πολίτη· βλ. Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Α΄ Η έκδοση του 1824-1825, εκδοτική επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 21999.

[5]. Βλ. σχετικά, Οικονομίδης Δημ. Β., «Βιβλιογραφία της ελληνικής λαογραφίας των ετών 1800-1906», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τόμ. ΚΓ΄ (1973-1974), Εν Αθήναις, Ακαδημία Αθηνών, 1976, σσ. 115-117, και επίσης, Πετρόπουλος Δ. Α., «Συμβολή εις την βιβλιογραφίαν των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (1771-1850)», Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, τόμ. 8 (1953-1954), Εν Αθήναις, 1956 [Ακαδημία Αθηνών], σσ. 68-85.

[6]. Βλ. Népomucène L. Lemercier, Chants héroiques des montagnards et matelots Grecs, traduits en vers français par M. —, de l’Institut Royal de France (Académie Française). […],Paris, Urbain Canel, 1824. Σε σύνολο τριάντα εννέα ποιητικών κειμένων, δημοσιεύονται σε γαλλική έμμετρη απόδοση τριάντα πέντε τραγούδια από τον πρώτο τόμο του Fauriel.

[7]. Βλ. ενδεικτικά, Larousse Pierre, «Lemercier Louis-Jean-Népomucène» [στο:] Grand Dictionnaire Universel du XIXe siècle par —, tom. dixième, Paris, Administration du Grand Dictionnaire Universel, [ά.έ.], σ. 351.

[8]. Βλ. Népomucène L. Lemercier, Chants héroiques des montagnards et matelots Grecs, traduits en vers français par —, (Membre de l’Académie). […], Bruxelles, Librairie de H. Tarlier, MDCCCXXV.

[9]. Βλ. Népomucène L. Lemercier, Suite des chants héroiques et populaires des soldats et matelots Grecs; traduits en vers français par Μ . —, de l’Institut Royal de France (Académie Française). […],Paris, Urbain Canel, 1825. Στον τόμο αυτό, από τα πενήντα τρία ποιητικά κείμενα που περιλαμβάνονται στον δεύτερο τόμο του Fauriel, ο Lemercier δημοσίευσε σε γαλλική έμμετρη απόδοση δεκαοκτώ δημοτικά τραγούδια και τον «Θούριο» του Ρήγα.

[10]. Pirro Aporti, «Ai lettori» [στο:] Canti popolari della Grecia Moderna. Scelti nella collezione di C. Fauriel voltati in rime italiane […], Milano, Libreria Enrico Trevisini – Torino, Libreria Grato Scioldo, 1881, σ. [5].

[11]. Népomucène L. Lemercier, Chants héroiques des montagnards et matelots Grecs, ό.π. (σημ. 6), σ. 162.

[12]. Βλ. Népomucène L. Lemercier, «Considérations sur les chants populaires de l’Épire et de la Morée», ό.π. (σημ. 6), σσ. [3]-13.

[13]. Αυτόθι, σ. [3].

[14]. Αυτόθι, σ. 4.

[15]. Népomucène L. Lemercier, Chants héroiques des montagnards et matelots Grecs, ό.π. (σημ. 6), σ. 180.

[16]. Αυτόθι, σ. [179].

[17]. Βλ. Απόστολος Βακαλόπουλος, «Η Επανάσταση κατά το 1825» [στο συλλογικό:] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ΄, [Αθήνα], «Εκδοτική Αθηνών» Α.Ε. [1975], σ. 376.

[18] Népomucène L. Lemercier, «Considérations sur les chants populaires de l’Épire et de la Morée», ό.π. (σημ. 6), σ. 4.

[19]. Népomucène L. Lemercier, Chants héroiques des montagnards et matelots Grecs, ό.π. (σημ. 6), σ. 180.

[20]. Βλ. αυτόθι, σ. 180.

[21]. Βλ. Αλέξης Πολίτης, Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. […], [Αθήνα], Θεμέλιο [1984], σ. 231.

[22]. Βλ. τις συσχετίσεις στο Κ. Θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Αθήνα, Ερμής, 1994[Νεοελληνικά Μελετήματα, 7], σ. 6.

[23]. Népomucène L. Lemercier, Suite des chants héroiques et populaires […], ό.π. (σημ. 9), σ. [77].

[24]. Ήδη το 1676 ο La Guilletière θεωρούσε τα ελληνικά λαϊκά τραγούδια άξια σύγκρισης με τα εξαίρετα ποιήματα της αρχαιότητας. Βλ. La Guilletière, «Préface» [στο:] Lacédémone ancienne et nouvelle, […] Première partie, A Paris, Chez Claude Barbin, M. DC. LXXVI, σ. 14 ά.α.

[25]. Βλ. Népomucène L. Lemercier, «Considérations sur les chants populaires de l’Épire et de la Morée», ό.π. (σημ. 6), σ. 13.

[26]. Népomucène L. Lemercier, Suite des chants héroiques et populaires […], ό.π. (σημ. 9), σ. 124.