Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Jacques Bouchard

Ο πρώιμος Διαφωτισμός στους Έλληνες και στους Ρουμάνους
Ορισμός και περιοδολόγηση(1680-1780)[1]

Η ανάδυση του Διαφωτισμού στους Έλληνες και στους Ρουμάνους εντοπίζεται στα χρόνια που ακολουθούν τη Συνθήκη του Küçük Kaynarca (1774),[2] ή πιο συγκεκριμένα στα 1780, αν συνδυάσουμε τα πολιτικά γεγονότα με τα πολιτισμικά επιτεύγματα, όπως έκανε ο Dimitrie Popovici στο πόνημά του La littérature roumaine à l’époque des Lumières[3] : επομένως το έτος 1780 σημαδεύει την αποκορύφωση του φαναριώτικου καθεστώτος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αλλά και την αρχή της παρακμής του.

Ο αιώνας που προηγείται της προσέγγισης των Ελλήνων και των Ρουμάνων στο Διαφωτισμό έχει μελετηθεί από πολλούς ιστορικούς, αλλά οι ερευνητές αυτοί δεν έχουν εξετάσει τα δεδομένα, κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με τη γενικότερη προοπτική μιας περιόδου που την έχει ήδη καθορίσει η συγκριτική γραμματολογία υπό τον όρο : πρώιμος Διαφωτισμός, Frühaufklärung, iluminismul timpuriu.[4] Στην παρούσα ανακοίνωση προτίθεμαι να σας υποβάλω έναν ορισμό του φαινομένου και μια περιοδολόγηση του αιώνα της ελληνο-ρουμανικής συνεργίας, από τα 1680 ώς τα 1780, στους τομείς της πολιτικής και του πολιτισμού.

Οι ομάδες που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι πολυάριθμες : είναι οι Εκκλησίες ρουμανική, ελληνική, ρωμαιοκαθολική, ελληνοκαθολική, προτεστάντικη, είναι και το ισλαμικό και το εβραϊκό θρήσκευμα · οι τάξεις των βογιάρων · οι βοεβόδες, αυτόχθονες και Έλληνες · οι οθωμανοί παράγοντες · ο λαός των ελεύθερων γεωργών και των δουλοπαροίκων · οι λόγιοι, οι κληρικοί, οι έμποροι, οι περιηγητές, κλπ. Τέλος, αν οι Ρουμάνοι, μετά από τις εισβολές των Οθωμανών, υπήρξαν ο μοναδικός λαός στη νοτιο-ανατολική Ευρώπη που διατήρησε κρατικούς μηχανισμούς, η κρατική τους υπόσταση ενείχε πάντως από την αρχή μια ενδημική αστάθια, συνέπεια της εμπολεμότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Αυστρία και την Ρωσία.

Σας προτείνω τον ακόλουθο ορισμό του φαινομένου που θα μας απασχολήσει : ο πρώιμος Διαφωτισμός είναι μια ιστορική συγκυρία προοδευτικών δυνάμεων που πρεσβεύουν τον έλλογο εκσυγχρονισμό της πολιτειακής λειτουργίας, των κοινωνικών θεσμών, της γλώσσας και της παιδείας. Η πολιτισμική μεταρρύθμιση αυτή έγκειται στο πέρασμα από μια θεοκρατική νοοτροπία σε μια εκκοσμίκευση των θεσμών που προτίθεται να προσφέρει στους περισσότερους, αν όχι την επί γης ευδαιμονία, τουλάχιστο καλύτερες συνθήκες ζωής. Σε αντιδιαστολή με τον πρώιμο Διαφωτισμό ο καθαυτό Διαφωτισμός - που αρχίζει στα 1780 - στοχεύει επιπλέον να πραγματώσει την εθνική χειραφέτιση και την πολιτική ανεξαρτησία.

Προκειμένου για Έλληνες και Ρουμάνους, ο πρώιμος Διαφωτισμός απαρτίζεται από τέσσερεις περιόδους που μπορούν να φέρουν τίτλο : 1. η θριαμβεύουσα Εκκλησία (1680-1710) · 2. η έλλογη Απολυταρχία (1710-1730) · 3. η φωτισμένη Δεσποτεία (1730-1780) και η 4. περίοδος που αφορά ειδικά την ιστορία της Τρανσυλβανίας, είναι η περίοδος της στρατευμένης Εκκλησίας (1695-1780).

*

Η πρώτη περίοδος του πρώιμου Διαφωτισμού στις ρουμανικές χώρες θα μπορούσε να λέγεται : η “θριαμβεύουσα Εκκλησία”. Αρχίζει γύρω στα 1680, όταν ο μητροπολίτης Dosoftei δημοσιεύει τη ρουμανική του μετάφραση των ψαλμών, η οποία διαμορφώνει αποφασιστικά την ποιητική γλώσσα των Ρουμάνων. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Εκκλησία αποτελεί τότε την πιο σταθερή και αδιαμφισβήτητη εξουσία στις δύο παραδουνάβιες ηγεμονίες : ασκεί μια πνευματική επιρροή που την υποστηρίζει ένα αναπτυγμένο δίκτυο εκκλησιών και μοναστηρίων, και επιπλέον κατέχει το μονοπώλειο της τυπογραφίας. Απαριθμίζονται 9 μητροπολίτες στη Βλαχία και τόσοι στη Μολδαβία κατά τον αιώνα αυτό που είδε να περνάνε δεκάδες πριγκίπων, κάπως εφήμερης ηγεμονίας: η Βλαχία αλλάζει 26 φορές βοεβόδες και η Μολδαβία 34 φορές, χωρίς να παραλείψουμε τις μεταβατικές διοικήσεις των Οθωμανών τοποτηρητών και των Ρωσικών στρατών. Η μακρά ηγεμονία του Κωνσταντίνου Brâncoveanu αποτελεί την εξαίρεση που επικυρώνει τον κανόνα: μπορούμε ίσως να ερμηνεύσουμε τις πολλές του δημιουργίες ναών και μονών και τις θρησκευτικές εκδόσεις σαν μια επιθυμία να χρησιμοποιεί την διάδοση της πίστης ως πολιτική προπαγάνδα. Αλλά όταν ο βοεβόδας επιχείρησε να εκθρονίσει τον μητροπολίτη ʹΑνθιμο, διαπίστωσε πόσο παρακινδυνευμένο ήταν για την κοσμική εξουσία να τα βάλει με την εξουσία της Εκκλησίας και υπαναχώρησε.[5]

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής η Εκκλησία και οι ηγεμόνες εγκαταλείπουν σταδιακά τη σλαβονική κουλτούρα για χάρη της ελληνικής, αλλά και της ρουμανικής. Το πιο σημαντικό λογοτεχνικό μνημείο είναι χωρίς αμφιβολία η πρώτη πλήρης μετάφραση της Βίβλου στα ρουμανικά (1688) υπό την επίβλεψη του στόλνικου Κωνσταντίνου Καντακουζινού. Η έκδοση θρησκευτικών κειμένων καλύπτει σχεδόν ολόκληρη την παραγωγή των ρουμανικών τυπογραφείων · ακόμα και το δίγλωσσο Divanul, Κριτήριον ή Διάλεξις του σοφού με τον κόσμον του Dimitrie Cantemir τυπώθηκε στο Ιάσιο στα 1698 επειδή είχε ηθικολογικό περιεχόμενο.[6] Η μόνη εξαίρεση απορρέει από τη δραστηριότητα του Γεωργιανού καλόγερου, και ύστερα μητροπολίτη του Βουκουρεστίου ʹΑνθιμου εξ Ιβηρίας : τυπώνει μια Γραμματική της Σλαβονικής στα 1697, μια μετάφραση του Πλούταρχου στα νέα ελληνικά στα 1704 και στα 1713 το βιβλίο Γνωμικά παλαιών τινών Φιλοσόφων στα ελληνικά και το ρουμανικό αντίστιχο Pilde filosofesci. ʹΟσο για τη ρουμανική θύραθεν λογοτεχνία, τόσο ανθηρή στην εποχή των χρονικογράφων, κρατιέται έξω από τον εκδοτικό κόσμο. Τα χρονικά των οποίων τα σημερινά εγχειρίδια εξυμνούν τόσο πολύ την ιστορική και λογοτεχνική αξία θα δημοσιευτούν μόνο από το 1840 και μετά. Κανένα χρονικό δεν είδε το φως της δημοσιότητας πριν.

Στους Έλληνες, ο πρώιμος Διαφωτισμός εμφανίζεται λίγο νωρίτερα : ο ιστορικός Emanuel Turczynski φρονεί ότι ανάγεται στην εποχή του Θεόφιλου Κορυδαλέα († 1646), που θεωρείται εισηγητής της ελεύθερης σκέψης στη νοτιο-ανατολική Ευρώπη.[7] Το σίγουρο είναι πως ο φιλόσοφος αυτός δε θα μπορούσε να διδάξει χωρίς την προστασία της οικουμενικής Εκκλησίας. Το Φανάρι επιβεβαιώνεται ως σπουδαίο κέντρο της ανώτατης εκπαίδευσης : ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, συγγραφέας πολλών επιστημονικών πονημάτων - ανάμεσα στα άλλα και μιας πραγματείας για την κυκλοφορία του αίματος τυπωμένης στη Βολωνία στα 1664 -, θα διευθύνει την Πατριαρχική Σχολή (1665-1672), πριν να αναλάβει μια λαμπρή διπλωματική σταδιοδρομία ως μέγας δραγουμάνος της Υψηλής Πύλης. Σπουδαίοι πατριάρχες λαμπρύνουν την Εκκλησία - ο Ιεροσωλύμων Δοσίθεος, ο Χρύσανθος Νοταράς -, αλλά και πολλοί λόγιοι κληρικοί και λαϊκοί που υπηρετούν την Εκκλησία.[8] Μια ομάδα Ελλήνων και εξελληνισμένων θα καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του σουλτάνου και να εισχωρήσει στην οθωμανική διοίκηση : είναι οι Φαναριώτες, φιλόδοξοι άνθρωποι, πολύγλωσσοι και καλά πληροφορημένοι.[9]

Αν η ελληνική τυπογραφία μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αδυνατεί να συστηθεί, ανθίζει στη διασπορά, στην Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, ακόμα και στις ρουμανικές χώρες από το 1680 και μετά. Βλέπουμε να δημοσιεύονται γραμματικές, λεξικά, εγχειρίδια ρητορικής, γεωγραφίας και ιστορίας, κοσμικά λογοτεχνικά κείμενα. Την εισαγωγή τους στις ρουμανικές χώρες την ενισχύει η ίδρυση των ηγεμονικών ακαδημιών ελληνικής γλώσσας: ο Şerban Cantacuzino ιδρύει την Ακαδημία του Βουκουρεστίου στα 1689 και ο Antioh Cantemir την Ακαδημία του Ιασίου στα 1707.[10]

*

Η δεύτερη περίοδος εκτείνεται από το 1710 ώς το 1730 : εγκαινιάζει το φαναριώτικο καθεστώς στις παρίστριες ηγεμονίες · θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε την περίοδο της “έλλογης Απολυταρχίας”. Συμπίπτει με την “εποχή των Τουλιπών” της οθωμανικής ιστορίας.[11] Οι δολοπλοκίες και εχθροπραξίες ανάμεσα σε φατρίες και οικογένειες, οι μυστικές διαπραγματεύσεις των δυναστών με τα γειτονικά κράτη και οι δολιότητές τους απέναντι στην κεντρική εξουσία οδήγησαν το σουλτάνο στην τελική απόφαση να αντικαταστήσει τους ντόπιους βοεβόδες με έμπιστους υπηρέτες του οθωμανικού κράτους, Έλληνες Φαναριώτες.

Η αναμενόμενη ευκαιρία εμφανίζεται στα 1709 : μετά τη μάχη της Πολτάβας μεταξύ Ρώσων και Σουηδών, ο τότε οσποδάρος της Μολδαβίας Μιχαήλ Racoviţă κατηγορείται πως είχε ευνοήσει τη Ρωσία. Οι οθωμανικές αρχές τον συλλαμβάνουν και τον κλείνουν στις φυλακές του Yedi Kule. Ο Αχμέτ Γʹ διορίζει τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο στις 6 / 17 Νοεμβρίου 1709 στο θρόνο της Μολδαβίας · τον Ιανουάριο του 1710 ο Νικόλαος φτάνει στο Ιάσιο .[12] Η ηγεμονία του στη Μολδαβία διαρκεί ώς τα 1715, αν εξαιρέσουμε μια σύντομη διακοπή μερικών μηνών όταν τον εκτόπισε ο Dimitrie Cantemir. Ύστερα από την έκπτωση του Κωνσταντίνου Brâncoveanu και τον τραγικό θάνατο του πρίγκιπα και των παιδιών του, ο Νικόλαος μετατίθεται στη Βλαχία, όπου θα αντιμετωπίσει στα 1716 μια ανταρσία που καταλήγει στην εισβολή των Αυστριακών στο Βουκουρέστι και την αιχμαλωσία του Φαναριώτη πρίγκιπα στην Τρανσυλβανία. Αφού ανέκτησε το θρόνο του (1719), ο Νικόλαος θα κυβερνήσει με πυγμή ώς το θάνατό του, που συνέβηκε το 1730. Κατά την περίοδο αυτή οι ντόπιοι βογιάροι απομακρύνονται από την εξουσία · τα εκκλησιαστικά και πολιτισμικά ιδρύματα περνάνε σταδιακά σε ελληνικά χέρια. Η έκδοση ελληνικών βιβλίων στις ρουμανικές χώρες αυξάνεται σημαντικά. Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος ιδρύει το μοναστήρι του Văcăreşti όπου καταρτίζει μια πλούσια βιβλιοθήκη. Σύμβολο της ηγεμονικής θέλησης να υποτάξει την Εκκλησία στην κοσμική εξουσία : ο βοεβόδας Νικόλαος δε διστάζει να παραδώσει στους Οθωμανούς τον μητροπολίτη ʹΑνθιμο αφού του είχε αντισταθεί.[13] Χριστιανός πρίγκιπας ο Νικόλαος, αλλά φημολογείται ότι έχει την εύνοια των Οθωμανών επειδή είναι “muserin”, δηλαδή στερείται φόβο Θεού.[14] Ο Νικόλαος θα κατέχει μια θέση στη Δημοκρατία των Γραμμάτων χάρη στα συγγράμματα και τις αλληλογραφίες του, και ειδικά χάρη στο πόνημά του Περί των Καθηκόντων, τυπωμένο στο Βουκουρέστι στα 1719. Ο Jean Le Clerc το σχολίασε επαινετικά στο περιοδικό του.[15]

Ο μεγάλος αντίπαλος του Νικόλαου Dimitrie Cantemir θα τύχει μιας διεθνούς λογοτεχνικής καταξίωσης εμπλουτισμένης από πολλές εκδόσεις σε διάφορες γλώσσες. Η περιγραφή του της Μολδαβίας, η Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανάμεσα στα άλλα, θα εξασφαλίσουν στο συγγραφέα τους μια μακρά μεταθανάτια δόξα. Ο Cantemir, που πέρασε χρόνια στους ελληνικούς κύκλους της Πόλης, είναι ο πρώτος που επιχειρεί να γράψει γύρω στα 1705 ένα μυθιστόρημα στα ρουμανικά με τίτλο Istoria ieroglifică. Ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος συνθέτει κι αυτός στην αρχαι΅ζουσα το πρώτο μυθιστόρημα της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας υπό τον τίτλο Φιλοθέου Πάρεργα, που το προσφέρει στη βιβλιοθήκη του βασιλιά της Γαλλίας στα 1719.[16]

Δύο βίοι παράλληλοι : αυτοί οι δύο πρίγκιπες έζησαν και οι δύο 50 χρόνια, παντρεύτηκαν σε πρώτο γάμο μια Καντακουζινού, με τον ίδιο όνομα, Κασάνδρα. Η σύζυγος του Μαυροκορδάτου ήταν κόρη του Μολδαβού ηγεμόνα Dumitraşcu, ενώ η σύζυγος του Cantemir, κόρη του Βλάχου πρίγκιπα Şerban Cantacuzino. Πολιτικά ο Μαυροκορδάτος και ο Cantemir τάσσονταν και οι δύο υπέρ της Απολυταρχίας.[17]

Τέλος, ανάμεσα στα σημαντικά έργα της περιόδου αυτής, πρέπει να μνημονεύσουμε δύο εκδόσεις : πρόκειται για τη Φιλολογική Εγκυκλοπαιδεία του Ιωάννη Πατούσα, που δημοσιεύτηκε στη Βενετία στα 1710, σε 4 τόμους, και την Εισαγωγή εις τα γεωγραφικά του Χρύσανθου Νοταρά, που εκδόθηκε στο Παρίσι στα 1716. Σημειωτέον ότι στο πόνημά του ο Νοταράς αντικρούει τις θέσεις του Κοπέρνικου με επιχειρήματα παρμένα από τον Πτολεμαίο, τον Αριστοτέλη και την Αγία Γραφή.

*

Η τρίτη περίοδος καλύπτει μισό αιώνα : διαρκεί από το 1730 ώς το 1780 και ταυτίζεται με την “φωτισμένη Δεσποτεία”.[18] Το φαναριώτικο καθεστώς μαλακώνει, εκρουμανίζεται, πραγματώνει μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Η εξουσία παραμένει στους κόλπους των ίδιων ελληνικών ή εξελληνισμένων οικογενειών Μαυροκορδάτου, Γκίκα, Υψηλάντη, Μουρούζη, Racoviţă, Callimachi, Gianni-Rosetti. Η συχνότητα όμως των μεταθέσεων από ένα θρόνο στον άλλο και το αργυρώνητο των αξιωμάτων επιφέρουν ολέθριες επιπτώσεις : κάθε φορά που μια οικογένεια επανακτεί ένα θρόνο, οφείλει να καταβάλει σημαντικά ποσά στο οθωμανικό ταμείο. Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου είναι υποδειγματική : από το 1730 ώς το 1769 ανέβηκε 6 φορές στο θρόνο του Βουκουρεστίου και 4 φορές στο θρόνο του Ιασίου. Μπορούμε να αναλογιστούμε πως οι ηγεμόνες έπρεπε να επιβάλουν καινούριους φόρους για να ανακτήσουν τα έξοδά τους. Οι πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που εφήρμοσαν φωτισμένοι πρίγκιπες, όπως ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, επίσπευσαν το πέρασμα των παραδουνάβιων χωρών από το φεουδαλισμό σε έναν προμοντέρνο κρατισμό : έτσι ο ηγεμόνας Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος δημοσιεύει την περίφημη Constitution στο Mercure de France στα 1742 και καταργεί τη δουλοπαροικία στη Βλαχία στα 1746 και στη Μολδαβία στα 1749, περισσότερα από 30 χρόνια πριν από τον Ιωσήφ Β´ στην Αυστρία.[19] Τα ανώτατα εκπαιδευτήρια αναδιοργανώνονται σύμφωνα με δυτικά πρότυπα. Πολλοί Έλληνες λόγιοι επισκέφτονται τις ρουμανικές χώρες ή εγκαθίστανται σε αυτές. Εξαιτίας των επαφών τους με τους Έλληνες, οι Ρουμάνοι αποδέχονται την κοσμική κουλτούρα της Δύσης, αλλά όλο και περισσότερο αφομοιωμένοι στον ελληνισμό. Αν η θρησκευτική σλαβονική κουλτούρα γνωρίζει μια νέα αναγέννηση υπό την καθοδήγηση του Ουκρανού πνευματικού Paisie Velitchkovski, είναι στο εξής ο ελληνικός πολιτισμός, κλασικός, οικουμενικός και κοσμικός, ανοιγμένος στη Δύση και στο νεωτερισμό, που πρωτεύει στην εκπαίδευση. Οι καινούριες ιδέες θα κυκλοφορούν στις ρουμανικές χώρες χάρη στα ελληνικά βιβλία τυπωμένα στη Δύση.

Από τα πολλά συγγράμματα που ανήκουν στον πρώιμο Διαφωτισμό ξεχωρίζει η Ηθική φιλοσοφία του Muratori που μετέφρασε ο Μοισιόδαξ και δημοσίευσε στη Βενετία στα 1761-1762 · επίσης τα πονήματα του Ευγένιου Βούλγαρη, Η Λογική (Λειψία 1766), και μεταφράσεις και αποδόσεις κειμένων του Βολταίρου. Ο Κωνσταντίνος Κούμας κρίνει αυστηρά τέτοια έργα : “μιμήματα της των Ευρωπαίων Αριστοτελικοσχολαστικής και νεωτέρας Φιλοσοφίας”.[20]

Τέλος, το 1780, ο ηγεμόνας πάσης Ουγγροβλαχίας Αλέξανδρος Υψηλάντης εκδίδει δίγλωσσα, ελληνικά το Συνταγμάτιον Νομικόν, και ρουμανικά Pravilniceasca condică, μια νομοθεσία που ακολουθεί τις φιλοσοφικές ιδέες των Γάλλων διαφωτιστών.[21] Την ίδια χρονιά, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ δημοσιεύει στη Βιέννη την Απολογία του, ένα χρόνο αφού εξέδωσε άλλο έργο του, την Πραγματεία περί παίδων αγωγής, που τυπώθηκε στη Βενετία. Η Απολογία του Μοισιόδακα είναι το πρώτο κείμενο που ανήκει αναμφισβήτητα στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό.[22]

*

Η τέταρτη περίοδος υπερβαίνει τις προηγούμενες που ανέφερα και προετοιμάζει συστηματικά την υπεράσπιση και την επικράτηση της ρουμανικής γλώσσας και κουλτούρας : η εποχή αυτή βρίσκεται υπό την αιγίδα της “στρατευμένης Εκκλησίας”. Διαμορφώνεται και εξελίσσεται στους κόλπους της Εκκλησίας των Ουνιτών στην Τρανσυλβανία τότε υπό κατοχή της καθολικής Αυστρίας. Η πολιτική και πολιτισμική δράση του επισκόπου Inochentie Micu σκόπευε να αναδείξει την αρχαιότητα των δικαιωμάτων των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας με επιχείρημα τη ρωμαϊκή τους κληρονομιά και τελικά θα αφυπνήσει την εθνική συνείδηση όλων των Ρουμάνων. Ο ουνιτικός κλήρος εκπαιδευμένος στη Βιέννη και στη Ρώμη θα γίνει φορέας μιας ιδεολογίας διαμορφωμένης από μεγάλους διαφωτιστές, όπως οι Samuil Micu και Gheorghe Şincai, οι οποίοι συνέγραψαν την πρώτη τυπωμένη γραμματική της ρουμανικής γλώσσας, που δημοσιεύτηκε στη Βιέννη το 1780, στη λατινική γλώσσα.[23]

*

Ο πρώιμος Διαφωτισμός παρουσιάζει μια αντίφαση μεταξύ Ελλήνων και Ρουμάνων οι οποίοι διαρκώς συγκρούονται και ταυτόχρονα συνεργάζονται. Οι Έλληνες Φαναριώτες βρήκαν στις ρουμανικές χώρες ένα πεδίο δράσεως μοναδικό : απέκτησαν τίτλους ευγενείας συνάπτοντας γάμους με ντόπιες αρχοντικές οικογένειες · απέδειξαν τα προσόντα τους στη διοίκηση κρατών · ενίσχυσαν την παιδεία, ελληνική και ρουμανική, με σύγχρονα δυτικά πρότυπα.

Οι Έλληνες ξαναβρίσκουν γύρω στα 1780 την ιστορική τους ταυτότητα, μετονομάζοντας το εαυτό τους από Ρωμιοί ή Γραικοί σε Έλληνες. Ο Φαναριώτης δικαστής Δημήτριος Καταρτζής εγκατεστημένος τότε στο Βουκουρέστι εξεγείρεται εναντίον της αξίωσης μερικών Ρωμιών λογίων που έχουν αρχίσει να αποκαλούνται Έλληνες, ενώ ο λαός εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τον όρο Ρωμιός. Η εξέλιξη των ιδεών μερικές δεκαετίες αργότερα θα διαψεύσει τον Καταρτζή.[24]

Οι Ρουμάνοι, χάρη στις επαφές τους με τους Έλληνες, έχουν πρόσβαση στην δυτική κοσμική κουλτούρα, πρώτα μέσω της ελληνικής, ύστερα της γαλλικής, αλλά αποκτούν επίσης μια δική τους εθνική συνείδηση, κατά μίμηση των Ελλήνων και σε αντίδραση προς αυτούς.
Ο αρχόμενος Διαφωτισμός θα εξακριβώσει την εθνική ταυτότητα του καθενός και θα καθορίσει τη δική του προγονική κληρονομιά : οι Ρουμάνοι θα επικαλούνται τους Ρωμαίους, οι Γραικοί-Ρωμιοί τους Έλληνες, ένα γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα το τέλος του φαναριώτικου καθεστώτος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και τη σύσταση δύο ξεχωριστών πατρίδων, της Ρουμανίας και της Ελλάδας.

Τελειώνοντας οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την ορθότητα και την ακρίβεια του ορισμού που διατύπωσε ο Immanuel Kant στα 1784 λέγοντας ότι “Διαφωτισμός είναι η απαλλαγή του ανθρώπου από την κηδεμονία για την οποία είναι ο ίδιος υπεύθυνος”.[25] Στα 1821, ορόσημο του Διαφωτισμού στη νοτιο-ανατολική Ευρώπη, οι Έλληνες απαλλάσσονταν από την κηδεμονία των Οθωμανών και οι Ρουμάνοι των Φαναριωτών.

Université de Montréal και McGill University

 

 


[1]* Για λεπτομέρειες βλ. τα άρθρα μου “L’Aube des Lumières dans les pays roumains”, σε La Revue Historique, Αθήνα, τόμ. II (2005) και “La Frühaufklärung néo-hellénique – Définition et périodisation”, σε Pontes – Review of South East European Studies, Chișinău, υπό εκτύπωση.

[2] Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα, Ερμής, 31983.

[3] D. Popovici, La littérature roumaine à l’époque des Lumières, Σιμπίου, Centrul de Studii şi Cercetări privitoare la Transilvania, 1945.

[4] Για τις ρουμανικές χώρες, βλ. D. Ghișe και P. Teodor, Fragmentarium iluminist, Cluj, Editura Dacia, 1972, σ. 8 κεξ. όπου οι συγγραφείς προτείνουν τον όρο “preiluminism”.

[5] Antim Ivireanul, Opere, κριτική έκδ. Gabriel Ştrempel, Βουκουρέστι, Editura Minerva, 1972, σ. XXII-XXV και 226-234.

[6] Δίγλωσση έκδ. ρουμανικά και ελληνικά : Dimitrie Cantemir, Divanul, κριτική έκδ. Virgil Cândea, Opere Complete I, Βουκουρέστι, Editura Academiei Republicii Socialiste România, 1974.

[7] E. Turczynski, “Gestaltwandel und Trägerschichten der Aufklärung in Ost- und Südosteuropa”, σε Die Aufklärung in Ost- und Südosteuropa, Aufsätze, Vorträge, Dokumentationen, Köln Wien, Böhlau Verlag, 1972, σ. 26. Βλ. C. Tsourkas, Les débuts de l’enseignement philosophique et de la libre pensée dans les Balkans – La vie et l’œuvre de Théophile Corydalée (1570-1646), Θεσ/νίκη, Institure for Balkan Studies, βʹ εκδ. 1967.

[8] Βλ. Ν.Κ. Ψημμένος, Μελετήματα Νεοελληνικής Φιλοσοφίας Αʹ Οι πηγές της Νεοελληνικής Φιλοσοφίας, Ιωάννινα, Εκδ. ΔΩΤΙΟΝ, 2004.

[9] Βλ. S. Zervos, Recherches sur les Phanariotes et leur idéologie politique (1666-1821), τόμ. 1-2, Παρίσι, 1990.

[10] Ariadna Camariano-Cioran, Les Académies princières de Bucarest et de Jassy et leurs professeurs, Θεσ/νίκη, Institute for Balkan Studies, 1974.

[11] J. Bouchard, “Nicolas Mavrocordatos et l’Époque des Tulipes”, Ο Ερανιστής, 17 (1981) σ. 120-129. Τα άρθρα μου για το θέμα έχουν συγκεντρωθεί σε ρουμανική μετάφραση : J. Bouchard, Nicolae Mavrocordat domn şi cărturar al Iluminismului timpuriu (1680-1730), Traducere din limbile franceză şi neogreacă de Elena Lazăr, Βουκουρέστι, Omonia, 2006.

[12] J. Bouchard, “Nicolas Mavrocordatos et l’Aube des Lumières”, Revue des Études Sud-Est Européennes (RESEE), 20 (1982) σ. 237-246.

[13] Arhim. Sofian Boghiu, Sfântul Antim Ivireanul şi Mănăstirea Tuturor Sfinţilor, Βουκουρέστι, Editura Bizantină, 2005, σ. 27-30.

[14] M. Schendos van der Beck, Apologia adversus Mavrocordati sycophantias, σε Călători străini despre Țările Române, τόμ. IX, Βουκουρέστι, Editura Academiei Române, 1997, σ. 84. Βλ. P. Rycaut, The present State of the Ottoman Empire, Λονδίνο, 1668, σ. 129. Πρβλ. The complete letters of Mary Wortley Montagu, έκδ. Robert Halsband, τόμ. Ι, Οξφόρδη, Clarendon Press, 1965, σ. 318 · και D. Cantemir, Sistemul sau Întocmirea religiei muhammedane, έκδ. V. Cândea, Βουκουρέστι, Ed. Acad., 1987, σ. 507 και 657 σημ. 1085 (musirri).

[15] J. Bouchard, “Les relations épistolaires de Nicolas Mavrocordatos avec Jean Le Clerc et William Wake”, Ο Ερανιστής, 11 (1974) σ. 62-92. Πρβλ. Jean Le Clerc, Epistolario, τόμ. IV (1719-1732), επιμέλεια Maria Grazia και Mario Sina, Φλωρεντία, L.S. Olschki, 1997, passim. Βλ. Hans Bots και Françoise Waquet, La République des Lettres, Belin-De Boeck, 1997, σ. 72 και 102.

[16] Η editio princeps των Φιλοθέου Παρέργων θα δημοσιευτεί στη Βιέννη στα 1800 από τον Γρηγόριο Κωνσταντά · για κριτική έκδοση βλ.Nicolas Mavrocordatos, Les Loisirs de Philothée, texte établi, traduit et commenté par Jacques Bouchard, avant-propos de C.Th. Dimaras, Αθήνα-Μοντρεάλ, Association pour l’étude des Lumières en Grèce – Les Presses de l’Université de Montréal, 1989. Πρβλ. Μ. Πεχλιβάνος, Εκδοχές νεοτερικότητας στην κοινωνία του Γένους : Νικόλαος Μαυροκορδάτος - Ιώσηπος Μοισιόδαξ - Αδαμάντιος Κοραής, Θεσσαλονίκη, 1999, σ. 21-76.

[17] J. Bouchard, “Les lettres fictives de Nicolas Mavrocordatos à la manière de Phalaris : une apologie de l’absolutisme”, RESEE, 13 (1975) 197-207. Βλ. και P. Panaitescu, Dimitrie Cantemir, Viaţa şi opera, Βουκουρέστι, 1958, σ. 99.

[18] A. Duţu, “Cas particulier : la Roumanie”, σε L’absolutisme éclairé, Παρίσι-Βουδαπέστη, CNRS-Akadémiai Kiadó, 1985, σ. 331-337. Πρβλ. N. Iorga, “Le despotisme éclairé dans les pays roumains au XVIIIe siècle”, σε Bulletin of the International Committee of Historical Sciences, IX (1937) 101-115.

[19] Ş. Papacostea, “La grande charte de Constantin Mavrocordato (1741) et les réformes en Valachie et en Moldavie”, Symposium L’époque phanariote 21-25 octobre 1970, Θεσ/νίκη, Institute for Balkan Studies, 1974, σ. 365-376.

[20] Κ. Κούμας, Σύνοψις της ιστορίας της φιλοσοφίας του W.G. Tennemann, Παράρτημα, Βιέννη, 1818, σ. 207 , όπως παρατίθεται στοΝ.Κ. Ψημμένος, Μελετήματα, ό.π., σ. 155.

[21] Συνταγμάτιον Νομικόν Αλεξάνδρου Ιωάννου Υψηλάντη Βοεβόδα ηγεμόνος πάσης Ουγγροβλαχίας 1780, εκδιδόμενον μετ' εισαγωγής και ιστορικής ανασκοπήσεως των εν αυτώ θεσμών υπό Παναγιώτου Ι. Ζέπου, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 1936, σ. 32. Πρβλ. Pravilniceasca condică, 1780, ediţie critică Andrei Rădulescu, Βουκουρέστι, Editura Academiei Republicii Populare Romîne, 1957.

[22] Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Απολογία, επιμέλεια ʹΑλκης Αγγέλου, Αθήνα, Ερμής, 1976. Βλ. Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 22004.

[23] Βλ. L. Blaga, Gândirea românească în Transilvania în secolul al XVIII-lea, έκδ. G. Ivaşcu, Βουκουρέστι, Editura ştiinţifică, 1966, σ. 128-228 · του ίδιου, “Şcoala ardeleană-latinistă”, σε Izvoade, Βουκουρέστι, Humanitas, 2002, σ. 157-170.

[24] Δ. Καταρτζής, Τα Ευρισκόμενα, έκδ. Κ.Θ. Δημαράς, Αθήνα, Ερμής, 1970, σ.49-50.

[25] I. Kant, “Beantwortung der Frage : Was ist Aufklärung ?”, Berlinische Monatsschrift, Δεκέμβριος 1784, σ. 481 [“Aufklärung ist der Ausgang des Menschen aus seiner selbst verschuldeten Unmündigkeit”].