Titelbild der EENS

Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών

Γ΄ συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Στέλιος Μουζάκης

Η διερεύνηση των ιδεών στο δίκαιο των Φαναριωτών ηγεμόνων στη Μολδαβία και στη Βλαχία το 18ο-19ο αιώνα.

Υδροκίνητες προβιομηχανικές εγκαταστάσεις. Η διαχείριση των υδάτων και οι «καινοτομίες» των μύλων

 

Γενικά

Οι γνώσεις μας για την τεχνογνωσία και τις δυνατότητες της τεχνολογίας της προβιομηχανικής εποχής, βεβαίως είναι ελάχιστες και περιορισμένες ως προς το μέγεθος του γνωστικού αντικειμένου. Σαφείς και ασφαλείς πληροφορίες παραδίδουν τα αρχαιολογικά τεκμήρια. Όμως λόγω των ευτελών υλικών που χρησιμοποιήθηκαν, είναι ελάχιστα τα αρχαιολογικά ευρήματα που έφθασαν μέχρι τις μέρες μας.
Στο πλαίσιο της διερεύνησης της παραδοσιακής ιστορίας των ιδεών, μέσα στις οποίες εντάσσεται και το δίκαιο, δεν αρκεί μόνον η έρευνα της ποσοτικής ιστορίας των ιδεών, αλλά πρέπει να υπάρξει και η επίγνωση της ιστορικής και κοινωνικής δυνατότητας των υπαλλήλων τάξεων μιας περιοχής, ούτως ώστε, η συνολική ιστορία των ιδεών, να καταστεί και ποιοτικά διαφορετική.

Θα περιοριστούμε να παρουσιάσουμε και να σχολιάσουμε, επιγραμματικά, τις διατάξεις τις αναφερόμενες, στις πηγές των βυζαντινών[1], ως «καινοτομίες[2]» και οι οποίες συναντώνται στις δικαιϊκές συλλογές της Μολδαβίας και Βλαχίας, κατά την περίοδο της φαναριώτικης διακυβέρνησης, και είναι σχετικές, με την εγκατάσταση και λειτουργία, των υδροκίνητων προβιομηχανικών εγκαταστάσεων- νερόμυλων[3].

Η αναγκαιότητα των «καινοτομιών» των μύλων

Τόσον οι υδρόμυλοι, όσον και οι ανεμόμυλοι, παρουσιάζουν μιαν άκρως σημαντική ιδιαιτερότητα. Η εκμετάλλευση της ενέργειας του νερού, όπως και του αέρα, είναι αναγκαίο να πραγματοποιείται στο συγκεκριμένο σημείο όπου αυτή εντοπίζεται. Η ιδιαιτερότητα αυτή, που επισημαίνεται πάντοτε στις πηγές, ως «τόπος επιτήδειος εις εργαστήριον μύλου», υπαγόρευε και τη θέση ανέγερσης αυτών των πλουτοπαραγωγικών μονάδων της προβιομηχανικής κοινωνίας. Για το λόγο αυτό άρχισαν να κτίζονται αναγκαστικά, εκεί όπου προσφερότανε από το γεωφυσικό ανάγλυφο, η εγκατάστασή τους. Παράλληλα θεωρώ, ότιαυτήυπήρξε η ικανή και αναγκαία συνθήκη δημιουργίας, δικαίου σχετικού με τους μύλους.

Ταυτόχρονα ερμηνεύεται η αιτία για την οποίαν σε ορισμένες περιοχές οι νερόμυλοι, κατά κύριο λόγο, όμως, οι ανεμόμυλοι, εμφανίζονται να αποτελούν, στο πέρασμα των χρόνων, αναπόσπαστο στοιχείο του γύρω χώρου τους.

Η αναγκαιότητα αυτή, μαζί με την προβληματική της απασχόλησης[4] μέσα στην τοπική κοινωνία, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν βαθιές κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές και ανακατατάξεις, στις τοπικές κοινωνίες.

Περί δικαίου στις ηγεμονίες (εικ.1).

Η εξελικτική πορεία του δικαίου στις ηγεμονίες της Βλαχίας και Μολδαβίας μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους.
Στην πρώτη περίοδο, που χρονικά τοποθετείται[5] μέχρι το 1715, καταβάλλονται αξιοσημείωτες προσπάθειες, από φωτισμένους ηγεμόνες της Βλαχίας[6] αλλά και της Μολδαβίας, έχοντας υπ’ όψη τους ελληνικά[7] νομοθετικά κείμενα που φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν[8], δημιουργίας νομικών συλλογών[9] προς διατύπωση μιας επιτόπιας γραπτής νομοθεσίας. Οι συλλογές αυτές, γραμμένες στην καθομιλουμένη γλώσσα, αποτελούν και τα πρώτα εθνικά νομοθετικά μνημεία[10] του Ρουμανικού λαού.
Τη δεύτερη περίοδο ορίζει η κυριαρχία της ηγεμονίας των Φαναριωτών[11], στην αρχή των οριζομένων από τους ντόπιους βογιάρους και αργότερα από το Σουλτάνο[12]. Αυτή διήρκεσε πλέον του αιώνα, μέχρις ότου τερματίστηκε η ηγεμονία των και επανήλθαν οι εγχώριοι ηγεμόνες. Στο διάστημα αυτό οι Φαναριώτες κατάρτισαν και επέβαλλαν νομικούς κώδικες, γραμμένους μάλιστα στην ελληνική γλώσσα, ακολουθώντας, τις διατάξεις που αναφέρονται στις πηγές του βυζαντινού δικαίου, στα Βασιλικά[13].
Οι Φαναριώτες ηγεμόνες προσπαθούν, με κάθε τρόπο, να αναβιώσουν την παλαιά δόξα των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, πολλές φορές, να εμφανίζονται απολυταρχικοί ή και τυραννικοί και να δημιουργούν αντιπάθειες, σε ένα χώρο όπου βρίσκονται αντιμέτωποι[14] η φεουδαρχική νοοτροπία των βογιάρων, των αρχόντων, και οι διαπνεόμενες από τις ιδέες του Διαφωτισμού[15], μεταρρυθμιστικές επιδιώξεις του λαού[16].
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη πνευματική αναγέννηση και αναζωπύρωση της παιδείας, με κέντρο τις Ακαδημίες του Βουκουρεστίου και του Ιασίου, όπου δίδαξαν όχι και λίγοι Έλληνες διδάσκαλοι[17] με γνωστότερο τον Ρήγα Βελεστινλή, αλλά και την έντονη νομοθετική μεταλλαγή[18].
Στην τρίτη περίοδο, με την έκπτωση των Φαναριωτών, το 1821, αναλαμβάνουν οι εγχώριοι άρχοντες[19] οι οποίοι διατήρησαν σε γενικές γραμμές το υπάρχον δίκαιο μέχρι το 1856, οπόταν και συνενώθηκαν πλέον, οι ηγεμονίες στο ενιαίο Βασίλειο της Ρουμανίας. Η συνοχή του ισχύοντος βυζαντινού δικαίου, κατά ανάγκη διασπάστηκε, αφού εισήχθηκε πλέον ενιαίος αστικός κώδικας συντεταγμένος κατά τα πρότυπα της Δύσης και ειδικότερα του γαλλικού αστικού κώδικα.

Κωδικοποίηση του δικαίου
Το Νομικόν Πρόχειρον

Γύρω στο 1765 ο Μιχαήλ Φωτεινόπουλος[20} συντάσσει στη Βλαχία, το Νομικόν Πρόχειρον[21] με βεβαία, τη βυζαντινή προέλευση των διατάξεών του[22]. Το Νομικόν Πρόχειρον αποτελεί την πρώτη εκτενή συλλογή διατάξεων λαϊκού και κανονικού δικαίου που συντάχθηκε σε ελληνική γλώσσα[23], και είναι από τους πρώτους μεγάλους κώδικες που εφαρμόστηκαν στη Βλαχία.

Ουσιαστικά, το Νομικόν Πρόχειρον, αποτελεί μια αξιόλογη προσπάθεια συγκερασμού αυτών των επιδιώξεων. Της βυζαντινής παράδοσης και του φιλελεύθερου πνεύματος, των ιδεών του Διαφωτισμού. Οι διατάξεις του, εμφανίζονται να ακολουθούν τις αντίστοιχες βυζαντινές, γεγονός το οποίο δεν συνέφερε τους βογιάρους, που διοικούσαν με τις ισχύουσες, μέχρι τότε, σκληρές διατάξεις του φεουδαρχικού δικαίου των, αλλά και τον ηγεμόνα ο οποίος ήθελε τη νομοθεσία περισσότερο ανεξάρτητη από το βυζαντινό παρελθόν. Μέσα από τις διατάξεις του, γίνονται φανερές οι προβληματικές σχέσεις μεταξύ γαιοκτημόνων και γεωργών. Για τους λόγους αυτούς και τελικά παρέμεινε απλώς «Προσχέδιο».
Παρόλα αυτά, μια επεξεργασμένη μορφή του προσχεδίου Φωτεινόπουλου, του έτους 1777, αναγνωρίζεται ότι εισήλθε και επηρέασε το Συνταγμάτιον Νομικόν του 1780, όπως υποστήριξε, στηριζόμενος στις επιεικείς προς τους γεωργούς διατάξεις που συναντώνται στο Συνταγμάτιον, ο ValentinA.Georgescu[24], γεγονός που έχει γίνει πλέον αποδεχτό.

Οι «καινοτομίες» των μύλων

Για την ανέγερση κτιρίου μύλου στη Βλαχία, κατά το Νομικόν Πρόχειρον, φαίνεται ότι δεν απαιτείται σχετική άδεια από δημόσια αρχή, όπως άλλωστε συμβαίνει και στο βυζαντινό δίκαιο. Το γεγονός θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε ως ειδική διάκριση για τους μύλους, μια μορφή μέριμνας, αφού για οποιαδήποτε άλλη οικοδομή, αυτό θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη, στο «Περί νέων οικοδομών», κεφάλαιο 24, όπου αναφέρει.

«β΄ Όταν θέλη τινάς να κάμη νέαν οικοδομήν εκ θεμελείων πρέπει πρώτον να λαμβάνη άδειαν από την αυθεντείαν και από τους γείτονας[25]».

Όσον αφορά διατάξεις για την εγκατάσταση και ανέγερση νερόμυλων, συναντώνται, ήδη από τον 8ο αιώνα, στο Γεωργικό Νόμο[26]των Ισαύρων[27]. Παραθέτουμε για σύγκριση ταυτόχρονα και το αντίστοιχο κεφάλαιο για τους νερόμυλους, που υπάρχει και στο Νομικόν Πρόχειρον, του Φωτεινόπουλου, κεφάλαιο 41. «Περί μύλων[28]»(εικ. 2).

Σε πρώτη ανάγνωση, φαίνεται ότι ακολουθεί τις διατάξεις του Γεωργικού Νόμου[29], όμως επισημαίνονται λεκτικές διαφοροποιήσεις. Στο Νομικόν Πρόχειρον, ο νομοθέτης, με το «Εάν κατοική τινάς εις ένα χωρίον», θέτει, τη διακριτή ιδιότητα, αυτός ο οποίος θα ανεγείρει μύλο, σε κοινοτικό ή κοινόχρηστο χώρο, να διαμένει, να είναι απλά κάτοικος του συγκεκριμένου χωρίου. Αντίθετα, κατά το Γεωργικό Νόμο, το «Εάν τις οικών εν χωρίω διαγνώση τόπον», αναγνωρίζεται, ως ο οικιστής, ο κατέχων οίκον.

Στην περίπτωση που καταφέρει να αποπερατώσει το μύλο, και αρχίζουν «..οι εγχώριοι να καταβοώσιν πως επήρεν τον κοινόν τόπον και έκαμεν εκείνον εδικόν του..», πρέπει ως εγχώριους να θεωρήσουμε τους γηγενείς, τις παλαιές οικογένειες. Το πιθανότερο, εκείνους οι οποίοι κατέχουν την ιδιοκτησία[30]. Βεβαίως ιδιοκτήτες του χωρίου τις περισσότερες φορές είναι οι βογιάροι, οι άρχοντες. Επομένως, μόνον οι κατέχοντες, όπως και στον Γεωργικό Νόμο, έχουν το δικαίωμα να προχωρήσουν σε μέτρα εναντίον του, να αμφισβητήσουν την ανέγερση του μύλου. Τελικά, είναι αυτοί, που θα καταβάλλουν τα χρήματα που εξόδευσε για την ανέγερση του μύλου, ούτως ώστε να κατέχουν από κοινού το μύλο. Αδιευκρίνιστο παραμένει, στην περίπτωση αυτή, το ποσοστό συμμετοχής. Κατά ίσο ποσοστό όλοι οι συμμετέχοντες ή παραμένει το μισό σε αυτόν που προέβη στο κτίσιμο και μοιράζεται το υπόλοιπο μισό ποσοστό στην κοινότητα, όπως συναντάμε σε άλλες ελληνικές συλλογές;
Η θέση της ανέγερσης, στον κοινοτικό χώρο, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι βρίσκεται κοντά στον ποταμό και όχι στην όχθη του, γιατί τότε δεν εξουσιάζει τον μύλο, αφού υπάρχει σχετική διάταξη κατά την οποίαν,

«δ΄ Εάν κτίση τινάς οίκημά τι εις την όχθη του ποταμού δεν το εξουσιάζει[31] », γνωστού όντος ότι «Η χρήσις της όχθης του ποταμού δημοσία και κοινή εστί». Όταν όμως αποτελεί μέρος ιδιόκτητης έκτασης, δηλαδή, ανήκει σε κάποιον ιδιοκτήτη, τότε
«Η δεσποτεία όμως της όχθης και των εν αυτή δένδρων είναι των νοικοκυρίων των μοσιών και χωραφίων, εις τα οποία ευρίσκεται η όχθη και τα δένδρα[32]».

Κατά το Νομικόν Πρόχειρον, στην περίπτωση που οι χωρικοί, μοιράσουν κοινοτικό χώρο, και αποδειχθεί ότι έχει πέσει στο μερίδιο κάποιου, «τόπος αρμόδιος» για μύλο, τότε δεν υφίσταται πρόβλημα κανένα για την ανέγερσή του,
«β. εάν οι χωρικοί διαμοιρασθώσιν αναμεταξύ των τον κοινόν τόπον του χωρίου και εύρη τινάς εξ αυτών εις το μερίδιον αυτού τόπον αρμόδιον δια να κάμη μύλον και τον κάμη, δεν έχουν άδειαν οι συνεγχώριοι αυτώ να κινήσουν κατ’ αυτού καμίαν αγωγήν[33]», όμοια όπως τίθεται και στον Γεωργικό Νόμο.

Στη συνέχεια, (εικ.3) καταγράφονται διατάξεις αναφερόμενες σε προβλήματα που εντοπίζονται, κατά παράδοση, από την ανέγερση του μύλου και τα οποία πρέπει να επιμεληθεί και να επιλύσει, από την αρχή, ο προτιθέμενος να ανεγείρει μύλο. Συναντάμε απαγορευτικές ή τρόπον τινά, δεσμευτικές διατάξεις, όπως διαβάζετε.
Σύμφωνα με αυτές, ο «νοικοκύρης του μύλου» δεν πρέπει να αδιαφορεί στην περίπτωση κατά την οποίαν «..το νερό οπού κατεβαίνει από τον μύλον ερημώνει χωράφια και αμπέλια..». Φυσικά αναφέρεται στο νερό που εισέρχεται με το μυλαύλακο και εξέρχεται από το ζουριό του μύλου, μετά την κίνησή του. Επιβάλλεται, άμεσα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, ούτως ώστε να μη βλάπτονται οι παρακείμενες ιδιοκτησίες, και ασφαλώς ούτε οι καλλιέργειες των γειτόνων.

Σε ενάντια περίπτωση, ο μύλος του παύει να λειτουργεί «ει δε και δεν εύρη τρόπον, εμποδίζεται ο μύλος αυτού εις το να μη δουλεύη». Οι πλέον πρόσφορες και ενδεικνυόμενες λύσεις, είναι να εγκιβωτίζεται και πάλι σε αυλάκι ελεγχόμενης ροής και να οδηγείται είτε στον ποταμό, είτε σε προκαθορισμένη θέση απορροής, όπως σε κάποια υδατοδεξαμενή ή ακόμη και προς άρδευση.
Επομένως, ο συντάκτης, αναγνωρίζει στους όμορους ιδιοκτήτες του μύλου, να αποφασίζουν από μόνοι τους εάν θέλουν να διασχίζει το κτήμα τους το μυλαύλακο, παρέχοντάς τους το δικαίωμα σε ενάντια περίπτωση, ακόμη και να ματαιώνουν την κατασκευή του μύλου.

Το Συνταγμάτιον Νομικόν(εικ. 4).

Λίγα χρόνια αργότερα, κατά το 1780, εμφανίζεται στη Βλαχία το «Συνταγμάτιον Νομικόν[34]» το οποίο εξέδωσε ο Φαναριώτης Βοεβόδας και ηγεμόνας πάσης Ουγγροβλαχίας, Αλέξανδρος Ιωάννου Υψηλάντης[35]. Ήδη με τη φαναριώτικη διακυβέρνηση, έχει αναπτυχθεί η ατομική ιδιοκτησία[36]. Η εφαρμογή των διατάξεων του Συνταγμάτιου, επί μισόν περίπου αιώνα, συνετέλεσε στην οριστική αναγνώρισή της[37]. Βασική πηγή του Συνταγματίου, εκτός από το Νομικό Πρόχειρο, θεωρείται από τους ερευνητές, και πάλι το δημώδες βυζαντινό δίκαιο. Όμως εμφανίζονται αρκετές περιοριστικές, των δικαιωμάτων των ρουμούνων, γεωργών, διατάξεις, όπως στο κεφάλαιο XVI «Τα δίκαια των νοικοκυριών οπού έχουν επάνω εις τους ρουμούνους»,

Η συγκεκριμένη διάταξη περιορίζει ρητά, το δικαίωμα της ανέγερσης μύλου, μόνον στον κύριο του συνιδιόκτητου κτήματος και όχι στον ρουμούνο, δηλαδή στον πάροικο[38]. Σε επόμενο εδάφιο[39] όμως, παρέχει στον κατέχοντα μούλκι[40], το δικαίωμα να ανεγείρει μύλο. Παρά ταύτα, εξακολουθεί να διατηρεί, την κυριότητα της γης παραχωρώντας στον πάροικο, τη χρήση του μυλοστασίου και μόνον.
Σε έγγραφη σύμβαση του 1784, ο κύριος της μοσίας παραχωρεί στο ρουμούνο το δικαίωμα να κτίσει μύλο με δικά του έξοδα. Διατηρεί όμως το δικαίωμα και μπορεί να τον εξώσει, χωρίς αποζημίωση, αν πάψει να τον λειτουργεί, για να «μη χάση το εκ της γης εισόδημά του[41]» και για τον ίδιο λόγο, καταλαμβάνει τον μύλο, αν πεθάνει ο ρουμούνος, χωρίς να αφήσει απογόνους.

Με το ως άνω άρθρο (σχ.1, εικ.5), ΧΧΧVII «Περί μουλκίων και χιλιστέων» εμφανίζεται, για πρώτη και μοναδική φορά, όσον γνωρίζω, στην ιστορία του ελληνόφωνου δικαίου των μύλων, νομοθετημένη η ανέγερση νερόμυλου ο οποίος θα λειτουργεί εκμεταλλευόμενος το νερό φυσικής[42] λίμνης. Από τη συγκεκριμένη διατύπωση δεν καθίσταται σαφές τι υπονοεί ο νομοθέτης, με την έννοια -ζαγάσι-φράγμα. Φράγμα στη φυσική λίμνη, δηλαδή δημιουργία δέσης, για την αποκοπή τμήματος ποσότητας νερού, ή πασσάλωμα συγκεκριμένου χώρου για τη δημιουργία αναγκαίας, τεχνητής λίμνης, από που διαμέσου μυλαύλακου θα φθάνει το νερό στο μύλο (σχ.2, εικ.6).

Σχετικά με την αναφορά «…με τόπους οπού είναι δυνατόν να γένουν χιλιστέα με ζαγάσια και θέλουν να κάμουν χιλιστέα και μύλους.. ». Πιθανότερο θεωρώ ότι θα έπρεπε να δεχθούμε πως αναγνωρίζεται ως λίμνη τεχνητή και κάποια διαπλάτυνση ποταμού, εφόσον μπορεί να διαμορφωθεί αυτή, διαμέσου φράγματος.

Εάν, φυσική ή και τεχνητή λίμνη, συνορεύει και με κάποια άλλη ιδιοκτησία, αναγνωρίζονται και οι δύο ιδιοκτήτες, ότι κατέχουν από κοινού το δικαίωμα της χρήσης. Στην περίπτωση αυτή ο όμορος υποχρεούται να καταβάλλει στον πρώτο οικοδομούντα, τα μισά έξοδα, και ούτω να καθίσταται συγκύριος στο κτίσμα του μύλου και στην εκμετάλλευση της λίμνης «.. να εξουσιάζουν το χιλιστέον επικοίνως και τον μύλον..».Εφόσον γίνει αυτό αποδεχτό, και δημιουργηθεί, με τη βοήθεια ζαγασίου λίμνη, προκύπτει ένα σημαντικό πρόβλημα. Δεν γίνεται σαφής χαρακτηρισμός της γης-δημόσια ή ιδιωτική έκταση- αλλά ούτε διακριτός και ο εξουσιαστής της γης, όπου επάνω της θα προχωρήσει η ανάπτυξη της λίμνης. Εκτός βεβαίως, αν υπονοεί ότι η δημιουργία της λίμνης εκτείνεται μέσα στην αιτούμενη την ανέγερση συγκεκριμένη ιδιοκτησία (σχ.3, εικ.7). Στην περίπτωση αυτή όμως, ο γείτονας, ο όμορος, αποκτά ή εξαγοράζει δουλεία εκμετάλλευσης και επί της γης όπου δημιουργείται η λίμνη ή οικοδομείται ο μύλος ή διατηρεί μόνον το δικαίωμα χρήσεως του ύδατος;

Όλα όσα αναφέρθηκαν, ισχύουν, με την αναγκαία προϋπόθεση ότι ο όμορος ιδιοκτήτης, συμφωνεί στη δημιουργία λίμνης και την ανέγερση μύλου, ενώ μπορεί και διατίθεται να καταβάλλει τα απαιτούμενα χρήματα. Σε αντίθετη περίπτωση, υποχρεώνεται ο όμορος να καταθέσει γραπτή παραίτηση από το κατά νόμο δικαίωμά του[43]. Ταυτόχρονα παρέχει στον αιτούντα την άδεια να προχωρήσει, ανενόχλητος, στην ανάπτυξη της λίμνης ή στην ανέγερση του μύλου. Τέλος αποκόπτει, από τον όμορο, και το δικαίωμα ενδεχόμενης μεταλλαγής της γνώμης, τόσο στον ίδιο, όσο και στους απογόνους του, ήτοι στο διηνεκές[44].

Ως ακροτελεύτια διάταξη θέτει το ενδεχόμενο της μη συνεννοήσεως μεταξύ των ομόρων. Στην περίπτωση αυτή, τον λόγο τον έχει η δικαιοσύνη, η Αυθεντία[45].

Από τις παραπάνω επισημάνσεις, θεωρώ ότι, ο συντάκτης, δεν είχε πλήρη εικόνα των αναγκών, των λειτουργιών και κυρίως των τεχνικών προδιαγραφών, των υδροκίνητων εγκαταστάσεων. Συμπεριέλαβε τη διάταξη το πιθανότερο, μεταφέροντάς την από άλλο κώδικα ή ακολουθώντας τις υποδείξεις για τις εφαρμοζόμενες πρακτικές.

Στη συνέχεια (εικ.8), στο Συνταγμάτιο συναντάμε ολόκληρο κεφάλαιο, ΧΧΧVIIΙ, «Περί μύλων νέων», σχετικό με την ανέγερση μύλων και ειδικότερα νερόμυλων, κατά μήκος ποταμού. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες διατάξεις, παρουσιάζουν, μια λεπτομερή και εμπεριστατωμένη περιγραφή της ακολουθούμενης διαδικασίας έγκρισης εγκατάστασης και λειτουργίας μύλου και εμφανίζουν σημαντικό ενδιαφέρον, τόσον για το δίκαιο όσον γενικότερα για την ιστορία των νερόμυλων.

Η αναγραφή, οιοσδήποτε έχει κατάλληλο τόπο σε ιδιόκτητη γη, μπορεί να εγκαταστήσει μύλο, έρχεται σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο κεφάλαιο XVI, με το οποίο απαγορεύεται[46] η ανέγερση μύλου από τους ρουμούνους. Ο ορισμός δε, «εκ νέου», αφήνει το περιθώριο να θεωρήσουμε ότι πιθανόν ανεγείρουν μύλο πάνω στα θεμέλια παλαιότερου. Είναι διάταξη που συναντάται στο βυζαντινό[47] εθιμικό δίκαιο[48]. Και πάλι δεν είναι απαραίτητη η έκδοση άδειας.

Παρόλα αυτά, (σχ.4, εικ.9) προτού ξεκινήσει κάποιος την εγκατάσταση, επιβάλλεται να αναθέσει σε έμπειρους και γνώστες της περιοχής τεχνίτες, τον έλεγχο της ποσότητας των νερών. Αυτοί αναλαμβάνουν με τη ρητή υποχρέωση, να ελέγξουν ώστε «να μη τύχη και βλαφθώσι τα γειτονικά μούλκια με την ύψωσιν του νερού ή να εμποδισθώσιν οι υψηλότεροι μύλοι».

Μάλιστα ορίζει «να εκλέγουν μαστόρους επιτηδείους και ειδήμονας», δηλαδή να είναι κοινής αποδοχής[49]. Η συγκεκριμένη αναφορά, προϋποθέτει, τουλάχιστον, ότι κατοικούσαν ή εργαζόντουσαν στη Βλαχία πολλοί και πεπαιδευμένοι, στο ως άνω γνωστικό αντικείμενο, τεχνίτες. Αυτοί έπρεπε να γνωρίζουν, καλά το γεωφυσικό ανάγλυφο της ευρύτερης περιοχής ώστε να εκτιμήσουν την μεγίστη ποσότητα ύδατος που μπορούσε να δεχθεί ο ελεγχόμενος ποταμός σε κάποια συγκεκριμένη εποχή, ούτως ώστε να καθορίσουν με κάθε δυνατή ακρίβεια, την υψηλότερη στάθμη των νερών του, όπως επίσης και τη σχετική ταχύτητα ροής των[50]. Μέλημα των τεχνιτών ήταν να αποδείξουν, αν και κατά πόσον, με τις υπάρχουσες συνθήκες ήταν δυνατόν να ανεγερθεί μύλος στην υποδεικνυόμενη θέση και βέβαια αν μπορεί να λειτουργεί σωστά και χωρίς προβλήματα τόσον ο νέος όσον και οι υπάρχοντες.

Βασική προϋπόθεση τίθεται πάντοτε, η δυνατότητα δημιουργίας μυλαύλακου που θα μετέφερε νερό από τον ποταμό στον μύλο (εικ.10 ). Αυτό το επιτύγχαναν με την κατασκευή δέσης, φράγματος, μέσα στον ποταμό από όπου απόκοπταν ποσότητα νερού αναγκαία για τη λειτουργία του. Από το σημείο της δέσης, της κόφτρας στον ποταμό, μέχρι το άκρο όπου θα τοποθετούνταν η μυλοκρέμαση, έπρεπε το μυλαύλακο να αποκτήσει ύψος, περίπου, 7.00-9.00 μέτρα[51](εικ.10/1).Όμως αυτό ακριβώς ήταν και το μεγάλο πρόβλημα. Δεν έπρεπε, αφενός, να εμποδίζεται η ασφαλής απορροή των υδάτων που εξέρχονται από το ζουριό του υψηλότερου μύλου, και ταυτόχρονα το μέγιστο δημιουργούμενο, επίπεδο του νερού, να μην μπορεί να φθάσει ποτέ τα θεμέλια του προηγούμενου μύλου[52]. Επιπλέον, να μην προκαλούνται ζημιές στα γειτονικά του ποταμού κτήματα, από την άνοδο αυτή της στάθμης[53].

Στη Βλαχία, τα μεγαλύτερα τμήματα των ποταμών[54] βρίσκονται, κατά κανόνα, σε ομαλά επίπεδα, με κλίσεις που κυμαίνονται μεταξύ του 2% - 6%. Μετατρέποντας αυτά τα δεδομένα έχουμε τον τύπο Η / β Χ 100 = α. Ο μαθηματικός αυτός τύπος[55], ο οποίος καταγράφεται για πρώτη φορά, αποτελεί την αναγκαία και ικανή συνθήκη για την εγκατάσταση σειράς νερόμυλων κατά μήκος ενός ποταμού, τη διαμόρφωση, όπως αναφέρεται συχνά στα έγγραφα, υδρομυλικής κατάρροιας[56]. (εικ. 10/2-3).

Στις διατάξεις του Συνταγματίου, επιβάλλεται, όπως σε όλη τη διαδικασία του ελέγχου να παρίστανται, υποχρεωτικά, οι γείτονες οι κατέχοντες μούλκια ή μύλους «δια να βλέπουν και εκείνοι, και πληροφορούμενοι ότι δεν έχουν καμμίαν βλάβην». Τέλος δίδουν την έγκρισή τους για την εγκατάσταση.

Προχωρώντας ο νομοθέτης, παρέχει στους όμορους το δικαίωμα όπως οι ίδιοι ή εκπρόσωποί τους ελέγχουν την ορθή και σύμφωνη με την κοινή απόφαση, τοποθέτηση της εγκατάστασης του μύλου παρευρισκόμενοι, κατά την διάνοιξη των θεμελίων αυτού «καταβολήν των θεμελίων». Ώστε «να μην ακολουθή ύστερον πρόφασίς τις και αιτία λογοτριβής». Βεβαίως αν από κακοτροπία, ο όμορος ιδιοκτήτης δεν του δίδει την άδεια να εγκαταστήσει μύλο, τότε έχει το δικαίωμα να προσφύγει στην Αυθεντία «δια να λάβη έγγραφον την ασφάλειάν του[57]».
Φυσικά όποιος ενδιαφέρεται, έχει το ελεύθερο να αρχίσει να κτίζει, χωρίς να ακολουθήσει αυτή τη διαδικασία. Εάν όμως με το έργο του, προξενήσει ζημιά στο όμορό του, τότε τιμωρείται, και τον αποζημιώνει μάλιστα στο διπλάσιο.

Χαρακτηριστικό της αυστηρότητας είναι ότι, εφόσον δεν ορίζεται πουθενά εύλογος χρόνος, το αδίκημα δεν παραγράφεται όσα χρόνια και αν περάσουν.

Συμπεράσματα.

Στο Συνταγμάτιό του, ο Ιωάννης Υψηλάντης, σε κάποια σημεία διακρίνεται να υπαναχωρεί στις πιέσεις των βογιάρων[58]. Πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν εγγράφονται ειδικές διατάξεις για την εγκατάσταση του μυλαύλακου, αλλά ούτε και σχετική αναφορά για «αγροτικές δουλείες[59]». Μήπως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε, αν η απουσία τους έχει άμεση σχέση με τα δικαιώματα των βογιάρων; Μήπως επειδή οι βογιάροι ως κύριοι μεγάλων κτημάτων, μοσίες, δεν είχαν πρόβλημα στο να περάσουν διαμέσου των δικών τους ιδιοκτησιών; Ή μήπως επειδή, κατά κανόνα, κατασκεύαζαν νερόμυλους με κατακόρυφη ρόδα; Όμως στην περίπτωση, όπου κατασκεύαζε μύλο ο ρουμούνος, τι ακριβώς ίσχυε; Πιθανολογούμε ότι τότε ίσχυαν οι διατάξεις του κεφαλαίου ΧΧΧV. «Περί εμφυτεύσεως[60]», όπου γινότανε συμφωνία για την καταβολή ενοικίου, με τον ιδιοκτήτη του κτήματος.

Από όσα περιληπτικά αναφέρθηκαν, διαφαίνεται η συνεχής και συνειδητή προσπάθεια συλλογής, καταγραφής και ένταξης στο γραπτό δίκαιο, τοπικών παλαιότατων[61] πρακτικών του εθιμικού[62] δίκαιου[63], τα οποία εφαρμόζονταν στη Βλαχία και Μολδαβία αναφορικά με τις προβιομηχανικές υδροκίνητες εγκαταστάσεις και ιδία τους νερόμυλους[64] (εικ.11)

Η νομοθετική κατοχύρωση του τρόπου ανέγερσης, μάλιστα, με αναλυτική περιγραφή, χρησιμοποιώντας πλήθος εξελληνισμένες[65] ρουμανικές λέξεις[66] και με απόλυτη προτεραιότητα στην, όσο το δυνατόν, απρόσκοπτη ανέγερση κτισμάτων νερόμυλων, αποδεικνύει την πρόνοια που επεδείκνυαν, αλλά και την μεγάλη σημασία την οποίαν προσέδιδαν, οι Φαναριώτες ηγεμόνες, στη «βιομηχανική» ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών της Μολδαβίας και Βλαχίας. Μια προσπάθεια η οποία ασφαλώς, εντάσσεται και διαπνέεται από το διάχυτο πνεύμα του Διαφωτισμού.

Οι Φαναριώτες ηγεμόνες, έχοντας γνώση του σχετικού, βυζαντινού έγγραφου και εθιμικού δικαίου το οποίο, όμως, περιοριζότανε μόνον σε περιπτώσεις συγκεκριμένων μυλοτόπων, έπρεπε να διαμορφώσουν ένα δίκαιο το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει και προς το μέρος των βογιάρων, αρχόντων, και προς το μέρος των ρουμούνων, των χωρικών. Ταυτόχρονα έπρεπε να ενσωματώσουν σε αυτό, το ισχύον και διαμορφωμένο στο βάθος χρόνου, τοπικό εθιμικό[67] δίκαιο, σε τρόπον ώστε να μπορέσει αυτό να αποδώσει καλύτερα καλύπτοντας, σχεδόν, κάθε πιθανή περίπτωση.

Έλαβαν υπόψη τους το γεωγραφικό ανάγλυφο της ευρύτερης περιοχής, γνώρισαν τις ανάγκες αλλά και τις ιδιαιτερότητές των ανθρώπων της. Ο ορισμός και υπόδειξη «να εκλέγουν μαστόρους επιτηδείους και ειδήμονας», αποδεικνύει ότι αξιολόγησαν και στηρίχθηκαν στις δυνατότητες των εντοπίων και ασφαλώς διέβλεψαν τις προοπτικές τους. Έθεσαν τις βάσεις της τεχνολογικής ανάπτυξής των. Έγινε κοινό κτήμα η εκμετάλλευση αυτών των πλουτοπαραγωγικών πηγών.

Είναι βέβαιο ότι προωθήθηκε η οικονομία, ρυθμίστηκε το εμπόριο, με αποτέλεσμα την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την ανάπτυξη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Ως απόδειξη αυτού του γεγονότος, θεωρώ την πολυάριθμη επέκταση των νερόμυλων σε ποτάμια και λίμνες, κατά τον 17ο –18ο αιώνα. Μια ανάπτυξη η οποία έφθασε μέχρι τις ημέρες μας. Τελικά οι Φαναριώτες βοεβόδες στον τομέα, τουλάχιστον, των υδροκίνητων προβιομηχανικών εγκαταστάσεων, φαίνεται, ότι πέτυχαν το σκοπό τους.

 

 

[1] Η συγκεκριμένη μελέτη αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης ερμηνευτικής προσέγγισης, όλων των σε ελληνική γλώσσα νομοθετικών διατάξεων, των σχετικών με την εγκατάσταση και ανέγερση των προβιομηχανικών υδροκίνητων εγκαταστάσεων, στο χώρο της ρωμαϊκής και βυζαντινής επιρροής από τον 1ο μ.Χ. αιώνα μέχρι και την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

[2] Καινοτομία = νέο έργο, η οικοδομική εργα­σία. «Καινόν έργον ποιεί τις ή οικοδομών ή καταλύων ότι ούν και την προτέραν όψιν εναλλάσσων» (Γ. Ράλλης – Μ. Ποτλής, Σύνταγμα 6, 312.)

[3] Για τα ιστορικά και την ανάπτυξη των μύλων, γενικότερα βλ. Στέλ. Μουζάκης, «Προβιομηχανικές υδροκίνητες εγκαταστάσεις Στη δυτική, τη βυζαντινή και την οθωμανική κοινωνία. Φεουδαλικό δίκαιο και οικονομία. Οι «καινοτομίες» των νερόμυλων (c. 6ος – c. 19ος αιώνας).Πρώτη προσέγγιση» Βυζαντινός Δόμος 16 (2006), σε έκδοση.

[4] R. Bautier, «Les plus anciennes mentions de moulins hydrauliques industriels et de moulins à vent » Bulletin Philologique et Historique 2 (1960),569 όπου αναφέρονται οι πολύχρονες κινητοποιήσεις των Άγγλων εργατών, εναντίον της εισαγωγής υδροκίνητων μηχανών στην παραγωγή.

[5] Ως οι παλαιότερες έγγραφες πηγές αναγνωρίζονται αυτές της ηγεμονίας του Ματθαίου Βασσαράβα (1632-1654).

[6] Όπως ο Βασίλειος Lupu (1634-1653) της Μολδαβίας και ο Ματθαίος Basarab (1632-1654) της Βλαχίας.

[7] Είχαν επαφές με έλληνες μοναχούς τους οποίους στήριξαν στην προσπάθειά τους να ενταχθούν και να δημιουργήσουν μοναστήρια στις περιοχές τους.

[8] Η Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου, το Σύνταγμα του Ματθαίου Βλαστάρη και βεβαίως ο Νομοκάνων του Μανουήλ Μαλαξού.

[9] Βλ. Δ. Γκίνης, «Περίγραμμα Μεταβυζαντινού Δικαίου», ΕΕΒΣ ΛΘ΄-Μ΄ (1972-73),201 κ.εξ.

[10] Μέσα από τις διατάξεις αυτών, διαφαίνεται η κοινωνική διάρθρωση με το φεουδαλικό της σύστημα, τη διάκριση των τάξεων, με προνομιούχους τον κλήρο και τους ευγενείς, έναντι των δουλοπάροικων και των δούλων.

[11] Για τον πίνακα διαδοχής των Φαναριωτών ηγεμόνων βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΙΑ΄ (1975), 119-12.

[12] Τις διαδικασίες διαδοχής και τα σχετικά με τη διοίκηση των παραδουναβίων ηγεμονιών βλ. Διον. Φωτεινός, Ιστορία της πάλαι Δακίας, τα νύν Τρανσυλβανίας, Βλαχίας και Μολδαβίας εκ διαφόρων παλαιών και νεωτέρων συγγραφέων ερανισθείσα, 3 (Βιέννη 1819), 343 και εξ.

[13]Ι. Ζέπος, Βασιλικά 1-5(Αθήνα 1910-1912), από έκδοση Heimbach και συμπληρώσεις των Zachariae von Lingethal, Ε. Ferrini, J. Mercati.

[14] Για τις κοινωνικές αυτές αναμετρήσεις αλλά και την κοινωνική πολιτική των φαναριωτικών ηγεμόνων βλ. P. Zepos, «La politique sociale des princes phanariotes» Balkan Studies 11(1970),81κ.εξ.

[15] Για τον Διαφωτισμό κυρίως, Κ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός (Αθήναι 1977).

[16] Η αγροτική ιδιοκτησία είναι κατά παράδοση μια οικογενειακή συνιδιοκτησία. Είναι μια μορφή που έχει την αρχή της στην καλλιέργεια αδέσποτων γαιών υπό κοινών προγόνων, τις γνωστές μοσίες ή μωσίες = αγρός, αγροτικό κτήμα.

[17] Ar. Camariano-Cioran, Les Académies Princières du Bucarest et de Jassy et leurs professeurs ( Θεσσαλονίκη 1974)

[18] Μια κίνηση, η οποία οφείλεται στο ελληνοβυζαντινό περιβάλλον, το οποίο δέσποζε στο Βουκουρέστι, κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.

[19] Για την ιστορία γενικότερα, Διον. Φωτεινός, Ιστορία της πάλαι Δακίας, 1-3 (Βιέννη 1817-1819).

[20] Σχετικά με τα βιογραφικά στοιχεία του Μ. Φωτεινόπουλου βλ. πρόχειρα Π. Ζέπος- Val. Georgescu - Αναστασία Σιφωνιού-Καραπά, Νέστ. Camariano, Νομικόν Πρόχειρον συνταχθέν υπό Μιχαήλ Φωτεινόπουλου εις Βουκουρέστιον (1765-1777), Αθήναι 1982, ως παράρτημα στο Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 24-26 (1977-1979),XIV-XV όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

[21] Η παρούσα μελέτη έχει χρησιμοποιήσει το κείμενο που έχει δημοσιευθεί στο Π. Ζέπος- Val. Georgescu - Αναστασία Σιφωνιού-Καραπά, Νέστ. Camariano, Νομικόν Πρόχειρον,13-415 όπου βρίσκεται το ελληνικό κείμενο, του χειρογράφου κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων.

[22] Συμπεριέλαβε όπως φαίνεται και τις ρυθμίσεις του Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου κατά το 1741, τις σχετικές με τον καθορισμό των ορίων.

[23] Π. Ζέπος- Val. Georgescu - Αναστασία Σιφωνιού-Καραπά, Νέστ. Camariano, Νομικόν Πρόχειρον, ΧΧΧVΙ.

[24] Για τη βιβλιογραφία και τη θεωρία, βλέπε την εισαγωγή του Παν. Ζέπου, στο Π. Ζέπος- Val. Georgescu - Αναστασία Σιφωνιού Καραπά, Νέστ. Camariano, Νομικόν Πρόχειρον, XVIII-XX

[25] Π. Ζέπος- Val. Georgescu - Αναστασία Σιφωνιού Καραπά, Νέστ. Camariano, Νομικόν Πρόχειρον, 223, β΄.

[26] Θεωρείται ως συμπλήρωμα της Εκλογής των Ισαύρων και δημοσιεύθηκε κατά το 740 μ.Χ. Ι.-Π. Ζέπος, JusGraecoromanum 2(1931), VIII-IX όπου η βιβλιογραφία

[27]Ι.-Π. Ζέπος, Jus Graecoromanum 2(1931),70-71.

[28] Π. Ζέπος- Val. Georgescu - Αναστασία Σιφωνιού-Καραπά, Νέστ. Camariano, Νομικόν Πρόχειρον, ό.π., 237, α΄.

[29] Νομικό εγχειρίδιο, που συντάχθηκε τον 7ο –8ο αιώνα και το οποίο ρυθμίζει διάφορα προβλήματα του αγροτικού χώρου. Ι.-Π. Ζέπος, Jus Graecoromanum, Νομοθεσία Ισαύρων και Μακεδόνων, 2(1931),65-71. Στο ίδιο περιλαμβάνονται δύο ακόμη συλλογές. Ο Πρόχειρος Νόμος (879) και η Επαναγωγή του Νόμου (886).

[30] Π. Ζέπος- Val. Georgescu - Αναστασία Σιφωνιού-Καραπά, Νέστ. Camariano, Νομικόν Πρόχειρον, ό.π., 368, «Ο νοικοκύρης του χωριού εις μεν τα Χριστούγεννα παίρνει από μίαν όρνιθαν από κάθε σπήτι των ρουμούνων, το δε Πάσχα από ένα πουλί και αυγά»

[31] Π. Ζέπος- Val. Georgescu - Αναστασία Σιφωνιού-Καραπά, Νέστ. Camariano, Νομικόν Πρόχειρον, ό.π., 205, δ΄.

[32] Π. Ζέπος- Val. Georgescu - Αναστασία Σιφωνιού-Καραπά, Νέστ. Camariano, Νομικόν Πρόχειρον, ό.π.,186

[33] Π. Ζέπος- Val. Georgescu - Αναστασία Σιφωνιού-Καραπά, Νέστ. Camariano, Νομικόν Πρόχειρον, 237.

[34]Π. Ζέπος, «Συνταγμάτιον Νομικόν Αλεξάνδρου Υψηλάντη Βοεβόδα ηγεμόνος πάσης Ουγγροβλαχίας 1780» Πραγματείαι Ακαδημίας Αθηνών Δ΄(Αθήναι 1936),20-24.

[35] Για τον Υψηλάντη βλ. Αθαν. Κομνηνός, Τα μετά την άλωσιν,627.

[36] Το 1740, ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος, εμπνευσμένος από τις δημοκρατικές αντιλήψεις της πεφωτισμένης δεσποτείας, εφάρμοσε τη γνωστή «ρεφόρμα» με την οποία βελτίωσε τη θέση των αγροτών.

[37]Μάλιστα το Συνταγμάτιο μεταγλωττίστηκε αργότερα στη Ρουμανική από τον βεστιάριο πρωτοσπαθάριο και Ban της Βλαχίας, Ιωάννη Βακαρέσκουλο (Δ. Φωτεινός, Ιστορία της πάλαι Δακίας 2(1819), 356.

[38] Ο Υψηλάντης φαίνεται να υπαναχωρεί στις πιέσεις των βογιάρων. Η ανέγερση του μύλου και εδώ, αναγνωρίζεται ως αποκλειστικό φεουδαλικό προνόμιο, όπως στο βυζαντινό και το οθωμανικό δίκαιο, του μεγαλοκτηματία, του κατέχοντος μοσία.

[39] Μέρος, XXXVIII, «Περί μύλων»,α ΄ Π. Ζέπος, «Συνταγμάτιον Νομικόν Αλεξάνδρου Υψηλάντη Βοεβόδα..» Πραγματείαι Ακαδημίας Αθηνών Δ΄(Αθήναι 1936),227

[40] Η έννοια «μούλκι» περικλείει βεβαίως τη μοσία, αλλά και το τμήμα της, το οποίο κάποιος απερχόμενος, απόκτησε από τη μοσία αποκόπτοντας το μερίδιό του,

[41] N. Jorga, Anciens documents de droit roumain avec une préface contenant l’histoire du droit coutumier roumain 1(Paris -Bucarest 1930), έγγραφο της 30 Δεκεμβρίου 1784 αριθ.118.

[42] Η λίμνη είναι αναγκαίο να εφοδιάζεται σταθερά με νερό, ώστε να μην αδειάζει από τη συνεχή απορροή του, διαμέσου του μύλου. Υπάρχουν κατασκευές της ίδιας εποχής (1737) που λειτουργούσαν με τον κυματισμό της θάλασσας και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, όπως λ.χ. στη Γαλλία βλ. J. Orsatelli, Les Moulins, ed. J. Laffitte (20012), 80-82 και σχέδιο 208.

[43] Πρέπει να «δίδη εις τον άλλον όπου έχει να κάμη το ζαγάσι, γράμμα όπου να φανερώνη την παραίτησιν, οπού έκαμεν από το δίκαιόν του αυτό». Π. Ζέπος, «Συνταγμάτιον Νομικόν Αλεξάνδρου Υψηλάντη Βοεβόδα..» Πραγματείαι Ακαδημίας Αθηνών Δ΄(Αθήναι 1936),ΧΧΧVΙΙ,β΄,226

[44] « αν μεταμεληθείς ζητήση να πληρώση τα μισά έξοδα και να γένη συγκοινωνός να μην εισακούεται με κανένα τρόπο αλλά να αποβάλλεται η αγωγή του». Π. Ζέπος, «Συνταγμάτιον Νομικόν»,β΄,226

[45] « όταν δεν στέργη ο γείτονας μήτε να έμβη εις τον έρανον των εξόδων μήτε να δώση γράμμα παραιτήσεως, τότε το άλλο μέρος να ανάξη την υπόθεσιν εις την Αυθεντίαν». Π. Ζέπος, «Συνταγμάτιον Νομικόν»,β΄,226

[46] «Τα δίκαια των νοικοκυριών οπού έχουν επάνω εις τους ρουμούνους». Π. Ζέπος, «Συνταγμάτιον Νομικόν»,179

[47] Ήδη από τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (886-912), καταγράφονταν σε ειδικά κατάστιχα, δηλαδή, σε κτηματολόγια οι θέσεις των μυλώνων « έτι δε και δια καταγραφής της των μυλώνων θέσεως και της του ποταμού..» και περιγράφονταν λεπτομερώς. Δηλαδή, πάντοτε, ήταν γνωστές οι θέσεις των ως «..από παλαιού δεδημοσιευμένου μύλωνος..» (Fr. Miklosich - J.Muller, Acta 6, 96 έγγραφο ΧΧΙΙΙ του έτους 1118,από τον Χάνδακα), όπως και οι ιδιοκτήτες τους, στους οποίους και μόνον παρείχετο το δικαίωμα στο διηνεκές να διατηρούν όλα τα απορρέοντα από τους νόμους και το έθιμο προνόμια και δίκαια (P.Lemerle, A.Guillou, N.Svoronos, D. Papachryssanthoy, Lavra IΙ, 10, έγγραφο 71, Χρυσόβουλο του έτους 1259).

[48] Στέλ. Μουζάκης, «Προβιομηχανικές υδροκίνητες εγκαταστάσεις στη δυτική, τη βυζαντινή και την οθωμανική κοινωνία. Φεουδαλικό δίκαιο και οικονομία. Οι «καινοτομίες» των νερόμυλων (c. 6ος – c. 15ος αιώνας)»,Βυζαντινός Δόμος 18-19(2006), σε έκδοση.

[49] Αντίστοιχο είναι το έθιμο των στιμαριτάδων (stima= τιμή, stimare= εκτιμώ), που συναντάμε στο εθιμικό δίκαιο, κυρίως, των Κυκλαδονησιών, κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και στην Αθήνα, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η μεσολάβηση των κυριάρχων (Στέλ.. Μουζάκης, Ο μοναχισμός,172-173), όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

[50]Η ταχύτητα της ροής, ως είναι γνωστό, εξαρτάται από την κλίση της κοίτης των ποταμών και διαμορφώνεται ανάλογα με το ανάγλυφο της περιοχής. Επομένως, ελεγχότανε η κλίση του ποταμού σε όλο το μήκος του όπου υπήρχαν μύλοι, μαζί, με την προτεινόμενη θέση.

[51]Επομένως, όσο μικρότερη ήταν η κλίση του ποταμού, τόσο μεγαλύτερη ήταν η απόσταση που απαιτείτο για την απόκτηση του συγκεκριμένου ύψους και αντίστροφα. Επιπλέον, όσο μικρότερη ήταν η απόσταση της θέσης της δέσης στον ποταμό, από τη θέση του μύλου, τόσο ψηλότερα έπρεπε να ήταν το φράγμα μέσα στον ποταμό.Δηλαδή η τελική στάθμη του ύδατος μέσα στο φράγμα, έπρεπε να βρίσκεται πάντοτε ψηλότερα από την τελική στάθμη του ποταμού.

[52] Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσον η κλίση του ποταμού είναι μικρότερη, τόσο μεγαλύτερο είναι το απαιτούμενο μήκος του μυλαύλακου μεταξύ της δέσης και του μύλου, με μικρότερο όμως το αναγκαίο ύψος της δέσης. Αν θελήσουμε να μικρύνουμε το μήκος αυτό πρέπει, αντίστοιχα, να μεγαλώσει το ύψος της δέσης.

[53] Από τις σχέσεις αυτές προκύπτει ότι, εφόσον δύο νερόμυλοι λειτουργούν από το νερό του ίδιου ποταμού, πάνω σε ένα μοντέλο σταθερής κλίσης του ποταμού, η θέση ανέγερσης του χαμηλότερου μύλου καθορίζεται από τη θέση και το ύψος της δέσης του. Όσο ελαττώνεται η απόσταση του νέου μύλου από τη δέση του, τόσο περισσότερο είναι αναγκαίο να απομακρύνεται από τον προηγούμενο και το αντίστροφο.

[54] Στον Ελλαδικό χώρο, τα τμήματα των ποταμών όπου συναντώνται θέσεις στις οποίες συνήθως ανεγείρονται μύλοι, εμφανίζουν κλίσεις που κατά κανόνα κυμαίνονται μεταξύ του 4% – 8%.

[55] Όπου Η = τελική στάθμη της δέσης εφαρμοζόμενη στο άνω μέρος του βαγενιού, β = κλίση του ποταμού, και α = η ελάχιστη επιτρεπτή απόσταση μεταξύ των δύο μύλων.

[56] Όμως τις περισσότερες φορές αυτή η συνθήκη, μπορούμε να πούμε ότι ατονεί, οπόταν οι εγκαταστάσεις των νερόμυλων, προκρίνεται και τοποθετούνται αντικριστά, ακολουθώντας την οφιοειδή ανάπτυξή του (Στέλ. Μουζάκης, «Οι Νερόμυλοι», 307-313), αλλά και με απευθείας κίνηση μεγάλης κατακόρυφης ρόδας, από τη ροή του ποταμού. (Ι. Θεοχαρίδης, Οθωμανικά, Γ΄,1445, έγγραφο 699).

[57] Π. Ζέπος, «Συνταγμάτιον Νομικόν Αλεξάνδρου Υψηλάντη Βοεβόδα..» Πραγματείαι Ακαδημίας Αθηνών Δ΄(Αθήναι 1936),227-228.

[58]Π. Ζέπος, «Συνταγμάτιον Νομικόν»,Κεφάλαιο XVI «Τα δίκαια των νοικοκυριών οπού έχουν επάνω εις τους ρουμούνους»,ιη΄.

[59] Οι αγροτικές δουλείες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Στη δουλεία διέλευσης η οποία χαρακτηρίζεται ως δουλεία διόδου, μονοπατίου ή παρόδου και ως δουλεία μεταφοράς ή άντλησης ύδατος. Βασική προϋπόθεση για να συσταθεί αυτή πρέπει οι συμβαλλόμενοι να έχουν ιδιοκτησίες. «..δουλείαι αγρών ή οικιών επεί δίχα αγρών ή οικιών συνιστάναι ού δύνατι..» (Ι.-Π. Ζέπος, Jus Graecoromanum 3(1931),Θεόφιλος Αντικήνσωρ, Τα Ινστιτούτα, 2,3,2). Η δουλεία νερού συναντάται με δύο μορφές. Την ενεργητική, όταν μεταφέρεις νερό από έναν αγρό στον άλλο ή αντλείς με κάποιο τρόπο νερό(Fr. Miklosich - J.Muller, Acta 2,590, 599 κ.ά.), από ξένο αγρό και την παθητική, η οποία είναι συνάρτηση του χώρου όπου βρίσκεται ο συγκεκριμένος αγρός, αλλά και της διαμορφώσεως του εδάφους (Κ. Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 2.93, 2.96, 2.98).

[60] Π. Ζέπος, «Συνταγμάτιον Νομικόν» Κεφάλαιο ΧΧΧV. «Περί εμφυτεύσεως»,εδάφια α΄,β΄,221

[61] Μαρτυρούνται τεχνικοί υδροκίνητων εγκαταστάσεων, ήδη από τον 13ο αιώνα.

[62]Έθιμο= η συνήθεια. Ως έθιμα πολλοί ερευνητές περιορίζονται να θεωρούν και να αναγνωρίζουν τις παραδόσεις και τις άλλες κοινωνικές συνήθειες, μόνον, του λαού.

[63] Σχετικά με τα ελληνικά νομικά έθιμα βλ. Ιακ. Βισβίζης, «Τινά περί των νομικών εθίμων από της Τουρκοκρατίας μέχρι και του Β. Δ. 23.2.l835» Αθηνά ΝΓ΄ (1949),226-256.

[64] Οι διατάξεις αυτές, είναι βέβαιο, ότι απηχούν θέσεις του εθιμικού δίκαιου της περιοχής και οι οποίες εντάσσονται στο δίκαιο ως μια σειρά συγκεκριμένων προϋποθέσεων, και οι οποίες δεν θεωρώ ότι επιβάλλουν περιορισμούς στο δικαίωμα ανέγερσης μύλου, αντίθετα, εξασφαλίζουν και προστατεύουν τις εγκαταστάσεις.

[65] Άλλωστε η ελληνική ήταν η μόνη που χρησιμοποιούνταν μεταξύ των επισήμων κύκλων κατά την εποχή αυτή.

[66] Απαριθμούνται στη διατριβή του M. Gregorian, Syntagmation Nomikon (Bucuresti 1927), (ανατύπωση από το Grai si suflet)

[67] Αρ. Βαζούρας, Έθιμα και Κράτος εις την νεωτέραν Ελλάδα (Αθήναι 1974), 12