Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Πάουλα–Λίβια Σκαλκάου

Η ελληνική παρoικία των Παπιγκιωτών στο Τούρνου Σεβερίν Ρουμανίας και οι σχέσεις με τη γενέτειρά τους

Η μελέτη αυτή ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια, με μια φωτογραφία (που είδα τυχαία στην Ελλάδα) που είχε την σφραγίδα του φωτογράφου της πόλης μου. Και σκέφτηκα, παρόλο που τόσα χρόνια δεν συνάντησα κανέναν Έλληνα, ότι πρέπει να υπάρχουν Έλληνες στην πόλη μου. Γύρισα στη Ρουμανιία και ψάχνοντας στα αρχεία, βρήκα πάρα πολλά ελληνικά ονόματα στα έγγραφα των δύων περασμένων αιώνων. Έβρισκα ονόματα, στοιχεία, αλλά δεν έβρισκα τους απόγονους. Όταν όμως πήγα στο κοιμητήριο βρήκα πολλούς τάφους με ελληνικά ονόματα και κοντά τα ρουμάνικα, καθώς οι Έλληνες παντρεύτηκαν και έγιναν συγγενείς με ρουμάνικες οικογένειες. Μετά, με το τηλεφωνικό κατάλογο, άρχισα να βρω τους απόγονους και έτσι ξαναγεννήθηκε η Ελληνική κοινότητα της πόλης.

Η ανακοίνωσή μου ξεκινάει από μια ερώτηση της Ariadna Camariano-Cioran. Στο ευρυμαθές σύγγραμμά της αφιερωμένο στους δεσμούς της Ηπείρου με τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (L’ Epire et les Pays Roumains), γράφοντας για τους Ηπειρώτες από το Τούρνου Σεβερίν, αναφέρει το όνομα του Μιχαήλ Αναστασίου. Ξεκινώντας από την πληροφορία του Ιωάννη Λαμπρίδη ότι το χωριό Πάπιγκο είχε μεγάλη περιουσία σε ακίνητα στο Τούρνου Σεβερίν, η ερευνήτρια ήταν πεπεισμένη ότι πρόκειται για έναν Ηπειρώτη και αναρωτιόταν ποιος είναι ο πλούσιος αυτός άγνωστος δωρητής από το Tούρνου Σεβερίν;

Η μελέτη των σχέσεων ανάμεσα Τούρνου Σεβερίν και Πάπιγκο έδειξαν πως δεν επρόκειτο για ένα μόνο άτομο, αλλά πως ήταν πολλά τέκνα του χωριού εγκατεστημένα στην παραδουνάβια αυτή πόλη. Μερικοί επέστρεψαν στο χωριό τους μετά πολλά χρόνια, άλλοι έμειναν στο Τούρνου Σεβερίν και δημιούργησαν μια ευήμερη υλική κατάσταση. Άρχισαν με μικρές επιχειρήσεις, με λίγα λεφτά και σιγά-σιγά έγιναν πλούσιοι και συνέβαλαν στην άνθηση του Σεβερίνου, αλλά δεν λησμόνησαν τον τόπο καταγωγής τους, όπου έστελναν μέρος από τις περιουσίες τους ή άφηναν στις διαθήκες τους χρηματική βοήθεια για τη γενέτειρά τους, για τους φτωχούς συγχωριανούς τους, για να κατασκευαστούν δρόμοι, γέφυρες, να ανοιχτούν πηγάδια, να χτιστούν σχολεία και εκκλησίες και να συντηρηθούν.

Ας ξεκινήσουμε με την οικογέννεια του Μιχαήλ Αναστασίου (1840-1921). Με πρωτοβουλία του είχε ιδρυθεί στο Τούρνου Σεβερίν η Εταιρεία «Αδελφότης Παπίγκου» η οποία συντηρούσε το Σχολείο θηλέων του χωριού. Είχε στο Τούρνου Σεβερίν μαγαζιά με αποικιακά, σιδεράδικο, μπακάλικο. Ο πατέρας του, Μίχου Αναστάσιος Αναστασίου (1808-1861) είχε ψαράδικο και ταβέρνα στο Cerneti (η παλιά έδρα του νομού, πριν να ιδρυθεί η πόλη Τούρνου Σεβερίν). Στο Πάπιγκο, την οικογένεια την αποκαλούσαν και Τζαμίχα. Το 1861, στην Απογραφή των κατοίκων του Παπίγκου[1], δίπλα στο όνομα του απόντα Μίχου Τζαμίχα έγραφε «βεκίλης στη Βλαχία». Ο πρωτότοκος γιος του, Αναστάσιος (1876-1944), ασχολούνταν με την εκμετάλλευση των δασών και έκανε εμπόριο με δημητριακά. Ο αδελφός του, ο Απόστολος, ασχολούνταν με το σιδεράδικο του πατέρα του. Η σύζυγος του Απόστολου, Ζωή Μπέμπη, κατάγονταν από χιώτικη ελληνική οικογένεια την οποία είχαν διώξει από τη Βουλγαρία. Η αδερφή της, η Λιλή Μπέμπη, είναι η μητέρα της ξακουστής τραγουδίστριας Μαρίνα Κρίλοβιτσι. Ο Χριστόδωρος, το στερνοπαίδι της οικογένειας, παντρεμένος και αυτός με Ελληνίδα, την Καλυψώ Λουλούδη, ήταν τσιφλικάς. Είχε σπουδάσει νομικά, μιλούσε άψογα γαλλικά και γερμανικά και ταξίδευε πολύ. Οι κάρτες που έστελνε στην οικογένειά του την περίοδο 1900-1910 από την Ελλάδα και από τη Γαλλία, έφεραν μόνο το οικογενειακό όνομα του παραλήπτη και το όνομα της πόλης χωρίς καμιά άλλη διεύθυνση. Αυτό δείχνει πόσο γνωστή ήταν την εποχή εκείνη η οικογένεια Αναστασίου στην πόλη Τούρνου Σεβερίν.

Μετά το θάνατο της Αγγελίνας ο Μιχαήλ ξαναπαντρέφτηκε με την Κωστάντζα Φίλιπεκ, γεννημένη στο Krems της Αυστρίας. Το ημερολόγιό της περιέχει εντυπωσιακά στοιχεία σχετικά με την καθημερινή ζωή των εύπορων οικογενειών του Τούρνου Σεβερίν στις αρχές του 20ου αιώνα. Περιγράφει επίσης και τις εκδρομές στα λουτρά Herculane, στο νησί Άντα–Καλέχ, στο Κλάδοβο της Σερβίας που έκαναν με το τραίνο, το αμάξι ή το πλοίο. Χαιρόταν κάθε φορά που έκανε τα ψώνια της ή στο Βουκουρέστι απ’ όπου αγόραζε τις τουαλέτες της, ή στο Μιλάνο όπου υπήρχαν οι φθηνότερες και νοστιμότερες καραμέλες, ή στην Κωστάντζα όπου ψώνιζε μόνο από το κατάστημα του Λασκαρίδη. Στο Παρίσι, από τα MagasinsDufaquel αγοράζει ένα σαλονάκι και στη Βιέννη παράγγειλε τα προικιά της κόρης της. Ταξιδεύει στην Τριέστη, στην Πέστα, επισκέπτεται στη Βενετία τα εργοστάσια κατασκευής δαντελών, και παίζει στο καζίνο του Μόντε Κάρλο[2].

Μια άλλη πλούσια οικογέννεια από το Πάπιγκο στο Τούρνου Σεβερίν ήταν η οικογέννεια Πολυχρονίου. Μια εικόνα του Ιωάννη του Πρόδρομου η οποία βρίσκεται στην εκκλησία του Αγίου Αθανάσιου, είναι δωρεά από το 1870 των Ιωάννη και Μιχαήλ Π. Μασούλα, ενώ η εκκλησία είναι κληροδότημα του Πολυχρόνη Μασούλα[3]. Οι αδελφοί Μιχαήλ και Ιωάννης Μασούλας ζούσαν το 1870 στο Τούρνου Σεβερίν και ήταν γνωστοί σαν αδελφοί Μιχαήλ και Ιωάννης Πολυχρονίου από το Πάπιγκο. Τα παιδιά του Ιωάννη εγκαταστάθηκαν και αυτά στο Τούρνου Σεβερίν. Όλες του οι κόρες παντρεύτηκαν με Έλληνες καταγόμενοι από το χωριό της γενέτειράς τους εγκατεστημένοι στο Τούρνου Σεβερίν. Συγγένευαν με τις οικογένειες Σακελαρίδη, Δαλαγιανναπούλου, Γκέκη. Στο Παπίγκο, ο Μιχαήλ είχε ένα ακόμα όνομα ή μάλλον ένα παρατσούκλι. Τον φώναζαν Χλίαμο, και το σπίτι του, χτισμένο το 1873, που υπάρχει και σήμερα στο Μεγάλο Πάπιγκο το λέγανε Χλιαματικού. Το 1861 αυτός είχε ήδη πολύ καλή οικονομική κατάσταση στη Ρουμανία, όπως προκύπτει από την απογραφή που είχε γίνει τότε στο χωριό και όπου δίπλα στο όνομά του ήταν γραμμένα τα λόγια: «βεκίλης στη Βλαχία».

Ο Μιχαήλ μάζεψε μεγάλη περιουσία στη Ρουμανία. Είχε ιδιοκτησίες στο Valeni, στη Bistrita και κυρίως στο Τούρνου Σεβερίν, όπως προκύπτει από τις διαθήκες που έκανε στο διάβα των χρόνων[4]. Στο Τούρνου Σεβερίν είχε ένα μεγάλο σπίτι στην οδό Craiovei και άλλα δύο στην οδό Aurelian. Σ’ ένα άλλο σπίτι του, λειτουργούσε το 1899 το Σχολείο θηλαίων της πόλης. Από το 1865, όταν στο Σεβερίν υπήρχαν 17 φούρνοι, ένα ντοκουμέντο του κοινοτικού Συμβουλίου αποκαλούσε τον Μ. Πολυχρονίου «ο πιο καπιταλιστής φουρναραίος της πόλης αυτής»[5]. Αργότερα νοικιάζει διάφορα οικόπεδα από το Κοινοτικό Συμβούλιο αναπτύσσοντας ποικίλες δραστηριότητες[6]. Το 1864-1865 είχε νοικιάσει τα εισοδήματα της Δούναβης, τα οποία ξανανοικιάζει σε άλλους Έλληνες (Δημήτρη Γεωργίου και Κώστα Αντωνίου). Ήταν επίσης ιδιοκτήτης δυο μεγάλων ξενοδοχείων. Το «Grand-Hotel» και «Αδελφοί Πολυχρονίου». Το «Grand-Hotel» (πρώην «Φορτούνα») βρισκόταν «στην κεντρική πλατεία της πόλης μπροστά στο Νομαρχείο». Στο σαλόνι του έδιναν συχνά παραστάσεις θεατρικοί θίασοι του εξωτερικού[7]. Αφού ο Μιχαήλ το αγόρασε από τους αδελφούς A.H. Elias, το νοικίασε με τη σειρά του σε άλλους Έλληνες. Αλλά και πριν πουληθεί στο Μιχαήλ Πολυχρονίου το «Grand Hotel» το διαχειρίζονταν επίσης Έλληνες. Το 1875, όταν οι αδελφοί Elias το νοικίασαν για μια πενταετία στο Δημήτρη Παναγιωτόπουλο, το ξενοδοχείο είχε 20 δωμάτια στον πρώτο όροφο, καφενείο και καπηλειό στο ισόγειο, δυο υπόγεια, και μαγαζιά στην αυλή. Λεπτομερής και εντυπωσιακή είναι η κατάσταση καταγραφής των αντικειμένων του ξενοδοχείου η οποία εκτείνονταν σε 20 σελίδες και συνόδευε το συμβόλαιο. Αυτή περιλάμβανε από κατσαρόλες, φτυάρια, σκάρες, φόρμες για γλυκίσματα, ασημένια κινέζικα μαχαιροπίρουνα, ψησταριές, τσαγερά, κοκάλινα κουταλάκια για μουστάρδα, πιάτα από πορσελάνη, μέχρι σκαλιστά έπιπλα, ψάθινες πολυθρόνες, ασημένια κηροπήγια και επιχρυσωμένους καθρέφτες. Το ξενοδοχείο διέθετε και ένα λεωφορείο της εποχής με τέσσερις θέσεις και δυο άλογα, ένα άσπρο κι ένα ψαρύς[8].

Ο Μιχαήλ Πολυχρονίου μοίρασε την περιουσία στους συγγενείς του (από το Σεβερίν και το Πάπιγκο). Δεν ξέχασε όμως το χωριό του που βρίσκονταν ακόμη υπό την οθωμανική επικυριαρχία. Μαζί με τον αδελφό του έστειλε το 1869 δωρεές στο Σχολείο θηλαίων του χωριού, βοηθούσε τις φτωχές οικογένειες και προίκιζε τα άπορα κορίτσια όταν παντρεύονταν. Το 1889, όταν κάνει τη διαθήκη του, αφήνει το ξενοδοχείο «Grand-Hotel» στον ανιψιό του με τον όρο να στέλνει, κάθε χρόνο, από τα εισοδήματα του ξενοδοχείου αυτού, 1200 χρυσά λέι στο σχολείο που θα χτίσει στο χωριό, για το μισθό του δασκάλου που θα προσλαμβάνονταν. Ο ίδιος όρος υπάρχει και στη διαθήκη που έκανε ύστερα από 10 χρόνια, το 1899, όταν το σχολείο στο Μεγάλο Πάπιγκο, χτισμένο με δικά του έξοδα, ήταν ήδη έτοιμο. Το σχολείο είχε στοιχίσει 500 ναπολεόνια[9] και ήταν έτοιμο το 1897, όπως φαίνεται από τη μαρμάρινη πλάκα με το όνομά του που βρίσκεται και σήμερα στον τοίχο του σχολείου.

Ο Μιχαήλ Πολυχρονίου αισθάνθηκε την ανάγκη να προσφέρει κάτι στην κοινότητα όπου είχε γεννηθεί, αλλά και σ’ εκείνη όπου έζησε. Το 1888 δώρισε το σπίτι της οδού Craiova στην πόλη για να γίνει νοσοκομείο για τους φτωχούς. Σήμερα το πρώην κτίριο Πολυχρονίου είναι το καινούργιο Πανεπιστήμιο της πόλης που ανήκει στο Πανεπιστήμιο της Κραιόβας. Διατηρείται όμως η πλάκα με τα λόγια: «Δωρεά του Μίχου Πολυχρονίου Μάιος 1894» που θυμίζει το όνομά του. Ίσως ο Μίχου Πολυχρονίου να ήταν ο πλούσιος άγνωστος δωρητής για τον οποίο έγραφε ο Λαμπρίδης και η Αriadna Camariano Cioran.

Βρίσκουμε όμως και άλλες οικογένειες που βοήθησαν το χωριό. Μια από τις παλαιότερες και πλουσιότερες οικογένειες του Παπίγκου, το όνομα της οποίας συνδέθηκε με το Τούρνου Σεβερίν, είναι η οικογένεια Φουρτούνα (Φορτούνα, Φουρτουνοπούλου). Είχε μεγάλη περιουσία στο Πάπιγκο, και ένα τσιφλίκι κοντά στα Ιωάννινα. Στο χωριό ακόμα υπάρχει μια ιστοριούλα που μιλάει για δυο μεγάλες οικογένειες, πλούσιες και αρχοντικές, η μια του Σιούψου και η άλλη του Φουρτούνα... Ο γέρος Φουρτούνας ο οποίος καταστρώνει ένα σατανικό σχέδιο για να ταπεινώσει τον αντίπαλό του, κατάντησε στο τέλος να χάσει τους 10 γιούς του. Εμπνευσμένος από την παλιά αυτή ιστορία ο Αθανάσιος Μ. Παπαθανασίου έγραψε το έμμετρο δράμα «Η Θεία Πρόνοια», όπου αναφέρεται στη δύναμη της οικογένειας αυτής και στο τραγικό της τέλος: «Και τώρα το βιος του, τα τόσα του πλούτη / ο γέρο – Φουρτούνας τα βρίσκει βαριά / και στην εκκλησία τα χάρισε τούτη /για νά χει στον πόνο του παρηγοριά…/ Την έχτισ αυτός…» Η εκκλησία της ιστορίας είναι η εκκλησία του Αγίου Βλασίου, προστάτης του χωριού. Η εκκλησία αυτή, που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού, χρονολογείται από τον 10ο αιώνα. Ανοικοδομήθηκε το 19ο αιώνα και οι πλάκες που είναι χτισμένες σε διάφορα σημεία των τοίχων της, πιστοποιούν το γεγονός ότι η οικοδόμησή της τελείωσε το 1852. Πραγματικά, η οικογένεια Φουρτούνα έδωσε για την εκκλησία, γράφει ο Ι. Λαμπρίδης, 20.000 γρόσια. Η ίδια οικογένεια χάρισε στο ελληνικό σχολείο 23.000 γρόσια. Βρίσκουμε το όνομα του Νικόλα Φουρτούνα και το 1869, όταν στέλνει λεφτά για το Σχολείο θηλέων[10].

Τα ρουμάνικα ντοκουμέντα αναφέρουν το 1832 τον Μιχαήλ Φουρτούνα ενοικιαστή του τσιφλικιού Seaca και τον Κωνσταντίνο Φουρτούνα ενοικιαστή των τσιφλικιών Bistrita και Schela Κladovei[11]. Στα αρχεία της Δημαρχίας της πόλης Τούρνου Σεβερίν, το όνομα του Φουρτούνα εμφανίζεται σε ένα κατάλογο εράνου με μια από τις μεγαλύτερες δωρεές για την οικοδόμηση του δημοτικού σχολείου της πόλης[12]. Το 1866, Νικόλα Μ. Φουρτούνα ήταν ένας από τους επιφανέστερους εμπόρους της πόλης Τούρνου Σεβερίν, τη στιγμή που το όνομά του ήταν γραμμένο στον πίνακα απ’ όπου επιλέγονταν οι εμπορικοί δικαστές οι οποίοι βοηθούσαν τον πρόεδρο του Δικαστηρίου στις δίκες για εμπορικές υποθέσεις[13].

Ο τρούλος του καμπαναριού της εκκλησίας του Αγίου Βλασίου θυμίζει και αυτός τους παπιγκιώτες εγκατεστημένους στο Τούρνου Σεβερίν. Όπως γράφει η αναμνηστική πλάκα που βρίσκεται στον τοίχο του, ο τρούλος χτίστηκε με δικά τους έξοδα, το 1887, και στοίχισε τότε 100 ναπολεόνια. Αντικείμενα που είχαν δωρίσει στην εκκλησία του Αγίου Βλασίου και σε άλλες εκκλησίες του Παπίγκου, θυμίζουν τα τέκνα του χωριού αυτού που είχαν φύγει στη Ρουμανία[14]. Στις εικόνες, δωρισμένες στις εκκλησίες και στις σημειώσεις των βιβλίων που διασώζονται, βρίσκονται ονόματα όπως: Τσέλιου, Λάππα, Μασούλας, Μιλονάς, Πρωτοσύγκελος, Γκέκης, Δημητρίου, Χριστοδούλου, όμοια με εκείνα των ντοκουμέντων της εποχής εκείνης τα οποία διαφυλάσσονται στα αρχεία του νομού Mehedinti.

Στην ίδια εκκλησία, υπάρχει πάνω από την Αγία Τράπεζα ένα ωραίο κουβούκλιο και πάνω στην κορυφή της προσόψεώς του, γράφει „διεξόδωντηςΕλένηςΚωνσταντίνουΔαλαγιαννοπούλουενέτει 1893”[15]. Η Ελένη Δαλαγιαννόπολου, σύζηγος του Κωνσταντίνου Δαλαγιαννόπολου, ήταν η κόρη της Βασιλικίας και του Ιωάννη Πολυχρονίου. Την συναντούμε συχνά στα αρχεία του νομού Mehedinti, μαζί με την Ευφροσίνη Α.Σακελαρίδη (αδερφή της)[16] και την Εκατερίνη Πολυχρονίου (θεία της) [17]. Ήταν μόνο 41 χρονών το 1912 όταν πέθανε από πνευμόνια.
Μεγάλη βοήθεια είχε η εκκλησία του Αγίου Βλασίου και από την οικογένεια Ντάσκα. Το 1885 ο Νικόλαος Ντάσκας πλήρωσε 5 000 γρόσια στο Πατριαρχείο για να πάρει την άδεια να ξαναφτιάξει την εκκλησία του Αγίου Βλασίου[18].

Μια άλλη οικογένεια που βοηθάει πολυ το χωριό είναι οι οικογένεια Γκέκη ή Γκικουλέσκου. Ο Απόστολος Γκέκης, που έκανε κάθε χρόνο δωρεές του ύψους των 500 περίπου χρυσών φράγκων[19], έφτιαξε με δικά του έξοδα το δρόμο από τη γέφυρα μέχρι το χωριό και άνοιξε ένα πηγάδι. Το όνομα του Αποστόλου Γκικουλέσκου εμφανίζεται συχνά στα αρχεία του νομού Mehedinti αρχίζοντας από το 1860 και μετά το 1900, είτε ως ενοικιαστής των τσιφλικιών Bistrita και Cerneti[20], είτε σε διάφορες δίκες για χρέη[21], μερισμό διαδοχικότητας[22], πωλήσεις οικοπέδων και σπιτιών[23]. Σημαντική θέση κατείχε και ο Δημήτρης Γκικουλέσκου, δικηγόρος και γνωστός ιδιοκτήτης της πόλης. Στα ντοκουμέντα της Δημαρχίας ήταν γραμμένος το 1870, ως «συμβαλλόμενος στην εκχώρηση των σιδηροδρόμων Stroussberg» και κατασκεύαζε τούβλα για την οικοδόμηση του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλης. Το 1874 ζήτησε από τη Δημαρχία να του παραχωρήσει οικόπεδο για να χτίσει ατμόλουτρα. Ένας άλλος Ηπειρώτης με το ίδιο όνομα Δημήτρης Κ.Γκικουλέσκου (γεννημένος το 1897), αδελφός του Αποστόλου Κ.Γκικουλέσκου, απέβη αργότερα ιδιοκτήτης μιας γνωστής φίρμας στο κέντρο της πόλης, με το όνομα «Στην Βασίλισσα Ελισάβετ της Ελλάδας» η οποία θα μετονομαστεί, to 1944, σε «Στην Ακρόπολη». Πριν μερικά χρόνια, γνώρισα στην Αθήνα, σ’ ένα σπίτι γεμάτο ζεστασιά και αναμνήσεις, το γιο του Δημήτρη Κ.Γκικουλέσκου, ο οποίος θυμόταν με αγάπη το παλιό Τούρνου Σεβερίν. Το οικογενειακό οικόπεδο το οποίο κληρονόμησε στο χωριό το παρεχώρησε στην κοινότητα και έτσι σήμερα στο Πάπιγκο, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Βλασίου, υπάρχει μια πλατεία γεμάτη λουλούδια με θαυμάσια θέα προς τις μεγαλοπρεπείς κορυφές του Πίνδου που ονομάζεται «πλατεία Γκέκη». Αυτή θυμίζει τη δωρεά που έκανε ο Λεάνδρος Γκέκης, στη μνήμη των γονέων του Δημήτρη και Ανδρομάχη.

Όπως και άλλοι Έλληνες από το Τούρνου Σεβερίν, και η οικογένεια Γκικουλέσκου έκανε δωρεές και όχι μόνο στη γενέτειρά της αλλά και στην καινούργια της πατρίδα. Όταν το 1904 στο Νομό Mehedinti ιδρύθηκαν 60 νοσηλευτήρια, ένα από αυτά είχε εγκατασταθεί στη Varciorova, στο σπίτι που είχε δωρίσει ο Απόστολος Γκικουλέσκου[24]. Αργότερα, στην Επετηρίδα του Εμπορικού Σχολείου (1911/1912) του Σεβερίνου δημοσιεύονταν πως από το Σεπτέμβριο το σχολείο θα λειτουργεί στο κέντρο της πόλης στα κτήρια δωρεά του Α. Γκικουλέσκου. Στα ντοκουμέντα της Δημαρχίας αναφέρεται και η αξία της δωρεάς: 80.000 λέι[25]. Αργότερα το κτίριο αυτό θα μετατραπεί σε Σχολείο θηλέων.

Το 1885 έφθασαν στο Πάπιγκο και άλλες δωρεές για να χτιστεί μια γέφυρα μπροστά στο χωριό. Ο Απόστολος Γκικουλέσκου έστειλε 800 φράνκα. Ο Χριστόδουλος Δημητρίου δώρισε το εντυπωσιακό ποσό των 7.832 φράνκων[26]. Πρόκειται για τον ιδιοκτήτη του «Κόκκινου Χανιού». Το «Kόκκινο Χάνι» είναι το παλαιότερο εμπορικό χάνι που διασώζεται στο Τούρνου Σεβερίν[27]. Μετά από το κτήριο της Καραντίνας, το χάνι αυτό φαίνεται να είναι η δεύτερη από άποψη αρχαιότητας οικοδομή, στην πόλη Τούρνου Σεβερίν και χρονολογείται από το 1836, όταν ιδρύθηκε στην πραγματικότητα η πόλη και το έκτισαν «κάποιοι Έλληνες έμποροι»[28]. Στα αρχεία του νομού Μεχεντιντσι του έτους 1872, διασώζεται το όνομα του ιδιοκτήτη Χριστόδ. Δημητρίου[29].

Και ο Κωνστ. Παναγιοτέσκος προσφέρει δωρεά 500 φράνκα για την κατασκευή της γέφυρας. Το 1889 εκείνος ήταν ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Ευρώπη» στο Τούρνου Σεβερίν[30]. Ο γιος του, ο Δημήτριος Παναϊτέσκου άφησε με διαθήκη 2000 φράνκα στην εκκλησία του Αγίου Βλασίου[31].

Για την κατασκευή της γέφυρας του χωριού έκανε δωρεά 150 φράνκα και ο Χριστόδουλος Αναγνωστόπουλος[32], ανηψιός του Κώνστ. Παναϊοτέσκου, γιος της αδελφής του – Καλίνα. Στο σπίτι του, ανοίγει το 1903, ένα μαγαζί με αποικιακά και οινοπνευματώδη ποτά, ο γιος του, ο Δημήτρης Χρ. Αναγνωστόπουλος[33].

Ένας άλλος έμπορος του Severin, ο Μιχαήλ Λάππας, έστειλε 100 φράγκα για τη γέφυρα. Το 1886 στο μαγαζί του συχωρεμένου του Μιχαήλ Λάππα, άνοιξε μπακάλικο ο Απόστολος Λάππας με συνέταιρο τον Ελευθέριο Κοριτσόπουλο[34]. Η οικογένεια Λάππα ήταν συγγενής με άλλες οικογένειες της γενέτειράς της. Η Έλενη, κόρη του Μ. Λάππα, ήταν παντρεμένη στο Σεβερίν με το Δημήτρη Γ. Πρωτοσύγκελο από το Πάπιγκο. Ο Δημήτρης Λάππας (ιδιοκτήτης ενός μέρους των καταστημάτων «Bella Italia»), ήταν παντρεμένος με τη Δέσποινα, αδελφή του Κώστα Γ. Οικονόμου, ένας άλλος διακεκριμένος έμπορος του Τούρνου Σεβερίν, ο οποίος βοηθάει το Πάπιγκο. Κι αυτός έστειλε 60 φράγκα για τη γέφυρα και με διαθήκη άφησε 1000 ναπολεόνια για να προικιστούν τα φτωχά κορίτσια του χωριού[35]. Ο Βασίλης Μανέκας έκανε το 1885, δωρεά 30 φράγκα για τη γέφυρα. Το 1878, όταν ήταν ιδιοκτήτης του εστιατορίου «Απόλλων», παραχώρησε δωρεάν την αίθουσα του εστιατορίου για να στεγαστεί το στρατιωτικό νοσοκομείο[36].

Ο Γ. Πανταζόπουλος από τη Λιτονιάβιτσα (Κλιδονιά) έστειλε κι αυτός 20 φράγκα για τη γέφυρα. Και αυτός ήταν από τους επιφανείς εμπόρους της πόλης. Το 1889, άνοιξε, μαζί με τον Βασίλη Δημητρίου, στο ξενοδοχείο Orient[37], ένα μαγαζί με αποικιακά και οινοπνευματώδη ποτά, ενώ το 1901 ανοίγει σ’ ένα επιβλητικό κτίριο της οδού Unirii γωνία με την οδό Negru Voda, το ξενοδοχείο «Πανταζοπούλου» με εστιατόριο, μπακάλικο, ταβέρνα, αρτοποιείο κι ένα φημισμένο μαγαζί όπου έφτιαχναν πίττες. Ως Πρόεδρος της Ελληνικής παροικίας του Τούρνου Σεβερίν, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του ρουμάνο-ελληνικού σχολείου της πόλης. Στέλνουν λεφτά για τη γέφυρα το 1885 και οι οικογένειες Αποστόλου, Κωνσταντινίδη, Μιλανοπούλου, Ιωαννοπούλου, Κατσανικοπούλου, Νικολάου, κ.α.

Πολλές άλλες οικογένειες του Παπίγκου συνέδεσαν το όνομά τους με το Τούρνου Σεβερίν, χωρίς να ξεχάσουν ούτε στιγμή τα μέρη από τα οποία προέρχονταν: Γεωργίου, Χρισοχοήδης, Τσέλιος, Μιχαήλ, Μιχαιλίδη, Μουζάς, Κοριτσόπουλος, Παπαδοπούλου, Χριστοδούλου… Με την δραστηριότητά τους, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην άνθηση της καινούργιας τους πόλης, αλλά και στην υποστήριξη του χωριού.
Τελευταία, η Ελληνική Κοινότητα της πόλης Τούρνου Σεβερίν συνδέθηκε και πάλι με τις γενέτειρές της. Οι φίλοι από το Πάπιγκο πέρασαν το Δούναβη για να γνωρίσουν τα μέρη όπου ταξίδευαν παλιά οι παπιγκιώτες. Όπως έγραφε αργότερα ο Κύριος Ιωάννης Παπαïωάννου, «οι ρίζες μας είναι κοινές και πολύ βαθιές, αρχίζουν από τις αρχαίες ιστορικές φλέβες του Ίστρου, παίρνουν μαζί τους τα νάματα – ρεύματα της ορθόδοξης πίστεως μάς και φθάνουν ως σήμερα, ως τώρα που σας επισκεφθήκαμε. Είμαστε ένα, είμαστε αδέλφια». Η Δημαρχία Τούρνου Σεβερίν αποφάσισε μετά την αδελφοποίηση της πόλης με το Παπίγκο[38]. Είναι ένα βήμα που γίνεται ύστερα από έναν αιώνα και πλέον από την πρωτοβουλία του Μιχαήλ Αναστασίου για να συνεχιστεί και να εμπλουτιστεί μια ωραία παράδοση.

 

 

[1] Οι πληροφορίες σχετικά με τις Απογραφές του Παπίγκου (1861, 1900, 1906), προέρχονται από των κύριο Ι.Γ.Παπαϊωάννου, που είχε την καλοσύνη να βάλει στη διάθεση μας τα δελτία του. Εκφράζουμε, και με την ευκαιρία αυτή, τις ευχαριστίες μας, για την σημαντική βοήθεια που έδωσε στην έρευνά μας.

[2] Ημερολόγιο της Constanta Anastasiu (Filipek), χειρόγραφο, Συλλογή Κ. Αναστασίου

[3] Η εκκλησία χτίστηκε κατά το 1800 με χρήματα του Πολυχρόνη Μασούλα και για την ανοικοδόμησή της ο Μ. Ι. Μασούλας ξόδεψε 2000 γρόσια (Βλ.Ι.Γ.Παπαϊωάννου, ΤοΠάπιγκο, ένααπόταωραιότεραχωριάτουΖαγορίου, τ.Ι, Πάπιγκο, 1994, σελ.73).

[4] Ένα από αυτά που έγραψε στα ρουμανικά στις 10 Μαΐου 1889 ο δικηγόρος του, Αριστίδη Αναστασίου, βρίσκεται στα Αρχεία του Νομού Mehedinti (συλλογή Δικαστηρίου του Mehedinti). Ένα άλλο, δίγλωσσο, γραμμένο το 1899 επίσης στο Τούρνου Σεβερίν, από το δικηγόρο G. Petrescu, διασώζεται σε ελληνικά Αρχεία και το δημοσίευσε ο I. Γ.Παπαϊωάννου, στο περιοδικό “Το Πάπιγκο”, 55, Αθήνα, 2001, σελ.15.

[5] Nicolae Chipurici, Mite Maneanu, Catalog de documente privitoare la istoria municipiului Drobeta-Tr.Severin, partea a II-a (1560-1900),Turnu Severin, 1972, 117, σελ. 57.

[6] Το 1882 έπρεπε να συμβουλευτεί τους γιατρούς της πόλης, επειδή νοικιάζοντας ένα οικόπεδο πέρα από τις σιδηροδρομικές γραμμές, ήθελε να ανοίξει εκεί χοιροστάσιο. Nicolae Chipurici, Mite Maneanu, Catalog…,τ.ΙΙ, 233, σελ. 81.

[7] Το 1893 έδωσε εδώ παραστάσεις ο γαλλικός θεατρικός θίασος E. Mallaivre (Catalog, τ. II,332, σελ.97-98).

[8] Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δημαρχεία Τούρνου Σεβερίν, 4/1874.

[9] I.Γ. Παπαϊωάννου, ΤοΠάπιγκο…, τ.I, σελ.92.

[10] Μάνθος Οικονόμου, Ευεργέτες – δωρητές των χωριών του Ζαγορίου μέχρι το 1940, Αθήνα, 1980, σελ.57.

[11] N.Chipurici, Un secol din viata satelor mehedintene, 1800-1907, Catalog de documente, Bucuresti, 1982, 133, 146, 156 / σελ.83, 91, 146.

[12] Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δημαρχεία Τούρνου Σεβερίν, 3/1845-1857.

[13] Εκτός από τον Νικόλα Μ. Φουρτούνα, υπάρχουν, σ αυτές τις λίστες, και άλλοι εμπορικοί δικαστές που προέρχονται από το Πάπιγκο: Κόστας Παναιτέσκου, Ιωάννης Πανταζόπουλος, Κώστας Παπαδόπουλος. Βλ. C.Papacostea-Pajura, D.T.Giurescu, IstoriculorasuluiTurnuSeverin (1833-1933), Bucuresti, 1933, σελ.159.

[14] I.Γ. Παπαϊωάννου, Το Πάπιγκο,, τ.I, σελ. 63-89.

[15] I.Γ. Παπαϊωάννου, Ο ΆγιοςΒλάσιοςΠαπίγκου, Papingo, 1984, p. 18, 21.

[16] Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δικαστήριο Mehedinti, 1135/1906.

[17] Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δικαστήριο Mehedinti, 1452/1907.

[18] Μάνθος Οικονόμου, Ευεργέτες..., σελ.56.

[19] Μάνθος Οικονόμου, Ευεργέτες..., σελ.56.

[20] N.Chipurici, Un secol din viata satelor mehedintene Catalog de documente, 1800-1907, Bucuresti, 1982, 814, 815, 820, 1186, 1223, σελ. 261, 262, 346, 355.

[21] Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δικαστήριο Mehedinti, 306/1862, 42/1872, 184/1878, 651/1878.

[22] Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δικαστήριο Mehedinti, 88/1879.

[23] Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δικαστήριο Mehedinti, 152/1866, 1573/1905 ,160/1907.

[24] I.Jianu, T.Netta, Monografia sanitara a Turnu Severinului si Mehedintiului 1833-1933, Bucuresti, 1933.

[25] N.Chipurici, M.Maneanu, Catalog…τ.I, 217, σελ.62-63.

[26] Μάνθος Οικονόμου, Ευεργέτες – δωρητές..., σελ.56.

[27] Ecaterina Bosoanca, Zidiri uitate: Hanul Rosu, “Drobeta», X, Turnu Severin, 2000, σελ.192.

[28] C.Papacostea-Pajura, D.T.Giurescu, Istoricul orasului Turnu Severin (1833-1933), Bucuresti, 1933, σελ. 59

[29] Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δικαστήριο Mehedinti, 248/1872

[30] Το 1900, το ξενοδοχείο «Ευρώπη» ήταν ιδιοκτησία του Μ. Αναστασίου ο οποίος το πούλησε στον Δημ.Κ. Παναγιωτέσκου ( γιος του Κώστεα Παναγιωτέσκου ή Τσέλιου), ενώ αυτός το πουλάει με τη σειρά του, το 1909, στο Βασίλη Παπαδόπουλο, με 85.000 λέι (Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δικαστήριο Mehedinti, 1640/1889, 211/1909).

[31] Ιωάννης Γ. Παπαϊωάννου,Το Πάπιγκο, τ. Ι, σελ. 140-141.

[32] Ο Χριστόδουλος είναι αδελφός του Μιχαήλ Αναγνωστόπουλου, οργανωτής του περίφημου σχολείου τυφλών της Βοστόνης (Perkins School).

[33] Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δικαστήριο Mehedinti, 12/1890.

[34] Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δικαστήριο Mehedinti, 29/1886.

[35] Μάνθος Οικονόμου, Ευεργέτες – δωρητές…, σελ.56.

[36] Ο Β. Μανέκας έκανε παράπονα στη Δημαρχία επειδή δεν αναγνώριζε δημόσια την προσφορά του αυτή (N. Chipurici, M.Maneanu, Catalog…, II, 211, σελ.76).

[37] Αρχεία της Νομαρχίας Mehedinti, Δικαστήριο Mehedinti, 67 /1889.

[38] Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης – Τούρνου Σεβερίν, αρ. 37/20.03.2003.