Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Markéta Kulhánková

Μεταφράσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην Τσεχία μετά την πτώση του ολοκληρωτικού καθεστώτος
(Σύγχρονες τάσεις και προβλήματα της μεταφραστικής δραστηριότητας)

Στην εισήγησή μου θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω, με τη δυνατότερη συντομία, την κατάσταση που επικρατεί σήμερα γύρω από τη μετάφραση των λογοτεχνικών έργων από τα ελληνικά στα τσέχικα. Θα αναφερθώ στις τάσεις που φαίνεται να διαγράφονται, ιδιαίτερα μετά την πτώση του ολοκληρωτικού καθεστώτος το 1989, στον ευρύτερο χώρο της μετάφρασης στη χώρα μου, όπως και σε συναφή προβλήματα που σε μεγάλο βαθμό προκαθορίζουν τόσο την ποιότητα όσο και τον αριθμό των μεταφράσεων από την ελληνική στην τσέχικη γλώσσα.[1]

Επιτρέψτε μου κατ’ αρχάς μια μικρή ιστορική αναδρομή. Στην Τσεχία υπάρχει μακριά παράδοση μεταφράσεων από τα αρχαία ελληνικά, τις απαρχές της οποίας τις βρίσκει κανείς στα χρόνια της Αναγέννησης. Η παράδοση αυτή συντέλεσε κατά τρόπο ουσιαστικό στο να ανοίξει ο δρόμος για τις μεταφράσεις έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στους νεότερους χρόνους έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο οι μεταφράσεις από τα αρχαία ελληνικά στην περίοδο της εθνικής αναγέννησης στα τέλη του 19ου αιώνα, και τούτο γιατί επιβεβαιώθηκε η δυνατότητα της τσέχικης γλώσσας να ερμηνεύσει δύσκολα λογοτεχνικά έργα. Mια τέτοιου είδους διαπίστωση βέβαια ενίσχυε στα πλαίσια της δεδομένης ιστορικής στιγμής για τους Τσέχους την εθνική αυτοπεποίθησή τους. Οι πρώτοι Τσέχοι που ενδιαφέρθηκαν για την νεοελληνική λογοτεχνία στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και μετέφρασαν τα πρώτα νεοελληνικά κείμενα –επρόκειτο για δημοτικά τραγούδια– ήταν κλασικοί φιλόλογοι και μεταφραστές από τα αρχαία ελληνικά. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι στη χώρα που θεωρείται ως «η πλέον αθεϊστική χώρα της Ευρώπης» το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που μεταφράστηκε ήταν «Η Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη. Η μετάφραση αυτή εκδόθηκε το 1911.
Στο διάστημα μεταξύ των δύο Παγκόσμιων Πολέμων, στην τότε Τσεχοσλοβακική Δημοκρατία, βλέπουμε να υποχωρεί το ενδιαφέρον για την νεοελληνική λογοτεχνία. Με την αλλαγή όμως του πολιτειακού καθεστώτος στη χώρα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και πιο συγκεκριμένα με την ανάληψη της εξουσίας από το κομμουνιστικό κόμμα το 1948, φαίνεται να βελτιώνεται η όλη κατάσταση γύρω από τη μεταφραστική δραστηριότητα. Το ενδιαφέρον για την νεοελληνική λογοτεχνία αναζωπυρώνεται μετά το 1950, και σίγουρα αποφασιστικής σημασίας παράγοντας γι’ αυτό υπήρξε η υποδοχή μεγάλου αριθμού πολιτικών προσφύγων στην Τσεχία από την Ελλάδα μετά τα γεγονότα του Εμφύλιου Πολέμου. Έτσι, από τα 40 χρόνια της ολοκληρωτικής εξουσίας μας έμειναν εκτός από την κατεστραμμένη οικονομία και την τραυματισμένη εθνική αυτοπεποίθηση και γύρω στις 30 καλές στις περισσότερες περιπτώσεις μεταφράσεις σημαντικών έργων Ελλήνων λογοτεχνών. Ο αριθμός αυτός αυξάνεται, αν συνυπολογίσουμε και τις μεταφράσεις που έγιναν στα σλοβακικά. Βέβαια, θα πρέπει να διευκρινισθεί, ότι κάποιες από τις εν λόγω μεταφράσεις δεν έγιναν απευθείας από τα ελληνικά, αλλά μέσω μιας τρίτης γλώσσας, όπως για παράδειγμα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Ν. Καζαντζάκη και το «Ζήτα» του Β. Βασιλικού.
Εκτός από τα έργα των οποίων έχουμε ολόκληρη τη μετάφραση, μπορεί να δει κανείς και μεταφρασμένα αποσπάσματα από 20 περίπου Έλληνες λογοτέχνες σε διάφορα περιοδικά κυρίως λογοτεχνικού περιεχομένου. Θα αναφέρω ενδεικτικά ορισμένους συγγραφείς που μεταφράστηκαν αυτή την περίοδο, ο συνολικός τους ωστόσο αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος. Έχω πια αναφέρει τον Καζαντζάκη, του οποίου έχουν μεταφραστεί σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα (στοιχείο άξιο σχολιασμού στο σημείο αυτό θα ήταν το γεγονός, ότι το μυθιστόρημά του «Ο Φτωχούλης του Θεού», έργο με έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα, μεταφράστηκε μόλις το 1993). Πέρα από αυτόν έχουμε μεταφράσεις έργων του Κ. Βάρναλη, του Σ. Μυριβήλη, του Η. Βενέζη, του Γ. Θεοτοκά, του Κ. Κοτζιά, του Α. Σαμαράκη και άλλων. Από το χώρο της ελληνικής ποίησης μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν στα τσέχικα κάποιες συλλογές του Γ. Ρίτσου (ο οποίος παρεμπιπτόντως έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για την Τσεχοσλοβακία), επίσης, σε μια ανθολογία νεοελληνικής ποίησης θα βρούμε μεταφράσεις ποιημάτων του Ν. Βρεττάκου, του Ν. Εγγονόπουλου, του Ο. Ελύτη και άλλων εφτά Ελλήνων ποιητών. Ακόμη μια ολόκληρη συλλογή ποιημάτων του Γ. Σεφέρη δημοσιεύτηκε στα σλοβακικά.
Βέβαια, οι συγγραφείς, των οποίων οι απόψεις και γενικότερα το έργο τους ανταποκρίνονταν στην κομμουνιστική ιδεολογία του τότε καθεστώτος, έβρισκαν πιο εύκολα το δρόμο της αναγνώρισης στην Τσεχοσλοβακική Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Παρόλα αυτά πρέπει να υπογραμμίσω ότι ο αριστερός προσανατολισμός των λογοτεχνών δεν ήταν οπωσδήποτε το μόνο ούτε και το βασικότερο κριτήριο, για να γίνει μια μετάφραση.[2]

Προχωρώντας προς το σήμερα, και ειδικότερα μετά την αλλαγή του πολιτικού και οικονομικού συστήματος το 1989, θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς μεγάλες ανατροπές στο χώρο του βιβλίου. Η μέχρι αυτή την εποχή δεδομένη δυνατότητα του κράτους να επεμβαίνει στην εκδοτική δραστηριότητα δεν υφίσταται πια. Αυτό το γεγονός θα έχει τεράστιες συνέπειες στη διαμόρφωση όλης της κατάστασης γύρω από την αγορά βιβλίου. Προ παντός διαλύθηκαν ορισμένοι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, ο οποίοι είχαν επιφορτιστεί στο προ της αλλαγής διάστημα με την συστηματική έκδοση των μεγάλων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Εντωμεταξύ, ιδρύθηκαν αρκετοί καινούργιοι εκδοτικοί οίκοι, οι οποίοι προσανατολίζονται προς συγγραφείς και λογοτεχνικά έργα, τα οποία στο παρελθόν βρίσκονταν στη μαύρη λίστα. Μέσω αυτών διακινούνται επίσης είδη της λογοτεχνίας, των οποίων η εμπορική επιτυχία θεωρείται εξασφαλισμένη εκ των προτέρων. Η αγορά του βιβλίου άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα καινοφανή και ασυνήθιστα για την προηγούμενη εποχή. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, για να επιστρέψουμε στο θέμα μας, η μεταφραστική δραστηριότητα γύρω από λογοτεχνικά νεοελληνικά κείμενα επηρεάστηκε αρνητικά και υποχώρησε σημαντικά, ευτυχώς ωστόσο δε σταμάτησε εντελώς.

Τις μεταφράσεις των έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που έγιναν τα τελευταία 15 χρόνια, μπορούμε να τις κατατάξουμε σε τρεις ομάδες, εφόσον λάβουμε υπόψη μας το στόχο τους –σε αλληλεξάρτηση πάντα με την ποιότητα του μεταφραζόμενου έργου και το επίπεδο του μεταφραστή– και το αναγνωστικό κοινό, στο οποίο απευθύνονται. Στην πρώτη ομάδα θα τοποθετούσαμε μεταφράσεις έργων, που στοχεύουν στη συνέχεια της έκδοσης κορυφαίων έργων της ελληνικής λογοτεχνίας. Σ’ αυτή την ομάδα ανήκουν εκτός από το μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη «Ο Φτωχούλης του Θεού», που αναφέραμε πιο πάνω, μεταφράσεις ποιημάτων που επιμελήθηκε και δημοσίευσε η καθηγήτρια R. Dostálová, η οποία εδώ και αρκετές δεκαετίες δεσπόζει ως κυρίαρχη προσωπικότητα στο χώρο γενικότερα της προσέγγισης του ελληνικού πολιτισμού και της λογοτεχνίας αντίστοιχα, τόσο στο ακαδημαϊκό περιβάλλον όσο και στο αναγνωστικό κοινό της Τσεχίας. Η τελευταία της μεταφραστική δουλειά αφορά σε μια ανθολογία ποιημάτων του Κ. Καβάφη και στο αξεπέραστο έργο του Ο. Ελύτη «Άξιον εστί» που εκδόθηκε μαζί με μερικά άλλα ποιήματά του.
Στη δεύτερη ομάδα μπορούν να ενταχθούν μεταφράσεις έργων που ανταποκρίνονται στην τάση να μεταφράζεται σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Εδώ θα συναντήσουμε ονόματα συγγραφέων που το έργο τους έχει κάποια απήχηση στο εξωτερικό. Ο εκδοτικός οίκος One Woman Press που επικεντρώνεται στην έκδοση έργων που προωθούν την προβληματική gender εξέδωσε μια ανθολογία από πέντε διηγήματα σύγχρονων Ελληνίδων συγγραφέων,[3] μια ποιητική συλλογή της Ρέας Γαλανάκη και το μυθιστόρημα της ίδιας συγγραφέως «Ελένη ή ο Κανένας». Στον εκδοτικό οίκο Host είναι έτοιμη για έκδοση η μετάφραση του μυθιστορήματος του Παύλου Μάτεσι «Η μητέρα του σκύλου», το βιβλίο δυστυχώς δεν κυκλοφόρησε ακόμη στα βιβλιοπωλεία λόγω οικονομικών δυσκολιών. Στην ομάδα αυτή θα μπορούσε να τοποθετηθεί και μια ανθολογία νεοελληνικού διηγήματος, όπου εμφανίζονται εκτός από τα γνωστά ονόματα των Κουμανταρέα, Βαλτινού, Ζατέλη και δείγματα του έργου όχι τόσο γνωστών πεζογράφων όπως του Τατσόπουλου και του Βέργου. Οι περισσότερες από τις μεταφράσεις που ανέφερα προέρχονται από μια νέα και κατά την γνώμη μου προικισμένη μεταφράστρια την Alexandra Büchler, ενώ διακρίνονται αναμφισβήτητα για την ποιότητά τους.
Στην τρίτη ομάδα των μεταφράσεων θα εντάσσαμε εκείνα τα έργα, των οποίων η έκδοση οδηγεί με βεβαιότητα σε εμπορική επιτυχία, μια και κάτι τέτοιο αποτελεί βασική προϋπόθεση προκειμένου να μεταφραστούν. Τα τελευταία τρία χρόνια για παράδειγμα μεταφράστηκαν και δημοσιεύθηκαν σε χρόνο ρεκόρ τα τρία μυθιστορήματα της Μαΐρας Παπαθανοσοπούλου ξεκινώντας από το γνωστό «Ιούδα». Τα βιβλία αυτά σημείωσαν μεγάλη σχετικά εμπορική επιτυχία. Βεβαίως, είναι κατανοητό και οπωσδήποτε θεμιτό να μεταφράζονται και τέτοιου είδους έργα, ωστόσο στην περίπτωση αυτών των μεταφράσεων τόσο η ίδια η δουλειά της μεταφράστριας όσο και η όλη οργάνωση και προβολή της μέσα από τις αντίστοιχες εκδόσεις σηματοδοτείται από την ταχύτητα, την ευκολία και συχνά την έλλειψη της όποιας μορφής επιμέλειας των κειμένων σε βάρος καμιά φορά της αξίας του έργου. Έτσι, στον αναγνώστη δίδεται συχνά μια συγκεχυμένη εικόνα της ελληνικής πραγματικότητας, μια και παραποιούνται ή καλύτερα δεν μεταφέρονται με απόλυτα ορθό τρόπο τα όσα θέλει να πει η συγγραφέας.

Έχω αναφερθεί πιο πάνω στη σοβαρότητα του θέματος των οικονομικών πόρων. Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για το σημαντικότερο ανασταλτικό παράγοντα προκειμένου να έχουμε περισσότερες εκδόσεις μεταφρασμένων έργων από τα νέα ελληνικά. Οι περισσότερες –αν όχι όλες– μεταφράσεις που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια, χρηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο ποσοστό ή εξ ολοκλήρου από διάφορα ιδιωτικά ή κρατικά ελληνικά ιδρύματα, από ευρωπαϊκές πηγές ή από τους Έλληνες της Τσεχίας. Είναι σχεδόν αδύνατο να δεχτεί να προχωρήσει ένας εκδοτικός οίκος στην έκδοση ενός ελληνικού λογοτεχνικού έργου χωρίς κάποιας μορφής χρηματοδότηση.
Ένα άλλο πρόβλημα πέραν της οικονομικής στενότητας, εξίσου σοβαρό κατά την άποψή μου, είναι και η έλλειψη καλών μεταφραστών. Στο σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο το γεγονός ότι μέχρι σήμερα κανένας από τους αποφοίτους των Νεοελληνικών τμημάτων που λειτούργησαν στα πλαίσια των Πανεπιστημίων της χώρας δεν επέλεξε την ενασχόληση με την μετάφραση, συμπεριλαμβανομένων και των αποφοίτων του Τμήματος των Νεοελληνικών του Πανεπιστημίου του Brno, το οποίο υπάρχει εδώ και 13 χρόνια. Η απογοητευτική αυτή κατάσταση οφείλεται κατά τη γνώμη μου σε δυο βασικούς λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με την οικονομική κατ’ αρχήν ανασφάλεια που ενέχει το επάγγελμα του μεταφραστή. Διαφωτιστική θα ήταν στο συγκεκριμένο σημείο η συμπεριφορά πολλών από τους αποφοίτους που έχουν σπουδάσει ελληνικά σε συνδυασμό με κάποιες άλλες σπουδές. Συχνά, λοιπόν, ακολουθούν ένα επάγγελμα στη βάση της δεύτερης επιλογής τους. Εξάλλου, αρκετοί –ή για να γίνω πιο ακριβής αρκετές, επειδή σχεδόν όλοι όσοι φοιτούν στο Τμήμα των Νεοελληνικών Σπουδών στο Brno είναι γυναίκες– προτιμούν μια πιο συμφέρουσα οικονομικά και πιο ασφαλή απασχόληση στον τουρισμό, εννοείται βέβαια στην περίπτωση, που ψάχνουν να βρουν κάτι στο χώρο εργασίας στα πλαίσια των σπουδών τους.
Ο δεύτερος λόγος, κατά τη γνώμη μου πάντα, είναι οι γλωσσικές αδυναμίες των αποφοίτων του Τμήματος, των οποίων η αιτία είναι η έλλειψη άμεσης επαφής με το χώρο όπου μιλιέται η γλώσσα που έχουν σπουδάσει. Στο σημείο αυτό, δεν είναι άμοιρο ευθυνών το ίδιο το Τμήμα. Μέχρι τώρα δυστυχώς στους φοιτητές μας δεν προσφερόταν η δυνατότητα να περάσουν ένα διάστημα των σπουδών τους στο εξωτερικό, για να μπορέσουν να αποκτήσουν περισσότερη ευχέρεια στη χρήση της γλώσσας και ίσως και περισσότερο θάρρος για να ξεκινήσουν μ’ αυτή τη δουλειά. Τελευταία προς την κατεύθυνση της επίλυσης αυτού του προβλήματος, φαίνεται να γίνεται μια πολύ καλή αρχή τόσο για το Τμήμα όσο και για τους φοιτητές του. Όπως έχω υπόψη μου, έχουν ολοκληρωθεί σχεδόν οι απαιτούμενες διατυπώσεις, ώστε να μπορούν οι φοιτητές μας να επισκέπτονται σε εξάμηνη βάση μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων ανταλλαγής φοιτητών Sokrates-Erasmus το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και το Institut für Byzantinistik und Neogräzistik της Βιέννης.
Μια παράληψη που υπάρχει επίσης γύρω από το θέμα της μετάφρασης, όσον αφορά τις υποχρεώσεις του Τμήματός μας, είναι η επαναλειτουργία του μεταφραστικού σεμιναρίου στα πλαίσια του Προγράμματος Σπουδών, το οποίο δεν υπάρχει εδώ και μερικά χρόνια εξαιτίας της έλλειψης επιστημονικού προσωπικού. Αυτό το σεμινάριο θα πρέπει να προσφέρει στους φοιτητές πέρα από την θεωρητική κατάρτιση γύρω από τα προβλήματα της μετάφρασης και τη δυνατότητα πρακτικής, ώστε να τους δίνεται ένα κίνητρο, προκειμένου να αρχίσουν να ενδιαφέρονται για τη μετάφραση πιο σοβαρά.

Θα κλείσω την ανακοίνωσή μου αναφέροντας δυο προσπάθειες που αγγίζουν έμμεσα και το χώρο της μετάφρασης και που θα μπορούσαν να είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα. Η πρώτη είναι η διορθωμένη και συμπληρωμένη με νέα στοιχεία επανέκδοση του Λεξικού των Ελλήνων Συγγραφέων, η οποία εμφανίστηκε στα βιβλιοπωλεία πριν από ένα μήνα περίπου.[4] Πρόκειται για μια εγκυκλοπαίδεια που περιέχει βιογραφικές και βιβλιογραφικές πληροφορίες για Έλληνες συγγραφείς από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Το δεύτερο θετικό γεγονός είναι ότι η πιθανόν πιο φιλόδοξη τσέχικη ιστοσελίδα για την λογοτεχνία περιλαμβάνει και έναν ξεχωριστό τομέα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.[5] Εδώ εμφανίζονται εκτός από τις κριτικές των λίγων ελληνικών λογοτεχνικών έργων που εκδίδονται στα τσέχικα και κριτικές επιπλέον των πρωτότυπων έργων, πληροφορίες για τους συγγραφείς και άλλα άρθρα, που έχουν κάποια σχέση με τη σύγχρονη Ελλάδα και με την λογοτεχνία.

[1] Για το πρώτο μέρος της εισήγησής μου στηρίζομαι στην ανακοίνωση που παρουσίασε η καθηγήτρια R. Dostálová στην Συνάντηση των Ευρωπαίων νεοελληνιστών στην Αθήνα την άνοιξη το 1995 (Οι νεοελληνικές σπουδές στην Ευρώπη: Πρακτικά Συνάντησης των Ευρωπαίων Νεοελληνιστών. Αθήνα: ΥΠΠΟ, 1996. Επιμέλεια έκδοσης Μαγκλή Κ., Κούκου Π., σελ. 215–219) και παρατείνω το θέμα μέχρι σήμερα.

[2] Για τα κριτήρια επιλογής συγγραφέων για μετάφραση βλ. Dostálová in Οι νεοελληνικές σπουδές... σελ. 218.

[3] Σ. Τριανταφύλλου, Ε. Σωτηροπούλου, Ι. Καρυστιάνη, Α. Μιχαλοπούλου, Α. Καστρινάκη, Ζ. Ζατέλη.

[4] Πρωτοεκδόθηκε το 1975.