Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Μαρία Σοφή

Αστική εμπορική τάξη στις ρουμανικές χώρες κατά τον 19ο αιώνα – Η περίπτωση των Ελλήνων επιχειρηματιών

Ο σκοπός της παρούσας έκθεσης δεν είναι να εξετάσουμε και να αναλύσουμε τους παράγοντες και τις συνθήκες που επέδρασαν και επικράτησαν για τη διαμόρφωση της αστικής τάξης στις ρουμανικές χώρες κατά το 19ο αιώνα, αλλά κυρίως η παρουσίαση ενός μέρους αυτής της κοινωνικής τάξης και συγκεκριμένα των Ελλήνων επιχειρηματιών που έδρασαν στη Βλαχία. Συγκεκριμένα, θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε συνοπτικά τον τρόπο δράσης στον τομέα των επιχειρήσεων και την κοινωνική συμπεριφορά και νοοτροπία ορισμένων μελών αυτής της κοινωνικής ομάδας μέσα στο ιστορικό και θεσμικό πλαίσιο του τόπου και της εποχής.

Η διερεύνηση ενός συγκεκριμένου «εμπορικού» αρχείου, όπως αυτό του Ι. Στάμου[1] - που συγκεντρώνει στοιχεία για μία περίοδο πάνω από 150 χρόνια - μας δίνει στοιχεία για να σχηματίσουμε την εικόνα που αντιστοιχεί στο μοντέλο του αστού βαλκάνιου εμπόρου του 19ου αιώνα. Οπωσδήποτε η πλειονότητα των εγγράφων αφορούν μεν στον ελληνοβλάχικης καταγωγής έμπορο Ιωάννη Στάμου, ωστόσο μέσα από την αλληλογραφία αυτού με άλλους εμπόρους, εμπορικούς πράκτορες και επιχειρηματίες αντλούμε σημαντικά στοιχεία που συμπληρώνουν ή τουλάχιστον συντελούν στον καθορισμό μίας βασικής αποτύπωσης των χαρακτηριστικών αυτής της κοινωνικής ομάδας. Η οποιαδήποτε γενίκευση γίνεται με αίσθημα επιφύλαξης, αφού η περιπτωσιολογία δεν μπορεί να επιβάλλει τυποποιήσεις ευρείας μορφής.

Οι «Έλληνες» που διαβίωναν και δρούσαν επιχειρηματικά στη Βλαχία το πρώτο μισό του 19ου αιώνα προέρχονταν τόσο από περιοχές που ανήκαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος όσο και από περιοχές που ανήκαν στην οθωμανική αυτοκρατορία, όπως Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και επίσης από τα Ιόνια νησιά. Μέσα σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνουμε και τους ορθόδοξους βλαχόφωνους που προέρχονταν από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Αυτοί μιλούσαν και έγραφαν και τα ελληνικά. Όπως διαπιστώνουμε, στον 19ο αιώνα και ειδικά μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, ο όρος «Έλληνας» δεν έχει την ευρεία σημασία που είχε τον 18ο αιώνα, όπως μάλιστα αυτή είχε επικρατήσει και στις δύο εμπορικές κομπανίες των πόλεων Σιμπίου και ιδιαίτερα του Μπρασώβ[2]. Δεν κρίνεται όμως σκόπιμο να επεκταθούμε περισσότερο σε μία εθνολογικού τύπου ανάλυση, αφού δεν αποτελεί στόχο της παρουσίασης αυτής. Εξάλλου, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα δεν ήταν απόλυτα διακριτά αυτά τα όρια για κάποιες πληθυσμιακές ομάδες όχι μόνο των Βαλκανίων, αλλά και άλλων περιοχών της Ευρώπης.

Το γεγονός είναι ότι ελληνόφωνοι και βλαχόφωνοι ήταν εγκατεστημένοι στις δύο ρουμανικές χώρες υπό το καθεστώς του ξένου «sudit», δηλαδή του κατοίκου των ρουμανικών χωρών, που βρισκόταν υπό την προστασία του Προξενείου μιας ευρωπαϊκής δύναμης. Το θεσμικό αυτό πλαίσιο παρείχε προστασία και ιδιαίτερα προνόμια στους ξένους «υπηκόους», αλλιώς προστατευόμενους, όπως φοροαπαλλαγές και προξενική εκδίκαση των υποθέσεών τους, ακόμη και των εμπορικών. Αυτά τα προνόμια εν μέρει ρυθμίστηκαν από τον Οργανικό Νόμο και περιορίστηκαν. Έτσι, μετά το 1830 οι ξένοι έμποροι και φυσικά μέσα σ’ αυτούς και οι Έλληνες, οδηγούνταν για την επίλυση των υποθέσεών τους στο Εμποροδικείο όπως και οι ντόπιοι και υποχρεώνονταν να αγοράσουν την πατέντα, ένα είδος άδειας επαγγέλματος. Η απόκτηση της πατέντας, την οποία και οι αυτόχθονες έμποροι είχαν δικαίωμα να την αποκτήσουν, προϋπέθετε την καταβολή ενός συγκεκριμένου ποσού, καθορισμένου από το Κράτος, ταυτόχρονα όμως τους απάλλασσε από άλλες εισφορές και οικονομικές επιβαρύνσεις. Οι Έλληνες εμπορευόμενοι είχαν διπλό όφελος από την αναφερόμενη νομοθεσία, όπως άλλωστε και όλοι οι υπόλοιποι ξένοι έμποροι: απολάμβαναν την προξενική προστασία μίας ευρωπαϊκής χώρας και ταυτόχρονα διά της πατέντας επωφελούνταν από την προνομιακή φορολογική αντιμετώπιση. Στην πατέντα πρώτης τάξης που είχε χορηγηθεί στον Ι. Στάμου το 1861, αναφερόταν χαρακτηριστικά ότι αυτός αποτελούσε μέλος του Σωματείου των Μισθωτών κτηματικών συγκροτημάτων, ήταν Έλληνας υπήκοος[3], χωρίς δικαίωμα ιδιοκτησίας, εμπορευόμενος και ότι είχε δικαίωμα και άδεια να εμπορεύεται λιανικώς και χονδρικώς τόσο μέσα όσο και έξω από τη χώρα, χωρίς κανένα εμπόδιο. Επίσης, γινόταν ρητή αναφορά ότι αυτός μπορούσε να κατέχει όλα τα δικαιώματα και τις αποφασισμένες αρμοδιότητες για τους εμπόρους της κατηγορίας του[4]. Τα δικαιώματα και οι αποφασισμένες αρμοδιότητες που αναφέρονται ήταν αστικού χαρακτήρα κι όχι πολιτικού∙ είχαν δηλαδή δικαίωμα οι ξένοι υπήκοοι να συμμετέχουν σε συμβούλια και επιτροπές, στα δημοτικά συμβούλια και στα δικαστήρια όχι όμως να εκλέγουν και να εκλέγονται[5]. Στο ελληνικό διαβατήριο άλλωστε του ίδιου εμπόρου σημειώνεται ότι αυτός τελεί υπό ελληνική προστασία και απολαμβάνει στη Ρουμανία τα δικαιώματα που εγγυώνται οι υπάρχουσες Συνθήκες για τους ξένους υπηκόους[6]. Όπως αναλύει και η C. Papacostea στη σχετική μελέτη της, η απόκτηση της πατέντας ήταν το πρώτο βήμα για την πολιτογράφηση των ξένων υπηκόων, οι οποίοι αποκτούσαν μεγάλο και σημαντικό μέρος των δικαιωμάτων των ντόπιων χωρίς να αποποιούνται των προνομίων που αποκόμιζαν από τη διατήρηση του καθεστώτος του ξένου υπηκόου[7]. Η προσπάθεια του Κράτους να αναγκάσει τους ξένους εμπόρους να καταβάλλουν φορολογία προσέκρουσε στην σθεναρή αντίδραση αυτών[8].

Η απαγόρευση απόκτησης ιδιοκτησίας που αναγράφεται και στην πατέντα του συγκεκριμένου εμπόρου, μάλλον σχετιζόταν με την απόκτηση κτηματικής περιουσίας κι όχι αστικής, αφού στο αρχείο που εξετάζουμε, όπως φαίνεται και από πολλά έγγραφα, οι επιχειρηματίες αγόραζαν σπίτια, αποθήκες, μαγαζιά, δηλαδή αστικά ακίνητα. Οι συχνές μεταβολές όμως της νομοθεσίας σχετικά με το ζήτημα αυτό, όπως πολλές φορές και οι ασάφειες, θεωρούμε ότι ώθησε αρκετούς Έλληνες εμπόρους να αποποιηθούν την αρχική τους υπηκοότητα και να ζητήσουν τη ρουμανική, ώστε να αποκτούν αυτομάτως και το δικαίωμα αγοράς οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, χωρίς κανένα νομικό κώλυμα[9]. Η περίπτωση του επιχειρηματία Τριαντάφυλλου Πατσιούρα από το Μέτσοβο της Ηπείρου, ο οποίος τον Απρίλιο του 1860 εγκατέλειψε την ξένη υπηκοότητα αιτούμενος να αποκτήσει τη ρουμανική, είναι ενδεικτική της κατάστασης αυτής. Από το κείμενο της αίτησης του Πατσούρα προκύπτει ο συσχετισμός της απόφασής του για την ρουμανική πολιτογράφηση με την σκοπιμότητα της αγοράς κτηματικής περιουσίας[10].

Τελικά, κλείνοντας το θέμα του νομικού πλαισίου σχετικά με την εγκατάσταση και επιχειρηματική δράση των Ελλήνων στις Ρουμανικές χώρες, να σημειώσουμε ότι αυτό ρυθμιζόταν από την νομοθεσία της χώρας και τις διομολογήσεις μεταξύ των δύο χωρών Ελλάδας και Ρουμανίας, αλλά και της Ρουμανίας με τις άλλες δυνάμεις.

Ο όρος «επιχειρηματίες» για μία μερίδα ανθρώπων που δρούσαν επαγγελματικά σ’ αυτή την περιοχή των Βαλκανίων, κατά το μεγαλύτερο τμήμα του 19ου αιώνα, πιστεύουμε ότι είναι πιο εύστοχος και ευρύς από τον απλό προσδιορισμό του εμπόρου. Στον ορισμό του «επιχειρηματία» θα μπορούσε να συμπεριληφθεί το στοιχείο της χρηματικής επένδυσης για τεχνική βελτίωση, το στοιχείο της αναζήτησης νέων πεδίων δραστηριοτήτων, της παράλληλης απασχόλησης σε διαφορετικούς οικονομικούς τομείς, της αξιοποίησης της πληροφορίας για τη λήψη κατάλληλων αποφάσεων, της οικονομικής νοοτροπίας των γρήγορων και σύντομων οικονομικών πράξεων, της χρησιμοποίησης εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και της χρησιμοποίησης της έμμισθης εργασίας, όλα αυτά προς μεγιστοποίηση του κέρδους[11].

Το επιχειρηματικό αντικείμενο των Ελλήνων από τον 18ο αιώνα ακόμη και μέχρι την ευνοϊκή για τα ρουμανικά Πριγκιπάτα Συνθήκη της Αδριανούπολης ήταν το διαμετακομιστικό χερσαίο εμπόριο και η σχετικά περιορισμένη μίσθωση κτηματικών τομέων, των μοσίι (moşii)[12]. Σταδιακά, το χερσαίο διαμετακομιστικό εμπόριο άρχισε να φθίνει, ώσπου κατέστη ασύμφορο. Μετά τη Συνθήκη της Αδριανούπολης και την εφαρμογή του Οργανικού Νόμου η μίσθωση των μοσίι επεκτάθηκε, λόγω των πολύ ευμενών διατάξεων του Οργανικού Νόμου για τους μισθωτές. Η εντατική παραγωγή αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα των δημητριακών, που είχαν μεγάλη ζήτηση στη Δυτική Ευρώπη και η διοχέτευση των αγροτικών προϊόντων στο εξωτερικό αποτέλεσαν επιχειρησιακό αντικείμενο μεγάλης μερίδας των Ελλήνων. Αυτοί ενεργούσαν είτε μεμονωμένα είτε σε Συντροφίες, ανάλογα με το μέγεθος της εκμετάλλευσης που αναλάμβαναν. Στις Συντροφίες αυτές εξάλλου συμμετείχαν κάποιες φορές και ντόπιοι Ρουμάνοι. Η εκτεταμένη εμπορευματοποίηση καθώς και η εξαγωγή της αγροτικής παραγωγής δημιούργησαν και ανέπτυξαν γύρω τους μία σειρά επαγγελματικών δραστηριοτήτων: μισθωτές κτηματικών τομέων, υπομισθωτές, επιστάτες ή διευθυντές κτημάτων, μηχανικοί, τεχνικοί, μηχανοδηγοί αγροτικών μηχανημάτων, μεσίτες των αγροτικών προϊόντων, παραγγελιοδόχοι, εμπορικοί ανταποκριτές, μεταφορείς-αγωγιάτες, ποτάμιοι μεταφορείς, μεταφορείς-πλοιοκτήτες, ασφαλιστές, εξαγωγείς. Από τις πληροφορίες που μας παρέχει το πραγματολογικό υλικό που εξετάζουμε, διαπιστώνουμε ότι οι Έλληνες ήταν μισθωτές γης, επιστάτες, εμπορικοί ανταποκριτές, καπετάνιοι, πλοιοκτήτες, ασφαλιστές και εξαγωγείς[13]. Σε αρκετές περιπτώσεις ένας επιχειρηματίας μπορούσε, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, να δραστηριοποιείται σε περισσότερα από ένα πεδία. Συνήθως οι επιχειρηματίες-έμποροι που διέθεταν ικανοποιητικά κεφάλαια και είχαν καταφέρει να σημειώσουν μία μακρά παρουσία στην τοπική αγορά και γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, ήταν αυτοί που είχαν και τη δυνατότητα να ασχολούνται παράλληλα με πολλές επιχειρήσεις και να επενδύουν τα χρήματά τους κατά περίπτωση. Μία συχνά απαντημένη οικονομική ασχολία για τους επιχειρηματίες αυτού του μεγέθους ήταν το εμπόριο χρήματος – νομισμάτων και αξιόγραφων – που τους ενέτασσε σε ένα ευρύτερο οικονομικό κύκλωμα που είχε κέντρο του τη Βιέννη[14]. Για παράδειγμα, ο Ι. Στάμου ήταν αρχικά έμπορος προϊόντων και χρήματος, αργότερα μισθωτής κτηματικών συγκροτημάτων ευρείας κλίμακας και έμπορος των προϊόντων που παράγονταν σ’ αυτά, πραγματοποιώντας παράλληλα και μεταποίηση απλού τύπου για κάποια κτηνοτροφικά κυρίως προϊόντα, έτσι ώστε να είναι αυτά καλύτερα και ευκολότερα απορροφήσιμα στην αγορά. Σταδιακά, έφτασε να γίνει χρηματιστής-εγγυητής∙ χορηγούσε δηλαδή τα απαραίτητα χρηματικά ποσά στα πρόσωπα που ήθελαν να μισθώσουν κτηματικά συγκροτήματα, λαμβάνοντας ο ίδιος μέρος στις δημοπρασίες και εγγυώμενος με την ίδια την περιουσία του[15]. Γι’ αυτή την δραστηριότητά του τον αποκαλούσαν και «τραπεζίτη». Παράλληλα, συμμετείχε με μετοχές σε ασφαλιστική εταιρεία της Κωνσταντινούπολης, όπως και ο έμπορος Χατζημόσχου[16].

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες που σχετίζονταν με τις εξαγωγές εντοπίζονται κυρίως στη Βραΐλα και το Γαλάτσι, που ήταν και τα δύο μεγαλύτερα εξαγωγικά κέντρα της Βλαχίας και Μολδαβίας αντίστοιχα. Εκεί ήταν εγκατεστημένοι Έλληνες που είχαν ιδρύσει εξαγωγικούς οίκους, πλοιοκτήτες που εκτελούσαν μεταφορές στο Δούναβη ή εκτελούσαν θαλάσσια δρομολόγια - προς την Κωνσταντινούπολη αποκλειστικά ή προς τα λιμάνια της Ρωσίας ή προς το Αιγαίο πέλαγος – μεσάζοντες και εμπορικοί ανταποκριτές. Ο βασικός ανταποκριτής του Ι. Στάμου, ο Στέριος Μπότσαρης – που ενεργούσε εμπόριο και για τον εαυτό του ξεχωριστά – ήταν εγκατεστημένος στη Βραΐλα και με αξιόλογη αστική περιουσία.
Οι Έλληνες επιχειρηματίες των Ρουμανικών Πριγκιπάτων που ασχολούνταν είτε με χρηματιστικές εργασίες είτε με παραγωγή, μεταποίηση και διάθεση των προϊόντων είτε με εμπόριο και εξαγωγές συμμετείχαν έμμεσα ή άμεσα στο ευρωπαϊκό, επιχειρηματικό κύκλωμα.

Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, ανάμεσα σε άλλα, της ένταξης του τοπικού επιχειρηματικού δυναμικού στο ευρύτερο, ευρωπαϊκό, επιχειρηματικό κύκλωμα αποτελεί η ελληνική, εμπορική ετερρόρυθμη εταιρεία που ιδρύθηκε το 1867, με έδρα το Γαλάτσι, εις το όνομα των «Σεκιάρη, Ροδοκανάκη και Σία». Αυτή είχε δύο υποκαταστήματα, ένα στο Βουκουρέστι εις το όνομα των «Ζερλέντη Δερούσση και Σία» και ένα στη Βραΐλα εις το όνομα των «Ροδοκανάκη, Ζερλέντη και Σία». Ο ετερόρρυθμος εταίρος ήταν ο οίκος «Αφοί Σεκιάρη και Σία» της Μασσαλίας[17].

Σ’ αυτό το σημείο να διευκρινίσουμε ότι αναφερόμαστε σε εμπόρους μίας υψηλής τάξης, μίας οικονομικής «ελίτ» θα μπορούσαμε να πούμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα κεφάλαιά τους ήταν τεράστια, τέτοια που να μπορούν να τους κατατάξουν σε μία ανάλογη οικονομική, ευρωπαϊκή «ελίτ». Άλλωστε, να προσθέσουμε ότι στις ρουμανικές χώρες την περίοδο αυτή η κατηγοριοποίηση των εμπόρων-επιχειρηματιών γινόταν ούτως ή άλλως και μέσω της πατέντας, αφού αυτή διακρινόταν σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του εμπόρου[18]. Η επαφή των επιχειρηματιών αυτών με ευρωπαίους εμπόρους, ανταποκριτές, τραπεζίτες και άλλους αστούς – είτε απευθείας είτε μέσω της αλληλογραφίας και των εμπορικών συναλλαγών - καθώς και η επαφή τους με τους ντόπιους άρχοντες, που ήδη είχαν δεχθεί αστικού τύπου επιρροές από το δυτικό τρόπο ζωής, είχε επίδραση στο σχηματισμό και του δικού τους μοντέλου ζωής.

Πώς αποτυπώνονται τα στοιχεία της αστικότητας στην περίπτωση των ανθρώπων αυτών[19];

Καταρχήν, η ίδια η σχέση τους με το χρήμα έρχεται να συνηγορήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται στον επιχειρηματικό χώρο για τεχνολογική βελτίωση, για πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού, για αγορά αγροτικών μηχανών και άλλων ειδικών μηχανημάτων και η προοδευτική κίνησή τους προς ότι τεχνολογικά νέο είναι ενέργειες που φανερώνουν την απομάκρυνση από τις απαρχαιωμένες οικονομικές αντιλήψεις και την προσχώρηση σε σύγχρονες μεθόδους παραγωγής που συνδέονται με το καπιταλιστικό σύστημα. Η τοποθέτηση του χρήματος για την αγορά αστικών ακινήτων στις διακεκριμένες περιοχές του Βουκουρεστίου λειτουργεί προς δύο κατευθύνσεις: αυτήν της εξασφάλισης κάποιων αξιόλογων αστικών κατοικιών αντιπροσωπευτικών της κοινωνικής θέσης και αυτήν της καθαρής επένδυσης, αφού οι αστικές κατοικίες υποθηκεύονται ή ξαναπωλούνται με σκοπό την κερδοσκοπία[20].

Ενδεικτικός είναι επίσης ο λογαριασμός κόστους για την κατασκευή της οικίας του Ι. Στάμου στην συνοικία Brezoianu, την πιο κεντρική και ακριβή της εποχής: η αγορά του οικοπέδου στοίχισε 58.500 γρόσια, ενώ η κατασκευή του κτιρίου με την ακριβή ξυλεία, χωρίς την επίπλωση, στοίχισε 310.000 γρόσια[21].

Η αγορά ειδών πολυτελείας για προσωπική χρήση καταγράφεται ως επιπρόσθετο στοιχείο αστισμού: αποδείξεις για αγορά χρυσών ρολογιών, γυναικείων ακριβών κοσμημάτων, γουναρικών, ενδυμάτων, ασημένιων μαχαιροπήρουνων ευρωπαϊκού τύπου, ακριβών μπρούτζινων διακοσμητικών ειδών[22]. Η τάση για πολυτέλεια, ως ένδειξη υπαγωγής σε μία οικονομικά και κοινωνικά ανώτερη τάξη, υιοθετείται και στην περίπτωση της κηδείας και ταφής μελών της οικογένειας με σκαλιστές πέτρινες και επίχρυσες ταφόπλακες[23]. Όσο για την αντιμετώπιση κάποιων χρόνιων ασθενειών, όπως τα ρευματικά, συνηθισμένη τακτική ήταν η μετάβαση σε λουτροπόλεις κατά τους θερινούς μήνες[24].
Το άλλο σημαντικό στοιχείο αστισμού δεν θα μπορούσε παρά να είναι το πνευματικό επίπεδο και η μόρφωση. Στην περίπτωση των Ελλήνων που μελετούμε δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για ακαδημαϊκού τύπου μόρφωση, σίγουρα όμως αναφερόμαστε σε ανθρώπους εγγράμματους, γεγονός που αποδεικνύεται από την εκτεταμένη αλληλογραφία, στην οποία συμμετέχει προσωπικά μεγάλος αριθμός από αυτούς[25]. Από το αρχειακό υλικό επίσης πληροφορούμαστε ότι κάποιοι έμποροι είχαν μαθητεύσει κοντά σε φημισμένους δασκάλους της εποχής, όπως για παράδειγμα ο Ι. Στάμου είχε δάσκαλό του τον Νεόφυτο Δούκα, ενώ γενικά ήταν γνώστες της τήρησης εμπορικών βιβλίων και ξένων γλωσσών[26]. Το ενδιαφέρον για τη μόρφωση των παιδιών και γενικότερα των νεότερων μελών της κάθε οικογένειας είναι έντονο: σπουδές στο εξωτερικό, επιμονή στην μελέτη των ελληνικών και γαλλικών[27]. Επιπλέον, η συνδρομή σε πολλές εφημερίδες ελληνικές και ευρωπαϊκές, όπως και η προμήθεια εξειδικευμένων βιβλίων ερμηνεύονται ως προσπάθεια των μελών αυτής της ομάδας να βρίσκονται σε συνεχή ενημέρωση τόσο για τα επιχειρησιακά όσο και για τα πολιτικά δρώμενα σε παγκόσμιο επίπεδο[28]. Η συμμετοχή σε Συλλόγους, σε συμβούλια και επιτροπές για την ανάπτυξη της Ρουμανικής χώρας, όπως και σε κοινωφελείς δραστηριότητες καταγράφονται επίσης ως στοιχεία αστισμού.
Ολοκληρώνοντας και συνοψίζοντας να σημειώσουμε ότι οι επαγγελματικές και κοινωνικές σχέσεις που πολλοί από τους Έλληνες επιχειρηματίες ανέπτυξαν με τους ντόπιους βογιάρους, με πολιτικούς, εμπόρους και μορφωμένους ελεύθερους επαγγελματίες συνέβαλλαν στη διείσδυσή τους στην τοπική κοινωνία, στην ανάμειξή τους με το ντόπιο στοιχείο και στην διαμόρφωση της εγχώριας νεοσχηματιζόμενης αστικής τάξης[29]. Η ένταξή τους στην αστική τάξη των Ρουμανικών χωρών ήταν φυσικό επακόλουθο της εκτεταμένης και εύρωστης επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, πραγματοποιήθηκε αβίαστα και λειτούργησε καταλυτικά, προβάλλοντας αστικά πρότυπα κουλτούρας και ζωής εφάμιλλα των ευρωπαϊκών.


Θεσσαλονίκη

 

 

[1] Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας-Κεντρική Υπηρεσία, αρχείο: Εμπορικός οίκος Ιωάννης Στ. Στάμου.

[2] Για την χρησιμοποίηση του όρου « Έλληνας» κατά τον 18ο αι. βλέπε : Cicanci Olga, Companiile greceşti din Transilvania şi comerţul european in anii 1636-1746, Bucureşti, Ed. ARSR, 1981, σελ. 96-118 και 159-168.

[3] Ο αναφερόμενος έμπορος πριν από την απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας βρισκόταν υπό το καθεστώς του Γάλλου προστατευόμενου ( sudit ), κατέχοντας γαλλικό διαβατήριο.

[4] Κρατικά Αρχεία Ρουμανίας-Κεντρική Υπηρεσία, αρχείο: Εμπορικός οίκος Ιωάννης Στ. Στάμου, πακέτο XV, έγγρ. 203 (στη ρουμανική γλώσσα ). Στο εξής: ΚΑΡ, ό.π., έγγρ. XV/203.

[5] Χαρακτηριστική είναι η αίτηση που απευθύνεται από έμπορο ( τα αρχικά του ονόματος στο έγγραφο είναι Τ. Ι. ) προς το Υπουργείο Οικονομικών τον Φεβρουάριο του 1860, όπου αναφέρεται ότι ο συγκεκριμένος έμπορος ερχόμενος στη Βλαχία και έχοντας παντρευτεί με μία ντόπια, χρησιμοποίησε δικά του κεφάλαια για τις μισθώσεις των κτηματικών συγκροτημάτων και για αγορές σπιτιών, πληρώνοντας και την πατέντα. Γι’ αυτό ζητάει από το Υπουργείο να του χορηγήσει και τα αστικά δικαιώματα. ΚΑΡ, ό.π., έγγρ.ΧV/15.

[6] KAΡ, ό.π., έγγρ. XXIV/189, με ημερομηνία 27/3/1868

[7] Cornelia Papacostea-Danielopolu, «Une Citoyenneté empirique: Le statut des marchands étrangers en Valachie (1829-1859) », Actes du IIe Colloque International d’Histoire – Economies Méditerranéennes équilibres et Intercommunications XIIIe-XIXe siècles, tom.III, Athènes, 1986, σελ. 211

[8] ΚΑΡ, ό.π., έγγρ.XXIII/275 ( στη ρουμαν. γλώσσα )

[9] Στις 15/4/1837 εκδόθηκαν δύο φιρμάνια του Σουλτάνου – ένα για τη Βλαχία και ένα για τη Μολδαβία - μετά από έκκληση του Βουκουρεστίου, όπου μεταξύ άλλων περιοριστικών διατάξεων, απαγορεύονταν στους ξένους υπηκόους των Πριγκιπάτων να αγοράζουν ακίνητα και να ασκούν το λιανεμπόριο. C. Giurescu, Contribuţiuni la studiul originilor şi dezvoltării burgeziei române până la 1848, Editura Ştiinţifică, Bucureşti, 1972, pag. 205, 206. Ακολούθως, στις 25/3/1840 επί ηγεμονίας του Alexandru Ghica, ψηφίστηκε ένας νόμος που καταργούσε το «δικαίωμα της προτίμησης» και ταυτόχρονα έδινε το δικαίωμα απόκτησης μεγάλων κτηματικών ιδιοκτησιών, αμπελώνων και τσιγγάνων σε πρόσωπα που ακολουθούσαν το χριστιανικό τυπικό. Βλ. Ι. C. Filitti, Domniile Române sub Regulamentul Organic 1834-1848, Editura Academiei Române, Bucureşti, Librariile Socec, 1915, pag. 79. Στην πορεία και πάλι επανήλθε η απαγόρευση για την απόκτηση κτηματικής ιδιοκτησίας από τους ξένους, όπως φαίνεται και από τις παρεχόμενες πατέντες, μέχρι που με το διάταγμα της 20/8/1864 ξαναεπετράπη στους ξένους χριστιανούς το δικαίωμα κτηματικής ιδιοκτησίας. ΚΑΡ, ό.π., έγγρ. XIX/177, XXII/259a. Ωστόσο η νομοθεσία για την ιδιοκτησία δεν ήταν τελείως ξεκάθαρη γι’ αυτό πολλές φορές οι ξένοι επιχειρηματίες, που δρούσαν και επένδυαν τα κεφάλαιά τους επί ρουμανικού εδάφους, συναντούσαν εμπόδια και διαμαρτύρονταν. Μία τέτοια περίπτωση είναι αυτή του εμπόρου Αβασσιώτη που είχε μόνιμη κατοικία και έδρα του τη Βραΐλα για πάνω από 20 χρόνια και ο οποίος όταν αγόρασε από την Αγγλία ένα ατμόπλοιο για ναυσιπλοΐα στο Δούναβη δεν του επετράπη να το βγάλει με ρουμανική σημαία. Όπως ο ίδιος σημείωσε στην αναφορά που έστειλε στο Υπουργείο Εξωτερικών το 1866: «… για την ανάπτυξη του εμπορίου στο Δούναβη μία τέτοια παραχώρηση είναι αρκετά μικρή, τη στιγμή που ο νόμος από το 1864 όριζε ότι όποιος ξένος ήταν χριστιανός και είχε μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα μπορούσε να αγοράσει κτηματική έκταση». ΚΑΡ, ό.π., έγγρ. ΧΧΙΙ/259α.

[10] Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το κείμενο της αίτησης αυτής μεταφρασμένο από τα ρουμανικά: « Ο Τριαντάφυλλος Πατσούρας, Ρουμάνος από τη Μακεδονία, γεννημένος στο Μέτσοβο, που έφτασε στη χώρα το έτος 1829, γνωστοποιεί στη Νομοθετική Συνέλευση ότι από το έτος 1829 ασχολήθηκε με το εμπόριο, αλλά κυρίως με την γεωργία, ξοδεύοντας σημαντικά χρηματικά ποσά για τη βελτίωση ποικιλιών των σπόρων, όπως και για διάφορα αγροτικά μηχανήματα. Το έτος 1850 παραιτήθηκε από την ξένη υπηκοότητα, αγοράζοντας τα μοσίι ( τεράστιους κτηματικούς τομείς ) Negoieşti του νομού Dolj και Uda του νομού Teleorman. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα περιήλθε στη χώρα με ρουμανικό διαβατήριο. Η Νομοθετική Συνέλευση παρακαλείται να τον αναγνωρίσει ως Ρουμάνο και να του χορηγήσει τη ρουμανική πολιτογράφηση». Στη συνέχεια, πολλοί μάρτυρες βεβαιώνουν ότι ο Τριαντάφυλλος Πατσούρας είναι Ρουμάνος από τη Μακεδονία, γεννημένος στο Μέτσοβο. ΚΑΡ, ό.π., έγγρ. XV/51 ( αντίγραφο). Ο ίδιος έμπορος άλλωστε το έτος 1861 πρόσφερε 30 χρυσά για την ανέγερση του ελληνικού προξενείου του Βουκουρεστίου. ΚΑΡ, ό.π., έγγρ. ΧΧV/21 (στη ρουμ. γλώσσα).

[11] Για την προβληματική γύρω από το ζήτημα του όρου του «επιχειρηματία» τον 18ο και τις αρχές του 19ου αι. βλέπε την ανάλυση της Μαρίας Χριστίνας Χατζηϊωάννου, Οικογενειακή Στρατηγική και Εμπορικός Ανταγωνισμός -Ο οίκος Γερούση τον 19ο αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2003, σελ. 23-25 .

[12] Για την μίσθωση των κτηματικών τομέων μέχρι τη Συνθήκη της Αδριανούπολης βλ. Ioana Constantinescu, Arendăşia în Agricultura Ţării Româneşti şi a Moldovei până la Regulamentul Organic, E.A.R.S.R., Bucureşti, 1985.

[13] Οι ντόπιοι Ρουμάνοι εντοπίζονται ως μισθωτές, υπομισθωτές, επιστάτες, αγωγιάτες, ποτάμιοι μεταφορείς, μεσίτες, παραγγελιοδόχοι. Μηχανικοί και ειδικοί τεχνικοί ήταν ως επί το πλείστον Αυστριακοί και Γερμανοί, οι οποίοι προσλαμβάνονταν από τους μισθωτές περιστασιακά και με υψηλό μισθό, συνήθως καταβαλλόμενο σε σκληρό νόμισμα. Με τις εξαγωγές οπωσδήποτε ασχολούνταν και άλλοι Δυτικοευρωπαίοι, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει μεγάλους εξαγωγικούς οίκους στη Βραΐλα και το Γαλάτσι. Σχετικά με το εμπόριο του Γαλατσίου και το καθεστώς του port franc βλ. Constantin Buşe, Comerţul exterior prin Galaţi sub regimul de Port Franc, E.A.R.S.R., Bucureşti, 1976.

[14] Βλέπε σχετικά τη μελέτη: Αγγελική Ιγγλέση, Βορειοελλαδίτες έμποροι στο τέλος της Τουρκοκρατίας- Ο Σταύρος Ιωάννου, Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας, Αθήνα, 2004.

[15] ΚΑΡ, ό.π. έγγρ. XV/93a

[16] ΚΑΡ, ό.π. έγγρ. V/57

[17] ΚΑΡ, ό.π. έγγρ. ΧΧΙΙΙ/1 ( σε γαλλική γλώσσα )

[18] Βλέπε σχετικά Vladimir Diculescu, Bresle, negustori şi meseriaşi în Ţara Românească (1830-1848), Ed. ARSR, Bucureşti, 1973, σελ. 37-41.

[19] Για την πολυμορφία των Ευρωπαίων αστών βλ. Κώστας Ράπτης, «Αστικές τάξεις και Αστικότητα στην Ευρώπη, 1789-1914: Προσανατολισμοί της Σύγχρονης Ιστοριογραφίας» , Μνήμων, τ. 20, Αθήνα, 1998, σελ. 211-243.

[20] ΚΑΡ, ό.π., έγγρ. XV/74, XXII/43, XXII/273 ( και τα τρία έγγραφα είναι αντίγραφα σε ρουμανική γλώσσα).

[21] ΚΑΡ, ό.π.,έγγρ. XIV/51

[22] ΚΑΡ, ό.π., έγγρ. ΧΙΙΙ/48 (στη ρουμ. γλώσσα, καταγραφή της επίπλωσης του σπιτιού του Γ. Μάνου), έγγρ. XIV/52, ΧVI/200, XVII/4 (στη γαλλ.γλώσσα, απoδείξεις της φίρμας “Henri Ruegg”), ΧVI/167, XVII/356 ( σε ρουμ.), XX/243.

[23] ΚΑΡ, ό.π.,έγγρ. XIV/170,170 a-b.

[24] ΚΑΡ, ό.π., έγγρ.VII/91, XI/293, XIV/118, XVI/62, XIX/8, XXII/117, XXIV/283

[25] Μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας είναι γραμμένο από τους ίδιους τους εμπόρους, τα αντίγραφα των επιστολών συνήθως τα έγραφαν οι γραμματικοί.

[26] ΚΑΒ, ό.π., έγγρ. ΙΙ/1, ΙΙ/2

[27] ΚΑΒ, ό.π., έγγρ. ΧΙ/176,

[28] ΚΑΒ, ό.π., έγγρ.XXVI/2 (f. 263v. ), XV/65

[29] Για το σχηματισμό της ρουμανικής αστικής τάξης βλ. Constantin Giurescu, ό.π., σελ. 203-216.