Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Γαβριέλα Φλόρεα

Οι προσπάθειες για τη σύναψη στρατιωτικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας κατά την περίοδο 1866-1869[1]

Οι προσπάθειες για τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας περί τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα έχουν αποτελέσει αντικείμενο ευρείας ιστοριογραφικής μελέτης από διακεκριμένους ιστορικούς. Παρά τη λεπτομερή εξιστόρηση των γεγονότων δεν υπάρχουν σαφείς αναφορές και αναλύσεις για τα αιτία της αποτυχίας, στην οποία κατέληξαν πολλές από αυτές, ούτε ποτέ έγινε καμία απόπειρα αξιολόγησης της συμμετοχής της κάθε πλευράς. Η παρούσα εργασία εστιάζεται στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη μιας στρατιωτικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το θέμα αυτό είχε απασχολήσει τους Velichi[2] και Lheritier[3], οι μελέτες των οποίων αποτέλεσαν τα σημεία αναφοράς ως προς αυτό το γεγονός. Όμως, η περιγραφή του Velichi στηρίζεται μόνο σε αρχεία του Ρουμανικού Βασιλικού Οίκου, ενώ ο Lheritier χρησιμοποιεί αποκλειστικά ελληνικές πηγές. Η μονομερής θεώρηση των πραγμάτων υπό αυτές τις συνθήκες ήταν αναπόφευκτη. Επιπλέον, η περιορισμένη χρήση πρωτογενών πηγών καθώς και οι τουλάχιστον μη ουδέτερες συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η συγγραφή[4], δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη ούτε να αντιληφθεί το πραγματικό πλαίσιο στο οποίο διεξάγονταν εκείνες οι διαβουλεύσεις, ούτε να συναγάγει συμπεράσματα.

Η παρούσα εργασία στηρίζεται σε εκτεταμένο πρωτογενές υλικό από ρουμανικές και ελληνικές πηγές, το οποίο διασταυρώθηκε με τα συγγράμματα των Velichi και Lheritier. Επίσης, σημαντικά για την έρευνα είναι και τα προσωπικά σχόλια του A. Golescu, πρώην διπλωματικού πράκτορα των Παρίστριων Ηγεμονιών στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος είχε άμεσα εμπλακεί στις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις. Σ’ αυτήν την μελέτη προσπαθώ να παρουσιάσω την εικόνα των διπλωματικών περιθωρίων της Ρουμανίας στο διεθνές προσκήνιο υπό το καθεστώς των Διομολογήσεων αφ’ ενός και υπό την προώθηση της βαλκανικής πολιτικής της Ελλάδας αφ’ ετέρου. Η ανάλυση και τα συμπεράσματα που συνάγονται από την τελική αποτυχία των διαπραγματεύσεων αυτών μπορεί να αποτελέσουν την αφετηρία ερμηνείας μεταγενέστερων αντιδράσεων της Ρουμανίας απέναντι στην Ελλάδα. Ακόμη και μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας της, η Ρουμανία στήριζε την εκάστοτε στάση της έναντι ζητημάτων που αφορούσαν συμφέροντα της Ελλάδας, όπως η ιθαγένεια, οι διάθεση περιουσιών ευεργετών, το κουτσοβλαχικό ζήτημα κ.ά., στις εμπειρίες της από αυτές τις διαπραγματεύσεις.

Ενώ η μικρή Ελλάδα λειτουργούσε ως ανεξάρτητο κράτος από το 1830, η Ρουμανία βρισκόταν σε μια πιο δυσχερή διεθνή θέση. Στα χρόνια της κοινής τουρκικής κυριαρχίας οι Ρουμανικές Ηγεμονίες, σε σχέση με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, απόλαυσαν μια πιο ευρεία de facto διοικητική ελευθερία. Τον 18-ο αιώνα, επήλθαν νέες πραγματικότητες. Εκείνη η εποχή σηματοδοτεί την αρχή των σκληρών (και αποτελεσματικών) προσπαθειών της Ρωσίας και της αντίζηλης της Αυστρίας, να ιδιοποιηθούν περιοχές της Τουρκίας. Πέρα από τα πολιτικά συμφέροντα (ισορροπίες δυνάμεων) αρχίζει να συνυπολογίζεται και ένας νέος παράγοντας: ο οικονομικός. Οι Παραδουνάβιες Χώρες αρχίζουν να εισέρχονται αργά αλλά σταθερά στο νέο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, με την έννοια ότι η Αυστρία, η Γαλλία και η Αγγλία ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για τα αγροτικά τους προϊόντα. Για να διευκολύνουν και προστατέψουν τις εμπορικές αλλαγές (αγροτικά προϊόντα από τη Ρουμανία, και αντιστρόφως, κατεργασμένα προϊόντα από τη Δύση κλπ.), οι Μεγάλες Δυνάμεις στο δεύτερο μισό του 18-ου αιώνα ανοίγουν τα προξενεία τους. Βάσει ειδικών προνομιακών Συνθηκών[5] των Μεγάλων Δυνάμεων με την Τουρκία, τα προξενεία εφάρμοζαν τους νόμους της χώρας που εκπροσωπούσαν σε ζητήματα που αφορούσαν τους προστατευόμενους τους[6]. Οι Μεγάλες Δυνάμεις θεώρησαν ότι αφού οι ρουμανικές χώρες τελούσαν υπό την επικυριαρχία της Πύλης, θα ίσχυε και γι’ αυτές το οθωμανικό καθεστώς. Σημειωτέον ότι πολλοί από τους προστατευόμενους των προξενείων αυτών δεν ήταν πραγματικοί υπήκοοι των κρατών τα οποία οι πρόξενοι αντιπροσώπευαν[7].

Οι εγχώριες αρχές όμως κατέβαλαν όλες τις δυνατές προσπάθειες να εξουδετερώνουν οποιαδήποτε ξένη παρέμβαση[8]. Οι μεταρρυθμίσεις του Alexandru Cuza ερμηνεύονται υπό αυτό το πρίσμα. Μόνο που το ζήτημα των Διομολογήσεων ήταν εξαιρετικά πολύπλοκο, γιατί αποτελούσε μια υπόθεση που αφορούσε άμεσα και ταυτόχρονα πολλές Μεγάλες Δυνάμεις.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, το 1869, η Αθήνα πρότεινε στη ρουμανική κυβέρνηση μια κοινή δράση εναντίον της Τουρκίας, η οποία θα οδηγούσε για την Ελλάδα στην «ικανοποίηση των προσδοκιών των χριστιανικών εθνοτήτων ελληνικών επαρχιών της Τουρκίας» και για τη Ρουμανία στην «πλήρη ανεξαρτησία»[9]. Με αυτή την πρόταση η ελληνική κυβέρνηση απέβλεπε στην προσάρτηση επαρχιών που κατά την Αθήνα βρίσκονταν υπό τουρκική κατοχή. Αν και οι βλέψεις της Αθήνας ήταν γνωστές εκείνη την εποχή[10], στους όρους της συμμαχίας που προτάθηκαν δεν αναφέρθηκαν συγκεκριμένα τα οφέλη για την Ελλάδα, ενώ για τη Ρουμανία ο όρος περί ανεξαρτησίας ήταν πιο σαφής. Είναι πιθανόν τα οφέλη της Ελλάδας να μην αναφέρονταν για να ικανοποιείται η επιθυμία του Καρόλου περί ασαφών όρων[11].

Συγκρίνοντας τα σχέδια συμμαχίας και των δύο πλευρών καθώς και τις επιστολές του Γρ. Υψηλάντη προς τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, πιστεύω ότι η Ρουμανία ήταν διαθέσιμη να υπογράψει μια στρατιωτική συμφωνία με την Αθήνα. Την ίδια εποχή οι Ρουμάνοι βρίσκονταν σε διαβουλεύσεις με τους Ρώσους σχετικά με την προξενική δικαιοδοσία[12]. Η Ρωσία δέχθηκε να ανταλλάξουν οι δύο χώρες δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι προξενικές αποφάσεις να εκτελούνται στη Ρουμανία από τα τοπικά δικαστήρια ακολουθώντας τη ρουμανική δικονομία[13]. Ήταν λοιπόν και για τη Ρουμανία μια ευκαιρία βολιδοσκόπησης των προθέσεων της Ελλάδας και σ’ αυτό το θέμα, το οποίο η Ρουμανία έβλεπε μέσα από τη σκοπιά της ανεξαρτησίας της. Προσδοκούσε ότι η Ελλάδα θα προσφέρονταν από μόνη της να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ρωσίας, ακόμη και της Αυστρίας[14]. Έτσι, θα δημιουργείτο ένα προηγούμενο, το οποίο η Ρουμανία θα χρησιμοποιούσε ως δίοδο για τη βελτίωση της διεθνούς της θέσης. Η Ρουμανία τυπικά ήταν υποτελής της Τουρκίας. Όμως έμμεσα, λόγω των Διομολογήσεων, ήταν υποχρεωμένη να ενδίδει σε παρεμβάσεις των υπολοίπων Δυνάμεων της Ευρώπης, ακόμα και της Ελλάδας[15]. Η Ρουμανία, για να ελαχιστοποιήσει αυτές τις παρεμβάσεις, δεν αναγνώριζε de facto την προξενική δικαιοδοσία. Επεδίωκε επίσης την de jure κατάργηση της ετεροδικίας μέσω διπλωματικών δηλώσεων, εφ’ όσον λόγω της υποτελούς της θέσης απέναντι στην Τουρκία, δεν είχε το δικαίωμα να συνάπτει διμερείς συμφωνίες ή συμβάσεις.

Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα ανησυχούσε ότι εφόσον αυτή η συμμαχία θα είχε μυστικό χαρακτήρα, υπήρχε το ενδεχόμενο να μην τηρηθεί από τη ρουμανική πλευρά. Η ίδια η Ελλάδα προσπάθησε να αποφύγει την τήρηση της συνθήκης που υπογράφηκε μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας το 1867[16]. Κρίνοντας εξ’ ιδίων, ανησυχούσε ότι και η Ρουμανία ενδεχομένως να έπραττε το ίδιο. Για αυτό η Ελλάδα δεν μπορούσε να συμφωνήσει για τη διευθέτηση της προξενικής δικαιοδοσίας προς όφελος της Ρουμανίας, διότι ήταν ένα κρίσιμο θέμα προσόδων για τον Ελληνισμό γενικά.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του 1869 δεν φάνηκε να θεωρεί τη Ρουμανία ως ισότιμο συνομιλητή, η Ρουμανία προτίμησε αφ’ ενός να υποστηρίξει ηθικά την Ελλάδα σε ότι αφορούσε τον κρητικό αγώνα[17], αφ’ ετέρου να ακολουθήσει μια φιλόφρονα πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Η Τουρκία, με εσωτερικά προβλήματα που δημιουργούνταν από τους Έλληνες[18] και υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν πολύ πιθανόν να προβεί σε κάποιες παραχωρήσεις προς βελτίωση της διεθνούς θέσης της Ρουμανίας: π.χ. να επιτρέπει την έκδοση εθνικού νομίσματος χωρίς χαρακτηριστικά σύμβολα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να επιτρέπει τη διαβίβαση όπλων και πολεμοφοδίων προς τη Ρουμανία από τα Στενά χωρίς πολλές αντιρρήσεις, να αναγνωρίσει το εθνικό όνομα «Ρουμανία» κλπ.[19].

Η στάση της Ρουμανίας έναντι της Ελλάδας επηρεάστηκε και από τις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως του μεγάλου και ισχυρού γείτονα της, της Ρωσίας. Δεν αποκλείεται, στην οργάνωση των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων εντός της Ρουμανίας το 1868 να είχε ασκήσει πιέσεις και η Ρωσία [20][21]. Κατά τη γνώμη μου, στην περίπτωση που η Ρουμανία θα είχε επωφεληθεί από αυτές τις κινήσεις, η Ρωσία προέβλεπε ότι θα αποκτούσε μια τεράστια επιρροή στη χώρα, όπως έγινε στη Βουλγαρία αμέσως μετά την αναγνώρισή της ως κράτους. Αν όμως η Τουρκία κατελάμβανε στρατιωτικά τη Ρουμανία, η Ρωσία αργότερα για μια ακόμη φορά θα έπαιζε το ρόλο του «προστάτη και σωτήρα» όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών. Με τον τρόπο αυτό, η Ρωσία ενθάρρυνε κρυφά την οργάνωση απελευθερωτικών κινήσεων των Βουλγάρων στο έδαφος της Ρουμανίας, ενώ επίσημα όχι μόνο τις επέκρινε αλλά και παρότρυνε την Τουρκία να προχωρήσει σε μια στρατιωτική κατοχή των Ηγεμονιών. Με το διπλό αυτό παιχνίδι, προσπαθούσε να αποδείξει στις υπόλοιπες Δυνάμεις του ευρωπαϊκού συστήματος ότι επιθυμούσε τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όχι την κατάρρευσή της προς αποκλειστικό ρωσικό όφελος.

Το ερώτημα που μέχρι σήμερα κανείς ιστορικός δεν έχει επαρκώς απαντήσει είναι: γιατί τελικά παρά την επιθυμία και των δύο πλευρών δεν επετεύχθη η υπογραφή μιας στρατιωτικής συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας το 1869; Η αιτιολογία που δίνει ο Velichi, ότι δηλαδή οι δύο πλευρές δεν ήταν ακόμα έτοιμες για ένα τέτοιο βήμα και ότι η Ρωσία δεν ήταν πρόθυμη να συμπαρασταθεί σε αυτή την κοινή δράση, αποτελούσε απλώς μία αυτονόητη διαπίστωση και όχι πραγματική ερμηνεία. Επιπλέον, δεν έχει δοθεί καμία εξήγηση για τη σημασία των διαπραγματεύσεων. Η πρόθεση και των δύο πλευρών να υπογράψουν μια συμμαχία είναι αρκετά φανερή. Η Ελλάδα από τη μια πλευρά επιθυμούσε την εμπλοκή της Ρουμανίας σε πόλεμο με την Τουρκία επιδιώκοντας μια επιθετική συμμαχία[22]. Με τη σειρά της η Ρουμανία, στην προσπάθειά της για «χειραφέτηση[23]*» φοβόταν επίθεση της Τουρκίας και επομένως στην πιθανή ένοπλη άμυνά της προσδοκούσε να εξαναγκασθεί και η Ελλάδα σε πολεμική σύρραξη με την Τουρκία[24]. Η μόνη επιφύλαξη του Καρόλου σε αυτή τη συμμαχία ήταν η αποφυγή οποιασδήποτε πρόκλησης δυσαρέσκειας εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων. Για αυτό ακριβώς ήθελε αφ’ ενός να διατηρηθεί μυστική η συμμαχία και αφ’ ετέρου οι όροι της να είναι ασαφείς σε περίπτωση που γνωστοποιηθεί. Στην τελευταία περίπτωση με δεδομένη την ασάφεια αλλά και τη δέσμευση αμφοτέρων των πλευρών για αποφυγή μονομερών συρράξεων με την Τουρκία, θα μπορούσε ευκολότερα να πείσει τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι μια τέτοια συμμαχία ήταν καθαρά αμυντική, και θα λειτουργούσε αποτρεπτικά έναντι μιας πιθανής μονομερούς εμπλοκής της Ελλάδας σε πόλεμο κατά της Τουρκίας[25]. Η Ελλάδα αντίθετα επέμενε σε σαφέστερους όρους, αν και χωρίς να διευκρινίζει τα συγκεκριμένα οφέλη της, σίγουρα ως προς τον τρόπο εμπλοκής σε πόλεμο της Ρουμανίας κατά της Τουρκίας[26].

Όμως, η συμμαχία δεν υπεγράφη. Κατά τη γνώμη μου η μη υπογραφή της συμμαχίας όπως την πρότεινε η Ελλάδα είναι αποκλειστική ευθύνη της Ρουμανίας για τους εξής λόγους: η Ελλάδα δεν απάντησε στις προσδοκίες των Ρουμάνων σε ότι αφορούσε την ανταλλαγή διπλωματικών δηλώσεων σχετικά με την ελληνική προξενική δικαιοδοσία[27]. Επίσης, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η Ελλάδα δεν θεωρούσε τη Ρουμανία ως ισότιμο συνομιλητή[28] και αυτό επικρίθηκε από τους Ρουμάνους. Ένα σημαντικό μέρος του αλλοδαπού πληθυσμού της Ρουμανίας αποτελούνταν από τους Έλληνες υπηκόους με αξιόλογες περιουσίες από τους οποίους η Ελλάδα αποκόμιζε μεγάλα οφέλη (τουλάχιστον μέσω των κληροδοτημάτων). Οι Ρουμάνοι πολιτικοί επέκριναν την Ελλάδα ότι δεν τηρούσε μια ειλικρινή στάση στο θέμα της ανεξαρτησίας της Ρουμανίας. Άλλωστε, οι Ρουμάνοι σχημάτισαν την πεποίθηση ότι οι κίνδυνοι που θα αντιμετώπιζαν[29] από την υπογραφή μιας στρατιωτικής συμμαχίας της αρεσκείας των Ελλήνων, ήταν πολύ περισσότεροι από τα οφέλη. Με τις γνωστές πια προφάσεις, οι Ρουμάνοι αρνήθηκαν να υπογράψουν[30].

Εν κατακλείδι, πράγματι οι δύο πλευρές δεν ήταν έτοιμες για πόλεμο με την Τουρκία το 1869, όπως ακριβώς εξηγεί και ο Velichi. Όμως γιατί τελικά μπήκαν στη διαδικασία διαπραγματεύσεων αφού η ανετοιμότητά τους προδιέγραφε ναυάγιο στη συμφωνία; Η ρεαλιστικότερη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι η διαδικασία των διαπραγματεύσεων αποτελούσε κυρίως μια διερεύνηση των προθέσεων κάθε πλευράς, τα αποτελέσματα της οποίας και οι δύο θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν στο μέλλον[31].


Γαβριέλα Φλόρεα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

 

 

[1]* Η εργασία αυτή χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα «ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ» ΕΠΕΑΕΚ, κατά 25% από εθνικές πηγές και κατά 75% από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πρόγραμμα αφορά την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με τίτλο «Κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές πτυχές των ελληνο-ρουμανικών σχέσεων κατά το δεύτερο μισό του 19-ου και τις αρχές του 20-ου αιώνα», που άρχισε το 2002, στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με επιβλέποντα καθηγητή τον κ. Γ. Παπαγεωργίου και μέλη της Συμβουλευτικής επιτροπής την κα Κ. Πανάγου και τον κ. Α. Φάλαγκα. Ευχαριστίες οφείλω και στον καθηγητή κ. Γ. Πλουμίδη για τις πολύτιμες συμβουλές του.

[2] Constantin N. Velichi,  Les Relations roumano- grecques durant la période 1866-1879 , «Revue des études sud- est européennes», τόμ. VIΙI, 3, 525-548, Βουκουρέστι, 1970.

[3] Michel Lheritier et Eduard Driault, L’ histoire diplomatique de la Grèce, τόμ. ΙΙΙ, Παρίσι, 1925.

[4] O μεν Velichi συνέγραψε κατά την περίοδο του κομουνιστικού καθεστώτος, μια περίοδο έντονης λογοκρισίας και κατευθυνόμενης προβολής του ρουμανικού έθνους, ο δέ Lheritier ολοκλήρωσε το έργο του αρκετά ενωρίς, πριν την απαλλαγή από αναπόφευκτες συναισθηματικές φορτίσεις και προκαταλήψεις.

[5]* Οι λεγόμενες Διομολογήσεις.

[6] Πρόκειται (στη γλώσσα της εποχής) για την «προξενική δικαιοδοσία» ή «ετεροδικία». Βλ. I.C. Filitti, Româ nia faţă de Capitulaţ iile Turciei, Βουκουρέστι, 1915, 128-133.

[7] Π.χ. αποτελούνταν είτε από εγχώριους Εβραίους, είτε και από Οθωμανούς ραγιάδες, μεταξύ αυτών και αυτοχθόνων. Αυτόθι. Βέβαια ο Filitti αναφέρεται σε αυτήν την πραγματικότητα με αρκετή ασάφεια.

[8] Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Κεντρική Υπηρεσία (= Α.Υ.Ε./Κ.Υ.), φάκ. 98.6/1869, Ι) Α. Ραγκαβής προς Θ. Π. Δεληγιάννη, Κωνσταντινούπολη, 22 Ιουλ. 1869, αρ. 1109, ΙΙ) Μελετόπουλος προς Π. Δεληγιάννη, Παρίσι, α) 1/13 Αυγ. 1869 και β) 27 Σεπτ./9 Οκτ. 1869. Επίσης, Α.Υ.Ε./Κ.Υ., φακ. 36.5/1870, μετάφραση εγγράφου νομάρχου Κοβουρλούη προς το Ελληνικό Προξενείο της Ελλάδος, Γαλάζιο, 14 Μαρ. 1870, αρ. 1564.

[9] Α.Υ.Ε./Κ.Υ., φακ. 22.1/1869 «Υψηλάντης εις Βλαχία», Υψηλάντης προς Θ. Δεληγιάννη, 11/23 Μαΐου 1869, αρ. 1. Στο τέλος της συζήτησης ο Υψηλάντης παρουσίασε στον πρίγκιπα Κάρολο ένα σύντομο σχέδιο συμμαχίας με τη μορφή διακήρυξης αρχών. Βλ. και Constantin Velichi, ο.π., παράρτημα 4, 542-543. Επίσης Α.Υ.Ε./Κ.Υ., Υψηλάντης προς Θ. Δεληγιάννη, 24/5 Ιουν. 1869, αρ. 3, όπου υπάρχει το πραγματικό σχέδιο συμμαχίας της Ελλάδας. Βλ. την εισαγωγή του σχεδίου

[10] Όπως φαίνεται καθαρά στα σχέδια ελληνο-σερβικών συμμαχιών όπου αναφέρονταν ρητά η προσάρτηση συγκεκριμένων εδαφών, π.χ. για την Ελλάδα της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Κρήτης και της Θράκης - που αποτελούσαν το μέγιστο των Ελληνικών απαιτήσεων κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων για τη σύναψη στρατιωτικής συνθήκης με τη Σερβία το 1861- ή της Ηπειροθεσσαλίας και της Κρήτης ως ελάχιστες αξιώσεις όπως απορρέει από την ίδια τη συνθήκη που τελικά υπογράφθηκε στο Voeslau, κοντά στη Βιέννη το 1867. Α.Υ.Ε./Κ.Υ., Ι) φακ. αακστ΄/1861 και ΙΙ) φακ. αακιη΄/1868. Επίσης, Μ. Θ. Λάσκαρης, Το ανατολικό ζήτημα, 1800- 1923, τόμ. Ι, Θεσσαλονίκη, 1978, 218 και 222. Κατά τη γνώμη μου, οι Ρουμάνοι είχαν υποπτευθεί ή και γνώριζαν τους όρους της ελληνο-σερβικής συνθήκης. Εδώ τίθεται το ερώτημα: πια ήταν η σημασία των ρουμανο- σερβικών διαπραγματεύσεων το 1865 και 1868;)

[11] Α.Υ.Ε./Κ.Υ., φακ. 22.1/1869 «Υψηλάντης εις Βλαχία», Γρ. Υψηλάντης προς Θ.Π. Δεληγιάννη, 11/23 Μαΐου 1869, αρ. 1, εμπιστευτικό.

[12] Α.Υ.Ε./Κ.Υ., φακ. 98.6/1869 «Περί ετεροδικίας», Μ. Δραγούμης προς Θ. Π. Δεληγιάννη, Αγ. Πετρούπολη, αχρονολόγητο, αρ. 89/49, εμπιστευτικό. Απαντά στις οδηγίες του προϊστάμενου του από τις 27 Μαρ. 1869.

[13] Bλ. ενδεικτικά Α.Υ.Ε./Κ.Υ. φακ. 98.6/1869 «περί ετεροδικίας», Α. Ραγκαβής προς Θ. Π. Δεληγιάννη, εν Νεοχωρίω, 22. Ιουλ. 1869, αρ. 1109, με παράρτημα ένα αντίγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρουμανίας προς τον διευθυντή του Γενικού Ελληνικού Προξενείου στο Ισμαήλ στην υπόθεση «Τζανκόπουλο» από 11 Ιουν. 1869, αρ. 4151.

[14] Α.Υ.Ε./Κ.Υ., φακ. 22.1/1869, Υψηλάντης προς Θ. Π. Δεληγιάννη, Βιέννη, 14/26 Οκτ. 1869, αρ. 57, όπου φαίνεται ότι και η Αυστρία ήταν διαθέσιμη να κάνει αυτή την υποχώρηση.

[15] Aπό τη συνθήκη της Κάλιντζας με την Τουρκία, 9 Ιουλ. 1855, η Ελλάδα απολάμβανε το δικαίωμα προξενικής δικαιοδοσίας στη Τουρκία. Επαμεινώνδα Κυριακίδου, Ιστορία του συγχρόνου ελληνισμού, 1832-1892, τόμ. ΙΙ, Αθήνα, 1892, 666-672, άρθρο 24. Το ίδιο και στο Γ. Γεωργής, Η πρώτη μακροχρόνια έλληνο- τουρκική διένεξη, Αθήνα, 1996, 274- 279. Σε ότι αφορά τις Μεγάλες Δυνάμεις, το άρθρο 8, εδάφιο 4 της Σύμβασης των Παρισίων, 19 Αυγ. 1858, ήταν απόλυτα σαφής σε ότι αφορούσε την εφαρμογή των Διομολογήσεων της Επικυρίαρχης Δύναμης στις Ηνωμένες Ηγεμονίες. Ed. Herstlet, The map of Europe by treaty, τόμ. II, Λονδίνο, 1875,

[16] Ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στο Βελιγράδι πληροφορούσε την Αθήνα ότι η Σερβία είχε σκοπό να εφαρμόσει την συνθήκη με την Ελλάδα. Η Ελλάδα όμως τότε δεν ήταν διαθέσιμη για μια κοινή δράση εναντίον της Τουρκίας, αλλά ούτε και ήθελε να επιδεινώσει τις σχέσεις της με τη Σερβία. Ο Γεώργιος Α΄ έδωσε την συγκατάθεσή του στον Υψηλάντη να μεταβεί μυστικά στο Βελιγράδι με σκοπό τη μεταστροφή της Σερβίας από τα άκαιρα σχέδιά της. Η Ελλάδα επεδίωκε είτε να μην ακολουθήσει τη Σερβία σε μια αδιάλλακτη στάση της κατά της Τουρκίας, είτε στην περίπτωση πιο μετριοπαθούς στάσης της Αντιβασιλείας της Σερβίας, να προβεί σε διαπραγματεύσεις για μια συνθήκη παρόμοια με τη Ρουμανία. Α.Υ.Ε./Κ.Υ., φακ. 22.1/1869, α) Θ.Π. Δεληγιάννης προς Γρ. Υψηλάντη, Αθήνα, 25 Σεπτ. 1869, αρ. 6477.6478, άκρως εμπ. και μυστικό, και β) Γρ. Υψηλάντης προς Θ.Π. Δεληγιάννη, Βιέννη, 7/19 Οκτ. 1869, «μυστική αποστολή» αρ. 7, εμπ..

[17] Βλ. Memoriile regelui Carol I al Romaniei de un martor ocular, Βουκουρέστι, τόμ. Ι, 1993, 150, «14/26 Νοεμ. 1866. Ο Κάρολος συνέβαλε στη συνεισφορά που οργάνωσε ο Υψηλάντης στη Ρουμανία για το κρητικό» ή 229, «24/ 7 Μαρ. 1868. Ο Κάρολος έστειλε ένα νέο ποσό στην Αθήνα για τη βοήθεια των κρητικών».

[18] Ό.π., 314, «7/19 Ιουν. 1869. Όσο υπήρχε το βουλγαρικό ζήτημα, και όσο το ελληνικό βρισκόταν σε εξέλιξη, η στάση της Πύλης ήταν θαυμάσια, διότι η ορθή συμπεριφορά της Ρουμανίας ήταν ζωτικής σημασίας».

[19] Ό.π., (ενδ., τόμ Ι, 315, «7/19 Ιουν. 1869», τόμ. ΙΙ, 85, «24/8 Μαρ. 1870» - για το εθνικό νόμισμα, τόμ. Ι, 300, «13/25 Φεβ. 1869» - για τη διαβίβαση πολεμοφοδίων, τόμ. ΙΙ, α)75, «16/28 Ιαν. 1870», β) 75, «24/5 Φεβ. 1870» και 81 «10/22 Φεβ. 1870» –για την αναγνώριση εθνικού ονόματος.

[20] Ό.π., τόμ. Ι, 187, «25/6 Ιουν. 1867. Οι βουλγαρικές επιτροπές αρχίζουν να κινητοποιούνται· η Ρωσία επωφελείται, εδώ ως και στην Ελλάδα από τις απελευθερωτικές κινήσεις των χριστιανών πληθυσμών.»

[21]* Κατά τη διάρκεια των ελληνο- ρουμανικών συζητήσεων το 1869, η Ελλάδα παρότρυνε επίμονα την οργάνωση των βουλγαρικών σωμάτων εντός της Ρουμανίας.

[22] Βλ. το σχέδιο της Ελλάδας Α.Υ.Ε./Κ.Υ., φακ. 22.1/1869, Γρ.Υψηλάντης προς Θ. Π. Δεληγιάννη, Βουκουρέστι, 24/5 Ιουν. 1869, αρ. 3, εμπ., π.χ. άρθρο1.

[23]* Δηλ. οτιδήποτε μπορούσε να πράττει το Βουκουρέστι χωρίς τη συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, η οποία ήταν και η μόνη που «νόμιμα» μπορούσε να καταλάβει τη χώρα.

[24] Ό.π., Ι) 5/17 Ιουν. 1869, αρ. 4, εμπ.. Βλ. το σχέδιο του Καρόλου, άρθρο 2, και ΙΙ) 6/18 Ιουν. 1869, αρ 5, εμπ.. Βλ. το «κοινό σχέδιο», άρθρα 2 και 3.

[25] Ό.π., 5/17 Ιουν. 1869, αρ. 4, εμπ.. Βλ. το σχέδιο Καρόλου, εισαγωγή και άρθρο 1.

[26] Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων ο Υψηλάντης προσπάθησε να πείσει τον Κάρολο ότι τα οφέλη της Ρουμανίας θα ήταν πολύ περισσότερα σε περίπτωση σύναψης μιας συνθήκης με αναμφίβολους όρους, σε αντίθεση με τη μη- ύπαρξη καμίας συμφωνίας. Βλ. άρθρα 2 και 3 που καθόριζαν με ακρίβεια τις προθεσμίες για παροχή στρατιωτικής υποστήριξης, άρθρο 4 για τον καθορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων, άρθρο 5 για την υποστήριξη και καθοδήγηση βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων εντός της Ρουμανίας και άρθρο 6 για την εμπλοκή της Σερβίας.

[27] Δεν υπάρχει καμία ένδειξη, σε όλα τα έγραφα που μελέτησα, ότι η Ελλάδα προχώρησε σε κάποιο διάβημα προς ελαχιστοποίηση των δικαιωμάτων της. Απεναντίας, οι αναφορές του Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, Α. Ραγκαβή προς τον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας, όσο και το μεταγενέστερο επεισόδιο «Αντωνοπούλου» στη Βράιλα, είναι σαφείς μαρτυρίες της ελληνικής άποψης σ’ αυτό το ζήτημα. Α.Υ.Ε./Κ.Υ. Ι) φακ. 98.6/1869, Εν Νέο Χωρίω, 22.Ιουλ.1869, αρ. 1109, ΙΙ) φακ. 36.5/1870, α) Πέρα, 24 Μαρ. 1870, αρ. 949 και β) Πέρα, 7 Απρ. 1870, αρ. 1038. Βλ. και D. Polychroniadis, L’ incident de Braila et la jurisdiction consulaire, Βουκουρέστι, 1872 στο Michel Lheritier, L’évolution des rapports greco- roumaines depuis un siècle (1821-1931),  « Mélanges Iorga », Παρίσι, 1933, 579.

[28] Ο Κάρολος ήταν διαθέσιμος να υπογράψει το σχέδιο τροποποιημένο από κοινού με τον Υψηλάντη. Βλ. Α.Υ.Ε./Κ.Υ., φακ. 22.1/1869, α) 5/17 Ιουν., αρ. 4, εμπ. και β) 6/18 Ιουν. 1869, αρ. 5, εμπ.). Το σχέδιο αυτό ήταν η αντανάκλαση των υποχωρήσεων από την πλευρά της Ρουμανίας. Όταν το Φθινόπωρο, ο Γρ. Υψηλάντης επανήλθε στο Βουκουρέστι για να υπογράψει τη συνθήκη, υπέβαλε το «κοινό σχέδιο» με τροποποιήσεις που θύμιζαν το αρχικό σχέδιο της Ελλάδας. Με πρόφαση το συνταγματικό καθεστώς της χώρας του, ο Κάρολος του πρότεινε να «συνεχίσει» τις διαπραγματεύσεις με τον υπουργό του, Αl. Golescu (Velichi, ο.π., 548, παράρτημα 7, Βουκουρέστι, 27 Νοεμ./9 Δεκ. 1869). Αυτό σήμαινε ουσιαστικά την εκ νέου διαπραγμάτευση της συμφωνίας, πραγματικότητα που ο Υψηλάντης εγγράφως αρνήθηκε να αναγνωρίσει. Βλ. Υψηλάντης προς Κάρολο 29 Νοεμ./11 Δεκ. 1869 στο Velichi, ο.π, σ. 548, παράρτημα 8. Επειδή η επιστολή του δεν είχε καμία απήχηση στη ρουμανική πλευρά, ο Υψηλάντης πρότεινε άλλα δύο σχέδια- διακήρυξη αρχών- τα οποία, επίσης εκλήφθηκαν με αρκετή καχυποψία από το Βουκουρέστι (Velichi, ο.π, παράρτημα 1, 537 και παράρτημα 5, ΙΙ, 545-546).

[29] Λόγω της γνωστής σ’ αυτούς ρευστής πολιτικής της Ρωσίας. Χωρίς τις μηχανογραφίες της Ρωσίας -η οποία απέβλεπε η ίδια στην οικειοποίηση των εν λόγω εδαφών-, μια νέα πραγματικότητα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορούσε να διευθετηθεί από τις σχεδόν ανύπαρκτες στρατιωτικές δυνάμεις των νεοσύστατων κρατών -Ελλάδας, Σερβίας, «Ρουμανίας»- ως αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης αυτών με την Τουρκία. Και αυτό χωρίς να υπολογιστούν τα διάφορα και πολύπλοκα συμφέροντα των υπολοίπων Μεγάλων Δυνάμεων που αποτελούσαν από το 1815 το «ευρωπαϊκό σύστημα».

[30] Velichi, ο ., 544-545, παράρτημα 5, «réponse préliminaire».

[31] να ήταν τυχαίο ότι ο Petre Mavrogheni, Υπουργός Τμήματος Εξωτερικών της «Ρουμανίας» το 1866, απαντώντας κολακευτικά σε ένα γράμμα του Λέοντος Μελά, του ζητούσε να τον κρατά ενήμερο για την εξέλιξη του λυτρωτικού αγώνα της Ελλάδας, και ιδιαίτερα της Κρήτης; Ο Λέων Μελάς ήταν πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής από την Αθήνα που είχε ως σκοπό την υποστήριξη του κρητικού αγώνα. Α.Υ.Ε./Κ.Υ., φακ αακ1. Ιβα΄/1866, Petre Mavrogheni προς Λέωντα Μελά, Βουκουρέστι, 21/3 Νοεμ. 1866, εμπιστευτικό..